Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

“Ο ήλιος καταυγάζει ψυχές και αλλάζει διάθεση”


Να σκοτώσω τον Σοπενάουερ που βγαίνει από μέσα μου, έγραψε χθες, κάτω από το κείμενό μου, ένας φίλος. Δίκιο έχει, αν τον είχα θα τον σκότωνα. Δεν το έχω, άπλα προσπαθώ πολλές φορές να βγάλω φως μέσα από το σκοτάδι, να αναδείξω τα καλά μέσα από τα μαύρα, επιδιώκοντας να ανακαλύψω, πότε ζω αληθινά, ευτυχισμένα ή δυστυχισμένα αλλά με τις αισθήσεις μου παρούσες να μου δίνουν έντονα συναισθήματα χαράς και πίκρας. Πραγματικής ζωής δηλαδή. “Εκεί στα σκοτάδια του πάτου, ξαναβρίσκω τον βαθύ χρόνο, τον χρόνο πριν από τον χρόνο, πριν από την πτώση, και αποκαλύπτω τη δυνατότητα να αποκαταστήσω τον ραγισμένο κόσμο μου, να τον επαναφέρω καινούργιο.
Χθες γυρίζοντας από την θάλασσα, ο  ήλιος έβαφε μαγικά τον ουρανό πάνω από το Μύλο, πάνω από την   Πόλη. “Ηλιόβγαλμα και ηλιοβασίλεμα υποστασιώνονται στα μάτια μας με ίδια χρώματα, ίδιες φόρμες, ίδια φευγαλέα δυναμική, ίδιο κέντρισμα να στοχαστείς το χρόνο: στο τέλος η αρχή. Ο ήλιος καταυγάζει ψυχές και αλλάζει διάθεση.”
Μπήκα στο σπίτι. Μέσα από τη γρίλια σχήματα φωτός εξασθενημένα καλωσόριζαν τη σιωπή. Πριν η νύχτα πέσει μπροστά μου, ανασαίνω την συμφωνία όλων των χρωμάτων, την αίθρια σύνθεση του δειλινού.

Τι να φταίει άραγε; Μπορεί να φταίει η μοίρα μας, που διαρκώς αναζητεί τη δυστυχία, άλλωστε τα χωρίς λόγο δάκρυα, από το θάμπος του ήλιου, λίγες στιγμές μας τα χαρίζουν.
Πολλές φορές αισθάνομαι αμήχανα με το πρόσωπο μου γυμνό.
Ο Ζακ Γκενό, ισχυρίζεται ότι ο συγγραφέας αγαπάει τόσο πολύ το άτομό του, ώστε κάθε τι που του συμβαίνει, να το θεωρεί θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Μπορεί ο αναγνώστης να είναι πάντα συνένοχος σ’ αυτές τις συνωμοσίες, κύριος ένοχος όμως είναι ο εαυτός μου, σ΄ αυτόν πρωτίστως απευθύνομαι . Αναζητάω την ηρεμία στο χαρτί. Κάθε μέρα υπογράφω πρωτόκολλο ειρήνης, τελεσίγραφο ανακωχής μαζί μου.
Η αλήθεια είναι ότι μειώνει κανείς τον εαυτό του μιλώντας πολύ γι’ αυτόν, έχει ένα ρίσκο η υπόθεση, ακόμη και όταν γίνομαι επικριτικός μη γελαστείτε, μασκαρεμένοι έπαινοι για μένα είναι.
Που είχαμε μείνει ...
Στο σαλόνι βασίλευε γαλήνη, Γύρισα τη πλάτη, Κοίταξα το μισοφωτισμένο δωμάτιο. Χιλιάδες εικόνες περνούσαν από το μυαλό μου φευγαλέα . Τίποτα δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί. Ήθελα να πω πολλά. Ευτυχώς που είμαι επιρρεπής στις ενοχές. Ανακάτεψα την τράπουλα, έκοψα, με σκοπό να απαλλαγώ απ’ αυτές. Δεν τα κατάφερα για άλλη μια φορά εκτίναξα τα λάθη μου στα ύψη και δεν είπα τίποτα.
Για να μπορείς να μιλάς μάθε να σιωπάς. Στη σιωπή κατοικούν οι λέξεις του ποιητή. Εκεί πλένονται εκεί αρωματίζονται εκεί ντύνονται” Μπροστά σ΄ αυτά τα λόγια του Οκτάβιο Πας, μου φαίνεται ανούσιος ο κόσμος το θεού . Στα βιβλία, στο Θέατρο, στο Σινεμά, στα παραμύθια, κατοικεί ο κόσμος ο πραγματικός, ο κόσμος του συγγραφέα. Που να βρεις έξω τέτοιο κόσμο.
Τώρα οι λέξεις στα σκοτεινά δωμάτια της σιωπής μου έκαναν τις τελευταίες πρόβες. Σε λίγο θα αποτυπώσουν στον υπολογιστή όλα τα παραπάνω.



Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Ακίνητοι και φευγάτοι

Κάποιες στιγμές όταν γυρίζω πίσω, νομίζω ότι έζησα αιώνες και κάποιες άλλες... λες και ήταν χθες.
Τι να σου κάνει και αυτή η μνήμη, όταν τη φορτώνεις με όλες τις ιστορίες που άκουσες. Με όλα τα βιβλία που διάβασες και όλες τις ταινίες που παρακολούθησες.


Αν προσθέσεις τα παραμύθια, που έχουν γαντζωθεί πάνω της από τις μονοψήφιες ηλικίες, τα όνειρα που έζησες στον ύπνο σου ή στο ξύπνιο σου και όλες τις αλήθειες και τα ψέμματα που με τα χρόνια έγιναν ένα, μη περιμένεις σωστούς λογαριασμούς.
Μια μνήμη έχουμε χειμώνα καλοκαίρι, κάποιες στιγμές τα λίγα χρόνια της ζωής μας που προηγήθηκαν, τα μετράει αιώνες και κάποιες άλλες που ξεχνάει το φορτίο στο σπίτι, οι αιώνες γίνονται ώρες. Λες και ήταν χθες.
Ας γυρίσουμε στους Μάηδες που σβήναμε κεριά και ας ζήσουμε και τώρα που δεν σβήνουμε, αυτό που ξέρουμε καλά.
Για το χρόνο και σήμερα, που κάποιοι λένε ότι τρέχει, εμείς όμως εκεί, στάσιμοι, καρφωμένοι στο σημείο που το μυαλό άφησε να το παρασύρουν όλοι οι δυνατοί άνεμοι για να έχει να λέει για τα ταξίδια. Ακίνητοι και φευγάτοι, σε μια λειτουργία αντιστρόφως ανάλογη, από τα βάρη, που καθηλώνουν τα πόδια σε πιο αργό τέμπο. Για τα πόδια ήταν επόμενο, από μικρά μετρούσαν τα βήματα… ένα, δύο, τρία… πενήντα και βάλε, η συμμαχία, με το χρόνο ποτέ δεν βγαίνει σε καλό. Το μυαλό όμως πάντα ασυμβίβαστο, άντε τώρα να το πιάσεις… φορτωμένο με χρήσιμα και άχρηστα, τρέχει με χίλια. Τρέχει και χάνεται …
Σιγά τι είναι τα χρόνια. Αποσυμπιεσμένες στιγμές κατά μια έννοια. Αφού πρέπει να μεγαλώσουμε, ας το κάνουμε με αξιοπρέπεια, άλλωστε όσες φορές προσπάθησα να ξεγελάσω το χρόνο, γελάστηκα. Έρχονται στιγμές μνήμης, που δεν τις αντέχω και όσο δεν τις αντέχω, μέσα τους τρέχω.
«Με απουσίες μετράμε τον χρόνο. Με ονόματα που σβήνουμε. Με φίλους που χάθηκαν, που έγιναν ξένοι, που έφυγαν απ’ τη ζωή τη δική τους και τη δική μας. Με έρωτες που μαράθηκαν, με έρωτες που τελείωσαν άδοξα, με γεγονότα που ξεθώριασαν».
Σιγά σιγά μειώνουμε τις στροφές, κατεβάζουμε ταχύτητες και απολαμβάνουμε τη διαδρομή. Κάθε τόσο η όπισθεν σε πρώτη χρήση, με τα μάτια καρφωμένα σε αυτά που προηγήθηκαν, για να τα βλέπει ο χρόνος και να κάνει πίσω.

Και τίποτα δεν είδαμε...

Όσο μικραίνει ο χρόνος, δυσάρεστες συζητήσεις καλύπτουν πλέον,ένα μεγάλο μέρος των ενδιαφερόντων μας. Ξεκινούν χαλαρά με αναλύσεις αίματος και ούρων, με κάποια προγραμματισμένα τσεκάπ και φτάνουν προοδευτικά στα εγκεφαλικά στις ανακοπές, στο σάκχαρο, που δεν πρόσεξε, μέχρι που φτάνουν να ξεθάψουν κάποιους γνωστούς συγχωρεμένους.

Ξεκινάω από την πρεσβυωπία και φτάνω να βγάζω τη γλώσσα στο θάνατο σε μια απόπειρα «για να σωπάσουν οι σκιές»
Θυμάστε που έγραψα παλιότερα για τις ευεργετικές επιπτώσεις της πρεσβυωπίας; Ε! λοιπόν αυτή η καλπάζουσα πρεσβυωπία, που λειτουργεί σε αντιστάθμισμα του χρόνου του αδυσώπητου, σβήνει πολλά από τα μελαγχολικά σημάδια του. Αφαιρεί στα δικά μας, στραβά μάτια πολλά χρόνια που μας επιβαρύνουν. Στον καθρέπτη συνεχίζουμε να βλέπουμε, αφού δεν βλέπουμε, καστανά τα γκρίζα μας μαλλιά και χωρίς ίχνος ρυτίδας το αυλακωμένο πρόσωπό μας. Μας ενεργοποιεί τη μνήμη και αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα στην ανηφόρα της ζωής. Στην ανηφόρα; Ποια ανηφόρα, μακάρι να είχε πολλά χιλιόμετρα ακόμα και ας μας δυσκόλευε. Το ευχάριστο είναι ότι το μέγεθος του βαθμού, φτάνει στο σημείο, να συνεχίζουν τα μάτια μας, να βλέπουν ανήφορο τον κατήφορο, που έχει ξεκινήσει. Και προχωράμε και προχωράμε…χωρίς κίνδυνο να γλιστρήσουμε, αφού οι άγιες μέρες της νεότητας μας επανέρχονται στη μνήμη και μας στηρίζουν. Έτσι γλυκά θα βουλιάξουμε χωρίς να το μάθουμε ποτέ. Αυτοί που φεύγουν, από την τσέπη τους δε λείπει το εισιτήριο της επιστροφής και ας μην γυρίσουνε ποτέ...
Ο Σικελιανός επέμενε πως η ζωή δεν είναι παρά «μέγιστη πρόβα θανάτου». Ο Σνάιτερ ότι η γραφή είναι «απόπειρα για να σωπάσουν οι σκιές» και τίποτα δεν μπορεί να γραφτεί «χωρίς φόβο θανάτου».
Ο Εβερετ στην «Αμερικάνικη έρημο» ότι «ο θάνατος είναι ένα σημείο στο χρόνο χωρίς διαστάσεις, χωρίς νόημα, ασήμαντο, αλλά περιέχει όλες στις γνώσεις περί ζωής». Κι ο Μπόρχες υπογράφοντας το ανυπέρβλητο «Τώρα μπορώ να ξεχάσω. Φτάνω στο στόχο μου/ στην άλγεβρά μου, στην κλείδα/ και στον καθρέφτη μου/ Σύντομα θα ξέρω ποιος είμαι» μας προϊδέασε ότι ενδεχομένως τότε και να λύνεται ο γρίφος.
Ο ύψιστος γρίφος ζωής που μας αποκαλύπτεται πια σε μάταιο χρόνο.
Διότι η αναμέτρηση με την απώλεια μπορεί να αποτελεί μέγα γεγονός και αφετηρία για την δημιουργία, αλλά η αναμέτρηση με τον θάνατό σου είναι το μέγιστο. Κι αυτό το αποδεικνύει η ίδια η δημιουργία.
Καθόλου τυχαίο το ότι μεγάλοι συγγραφείς επιλέγουν να αντιμετωπίσουν τον θάνατο μετωπικά λίγο πριν από το τέλος.
Και προχωράμε, σ’ αυτήν τη συναρπαστική διαδρομή, την κατηφόρα, που ευτυχώς δεν βλέπουμε, πάντα με την θεωρία στο τσεπάκι να ντύνει την πράξη, έχοντας κατά νου, ότι ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα…

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Μας πήρανε και τα σκουπίδια


Έτσι απλά, με υποτονικές έως μηδενικές αντιδράσεις, έφυγε η διαχείριση των απορριμμάτων από τα χέρια μας.
Με τη ψήφιση του άρθρου 93 του νομοσχεδίου για το περιβάλλον, η διαχείριση των απορριμάτων περνάει σε μια υπό υπό ίδρυση Α.Ε που θα λειτουργεί στο επίπεδο της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων.
Πολλά κρύβονται πίσω από μια τέτοια εξέλιξη, άλλωστε τα σκουπίδια για όλους εμάς, μπορεί να είναι άχρηστα, για κάποιους όμως και αυτό σε μεγαλύτερη κλίμακα, είναι χρυσός.

Είναι μια μεγάλη ήττα για τους Δήμους αλλά και για την κοινωνία. Όπως έγραφα παλαιότερα, με αφορμή τη μεταφορά: “Τα σκουπίδια, είναι δικά μας, δεν μας τα έστειλε κανένας Θεός και ούτε προήλθαν από λοιμούς, σεισμούς καταποντισμούς. Είναι ότι περίσσευσε στο τραπέζι μας, προστάτευσαν και μετέφεραν με ασφάλεια τα αναγκαία αγαθά που μπήκαν σπίτι μας. Πριν γίνουν άχρηστα ήταν χρήσιμα. Την ίδια προσοχή, φροντίδα και σεβασμό, που απολάμβαναν πριν γίνουν σκουπίδια, θα πρέπει να έχουν και μετά, που περνούν στην αχρηστία.” Δυστυχώς δεν το κάναμε. Και μια κοινωνία που δεν μπορεί να διαχειριστεί τα της, δεν μπορεί να διαχειριστεί τίποτα.
Σε άρθρο του, που δημοσιεύτηκε χθες στην εφημερίδα "Ενημέρωση”, ο πρώην Δήμαρχος Χρύσανθος Σαρλής αναφέρει:
“Πρόκειται για σχεδιασμό καταστροφικό για τα νησιά του Ιονίου, ο οποίος δεν έχει καμία δικαιολογητική βάση, επιχειρείται «τυφλά» από την απόσταση του κυβερνητικού κέντρου, χωρίς γνώση των πραγματικών συνθηκών που ισχύουν στα νησιά - περιφερειακές ενότητες και του έργου που έχει πραγματοποιηθεί ή βρίσκεται σε εξέλιξη, χωρίς να σταθμίζει τις σοβαρές και ανεπανόρθωτες συνέπειες της απώλειας πολύτιμου χρόνου που θα προκαλέσει ιδιαίτερα στην Κέρκυρα...”
Δυστυχώς χάθηκε πλέον η πρωτοβουλία των κινήσεων σε ένα θέμα που μόνο εμάς αφορά. Με τους Δήμους υπήρχε μια αμεσότητα, άντε τώρα σε μια ενδεχομένη κρίση, να ακουστεί η φωνή μας στην μακρινή Σικελία.

Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Από κάπου πρέπει να κρατηθούμε

Μπορεί ν’ ακούγεται προκλητικό. Σε μια περίοδο που τα καφενεία, τα μπαρ και τα εστιατόρια, θα παραμείνουν κλειστά μέχρι το τέλος του μήνα, εγώ να γράφω για αισθητική και ατμοσφαίρα. Συμμερίζομαι το γεγονός ότι η πανδημία λειτούργησε καταστροφικά για το κλάδο της εστίασης και η πολιτεία θα πρέπει να τον στηρίξει με κάθε τρόπο, επιμένω όμως, ότι δίνεται και μια ευκαιρία να απαλλαγούμε από την κακογουστιά. Αυτό το διάλειμμα μπορεί να λειτουργήσει δημιουργικά για την επόμενη μέρα. Το παρακάτω το έγραψα όταν αυτό που ζούμε μόνο στο σινεμά είχε παιχτεί.
“Έκανα μια βόλτα στην πόλη, στην πόλη μας. Ούτε ζεσταινόμουν ούτε κρύωνα. Θα τα χάσουμε όλα. Από κάπου πρέπει να κρατηθούμε. Μέσα σ’ αυτή τη θάλασσα των καφέ και των μπαρ έψαχνα μικρούς βράχους να κρατηθώ, κάποιο καφενείο κάποιο μπαρ το “Ναυάγιο”, που έχει ιστορία και χαρακτήρα. Απεχθάνομαι τους ανώνυμους χώρους συνάθροισης της μάζας. Έψαχνα ένα χώρο που οι άνθρωποι συναναστρέφονται, επικοινωνούν, διαμορφώνουν ένα ήθος συνύπαρξης. Έψαχνα ένα χώρο με αισθητική και ατμόσφαιρα που θα τον ορίζουν οι άνθρωποι που τον επισκέπτονται και οι μαγαζάτορες.
Που να βρω...ανώνυμα, άχρωμα, που ο καφές και το ποτό παύει να είναι τελετή απόλαυσης και συνάντησης, γίνεται είδος ταχείας κατανάλωσης, και το μαγαζί σταθμός ανεφοδιασμού καφεΐνης και αλκοόλ. Μαγαζιά αδηφάγα που καταλαμβάνουν πεζόδρομους, πλατείες και πεζοδρόμια και τα μετατρέπουν σε θάλασσες τραπεζοκαθισμάτων.
Δεν είναι μόνο στην πόλη μας, όπως γράφει ο Νίκος Ξυδάκης “ Μαγαζιά ομογενοποιητικά των προσώπων, ισοπεδωτικά των παρεών, καταπίνουν τους θαμώνες. Υποδέχονται ακίνητους, στάσιμους, παθητικούς, πελάτες χωρίς συνομιλίες και ανταλλαγές, χωρίς ιστορική μνήμη. Ανοίγουν, κλείνουν, χρεοκοπούν, ξεπλένουν χρήμα, φτιάχνουν φωλιές για τον κόσμο των χασομέρηδων, αλλά και της νύχτας και των συναλλαγών της”. Σας θυμίζει κάτι αυτό;
Η αισθητική τους προκύπτει από την μόδα που λατρεύει ο εκάστοτε διακοσμητής, ανοξείδωτος χάλυβας, καπλαμάς, γυαλί, δερματίνη, ξύλινα ντεκ ιστιοπλοϊκού ― όλα γεωμετρημένα, καινούργια, φουτουριστικά, με ετοιματζίδικη χλιδή. Η ατμόσφαιρα ορίζεται από το σούρτα-φέρτα κλαρινογαμπρών και νυμφιδίων, από τα μπιτάκια που ακούγονται αδιάκοπα στα μεγάφωνα, από τις φράκταλ συστοιχίες των φραπέ και των φρέντο. Οι άνθρωποι κοιτούν μπροστά, απλανώς, πάνω από τα ποτήρια, μέσα από τζαμαρίες, προς την απέναντι καφετέρια. Είναι μια λίμνη αρυτίδωτη, αβαθής, όπου δεν συμβαίνει τίποτε. Μια αχανής επιφάνεια. Στην επιφάνεια αυτή αντανακλάται μια κοινωνία αναλόγως στάσιμη, απαθής, που παρακολουθεί εταστικά το θέαμα της αργής διαλύσεως του αφρόγαλου, σαν θαύμα επαναλαμβανόμενο”.
Έφυγα ούτε ζεσταινόμουν ούτε κρύωνα . Απόψε δεν βρήκα,την επόμενη φορά θα βρω κάποιο κρυμμένο και θα κρατηθώ.”
Μετά την πανδημία και με το χρόνο που έστειλε καθαρό οξυγόνο στο μυαλό και πήρε βαθιές ανάσες, το ελπίζω...

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Από αύριο ας δώσουμε μια ευκαιρία στην πραγματική επικοινωνία

Γέμισε το fb λουλούδια και ευχές τις τελευταίας μέρες. Από αύριο δειλά δειλά βγαίνουμε από το σπίτι. Η αλήθεια είναι, ότι αυτές τις μέρες του εγκλεισμού, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαν την τιμητική τους, ήταν ένα ανοιχτό παράθυρο προς τον έξω κόσμο.
Διάβασα πάλι τα παλιά μου κείμενα για το διαδίκτυο. Επικριτικά, σκληρά θα έλεγα. Ναι είχα επιχειρήματα, δεν έδειξα όμως καμία επιείκεια.
“Κουράστηκα”, με μεγάλα γράμματα σε κόκκινο φόντο, έγραφε στο fb. ένας διαδικτυακός μου φίλος. Μου έκανε εντύπωση, έκανα like συμπαράστασης με μια καρδιά μαύρη, σε μια κραυγή που ο άνθρωπος ήθελε να ακουστεί στα πέρατα της γης. Ήθελε να τ’ ακούσουν οι φίλοι του οι πραγματικοί, ήθελε να το ακούσει κάποιος δικός του. Και που να τα πει... “τα καφενεία όλα κλειστά κι οι φίλοι του ξενιτεμένοι , οι δρόμοι ήταν αδειανοί κι η πολιτεία του πιο ξένη...”
Εκείνη η κραυγή απόγνωσης, με έκανε να δω με επιείκεια, όλα αυτά που διαδραματίζονται στον μαγικό κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. “ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ” φώναξε σε ένα μεγάλο χωνί, με την ελπίδα κάποιοι να τον ακούσουν. Αυτή η ανάγκη κάπου να τα πει και που δεν είχε, αφού τους παραδοσιακούς του δέκτες, τους κατάπιε η τεχνολογία, έκανε την υπέρβαση.
Μπορεί να τα φωνάζει στον αέρα, όμως πολύ θα ήθελε να εκμηδενίσει την αδιάβατη απόσταση του διαδικτύου και να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τους φίλους του, να τους κοιτάξει στα μάτια.
Η ανάγκη για επικοινωνία έχει δημιουργήσει αυτήν την εικόνα και η ευκολία βεβαίως του μέσου, έχει οδηγήσει στην υπερβολή.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το Διαδίκτυο είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο, το οποίο πέρα από τις άλλες χρήσεις του, βοηθά στην επικοινωνία με έναν τρόπο εντυπωσιακά γρήγορο και ευχάριστο. Δίνει την πολυτέλεια της διατήρησης της επαφής, ενώ ταυτόχρονα βοηθά στην καταπολέμηση των συναισθημάτων μοναξιάς που μπορεί να βιώνει κάποιος.
Δυστυχώς, πολλοί χρήστες αντί να τα χρησιμοποιούν επικουρικά στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, φτάνουν στο σημείο να τις υποκαθιστούν με τη διαδικτυακή επικοινωνία. Οι διαδικτυακές φιλίες υποκαθιστούν τις φιλίες στην πραγματική ζωή.
Όμως, καμία οθόνη δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη επαφή. Μια φιλία δε θα μπορούσε ποτέ να διατηρηθεί με αυτό τον τρόπο, ακριβώς επειδή αποκτάς και επίγνωση των ελαττωμάτων του άλλου και δεν τον ωραιοποιείς. Το διαδίκτυο μπορεί να δώσει την ευκαιρία να σχετιστείς ευκολότερα με άλλους ανθρώπους, αλλά μπορεί να λειτουργήσει εξίσου και διαβρωτικά, λόγω του ότι δεν υπάρχει η φυσική και ανθρώπινη επαφή.
Λίγο -πολύ όλοι είμαστε ένοχοι. Στην προσπάθεια μας να απαθανατίσουμε ένα τέλειο ηλιοβασίλεμα, στην τελική δεν απολαύσαμε ποτέ το θέαμα, ή αντί να απολαύσουμε το φαγητό που έχουμε μπροστά μας, η πρώτη μας έννοια είναι να το φωτογραφίσουμε και να το μοστράρουμε για να το δουν οι διαδικτυακοί μας φίλοι. Το παν είναι το μέτρο. Να ζούμε την καθημερινότητά μας και όχι απλώς να την καταγράφουμε.
Από αύριο σιγά σιγά ας δώσουμε μια ευκαιρία στην πραγματική επικοινωνία.

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

“Τέτοιο Μάη, άλλο να μη μας στείλεις, να λέει, πως στην Ελλάδα μας σκοτώθηκε ο Απρίλης»

Τη θυμάμαι αυτή την πρωτομαγιά, ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Μια παρέα από νεαρούς κατηφορίζαμε από το χωριό με τα πόδια, στην παράλια των Ερμόνων. Στη διαδρομή μάθαμε τα κακά νέα. Σκοτώθηκε ο Αλέκος Παναγούλης. Παγώσαμε! 1976. Στο “Δεύτερο” έπαιζε Χατζιδάκι:
«Παράξενη πρωτομαγιά, με αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια».
«Το Μάη λένε πως θα βρέξει» και μπορεί να συμβεί. Το Μάη όμως δεν χρειάζεται να πουν πως θα ανθίσει και ανθίζουν όλα. Και επειδή κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, ο Μάης ο κόκκινος
πάντα κόκκινος μένει και όχι από τις παπαρούνες.
Αύριο γιορτάζουμε την 1η του Μάη, των λουλουδιών πλέον. Αργία τα τελευταία χρόνια. Και όχι απεργία. Λήθη και όχι μνήμη. Η εργατική πρωτομαγιά περιορίζεται σε κάτι
συμβολικές, υποτονικές, συγκεντρώσεις και πορείες, που δυστυχώς δεν συγκινούν κανένα.
Την έκαναν τη δουλειά τους τελικά. Αυτά που χάθηκαν και μας οδήγησαν δεκαετίες πίσω χάθηκαν. Ο χρόνος που προηγήθηκε, υπήρξε καταλυτικός. Ισχυρές δόσεις, μαζικής
ενοχοποίησης, συνοδευόμενες από μια άνευ προηγούμενου κινδυνολογία, κατάφεραν να ακινητοποιήσουν την κοινωνία, που παρακολουθεί μουδιασμένη και ανήμπορη ν’ αντιδράσει, μπροστά στη γιγαντιαία επιχείρηση αφαίμαξης κατακτήσεων δεκαετιών.
Ας πάμε πίσω στο “αγέρι” στα γραφτά μας.
«Οι Πρωτομαγιές της πατρίδας μας δεν κατόρθωσαν ποτέ να πείσουν για τις λουλουδιαστές προθέσεις τους. Οι εκρήξεις των χρωμάτων τους ξέβαφαν γρήγορα μπροστά στο σκουροκόκκινο των πληγών, τα τραγούδια τους έφερναν άλλοτε σε οργισμένα θούρια κι άλλοτε σε μοιρολόγια και το ροδόσταμό τους έπαιρνε μια γεύση στάχτης. Κάτω από τον ακκισμό των περίτεχνα πλεγμένων στεφανιών όλο και ξασπρίζουν τα ξόδια αθροιζόμενων συνοικιακών επιταφίων και η ζέστη δε στεγνώνει την υγρασία των τελευταίων ασπασμών”.
Τελικά μόνο οι λέξεις προδίδουν ότι ψιθυριστά μαθεύτηκε, λέξεις που έγιναν ποιήματα και μετά μπήκαν τραγούδια σ΄ όλα τα στόματα. Κάθε τραγούδι και ένας νεκρός. Οι ποιητές
αποτύπωσαν το πραγματικό χρώμα με λέξεις κόκκινες από το αίμα. Των νεκρών. Μην ξεχαστεί η μάνα που μοιρολογάει τον ακριβό της απλωμένον σε μια πεσμένη πόρτα, οι γειτονιές που κάηκαν σ’ ένα πρωινό απ’ την κουκούλα και το τεντωμένο δάχτυλο, ο μεγαλέξανδρος των δικών μας χρόνων, που δεν καταδεχόταν την υπεροψία του ονόματός
του - χίλιοι αλέξανδροι δε φτουρούν έναν Αλέκο - που αφού ξεθέωσε στο κυνηγητό τον ψυχοπομπό του, απροσδόκητα τον ακολούθησε μέσα σ’ έναν ορυμαγδό από λαμαρίνες, γυαλιά και λάστιχα, σ’ ότι στα σβέλτα αρχειοθετήθηκε ως μοιραίο Μοιραίο είναι σ’ αυτή την πατρίδα να μη θριαμβεύουν οι Πρωτομαγιές. Και πώς αλήθεια; Όλου του κόσμου τα
μπουκέτα φτάνουν να κρύψουν τ’ αγκάθια της μνήμης κι όλα των νερών τα κελαρύσματα μπορούν να σβήνουν την αλμύρα των δακρύων;»
«Κίνησε Μάης για να ρθεί κι έχει μεγάλη στράτα, τι να του πάρω πρώτα μου, τον ήλιο ή τα μαντάτα! Τέτοιο Μάη, μάνα μου, άλλο να μη μου στείλεις, να λέει, πως στην Ελλάδα μας
σκοτώθηκε ο Απρίλης»

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...