Δεν ευθύνεται μόνο η οικονομική κρίση, τα μνημόνια, τα προβλήματα που προκαλούν οι μετανάστες,
και εν γένει η απαξίωση της πολιτικής ζωής, του τόπου, για την ενίσχυση νεοναζιστικών φαινομένων, όπως αυτά εκφράζονται μέσα από το κόμμα της «Χρυσής
Αυγής».
Πολύ πριν την κρίση πρόβαλε και πάλι η ιδέα της «Μεγάλης
Ελλάδος», που να σημειωθεί, όποτε αυτή η επιθυμία ήταν σε έξαρση, πάντα γινόταν
και πιο μικρή. Από αθλητικά γεγονότα μέχρι την Γιουροβίζιον, τα αστικά κόμματα
που κυβερνούσαν, και δυστυχώς ακόμα κυβερνούν, έριχναν
πολύ μπλε στο τραπέζι της αποχαύνωσης, διαμορφώνοντας
σιγά-σιγά ένα εθνικιστικό κλίμα. Μαζί με τα αναβολικά στους αθλητές, δηλητηρίασαν και ένα κομμάτι της κοινωνίας. Τις θύελλες τις
θερίζουμε σήμερα. Ένα παλαιότερο κείμενο
για του λόγου το αληθές.
Δεν ξέρω αν οι αριστερές μου καταβολές ευθύνονται,
που δεν βγήκα να πανηγυρίσω στους δρόμους με την γαλανόλευκη την κατάκτηση του
ευρωπαϊκού κυπέλλου, από την εθνική μας ομάδα ποδοσφαίρου. Οι εθνικιστικές
εξάρσεις, πάντα μου προκαλούσαν αλλεργία. Για να είμαι ειλικρινής το χάρηκα,
όπως μπορεί να χαρεί κάποιος μια νίκη σε ένα παιγνίδι, για να μη συμβεί ο
φανατισμός όμως που ακολούθησε, δεν το κρύβω, αν μπορούσα θα χάριζα αυτή την
νίκη.
Εκείνα τα « Ελλάς Ελλήνων χριστιανών», « Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου η
χώρα», «η βόρειος Ήπειρος είναι ελληνική», «πότε θα πάρουμε την Πόλη», «η
Κύπρος είναι ελληνική., «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», μου προκαλούν ανατριχίλα.
Για εκείνο που είμαι σίγουρος είναι, ότι δεν συνέβαλα με το δικό μου χειροκρότημα, στις απανωτές κατραπακιές από την υπόθεση ντόπινγκ, που καθιστούν τις νίκες των πρωταθλητών μας χάρτινες, και την χώρα μας έκθετη πλέον στα μάτια του κόσμου.
«Σίγουρα πάντως» έγραφε ο Παντελής Μπουκάλας, «λιγότερα παιδιά θα ντοπάρονταν αν δεν τα ζάλιζε η εθνική μας μέθη, υπό το κράτος της οποίας εξισώνουμε με φυλετικό θρίαμβο μια πρωτιά στα εκατό μέτρα πεταλούδα ή ένα ρεκόρ στο αρασέ· και πιο ισχυρό αναβολικό από την εθνική μας αλκοόλη δεν υπάρχει».
Ακριβώς αυτό το αναβολικό σε μια κοινωνία που δυστυχεί και πρέπει να ξεχνά την καθημερινότητα, την ακρίβεια, την ανεργία, την φτώχια που μας κτυπά την πόρτα, είναι γραμμένο σε κάθε συνταγή της εξουσίας, που θέλει να βλέπει μια τέτοια εκτόνωση του λαού που δυναστεύει.
Και είναι παλιά η συνταγή από το « άρτος και θεάματα» στο «αμερικανικό όνειρο», από το «κάθε πόλις και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο», « Για την Ελλάδα ρε γαμώτο»…
Για εκείνο που είμαι σίγουρος είναι, ότι δεν συνέβαλα με το δικό μου χειροκρότημα, στις απανωτές κατραπακιές από την υπόθεση ντόπινγκ, που καθιστούν τις νίκες των πρωταθλητών μας χάρτινες, και την χώρα μας έκθετη πλέον στα μάτια του κόσμου.
«Σίγουρα πάντως» έγραφε ο Παντελής Μπουκάλας, «λιγότερα παιδιά θα ντοπάρονταν αν δεν τα ζάλιζε η εθνική μας μέθη, υπό το κράτος της οποίας εξισώνουμε με φυλετικό θρίαμβο μια πρωτιά στα εκατό μέτρα πεταλούδα ή ένα ρεκόρ στο αρασέ· και πιο ισχυρό αναβολικό από την εθνική μας αλκοόλη δεν υπάρχει».
Ακριβώς αυτό το αναβολικό σε μια κοινωνία που δυστυχεί και πρέπει να ξεχνά την καθημερινότητα, την ακρίβεια, την ανεργία, την φτώχια που μας κτυπά την πόρτα, είναι γραμμένο σε κάθε συνταγή της εξουσίας, που θέλει να βλέπει μια τέτοια εκτόνωση του λαού που δυναστεύει.
Και είναι παλιά η συνταγή από το « άρτος και θεάματα» στο «αμερικανικό όνειρο», από το «κάθε πόλις και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο», « Για την Ελλάδα ρε γαμώτο»…