Μέρες προσγείωσης, μας τέλειωσαν τα παραμύθια. Η εξέλιξη ήταν προδιαγραμμένη, η περιέργεια όμως να γίνουμε μάρτυρες της καταστροφής ακόμα πιο δυνατή. Σε τι να ελπίζουμε; Σε ένα μεγάλο μπουμ, έγραφα παλιότερα. Αρχίζω να βλέπω με συμπάθεια την κρίση, άλλωστε εμείς της γης οι κολασμένοι μια ζωή χαμένοι είμαστε, αν στερηθούμε και κάτι ακόμα, λίγο το κακό. Και αφού οι εξεγέρσεις είναι δύσκολες στις μέρες μας και οι τράπεζες φορούν αλεξίσφαιρα γιλέκα, ας τιναχτούν από μόνες τους στον αέρα.
Και πώς να βρεις εφαρμογή σ’ αυτόν τον κόσμο. Το κακό είναι ότι όποιος δεν μπορεί να αφομοιωθεί, να εξομοιωθεί να γίνει φωτοτυπία, τον απομακρύνει, τον αποκόπτει, τον ξερνάει. Όποιος κάνει μια σκέψη παραπάνω, όποιος διαφοροποιεί τον βηματισμό του βρίσκεται εκτός. Ο κόσμος όταν δεν βουλιάζεις στα νερά του, είναι μια ξένη πόλη.
Μια κόπια, κακέκτυπο, πλημμυρισμένη από παράξενα υβρίδια, η πόλη μας. Θύμα κι αυτή της διαπλοκής. Της διαπλοκής που χρόνο με το χρόνο πιπιλίζοντας την καραμέλα της ανάπτυξης έγινε εξουσία. Όλα σε ένα. Δεν υπάρχουν πλέον ρόλοι διακριτοί. Και επιχειρηματίας και πολιτικός και καθοδηγητής της κοινής γνώμης. Σε τι να ελπίζουμε;
«Σε ένα μεγάλο μπουμ, που τα πλάνα της καταστροφής, θα είναι η πιο σύγχρονη μορφή τέχνης. Τι να κάνει η ζωγραφική, η φωτογραφία, η ποίηση; Η σπουδαιότερη τέχνη είναι η ίδια η ζωή. Η ζωή η τεμαχισμένη, η πολτοποιημένη, αυτή που κρέμεται σε φέτες από τα νύχια του ισχυρού, τα σώματα που θα γεμίσουν το χώμα σάπια όνειρα, οι ανάσες που θα παύσουν για να αυξηθεί το οξυγόνο στον πλανήτη, η οικολογική καταστροφή που θα επέλθει για να επιπέσουν οι ντιζαινάτοι αρχιτέκτονες να χτίσουν πόλεις επιστημονικής φαντασίας πάνω στα κόκαλα των σκοτωμένων».
Όταν η ερμηνεία της ανάπτυξης, στα σύγχρονα λεξικά θα σημαίνει καταστροφή, ίσως τότε να είναι αργά για να σώσουμε την παρτίδα. Για την ώρα παρακολουθούμε «τα όλα σε ένα» να γεμίζουν τις τσέπες τους και να υποθηκεύουν το μέλλον.
…………………………………………………………………………………………..
Μια κόπια κακέκτυπο, πλημμυρισμένη από παράξενα υβρίδια η πόλη μας.
Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009
Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009
Για τους πολιτικούς ο λόγος
Σύμφωνα με την ιστορική παράδοση, ένας άσημος πολίτης της Εφέσου – ονόματι Ηρόστρατος - πυρπόλησε το ναό της Αρτέμιδος με την εκπεφρασμένη φιλοδοξία να καταστήσει το όνομα του αθάνατο. Για να εκμηδενίσουν αυτήν την προσδοκία, οι κυβερνήτες της πόλης απαγόρευσαν επί ποινή θανάτου την αναφορά του ονόματος του, ενώ ο κοσμάκης – εν κρυπτώ – επέμεινε να το θυμάται, με συνέπεια να του χαρίσει τελικά αυτήν την άχαρη αθανασία. Το αξιοσημείωτο σε αυτή την πράξη είναι ο ρεαλισμός του Ηροστράτου: Δεν τον ενδιέφερε το ποιόν της πράξης που θα τον αθανάτιζε, παρά μόνο η αθανασία.
Στις μέρες μας, η τηλεόραση ικανοποιώντας την αδήριτη ανάγκη ανθρώπων να ξεφύγουν από την αφάνεια, όχι μόνο δεν απαγορεύει, αλλά ενισχύει και πολλές φορές κατασκευάζει, η υποδεικνύει τον τρόπο για να έχει να προβάλει χίλιες δυο μαλακίες.
Γέμισε ο τόπος από «νούμερα» που δεν διστάζουν να εκθέσουν την προσωπική τους ζωή, που πληρώνουν με όσο ευτελισμό τους ζητηθεί, για λίγα λεπτά δημοσιότητας.
Και τότε και σήμερα και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να ξεφύγουν από την αφάνεια, η διαφορά είναι ότι ενώ τότε προσπαθούσαν να περιορίσουν τα φαινόμενα με απαγόρευση επί ποινή θανάτου την αναφορά του ονόματος, σήμερα στο όνομα της τηλεθέασης, δημιουργείτε ένα νέο μοντέλο ηρώων, που ξεκινάει από την γραφικότητα και φτάνει μέχρι την επικίνδυνη ηλιθιότητα.
Το φαινόμενο δυστυχώς δεν περιορίζεται στα πρωινά και μεσημεριανά σκουπίδια, αγγίζει πλέον έντονα και την πολιτική. Αυτό είχα στο μυαλό μου κάνοντας την παραπάνω αναφορά.
Στις μέρες μας, η τηλεόραση ικανοποιώντας την αδήριτη ανάγκη ανθρώπων να ξεφύγουν από την αφάνεια, όχι μόνο δεν απαγορεύει, αλλά ενισχύει και πολλές φορές κατασκευάζει, η υποδεικνύει τον τρόπο για να έχει να προβάλει χίλιες δυο μαλακίες.
Γέμισε ο τόπος από «νούμερα» που δεν διστάζουν να εκθέσουν την προσωπική τους ζωή, που πληρώνουν με όσο ευτελισμό τους ζητηθεί, για λίγα λεπτά δημοσιότητας.
Και τότε και σήμερα και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να ξεφύγουν από την αφάνεια, η διαφορά είναι ότι ενώ τότε προσπαθούσαν να περιορίσουν τα φαινόμενα με απαγόρευση επί ποινή θανάτου την αναφορά του ονόματος, σήμερα στο όνομα της τηλεθέασης, δημιουργείτε ένα νέο μοντέλο ηρώων, που ξεκινάει από την γραφικότητα και φτάνει μέχρι την επικίνδυνη ηλιθιότητα.
Το φαινόμενο δυστυχώς δεν περιορίζεται στα πρωινά και μεσημεριανά σκουπίδια, αγγίζει πλέον έντονα και την πολιτική. Αυτό είχα στο μυαλό μου κάνοντας την παραπάνω αναφορά.
Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009
Ο τόπος μας επαναφέρει
Όσους κύκλους και να κάνουμε, όσο και να προσπαθούμε να απομακρυνθούμε νοερά, από τον μικρόκοσμο μας, η δίνη της καθημερινότητας, μας ρίχνει στην βαθιά λακκούβα της βάσης μας.
Στο λάκκο, γατί όσο και αν προσπαθούμε, όσο και να κλείνουμε τα μάτια, για να ταξιδέψουμε στο παραμύθι, ο τόπος μας επαναφέρει.
Ακόμα και σήμερα, που έχουμε δικτυωθεί με τον κόσμο όλο, η πραγματικότητα έχει τη δική της δυναμική.
«Το είδα με τα μάτια μου» λέμε και όχι στην τηλεόραση γιατί εκεί δεν μπορούμε να είμαστε αυτόπτες μάρτυρες.
Δυστυχώς δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον τόπο, ο πόνος εδώ είναι ζεστός.
Σεισμοί λιμοί καταποντισμοί στο γυαλί διαρκούν μέχρι το επόμενο δελτίο ειδήσεων, ενώ εδώ…
Ο τόπος λοιπόν, που ζήσαμε, και ζούμε. Ο τόπος που γίνεται ανάμνηση γλυκιά η πικρή που γίνεται προσμονή, που γίνεται κατάρα.
Είσαι, η Πράγα, η Αθηνά, η Ιθάκη. Είμαι Η Κέρκυρα το Ναύπλιο η Θεσσαλονίκη, παραφράζοντας την κυρία από το Ιατρείο ασμάτων που καταριέται τις αγάπες της.
Πολιτείες με ιστορίες παλιές σαν τη ζωή και ιστορίες πρόσφατες σαν το χθεσινό σου γέλιο. Και σ’ όλες τις ιστορίες μέσα, οι μάνες με τα πύρινα μάτια που αγκάλιασαν με δύναμη τα παιδιά τους, άλλες για να προστατεύσουν και άλλες για να τα αποχαιρετίσουν. Αχ πολιτεία, που κρατάς τη θλίψη μου στο βυθό της θάλασσας σου, πολιτεία που μίσησα από τα βάθη, του είναι μου, σε καταριέμαι να γεμίσεις ανέστιους, απάτριδες, αδέσποτους, διωγμένους. Να γεμίσουν οι δρόμοι σου ανήμερες ψυχές, τα σπίτια σου από ζωές άδικες. Μήπως και την επόμενη φορά που ξεβραστεί ένα παιδί στην πέτρινη αγκαλιά σου καταφέρεις να του δείξεις το δρόμο για το πατρικό του σπίτι.
Στο λάκκο, γατί όσο και αν προσπαθούμε, όσο και να κλείνουμε τα μάτια, για να ταξιδέψουμε στο παραμύθι, ο τόπος μας επαναφέρει.
Ακόμα και σήμερα, που έχουμε δικτυωθεί με τον κόσμο όλο, η πραγματικότητα έχει τη δική της δυναμική.
«Το είδα με τα μάτια μου» λέμε και όχι στην τηλεόραση γιατί εκεί δεν μπορούμε να είμαστε αυτόπτες μάρτυρες.
Δυστυχώς δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον τόπο, ο πόνος εδώ είναι ζεστός.
Σεισμοί λιμοί καταποντισμοί στο γυαλί διαρκούν μέχρι το επόμενο δελτίο ειδήσεων, ενώ εδώ…
Ο τόπος λοιπόν, που ζήσαμε, και ζούμε. Ο τόπος που γίνεται ανάμνηση γλυκιά η πικρή που γίνεται προσμονή, που γίνεται κατάρα.
Είσαι, η Πράγα, η Αθηνά, η Ιθάκη. Είμαι Η Κέρκυρα το Ναύπλιο η Θεσσαλονίκη, παραφράζοντας την κυρία από το Ιατρείο ασμάτων που καταριέται τις αγάπες της.
Πολιτείες με ιστορίες παλιές σαν τη ζωή και ιστορίες πρόσφατες σαν το χθεσινό σου γέλιο. Και σ’ όλες τις ιστορίες μέσα, οι μάνες με τα πύρινα μάτια που αγκάλιασαν με δύναμη τα παιδιά τους, άλλες για να προστατεύσουν και άλλες για να τα αποχαιρετίσουν. Αχ πολιτεία, που κρατάς τη θλίψη μου στο βυθό της θάλασσας σου, πολιτεία που μίσησα από τα βάθη, του είναι μου, σε καταριέμαι να γεμίσεις ανέστιους, απάτριδες, αδέσποτους, διωγμένους. Να γεμίσουν οι δρόμοι σου ανήμερες ψυχές, τα σπίτια σου από ζωές άδικες. Μήπως και την επόμενη φορά που ξεβραστεί ένα παιδί στην πέτρινη αγκαλιά σου καταφέρεις να του δείξεις το δρόμο για το πατρικό του σπίτι.
Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009
Όχι και με τον Θρασύβουλο…
Τα νέα είναι, ότι από την προηγούμενη Πέμπτη κρέμασα τα ποδοσφαιρικά μου παπούτσια. Έχουμε κάποια ηλικία, δεν αξίζει να χαλάμε τις καρδιές μας. Μέχρι νεοτέρας, και μέχρι να συνειδητοποιούσουν οι περιπατητές της ομάδας μου, ότι παίζουν σε ένα ιστορικό σύλλογο θα απέχω. Δεν είναι οι ήττες, άλλωστε όλα αυτά τα χρόνια, έχουμε μετρήσει πολλές, ποτέ όμως η ΑΕΚ δεν είχε τέτοια εικόνα. Δεν είναι ΑΕΚ αυτή η αμάδα, δεν είναι η ομάδα που είτε κέρδιζε είτε έχανε, τιμούσε την φανέλα και την ιστορία της. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο παρακάτω, όσο όμως συνεχίζεται αυτή η κατρακύλα θα παρηγοριεμαι ξεφυλλίζοντας μνήμες.
Ενα εξαιρετικό κείμενο του Σωτήρη Κακίτση που υμνεί την λυρική πλευρά του ποδοσφαίρου, με την ελπίδα ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες
Δεν Θυμάμαι: Δεν ξέρω γιατί είχα συμπαθήσει την ΑΕΚ. Έλεγα κι εγώ μικρός: «ΑΕΚ είμαι. Ενωσις!». Ύστερα, έχανε 3-0 στο ημίχρονο η ΑΕΚ από τον Απόλλωνα, από την και πολύ πάντα Ελαφρά Ταξιαρχία. Τ’ άκουγα, όχι στο ραδιόφωνο, στη ραδιοφωνάρα που είχαν τα σπίτια τότε, στο κέντρο της τραπεζαρίας. Κι ο πατέρας μου έφευγε: «Ωραία ομάδα διάλεξες Σωτηράκη!», μου είπε γελώντας, χαμογελώντας!
Στη σιωπή μου απάντησε ο Νεστορίδης: Τέσσερα έβαλε στην επανάληψη στη Ριζούπολη (θυμάμαι καλά;), κερδίσαμε, του ακυρώσανε άλλο ένα νομίζω. Περίμενα τον πατέρα μου στην κορυφή της σκάλας, αργά τη νύχτα, θριαμβευτής, Νέστορας κι εγώ, Παπαϊωάννου πριν τον Παπαϊωάννου.
Παίζοντας ένα φεγγάρι πόλο στον Ολυμπιακό, μετά τη Γλυφάδα και την άλλη πολυαγαπημένη μου μετά, τη Βουλιαγμένη, πηγαίναμε στη Νέα Φιλαδέλφεια με τα φοράκια του Θρύλου. Κι εγώ ξαφνικά, κατακόκκινος, πήγαινα να πανηγυρίσω τα γκολ της ΑΕΚ στο ντέρμπυ. Ας είναι. Έτσι έμαθα από πρώτο χέρι τι θα πει Ολυμπιακός, γιατί μας συνδέουν με τους Πειραιώτες πολλά, ας είναι εξουσία πια τώρα, ας μην είναι πια εξαίσιο αμπέλι ξέφραγο, με τον Κελεσίδη να πιάνει πέντε πέναλτι στο Λονδίνο, αλλά να χάνουμε 5-1 τελικά παρ’ όλο τον Δεληκάρη.
Αγαπημένοι μου πιο πολύ: ο Μίμης. Γίναμε και φίλοι λίγο μετά. Παίξαμε και μια μέρα συνεντευξιακή μπάλα, στην Άνοιξη. Δεν έπιανα τίποτα, τι διάολο, πως πηγαίνανε αυτές οι σέντρες - σουτ του συνέχεια στο γάμα! Ύστερα, πήγα με πέντε άλλους, μόλις είχε γυρίσει από την Αμερική ο Μάγος, για το αποχαιρετιστήριο με τους Εγγλέζους, την επόμενη ακριβώς της απόλυσης του γλύκα Τσικ, του Τσαϊκόφσκι. Μια σέντρα έκανε πάλι ο Μίμης, κι η εξέδρα μαζευτήκαμε εν ριπή οφθαλμού, φωνάξαμε: «Παπαγιάννη παικταρά, μάθε μπάλα τα φρικιά!”.
Πηγαίναμε και με τον ποιητή, τον Γιωργάκη τον Μαρκόπουλο, χαμηλά, στα κάγκελα, σαν άρρωστοι πάλι ένα φεγγάρι. Χαμηλά, αλλά από πάνω πάντα, πάντα συγκινημένοι. Ο Σεραφείδης: Ξανάπαιξε στο ντέρμπυ με τον Παναθηναϊκό σαραντάρης, βούτηξε στις λάσπες και μας κράτησε, τη μάζεψε τη μπάλα σαν Γάτος που ήταν μέσα από τα πόδια του Δομάζου.
Το ‘68 ήμουνα στο μπάσκετ από τους απέξω. Του Βασίλη Γεωργίου δηλαδή πιο πολύ οπαδός. Τον ξανακούω ακόμα καμιά φορά μες στ’ αυτοκίνητο, «Ωξοχα!» να ωρύεται στον αιώνα τον άπαντα στ’ άστοχα σουτ των Τσέχων. Γιατί το πήραμε από το ‘68 εμείς το κύπελλο, κι ας μην έχουμε ξαναπάρει από τότε κύπελλο για κύπελλο, πλην εντός, με τον Ηρακλή, με Ραμπίδη και Γκούμα, πάλι είκοσι χρόνια πριν .
Ο Νικολούδης: Έπαιρνε το τόπι στο ‘70, και τέλειωνε το ματς χωρίς να την ξαναχάσει! Ιδίως στην Αγγλία, στο Μπέιζμπολ Γκράουντ μέσα, με τη Ντέρμπυ 3-2, αυτή κι αν ήταν νίκη. Κι ο Αρδίζογλου: από παντού ως πάντα! Να μουντζώνει τον επόπτη στο 89, στο 6-1, και ν’ αποβάλλεται ενώ τους είχαμε λιώσει, για ένα κόρνερ, για ένα τίποτα. Ύστερα, η ΥΕΝΕΔ άργησε να συνδεθεί με το γήπεδο, κι είχαμε χάσει ήδη δυο γκολ, στο άλλο Μέγα 6-1 επί της Πόρτο. Μαύρος πια και Μπάγεβιτς, κι ο Δομάζος μαζί μας, Ιππίας, Δημάρατος, Αλκιβιάδης, Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής, Παυσανίας, κανονικά.
Ο Μαρκόπουλος τον Ντούσαν δεν τον συγχωρεί. Εγώ, που τον είδα κι εκεί και τα είπαμε, λέω: Ωραίο κι αυτό είναι. Κι ο Ολιβάρες έκλαιγε φέτος για ένα παλιό-Κάπα που του κόψανε, αετός κι αυτός πια χωρίς φτερά. Αλλά, μην ξεχνάτε, κι η Λεωφόρος την είχε, μια φορά κι έναν καιρό, τη γοητεία της, με Βερόν και Ντεμέλλο, Λουκανίδη, που ο μεγαλύτερος, για την Ευρώπη αλλά και για μένα Έλληνας ποδοσφαιριστής του αιώνα, ο Μίμης μόνο γι’ αυτόν έχει να λέει.
Κι εμείς Δικέφαλοι γι’ αυτό είμαστε, λέω: Για τον Πομώνη, αλλά και για τον Μποτίνο. Για τον Σοφιανίδη, αλλά και για τον Ανδρέου. Για τον Χρηστίδη, αλλά και για τον Κούδα. Για τον παλιό Νικολαϊδη αλλά και για τον νέο. Για τον Σκευοφύλακα, αλλά και για τον Γραμμό, στις γραμμές κι αυτόν πάντα πάνω. Για τον Βιέρα.
Για όλα τα ωραία. Και για τις ήττες, προπαντός. Για τα κλάματα παντού. Και στη Ρωσία, που πρόπερσι δεν πήγα. Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε. Μπλε της Ελλάδας, με το Θεό της από πάνω να ορίζει και να χωρίζει. Μ’ όλα τα ντέρμπυ από Γιάμαλη σε Δελαβίνια, από Γραμματικόπουλο ως Βουτσαρά. Ως Οικονομόπουλους. Γιατί πήραμε κι εμείς πρωτάθλημα μ’ αυτό το όνομα. κι ας μην ξανάπαιξε το παιδί μετά.
Αλλά, θα μου πεις, εδώ οι άλλοι με τον Σκούνα μια χρονιά δεν το πήρανε; Μήπως είναι καλύτερα χωρίς; Χωρίς εξουσία εννοώ. Με Ερρέα, εννοώ, Σαμουράι, στα τέλεια μαύρα μέσα, όρθιοι σ’ όλες τις εξόδους, ατάραχοι, περήφανοι, το ίδιο και καλύτερα αποτελεσματικοί; Μαυραετοί, χρυσαετοί, εννοώ, αετοί πάντα θα’ ναι. Θα ‘μαστε.
Ενα εξαιρετικό κείμενο του Σωτήρη Κακίτση που υμνεί την λυρική πλευρά του ποδοσφαίρου, με την ελπίδα ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες
Δεν Θυμάμαι: Δεν ξέρω γιατί είχα συμπαθήσει την ΑΕΚ. Έλεγα κι εγώ μικρός: «ΑΕΚ είμαι. Ενωσις!». Ύστερα, έχανε 3-0 στο ημίχρονο η ΑΕΚ από τον Απόλλωνα, από την και πολύ πάντα Ελαφρά Ταξιαρχία. Τ’ άκουγα, όχι στο ραδιόφωνο, στη ραδιοφωνάρα που είχαν τα σπίτια τότε, στο κέντρο της τραπεζαρίας. Κι ο πατέρας μου έφευγε: «Ωραία ομάδα διάλεξες Σωτηράκη!», μου είπε γελώντας, χαμογελώντας!
Στη σιωπή μου απάντησε ο Νεστορίδης: Τέσσερα έβαλε στην επανάληψη στη Ριζούπολη (θυμάμαι καλά;), κερδίσαμε, του ακυρώσανε άλλο ένα νομίζω. Περίμενα τον πατέρα μου στην κορυφή της σκάλας, αργά τη νύχτα, θριαμβευτής, Νέστορας κι εγώ, Παπαϊωάννου πριν τον Παπαϊωάννου.
Παίζοντας ένα φεγγάρι πόλο στον Ολυμπιακό, μετά τη Γλυφάδα και την άλλη πολυαγαπημένη μου μετά, τη Βουλιαγμένη, πηγαίναμε στη Νέα Φιλαδέλφεια με τα φοράκια του Θρύλου. Κι εγώ ξαφνικά, κατακόκκινος, πήγαινα να πανηγυρίσω τα γκολ της ΑΕΚ στο ντέρμπυ. Ας είναι. Έτσι έμαθα από πρώτο χέρι τι θα πει Ολυμπιακός, γιατί μας συνδέουν με τους Πειραιώτες πολλά, ας είναι εξουσία πια τώρα, ας μην είναι πια εξαίσιο αμπέλι ξέφραγο, με τον Κελεσίδη να πιάνει πέντε πέναλτι στο Λονδίνο, αλλά να χάνουμε 5-1 τελικά παρ’ όλο τον Δεληκάρη.
Αγαπημένοι μου πιο πολύ: ο Μίμης. Γίναμε και φίλοι λίγο μετά. Παίξαμε και μια μέρα συνεντευξιακή μπάλα, στην Άνοιξη. Δεν έπιανα τίποτα, τι διάολο, πως πηγαίνανε αυτές οι σέντρες - σουτ του συνέχεια στο γάμα! Ύστερα, πήγα με πέντε άλλους, μόλις είχε γυρίσει από την Αμερική ο Μάγος, για το αποχαιρετιστήριο με τους Εγγλέζους, την επόμενη ακριβώς της απόλυσης του γλύκα Τσικ, του Τσαϊκόφσκι. Μια σέντρα έκανε πάλι ο Μίμης, κι η εξέδρα μαζευτήκαμε εν ριπή οφθαλμού, φωνάξαμε: «Παπαγιάννη παικταρά, μάθε μπάλα τα φρικιά!”.
Πηγαίναμε και με τον ποιητή, τον Γιωργάκη τον Μαρκόπουλο, χαμηλά, στα κάγκελα, σαν άρρωστοι πάλι ένα φεγγάρι. Χαμηλά, αλλά από πάνω πάντα, πάντα συγκινημένοι. Ο Σεραφείδης: Ξανάπαιξε στο ντέρμπυ με τον Παναθηναϊκό σαραντάρης, βούτηξε στις λάσπες και μας κράτησε, τη μάζεψε τη μπάλα σαν Γάτος που ήταν μέσα από τα πόδια του Δομάζου.
Το ‘68 ήμουνα στο μπάσκετ από τους απέξω. Του Βασίλη Γεωργίου δηλαδή πιο πολύ οπαδός. Τον ξανακούω ακόμα καμιά φορά μες στ’ αυτοκίνητο, «Ωξοχα!» να ωρύεται στον αιώνα τον άπαντα στ’ άστοχα σουτ των Τσέχων. Γιατί το πήραμε από το ‘68 εμείς το κύπελλο, κι ας μην έχουμε ξαναπάρει από τότε κύπελλο για κύπελλο, πλην εντός, με τον Ηρακλή, με Ραμπίδη και Γκούμα, πάλι είκοσι χρόνια πριν .
Ο Νικολούδης: Έπαιρνε το τόπι στο ‘70, και τέλειωνε το ματς χωρίς να την ξαναχάσει! Ιδίως στην Αγγλία, στο Μπέιζμπολ Γκράουντ μέσα, με τη Ντέρμπυ 3-2, αυτή κι αν ήταν νίκη. Κι ο Αρδίζογλου: από παντού ως πάντα! Να μουντζώνει τον επόπτη στο 89, στο 6-1, και ν’ αποβάλλεται ενώ τους είχαμε λιώσει, για ένα κόρνερ, για ένα τίποτα. Ύστερα, η ΥΕΝΕΔ άργησε να συνδεθεί με το γήπεδο, κι είχαμε χάσει ήδη δυο γκολ, στο άλλο Μέγα 6-1 επί της Πόρτο. Μαύρος πια και Μπάγεβιτς, κι ο Δομάζος μαζί μας, Ιππίας, Δημάρατος, Αλκιβιάδης, Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής, Παυσανίας, κανονικά.
Ο Μαρκόπουλος τον Ντούσαν δεν τον συγχωρεί. Εγώ, που τον είδα κι εκεί και τα είπαμε, λέω: Ωραίο κι αυτό είναι. Κι ο Ολιβάρες έκλαιγε φέτος για ένα παλιό-Κάπα που του κόψανε, αετός κι αυτός πια χωρίς φτερά. Αλλά, μην ξεχνάτε, κι η Λεωφόρος την είχε, μια φορά κι έναν καιρό, τη γοητεία της, με Βερόν και Ντεμέλλο, Λουκανίδη, που ο μεγαλύτερος, για την Ευρώπη αλλά και για μένα Έλληνας ποδοσφαιριστής του αιώνα, ο Μίμης μόνο γι’ αυτόν έχει να λέει.
Κι εμείς Δικέφαλοι γι’ αυτό είμαστε, λέω: Για τον Πομώνη, αλλά και για τον Μποτίνο. Για τον Σοφιανίδη, αλλά και για τον Ανδρέου. Για τον Χρηστίδη, αλλά και για τον Κούδα. Για τον παλιό Νικολαϊδη αλλά και για τον νέο. Για τον Σκευοφύλακα, αλλά και για τον Γραμμό, στις γραμμές κι αυτόν πάντα πάνω. Για τον Βιέρα.
Για όλα τα ωραία. Και για τις ήττες, προπαντός. Για τα κλάματα παντού. Και στη Ρωσία, που πρόπερσι δεν πήγα. Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε. Μπλε της Ελλάδας, με το Θεό της από πάνω να ορίζει και να χωρίζει. Μ’ όλα τα ντέρμπυ από Γιάμαλη σε Δελαβίνια, από Γραμματικόπουλο ως Βουτσαρά. Ως Οικονομόπουλους. Γιατί πήραμε κι εμείς πρωτάθλημα μ’ αυτό το όνομα. κι ας μην ξανάπαιξε το παιδί μετά.
Αλλά, θα μου πεις, εδώ οι άλλοι με τον Σκούνα μια χρονιά δεν το πήρανε; Μήπως είναι καλύτερα χωρίς; Χωρίς εξουσία εννοώ. Με Ερρέα, εννοώ, Σαμουράι, στα τέλεια μαύρα μέσα, όρθιοι σ’ όλες τις εξόδους, ατάραχοι, περήφανοι, το ίδιο και καλύτερα αποτελεσματικοί; Μαυραετοί, χρυσαετοί, εννοώ, αετοί πάντα θα’ ναι. Θα ‘μαστε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...
Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...
-
Το έγραψα πέρυσι «κατόπιν εορτής», το θυμίζω σήμερα λίγες μέρες πριν το Πάσχα, χωρίς να έχω την ψευδαίσθηση, ότι θα αλλάξει κάτι. Τ...
-
Όταν το 2007 η Παλιά Πόλη της Κέρκυρας, με την σφραγίδα της UNESCO εντασσόταν στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, υ...
-
Τα πράγματα παίρνουν επικίνδυνες διαστάσεις. Ο αποκλεισμ ό ς του ΧΥΤΑ έπρεπε να έχει λήξει χθες. Η συνέχιση του αποκλεισμού από το...