Τελευταίες λέξεις για το καλοκαίρι που έκλεισε πενήντα, για τα αλλά μη με ρωτάτε. Συνήθως όταν στρογγυλοποιείται το ποσό γίνεται δεσμίδα και τοποθετείται στο συρτάρι. Εν προκειμένω, τα καλοκαίρια το ένα πάνω στο άλλο, με σελιδοδείκτες στα καλύτερα, για να μεταγγίζουμε δυνάμεις για τη συνέχεια. Για τα παιδικά δεν τίθεται ζήτημα, ακόμα και σε μέρες πολέμου να τα είχαμε ζήσει, πάντα θα είναι τα καλύτερα. Κάποια ενδιάμεσα έχουν σβηστεί και κάποια ξεπεράστηκαν πάνω από τα θαλασσινά τοπία που κλάψαμε. «Τι αποδείξεις μου ζητάς; Αυτά τα φράγκα είναι μαύρα. Δεν υπογράφουμε χαρτιά, δεν κόβουμε δελτίο παροχής υπηρεσιών, ως εκ τούτου δώρα και επίδομα, τα ξεχνάμε, τι μένει; Που επαφίεται αυτό το πάρε δώσε; Όπου και το σύνταγμα παιδί μου. Στον πατριωτισμό της καρδιάς μας, γιατί απ’ όλες τις εγγυήσεις η μόνη που δείχνει να ισχύει είναι εκείνη που κρατά κρυμμένα τα τοπία που κλάψαμε.» Και άλλο ένα: «Τα τέλειο άλλοθι. δεν έχω ιδέα. Δεν ξέρω τι μου λες. Πως το ερμήνευσες έτσι; Μια βόλτα στο πουθενά κάναμε, εσύ γιατί ζωγράφισες δεσμούς; Ποιος δεσμεύεται σήμερα; Ποιος παίρνει την ευθύνη να έχει συγκάτοικο στο χρόνο του; Ο πιο επικίνδυνος αριθμός είναι πάντα το 2. Πάνε πενήντα χρόνια που πέθανε Αϊνστάιν και το άτομα ακόμα διασπάται.»
Μου τα ψιθύρισε μια κυρία από ερτζιανά, για να τα θέσω υπ’ όψιν, του απολογισμού μου. Τα έχω ξανακούσει, πολλές φορές σ’ αυτήν την διαδρομή. Κάθε φορά όμως που μου συμβαίνει είναι σαν νά είναι η πρώτη φορά και ενώ η συνεχεία είναι γνωστή, η απώλεια μνήμης σ’ αυτό το χρονικό σημείο ξαναγεννάει την έκπληξη. «Δεν το περίμενα» σιγοψιθυρίζω. Και πώς να το περιμένει κανείς που θέλει να ζήσει. Πώς να προχωρήσεις σ’ αυτήν την ανηφόρα, χωρίς την συμμαχία της ελπίδας, και την απειρία του πρωτάρη. Αν η λογική καθόριζε τα βήματα της καρδιάς μας, θα είχαμε κάνει στάση προ πολλού. Για το καλοκαίρι που φεύγει, για τα καλοκαίρια που πέρασαν, γι’ αυτά που περιμένουμε θα τραγουδήσουμε, εμείς που αποταμιεύσαμε πενήντα…
«Το καλοκαίρι σαν θα ’ρθεί πάνω στην άμμο την ξανθή, μαζί μου θες να περπατάς και να μου λες πως μ’ αγαπάς… Όμως αν μου κράταγες πιο σφιχτά το χέρι όμως αν μ’ αγάπαγες όσο εγώ και συ, το καλοκαίρι θα ’ρχοντανε τώρα, τώρα πιο ξέρει πότε θα ’ρθεί…»
Τελευταίες λέξεις προσάναμμα, περιμένοντας τον Σεπτέμβρη, που ελπίζω αυτή τη φορά να μην είναι χάρτινος…
Μου τα ψιθύρισε μια κυρία από ερτζιανά, για να τα θέσω υπ’ όψιν, του απολογισμού μου. Τα έχω ξανακούσει, πολλές φορές σ’ αυτήν την διαδρομή. Κάθε φορά όμως που μου συμβαίνει είναι σαν νά είναι η πρώτη φορά και ενώ η συνεχεία είναι γνωστή, η απώλεια μνήμης σ’ αυτό το χρονικό σημείο ξαναγεννάει την έκπληξη. «Δεν το περίμενα» σιγοψιθυρίζω. Και πώς να το περιμένει κανείς που θέλει να ζήσει. Πώς να προχωρήσεις σ’ αυτήν την ανηφόρα, χωρίς την συμμαχία της ελπίδας, και την απειρία του πρωτάρη. Αν η λογική καθόριζε τα βήματα της καρδιάς μας, θα είχαμε κάνει στάση προ πολλού. Για το καλοκαίρι που φεύγει, για τα καλοκαίρια που πέρασαν, γι’ αυτά που περιμένουμε θα τραγουδήσουμε, εμείς που αποταμιεύσαμε πενήντα…
«Το καλοκαίρι σαν θα ’ρθεί πάνω στην άμμο την ξανθή, μαζί μου θες να περπατάς και να μου λες πως μ’ αγαπάς… Όμως αν μου κράταγες πιο σφιχτά το χέρι όμως αν μ’ αγάπαγες όσο εγώ και συ, το καλοκαίρι θα ’ρχοντανε τώρα, τώρα πιο ξέρει πότε θα ’ρθεί…»
Τελευταίες λέξεις προσάναμμα, περιμένοντας τον Σεπτέμβρη, που ελπίζω αυτή τη φορά να μην είναι χάρτινος…