Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2022

Νάτες πάλι οι Κυριακές



Μπορεί ο ήλιος να καίει ακόμα, ο χρόνος όμως δεν αστειεύεται, ήδη έκλεψε μια ώρα από το φως και την έκανε σκοτάδι. Φθινόπωρο, δεν υπάρχει αμφιβολία. Πριν 1 χρόνο, πριν 30 χρόνια, το ίδιο κείμενο, με διαφορά λίγες λέξεις.
Δύσκολες μέρες, χωρίς χρονικό ορίζοντα λήξης. Μόνες σταθερές η πρόσθεση και η αφαίρεση. Αφαίρεση ελαφρύνσεων και πρόσθεση βαρών. Εν τέλει μια διαρκής αφαίρεση ζωής. Για όσους ακόμα, το παλεύουν, με ένα «α» στερητικό σε πρώτη χρήση, κάτι θα μείνει. Τι; το πιο πολύτιμο κομμάτι της ψυχής, που η αφαίρεση δεν το αγγίζει. Λίγη ψυχή, γιατί η υπόλοιπη κάλυψε μέρος των υποχρεώσεων


Μπορεί κάποια πράγματα να αλλάζουν, οι εποχές όμως, είναι πιστές στο ραντεβού τους. Αισιόδοξα τα παρακάτω, γεμάτα μελαγχολία, του δικού μου φθινοπώρου. Του δικού μου Σεπτέμβρη.
Κυριακή απόγευμα. Νάτες πάλι οι Κυριακές μετά το μεσημέρι, ώρες - λαιμητόμοι. Νάτες πάλι οι Κυριακές και πριν και τώρα ίδιες σκληρές και αδυσώπητες. Ο ουρανός είναι βαθύγκριζος και σε μεριές – μεριές έχει κόκκινες θαμπάδες. Ο χρόνος σε μια απεριόριστη διαδρομή γεμάτος αγωνία. Δεν είχα τύψεις, γυρνούσα πίσω αναζητώντας σταθερές. Μ’ αυτά και μ’ αυτά άντεχα... Όταν δεν φαίνεται διέξοδος, ο πόνος φώτιζε σαν βεγγαλικό. Γράφω για να ξορκίσω το κακό. Ο υπαρξιακός προβληματισμός σε συνέχεια, βάλθηκα μέσα από μια στήλη να στοιχειώσω την εικόνα μου. Γράφω την πάσα αλήθεια σαν ψέμα. Κανείς δεν με πιστεύει.
Kάτι τέτοιες ώρες καταλαβαίνω γιατί ορισμένοι άνθρωποι προτιμούν την τρέλα, είναι ο μόνος τρόπος να κρατήσεις τη εικόνα σου, το μαγικό κουτί να ξαναβρείς τον χαμένο σου καιρό.
Φθινόπωρο και Κυριακή Μπήκα στο θάλαμο προσομοίωσης και βγήκα με την εμπειρία να βάζει φωτιά σε ό,τι προσπάθησε να με χαλάσει, γιατί η μοναξιά της Κυριακής σε παγώνει. Μπορεί να είναι και τ’ απογεύματα της Κυριακής, αυτά που σε κάνουν δίχως καρδιά. Τις Κυριακές σε μια επαρχιακή πόλη είναι όλα τόσο σιωπηλά. Θέλεις δεν θέλεις ακούς τους χτύπους της καρδιάς πως γίνεται τις Κυριακές να μη σε σκέφτομαι; Οι υπόλοιπες μέρες τα κρύβουν, τα κρύβει η κίνηση τα καταπίνει ο θόρυβος της πόλης. Τις Κυριακές όμως είναι όλα σιωπηλά σ’ αδειάζει η πόλη που άδειασε. Είναι η ώρα που μπορείς να πεθάνεις αν δεν κτυπήσει το τηλέφωνο, η ώρα που το καταφύγιο σου γίνεται φυλακή. Όμως η ζωή δεν είναι μια Κυριακή

Το κείμενο επανήλθε για να στολίσει μια βραβευμένη φωτογραφία του δικού μας Βασίλη Δουκάκη 

Πώς να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, από μια ηλιόλουστη μέρα του Σεπτέμβρη.

 Πώς να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, από μια ηλιόλουστη μέρα του Σεπτέμβρη


Όσο μπορούμε να αναθεωρούμε τις απόψεις μας, είμαστε εγκεφαλικά καλά. Εκεί που ήρθε το παράπονο , είπα τι κάνεις, μεγάλωσες ακόμα παραπονιέσαι;
Αυτές τις πρώτες ώρες του φθινοπώρου , προσπαθώ να επαναφέρω το ρολόι στην κανονική του λειτουργία. Αυτές τις μέρες και κυρίως τις νύχτες προσπαθώ να ονειρευτώ για να τις μεγαλώσω.
Το έχω ξανακούσει, πολλές φορές σ’ αυτήν την διαδρομή. Κάθε φορά όμως που μου συμβαίνει είναι σαν να είναι η πρώτη φορά και ενώ η συνέχεια είναι γνωστή, η απώλεια μνήμης σ’ αυτό το χρονικό σημείο ξαναγεννάει την έκπληξη. «Δεν το περίμενα» σιγοψιθυρίζω. Και πώς να το περιμένει κανείς που θέλει να ζήσει. Πώς να προχωρήσεις σ’ αυτήν την ανηφόρα, χωρίς την συμμαχία της ελπίδας, και την απειρία του πρωτάρη. Αν η λογική καθόριζε τα βήματα της καρδιάς μας, θα είχαμε κάνει στάση προ πολλού.




Από Σεπτέμβρη σε Σεπτέμβρη. Όμορφα καραβάκια! Κι ας είναι χάρτινα, έρχονται όμως. Πάντα βρίσκουν το δρόμο τους.
Για το καλοκαίρι που φεύγει, για τα καλοκαίρια που πέρασαν, γι’ αυτά που περιμένουμε θα τραγουδήσουμε…“Το καλοκαίρι σαν θα ‘ ρθεί πάνω στην άμμο την ξανθή...” και... θα ξεκινήσουμε με όνειρα την πρώτη μέρα του φθινοπώρου.
“... αλήθεια πως να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, όχι από το παρελθόν ή τον άλλο, αλλά από μια ηλιόλουστη μέρα του Σεπτέμβρη. 

Ξέρετε αυτά τα πράγματα είναι αλληλένδετα

Ψάχνω κάτι να με εμπνεύσει , όχι να γράψω, να ξεσηκωθώ. Το έχω σκεφτεί πολλές φορές, όλα αυτά τα κείμενα, τα θυμωμένα, τα μελαγχολικά, τα απαισιόδοξα ακόμα και τα αισιόδοξα, που κάθε μέρα σας προσφέρω σκέτα, και σας σκοτίζω το κεφάλι, πρέπει να τα συνοδεύσω και από μια πράξη ηρωική. Κάποιες τουφεκιές στον αέρα για την τιμή των όπλων, μια αυτοσχέδια βόμβα, μια απεργία πείνας. Μια πράξη τέλος πάντων. Ξέρετε αυτά τα πράγματα είναι αλληλένδετα, πρώτα χρειάζομαι κάτι να μου δώσει πάθος , να βάλει φωτιά στην άκρη μου για να δω που θα φτάσει και εγώ με την σειρά μου, όχι με ωμές αλήθειες αλλά με όμορφα ψέματα να προσπαθήσω να φτιάξω την αυριανή πραγματικότητα. Όχι από αυτό που γίνεται, αλλά από αυτό που τελικά πιστεύω πως μπορώ να κάνω. Δεν θα σας πουλήσω αισιοδοξία και παρηγοριά , αλλά θα σταματήσω να δηλητηριάζω με ήττα τα γραφόμενά μου


Άντε να γράψεις Αύγουστο και να ξημερώνει Σεπτέμβρης.
Τα είχε όλα αυτός ο Αύγουστος, Περισσότερο όμως στην κάθε Δύση της ημέρας του, έκλεβε φως της ανατολής, για να χαρίσει στις ανήσυχες ζωές, το όνειρο χωρίς εκπτώσεις. Είναι εκείνο το φως, που σβήνει το χρόνο, που καθαρίζει το μυαλό, που σε γυρίζει στα χρόνια τα παιδικά που όλα τα μπορούν . Είναι εκείνες οι στιγμές που σβήνουν τα «ίσως» και τα «μη».
Η μελαγχολία δεν γνωρίζει εποχές, πηγάζει μέσα από δυσκολίες, όχι απ’ αυτές που ζούμε, αλλά απ’ αυτές που περιμένουμε. Ξημερώνει φθινόπωρο και έχουν ενδιαφέρον τα παρακάτω. Ο Πεσσόα εντοπίζει την ευτυχία στα πλέον προσπελάσιμα σημεία.
«Μακάριος είναι αυτός που δεν απαιτεί από τη ζωή περισσότερα απ’ όσα αυτή του δίνει αυθόρμητα, καθοδηγούμενος από το ένστικτο της γάτας, που αναζητεί τον ήλιο όταν υπάρχει ήλιος, και όταν δεν υπάρχει, τη ζέστη, όπου κι αν αυτή βρίσκεται, Μακάριος είναι αυτός που παραιτείται από την προσωπικότητα του μέσω της φαντασίας του. Μακάριος τέλος αυτός που παραιτείται από τα πάντα και από τον οποίο, δεν μπορεί κανείς να πάρει ούτε να στερήσει κάτι. Ο χωρικός, ο αναγνώστης μυθιστορημάτων και ο απόλυτος ασκητής, αυτοί οι τρεις είναι οι μακάριοι της ζωής. Δεν μπορώ να είμαι τίποτα, ούτε τα πάντα: είμαι το γεφύρι που ενώνει αυτό που δεν έχω και αυτό που δεν θέλω».
Ελάχιστοι ανήκουν σ΄ αυτές τις τρεις ομάδες οι υπόλοιποι αναζητούμε την απόλυτη ευτυχία σε άλλες διαδρομές και επειδή δεν θα την βρούμε ας οπλιστούμε με θάρρος κρατώντας για πισινή αυτά που αναφέρει ο Πεσσόα. 

Ξημερώνει Κυριακή

Σήμερα μια μέρα καθόλα καλοκαιρινή, έχει μια γεύση φθινοπώρου. Και αρώματα έχει, και αγγίγματα και ήχους. Τι νοσταλγούμε; Δεν ξέρω, το παρελθόν ωστόσο το νιώθω . «Η νοσταλγία νιώθεται, κατασκευάζεται, σαρκώνει την ύλη» γράφει ο Νίκος Ξυδάκης. Η νοσταλγία ό,τι θέλει κρατάει. Κρατάει γεύσεις, μυρωδιές, ήχους, εικόνες. Τα χρόνια προβάλλονται ανάκατα.

Κάνω μια προσπάθεια να βρω λέξεις , όχι για να περιγράψω, δεν περιγράφεται, για να πλησιάσω τα συναισθήματα που γεννά η ύλη της νοσταλγίας : ό,τι θυμόμαστε, ό,τι ζήσαμε, ό,τι νομίζουμε πως θυμόμαστε, ό,τι έχουμε ανάγκη, τόσο που να το ζούμε ξανά και ξανά. Το σκηνικό παρά την κλιματική αλλαγή παραμένει το ίδιο. Ιόνιο, γαλαζοπράσινο, μας τυλίγει και μας θυμίζει, καθώς διασχίζουμε το καλοκαίρι - όλο και πιο αραιά είναι αλήθεια, αφού τα χρόνια κάθονται πάνω μας σαν σκόνη - μια αναλαμπή και αφήνει να χυθεί ορμητική η ανάμνηση μέσα μας.

«Έρμονες», εκεί βαφτίστηκα, εκεί έμαθα να κολυμπώ, βουτιές απ’ το, πρώτο μικρό βράχο το « κασάρι» στις πρώτες μου απόπειρες , ύστερα από το μικρό , και τέλος από τον μεγάλο της «αστραπής». Ο Τούρκος αντίκρυ μαρμαρωμένος να δίνει τροφή στην παιδική φαντασία μας δυναμώνοντας το θρύλο.
Ακούω αυτή την ύλη: τη νιώθω με όλες τις αισθήσεις μου. Παρέες εφήβων, όνειρα γεμάτοι, κορμιά μαυρισμένα , ιδρωμένα από το ποδαρόδρομο, η θάλασσα βαθιά, προσκαλεί. Μία στιγμή μαγική εκεί κάπου από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβρη ξαναζεί , έρχεται σαν αστραπή και μας ταράζει.
Πάμε… είπα, σαν άλλοτε να τρέξουμε όλοι μαζί και να χαθούμε στα βαθιά. Είναι τόσο ισχυρή η ύλη της νοσταλγίας που μηδενίζει το κοντέρ. Ύστερα έρχεται γλυκά για να κάνει το απόγευμα αφόρητα γλυκό και να προχωρήσει πέρα από την επαφή του σώματος με το αλμυρό νερό. Να μας γεμίσει άρωμα Ambre Solaire από τα σώματα των τουριστριών, να μας επαναφέρει την αμηχανία από τα πρώτα βλέμματα, τα πρώτα αγγίγματα, τα πρώτα σκιρτήματα , και ύστερα καμάρι και αυτοπεποίθηση, ντυμένοι στα ασπρόρουχα, να νομίζουμε ότι γίναμε άνδρες. Μια τέτοια νύχτα στους «Έρμονες» ένοιωσα τον εαυτό μου ενήλικο . Εκεί συνάντησα την έκπληξη της ύπαρξης, σπαρτάρισε το σώμα μου όταν με πρόλαβε ξύπνιο η αυγή, σε ερωτικό παραδομό.
«Μια τέτοια νύχτα» όπως καταλήγει ο Ξυδάκης «σφραγίζει το σώμα για πάντα. Γίνεται καταγωγή. Αυτή τη νύχτα νοσταλγούμε πάντα. Μια αναλαμπή, ο διακαμός του σαρκίου μας, ιδού: το Αρχιπέλαγος της καταγωγής μας. Η ύλη της νοσταλγίας.»

Εγώ τώρα τι να γράψω;

Μην περιμένετε να σας φωτίσει η συζήτηση στη βουλή για τις υποκλοπές. Μασκαρεμένες αλήθειες θα ακούσετε, που αποτελούν πλέον βασικό συστατικό της πολιτικής μας ζωής . Οι πολίτες δεν έχουν ανάγκη όλη την αλήθεια για να ζήσουν, υποστηρίζει ο ρεαλισμός της «πολιτικής», αντίθετα η μασκαρεμένη αλήθεια, η κατακερματισμένη πληροφόρηση, η φαλκιδευμένη ανακοίνωση, τους είναι πιο απαραίτητες.


Έχω την αίσθηση ότι ζούμε στο απόλυτο ψεύδος, Η επικαιρότητα, αποδίδεται μέσα από την εικονική πραγματικότητα. Ένα επίχρισμα, ένα πακέτο ψέματα, δεμένα φιόγκο.
Που κρύβεται η αλήθεια; Και είναι καλά κρυμμένη. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη το παραμύθι και αυτή την αδήριτη ανάγκη έρχεται να καλύψει με τον καλύτερο τρόπο, ο βομβαρδισμός πληροφοριών και αποκαλύψεων της μισής πάντοτε αλήθειας, που εκπορεύεται μέσα από μια διαδικασία των ισχυρών, συνεπικουρούμενη από τα ΜΜΕ.
Είναι τόσος όγκος των πληροφοριών που οι αληθινές φωνές χάνονται μέσα στο βουητό, μπερδεύονται στο πλήθος.
Σήμερα ενώ αλλεπάλληλα ρεπορτάζ ξεσκονίζουν το γεγονός, συνταρακτικές αποκαλύψεις μας δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι μαθαίνουμε την αλήθεια, τα «όλα στο φως» τα σκεπάζει, βαθύ σκοτάδι και θα πάρει χρόνο για να ξημερώσει.
Εγώ τώρα τι να γράψω; Όσο και αν προσπαθήσω στο περιθώριο, μακριά από κραυγές και πολυχρησιμοποιημένες λέξεις, έρχονται στιγμές που καταθέτω τα όπλα. Όχι, δεν γράφω από υποχρέωση. Στην αναμονή της επόμενης λέξης, ανακαλύπτω.
Γράφω γιατί δεν έχω τι να πω, είναι και οι απέναντι τοίχοι, που όχι μόνο δεν ακούν αλλά είναι και ανίκανοι να προκαλέσουν αντίλαλο. Αυτές οι λέξεις όμως της αταξίας του μυαλού, φεύγουν σε άγνωστους προορισμούς δημιουργώντας προϋποθέσεις για κάποια συνάντηση.
Καμία λαμπρή ιδέα, δεν μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία κατά την διάρκεια των γεγονότων. Γράφω καθυστερώντας τις λέξεις… «Λάμπα σβησμένη που ο χρυσός της λάμπει στο σκοτάδι χάρη στη μνήμη του φωτός που χάθηκε… Λέξεις που αφέθηκαν, όχι στον άνεμο, αλλά στο έδαφος, από τα δάκτυλα που δεν τις έσφιγγαν, σαν φύλλα ξερά που είχαν πέσει σ’ αυτά από κάποιο δέντρο αόρατα ακαθόριστο…»
Επιστρέψω στην αρχή. "Δυστυχώς, όσο και να προσπαθείς, στο δια ταύτα, πάντα ανακαλύπτεις μια χαλασμένη παρτίδα για την οποία δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Και δεν μιλάμε για φρούτα. Κάποιες πληγές έχουν κακοφορμίσει τόσο, που δεν υπάρχει ίαση"

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...