«Παράξενη πρωτομαγιά, με αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια».
«Το Μάη λένε πως θα βρέξει» και μπορεί να συμβεί. Το Μάη όμως δεν χρειάζεται να πουν πως θα ανθίσει και ανθίζουν όλα. Και επειδή κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, ο Μάης ο κόκκινος
πάντα κόκκινος μένει και όχι από τις παπαρούνες.
Αύριο γιορτάζουμε την 1η του Μάη, των λουλουδιών πλέον. Αργία τα τελευταία χρόνια. Και όχι απεργία. Λήθη και όχι μνήμη. Η εργατική πρωτομαγιά περιορίζεται σε κάτι
συμβολικές, υποτονικές, συγκεντρώσεις και πορείες, που δυστυχώς δεν συγκινούν κανένα.
Την έκαναν τη δουλειά τους τελικά. Αυτά που χάθηκαν και μας οδήγησαν δεκαετίες πίσω χάθηκαν. Ο χρόνος που προηγήθηκε, υπήρξε καταλυτικός. Ισχυρές δόσεις, μαζικής
ενοχοποίησης, συνοδευόμενες από μια άνευ προηγούμενου κινδυνολογία, κατάφεραν να ακινητοποιήσουν την κοινωνία, που παρακολουθεί μουδιασμένη και ανήμπορη ν’ αντιδράσει, μπροστά στη γιγαντιαία επιχείρηση αφαίμαξης κατακτήσεων δεκαετιών.
Ας πάμε πίσω στο “αγέρι” στα γραφτά μας.
«Οι Πρωτομαγιές της πατρίδας μας δεν κατόρθωσαν ποτέ να πείσουν για τις λουλουδιαστές προθέσεις τους. Οι εκρήξεις των χρωμάτων τους ξέβαφαν γρήγορα μπροστά στο σκουροκόκκινο των πληγών, τα τραγούδια τους έφερναν άλλοτε σε οργισμένα θούρια κι άλλοτε σε μοιρολόγια και το ροδόσταμό τους έπαιρνε μια γεύση στάχτης. Κάτω από τον ακκισμό των περίτεχνα πλεγμένων στεφανιών όλο και ξασπρίζουν τα ξόδια αθροιζόμενων συνοικιακών επιταφίων και η ζέστη δε στεγνώνει την υγρασία των τελευταίων ασπασμών”.
Τελικά μόνο οι λέξεις προδίδουν ότι ψιθυριστά μαθεύτηκε, λέξεις που έγιναν ποιήματα και μετά μπήκαν τραγούδια σ΄ όλα τα στόματα. Κάθε τραγούδι και ένας νεκρός. Οι ποιητές
αποτύπωσαν το πραγματικό χρώμα με λέξεις κόκκινες από το αίμα. Των νεκρών. Μην ξεχαστεί η μάνα που μοιρολογάει τον ακριβό της απλωμένον σε μια πεσμένη πόρτα, οι γειτονιές που κάηκαν σ’ ένα πρωινό απ’ την κουκούλα και το τεντωμένο δάχτυλο, ο μεγαλέξανδρος των δικών μας χρόνων, που δεν καταδεχόταν την υπεροψία του ονόματός
του - χίλιοι αλέξανδροι δε φτουρούν έναν Αλέκο - που αφού ξεθέωσε στο κυνηγητό τον ψυχοπομπό του, απροσδόκητα τον ακολούθησε μέσα σ’ έναν ορυμαγδό από λαμαρίνες, γυαλιά και λάστιχα, σ’ ότι στα σβέλτα αρχειοθετήθηκε ως μοιραίο Μοιραίο είναι σ’ αυτή την πατρίδα να μη θριαμβεύουν οι Πρωτομαγιές. Και πώς αλήθεια; Όλου του κόσμου τα
μπουκέτα φτάνουν να κρύψουν τ’ αγκάθια της μνήμης κι όλα των νερών τα κελαρύσματα μπορούν να σβήνουν την αλμύρα των δακρύων;»
«Κίνησε Μάης για να ρθεί κι έχει μεγάλη στράτα, τι να του πάρω πρώτα μου, τον ήλιο ή τα μαντάτα! Τέτοιο Μάη, μάνα μου, άλλο να μη μου στείλεις, να λέει, πως στην Ελλάδα μας
σκοτώθηκε ο Απρίλης»
«Το Μάη λένε πως θα βρέξει» και μπορεί να συμβεί. Το Μάη όμως δεν χρειάζεται να πουν πως θα ανθίσει και ανθίζουν όλα. Και επειδή κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, ο Μάης ο κόκκινος
πάντα κόκκινος μένει και όχι από τις παπαρούνες.
Αύριο γιορτάζουμε την 1η του Μάη, των λουλουδιών πλέον. Αργία τα τελευταία χρόνια. Και όχι απεργία. Λήθη και όχι μνήμη. Η εργατική πρωτομαγιά περιορίζεται σε κάτι
συμβολικές, υποτονικές, συγκεντρώσεις και πορείες, που δυστυχώς δεν συγκινούν κανένα.
Την έκαναν τη δουλειά τους τελικά. Αυτά που χάθηκαν και μας οδήγησαν δεκαετίες πίσω χάθηκαν. Ο χρόνος που προηγήθηκε, υπήρξε καταλυτικός. Ισχυρές δόσεις, μαζικής
ενοχοποίησης, συνοδευόμενες από μια άνευ προηγούμενου κινδυνολογία, κατάφεραν να ακινητοποιήσουν την κοινωνία, που παρακολουθεί μουδιασμένη και ανήμπορη ν’ αντιδράσει, μπροστά στη γιγαντιαία επιχείρηση αφαίμαξης κατακτήσεων δεκαετιών.
Ας πάμε πίσω στο “αγέρι” στα γραφτά μας.
«Οι Πρωτομαγιές της πατρίδας μας δεν κατόρθωσαν ποτέ να πείσουν για τις λουλουδιαστές προθέσεις τους. Οι εκρήξεις των χρωμάτων τους ξέβαφαν γρήγορα μπροστά στο σκουροκόκκινο των πληγών, τα τραγούδια τους έφερναν άλλοτε σε οργισμένα θούρια κι άλλοτε σε μοιρολόγια και το ροδόσταμό τους έπαιρνε μια γεύση στάχτης. Κάτω από τον ακκισμό των περίτεχνα πλεγμένων στεφανιών όλο και ξασπρίζουν τα ξόδια αθροιζόμενων συνοικιακών επιταφίων και η ζέστη δε στεγνώνει την υγρασία των τελευταίων ασπασμών”.
Τελικά μόνο οι λέξεις προδίδουν ότι ψιθυριστά μαθεύτηκε, λέξεις που έγιναν ποιήματα και μετά μπήκαν τραγούδια σ΄ όλα τα στόματα. Κάθε τραγούδι και ένας νεκρός. Οι ποιητές
αποτύπωσαν το πραγματικό χρώμα με λέξεις κόκκινες από το αίμα. Των νεκρών. Μην ξεχαστεί η μάνα που μοιρολογάει τον ακριβό της απλωμένον σε μια πεσμένη πόρτα, οι γειτονιές που κάηκαν σ’ ένα πρωινό απ’ την κουκούλα και το τεντωμένο δάχτυλο, ο μεγαλέξανδρος των δικών μας χρόνων, που δεν καταδεχόταν την υπεροψία του ονόματός
του - χίλιοι αλέξανδροι δε φτουρούν έναν Αλέκο - που αφού ξεθέωσε στο κυνηγητό τον ψυχοπομπό του, απροσδόκητα τον ακολούθησε μέσα σ’ έναν ορυμαγδό από λαμαρίνες, γυαλιά και λάστιχα, σ’ ότι στα σβέλτα αρχειοθετήθηκε ως μοιραίο Μοιραίο είναι σ’ αυτή την πατρίδα να μη θριαμβεύουν οι Πρωτομαγιές. Και πώς αλήθεια; Όλου του κόσμου τα
μπουκέτα φτάνουν να κρύψουν τ’ αγκάθια της μνήμης κι όλα των νερών τα κελαρύσματα μπορούν να σβήνουν την αλμύρα των δακρύων;»
«Κίνησε Μάης για να ρθεί κι έχει μεγάλη στράτα, τι να του πάρω πρώτα μου, τον ήλιο ή τα μαντάτα! Τέτοιο Μάη, μάνα μου, άλλο να μη μου στείλεις, να λέει, πως στην Ελλάδα μας
σκοτώθηκε ο Απρίλης»