Ευτυχώς βρέθηκε μια εισαγγελέας για να γίνουν οι ψίθυροι κραυγές. Όχι δεν πανηγυρίζουμε, λυπούμαστε αφάνταστα γι’ αυτή την σκοτεινή πλευρά του ποδοσφαίρου. Δεν θέλαμε να το πιστέψουμε. «Όλα μπορούν να συμβούν στο ποδόσφαιρο» λέγαμε και αναπαυόμαστε στην δρομολογημένη από τους επιτήδειους «Έκπληξη». Μας νανούριζε το γεγονός, ότι αυτά που μπορεί να συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο είναι παρανυχίδες μπροστά στα σκάνδαλα της εξουσίας. Ακόμα και σήμερα που ένα σάπιο κομμάτι έγινε ορατό, αυτή η άποψη δεν αλλάζει. Γιατί στο ποδόσφαιρο υπάρχει ακόμα ψυχή και πόδια που μπαίνουν στη φωτιά και τσακίζονται. Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν φίλαθλοι που δεν περιμένουν στο προθάλαμο βουλευτικών γραφείων, που υποστηρίζουν την ομάδα τους χωρίς ανταλλάγματα. Δεν υπάρχουν αναποφάσιστοι, που καθορίζουν το αποτέλεσμα, υπάρχουν αποφασισμένοι πρωταγωνιστές και οπαδοί. Στο ποδόσφαιρο χύνεται ιδρώτας και αίμα.
Εμείς όμως οι παλιοί των ημερών, που ζήσαμε το ποδόσφαιρο, μόνο με την αξία της φανέλας, θα συνεχίσουμε, ακόμα και σήμερα που μπήκε στο χρηματιστήριο να είμαστε κοντά του. Και θα συνεχίσουμε, γιατί οι πρωταγωνιστές, που είναι οι αθλητές που αγωνίζονται, ακόμα την ιδρώνουν αυτήν την φανέλα.Θα συνεχίσουμε γιατί η σαπίλα που έχει πλέον διευθύνσεις και ονόματα δεν έχει την δύναμη να χαλάσει την μαγεία του ποδοσφαίρου.
Για να μην ξεχνιόμαστε εγώ πάντα ΑΕΚ δήλωνα όχι ΑΕΚ και «ΚΕΡΚΥΡΑ» μόνο ΑΕΚ. Ένα παλαιότερο κείμενο που γράφτηκε με αφορμή το βιβλίο του Κώστα Νεστορίδη.
Είναι μερικά βράδια που είναι πράγματι μαγικά, σ’ ανοίγουν ρωγμές στον χρόνο. Διαπιστώνεις ότι ακόμα και το παρελθόν είναι χρόνος ρευστός, σου φανερώνει πτυχές που απαιτούσαν ρυτίδες. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο «Κώστα Νεστορίδης ο μάγος της μπάλας» εκδόσεις «Άγκυρα», που υπογράφει ο Δημοσιογράφος Νίκος Κατσαρός, η μνήμη μου κατάφερε να ξεπεράσει τα όρια της. Τον εαυτό μου τότε δεν τον θυμάμαι και μια παλιά φωτογραφία που σώζεται ακόμα, δεν την πιστεύω. Τον Κώστα Νεστορίδη όμως τον θυμάμαι με τον δικέφαλο στο στήθος, έτοιμο να μαγέψει και να παρασύρει τα όνειρα μας. Ακριβώς την ίδια φωτογραφία του εξωφύλλου, την έχω από τις «τύχες» που πουλούσαν τότε τα περίπτερα για να μας ξεγελούν. Όμως ο Νεστορίδης δεν μας γέλασε ποτέ, ήταν πάντα συνεπής σ΄ αυτό που τόσο καλά έκανε, και το έκανε για μας. Δευτέρα βράδυ όμως, ξαναζώντας κάτι ξεχασμένο, ξεπερασμένο ίσως αλλά απολύτως μαγικό, κατάλαβα γιατί είναι ακόμα και σήμερα βαθιά μέσα μου ριζωμένη η ΑΕΚ, σαν τις χαμένες πατρίδες γι’ εκείνους που τις έχασαν… Με «τον μάγο της μπάλας» να κλαίει και να θυμάται κάτι γι’ αυτόν «απόλυτα φυσικό», «ο Νεστορίδης υπήρξε φαινόμενο» όπως η αστραπή και η πλημμύρα. Ο Νίκος Κατσαρός, παραδέχεται ότι τα βρήκε δύσκολα, «ο άνθρωπος που γέννησε την μπάλα» ούτε κατάλαβε ότι όλο αυτό που έκανε ήταν κάτι το εξαιρετικό. Αλλ’ όλα συνηγορούσαν σε αυτό το «εκτός χρόνου» μαγικό βράδυ.«Τα δάκρυα του κυρίου Κώστα» γύρισαν την ανέμη: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό παιδάκι που αγαπούσε πολύ μια ποδοσφαιρική ομάδα, φορούσε κίτρινες φανέλες με τον δικέφαλο στο στήθος, μετρούσε τον χρόνο με βάση τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες της»… Είδε τους ήρωες των παιδικών του χρόνων, λοιπόν, να διατηρούν αναλλοίωτο το υπερφυσικό τους μέγεθος και να του ξετυλίγουν το κουβάρι του παραμυθιού που τον μεγάλωσε, διαπιστώνοντας πως μόνο αυτό θέλει να είναι τελικά: ΑΕΚ των παιδικών του χρόνων!
Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011
Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011
Με αντάλλαγμα ένα κομμένο ορίζοντα
Δεν είναι η ζέστη του καλοκαιριού που με οδηγεί στην παράλια. Είναι η θάλασσα η ίδια.
«Η θάλασσα ίσως τελευταίος ισορροπιστής των ψυχικών μας μεταβολών που δεν έχουμε καταστρέψει ακόμα ολοσχερώς σ’ αυτόν τον πλανήτη». Σχόλιο ανάμεσα από δυο θαλασσινά τραγούδια κάποτε μιας αγαπημένης ραδιοφωνικής φωνής. Ο καθένας τη χρησιμοποιεί με τον τρόπο του, για παρηγοριά για ευδαιμονία για ναυάγιο - αλλά εκείνη δεν θέτει όρους. Αφήνει να τη χειριζόμαστε ξέροντας πως το βύθισμα στο μπλε της τις περισσότερες φορές είναι καλύτερο κι από ανθρώπινη αγκαλιά. Βέβαια άμα θυμώσει καλό είναι να βρίσκεται κανείς πολύ πολύ μακριά της. Εμένα έτσι μ’ αρέσει, θυμωμένη.
Γι’ αυτό ψάχνω παράθυρα. Για να φύγει το μάτι μέχρι εκεί που δεν βλέπει. Για να φύγει το μυαλό μέχρι εκεί που δεν φτάνει. Κλεισμένος τόσα χρόνια σε μια πόλη που έχει κάνει την ανακύκλωση επιστήμη, μόνο ένα ανοιχτό παράθυρο, σου δίνει ανάσες αντοχής και χρόνο υπομονής.
Ένα ανοιχτό παράθυρο, διάλειμμα. Ξεφυλλίζοντας τις προάλλες ένα αρχείο τοπικής εφημερίδας, για να βρω ένα δημοσίευμα στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ένοιωσα τον χρόνο να σταματάει. Οι ίδιοι άνθρωποι, που έγιναν άλλοι και μετά άλλοι και ξανά οι ίδιοι και μετά άλλοι. Πόσα χρόνια πια θα ανακατεύουμε αυτή τη σούπα; Πόσα χρόνια θα πηγαινοερχόμαστε στην ίδια διαδρομή; Πόσο μελάνι και χαρτί χαμένο; Μόνο ο χρόνος που κιτρινίζει τα φύλλα, προσδιορίζει το μέγεθος της επανάληψης. Μια περίληψη του αρχείου αρκεί, για να προσδιορίσει το τέλμα.
Γιατί νομίζεται ψάχνω ένα ανοιχτό παράθυρο; Γιατί η μικρή μας πόλη που δέχτηκε να με αναθρέψει, πάντα ζητούσε αντάλλαγμα ένα κομμένο ορίζοντα…
«Η θάλασσα ίσως τελευταίος ισορροπιστής των ψυχικών μας μεταβολών που δεν έχουμε καταστρέψει ακόμα ολοσχερώς σ’ αυτόν τον πλανήτη». Σχόλιο ανάμεσα από δυο θαλασσινά τραγούδια κάποτε μιας αγαπημένης ραδιοφωνικής φωνής. Ο καθένας τη χρησιμοποιεί με τον τρόπο του, για παρηγοριά για ευδαιμονία για ναυάγιο - αλλά εκείνη δεν θέτει όρους. Αφήνει να τη χειριζόμαστε ξέροντας πως το βύθισμα στο μπλε της τις περισσότερες φορές είναι καλύτερο κι από ανθρώπινη αγκαλιά. Βέβαια άμα θυμώσει καλό είναι να βρίσκεται κανείς πολύ πολύ μακριά της. Εμένα έτσι μ’ αρέσει, θυμωμένη.
Γι’ αυτό ψάχνω παράθυρα. Για να φύγει το μάτι μέχρι εκεί που δεν βλέπει. Για να φύγει το μυαλό μέχρι εκεί που δεν φτάνει. Κλεισμένος τόσα χρόνια σε μια πόλη που έχει κάνει την ανακύκλωση επιστήμη, μόνο ένα ανοιχτό παράθυρο, σου δίνει ανάσες αντοχής και χρόνο υπομονής.
Ένα ανοιχτό παράθυρο, διάλειμμα. Ξεφυλλίζοντας τις προάλλες ένα αρχείο τοπικής εφημερίδας, για να βρω ένα δημοσίευμα στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ένοιωσα τον χρόνο να σταματάει. Οι ίδιοι άνθρωποι, που έγιναν άλλοι και μετά άλλοι και ξανά οι ίδιοι και μετά άλλοι. Πόσα χρόνια πια θα ανακατεύουμε αυτή τη σούπα; Πόσα χρόνια θα πηγαινοερχόμαστε στην ίδια διαδρομή; Πόσο μελάνι και χαρτί χαμένο; Μόνο ο χρόνος που κιτρινίζει τα φύλλα, προσδιορίζει το μέγεθος της επανάληψης. Μια περίληψη του αρχείου αρκεί, για να προσδιορίσει το τέλμα.
Γιατί νομίζεται ψάχνω ένα ανοιχτό παράθυρο; Γιατί η μικρή μας πόλη που δέχτηκε να με αναθρέψει, πάντα ζητούσε αντάλλαγμα ένα κομμένο ορίζοντα…
Τρίτη 21 Ιουνίου 2011
Τοτε που τα καλοκαίρια …
Πολύ βαρύναμε, ένα παλαιότερο κείμενο, τότε που τα καλοκαίρια δεν ήταν μασκαρεμένα, τότε που τα καλοκαίρια δεν μελετούσαμε σενάρια καταστροφής. Από πέρσι άρχισε να χαλάει ο καιρός και τα πρόσωπα όπως γράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου είχαν φθινόπωρο «Έχει μείνει βέβαια ο ήλιος. Υπό την ίδια γωνία. Κοίτα να κρατήσεις κι εσύ την θέση σου». Ένα παλαιότερο, τότε που η διάθεση ήταν τέτοια, που μας έφτιαχνε τη σημερινή.
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία κείμενα είναι ντυμένα στα μαύρα, παρότι εγώ φοράω τα αγαπημένα μου κάτασπρα λινά. Διάλειμμα. Η παράλια σήμερα απαλλαγμένη από τις ενοχλητικές φωνές των γυναικόπαιδων, ο καλός αέρας απέτρεψε την έξοδο. Βούτηξα στα ταραγμένα δροσερά νερά του Ιονίου. Ξάπλωσα. Μια γλυκιά ισορροπία δροσερού αέρα και καυτού ήλιου στην ατμόσφαιρα. Μια γλυκιά κούραση σαν αυτή που μας επισκέπτεται, λίγο πριν μας πάρει ύπνος δημιουργούσε τις ιδανικές συνθήκες για επιτόπιες διαδρομές.
Ανάσκελα, προσκέφαλο χαλίκια, τα μάτια, όπου και να κοιτάξουνε γαλάζιο. Χίλια χρώματα ο ήλιος μέσα από ένα δάκρυ φαίνεται. Απαλή μουσική, των κυμάτων ήχο. Και ένα καράβι χάρτινο μου φαίνεται.
Πέρασε για λίγο ο Τσίρκας με τη «Λέσχη» του.
Και ύστερα ήρθε η λύτρωση σαν καταιγίδα, με καλέσματα γλαρών και αστραπές. Βιαστικοί αγέρηδες έφερναν μυρωδιές από τριανταφυλώνες ψηλά και νεραντζιές. Σταμάτησα στον Αλεξάκη.
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΣΙΤΥ ΜΠΟΥΜ δεν ξυπνούν πριν τις 10 το πρωί.
- Έκανα ένα υπέροχο όνειρο! Λέει η Βιργινία.
Το δέρμα της έχει την λάμψη του αλάβαστρου.
- Κι εγώ! Λέει η Ιουλιέτα.
Η φωνή της είναι δροσερή σαν το νερό της πηγής.
- Κι εγώ! Λέει η Δουλτσινέα.
Το κορμί της είναι ζεστό σαν τον ήλιο.
Η Βιργινία, χειλάκι πετροκέρασο και μάγουλο βερίκοκο, λέει:
- Ονειρεύτηκα ότι ήθελε να με παντρευτεί!
- Κι εγώ έκανα αυτό το όνειρο, κι εγώ, λένε γελώντας τα κορίτσια του Σίτυ Μπούμ-Μπούμ.
- Να τραβήξουμε τις κουρτίνες; Προτείνει η Ιζόλδη.
- Υπέροχη ιδέα, λέει η Ευρυδίκη.
Πρόκειται για την γνωστή Ευρυδίκη φυσικά.
Οι κουρτίνες είναι γκρενά. Τα σεντόνια είναι γκρενά. Οι τοίχοι είναι ροζ. Τα νύχια των κοριτσιών του Σίτυ Μπούμ - Μπούμ είναι πράσινα.
- Τι ωραία μέρα! Λέει η Βεατρίκη.
- Αριστούργημα! Λέει η Κλεοπάτρα.
- Τι ωραία που είναι τα λουλούδια του κήπου! Λέει η Τζάκυ.
- Τι ώριμα που είναι τα φρούτα! Λέει η Σαλώμη.
- Θα υπάγω εις τους κήπους! Λέει η Γαβριέλα.
- Πάμε όλες μαζί να του κόψουμε λουλούδια και φρούτα, ρίχνει την ιδέα η Μαργαρίτα.
Γεμίζουν η κάθε μία ένα ψάθινο καλάθι με λουλούδια και φρούτα.
- Τι χαριτωμένο πουλάκι! Λέει η Φρύνη.
- Και τι γλυκά που κελαηδάει! Λέει η Χιονάτη.
- Πόσο θα του άρεσε του Μάκη να το άκουγε! Λέει η Λουκρητία.
- Ασφαλώς θα του άρεσε πολύ! Λένε εν χορώ τα κορίτσια του Σίτυ Μπούμ-Μπούμ.
- Καλό μας πουλάκι, θέλεις να έρθεις να κελαηδήσεις στο δωμάτιο του Μάκη; Ρωτάει η Κάρμεν.
- Γιατί όχι; Απαντά το πουλάκι.
- Καλέ, τι καλό πουλάκι είναι αυτό! Λέει η Εμανουέλα.
Όλες του δίνουν ένα φιλάκι.
Γυρίζουν σπίτι και κάνουν ντους με ανθόνερο.
Σκουπίζουν η μία την άλλη βγάζοντας χαρούμενες κραυγούλες. Δεν βάζουν άλλο ρούχο παρά ένα μικροσκοπικό σλιπ από μετάξι ραμμένο με χρυσή κλωστή.
Ετοιμάζουν το πρωινό του Μάκη: καφέ με γάλα, αυγά με μπέικον, φρυγανιές, βούτυρο ελαφρός αλατισμένο και διάφορα βαζάκια μαρμελάδα. Τα τοποθετούν όλα αυτά με πολύ γούστο, μαζί με τα ωραιότερα λουλούδια και φρούτα που έκοψαν από τον κήπο, σε έναν ασημένιο δίσκο.
Τώρα το ζήτημα είναι: ποια θα κρατήσει το δίσκο;
Όλες θέλουν βέβαια να τον κρατήσουν! Ψιλοτσακώνονται στ’ αστεία. Τελικά αποφασίζουν να ρίξουν κλήρο. Κι ο κλήρος πέφτει στην Έυα.
Χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, με την Έυα επικεφαλής - το πουλάκι είναι καθισμένο στον ώμο της - μπαίνουν στο δωμάτιο του Μάκη.
Κοιμάται. Στέκονται γύρω από το κρεβάτι και κοιτάζουν με συγκίνηση το γυμνό του σώμα. Το πουλάκι αρχίζει να κελαηδάει.
- Καλημέρα, αγάπη μου, λένε εν χορώ τα κορίτσια του Σίτυ Μπούμ-Μπούμ.
Απαλά του ανασηκώνουν το κεφάλι και βάζουν μαξιλάρια πίσώ από την πλάτη του. Η Έυα ακουμπάει το δίσκο πλάι του.
Πίνει μια γουλιά καφέ με γάλα.
- Τι ωραία που πίνει! Λένε εν χορώ τα κορίτσια του Σίτυ Μπούμ-Μπούμ.
Τρώει ένα κομμάτι μπέικον.
- Τι ωραία που τρώει!
- Θέλεις να σου αλείψω μια φρυγανιά με μαρμελάδα φράουλα; Η με μαρμελάδα βερίκοκο; Η με μαρμελάδα κεράσι; Η με μαρμελάδα πορτοκάλι αρωματισμένη με κονιάκ; Τον ρωτάει η Έυα.
- Όχι, απαντά εκείνος.
Είναι πολύ απογοητευμένο το Ευάκι.
- Μην κάνεις μούτρα και δώσε μου ένα τσιγάρο.
Η διάθεση της αλλάζει αυτοστιγμεί.
Όλα τα κορίτσια του δίνουν φωτιά. Ανάβει το τσιγάρο του με τον αναπτήρα της Αφροδίτης.
- Πάρτε το δίσκο και τα μαξιλάρια, λέει.
Τραβάει μερικές ρουφηξιές κοιτάζοντας το ταβάνι. Αίφνης τα κορίτσια αναφωνούν χαρμόσυνα: του σηκώνεται!
Είναι στ’ αλήθεια πολύ ερωτευμένα με τον Μάκη, τα κορίτσια του Σιτυ Μπούμ-Μπούμ.
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία κείμενα είναι ντυμένα στα μαύρα, παρότι εγώ φοράω τα αγαπημένα μου κάτασπρα λινά. Διάλειμμα. Η παράλια σήμερα απαλλαγμένη από τις ενοχλητικές φωνές των γυναικόπαιδων, ο καλός αέρας απέτρεψε την έξοδο. Βούτηξα στα ταραγμένα δροσερά νερά του Ιονίου. Ξάπλωσα. Μια γλυκιά ισορροπία δροσερού αέρα και καυτού ήλιου στην ατμόσφαιρα. Μια γλυκιά κούραση σαν αυτή που μας επισκέπτεται, λίγο πριν μας πάρει ύπνος δημιουργούσε τις ιδανικές συνθήκες για επιτόπιες διαδρομές.
Ανάσκελα, προσκέφαλο χαλίκια, τα μάτια, όπου και να κοιτάξουνε γαλάζιο. Χίλια χρώματα ο ήλιος μέσα από ένα δάκρυ φαίνεται. Απαλή μουσική, των κυμάτων ήχο. Και ένα καράβι χάρτινο μου φαίνεται.
Πέρασε για λίγο ο Τσίρκας με τη «Λέσχη» του.
Και ύστερα ήρθε η λύτρωση σαν καταιγίδα, με καλέσματα γλαρών και αστραπές. Βιαστικοί αγέρηδες έφερναν μυρωδιές από τριανταφυλώνες ψηλά και νεραντζιές. Σταμάτησα στον Αλεξάκη.
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΣΙΤΥ ΜΠΟΥΜ δεν ξυπνούν πριν τις 10 το πρωί.
- Έκανα ένα υπέροχο όνειρο! Λέει η Βιργινία.
Το δέρμα της έχει την λάμψη του αλάβαστρου.
- Κι εγώ! Λέει η Ιουλιέτα.
Η φωνή της είναι δροσερή σαν το νερό της πηγής.
- Κι εγώ! Λέει η Δουλτσινέα.
Το κορμί της είναι ζεστό σαν τον ήλιο.
Η Βιργινία, χειλάκι πετροκέρασο και μάγουλο βερίκοκο, λέει:
- Ονειρεύτηκα ότι ήθελε να με παντρευτεί!
- Κι εγώ έκανα αυτό το όνειρο, κι εγώ, λένε γελώντας τα κορίτσια του Σίτυ Μπούμ-Μπούμ.
- Να τραβήξουμε τις κουρτίνες; Προτείνει η Ιζόλδη.
- Υπέροχη ιδέα, λέει η Ευρυδίκη.
Πρόκειται για την γνωστή Ευρυδίκη φυσικά.
Οι κουρτίνες είναι γκρενά. Τα σεντόνια είναι γκρενά. Οι τοίχοι είναι ροζ. Τα νύχια των κοριτσιών του Σίτυ Μπούμ - Μπούμ είναι πράσινα.
- Τι ωραία μέρα! Λέει η Βεατρίκη.
- Αριστούργημα! Λέει η Κλεοπάτρα.
- Τι ωραία που είναι τα λουλούδια του κήπου! Λέει η Τζάκυ.
- Τι ώριμα που είναι τα φρούτα! Λέει η Σαλώμη.
- Θα υπάγω εις τους κήπους! Λέει η Γαβριέλα.
- Πάμε όλες μαζί να του κόψουμε λουλούδια και φρούτα, ρίχνει την ιδέα η Μαργαρίτα.
Γεμίζουν η κάθε μία ένα ψάθινο καλάθι με λουλούδια και φρούτα.
- Τι χαριτωμένο πουλάκι! Λέει η Φρύνη.
- Και τι γλυκά που κελαηδάει! Λέει η Χιονάτη.
- Πόσο θα του άρεσε του Μάκη να το άκουγε! Λέει η Λουκρητία.
- Ασφαλώς θα του άρεσε πολύ! Λένε εν χορώ τα κορίτσια του Σίτυ Μπούμ-Μπούμ.
- Καλό μας πουλάκι, θέλεις να έρθεις να κελαηδήσεις στο δωμάτιο του Μάκη; Ρωτάει η Κάρμεν.
- Γιατί όχι; Απαντά το πουλάκι.
- Καλέ, τι καλό πουλάκι είναι αυτό! Λέει η Εμανουέλα.
Όλες του δίνουν ένα φιλάκι.
Γυρίζουν σπίτι και κάνουν ντους με ανθόνερο.
Σκουπίζουν η μία την άλλη βγάζοντας χαρούμενες κραυγούλες. Δεν βάζουν άλλο ρούχο παρά ένα μικροσκοπικό σλιπ από μετάξι ραμμένο με χρυσή κλωστή.
Ετοιμάζουν το πρωινό του Μάκη: καφέ με γάλα, αυγά με μπέικον, φρυγανιές, βούτυρο ελαφρός αλατισμένο και διάφορα βαζάκια μαρμελάδα. Τα τοποθετούν όλα αυτά με πολύ γούστο, μαζί με τα ωραιότερα λουλούδια και φρούτα που έκοψαν από τον κήπο, σε έναν ασημένιο δίσκο.
Τώρα το ζήτημα είναι: ποια θα κρατήσει το δίσκο;
Όλες θέλουν βέβαια να τον κρατήσουν! Ψιλοτσακώνονται στ’ αστεία. Τελικά αποφασίζουν να ρίξουν κλήρο. Κι ο κλήρος πέφτει στην Έυα.
Χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, με την Έυα επικεφαλής - το πουλάκι είναι καθισμένο στον ώμο της - μπαίνουν στο δωμάτιο του Μάκη.
Κοιμάται. Στέκονται γύρω από το κρεβάτι και κοιτάζουν με συγκίνηση το γυμνό του σώμα. Το πουλάκι αρχίζει να κελαηδάει.
- Καλημέρα, αγάπη μου, λένε εν χορώ τα κορίτσια του Σίτυ Μπούμ-Μπούμ.
Απαλά του ανασηκώνουν το κεφάλι και βάζουν μαξιλάρια πίσώ από την πλάτη του. Η Έυα ακουμπάει το δίσκο πλάι του.
Πίνει μια γουλιά καφέ με γάλα.
- Τι ωραία που πίνει! Λένε εν χορώ τα κορίτσια του Σίτυ Μπούμ-Μπούμ.
Τρώει ένα κομμάτι μπέικον.
- Τι ωραία που τρώει!
- Θέλεις να σου αλείψω μια φρυγανιά με μαρμελάδα φράουλα; Η με μαρμελάδα βερίκοκο; Η με μαρμελάδα κεράσι; Η με μαρμελάδα πορτοκάλι αρωματισμένη με κονιάκ; Τον ρωτάει η Έυα.
- Όχι, απαντά εκείνος.
Είναι πολύ απογοητευμένο το Ευάκι.
- Μην κάνεις μούτρα και δώσε μου ένα τσιγάρο.
Η διάθεση της αλλάζει αυτοστιγμεί.
Όλα τα κορίτσια του δίνουν φωτιά. Ανάβει το τσιγάρο του με τον αναπτήρα της Αφροδίτης.
- Πάρτε το δίσκο και τα μαξιλάρια, λέει.
Τραβάει μερικές ρουφηξιές κοιτάζοντας το ταβάνι. Αίφνης τα κορίτσια αναφωνούν χαρμόσυνα: του σηκώνεται!
Είναι στ’ αλήθεια πολύ ερωτευμένα με τον Μάκη, τα κορίτσια του Σιτυ Μπούμ-Μπούμ.
Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011
Να κλάψουμε ή να γελάσουμε
Έγινε και ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης... Να κλάψουμε ή να γελάσουμε; Οι πίσω ήρθαν μπροστά και οι μπροστά πίσω. Αυτό το κόμμα - πλαστελίνη, θα δούμε πόσο ακόμα θα αντέξει να μετασχηματίζεται. Οι επικριτές του μνημονίου το πρωί, έγιναν υποστηρικτές του το απόγευμα. Απίθανα πράγματα.
Τίποτα δεν υπήρξε χθες. Κανείς δεν αμφιβάλει για την ταχύτητα που όλα κινούνται, αυτό όμως δεν προϋποθέτει και την απόλυτη λήθη.
Έχω την αίσθηση ότι όλα έχουν σβηστεί. Τα υπερφορτωμένα εγκεφαλικά μας κύτταρα, για να αντέξουν σβήνουν με απίστευτη ταχύτητα. Λες και δεν είχε συμβεί ποτέ. Αντιμετωπίζουν το σήμερα, σαν αποτέλεσμα παρθενογέννησης.
Θυμάμαι εκείνη την περίοδο της εσωτερικής διαμάχης Παπανδρέου - Βενιζέλου. Σήμερα, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Τα αποκόμματα παλαιών εφημερίδων ξεθωριάζουν, όχι από το χρόνο, άλλωστε χρειάζεται αρκετός για να συμβεί αυτό. Το σήμερα, βαριά ταφόπλακα το καταπλακώνει και το εξαφανίζει. Το τι έλεγε τότε, τι έκανε τότε, τι υποστήριζε τότε, ποιοι ήταν οι εχθροί και ποιο οι φίλοι, δεν έχει καμία άξια.
Παρακολουθώντας πρόσωπα και πράγματα, βλέπουμε τους ίδιους ανθρώπους, άλλους.
Χωρίς αιδώ, αυτοδιαψεύδονται, αυτοαναιρούνται, αυτόξεφτιλίζονται και μόνο τα πρόσωπα μένουν ίδια, στο χρώμα της ώχρας, το κόκκινο δεν τους πλησιάζει. Το δυστύχημα είναι ότι δεν μας προκαλεί πλέον καμία εντύπωση, λες και ο βομβαρδισμός συγκεχυμένων πληροφοριών μας έχει σβήσει την μνήμη. Όσο για τις αξίες, πού καθόριζαν το επίπεδο του πολιτισμού μας, αυτές έχουν εκποιηθεί προ πολλού.
«Η αλήθεια του καθενός» λέει ένα τραγούδι, είναι ο δρόμος του, δηλαδή του ψέμα του. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι παρακολουθούμε μια σκηνοθετημένη πραγματικότητα, αλλιώς που θα μπορούσαν να χωρέσουν; Οι ίδιοι ηθοποιοί τα καταφέρνουν όπως φαίνεται, το ίδιο καλά και στην κωμωδία και στην τραγωδία. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι αυτό το θέαμα που παρακολουθούμε, εκτός από μια κωμωδία που εξελίσσεται σε τραγωδία
Τίποτα δεν υπήρξε χθες. Κανείς δεν αμφιβάλει για την ταχύτητα που όλα κινούνται, αυτό όμως δεν προϋποθέτει και την απόλυτη λήθη.
Έχω την αίσθηση ότι όλα έχουν σβηστεί. Τα υπερφορτωμένα εγκεφαλικά μας κύτταρα, για να αντέξουν σβήνουν με απίστευτη ταχύτητα. Λες και δεν είχε συμβεί ποτέ. Αντιμετωπίζουν το σήμερα, σαν αποτέλεσμα παρθενογέννησης.
Θυμάμαι εκείνη την περίοδο της εσωτερικής διαμάχης Παπανδρέου - Βενιζέλου. Σήμερα, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Τα αποκόμματα παλαιών εφημερίδων ξεθωριάζουν, όχι από το χρόνο, άλλωστε χρειάζεται αρκετός για να συμβεί αυτό. Το σήμερα, βαριά ταφόπλακα το καταπλακώνει και το εξαφανίζει. Το τι έλεγε τότε, τι έκανε τότε, τι υποστήριζε τότε, ποιοι ήταν οι εχθροί και ποιο οι φίλοι, δεν έχει καμία άξια.
Παρακολουθώντας πρόσωπα και πράγματα, βλέπουμε τους ίδιους ανθρώπους, άλλους.
Χωρίς αιδώ, αυτοδιαψεύδονται, αυτοαναιρούνται, αυτόξεφτιλίζονται και μόνο τα πρόσωπα μένουν ίδια, στο χρώμα της ώχρας, το κόκκινο δεν τους πλησιάζει. Το δυστύχημα είναι ότι δεν μας προκαλεί πλέον καμία εντύπωση, λες και ο βομβαρδισμός συγκεχυμένων πληροφοριών μας έχει σβήσει την μνήμη. Όσο για τις αξίες, πού καθόριζαν το επίπεδο του πολιτισμού μας, αυτές έχουν εκποιηθεί προ πολλού.
«Η αλήθεια του καθενός» λέει ένα τραγούδι, είναι ο δρόμος του, δηλαδή του ψέμα του. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι παρακολουθούμε μια σκηνοθετημένη πραγματικότητα, αλλιώς που θα μπορούσαν να χωρέσουν; Οι ίδιοι ηθοποιοί τα καταφέρνουν όπως φαίνεται, το ίδιο καλά και στην κωμωδία και στην τραγωδία. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι αυτό το θέαμα που παρακολουθούμε, εκτός από μια κωμωδία που εξελίσσεται σε τραγωδία
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...
Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...
-
Το έγραψα πέρυσι «κατόπιν εορτής», το θυμίζω σήμερα λίγες μέρες πριν το Πάσχα, χωρίς να έχω την ψευδαίσθηση, ότι θα αλλάξει κάτι. Τ...
-
Όταν το 2007 η Παλιά Πόλη της Κέρκυρας, με την σφραγίδα της UNESCO εντασσόταν στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, υ...
-
Τα πράγματα παίρνουν επικίνδυνες διαστάσεις. Ο αποκλεισμ ό ς του ΧΥΤΑ έπρεπε να έχει λήξει χθες. Η συνέχιση του αποκλεισμού από το...