Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Αυτήν την Πόλη θέλουμε;

“Εμείς οι δημότες, το δικαίωμά μας το ξέρουμε; Κι αν ναι, πότε θα πάμε να ανοίξουμε την πόρτα;” αναρωτιέται η Λιάνα Βραχλιώτη, με αφορμή την κλειστή πλαζ του Μον Ρεπό. Επαναφέρω και εγώ την αγωνία μου για αυτό και για άλλα θέματα, όπως είχε εκφραστεί τρία χρόνια πριν.
Πληθαίνουν οι φωνές. “Η πόλη άλλαξε χέρια”. Ο προβληματισμός, από πολλούς κατοίκους αυτής της πόλης, άρχισε πλέον να μπαίνει σοβαρά στο δημόσιο διάλογο.
Όταν το 2007 η Παλιά Πόλη της Κέρκυρας, με την σφραγίδα της UNESCO εντασσόταν στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, υπήρχε μια διάχυτη ευφορία.
Η ένταξη αποτελούσε δικαίωση, κυρίως για τους προγόνους μας, αλλά και όλους αυτούς, που κατά περιόδους είχαν υπό την κυριαρχία τους, την ιδιαίτερη πατρίδα μας.
Τότε αφελώς πιστέψαμε ότι η Παλιά Πόλη δεν κινδυνεύει από την σύγχρονη λαίλαπα, έχει προστάτες που ξεπερνούν τα στενά χωρικά ύδατα.
Σήμερα ύστερα από δέκα χρόνια, η εικόνα μας διαψεύδει, η Πόλη άλλαξε χέρια. Η Κυβέρνηση, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι φορείς και πρωτίστως η ίδια η κοινωνία, δείχνουν ανήμποροι να την προστατεύσουν από συμφέροντα που την λεηλατούν.
Νέοι “προστάτες”, τη λυμαίνονται αδιαφορώντας για την ταυτότητα της, για τον πολιτισμό και την ιστορία της. Σήμερα μπαίνει πλέον επιτακτικά το ερώτημα. Αυτήν την πόλη θέλουμε;
“ Μαγαζιά ανοίγουν, κλείνουν, χρεοκοπούν, ξεπλένουν χρήμα, φτιάχνουν φωλιές για τον κόσμο των χασομέρηδων, αλλά και της νύχτας και των συναλλαγών της”. Μια πόλη γεμάτη μπαρ, καφέ και φαγάδικα, που διώχνουν τους μονίμους κατοίκους και καταλαμβάνουν κάθε σπιθαμή του δημόσιου χώρου; Μια πόλη που κυκλοφορούν τεράστια τουριστικά λεωφορεία ανοικτού τύπου και κλειστού, που δημιουργούν κυκλοφοριακό έμφραγμα; Μια πόλη Λας Βέγκας, που σε λίγο στην καρδιά της θα λειτουργεί Καζίνο;
Μια πόλη που οι τελευταίοι θύλακες καλοκαιρινής αναψυχής, όπως το “Μον Ρεπό”, τα “μπάνια του Αλέκου” και το Βίδο αρχίζουν να αποκτούν πριβέ χαρακτήρα, διώχνοντας τους παραδοσιακούς ντόπιους επισκέπτες;
Μια πόλη που αντί για άλσος αναψυχής έχει ένα άλσος, αυλή στα φαγάδικα, γεμάτο τραπεζοκαθίσματα και με το πλαστικό να ξεχειλίζει επικαλύπτοντας ό,τι φυσικό έχει απομείνει;
Μια πόλη που η εξάπλωση του τρόπου ενοικίασης κατοικιών Airbnb, αλλοιώνει κάθε γωνιά της παραδοσιακής γειτονιάς και την αφήνει απροστάτευτη;
Μια πόλη Γιουσουρούμ. Μια πόλη που ... και άλλα πολλά κακά.
Φυσικά και Δεν θέλουμε μια πόλη νεκροταφείο. Θέλουμε μια πόλη του 2020 για να μην πω του 2030. Μια πόλη σύγχρονη, ζωντανή, βιώσιμη, φιλική για τους κατοίκους της και για τους επισκέπτες. Μια πόλη καθαρή.
Τα “άλλα χέρια" που αναφέρω στο κείμενο “ Η πόλη άλλαξε χέρια” ανήκουν σε νταβατζήδες που την λυμαίνονται,τα τελευταία χρόνια. Ε! λοιπόν δε θέλουμε τη πόλη στα χέρια των νταβατζήδων αλλά των κατοίκων της.
Θέλουμε και μπαρ και καφέ και φαγάδικα και τραπεζάκια έξω. Δεν θέλουμε όμως αυτός που έχει άδεια για δέκα τραπέζια να βγάζει εκατό και να εκμεταλλεύεται κάθε σπιθαμή δημόσιου χώρου. Δεν θέλουμε ηχορύπανση και απαιτούμε να εφαρμοστούν κανόνες λειτουργίας. Να μπορούν να την περπατήσουν την πόλη, να την δουν, να την ζήσουν, να την χαρούν και οι μόνιμοι κάτοικοι και οι επισκέπτες.
Δεν θέλουμε η εμβληματική εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, να γίνει μαγαζί γωνία, για πλούσιους Ρώσους επισκέπτες. Οι δρόμοι γιουσουρούμ από τα τουριστικά καταστήματα, που αντί για την προβλεπόμενη εξωτερική προσθήκη, καταλαμβάνουν το μισό δημόσιο δρόμο, προσβάλλουν βάναυσα την εικόνα της πόλης.
Αλήθεια έχουμε συνειδητοποιήσει που οδηγείται αυτή η πόλη; Πνίγεται, με χαμένη ταυτότητα και χωρίς προσανατολισμό, καταστρέφει ό,τι εδώ και αιώνες έχει κερδίσει. Αν δεν αντιδράσουμε άμεσα σε λίγο η κατάσταση δεν θα έχει επιστροφή.
Τα αυτονόητα ζητάμε. Και πολλά άλλα που τα ξέρουμε όλοι.
Να προστατεύσουμε την πόλη που κληρονομήσαμε και γι΄ αυτό να σταθούμε αλληλέγγυοι για τις επόμενες γενιές, ώστε και αυτές να έχουν την ευκαιρία να την γνωρίσουν και να τη ζήσουν. Να μη βρουν χαλάσματα...

Είναι δύναμη η αποκάλυψη της ευαισθησίας μας


Κόντρα στην καταιγίδα με ασκήσεις αποσυμπίεσης. Με μουσικές ταξίδια, με βιβλία, με αφιέρωση στο αληθινό.
Τι θα κάνουμε; Τόσα χρόνια, μάθαμε το δρόμο. “Η πραγματικότητα μας πληγώνει και ανοίγουμε λογαριασμούς με τον ουρανό ή τη θάλασσα. Που θα μας βρείτε; Στο βουνό ψηλά εκεί να ανεμίζουμε αετούς προσπαθώντας να ελαφρώσουμε, μήπως και καταφέρουμε να φύγουμε μαζί τους προς τα πάνω…”

Είναι κάποια πράγματα που δεν τα γράφει η ιστορία. Και όμως χωρίς αυτά, που προηγούνται των γεγονότων, η ιστορία δεν θα ήταν αυτή που ξέρουμε. Τις τελευταίες μέρες μέσα απ’ αυτήν εδώ τη στήλη έχω πολλές συναντήσεις. Άνθρωποι από διαφορετικές κατευθύνσεις, από διαφορετικούς κόσμους, από διαφορετικές ηλικίες, από διαφορετικές ιδεολογίες, από διαφορετικά ερεθίσματα, από διαφορικές ερμηνείες, ήρθαν να μου δώσουν το χέρι. Ύστερα από κάθε μετάγγιση δύναμης, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ξαναδιαβάσω τα κείμενα μου, αυτά που μου υπενθύμιζαν. Όχι δεν ένοιωσα σαν ένας μικρός τοπικός εθνικός ήρωας, ανακάλυψα όμως ότι τελικά, αυτός ο κατακερματισμός της κοινωνίας είναι πλασματικός. Δεν υπάρχουν εκλεκτές μειοψηφίες, αντίθετα, εκλεκτές πλειοψηφίες υπάρχουν, που έχουν υποστεί το βιασμό του «διαίρειν και βασίλευε». Άλλη μια αναθεώρηση στις τόσες της ζωής μου, άλλη μια οπισθοχώρηση του ΕΓΩ, που δεν υπήρξε και ο καλύτερος σύμβουλος αυτής της διαδρομής.
Όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος δεν είχε κοινό σημείο συνάντησης κάποιες αλήθειες ή ψέματα, αυτής εδώ της στήλης. Η ευαισθησία, που καθένας κρύβει μέσα του, βρήκε την αφορμή να αποδείξει, ότι η αποκάλυψη της, είναι δύναμη και όχι αδυναμία όπως του έμαθαν αυτοί που επιχειρούν να χτίσουν τον “άνθρωπο από μάρμαρο”
Με δυνάμωσαν αυτά τα ετερόκλητα ζεστά χέρια. Με ανησύχησαν με την καλή έννοια, αυτήν της δημιουργίας.
“Εκείνη η προσωπική δικαιοσύνη, εκείνη η αληθινή μεταρρύθμιση που ξαναζωντάνεψε την πεθαμένη ευαισθησία, αυτά τα πράγματα είναι αλήθεια, η δική μας αλήθεια, η μοναδική αλήθεια. Τα υπόλοιπα στον κόσμο είναι τοπίο, κορνίζες που πλαισιώνουν τις αισθήσεις μας, βιβλιοδεσίες των όσων σκεφτόμαστε.”
Τι σκέφτομαι; Τι θέλω; Αυτό που θέλω στ’ αλήθεια είναι να φύγουν τα άτονα σύννεφα που μουτζουρώνουν με μια γκρίζα σαπουνάδα τον ουρανό. Αυτό που θέλω είναι να δω το γαλάζιο να προβάλει ανάμεσά τους.

Όλα μια φωτογραφία



Διάβασα σήμερα ένα κείμενο στο διαδίκτυο με τίτλο “Συνάντηση Ψωμιού”, σαν αυτά που κυκλοφορούν κατά καιρούς υπό μορφή κοινωνικού μηνύματος και ζητούν αντιγραφή. Δεν ακολούθησα τις οδηγίες. Το σχολιάζω...με ένα κείμενό μου, που γράφτηκε ξεκινώντας από την ίδια αφετηρία.

Φεύγουν τα χρόνια και μας αλλάζουν, λιγότερες λέξεις, περισσότερα κλικ.
Το facebook δίνει σιγά σιγά τη θέση του στο Instagram. Σιωπή. Καταθέστε τα μολύβια. Όλα μια φωτογραφία. Όλα μια εικόνα που ισοπεδώνει τα πάντα, ο όποιος λόγος, τείνει να καταστεί θόρυβος. Παρά την οπτική πολυχρωμία δεσπόζουν η ομοιομορφία και η κρατούσα άποψη.
Στην εποχή της εικόνα, δεν επικοινωνούμε πλέον, καταναλώνουμε. Αλήθεια μετά την εικόνα τι; Τι άλλο από σκοτάδι;
Δεν το κάνω από αντίδραση αλλά θα συνεχίσω να φωτογραφίζω με λέξεις αυτά που βλέπω, αυτά που αισθάνομαι, έχοντας την ελπίδα με μια λέξη να αποφύγω χίλια κλικ. Θα συνεχίσω να φωτογραφίζω με λέξεις τις μέρες μας, τα χρόνια μας, τη ζωή μας τα φώτα και σκοτάδια.
Για μας που δεν πιστεύουμε, όπως γράφει ο Μπουκόφσκι, “Οι μεγάλες απαντήσεις δεν παραμένουν γραμμένες σε πέτρινες πλάκες. Βρισκόμαστε εδώ για να σκοτώνουμε τον πόλεμο."
Χιονίζει. Έβγαλα και φωτογραφία. Είχε δίκιο η βροχή που έτρεμε. Μπορώ να φανταστώ την φωτογραφία της Κικής Δημουλά, λίγες λέξεις χρειάστηκε για να μας κάνει κλικ με το παρακάτω:
Τρέμεις βροχή.
Σε φοβέρισε ο μετεωρολόγος
ότι θα γίνεις αύριο χιόνι;
Εμάς να δεις
θα λιώσετε θα λιώσετε προβλέπει

Για τον χρόνο τον άδειο που μας γεμίζει

Για το χρόνο, που μονίμως μας παίζει κρυφτούλι και αδιάκοπα μας πονά και σήμερα. Διότι εμείς στα ανθρώπινα το θέλουμε το χρόνο μας, για να χαθούμε ή να σωθούμε, για να αποδώσουμε δικαιοσύνη να αποδείξουμε ακόμα μια φορά πως συγχωρούμε και λησμονούμε.

Μιλάμε πάντα για το χρόνο που δεν κάνουμε, το χρόνο που καθυστερεί, που παγώνει για λίγο και αργοκυλάει. Για το χρόνο τον άδειο που μας γεμίζει.
………………………………………
Το ημερολόγιο έδειχνε 12 Σεπτεμβρίου του 2012, γιατί εγώ το θυμήθηκα αρχές καλοκαιριού, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Είναι σαν εκείνα τα όνειρα που μας γεμίζουν απορίες. “Πως ήρθε στον ύπνο μου αυτό απόψε;”
«Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι». Αργά και βασανιστικά, ξεκινάει «ο μεγάλος ερωτικός».
Στο περιθώριο ενός κατάλευκου χαρτιού , που έχω απέναντί μου και θέλει ν’ ανταμώσει με φράσεις, που να δίνουν λίγο μπόι σ’ αυτόν το ξεχασμένο εγωισμό, «τι ρόλο παίζω;» και «Γαμώ τις ηλίθιες ευαισθησίες μου, που επιμένουν να με δείχνουν δυνατό», αυτός εκεί στην κόντρα «αν μ’ αγαπάς και είναι όνειρο ποτέ να μη ξυπνήσω, γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω…»
Αδιαχείριστες καταστάσεις ψυχής οι αποψινές.
Έχει δρόμο μέχρι το μεγάλο θυμό και ο χρόνος ο απαραίτητος, που ξέρεις, μπορεί να μας ξεφουσκώσει τα λάστιχα και να βρεθούμε κάπου στο πουθενά, με ένα γαμημένο παράπονο. Ανελέητο. Και αυτό να μείνει όπως τόσα, που έγιναν λήθη.
Ύστερα να μετράω ζωές που έζησα, μέσα από τις ζωές των άλλων.
Τίποτα δεν νοιώθω δικό μου απόψε.
“Μια ζωή, πόσα παράπονα αντέχει; Πόση ανάσα μπορεί να δαπανήσει; Πόσο αλκοόλ να πιει και τι τσιγάρα να καπνίσει; Όλες οι απαντήσεις μου, στιγμές ήταν, που ο χρόνος δεν κατάφερε να τις ορίσει.” Απέραντες στιγμές. Διαρκείας. Απόψε μοιάζουν να χορεύουν ένα ταγκό σαν εκείνο στο Παρίσι… «Η αλήθεια απεχθάνεται την καθυστέρηση» και η δική μου αλήθεια..., αλήθεια ήρθε πολύ καθυστερημένη.
Είπαμε: ο χρόνος μάς κάνει σοφότερους, πιο κυνικούς, και πιο ευάλωτους.

Πάνω απ’ όλα θα έβαζα το χρόνο

Ήθελα να γράψω ένα κείμενο, για τον ωφέλιμο χρόνο, αυτόν που κρατάει ζωντανή τη ψυχή μας, το χρόνο της σχόλης. Αυτόν το χρόνο που αναζητάμε και αυτόν που χαρίζουμε σε όσους αγαπάμε.
Δεν έχω χρόνο σήμερα, ο πυκνός χρόνος της καθημερινότητας δεν μου παρέχει κανένα κενό, ίσως αύριο, ίσως μεθαύριο, να βρεθεί μια ευκαιρία για να χωρέσει ο πολύτιμος άδειος χρόνος.
Δυστυχώς ο ψυχωφέλιμος χρόνος, στριμώχνεται σε μεσοδιαστήματα στην σύντομη ζωή μας. “Ο πολύς χρόνος ρουφιέται από την ανάγκη, τη ρουτίνα, τον μόχθο, την υποταγή”.



Σήμερα ένα παλαιότερο απόσπασμα με την βοήθεια του Κούντερα, θα πάρει τη θέση της εισαγωγής και όταν βρεθεί ο χρόνος θα συνεχίσουμε...
Στη ζωή μας την άκρως βιαστική, το έχουμε νιώσει, όταν αδειάζουμε, στη χάση και στη φέξη, λίγο να σκεφτούμε.
Ούτε ένα δευτερόλεπτο κενό. Πρόγραμμα ακόμα και στο ύπνο. Το διαπιστώνουμε αυτό στα όνειρα μας, τινάζοντας ξαφνιασμένα το κεφάλι μας.
«Στα υπαρξιακά μαθηματικά - επιμένει ο κύριος Κούντερα - η εμπειρία της ζωής λαμβάνει τη μορφή δύο στοιχειωδών εξισώσεων: ο βαθμός της βραδύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της μνήμης. Ο βαθμός της ταχύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της λήθης»
«Γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας;» «Που είναι οι παλιοί αργόσχολοι;» Μας ρωτάει ο συγγραφέας «Που είναι αυτοί οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτοί οι πλάνητες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στην ύπαιθρο; Άραγε χάθηκαν μαζί με τους χωματόδρομους, μαζί με τα ξέφωτα, μαζί με τη φύση;
Ο χρόνος τελικά είναι αυτός που μας λείπει περισσότερο και χτίζει ένα κόσμο που χάνει την μνήμη του. Η ζωή αποκτά την ταχύτητα του φωτός, γίνεται δηλαδή ένα τίποτα.

Να βγούμε στο φως

Να φύγουμε από το σκοτάδι, να εκμεταλλευτούμε αυτόν το γρήγορο χρόνο του καλοκαιριού που έχουμε μπροστά μας, να μαλακώσει η ψυχή μας, να ανακουφίσουμε τα νεύρα μας. Να βγούμε στο φως.

Θα μπορούσα να γράφω, όταν η διάθεση θα ήθελε, όμως θα έχανα την πολύτιμη καθημερινή άσκηση πειθαρχίας. Μέσα σ’ αυτή τη ρευστότητα του ημερήσιου χρόνου, αποτελεί μια απαραίτητη σταθερά. Ασκούμε σε μια προσπάθεια να μετριάσω τους φόβους μου. Να κερδίσω το χρόνο της αναμονής, αυτό το χρόνο που είναι εκτός γεγονότων, πέρα από την πραγματικότητα...
«Εσύ που είσαι μέσα στα πράγματα τι λες γι’ αυτό…» με ρώτησε μία φίλη μου χθες «Δεν είμαι μέσα στα πράγματα» της είπα και ξαφνικά συνειδητοποίησα, πόσο πιο εύκολες είναι οι απαντήσεις, όταν είσαι έξω και ανασαίνεις καθαρό αέρα. Και οι λέξεις βγαίνουν χωρίς παρεμβολές, γυμνές και καθαρές, χωρίς στολίδια και βαψίματα. Που θα πάει αυτή η κατάσταση; Μέχρι τέλους, θα μπορούσε να είναι η απάντηση. Η επόμενη ερώτηση είναι για το τέλος. Ποιο θα είναι το τέλος και πότε; Εδώ δεν έχει απάντηση.
Μέσα σ’ αυτή την σύγχυση, γινόμαστε όλοι μαθητευόμενοι μάγοι.
Μέχρι πότε; Μέχρι τέλους. Ο χρόνος είναι αυτός που πρέπει να μας απασχολεί και η ευχή φαντάζομαι σε τέτοιες καταστάσεις είναι: «το τέλος να έρθει όσο πιο γρήγορα». Και επειδή οι ευχές δεν είναι με το μέρος μας, καλό είναι να το προκαλέσουμε.
Σήμερα ζούμε σε συνθήκες ερειπίων. Χάνουμε χρόνο και μαζί δυνάμεις για να μπορέσουμε να ξαναχτίσουμε. Να βάλουμε καινούργια θεμέλια. Να ξεκινήσουμε από χαμηλά και σιγά σιγά να ξαναβρούμε τα πατήματα μας.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι και να κάνουμε σ’ αυτό το σαθρό περιβάλλον είναι μάταιος κόπος.
Στο καλοκαίρι, να τρέξουμε για δυνάμεις... που θα μας χρειαστούν.
«Και πόσο ανάγκη την έχουμε την καλοσύνη που σταλάζει στις φλέβες το θέρος…» έγραφε ο Νίκος Ξυδάκης στην «Καθημερινή». Πρώτα απ’ όλα μήπως και αποσυμπιεστεί η οργή, το μίσος που χύνεται από κάθε πλευρά και έχει θολώσει κρίση, νου και βλέμμα. Είναι καλοκαίρι. Να φύγουμε απ' το σκοτάδι. Να βγούμε στο φως.

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...