Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Η πόλη έγινε ντροπή μας...


Είναι κάποιοι αναγκαίοι, συμβιβασμοί που εκμεταλλεύονται το θολό τοπίο που κυριαρχεί μέσα μας, και γίνονται επιλογή μας. Με τα ίδια στενά παπούτσια, θα συνεχίσουμε τη διαδρομή, μέχρι να ξεκαθαρίσει, ότι η τελική ετυμηγορία, δεν θα μετατραπεί σε βραχνά. “Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;” Ρωτάμε και απάντηση δεν έχουμε. Στην ίδια οικεία διαδρομή, με τα στενά παπούτσια να μας πρήζουν τα πόδια. Μέχρι η κατάφαση να μας χαρίσει ελευθερία, θα πορευόμαστε εξαντλώντας κάθε όριο της υπομονής μας και της ανοχής, πρωτίστως στον εαυτό μας.

Τι έφταιξε; Δικό μας είναι το φταίξιμο. Αυτό ίσως αποτελέσει μια καλή αρχή στην προσπάθεια, να απαλλαγούμε επιτέλους από τη ψυχική μιζέρια, που αθωώνει το κάθε «εγώ» και το αναγορεύει σε εισαγγελέα διαρκούς στρατοδικείου. Γιατί, τι άλλο από δίκες παρωδίες παρακολουθούμε όλα αυτά τα χρόνια; Τι άλλο από διαρκή στρατοδικεία, στα κόμματα, στην αυτοδιοίκηση, στις παρέες, με συνοπτικές διαδικασίες, καταδίκες, των μεν για τους δε και ανάποδα.
Να πάρουμε τις ευθύνες μας, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί. Μήπως και αναστήσουμε, αυτόν τον τόπο που μας γέννησε και μας ανέχεται ακόμα.
Όσο και να προσπαθούμε να απομακρυνθούμε νοερά από τον μικρόκοσμο μας, η δίνη της καθημερινότητας, μας ρίχνει στην βαθιά λακκούβα της βάσης μας. Όσο και να κλείνουμε τα μάτια, για να ταξιδέψουμε στο παραμύθι, ο τόπος μας επαναφέρει.
«Η πόλη έγινε ντροπή μας» φωνάζει μια αγανακτισμένη
Κερκυραία.
Είναι ντροπή
αυτή η ασυδοσία, η βαριά δυσλειτουργία, η τόση νοσηρότητα, είναι ντροπή για όλους. Αυτό το χάλι είναι εικόνα του πολιτισμού μας; Ας γίνει κάτι άλλο, πιο ριζοσπαστικό. Αλλά ας γίνει κάτι, τώρα, επειγόντως, αμέσως. Γιατί έτσι όπως ζούμε βγάζουμε τα μάτια μας. Γιατί η πόλη είναι αβίωτη, μας βαραίνει, μας λιώνει».
............
Πρώτη Ιουνίου σήμερα. Καλοκαίρι. Το θέμα δεν είναι η πολιτική. Είναι η ζωή μας. Και επειδή δεύτερη ζωή δεν έχει... καλό είναι να ξαναθυμηθούμε τις τελευταίες κουβέντες του Πωλ Μπόουλς από την ταινία «Τσάι στη Σαχάρα» «Επειδή δεν ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε, βλέπουμε τη ζωή σαν ανεξάντλητο πηγάδι. Κι όμως, όλα συμβαίνουν μόνο ορισμένες φορές κι αυτές είναι ελάχιστες. Πόσες φορές θα θυμάσαι ένα απόγευμα των παιδικών σου χρόνων, ένα απόγευμα που είναι τόσο βαθιά μέρος της ύπαρξής σου, ώστε δεν μπορείς να διανοηθείς τη ζωή σου χωρίς αυτό; Ίσως τέσσερις ή πέντε φορές. Ίσως, ούτε καν τόσες. Πόσες φορές θα δεις την πανσέληνο να ανατέλλει; Ίσως είκοσι. Κι όμως, όλα φαίνονται απεριόριστα…»
Είναι η μαγεία της γραφής που συναντάς τυχαία και αρχίζεις να πιστεύεις στα θαύματα. Είναι ο τρόπος ο κοφτός που σου δίνει οξυγόνο κάθε πέντε λέξεις. Είναι τα λόγια τα άγραφα, τα ανείπωτα που κρύφτηκαν μέσα στις τρεις μεγάλες τελείες των αποσιωπητικών.
............
Πρώτη Ιουνίου σήμερα. Κυνηγός ο χρόνος, μας παίρνει και μας φέρνει. Ιούνιος και πάλι στη γέννησή του, έτοιμος να μας γεμίσει φως. Από το σκοτάδι στο φως του Ιουνίου και του Ιονίου. Ακόμα και τις σκιές, του πολιτικού μας βίου τις εξαφανίζει, δεν αντέχει το σκοτάδι. Είναι οι μέρες που μετράμε νίκες στον προαιώνιο αγώνα του φωτός και του σκότους.
Αυτές οι μέρες είναι ο θρίαμβος, η δόξα και η δύναμη του Φωτός. Οι μεγαλύτερες μέρες του χρόνου. Με φως, πολύ φως. Παράταση ζωής, Ατελείωτη μέρα κι ατελείωτη νιώθεις τη ζωή.




Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Έκοψα το σκοινί τη στιγμή της πιο γλυκιάς εξάρτησης


Με τις λέξεις τα έβαλα χθες στην αντιπαράθεση με τη σιωπή. Γκρεμός οι σκέψεις σήμερα. Βάθος αμέτρητο και απύθμενο, η διαδρομή τους. Με πάνε εκεί απέναντι από την κλειστή την πόρτα. Και πουθενά κλειδιά.
Πριν πολλά χρόνια είχα γράψει, για την «πανικόβλητη, ηρεμία του σχοινοβάτη». Σ’ αυτές τις δύσκολες μέρες έχει αξία να το επαναφέρουμε… γιατί αν δεν κόψεις, το σπάγκο…, δεν γλυτώνεις τελικά απ’ όλα αυτά που σε βασανίζουν.
Εκείνη την ελευθερία που αναζητούσα, ακόμα δεν κατάφερα να τη συναντήσω. Κάνω βουτιά στα μαρξιστικά μου ιδεώδη, μήπως και βρω μια εξήγηση. Οι πράξεις των πρώην συντρόφων μου, με απογοήτευσαν. Επιμένω στη θεωρία, ας είναι μακριά από την πράξη, ίσως μου δώσει μια εξήγηση μια αμυδρά ελπίδα ότι μπορεί με άλλες εφαρμογές κάτι να γίνει. Είχα αρχίσει να βρίσκω επιχειρήματα (επιχειρήματα, ο λόγος το λέει), κάποιες δικαιολογίες, που θα έφερναν προσωρινή ανακωχή στην μάχη με τον εαυτό μου. Τότε επενέβη, ο «Ζορμπάς» και με τραχιά φωνή με επανέφερε στη τάξη.. « Όχι δεν είσαι λεύθερος. Το σκοινί , που είσαι δεμένος είναι πιο μακρύ από τους άλλους ανθρώπους, αυτό είναι όλο. Του λόγου σου αφεντικό έχεις μακρύ σπάγκο, πας κι έρχεσαι, θαρρείς πως είσαι λεύθερος, μα το σπάγκο δεν τον κόβεις. Κι άμα δεν κόψεις τον σπάγκο…»
Στο όνομα του παρόντος όλα σβήνονται και στο όνομα του μέλλοντος θ' αλλάξουν όλα. Εγώ όμως εκεί δεμένος, άμα δεν κόψεις τον σπάγκο… έντρομος κοίταξα πίσω, για να δω την άκρη του σχοινιού, μονάχα αγώνες και αγωνίες αντάμωσα: μοναξιά, φόβους και πανικό. Ορκιζόμουν στην ηρεμία μου και σε εκείνη την τρελή παράλογη γαλήνη, που με αντάμωνε στην ώρα του πιο τρελού πανικού, ότι είχα νικήσει. Νόμιζα, χωρίς καθόλου να υποπτεύομαι πως ίσως και να μην είναι η γαλήνη του πραγματικά ελεύθερου, αλλά η αυτοσυγκεντρωμένη πανικόβλητη ηρεμία του σχοινοβάτη. Σε τεντωμένο σχοινί διαρκώς.
Υπάρχει τελικά άνθρωπος ελεύθερος; Ο «Ζορμπάς», μου έδειξε το δρόμο,
«άρχισα να αλαφρώνω αφεντικό, γίνομαι άνθρωπος , γλύτωσα από την πατρίδα, γλύτωσα από τους παπάδες, γλύτωσα από τα λεφτά…»

Υπάρχουν κάποιες άπλες αλήθειες, που μπορεί να σου κόψουν το σχοινί χωρίς να χρειαστεί να βουτήξεις μέσα σε ιδεολογικά πονήματα κρατώντας σημειώσεις.
Έκοψα το σκοινί τη στιγμή της πιο γλυκιάς εξάρτησης, είναι μερικές φορές, που η μανία της αυτοκαταστροφής, μου υπαγορεύει βιαστικές κινήσεις. Μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο, εκβιάζω καταστάσεις για να συναντήσω μια ώρα αρχύτερα την ελευθέρια που βρίσκεται στο τέρμα. Τώρα από απόσταση, η γεύση μου τέθηκε σε λειτουργιά. Είναι η ελευθερία που με αφήνει να γεύομαι ό, τι εγώ θέλω. Νοιώθω μέσα απ’ αυτό το κοκτέιλ συναισθημάτων, ν’ αφαιρώ εγωισμό, να μη με ακολουθούν δικαιολογίες σε κάθε απόπειρα καταλογισμού ευθυνών προς τον εαυτό μου. Να γίνομαι πιο ελεύθερος και ο αέρας της εισπνοής να φτάνει μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο.





Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Το καλοκαίρι θα μας σώσει από τους μαυρισμένους εαυτούς μας


Οι παρακάτω σκέψεις δεν αποτελούν μια καινοτομία, σαν άσκηση να την εκλάβετε σε μια προσπάθεια να μετριάσω τους φόβου μου. Να κερδίσω το χρόνο της αναμονής, αυτό το χρόνο που είναι εκτός γεγονότων, πέρα από την πραγματικότητα.
«Και αυτή η κοινωνία δεν αντιδρά…». Φράση κλισέ κολλημένη στα χείλη, της πλειοψηφίας των μελών αυτού του Λαού. Η κοινωνία είναι οι άλλοι, όλος ο κόσμος εκτός από εμάς. Εντελώς ασυνείδητα, κάνουμε ένα βήμα πίσω, εξαιρώντας τον εαυτό μας από το σύνολο. Το αποτέλεσμα, ένα σύνολο χωρίς μονάδες μια κοινωνία χωρίς ανθρώπους. Ένα μηδέν. Πως ν’ αντιδράσει;
Λες και δεν μας αφορά. Λες και θα χάσουν οι άλλοι. Δεν ξέρω τι περιμένουμε, γιατί κρυβόμαστε από την πραγματικότητα, σε ποιον εναποθέτουμε την ευθύνη. Δεν γίνονται αυτά. Η κρυμμένη αξία των πραγμάτων δεν αποκαλύπτεται από το Άγιο Πνεύμα. Αν δεν βάλουμε τον εαυτό μας στην περιπέτεια να δούμε κάτω και πίσω από αυτά που συμβαίνουν απλώς θα μετράμε ήττες.

Σε δεύτερη σκέψη, οι περισσότεροι δείχνουν διάθεση για συμμετοχή, και τότε έρχεται η άλλη φράση για να αποκαταστήσει τα πράγματα. «εγώ μόνος μου τι να κάνω …» Και τι να κάνει πράγματι ο καθένας, μόνος του, όταν τη στιγμή που νοιώθει την ανάγκη να αντιδράσει, έχει ξεχάσει ότι είναι μέλος αυτής της κοινωνίας; Τι κάνουν όλοι μαζί μόνοι τους; Τίποτα δε κάνουν και τίποτα δεν μπορούν να κάνουν, άλλα και τίποτα διαφορετικό δεν μπορούν να σκεφτούν, αν δεν βρεθεί μια παρέα να τους τραβήξει απ’ το χέρι.
Φυσικά και δεν φταίει η κοινωνία, που δεν αντιδρά, αλλά και ούτε ο και καθένας χωριστά που ’χει, μείνει με την απορία.
Οι “πρωτοπορίες” είναι εκείνες που την πρόδωσαν. Αυτό το άθλιο πολιτικό προσωπικό που εμπορεύτηκε ελπίδες, καλλιέργησε τη συναλλαγή, έσπειρε τη διαφθορά, πώς να εμπνεύσει πίστη και κουράγιο στον δοκιμαζόμενο Λαό.
Η τρίτη σκέψη αντίδοτο στην απογοήτευση. Καλοκαίρι. Αυτές τις μέρες ψηλώνω και τις νύχτες ακόμα περισσότερο.
Πώς να κρατηθείς αν δεν επαναφέρεις τα παιδικά σου «Θέλω» και δεν βάλεις πλώρη για τα ανεκπλήρωτα; «Το καλοκαίρι θα μας σώσει» ενθυμούμενοι άλλα καλοκαίρια, υποστηρίζει ο Νίκος Ξυδάκης. Το καλοκαίρι υπόσχεται να μας σώσει από τους μαυρισμένους εαυτούς μας, να μας φωτίσει, να μας κάψει λυτρωτικά με το φως του, να μας αγκαλιάσει στα νερά του, να μας βυθίσει στα παιδικάτα και να μας απιθώσει παρηγορητικά στη μακρά διάρκεια, σμίγοντάς μας με τη φύση σαν ύπαρξη και όχι σαν θέαμα, να μας συμφιλιώσει με τον τόπο, την ιστορία και τον κληρονόμο εαυτό μας, να μας πάρει το στεναγμό και το φόβο.
Πώς να κρατηθείς χωρίς τα περασμένα καλοκαίρια, πώς να το ζήσεις το φετινό χωρίς τη μνήμη. Αυτές οι μνήμες μας κρατάνε και όλα αυτά τα ιδεατά που πιστέψαμε, μην τα ξεχνάμε τώρα.








Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Για να είσαι ζωντανός δε φτάνει μόνο ν’ ανασαίνεις


Η ζέστη και η υγρασία επιβαρύνουν την αναζήτηση. Αιτιολογίες για το κενό, δικαιολογίες για το τίποτα. Κουράστηκα. Χωρίς να το επιδιώκω, συμβάλλω και εγώ πολλές φορές, στη μιζέρια που μας χαρακτηρίζει και εκφράζεται με αυτήν την απίστευτη γρίνια της καθημερινότητάς μας. Βεβαίως και το ψάρι βρομάει από το κεφάλι. Και είναι τόσο μεγάλο το ψάρι που φτάνει μέχρι τη χώρα που ανακάλυψε ο Κολόμπο, δεν ξέρω αν πρέπει να τον ευγνωμονούμε γι’ αυτό, όμως και εμείς εδώ στην ουρά τι κάνουμε; Περιμένουμε και μουρμουρίζουμε σαν αριστεροί ψαλτές που κρατούν το «ίσο». Γκρινιάζουμε με όλα, ακόμα και με αυτά, που η δική μας συμμετοχή είναι καθοριστική.

Δεν έχω καμία αμφιβολία, όσο η αποχή, η ανοχή, η απάθεια, η αδιαφορία θα συνεχίζονται, τόσο θα μεγαλώνει η απόσταση, με την εξουσία να εξουσιάζει και όχι να υπηρετεί και το λαό να σχολιάζει.
Δυστυχώς δημιουργούμε νέα δεδομένα και το χειρότερο μια νοοτροπία αγοράς που περνά σιγά σιγά και στις νέες γενιές.
Ζούμε μια περίοδο σκιάς, ανίκανοι να σκεφτούμε το κακό που μας συμβαίνει και το μεγαλύτερο που ακολουθεί.
Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ο λαός έχει διαχωρίσει εδώ και καιρό τη θέση του και μπορεί να αποκαλείτε κυρίαρχος, αυτό όμως δεν προκύπτει από καμία διαδικασία. Η εξουσία, νομιμοποιημένη από κανόνες που έχει αυτή ορίσει, κινείτε σε αντίθετη κατεύθυνση υπερασπιζόμενη τα δικά της ζωτικά συμφέροντα.
Ζούμε μια περίοδο σκιάς και θα συνεχίσουμε. Θα συνεχίσουμε να ζούμε στο σκοτάδι όσο ο λαός αρκείτε στο σχολιασμό και δεν συμμετέχει στις διαδικασίες.
«Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του, να αποφύγει τις
εχέφρονες συμβουλές.
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής». Πάμπλο Νερούδα



Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...