Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Θάλασσες! Ποτέ ενυδρεία

Κάθε αλλαγή του χρόνου γράφεται με παρουσίες και απουσίες, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες θέσεις στο τραπέζι, λείπει ο Λάκης, από το κεφάλι.

Στο τέλος της χρονιάς, απολογούμαι. Κοιτάζω πίσω να ελέγξω την κίνηση, κοιτάζω μπρος σε αυτά που έρχονται. Ξανακοιτάζω πίσω, φίλοι που δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι.
Άχρονος ο χρόνος από πάντα του με πολεμά. Όλα αυτά τα χρόνια πίσω, προσπάθησα να κλέψω κάποιες του στιγμές. Ίσα που πρόλαβα κάποια ανεπαίσθητα αρώματα, κάποιες θαμπές αχτίδες, ένα παλιό κονιάκ και λίγο Χατζιδάκι. Α! να μην ξεχάσω και εκείνο το άγγιγμα που κουβαλάω ακόμα σφιχτά στο δεξί μου χέρι…


Δυστυχώς κουβαλάμε την ποινή λες και έχουμε υποπέσει στο προπατορικό αμάρτημα. Φορτωμένοι συμβιβασμούς, σε μια εύθραυστη ισορροπία, που να πάμε; Είναι ασφαλέστερες οι ψευδαισθήσεις απ’ αυτήν την πραγματικότητα.
Ο κόσμος αισθάνεται απογοητευμένος, ταπεινωμένος και εξαπατημένος απ’ όλες τις μεριές.
Η ακρίβεια μας τρομάζει, ο πόλεμος είναι δίπλα μας και μας απειλεί . Μέσα στη διάχυτη βουβαμάρα εγκλείεται φόβος. Φόβος για το παρόν, φόβος για το μέλλον. Μπορεί τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια να ήταν σκληρά για την ελληνική κοινωνία, κάθε μέρα όμως που ξημέρωνε ήταν καλύτερη από την προηγουμένη . Σήμερα δεν γνωρίζουμε πού μας βγάζει ο δρόμος, αισθανόμαστε ανήμποροι να προγραμματίσουμε στοιχειωδώς τη ζωή μας . Αισθανόμαστε να μας πλακώνει το παρόν. Έτσι γυρίζουμε συχνά πίσω είτε εξωραΐζοντας είτε δαιμονοποιόντας το παρελθόν. Ζούμε ένα μεσοδιάστημα, Το παλιό τελείωσε το καινούριο είναι ασχημάτιστο, δύσκολοι καιροί.
Το σημερινό μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού απέτυχε πρώτο. Το μοντέλο που θέλει την κοινωνική οργάνωση να έχει χώρο μόνο για τους “ταλαντούχους”, τους “καπάτσους”, τους “έξυπνους” και τους “καινοτόμους”, όπως γράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου, πτώχευσε πρώτο. Οι μισοί είναι φυλακή και οι υπόλοιποι σε διακανονισμό με τις τράπεζες για να σώσουν τα σπίτια τους.
Οι ανεπτυγμένες κοινωνίες πρώτα απ’ όλα μεριμνούν για τους ανυπεράσπιστους. “Καμία χλιδή δεν έχει ούτε ένα ζωντανό αιμοπετάλιο από εκείνα που βρίσκεις “τρεχούμενα” και σε αφθονία μέσα στην αγάπη δυο ανθρώπων. Η Πολιτική παρέδωσε. Η Οικονομία βασιλεύει και προσπαθεί να κρατηθεί κανιβαλίζοντας όσους “περισσεύουν”. Μέχρι να αντιστραφεί αυτό, δεν θα υπάρχουν ειδήσεις. Τουλάχιστον όχι καλές.”
Κατάλαβα Κυρία μου! Θάλασσες, ποτέ ενυδρεία.

Για να προσέχουμε που πατάμε

Στο χώμα είναι η μοίρα τους να γράφονται τα παρακάτω. Όχι για να σβήνουν με τον αέρα, για να προσέχουμε πού πατάμε.

Ευτυχώς υπάρχουν και αυτές οι καλές στιγμές της παραδοχής. Οι στιγμές της πικρής αλήθειας, που σε μια κρίση ειλικρίνειας τις ξεστομίζουμε. Αύριο θα λέω άλλα.


Ναι κάποτε προσπαθήσαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, τώρα και ενώ έχουμε παραδώσει την σκυτάλη για να προσπαθήσουν οι νεότεροι, εμείς οι παλιοί των ημερών τρέμοντας την προοπτική της αποστρατείας, βάζουμε συνεχώς εμπόδια, δίνοντας την ανάποδη μάχη.
Προσπαθούμε με κάθε μέσο να υπερασπίσουμε, τα κομμάτια του εαυτού μας που έχουμε σε υπόληψη, ώστε να μην τα βρει ευάλωτα ο χείμαρρος των αλλαγών της πραγματικότητας.
Κακή ηλικία η μεσαία, μάχεται χωρίς όνειρα χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς στόχο. Έχουμε φύγει και επιμένουμε ότι είμαστε εδώ. Δυστυχώς η ζωή που δεν τολμήσαμε βρίσκεται καταχωνιασμένη σε κείνα τα χαρτόκουτα «Νουνού», βαθιά πίσω στο πατάρι. Εκεί θα μείνει. Θα την βρουν όταν θα πάμε στο ουράνιο ταξίδι και θα δουν πόσο λάμπει το μυστικό, ευτυχώς δεν θα είμαστε εκεί να χρεωθούμε την δειλία μας.
Τι πάει να πει παράπονο, μόνο με τον εαυτό μας κολλάει αυτή η λέξη, παράπονο που δεν αφήσαμε την αύρα να μας διαπεράσει και έμεινε η υγρασία να μας οδηγήσει στην μιζέρια.
Η ευτυχία δεν θα μας βρει ξαπλωμένους κάτω από ένα ίσκιο. Η ευτυχία θα μας βρει σε μια στροφή της ανηφόρας.
Κακή ηλικία η μεσαία, είναι και δεν είναι. Ένα πόδι μέσα ένα έξω, «αλλάξτε τον κόσμο, αλλά περιμένετε λίγο», «κάντε ότι νομίζετε αλλά δεν είναι σωστό έτσι», «εμείς δεν ανακατευόμαστε, αλλά προσέχετε μην το κάνετε έτσι».
Με μισόλογα κρύβουμε την ανασφάλεια μας και υπερασπιζόμαστε την ύπαρξη μας.
Η μάχη που δίνουμε δεν είναι πλέον για να αλλάξουμε τον κόσμο αλλά για να μην μας αλλάξει ο κόσμος. Την ύπαρξη μας υπερασπίζουμε
Ανακεφαλαιώνω κάθε τόσο γιατί η απάθεια είναι κολλητική. Τα ξαναγράφω για να τα διαβάζω, φωναχτά, για να πετάγομαι εκείνη την κατάλληλη στιγμή που θέλει να με πάρει ο ύπνος.
Με προσδιορισμένο ημερολογιακά το χρόνο, μας απομένει να προσδιορίσουμε τον τόπο, αυτήν την πόλη την απροσδιόριστη και για να μην την αδικήσω θα προτιμούσα καλύτερη να ήταν άδεια. Θα μου πείτε τώρα, αν δεν υπήρχε κόσμος πώς θα υπήρχε πόλη; Αυτό είναι άλλη ιστορία.

Μελαγχόλησα



Τα παρακάτω από ένα ακάλεστο παράπονο. Μόνο του ήρθε για να ζητήσει τα δίκια του. Για να δικαιολογήσει την ύπαρξη μου. Όχι, δεν μπήκε στον κόπο των λογαριασμών, αγνόησε το πάρε δώσε της συναλλαγής των συναισθημάτων, άλλωστε κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Ήρθε για να ενισχύσει την αμυντική λειτουργία, δίνοντας έμφαση στο κόμπο που πνίγει το λαιμό και σε κείνο το απροσδιόριστο βάρος στο στήθος. Και ξέρετε σ’ αυτές τις λεπτές ισορροπίες των συναισθημάτων, αρκούν δυο μάτια, τέσσερις λέξεις και μια σιωπή.


Δύσκολες μέρες, χωρίς χρονικό ορίζοντα λήξης. Μόνες σταθερές η πρόσθεση και η αφαίρεση. Αφαίρεση ελαφρύνσεων και πρόσθεση βαρών. Εν τέλει μια διαρκής αφαίρεση ζωής. Για όσους ακόμα, το παλεύουν, με ένα «α» στερητικό σε πρώτη χρήση, κάτι θα μείνει. Τι; το πιο πολύτιμο κομμάτι της ψυχής, που η αφαίρεση δεν το αγγίζει. Λίγη ψυχή, γιατί η υπόλοιπη κάλυψε μέρος των υποχρεώσεων.
Φεύγει το φθινόπωρο και τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο. Γράφτηκε πριν 15 χρόνια, θυμάμαι και τότε όπως και τώρα μελαγχόλησα. Φθινόπωρο Κυριακή και σε λίγες μέρες μπαίνουμε σε ένα αβέβαιο χειμώνα.
Κυριακή απόγευμα. Ο ουρανός είναι βαθύγκριζος και σε μεριές – μεριές έχει κόκκινες θαμπάδες. Ο χρόνος σε μια απεριόριστη διαδρομή γεμάτος αγωνία. Δεν είχα τύψεις, γυρνούσα πίσω αναζητώντας σταθερές. Μ’ αυτά και μ’ αυτά άντεχα. Όταν δεν φαίνεται διέξοδος, ο πόνος φώτιζε σαν βεγγαλικό.
Γράφω για να ξορκίσω το κακό. Ο υπαρξιακός προβληματισμός σε συνέχεια. Βάλθηκα μέσα από μια στήλη να στοιχειώσω την εικόνα μου. Γράφω την πάσα αλήθεια σαν ψέμα. Κανείς δεν πιστεύει.
Πολύ θα ήθελα να είχα την απαραίτητη ανθεκτικότητα και να ξανάρχιζα. Έχω μπει σε ένα ρόλο και χρησιμοποιώ όλη μου την ενέργεια για να σκοτώσω τον καιρό μου. Υπαινίσσομαι την απογοήτευση μου, μέσα σε κοινές φράσεις, «δεν γίνεται τίποτα» η «τώρα είναι αργά». Μια αόριστη επιπόλαιη δυσαρέσκεια, που μου κρατά συντροφιά στις επιτόπιες διαδρομές μου.
Κάτι τέτοιες ώρες καταλαβαίνω γιατί ορισμένοι άνθρωποι προτιμούν την τρέλα, είναι ο μόνος τρόπος να κρατήσεις τη εικόνα σου, το μαγικό κουτί να ξαναβρείς τον χαμένο σου καιρό.
Δεν ξέρω, δεν ξέρω πράγματι τι να σκεφτώ και τι να πω με όλα αυτά. Δεν γυρίζω τη πλάτη στη ζωή, αλλά να, αυτές οι βόλτες τις κρύες φθινοπωρινές νύχτες, είναι αυτό που μπορώ να αφήσω. Αυτό είναι όλο και όλο. «Επιτόπιες διαδρομές μέσα στη νύχτα, σκοτεινές τρύπες παρανοϊκές και ματωμένες, άσκοπες βόλτες, παρέα με τα παράλογα όνειρα μας. Εκ των υστέρων μετράμε τα κέρδη και τις φθορές, από τα συντρίμμια αναζητάμε τον χαμένο χρόνο, αυτά είναι τα πιο σημαντικά που έχω να εκθέσω, όλα τα άλλα χάρτινες πανοπλίας, καρναβαλίστικες φορεσιές». 

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...