«Η ζωή μου είναι μια διαρκής παρουσία σε ένα ανοιχτό
παράθυρο», έγραφα την περασμένη εβδομάδα.
Απ΄ αυτή τη θέση ζω την αλήθεια που με απελευθερώνει.
Την ελευθέρια που σας έλεγα, τη συνάντησα.
Έχουν
παραλήπτη τα γραπτά; Έχουν ανθρώπους που
μας προσέχουν, οι άλλοι, οι άγνωστοι αναγνώστες, όταν θα αποκτήσουν
ονοματεπώνυμο στα μάτια των αποστολέων, τότε και μόνο τότε θα γίνουνε
συνένοχοι…
Έχουν παραλήπτη τα γραπτά, αυτούς που ξέρουμε που θα τα διαβάσουν, αυτούς που ξέρουμε και ελπίζουμε πως κάποια στιγμή θα τα διαβάσουν και αυτούς, που δεν ξέρουμε και ελπίζουμε κάποια στιγμή να γνωρίσουμε.
Έχουν παραλήπτη τα γραπτά, αυτούς που ξέρουμε που θα τα διαβάσουν, αυτούς που ξέρουμε και ελπίζουμε πως κάποια στιγμή θα τα διαβάσουν και αυτούς, που δεν ξέρουμε και ελπίζουμε κάποια στιγμή να γνωρίσουμε.
Έτσι συναντιούνται
οι άνθρωποι, μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο,
μέσα από ένα κείμενο που μας άγγιξε και μας έκανε συνένοχους, όπως το παρακάτω:
«Εκεί.
Επιμένει. Ακόμη και σε γκρίζους διαδρόμους, πάνω από πατώματα με παλιό μωσαϊκό,
περιτριγυρισμένο από τοίχους με μούχλα, το παράθυρο επιμένει να στέκει ανοιχτό.
Ευτυχώς. Η ζωή που ζούμε και η ζωή που θέλουμε. Η ζωή μέσα απ' το παράθυρο και
η ζωή έξω απ' αυτό.
Μίζεροι όσοι δεν τ' άνοιξαν τα παράθυρα της
ζωής τους, όσοι δεν έστειλαν το βλέμμα μακριά. Το εφήμερο έτσι κι αλλιώς το
ξέρουμε, μοναδικοί απ' όλα τα ζώα του κόσμου, έχουμε επίγνωση του τέλους.
Αν δεν ονειρευτούμε, αν δεν στείλουμε το βλέμμα μακριά, έξω απ’ τους τοίχους
και τα όρια, τι;
Ξέρεις πού είδα το μεγαλύτερο παράθυρο του
κόσμου; Εξήντα μέτρα κάτω απ’ την επιφάνεια της γης, στα ανθρακωρυχεία της
Βόρειας Αγγλίας. Τεράστιο. Πώς αλλιώς θα συνέχιζαν να εργάζονται χωρίς αυτό το
νοητό παράθυρο, οι εργάτες εκείνοι;
Ξυπνούσαν πριν το ξημέρωμα, ίδρωναν μέσα στη
σκαμμένη γη μέχρι το βράδυ και τον ήλιο δεν τον αντίκριζαν ποτέ. Δούλευαν από 7
χρονών, κοιμόντουσαν σε κουκέτες, έξι, οχτώ άτομα μαζί και στα τριάντα πέντε
πέθαιναν. Γιατί συνέχιζαν να ζουν; Είδα τα μεταλλικά τους πιάτα και κάτι στραβά
λάτινα κουταλοπήρουνα με τα οποία έτρωγαν. Τις καφέ- γκρι σκληρές κουβέρτες
τους, τα βαριά τους πανοφώρια. Όλα φθαρμένα, αντικείμενα ανθρώπων που απλά επιβίωναν.
Γιατί συνέχιζαν να ζουν αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί υπήρχε το μεγάλο ανοιχτό
παράθυρο έξω απ’ το οποίο ταξίδευαν ακόμη και κατά τη διάρκεια της δωδεκάωρης
καθημερινής εργασίας τους στα έγκατα της γης.
Γιατί από εκείνο το παράθυρο έβλεπαν τη
γυναίκα, ένα θηλυκό μωρό που δεν θα κατέληγε στο ανθρακωρυχείο, όπως οι γιοι
τους, τα ζεστά της στήθη, ένα ζεστό κοτόπουλο, ή μια Κυριακή με ήλιο. Για
φαντάσου, μια Κυριακή με ήλιο, πού, στην Αγγλία! Και ήρθε εκείνη η Κυριακή με
τις κοινωνικές επαναστάσεις και τα εργατικά κινήματα.
Γι’ αυτό σου λέω, κοίτα έξω απ’ το παράθυρο,
μακριά. Δεν είσαι μόνος σου. Υπάρχουν κι άλλοι, κοντά και μακριά, σαν εσένα.
Κοίτα πίσω πόσοι πείνασαν, πόσοι βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν, κρύωσαν. Κοιτούσαν
όμως μακριά. Έτσι κρατήθηκαν. Η ανθρωπότητα πέρασε μεσαίωνα. Κι ύστερα έφτασε
στο φεγγάρι. Με εκείνες τις ματιές έξω απ’ τα μεγάλα παράθυρα το κατάφερε.
Μόνον έτσι.
Οι ματιές είναι καλύτερες όταν χωράνε πολλούς.
Τι να το κάνεις τ’ όνειρο για έναν; Τουλάχιστον δύο απαιτεί το ταξίδι. Στις
μεγάλες μάχες, στους πολέμους, στις κρίσεις σαν σήμερα, απαιτεί πολλούς.
Πολλούς ανθρώπους, αληθινούς που σηκώνουν ξένα κι άδικα βάρη. Νά ‘ναι τ’ όνειρο
σου το να προσπαθήσεις γι’ αυτούς μαζί και για σένα και να βλέπεις τις ζωές σας
αλλιώς με το φως που θα σε λούζει απ’ το μεγάλο σου παράθυρο. Γι’ αυτό σου λέω,
κοίτα έξω μακριά, θα δεις να σε περιμένει το όνειρο με χέρια ανοιχτά και θα
βρεις χώρο να τρυπώσεις.