Το
ξέρω, με τα προβλήματα θα ζήσουμε, με
τα προβλήματα,
που όσο και να προσπαθήσουμε θα αποτελούν
μέρος της καθημερινότητάς
μας. Το εκνευριστικό είναι προβλήματα,
που θα έπρεπε να έχουν λυθεί πριν 50
χρόνια, τα βρίσκουμε συνεχώς μπροστά
μας. Ρωτάω:
από την προηγούμενη καταστροφή, έγινε
έως την τωρινή κάποια άσκηση αποτροπής;
Καταστρώθηκε κάποιο σχέδιο ετοιμότητας;
Τελικά είμαστε εδώ για να επαναλαμβάνουμε
αυτά που έχουμε ξαναζήσει και αυτά που
θα ξαναζήσουμε. Το
χειρότερο: εμείς που δεν είμαστε των
θετικών επιστημών είμαστε αναγκασμένοι,
να βγάλουμε ρίζες σ΄ αυτόν τον τόπο.
Είμαστε
αναγκασμένοι
, να
μείνουμε εδώ παίζοντας με τις λέξεις
τις ελληνικές, μήπως και καταφέρουμε
σε κάποιο σωτήριον έτος του μέλλοντος,
να απαλλαγούμε από εκείνες τις “λακκούβες”
που λέγαμε και γράφαμε εδώ και κάποιες
δεκαετίες.
Θα
μου πείτε αν ήσουν Γιατρός, Μηχανικός,
Αρχιτέκτονας, Κομπιουτεράς ή
ότι άλλο
που η γλώσσα που
χρησιμοποιείται
είναι διεθνής, θα
έφευγες;
Χωρίς δεύτερη συζήτηση. Όπως γράφει σε
παλαιότερο κείμενο ο Οδυσσέας Ιωάννου,
τα μνημόνια μας χάραξαν άλλη μια
διαχωριστική
“Εκείνοι
που θεωρητικώς θα μπορούσαν κι εκείνοι
που μακριά από την Ελλάδα μοιάζουμε
κινητό χωρίς φορτιστή, με δέκα ώρες
ζωής. “Εγκλωβισμένοι”, να γράφουμε τα
λόγια μας στα ελληνικά, τα τραγουδάκια
μας στα ελληνικά, τα βιβλιαράκια μας
στα ελληνικά, και τις εκπομπές στα
ελληνικά, παίζοντας τραγούδια στα
ελληνικά. Θα μου πεις, τα μισά από αυτά
δεν θα μπορούσες να τα κάνεις και απέξω
και να τα στέλνεις στην Ελλάδα; Εσύ τώρα
μου μιλάς για εξορία κι εγώ για ζωή.
Σκοπός είναι να χτίσεις ζωή όπου πας.
Να μπερδευτείς με τους ανθρώπους, με
τους ρυθμούς τους, το τρέξιμό τους, να
συνεργαστείς μαζί τους, να φτιάξετε από
κοινού πραγματάκια, να αγχωθείτε μαζί,
να χαρείτε το καλό μαζί”.
Εμείς
λοιπόν δεν μπορούμε. Και δεν προλαβαίνουμε.
Το
ψωμί μας βγαίνει αποκλειστικά από τη
γλώσσα μας και
δω θα μείνουμε να ψάχνουμε τις λέξεις,
μήπως και βρούμε κάποιες που θα κάνουνε
την παραμονή μας πιο εύκολη. Από
τη μία χαίρομαι που έχουμε ένα τόσο
ισχυρό άλλοθι, από την άλλη δεν κρύβω
ότι με σκοτεινιάζει οποιοσδήποτε
μονόδρομος, οποιαδήποτε έλλειψη επιλογής.
Άρα,
όσο οι κίνδυνοι είναι ακόμη διαχειρίσιμοι,
όσο βρίσκονται πέντε άνθρωποι να γίνονται
συνομιλητές σου σε ό,τι σκαρώνεις, και
εκείνοι που αγαπάς τελεσίδικα πια,
βρίσκονται εδώ γύρω, εδώ γύρω θα είσαι
κι εσύ...”