Μόλις τελείωσα την 26η επιστολή, προς το θείο Έκτορα, από τη “Σφαγή των εντόμων” του Σπύρου Σίγμα. Μεχρι και την τελευταία επιστολή, που δεν γνωρίζω την αριθμητική σειρά της, δεν θέλω να κάνω τίποτα άλλο! Το πρώτο και καλύτερο μυθιστόρημα του Σπύρου Σίγμα, είναι ένα “θεϊκό” βιβλίο, ένα αριστούργημα, ο ίδιος, ιαματικός για όσους το διαβάσουν. Είμαι στη σελίδα 73, έχω άλλες 199. Κάθε επιπλέον σελίδα ενισχύει τον ενθουσιασμό μου, που εκφράστηκε από την 1η. Αυτά με βεβαιότητα για αρχή. ………………………………………………………………………………
Τελειώνει σιγά σιγά το Καλοκαίρι, πώς γίνεται χωρίς μελαγχολία να μπούμε στο φθινόπωρο; Ίσως τελικά αυτή είναι η καλύτερη πλευρά, για απομυθοποίηση μιας εποχής, που θέλει σώνει και καλά να μας βλέπει μελαγχολικούς. Τεχνίτη μελαγχολία η απάντηση. Να φορέσουμε την φθινοπωρινή στολή και να βγάλουμε την γλώσσα έξω κοροϊδευτικά, στα γκρίζα σύννεφα, πριν προφθάσουν να μας σκεπάσουν. Στόχος είναι να πιάσω τη θέση της μελαγχολίας, βάζοντας εκεί που ετοιμάζεται να στρογγυλοκαθίσει, μια ψεύτικη που μόνο εγώ το ξέρω. «φθινόπωρο και Κυριακή» και η συνταγή δοκιμασμένη, γιατί όλα είναι φως και ταυτοχρόνως σκοτάδι, αναλόγως τη ματιά,αναλόγως τη στιγμή.
Κυριακή απόγευμα βρέχει, βρέχει συνεχώς. Νάτες πάλι οι Κυριακές μετά το μεσημέρι, ώρες - λαιμητόμοι. Νάτες πάλι οι Κυριακές ίδιες σκληρές και αδυσώπητες. «Κυριακή απόγευμα. Ο ουρανός είναι βαθύγκριζος και σε μεριές – μεριές έχει κόκκινες θαμπάδες. Ο χρόνος σε μια απεριόριστη διαδρομή γεμάτος αγωνία. Δεν είχα τύψεις, γυρνούσα πίσω αναζητώντας σταθερές. Μ’ αυτά και μ’ αυτά άντεχα.. Όταν δεν φαίνεται διέξοδος, ο πόνος φώτιζε σαν βεγγαλικό. Γράφω για να ξορκίσω το κακό. Ο υπαρξιακός προβληματισμός σε συνέχεια, βάλθηκα μέσα από μια στήλη να στοιχειώσω την εικόνα μου. Γράφω την πάσα αλήθεια σαν ψέμα. Κανείς δεν πιστεύει.
Πολύ θα ήθελα να είχα την απαραίτητη ανθεκτικότητα και να ξανάρχιζα. Έχω μπει σε ένα ρόλο και χρησιμοποιώ όλη μου την ενέργεια για να σκοτώσω τον καιρό μου. Υπαινίσσομαι την απογοήτευση μου, μέσα σε κοινές φράσεις, «δεν γίνεται τίποτα» η «τώρα είναι αργά». Μια αόριστη επιπόλαια δυσαρέσκεια, που μου κρατάει συντροφιά στις επιτόπιες διαδρομές μου.
Σε κάτι τέτοιες ώρες καταλαβαίνω γιατί ορισμένοι άνθρωποι προτιμούν την τρέλα, είναι ο μόνος τρόπος να κρατήσεις τη εικόνα σου, το μαγικό κουτί να ξαναβρείς τον χαμένο σου καιρό.
Δεν ξέρω, δεν ξέρω πράγματι τι να σκεφτώ και τι να πω με όλα αυτά. Δεν με διακατέχουν συναισθήματα αυτολύπησης. Δεν γυρίζω την πλάτη στη ζωή, αλλά να, αυτές οι βόλτες τις κρύες φθινοπωρινές νύχτες, είναι αυτό που μπορώ να αφήσω. Αυτό είναι όλο και όλο. Επιτόπιες διαδρομές μέσα στη νύχτα, σκοτεινές τρύπες παρανοϊκές και ματωμένες, άσκοπες βόλτες, παρέα με τα παράλογα όνειρα μας.
Εκ των υστέρων μετράμε τα κέρδη και τις φθορές, από τα συντρίμμια αναζητάμε τον χαμένο χρόνο και την απούσα αγαπημένη, αυτά είναι τα πιο σημαντικά που έχω να εκθέσω, όλα τα άλλα χάρτινες πανοπλίας, καρναβαλίστικες φορεσιές».
ΥΓ. “Η σφαγή των εντόμων” είναι μια σταθερά, όπως και η φωτογραφία επίσης...