Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Οι όψιμοι επικριτές

Κλείνοντας τον κύκλο μιας περιόδου που προηγήθηκε να επισημάνουμε ότι το ανάθεμα για την περίοδο της μεταπολίτευσης, μέσα στη γενικότητα, αδικεί ένα κομμάτι υγείας, που λειτούργησε πέρα από το δικομματισμό, πέρα από την απαξίωση της πολιτικής, πέρα από την λογική του πελατειακού κράτους. Και μέσα από αυτή τη στήλη, κατά καιρούς έχω στηλιτεύσει και εγώ αυτή περίοδο, όχι μόνο με αφορμή τη κρίση και το δραματικό παρόν, αλλά και τότε που ανθούσε ακόμα το χρηματιστήριο τη δεκαετία του 1990. Τότε που ο Σημίτης, έσπαγε τους δεσμούς με το παρελθόν της μίζερης Ελλάδος και έκανε άλματα στο μαγικό κόσμο των αγορών. Δεν πανηγυρίζαμε με την ανάληψη της διοργάνωσης των ολυμπιακών αγώνων, ούτε δοξάσαμε το λάιφσταιλ. Δεν είμαστε ποτέ συγκαταβατικοί απέναντι στη διαφθορά. Οι σημερινές επικρίσεις για την περίοδο της μεταπολίτευσης, δεν είναι αποτέλεσμα αντίδρασης, είναι η συνέχεια εκείνου του λόγου, που τόνιζε την παρακμή και την πολιτισμική παράλυση, όταν οι όψιμοι επικριτές διατελούσαν έν αδεία .
Κάνω την επισήμανση, γιατί αυτοί που σήμερα φωνάζουν, για τα κακά του παρελθόντος που οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή, ποτέ κατά το παρελθόν, που τους εξυπηρετούσε, δεν αντέδρασαν. Απεναντίας αντιδρούσαν στους λίγους που μιλούσαν, χαρακτηρίζοντας τους μίζερους και γραφικούς. Να που δεν είναι έτσι, όταν οι εκείνοι, λειτουργούσαν μες την καλή χαρά, εμφορούμενοι από την άνοδο του χρηματιστηρίου και τις πρόσκαιρες απολαύσεις που παρείχε η φούσκα της οικονομίας, οι άλλοι έβγαιναν τολμηρά πάνω από νοσταλγίες και καταστροφολογίες και έστελναν σήμα κινδύνου. Ε! λοιπόν αυτοί σήμερα μπορούν να κρίνουν την περίοδο της μεταπολίτευσης, γιατί παρότι δικαιωμένοι, κρατούν χαμηλούς τους τόνους και δεν ρίχνουν στην πυρά 40 χρόνια, που είχαν όπως και να το κάνουμε και καλές στιγμές.

Με όλες αυτές τις όψιμες ισοπεδωτικές φωνές, από πληγωμένους και έντρομους που για χρόνια είχαν βυθιστεί στον ύπνο του δικαίου, και όταν ξύπνησαν βρέθηκαν στο χώμα, κινδυνεύουμε άμεσα να οδηγηθούμε στην εκτροπή. Σε άκρατους νεοφιλελευθερισμούς, με κεντρικό σύνθημα ο θάνατος σου η ζωή μου, η σε φασιστικά ακροδεξιά μονοπάτια, τραγουδώντας «γιατί χαίρετε ο κόσμος και χαμογελάει πατερά;»
Κανείς δεν ξέρει τι θα μας ξημερώσει . Η εκκρεμότητα, η αβεβαιότητα, συνεργάζονται στη δημιουργία μίας ατμόσφαιρας βαθιά μολυσμένης.
Το σημερινό ναυάγιο, αλλά και η στάση της κοινωνίας, που το παρακολουθεί, δεν προέκυψαν μεμιάς. Σήμερα και πάλι χρειάζονται οι ψύχραιμες φωνές, χωρίς ισοπεδωτική διάθεση να περιγράφουν αυτά που προηγήθηκαν με μάτια καθαρά και να ανοίξουν διεξόδους για το μέλλον.

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Και τη ψυχή μας ξεπουλήσαμε

Όχι δεν ανέδειξε η οικονομική κρίση την κοινωνική. Το αντίθετο. Η κρίση θεσμών και αξιών είχε προηγηθεί χρόνια πριν. Και μπορεί η οικονομική κρίση να ξεπεραστεί , η κρίση όμως που βιώνει η κοινωνία θα πάρει χρόνο πολύ.
Όταν ο εαυτός μου διχάζεται, ανάμεσα στο σάπιο δημόσιο και τις απολύσεις, στους φοροεισπράκτορες και τους φοροφυγάδες , στη νέα και την παλιά γενιά , στην εξουσία και την κοινωνία, τρέχει πίσω ολοταχώς. Και πάλι απ’ την αρχή. Στράτα στρατούλα, από τα πρώτα βήματα μέχρι το σημερινό μπάχαλο. Τι έφταιξε; Και έφταιξαν πολλά και διαφορετικά , τόσα που δεν μου επιτρέπουν σήμερα να βάζω κόκκινους σταυρούς δίπλα σε ό,τι με χαλάει.
Οι διαπιστώσεις , για το τι συμβαίνει, δεν είναι τίποτε άλλο, από μια φωτογραφία της στιγμής. Έχουν προηγηθεί κεντρικοί σχεδιασμοί, βραχυπρόθεσμοι ,μεσοπρόθεσμοι, μακροπρόθεσμοι . Μαζική πλύση εγκεφάλου, καμένα μυαλά, πρόθυμα να ανταποκριθούν στις καινούργιες ανάγκες που ανακαλύπτει κάθε τόσο η λογική των αγορών. «Η αγορά» να μια σταθερά αιτία κακού. Θα που πείτε, οι αγορές κάνουν τη δουλειά τους , Εμείς, γιατί , αφήσαμε στην άκρη την θέση του πολίτη και στρογγυλοκαθίσαμε σ’ αυτήν του πελάτη;

Πελάτες ακόμα και με δανεικά, σε μια χώρα που η υπερκατανάλωση ήταν αντιστρόφως ανάλογη από τις δυνατότητες της. Δώσαμε γη και ύδωρ. Και τη ψυχή μας πολλές φορές, για να ανταποκριθούμε στα καλέσματα των αγορών.
Γυρνώντας πίσω ανακαλύπτεις. «Και την ψυχή μας δώσαμε» και άντε τώρα να την πάρεις πίσω.
Αυτοί που σήμερα κουνάνε το χέρι και μοιράζουν ευθύνες εδώ και εκεί, που με ελαφρά την καρδία, δικάζουν και καταδικάζουν, αποτελούν σοβαρό μέρος του προβλήματος και τροχοπέδη σε όποια προσπάθεια για λύση. Αυτοί πρώτοι πούλησαν τη ψυχή τους στο διάβολο και άντε να τη ξαναβρούν.
Τι έφταιξε; Πολλά και διαφορετικά, από την Αμερική μέχρι την Ρωσία. Κάθε αλήθεια που θα ανακαλύπτουμε, θα κάνει τα πατήματά μας πιο σταθερά, σ’ αυτή τη δύσκολη πορεία, που έχουμε μπροστά μας .
Γυρνώντας πίσω ανακαλύπτεις. Τη λύση πάντως θα την δώσουν αυτοί που σήμερα δε ξέρουν…


Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Το σήμερα το ξοδέψαμε στο χθες

Αυτά που γράφαμε πέρυσι, είναι ηπιότερα των φετινών και είναι βέβαιο, ότι αυτά που θα γράψουμε του χρόνου, θα είναι σκληρότερο των περασμένων.
Έχουμε γίνει θεατές, μιας βασανιστικής μείωσης όλων των κεκτημένων, είναι σαν να μας πέφτουν τα μαλλιά λίγα λίγα το χρόνο και όταν πλέον γίνουμε γλόμποι, δεν μας κάνει καμία αίσθηση. Έχω την αίσθηση ότι απλώς σχολιάζουμε, και περιμένουμε παθητικά το τέλος, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση δεν το γνωρίζουμε και ίσως και αυτός είναι ένας λόγος, του άνευ προηγουμένου εφησυχασμού.
Αντίστροφη με την πορεία η στάση μας. Όσο η κατάσταση χειροτερεύει, τόσο η παθητικότητα γίνεται κυρίαρχο στοιχείο της κοινωνίας.

Έχω την αίσθηση ότι η εκπαίδευση των ανθρώπων, να δέχονται ασυζητητί καθημερινές εκπτώσεις στη ζωής τους, στηρίζεται στην επανάληψη. Μια κακή τηλεόραση, που κάθε χρόνο γίνεται και χειρότερη, άμεσα συνδεδεμένη με την εκάστοτε εξουσία (οικονομική και πολιτική), αποτελεί το βασικό μοχλό σ’ αυτήν την προσπάθεια υποταγής.
Επίκαιρος ο λόγος του φιλοσόφου Καρλ Πόπερ: «Η τηλεόραση έχει γίνει σήμερα κολοσσιαία εξουσία. Μπορούμε να πούμε μάλιστα ότι είναι δυνητικά η πιο σημαντική απ’ όλες τις εξουσίες, σαν να έχει αντικαταστήσει τη φωνή του Θεού. Και θα συνεχίσει να είναι για όσο καιρό θα συνεχίσουμε να ανεχόμαστε τις καταχρήσεις της. Η τηλεόραση απέκτησε εξουσία στους κόλπους της δημοκρατίας. Καμιά δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει αν δε δώσουμε τέλος σ’ αυτή την παντοδυναμία».
Λέξεις κλισέ, επαναλαμβάνονται μέχρι να κουράσουν, να χάσουν το νόημα τους, να εξατμιστούν, να προκαλέσουν στους δέκτες ανόσια. Κάπως έτσι σταδιακά οπισθοχωρήσουμε, χωρίς να βρίσκουμε λόγια να εκφράσουμε το σήμερα, αφού τα ξοδέψαμε στο χθες.
Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά, για να δούμε το βαθμό προόδου, της προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Τα τρία τελευταία χρόνια αν δείτε τους δείχτες ανοχής και οπισθοχώρησης, θα αντιληφθείτε το μέγεθος της δόσης των ψυχιατρικών σκευασμάτων που μας πότισαν. Με καθημερινές επαναλήψεις το μάθαμε το μάθημα μας.Τίποτα δεν υπήρξε χθες. Κανείς δεν αμφιβάλει για την ταχύτητα που όλα κινούνται, αυτό όμως δεν προϋποθέτει και την απόλυτη λήθη.





Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Στο βαθύ λάκκο του πληθυντικού βαφτιζόμαστε όλοι αθώοι

Την έκαναν τη δουλειά τους τελικά. Όπως αποδείχτηκε δεν καταφέραμε να αντιδράσουμε και     με κυβέρνηση της αριστεράς πάλι στα χαμένα. Αυτά που χάθηκαν και μας οδήγησαν δεκαετίες πίσω χάθηκαν. Ο χρόνος που προηγήθηκε, υπήρξε καταλυτικός. Ισχυρές δόσεις, μαζικής ενοχοποίησης, συνοδευόμενες από μια άνευ προηγούμενου κινδυνολογία, κατάφεραν να ακινητοποιήσουν την κοινωνία, που παρακολουθούσε μουδιασμένη και ανήμπορη ν’ αντιδράσει, μπροστά στη γιγαντιαία επιχείρηση αφαίμαξης κατακτήσεων δεκαετιών, από την υπόδουλη στους δανειστές – τοκογλύφους, χώρα.
Οι πραγματικοί υπαίτιοι, που δεν είναι άλλοι, από αυτούς που άσκησαν εξουσία την μεταπολιτευτική περίοδο, μέχρι σήμερα, κρύβονται πίσω από την συλλογική ευθύνη και με περίσσιο θράσος, επιμένουν με νύχια και με δόντια να «σώσουν τη χώρα» από την καταστροφή που οι ίδιοι την οδήγησαν.
«Μερίδιο ευθύνης για το δρόμο που πήρε ο τόπος μας, για το πώς το ξοδέψαμε, έχουμε όλοι», αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο του ο Παντελής Μπουκάλας «Αλλά, μα την αλήθεια, δεν αποφασίσαμε όλοι μαζί να φορτωθούμε το «εθνικό όραμα» των Ολυμπιακών… Δεν συντάξαμε όλοι μαζί τον νόμο περί ευθύνης υπουργών… Δεν συναινέσαμε όλοι στα υπέρογκα εξοπλιστικά προγράμματα. Δεν τζογάραμε όλοι στο Χρηματιστήριο... Δεν ήμασταν όλοι διπλοτριπλοθεσίτες αργόμισθοι υπό την σκέπη του κόμματός μας, γαλάζιου ή πράσινου… Δεν ήμασταν όλοι στους καταλόγους επιχορηγουμένων της Ζίμενς ούτε στους καταλόγους των επιδοτουμένων με μυστικά κονδύλια, τάχα προς εξυπηρέτηση εθνικών σκοπών…Δεν προσκυνήσαμε όλοι το δόγμα «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό». Δεν ιδρύσαμε όλοι οφσόρ εταιρείες σε εξωτικά νησιά για να εξασφαλίσουμε «το μέλλον των παιδιών μας», ούτε δεχτήκαμε επιταγές αγνώστων, και πάλι «για το καλό των παιδιών μας»… Δεν κλέψαμε όλοι την εφορία... Δεν μαγαρίσαμε όλοι και δεν μαγαριστήκαμε όλοι. Γιατί δεν είμαστε όλοι Έλληνες (ή γενικώς πολίτες ή άνθρωποι) με τον ίδιο τρόπο. Με το φαρμάκι της συλλογικής ευθύνης ωστόσο να πληγώνει βαριά και το αίσθημα και τον νου της, μάταια προσπαθεί η χώρα να σχηματίσει μια γενική εικόνα, κάπως συνεκτική και λογική, με τα κομμάτια πληροφόρησης και τα τρίμματα νοήματος που έχει στη διάθεσή της».
Για να έρθω σε τοπικό επίπεδο, αυτός ο πληθυντικός, της ανάληψης ευθυνών, έχω την αίσθηση ότι αποτελεί την πιο χρησιμοποιημένη αχρείαστη φράση, σ’ αυτόν εδώ τον τόπο. «Φταίμε όλοι», μια φράση καραμέλα που ξορκίζει τις ατομικές ευθύνες και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν φταίει κανείς. Κάπως έτσι τα προβλήματα γίνονται μνημεία.
«Φταίμε όλοι για την κατάντια αυτού του τόπου», να το δεχτώ. Δεν μπορώ όμως να φανταστώ πως με αυτό το ισοπεδωτικό πληθυντικό του τίποτα, θα μπορέσουμε να δώσουμε κάποια λύση.
Ο καθένας που ξεστομίζει αυτή τη φράση, αυτόματα εξαιρεί τον εαυτό του από τις ευθύνες, αν προσθέσουμε τις εξαιρέσεις, θα πρέπει να ψάξουμε σε άλλες πολιτείες, ή καλλίτερα σε άλλους πλανήτες τους ενόχους.
Πολύ φοβάμαι ότι αν συνεχίσουμε να τα ρίχνουμε όλα στο βαθύ λάκκο του πληθυντικού, οι νύχτες θα μας περιμένουν, από δω και πέρα, για να θυμηθούμε και την Κική Δημουλά.
Αυτήν είχα στο μυαλό πριν ξεκινήσω, αλλά βλέπετε ο πληθυντικός αριθμός της, με οδήγησε στον πόνο γι’ αυτήν την πόλη με τον πληθυντικό αριθμό μας, που απειλεί να μας καταβροχθίσει. Αν δεν επιστρέψει ο καθένας στον ενικό του, αν δεν δράσει στην μικρή ακτίνα ευθυνών του, φοβάμαι πως τα προβλήματα που μας ταλανίζουν όλα αυτά τα χρόνια, θα προστεθούν στον μακρύ κατάλογο μνημείων αυτής της πόλης, με την περιοριστική ταμπέλα να μας θυμίζει… «Διατηρητέα».!!!


Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Και ύστερα έγινε “σύννεφο με παντελόνια”

Οι λέξεις χρειάζονται το χρόνο τους και πάντως έπονται μετά τη σιωπή. Θα σου γράψω... Που πάει κανείς όταν φεύγει;
«…φυσικά αντιλαμβάνομαι ότι δίχως εσένα είναι αδύνατον να ζήσει ένας πολιτισμένος άνθρωπος, εάν όμως αυτός ο άνθρωπος έχει μια μικρή ελπίδα να σε δει, τότε, θα είναι πολύ χαρούμενος. Θα είμαι πολύ χαρούμενος επίσης αν σου χάριζα δέκα μεγάλες κούκλες αρκεί να χαμογελούσες… ελπίζω ότι δεν θα θυμώσεις με τα ανόητα μου γράμματα. Μη θυμώνεις, σε παρακαλώ - αυτά τα γράμματα είναι οι μόνες γιορτές πού έχω..»
Απόσπασμα επιστολής του Β. Μαγιακόφσκι στη Λίλι Μπρικ.
Και ύστερα έγινε «σύννεφο με παντελόνια»
Αλλά όπως λένε «το επεισόδιο επερατώθη. Ποιος ο λόγος να απαριθμούμε αμοιβαίες πίκρες, πόνους και προσβολές;»

Τα σημάδια που αφήνω σ’ αυτή τη  διαδρομή, είναι υποσχέσεις επιστροφής. Ημιτελείς σκέψεις, που χρειάζονται συμπλήρωμα. Κάποιες, δεν θα ολοκληρωθούν ποτέ. Και δεν θα ολοκληρωθούν γιατί ενώ φτάνεις στον επίλογο, και είσαι έτοιμος να μαζέψεις μολύβια και χαρτιά, μια αναπάντεχη λέξη έρχεται να σου υπενθυμίσει, ότι αυτό που εσύ νομίζεις τέλος είναι ακόμα μια αρχή. Και πάλι απ’ την αρχή.
Και όμως ο επίλογος γράφτηκε μαζί με τον πρόλογο. Όμως και πάλι πλήγωσε. Αυτά τα «Πριν» και τα «Μετά» κείμενα, με αφορμή το χρόνο, ζέσταμα είναι “για να μη πιάσει κράμπα τη ψυχή και τα φτύσει στο πρώτο κατοστάρι.” Είναι μεγάλη η απόσταση βλέπεις…
Σε αυτό το διάστημα της προθέρμανσης λοιπόν, λίγο πριν δοθεί το σήμα του αφέτη, βυθίζομαι σε μια επιλεγμένη σιωπή. Παλεύω με τις λέξεις, με τις φωνές τους, με την εφηβεία τους, που βιάζεται να αποδώσει δικαιοσύνη. Διαδικασία επώδυνη.
Ό,τι γυρίζω στα ίδια είναι γνωστό και καταγεγραμμένο. Όμως αλλιώς τα κοιτάω κάθε φορά. Σαν παιγνίδι του μυαλού να το εκλάβετε. Ψυχοφθόρο όμως. Και μη νομίζετε ότι μας σώζει η σιγουριά της σιωπής. Το «σίγουρο» δεν υπήρξε για εμάς γοητευτικό, γι’ αυτό άλλωστε και μια ζωή κομμάτια. Τίποτα ολόκληρο. Μόνο εμείς μείναμε ολόκληροι, με τα «θέλω» να μας βασανίζουν. “Τη στέρηση μπροστά σε κάθε λέξη βάζουμε. Άηχη. Για τα μικρά μιας ζωής, αλλά και τα μεγάλα.”
Πάντα έτσι συμβαίνει. Μπορεί ο χρόνος να έχει αναγγείλει την Άνοιξη, ο χειμώνα όμως επιμένει να δηλώνει την παρουσία του.


Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...