Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Το εργοστάσιο απορριμμάτων χάθηκε στου δρόμου τα μισά…



Αλήθεια τι γίνεται με εκείνο το εργοστάσιο διαχείρισης απορριμμάτων του νησιού ; Τι να γίνει θα μου πείτε, χάθηκε κάπου στου δρόμου τα μισά και αν κάποτε ξεμπλέξει από τα γραφειοκρατικά γρανάζια ο σχεδιασμός του θα έχει ξεπεραστεί.
Με αφορμή λοιπόν το παραπάνω, ένα επίκαιρο κείμενο, που δείχνει, ότι σκουπίδια για κάποιους αποτελούν πηγή ενεργείας.
«Η Δανία είναι η χώρα που ζει από τα σκουπίδια της», σε αντίθεση βέβαια με τη χώρα μας που ζει μέσα στα σκουπίδια.


Η Ελλάδα δεν είναι Ευρώπη, ποτέ δεν ήθελε να μοιάσει της Ευρώπης, ποτέ δεν την ακολούθησε. Αυτό δεν ξέρω αν είναι καλό η κακό. Όταν άλλοι θεωρούν τα σκουπίδια βρώμικο πρόβλημα, οι Δανοί τα βλέπουν ως καθαρό και εναλλακτικό καύσιμο, ή ακόμη και ως πηγή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η Δανία διαθέτει πλέον δεκάδες μη συμβατικές μονάδες αποτέφρωσης, επεξεργασίας και ανακύκλωσης σκουπιδιών, δηλαδή υπερσύγχρονα εργοστάσια τα οποία μετατρέπουν τα απορρίμματα σε ενέργεια και θέρμανση για τις κοινότητες που τα φιλοξενούν, με τεράστια οφέλη για το περιβάλλον. Η χρήση αυτών των μονάδων έχει μειώσει όχι μόνο τις ενεργειακές δαπάνες και την εξάρτηση της Δανίας από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αλλά και τη χρήση των χωματερών και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Στην πραγματικότητα, οι μονάδες αυτές λειτουργούν τόσο καθαρά και χωρίς οσμές που πλέον τα τζάκια και οι ψησταριές των σπιτιών απελευθερώνουν περισσότερες διοξίνες από τους αποτεφρωτήρες των σκουπιδιών. Δεν είναι να απορεί κάποιος που τέτοιες μονάδες λειτουργούν χωρίς αντιδράσεις ακόμη και στο κέντρο της Κοπεγχάγης ή σε πλούσια οικιστικά προάστια, καθώς οι ιθύνοντες των μονάδων φροντίζουν η μεταφορά των σκουπιδιών σε αυτές να γίνεται με άκρα διακριτικότητα και προσοχή. Εδώ μετράει ακόμη και η αισθητική: τα πιο πρόσφατα κατασκευασμένα εργοστάσια ξεγελούν το μάτι, καθώς είναι «ντυμένα» με περίτεχνα «κελύφη» που θυμίζουν... γλυπτά! Το σημαντικότερο όμως είναι ότι αυτές οι μονάδες «νέας γενιάς» διαθέτουν δεκάδες φίλτρα που συλλέγουν ρυπογόνους παράγοντες, από βαριά μέταλλα ως διοξίνες, που μόλις πριν από δέκα χρόνια θα ξέφευγαν στο περιβάλλον, και χρησιμοποιούν ως καύσιμο μόνον οικιακά και βιομηχανικά απορρίμματα που δεν μπορούν να ανακυκλωθούν, μειώνοντας έτσι σημαντικά το ενεργειακό αποτύπωμα της χώρας και προωθώντας την ανακύκλωση. Και επειδή τίποτα δεν πάει χαμένο, στο τέλος της διαδικασίας καύσης, τα οξέα, τα βαριά μέταλλα και ο γύψος πωλούνται στον κατασκευαστικό κλάδο, ενώ οι μικρές ποσότητες τοξικών υλικών υψηλής συγκέντρωσης δημιουργούν μια πάστα η οποία συσκευάζεται με ασφάλεια και αποστέλλεται σε ειδικό μέρος υγειονομικής ταφής τους.
Η Ευρώπη πρωτοστατεί στην κατασκευή και τη λειτουργία τέτοιων πρωτοποριακών μονάδων, καθώς διαθέτει περίπου 400 από αυτές. Οι χώρες που ηγούνται αυτού του τρόπου παραγωγής ενέργειας και ταυτοχρόνως αντιμετώπισης του ζητήματος των απορριμμάτων είναι η Δανία, η Γερμανία και η Ολλανδία. Αντιθέτως, οι Ηνωμένες Πολιτείες των 300 εκατομμυρίων πολιτών διαθέτουν μόνο 87 μονάδες καύσης απορριμμάτων και μάλιστα παλαιάς τεχνολογίας, καθώς παρά τα πολυάριθμα προτερήματά της η μέθοδος αυτή έχει συναντήσει σημαντικές αντιστάσεις στην Αμερική από πανίσχυρα «λόμπι» που εκπροσωπούν συμφέροντα βιομηχανιών παλαιάς τεχνολογίας. Σας βάζει σε κάποια πονηρή σκέψη αυτό το τελευταίο; Εντάξει μπορεί να μην είμαστε Ευρώπη, είμαστε όμως λίγο Αμερικανοί ...

Τα μπαλόνια πόσο θ’ αντέξουν… θα σκάσουν!



«Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φορά για πολύ καιρό ένα πρόσωπο για τον εαυτό του και ένα διαφορετικό για τον πολύ κόσμο, χωρίς να μπερδευτεί τελικά για το ποιο από τα δυο είναι το αληθινό», έλεγε ο Αμερικανός συγγραφέας, Ναθάνιελ Χόθορν.
Το παρακάτω αποκτά ιδιαίτερη αξία, γιατί το μήνυμα έχει αποδέκτες αυτούς που βαυκαλίζονται χτυπημένοι από τη μέθη της μωροφιλοδοξίας τους. Και έχει αξία, γιατί ο αληθινός κόσμος ασχολείται με πιο σοβαρά πράγματα. Εδώ στην μικρή μας πόλη, το «τίποτα» κάνει μεγάλη φασαρία. Αξιοπεριφρόνητες σαχλαμάρες, θεριεύουν εκ του μηδενός και γίνονται προβλήματα πρώτου μεγέθους.
Σάμπως ο δαίμων της καθημερινότητας να πλάθει καταστάσεις για να βρίσκουν δουλειά οι άεργες ψυχές. Οι πραγματικοί άνθρωποι δείχνουν ξένοι με όλο αυτό το πανηγύρι. Αν τους ρωτούσα γι’ αυτά που κυριαρχούν στην τοπική επικαιρότητα, είμαι βέβαιος που θα εισέπραττα μόνο μια λέξη: «Μαλακίες».


«Η αλήθεια του καθενός είναι ο δρόμος του», λέει η λαϊκή σοφία, δηλαδή το ψέμα του. Αυτοί επιμένουν να σκηνοθετούν το ψέμα για να τους χωρέσει . Μπαίνουν στο ψέμα και το ζούνε. Το βαφτίζουν σημαντικό για να κερδίσουν όσο τον δυνατόν περισσότερο χρόνο βρασμού. Στο ζουμί τους. Τα μπαλόνια όμως, γεμάτα αέρα κοπανιστό πόσο θ’ αντέξουν… θα σκάσουν!
Το έχω διατυπώσει με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά. Η ουσία είναι ότι σήμερα δεν το προσπερνάω με αδιαφορία. Δεν αντέχω να ζω, μέσα σ’ αυτήν την ελαφρότητα του «φαίνεσθαι».
Στην πολική πάντα υπήρχε η λογική της αγοράς. «Να πουλήσει». Tι; Φρούδες ελπίδες, «φύκια για μεταξωτές κορδέλες».
Το κακό σήμερα, παράγινε, οι πολιτικοί συνεπικουρούμενοι από τα ηλεκτρονικά κυρίως μέσα ενημέρωσης, πουλάνε σε απίστευτες δόσεις «αέρα κοπανιστό», να φανεί πως κάτι κάνουν και ας μην κάνουν τίποτα.
Με εννοιολογικά θραύσματα, λαϊκίστικα στερεότυπα, γενικεύσεις αλλά και υπεραπλουστεύσεις, προσπαθούν να δημιουργήσουν μία εικόνα, που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Πως λοιπόν να αντέξεις μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ψευτιάς και υποκρισίας; Πώς ν’ αντέξεις, μέσα σε ένα θλιβερό «φαίνεσθαι», όταν γνωρίζεις πολύ καλά το «είναι»;
Το χειρότερο είναι ότι ζώντας οι ίδιοι μέσα στο ψέμα το πιστεύουν, ζουν και αναπνέουν, σε ένα γυάλινο κόσμο, στο κόσμο τους.

Η επικοινωνία τους, είχε κοντά πόδια...

Πάντα έτσι συμβαίνει. Ο Μάρτης δεν φέρνει την άνοιξη, την αναγγέλλει όμως και περιμένει το χειμώνα να εκδηλώσει τους τελευταίους του σπασμούς

Θα διατηρήσουμε ζεστό το κάλεσμα, με κείμενα συναφή, μπας και καταφέρουμε να κτυπήσουμε κάποια κρυμμένη φλέβα ευαισθησίας.
Δυσκολεύομαι να βρω λέξεις, όχι για να περιγράψουν, άλλωστε λίγο ή πολύ, έχουμε γίνει όλοι μάρτυρες της ζοφερής εικόνας, της ίδιας της πραγματικότητας. Ξέρουμε τι έφταιξε. Ξέρουμε τους θύτες.

Από τα μνημόνια στην Πανδημία και παράλληλα η ακρίβεια και ο πόλεμος, ύστερα ήρθε το ξεβράκωμα του επιτελικού κράτους, δυστυχώς με αίμα πολύ. Η επικοινωνία τους όλα αυτά τα χρόνια, είχε κοντά πόδια.
Αυτές τις ώρες είναι χρήσιμο να κοιτάμε διαρκώς προς τα πίσω, για να αντλήσουμε λίγο νόημα, μήπως και με το νόημα του παρελθόντος φωτίσουμε τον ζόφο του παρόντος και ανοίξουμε δρόμους προς το μέλλον.
Το ξαναδιάβασμα του παρελθόντος αυτές τις μέρες που κυριαρχεί ο φόβος και η ανασφάλεια, μπορεί να είναι προωθητικό.
Ανοίξτε το παράθυρο κλείστε την τηλεόραση…. Εκεί να δείτε ευκρίνεια χρωμάτων. Το νησί μας δίδεται σε όποιον έχει τις αισθήσεις ανοιχτές. Αυτό ζητάει σήμερα το κουρασμένο σώμα και ο κουρασμένος νους. Ένα άρωμα, ένα χρώμα.
Την επόμενη μέρα θα είναι δύσκολα. Την επόμενη μέρα θα ξεκινήσει η πραγματική μάχη.
«Κάθε τοίχος είναι μια πόρτα εξόδου", λέει σωστά ο Έμερσον. Ας μην ψάχνουμε αλλού την πόρτα εξόδου παρά στον τοίχο όπου είμαστε στριμωγμένοι. Αντιθέτως, ας αναζητήσουμε την ανάπαυλα εκεί όπου βρίσκεται, δηλαδή στο κέντρο της μάχης. Γιατί, κατ’ εμέ εκεί βρίσκεται.
Άλλοι θα πουν ότι αυτή την ελπίδα τη φέρνει ένας Λαός• άλλοι, ένας άνθρωπος. Πιστεύω αντιθέτως ότι αυτή η ελπίδα υποκινείται, αναπτερώνεται και συντηρείται από χιλιάδες μοναχικούς, η δράση και το έργο των οποίων αναιρούν καθημερινά τα σύνορα και τα πιο χονδροειδή προσχήματα της Ιστορίας, ώστε να λάμψει φευγαλέα η αενάως απειλούμενη αλήθεια που ο καθένας τρέφει, μες στις πίκρες και τις χαρές του, για το καλό όλων.
Ανοίξτε το παράθυρο κλείστε την τηλεόραση….

«Πάμε κι όπου βγει»

Μπορεί ο χρόνος να γιατρεύει πολλά, για τους οικείους των θυμάτων όμως ο χρόνος έχει παγώσει. Το ρολόι τους θα δείχνει πάντα μεσάνυχτα 28ης Φεβρουαρίου, πριν από μια Άνοιξη που δεν θα έρθει ποτέ.

Για άλλη μια φορά η Άνοιξη της χώρας μας δεν κατόρθωσε να πείσει για τις λουλουδιαστές προθέσεις της . Οι εκρήξεις των χρωμάτων της ξέβαψαν γρήγορα μπροστά στο σκουροκόκκινο των πληγών. Όλου του κόσμου τα μπουκέτα φτάνουν να κρύψουν τ’ αγκάθια της μνήμης κι όλα των νερών τα κελαρύσματα μπορούν να σβήνουν την αλμύρα των δακρύων;
Άλλη μια άνοιξη και καμιά εξέλιξη. Άλλη μια επανάληψη. Χρόνια τώρα σκάβουμε επί τόπου, στο ίδιο μαύρο χώμα. Ο λάκκος κοντεύει να μας σκεπάσει και εμείς όλο και πιο βαθιά.


Κωμωδία φάνταζε στα μάτια μας όλα αυτά τα χρόνια. Σήμερα κόπηκαν τα γέλια. Κρύφτηκαν οι λέξεις. Τους βάλαμε στη σκηνή για να γελάσουμε, δεν προσδοκούσαμε κάτι, όμως αυτοί πολύ γρήγορα μας έδειξαν το ταλέντο τους στην τραγωδία, αυτήν που δεν παρακολουθούμε, αυτήν που ζήσαμε και ζούμε.
Ανθρώπινο λάθος μας είπαν. Το ανθρώπινο λάθος όμως κατέληξε σε τραγωδία γιατί απουσίαζαν οι δικλίδες ασφαλείας που θα το εντόπιζαν και θα απέτρεπαν το τραγικό δυστύχημα. Τα σύγχρονα τρένα που διαφήμιζαν, αποδεικνύονται μια βιτρίνα εικονικού εκσυγχρονισμού. Μια αυταπάτη, που κρύβει την πραγματική κατάσταση χρόνιων προβλημάτων, παραλείψεων, υποβάθμισης, εγκατάλειψης. Μια κατάσταση «πάμε κι όπου βγει». Τόσες ηλεκτρονικές πλατφόρμες, έβαλε στη ζωή μας ο κ. Πιερακακης, μία για τα τρένα δεν περίσσευε;;;

ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ
Ὅλα τὰ ποιήματά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη,
ἀτέλειωτα μένουν.
Φταίει ποὺ πάντα βιάζεται ἡ ἄνοιξη,
φταίει ποὺ πάντα ἀργεῖ ἡ διάθεσή μου.
Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαι
κάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
μὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρου
ν᾿ ἀποτελειώνω.

Η αγαπημένη Κική Δημουλά, που πίσω από τις λέξεις της, χωράμε να κρυφτούμε όλοι.

Έγκλημα προδιαγεγραμμένο...

«Θα μάθουμε τα αίτια της τραγωδίας...», είπε ο Πρωθυπουργός. Τα αίτια της τραγωδίας τα ξέρουμε, τα ξέρουμε πολύ πριν από την τραγωδία. Πίσω από τα έγκλημα στα Τέμπη βρίσκεται το εγκληματικό κράτος.

Είμαστε στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης είναι αδιανόητο δύο τρένα να βρίσκονται στην ίδια γραμμή και να τρέχουν το ένα καταπάνω στο άλλο χωρίς κανείς να ειδοποιείται για τίποτα. Σε μια εποχή που τα τρένα τρέχουν με 300 χιλιόμετρα την ώρα, ο έλεγχος της κυκλοφορίας τους, δεν μπορεί να εξαρτάται από τον ανθρώπινο παράγοντα.


Δεν έχω τι να γράψω, δεν έχω τι να πω. Η αντίσταση στον πόνο κτίζεται με πέτρες σιωπής, όχι για να περάσει, αλλά για να μη δραπετεύσει το μυαλό και το κλάμα το κάνει γέλιο. Έτσι η ζωή συνεχίζεται και κτίζει πάνω στα χαλάσματα, σε μια αέναη διαδικασία, που η ιστορία επαναλαμβάνει.
Δεν γράφω σήμερα, για να διαβάσετε, δεν γράφω για να καταλάβετε, σαν άσκηση παραμιλητού, να το εκλάβετε.
Είναι το παραμιλητό της σιωπής, σας ορκίζομαι δεν έχω ανοίξει το στόμα μου. Αποτυπωμένη αμηχανία το αποτέλεσμα, όπως η μουτζούρα με εκείνα τα ακανόνιστα σχήματα όταν παιδεύουμε το χαρτί και το μολύβι. Όταν χαμηλώνουμε τα μάτια για να δούμε το αποτέλεσμα, βλέπουμε ένα κόσμο μπερδεμένο, οι γραμμές γίνονται σχήματα κανονικά, παίρνουν μορφές ανθρώπινες γίνονται θάλασσες και στεριές. Αν υπάρχει Θεός, κάπου είναι κρυμμένος. Για να κλάψει. Ή για να ντραπεί...

Οι συμβάσεις των λίγων μηνών, προκαλούν θλίψη

Ζω από κοντά την αγωνία των νέων παιδιών, που παλεύουν με νύχια και με δόντια να κερδίσουν μια μικρή παράταση χρόνου από τις ολιγόμηνες συμβάσεις εργασίας τους.

Όταν ξεκίνησε , νομίσαμε ότι ήταν μέρος των μνημονίων , σήμερα έχει γίνει καθεστώς. Νέοι άνθρωποι πτυχιούχοι, στην ουρά για ένα κομμάτι ψωμί. Άνεργοι και με την βούλα, στην υπηρεσία ενός άθλιου συστήματος, που τους χρησιμοποιεί για να μειωθούν τα υψηλά ποσοστά της ανεργίας. Κατοχική εικόνα συσσιτίου. Στην ουρά για μια μικρή μερίδα εργασίας, όπως ένα πιάτο φαΐ.
Όσο όμως και να αλλοιωθούν τα νούμερα, το βλέμμα, η αγωνία, η απελπισία, η αγανάκτηση, ο πόνος, ο φόβος πώς να κρυφτεί; Οι προσλήψεις αυτού του τύπου, δυστυχώς προετοιμάζουν το έδαφος για την επόμενη μέρα.


Ο Άνεργος δεν είναι ένα άτομο που έχει χάσει τη δουλειά του. Είναι ένα άτομο που έχει χάσει την ταυτότητά του. Έχει χάσει το χρόνο και τον τόπο, την οικογένειά του, τη ζωή, τον εαυτό του. Έχει χάσει την αυτοεκτίμηση, τον αυτοσεβασμό, την αξιοπρέπειά του.
Ένας άνεργος δεν είναι κάποιος που ψάχνει για δουλειά, είναι κάποιος που ψάχνει για στηρίγματα επιβίωσης. Γι αυτό λοιπόν αυτές τις ώρες, ας δείξουμε το δέοντα σεβασμό απέναντι σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη, βοηθώντας με όποιο τρόπο μπορούμε, σε μια προσπάθεια να απαλύνουμε τον πόνο, που δημιουργεί ο εκφυλισμός του συστήματος.
Τα χρόνια της προετοιμασίας, μας οδήγησαν στο μονόδρομο της αποθέωσης του χρήματος. Σήμερα με τα ίδια μέτρα μας μετρούν. Με τα ίδια μεγέθη, πέρα από ανάγκες, πέρα από αισθήματα πέρα από αξίες.
Οι συμβάσεις των λίγων μηνών, πεντάμηνες τρίμηνες οκτάμηνες, προκαλούν θλίψη. Και προκαλούν θλίψη για όλον αυτόν τον κόσμο που βιώνει την ανεργία και έχει την ψευδαίσθηση, πως δουλεύει. Στην επόμενη στροφή συνηδητοποιούν, ότι είναι:
Και πάλι άνεργοι.

 «Καλυβιώτη» Λευκίμμης, όπως λέμε Ντουμπάι


Μετά τον “Ερημίτη”, θυσία για την ανάπτυξη και άλλη περιοχή στην Κέρκυρα . Στον Καλυβιώτη Λευκίμμης το πράσινο φως άναψε η Επιτροπή Τουρισμού Λιμένων, του υπουργείου τουρισμού, για κατασκευή ενός πλωτού νησιού με πολυτελείς βίλες αλλά Ντουμπάι. Σκοτώνουμε την ζωή μας για την ανάπτυξη, καταστρέφουμε τους φυσικούς πόρους, για την ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη που στο τέλος θα μείνει μόνη της, χωρίς ανθρώπους χωρίς ζωή. Μια ανάπτυξη με περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, για όσους προφτάσουν σήμερα, Μια ανάπτυξη που δεν υπολογίζει τις γενιές που έρχονται. Μια ανάπτυξη που στερείται κάθε ίχνος αλληλεγγύης για το μέλλον.


Στην αρχαιότητα βάζανε ένα νόμισμα στο στόμα των νεκρών για να ’χουν να πληρώσουν στο πέρασμα της Αχερουσίας. Σήμερα συμβαίνει το ανάποδο κυκλοφορούμε σαν κουμπαράδες, μας βάζουν νομίσματα στα χείλη για να σκάσουμε. Λίγοι έχουν ακόμα τη δύναμη να φτύσουν.
Διάβασα εδώ και κάποια χρόνια μια συνομιλία του γάλου οικονομολόγου Σερζ Λατούς, με τον Ιταλό κοινωνιολόγο Λουτσιάνο Γκαλίνο.
Η οικονομική ανάπτυξη υποστηρίζει ο Λατούς δεν μπορεί να είναι απεριόριστη. Αν όλοι οι άνθρωποι ζούσαν και κατανάλωναν όπως οι Αμερικάνοι θα χρειάζονταν έξι πλανήτες σαν τη Γη.
Η κοινωνία μας εδώ και τουλάχιστον πενήντα χρόνια έχει ολικά καταβροχθισθεί από μιαν οικονομία της ανάπτυξης. Από μια οικονομία που έχει για μοναδικό της σκοπό την ανάπτυξη για την ανάπτυξη. Η λέξη ανάπτυξη είναι μια ακατάλληλη λέξη, οι οικονομολόγοι τη δανείστηκαν από την βιολογία και χρησιμοποίησαν τη μεταφορά του φυσικού οργανισμού για να εξηγήσουν την οικονομική δομή. Λησμόνησαν ωστόσο να χρησιμοποιήσουν την αναλογία ως το βάθος. Στην φύση οι οργανισμοί μεγαλώνουν, αναπτύσσονται, παρακμάζουν και τελικά πεθαίνουν, οι οικονομολόγοι όμως επινόησαν την αθανασία για τον οικονομικό οργανισμό
Καταγράφω αυτόν τον προβληματισμό κόντρα σ’ αυτήν την άκρατη συνθηματολογία, ο Λατούς ρίχνει την ιδέα της μείωσης της ανάπτυξης. Στο βάθος αυτής της ιδέας, ξαναβρίσκουμε ένα πολύ παλαιότερο πρόγραμμα, το πρόγραμμα της αυτόνομης κοινωνίας, που ορίζει η ίδια τους νόμους της και που δεν είναι ετεροδιευθυνόμενη από τους νόμους της αγοράς.

Γιατί είναι η «μάνα», η «πηγή» και τα «θεμέλια» μας

«Τη γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική.

Το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.»
«Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών.» γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης.
Και ο Σεφέρης: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα.»
Παγκόσμια ημέρα της Ελληνικής γλώσσας σήμερα.


«Αν ο Θεός είναι η αλήθεια, τότε η γλώσσα είναι ο Θεός»
Και αν η γλώσσα μας δεν είναι τα γαλλικά, τα γερμανικά ή τα πανταχού παρόντα κι επιβληθέντα αγγλικά, εμείς δεν γίνεται παρά να υπεραμυνθούμε, του δικαιώματός μας να γεννιόμαστε, να ερωτευόμαστε, να ελπίζουμε, να διεκδικούμε και να πεθαίνουμε μονάχα στη γλώσσα μας.
Γιατί και τα τραγούδια δεν γίνεται παρά να είναι στη γλώσσα μας.
Γιατί ακόμα και η σιωπή σε άλλη γλώσσα γίνεται, εν τέλει, άλλη σιωπή.
Η ελληνική γλώσσα, που μας φέρνει μέχρις εδώ από τον κόσμο του μύθου στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των δικτύων, αποτελεί μια σταθερά που πάνω της στηρίζεται η ύπαρξη μας. Γιατί είναι η «μάνα», η «πηγή» και τα «θεμέλια» μας.

Νοσταλγίες; Όχι ακριβώς



Είναι απ’ τα κείμενα που όταν ξαναβρεθούν μπροστά σου, σου δημιουργούν ένα κράμα αγωνίας και επιθυμίας να τα ξαναμοιραστείς. Είναι σαν μια αγαπημένη γωνιά του σπιτιού σου, που επιθυμείς διακαώς να την δείξεις σ’ αυτούς που σε επισκέπτονται για πρώτη φορά.
Αυτή η εποχή ένα μήνα πριν τον ερχομό της άνοιξης, με βοηθά, ν' αποδράσω από την επικαιρότητα. Εκεί που υμνώ την τεχνολογία συγχρόνως την βλαστημάω. Οι φιλίες έχουν γίνει γραπτά μηνύματα και περνούν μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, που μας δίνουν την δυνατότητα να έχουμε επαφή με φίλους, σπανίως όμως τους βλέπουμε, και όταν τους δούμε, δεν έχουμε και πολλά να πούμε. Κερδίζουμε καθημερινά σε ευκολίες και χάνουμε σε συναίσθημα. Αυτή η προσθαφαίρεση, δεν ξέρω τελικά τι άθροισμα θα βγάλει. Για την ώρα και εννοώ εκείνες τις μονοψήφιες ώρες, που σε πετάνε ανελέητα στον εαυτό σου και σου ζητάνε διευθύνσεις και ονόματα, έχω μείον.


Νοσταλγίες; Όχι ακριβώς. Δυστυχώς βρίσκομαι στην ανάγνωση της τρίτης επιστολής. Μιλάω για αυτές τις μονολεκτικές που έχουμε στείλει στον εαυτό μας, η πρώτη προστακτική: Μεγάλωσε! Η δεύτερη ερωτηματική: Μεγάλωσες; Η τρίτη επικριτική: Μεγάλωσες! Δεν χωράει καμία αμφιβολία. Το μείον το σημερινό είναι αποτέλεσμα των χρόνων. Αν δεν τα είχα ζήσει γιατί να διαμαρτύρομαι; Μπορώ να χάσω κάτι που δεν έχω; Και εμείς είμαστε φορτωμένοι με στιγμές ωραίες - για τις άσχημες δεν γίνεται λόγος - που το σημερινό περιβάλλον δεν τους επιτρέπει ν’ ανθίσουν.
Δυστυχώς είμαστε παραλήπτες της τρίτης επιστολής. Όταν είχαμε λάβει την πρώτη όπως τα σημερινά παιδιά, η αφαίρεση δεν είχε σκάσει μύτη, μόνο η πρόσθεση, λαίμαργη και αχόρταγη μας καθόριζε την πορεία. Η δεύτερη πέρασε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, με ερωτηματικά που δεν απαντήθηκαν ποτέ εκείνα τα χρόνια, μέχρι να έρθει η τρίτη και η τελευταία για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία.
Ευτυχώς που υπάρχουν και οι παλιές φωτογραφίες για να θυμόμαστε λίγο τα πρόσωπα και να μετράμε τα χαμένα.

Ξεγυμνωτική εποχή! Θα τα δούμε όλα



Η συζήτηση στη Βουλή σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, καθρεπτίζει σε όλο του το μεγαλείο, τον πολιτικό πολιτισμό μας. Ούτε λέξη δεν βγαίνει μετά, από μια τέτοια δοκιμασία από τη θέση του τηλεθεατή. Αν βγει θα λερωθεί στο βούρκο, που κατρακυλά η πολιτική πραγματικότητα της χώρας.
Οι αλήθειες που ειπώθηκαν στην αίθουσα πνίγηκαν μέσα στο βαθύ λάκκο του λαϊκισμού, που κυριάρχησε απ' άκρη σε άκρη της αιθούσης. Μπερδεύτηκαν με τα ψέματα, με την άθλια αισθητική του λόγου και αποδυναμώθηκαν. Ξεγυμνωτική εποχή! Θα τα δούμε όλα και όλους στις πραγματικές τους διαστάσεις και με το πραγματικό τους πρόσωπο.

Αυτά που εμείς με στωικότητα υπομένουμε σήμερα, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να συμβούν εδώ και κάποιες δεκαετίες. Ο Λαός με κοντινές μνήμες από την αντίσταση και τον εμφύλιο, με μια 7χρονη δικτατορία στην πλάτη, με μια εξέγερση του Πολυτεχνείου, ποτέ δεν θα μπορούσε να δεχτεί, αυτόν τον εξευτελισμό που υφίσταται σήμερα, από τη νέα τάξη πραγμάτων.
«Και αυτή η κοινωνία δεν αντιδράει…». Η κοινωνία είναι οι άλλοι, όλος ο κόσμος εκτός από εμάς. Εντελώς ασυνείδητα, κάνουμε ένα βήμα πίσω, εξαιρώντας τον εαυτό μας από το σύνολο. Το αποτέλεσμα, ένα σύνολο χωρίς μονάδες, μια κοινωνία χωρίς ανθρώπους. Ένα μηδέν. Πως ν’ αντιδράσει.
Η κρυμμένη αξία των πραγμάτων δεν αποκαλύπτεται από το Άγιο Πνεύμα. Αν δεν βάλουμε τον εαυτό μας στην περιπέτεια να δούμε κάτω και πίσω από αυτά που συμβαίνουν απλώς θα μετράμε ήττες.
Σε δεύτερη σκέψη, οι περισσότεροι δείχνουν διάθεση για συμμετοχή και τότε έρχεται η άλλη φράση για να αποκαταστήσει τα πράγματα. «εγώ μόνος μου τι να κάνω …» Και τι να κάνει πράγματι ο καθένας, μόνος του, όταν τη στιγμή που νοιώθει την ανάγκη να αντιδράσει, έχει ξεχάσει ότι είναι μέλος αυτής της κοινωνίας; Τι κάνουν όλοι μαζί μόνοι τους; Τίποτα δε κάνουν και τίποτα δεν μπορούν να κάνουν, άλλα και τίποτα διαφορετικό δεν μπορούν να σκεφτούν, αν δεν βρεθεί μια παρέα να τους τραβήξει απ’ το χέρι.
Φυσικά και δεν φταίει η κοινωνία, που δεν αντιδρά, αλλά και ούτε και ο καθένας χωριστά που ’χει, μείνει με την απορία.
Οι πρωτοπορίες είναι εκείνες που την πρόδωσαν. Αυτό το άθλιο πολιτικό προσωπικό που εμπορεύτηκε ελπίδες καλλιέργησε τη συναλλαγή, έσπειρε τη διαφθορά, πώς να εμπνεύσει πίστη και κουράγιο στον δοκιμαζόμενο Λαό.

Διαχειριστές της μιζέριας



Άψυχοι μου φαίνονται όλοι αυτοί που επιθυμούν μια θέση στην πολική σκηνή του τόπου. Πέρα από τη φιλοδοξία και όποια άλλη σκοπιμότητα, δεν διακρίνω καμία οραματική θέση. Οι περισσότεροι ακολούθου μια πορεία προδιαγραμμένη, που έχει να κάνει με τη διαχείριση μιας κατάστασης αυταπόδεικτα μίζερης για το τόπο.
Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα την μιζέρια είναι το προεκλογικό στοίχημα. Αυτό όμως χρειαζόμαστε;


Κάθε προσπάθεια, που δεν διέπεται από ένα ισχυρό πάθος, παίρνει εύκολα τους τρόπους των άλλων, όπως τα ψάρια που παίρνουν το χρώμα του περιβάλλοντός τους για να διασωθούν.
Και ο άνθρωπος που δεν καθοδηγείται από μέσα του, βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κόσμους, μετέωρος, ικανός για τα πιο αντίθετα πράγματα, μανιακός για κάτι όσο και αδιάφορος, μα πάνω απ’ όλα ανασφαλής. Πιστεύει ότι η αποδοχή, του προσφέρει εκείνο που δεν έχει.
Δεν ανήκει σε αυτό ακριβώς ή σε εκείνο, δεν είναι αυτό ή εκείνο, αλλά κάτι ανάμεσα.
Όλα είναι ζήτημα στυλ. Αυτοί δεν το γνωρίζουν. Η εικόνα τους είναι ένα συνονθύλευμα ξένων τρόπων. Είναι άνθρωποι μισοί, αφού στην προσπάθεια τους να τρυγήσουν αυτό που τους ικανοποιεί, όπως γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης, “δεν ξέρουν να συνδέσουν τον ήλιο με την βροχή, τη χαρά της ηδονή με την συνακόλουθη λύπη, ούτε βέβαια τις περιπαθείς φιλίες με την ανεξήγητη έχθρα που ακολουθεί. Γι’ αυτό άλλωστε μπροστά στο χρόνο παραμένουν άποροι και αμήχανοι”
Θα τους βρίσκουμε πάντα μπροστά μας. “Δεν μπορούν να αποσυρθούν γιατί, κατά την κρίση τους, απουσία σημαίνει θάνατος. Κι όμως μόνο ό,τι αποσύρεται στη φύση του μπορεί να επανέλθει με φιλοδοξίες. Οι “ανάμεσα” περιμένουν πάντα το νεύμα που θα τους δείξει τη νέα κίνηση, περίπου σαν τα παιδιά που κοιτάζουν τους μεγάλους για να δουν πότε πρέπει να γελάσουν ή να κλάψουν. Αν δεν είχαν ακούσει από άλλους τη λέξη έρωτας, δε θα ερωτεύονταν ποτέ...” 

Πρέπει να αρχίσουν να μας φοβούνται


Με προσδιορισμένο ημερολογιακά το χρόνο, μας απομένει να προσδιορίσουμε τον τόπο. Δεν φτάνει η ιστορία και ο πολιτισμός μας για να αντισταθμίσουν την θλίψη αυτής της πτωχευμένης, αχτένιστης, παρατημένης πόλης.
Ανασύρω από το διαδίκτυο το φάντασμα της πόλης… «Η πόλη μας μοιάζει να εγκληματεί πρωτόγνωρα: σαν το δέντρο, που τα’ απάνθισε η θύελλα, σαν το λιμάνι χωρίς βραχίονες, σαν τη στάση χωρίς στέγαστρο, ανασκαλεύει τη μνήμη μας και ξεθάβει ανόσιες μορφές. Μας ενθαρρύνει τα μέγιστα να θαφτούμε στη σκόνη της.
Τούτη η πόλη σκοτεινούς μας χρειάζεται: με τα τζάμια μας θολά, να σκουπίζονται διαρκώς από κουρντισμένους υαλοκαθαριστήρες’ υγρούς: με τα μάτια μας να βουρκώνουνε, μόνο σε πένθιμες κραυγές’ απλανείς μας θωρεί, με τα χέρια μας να βουλιάζουν στις τσέπες και να παίζουν τα κλειδιά των δικαιωμάτων μας. Απλοϊκούς μας αναζητά στις μορφές, που γλοιώδικα κινούνται σε δίχως παλμό συλλαλητήρια.




Απλήσμονες μας χρειάζεται: Αδειανούς κι άγνωμους μας ζωγραφίζει, με τα φύλλα μας να σκορπίζονται στα δελτία θυέλλης της, με τη μιλιά μας να ξεφτίζει σε αντίλαλους, με τη πνοή μας να κρυσταλλώνει από φόβο, με τα μίση μας να σαπίζουν σαν αίμα παλιό. Και μ’ όλα αυτά, ακούραστους μας επιζητά, ν’ αναπνέουμε της ζωής της και να επαναλαμβάνουμε τις λέξεις, που με λέιζερ χάραξε στη ψυχή μας: «είμαστε άδοτοι, ακούραστοι». Αθόρυβα ζούμε, σε μία άκαιρη πόλη, κι είμαστε αθάνατοι, για να σέρνουμε, παντού την κατάρα της.
Δυστυχώς για μεγάλα διαστήματα της ζωής μας, περπατάμε αμέριμνα σε μια πορεία ρουτίνας, μέχρι κάποιος δυνατός κρότος να μας ξυπνήσει και να βλαστημήσουμε. Ε! φτάνει πια, δεν μπορούμε να τους αφήσουμε άλλο να παίζουν με τη ζωή μας. Το κακό είναι, ότι στα πρώτα κιόλας βήματα, ο θυμός εξατμίζεται και επιστρέφουμε στη διαδρομή της ευκολίας. Πρέπει να αρχίσουν να μας φοβούνται και όπως με οργή μου ψιθυρίζει η μεταμεσονύκτια φωνή από ραδιοφώνου:
«Και ποιους μπορεί να φοβούνται; Έναν που το λέει την καρδιά του, έναν άλλο που ξέρει από χαράδρες και γκρεμούς κι εκείνον κει κάτω τον αμίλητο τον συνεσταλμένο ο οποίος κάτω από τα ρούχα του είναι ζωσμένος με τη λύπη όλου του κόσμου κι αν εκραγεί θα κάνει μεγάλη ζημιά στην ευκολία τους… και εκείνους που αρνούνται να του μοιάσουν φοβούνται. Που επιλέγουν την τρέλα από την εκπόρνευση των αισθημάτων, που γελούν παράξενα την ώρα που κηδεύεται η χαρά τους. Όλα τα άλλα είναι για στυγνούς χαρτοπαίκτες» 

Και εγώ απόψε περιμένω



Στις 02 λέει η ΕΜΥ θα έρθει η καταιγίδα. Και τώρα, απόψε, μια νύχτα γεμάτη θύελλες , να’ μαι εδώ στο μεταίχμιο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, πρόθυμος, σαν έτοιμος από καιρό.
Βγήκα στο μπαλκόνι να την περιμένω.
“Περιμένω τη βροχή, να ξεπλύνει τις αμφιβολίες μου για σένα.
Όχι ψιχάλες. Καταιγίδες” Γράφει ο Σ. Σίγμα.


Και εγώ απόψε περιμένω... Λατρεύω τις χιονοθύελλες και τις ανεμοθύελλες. Τις μπόρες, τις καταρρακτώδεις βροχές και τις πλημμύρες. Τις αστραπές και τις βροντές που τρίζουν τα πατώματα. Τη λάβα του ηφαιστείου να με κυνηγά. Το χαλάζι, Α! το χαλάζι, σαν καρύδι να πέφτει και να κτυπά η κάθε του μπίλια τη λαμαρίνα, ηχεί στα αυτιά μου σαν πιρουέτα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Τη θάλασσα να φουσκώνει, δείχνοντας ότι τη στενεύει το φουστάνι. Τη θάλασσα γυμνή να διεκδικεί με αξιώσεις το μερίδιο της από τη ξηρά. Μόνο ο σεισμός με αφήνει αδιάφορο, ίσως γιατί δεν είναι ορατός και η καταστροφή που επιφέρει προέρχεται από μαχαιριά πισώπλατα.
Ο γιατρός χωρίς να είναι απόλυτα βέβαιος, μου είπε ότι τα εξωτερικά καιρικά φαινόμενα, που σου προκαλούν ενθουσιασμό, είναι γιατί κρατούν τη στάθμη του ποταμού που τρέχει μέσα σου, σε επίπεδα ασφαλείας. Τι ωραία που τα λέει ο Γιατρός. Πόσο θα ήθελα τον πιστέψω. Ισορροπία λοιπόν γιατρέ, γιατί εγώ το θεωρούσα διαστροφή και χρόνια πάλευα γεμάτος ενοχές για να το διώξω.

Απόσπασμα παλαιότερου κειμένου, που μου το θύμισε η επερχόμενη καταιγίδα...
Η φωτογραφία είναι του Βασίλη Δουκάκη 

Οι Ζαμπούνηδες αυτές τις μέρες είχαν την τιμητική τους



 Οι Ζαμπούνηδες αυτές τις μέρες είχαν την τιμητική τους


Ζούμε ακόμα στον απόηχο της κηδείας του τέως Βασιλέα Κωνσταντίνου. Γράφτηκαν πολλά ειπώθηκαν πολλά. Οι Ζαμπούνηδες αυτές τις μέρες είχαν την τιμητική τους. Ένοιωσα το ίδιο άσχημα όπως βγαίνοντας από την κινηματογραφική αίθουσα που είχα πάει να παρακολουθήσω την ταινία «Τιτανικός».
Έπρεπε να περάσουν κάποια χρόνια για να φύγει από τα μάτια μας η χρυσόσκονη για να δούμε και πίσω από την βιτρίνα. Η καταστροφή επικυρωμένη από το χρόνο αποκτά ιδιαίτερη αξία. Το γεγονός δοσμένο από το σκηνοθέτη γίνεται μέσο ψυχαγωγίας σ’ έναν κόσμο που έμαθε να παρακολουθεί τις σφαγές από την τηλεόραση τρώγοντας τσιπς.


Χρειάζεται χρόνος τελικά για να αποκτήσουν τα γεγονότα κάποια αξία. Όταν μετά από χρόνια θα παρακολουθούμε τη σημερινή πραγματικότητα σε κάποια ταινία, ίσως αντιληφθούμε το μέγεθος της καταστροφής.
Ένα μεσοδιάστημα ζούμε σήμερα, κάτι σαν το μεσαίωνα. Οι αντιστάσεις έχουν μειωθεί σημαντικά. Είμαστε άτυχοι που το ζούμε.
Η ιστορία αφήνει πίσω της αληθινά συντρίμμια, κάποιες φόρες γίνονται αναμνηστικά και μοσχοπουλιόνται, όπως ο «Τιτανικός». Οι σημερινοί διαχειριστές ένα τοπίο στην ομίχλη, όχι όμως ικανό να εμπνεύσει έναν Αγγελόπουλο της εποχής.
Εδώ και κάποια χρόνια, μπορεί και να με διασκέδαζαν, στην χειρότερη περίπτωση με άφηναν αδιάφορο, σήμερα με αηδιάζουν. Ίσως και να μη φταίει αυτό καθ’ εαυτό το τελετουργικό, αλλά η ψευτιά και η υποκρισία, που διαχέεται σε όλο το μήκος και το πλάτος του σκηνικού, που έχει στηθεί για την κάθε είδους τελετή.
Και ύστερα, όλες αυτές οι χιλιοπαιγμένες παραστάσεις, δεν μου προκαλούν πλέον κανένα ερέθισμα. Ούτε να κλάψω ούτε να γελάσω.
Για να είμαστε ειλικρινείς, από την αδιαφορία μέχρι την αηδία, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Αντιδράει κάποια στιγμή ο οργανισμός από την επανάληψη. Ανακατεύεται το στομάχι. Φτάνει πια σου λέει..

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...