Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Σαν να ήταν πρεμιέρα στη Ριβιέρα



Και η επανάληψη θέλει το χρόνο της. Έτσι αποκτάει, μια ηδονή, απαλλαγμένη από φορτία, καθαρή από μικροψυχία, φρέσκα μέσα σε ένα χρόνο που μπορεί να είναι ξένος αλλά πάντα φιλόξενος. Τις γλυκές επαναλήψεις τις κυνηγάω με το ίδιο πάθος, που κυνηγάω ακόμα τις επαναλήψεις στα θερινά τα σινεμά…σαν να ήταν πρεμιέρα…
Και εκεί που έρχονται στιγμές που ο κόσμος χάνεται. Εκεί που σκέφτεσαι το χθεσινό, έρχεται το σημερινό με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Και ξαφνικά εκεί που διαπιστώνεις ότι δεν έχεις άλλες λέξεις, - τις τελευταίες, που είχαν απομείνει τις ξόδεψες πριν από λίγο - κάνεις μια προσπάθεια, που δεν είναι η τελευταία, πάνω από την υδρόγειο,που βρίσκεται στο γραφείο σου, να χωρέσεις τον κόσμο στα δυο σου μάτια, να γίνεις ανεκτικός, συγκαταβατικός. Μεγάλος εσύ και ο κόσμος μια σταλιά. Μόλις απλώσεις το χέρι σου, τον κρύβεις και ψηλά… μυρμήγκια τα αστέρια. Κάπου εκεί ανάμεσα λες και χαμογελάς. Απόψε θα βρέξει αστέρια!


Μ’ αυτά και μ’ αυτά, δίχως κοινωνικές συμπεριφορές της ψευτιάς και κάπως απροσάρμοστα, πορευτήκαμε χρόνια και χρόνια: με αγαπημένους ποιητές, και συγγραφείς, που μας ταξίδεψαν, με έντυπα που εκδίδαμε κατά καιρούς για να βρούμε τους όμοιους. «Σαν τον παράξενο Τζον του Τζορτζ Στάμπλετον, που εξέπεμπε σήματα ειδικά μέχρι την Κίνα, να συναντήσει τ’ αδέλφια του.
Ναι και το χωριό μας κουβαλήσαμε στην πόλη, γιατί στο φινάλε θέλαμε να είμαστε απλώς εμείς. Χωρίς εικόνα γοητευτική και πρότυπο της εποχής, για να τους μοιάσουμε. Δίχως μόδες ετικετάκια και ταμπέλες, ρούχων και συμπεριφορών.
Θα με ρωτήσετε που ξέρεις, ότι αυτό που υπερασπίζεσαι είναι ο εαυτός σου! Δεν ξέρω τον αναζητώ. Και εμπιστεύομαι την εικόνα του και τον αέρα που αποπνέει. Έτσι, χωρίς βερνίκια και λούστρα. Ανασφαλή και κάθε άλλο παρά αυτάρκη. Με μια τεράστια ανάγκη να αγαπά και να αγαπιέται.
Με αυτά και με αυτά πορευτήκαμε με τις παρέες να έχουν τον πρώτο λόγο. Με τις παρέες που ονειρευόμαστε να τις μεγαλώσουμε, έτσι που να γίνουμε όλοι μια παρέα. Και σήμερα που δεν έχω τι να γράψω «Ήρθε ένας μάγος που έβγαζε ήλιους απ’ τα μανίκια κι απ’ το καπέλο του έπεφταν νησιά, έκλεισε μες στη χούφτα σου θαλασσινά χαλίκια άνοιξες και πέταξαν πουλιά
Κι έγινα κι εγώ ένα λαμπάκι πάνω απ’ την υδρόγειο φεγγάρι να βουτήξω στη Μεσόγειο…»
Και ακόμα σήμερα που κρύφτηκαν οι λέξεις. Και ακόμα σήμερα που φαίνονται όλα χαμένα… ακόμα εκείνο το όνειρο μας ταξιδεύει.
Γι αυτό σου λέω να εμπιστεύεσαι την εικόνα σου και γίνε ο εαυτό σου. Και ας λένε οι άλλοι. Εσύ φόρεσε το κόκκινο καπέλο που σου πάει και τότε όλα γίνονται εύκολα. Γιατί τα βρίσκεις ξαφνικά τα βήματα, τις βρίσκεις τις λέξεις και τους ανθρώπους… Βρίσκεις το ρυθμό σου και αυτόν τα τον χαμένο εαυτό σου.
Γιατί τα σήματα που εκπέμπεις είναι τ’ αληθινά και φτάνουν ως τον προορισμό τους… Γιατί οι κραδασμοί που προκαλείς είναι οι δικοί σου, τελικά...
« Ύστερα ο μάγος έσπασε δυο γυάλινα ποτήρια κι έφτιαξε από τα θρύψαλα νερό
θα κόβεσαι είπε αν μόνη σου το ακουμπάς στα χείλια θα ξεδιψάς αν πίνετε κι οι δυο»
Τις γλυκές επαναλήψεις όμως θα συνεχίσω να τις κυνηγάω με το ίδιο πάθος που κυνηγάω ακόμα τις επαναλήψεις στα θερινά τα σινεμά…σαν να ήταν πρεμιέρα… στη "Ριβιέρα..."
https://youtu.be/hLe9gTKQ4LU

Να με θυμάσαι

Είναι νύχτα... και το ραδιόφωνο την αποθεώνει. “Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί”. Ένα τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου του 1965, ακούστε το μπουζούκι, σκορπάει ρίγη.
Πως θα αντέχαμε χωρίς αυτά; Αντέχουμε, γιατί αντέχουμε την επιθυμία να την κάνουμε άρνηση!
“Και τα δικά μας τραγούδια δεν παλιώνουν, δεν είναι απ’ αυτά που κάνουν μακαρόνια με κιμά, είναι απ΄ αυτά που έγραψαν ποιητές και μεγάλοι συνθέτες, «σ’ αγαπώ μα δε θα ‘ρθω», επιθυμία και άρνηση στο ίδιο ποτήρι νερό, έλξη και άπωση στον ίδιο πόλο του μαγνήτη”. Τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη πριν πενήντα χρόνια.!


Θα συνεχίσω, τις ενέσεις ηθικού, για μένα και για όλους που είναι σαν και μένα, γιατί αυτός ο Ιούλιος πριν φύγει κάνει πείσματα.
Δεν υπάρχουν χρόνια αγάπης χαμένα. Και τα δικά μας χρόνια, ήταν παραμυθένια. Από τον Χατζιδάκι, στο Θεοδωράκη, από την «όμορφη πόλη» στην οδό ονείρων». Αν δεν κουβαλούσαμε, αυτά τα πολύτιμα χρόνια, πως θα σιγοψιθυρίζαμε σήμερα τα τραγούδια.
Είναι .. νύχτα
“ Τι ψυχή έχει μια νύχτα στους αιώνες.”
“Κάθε νύχτα έχει τη ψυχή που τις δίνουμε” σχολιάζει μια φωνή στο ραδιόφωνο
“Η νύχτα είναι μια δύσκολη κατάσταση, είναι ένας χρόνος με τον εαυτό σου γυμνό και τις δικαιολογίες σου στα σκουπίδια, είναι ένα ταξίδι στα μακριά από το οποίο δεν ξέρεις ποτέ αν θα γυρίσεις. Θέλει προσοχή και αποφασιστικότητα . Διότι η νύχτα δεν είναι κάτι. Είναι κάποια”
Η νύχτα δεν σ’ αφήνει να γίνεις γαϊδούρι. Η νύχτα ρίχνει φως στον σκοτεινό εαυτό σου. Και από τον εαυτού του πως να κρυφτεί κανείς…
Αγαπητοί συνένοχοι αναγνώστες .
Τα ηλικιακά νιάτα διαρκούν όσο τους πρέπει. Τα δικά μας ώριμα “νιάτα” κουβαλούν τα κερδισμένα χρόνια, τη δύναμη και την υπομονή.
Αν δεν είχαμε όλα αυτά τα εφόδια πως θα αντέχαμε σήμερα να ζούμε μέσα σ’ αυτό το ψέμα; Πως θα αντέχαμε να ζούμε σε μια πόλη που βασιλεύουν τα συμφέροντα και ο ατομισμός; Αντέχουμε γιατί γνωρίζουμε και μπορούμε, ακόμα και την επιθυμία να την κάνουμε άρνηση…

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Το “τίποτα” κάνει μεγάλη φασαρία

Αυτές οι βεβαιότητες, υπερτονισμένες στο μέγιστο βαθμό πάντα μου προκαλούσαν αποστροφή. Και εδώ σε τούτο τον ευλογημένο τόπο, δεν τσιγκουνευόμαστε το άριστα, ούτε και το μηδέν. Ας αφήσουμε τους υπερθετικούς για εξαιρετικές καταστάσεις. Παραπανίσιες οι φωνές, χιλιοειπωμένα λόγια, άχρηστα λόγια, που προκαλούν πονοκέφαλο. Υπερβολές, αδικαιολόγητη απαισιοδοξία και αισιοδοξία, ανούσιες αναλύσεις παρελθοντολογία, τόσα όσα το νευρικό σύστημα δεν αντέχει. Δυστυχώς εδώ στην μικρή μας πόλη ό,τι συμβαίνει καλό η κακό, κρίνεται με μια απίστευτη προχειρότητα.

Το “τίποτα” κάνει μεγάλη φασαρία. Αξιοπεριφρόνητες σαχλαμάρες, που θεριεύουν εκ του μηδενός και γίνονται προβλήματα πρώτου μεγέθους.
Σάμπως ο δαίμων της καθημερινότητας να πλάθει καταστάσεις για να βρίσκουν δουλειά οι άεργες ψυχές.Δεν είναι τόσο μεγάλα, γιατί επιμένουμε; Δεν είναι τόσο σπουδαία, για να μπούνε στη βιτρίνα. Τα μεγεθύνουμε για να χωρέσει το επαρχιώτικο κόμπλεξ, για να δούμε το μικρόκοσμό μας, μεγάλο. Για να επισημοποιήσουμε την ύπαρξη μας.
«Η αλήθεια του καθενός είναι ο δρόμος του» λέει η λαϊκή σοφία, δηλαδή το ψέμα του. Εμείς σκηνοθετούμε γεγονότα και ύστερα παίρνουμε τη βολική θέση του θεατή, σχολιάζουμε κιόλας. Μπαίνουμε στο ψέμα και το ζούμε. Το βαφτίζουμε σημαντικό για να κερδίσουμε όσο τον δυνατόν περισσότερο χρόνο βρασμού. Στο ζουμί μας.
Αυτές τις μέρες θυσιάζουμε τις λέξεις. Η «ενότητα», η «πρόοδος», η «ανάπτυξη», και κείνο το απεχθές «η Κέρκυρα μας», γίνονται καραμέλες στα χείλη αρκετών συμπολιτών μας και λειώνουν από το πιπίλισμα.
Το κλισάρισμα που κυριαρχεί, μας επαναφέρει σε μια νέα Βαβέλ, μόνο που ενώ μιλούν όλοι την ίδια γλώσσα, είναι αδύνατη η συνεννόηση.
Ο τόπος έχει να διηγηθεί άπειρες ιστορίες. Το Λαζαρέτο, το Βιδο, τα Κάστρα, η Παλιά Πόλη, το εργοστάσιο Δεσύλλα, οι γειτονιές και τα στενά σοκάκια. Θέλει σεβασμό ο τόπος, γιατί αντιστέκεται στο χρόνο ενώ εμείς; Όπως ορθά επισημαίνει μια οργισμένη φωνή για άλλον τόπο…
«Δεν υπήρξαμε παρά ένα δευτερόλεπτο στην αιώνια ακινησία του. Μια ανεπαίσθητη γρατσουνιά στα γόνατα του αέναου χρόνου του». Ο τόπος μετράει πιο πολύ και χρειάζεται τον σεβασμό μας. γιατί έχει να μας διηγηθεί πολλά σε μας και σε αυτούς που ακολουθούν.
Δυστυχώς μέσα σε ένα περιβάλλον γενικευμένης άρνησης και μιζέριας, είναι δύσκολο να σταθεί λόγος σοβαρός. Είναι τα παραμύθια αυτής της δήθεν πόλης, αυτών των δήθεν που πρωταγωνιστούν. Γι’ αυτό αποφεύγω και φεύγω, συνθλίβοντας στην μνήμη τη μιζέρια που μας βασανίζει στα στενά των οριζόντων.
Καταλαβαίνω, δεν είναι εύκολο για το καθένα να βλέπει τη μεγάλη εικόνα…Δεν είναι εύκολο να χάνεται στην απεραντοσύνη του ουρανού και να μονολογεί μια κουκίδα είναι η γη και μεις ούτε κουκίδα και ταυτόχρονα να γίνεται ο ίδιος ουρανός.
(Υδατογραφία Άγγελου Γιαλλινά)

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

Το γινόμενο ή το αγίνωτο μας κρατάει ζωντανούς;

Η ζέστη και η υγρασία επιβαρύνουν την αναζήτηση. Αιτιολογίες για το κενό, δικαιολογίες για το τίποτα.
Εκεί που χρησιμοποιούσα μικρές προτάσεις και τελείες, γέμισα μακρινάρια και ερωτηματικά, έχω και σένα συμπάσχουσα του ραδιοφώνου, που μου προσθέτεις κι’ άλλα...

“Ο έρωτας ή η νοσταλγία που μας ταράσσει πιο πολύ; Το γινόμενο ή το αγίνωτο μας κρατάει ζωντανούς; Αυτά που χάσαμε ή αυτά που έχουμε κλαίμε; Αναπάντητα ερωτήματα για ζωές που δεν τρομάζουν να σύρονται σε μάχες καρδιά με καρδιά. Που κοιτούν κατάματα την θάλασσα και τις υπόσχονται πως δεν θα πνιγούν σε μια κουταλιά νερό άλλα σε κάτι λιγότερο.”
Είναι φυσιολογικό ο θυμός να έρχεται όταν κρυώσει ο πόνος; Δεν είναι παράδοξο με αίμα παγωμένο να βράζω μέσα μου; Το άλλο πάλι, δεν είναι παράδοξο να τρίβω από χαρά τα χέρια μου σε κάθε εμφάνιση ακραίου καιρικού φαινομένου;
Λατρεύω τις χιονοθύελλες και τις ανεμοθύελλες. Τις μπόρες, τις καταρρακτώδεις βροχές και τις πλημμύρες. Τις αστραπές και τις βροντές που τρίζουν τα πατώματα. Τη λάβα του ηφαιστείου να με κυνηγά. Το χαλάζι, Α! το χαλάζι, σαν καρύδι να πέφτει και να κτυπά η κάθε του μπίλια τη λαμαρίνα, ηχεί στα αυτιά μου σαν πιρουέτα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Τη θάλασσα να φουσκώνει, δείχνοντας ότι τη στενεύει το φουστάνι. Τη θάλασσα γυμνή να διεκδικεί με αξιώσεις το μερίδιο της από τη ξηρά. Μόνο ο σεισμός με αφήνει αδιάφορο, ίσως γιατί δεν είναι ορατός και η καταστροφή που επιφέρει προέρχεται από μαχαιριά πισώπλατα.
Ο γιατρός χωρίς να είναι απόλυτα βέβαιος, μου είπε ότι τα εξωτερικά καιρικά φαινόμενα, που σου προκαλούν ενθουσιασμό, είναι γιατί κρατούν τη στάθμη του ποταμού που τρέχει μέσα σου, σε επίπεδα ασφαλείας. Τι ωραία που τα λέει ο Γιατρός. Πόσο θα ήθελα τον πιστέψω. Ισορροπία λοιπόν γιατρέ, γιατί εγώ το θεωρούσα διαστροφή και χρόνια πάλευα γεμάτος ενοχές για να το διώξω.
Το μυαλό εκεί και η μνήμη παρούσα. Και η Κυρία του ραδιοφώνου , που συμφωνεί μαζί μου, πάντα παρούσα και ας έχει χρόνια ν' ακουστεί. Μεγαλώσαμε βλέπεις… «Μεγαλώσαμε, αλητέψαμε, λεηλατήσαμε και μας λεηλάτησαν, πειρατές επιπόλαιοι, χωρίς χρυσό δόντι και γάντζο στα χέρι, κάναμε γιουρούσι στις ήττες, και τι όμορφα που γελάει κανείς όταν είναι λυπημένος! Αυτό το γέλιο που στάζει αλμύρα και έχει τον ίσκιο των αναμνήσεων στον ήχο του. Μην κλείνεις τα μάτια τώρα που λιγόστεψε η διαδρομή. Άσε το αεράκι να διαπεράσει τις ηλικίες σου και πάρε με τηλέφωνο μόλις φτάσεις στο όνειρό σου. Αμέσως, και που είσαι; Εκείνο το κρυμμένο τραύμα πως το κρατάς ακόμα κόκκινο.»

Εγώ θέλω τους καθρέπτες να έχουν μνήμη


Από μικρός είχα πρόβλημα με τις συλλογές, αν μου έλειπε μια φωτογραφία από το άλμπουμ των φωτογραφιών που βρίσκαμε στις γκοφρέτες, το πετούσα, αυτό συνεχίστηκε για να επιβεβαιώσει τις ακραίες μεταβαλλόμενες θέσεις μου, ποτέ στη μέση, η χρυσή τομή, είναι λοβοτομή.“Τι επιθετική λέξη αυτό το “ίσως”, μου υπενθυμίζει μια βραχνή φωνή, από ραδιοφώνου. Τι θα πει ίσως; Ναι ή όχι λέει ο κόσμος. Ίσως! Δηλαδή ζήσε στην αμφιβολία, μείνε ακίνητος στο σταυροδρόμι, διότι ο σωστός δρόμος ίσως να είναι αυτός, ίσως και να είναι ο άλλος, δώσε δέκα χρόνια απ’ την ζωή σου γιατί ίσως έρθει αυτός που έφυγε. Άσε με κάτω. Εγώ θέλω τους καθρέπτες να έχουν μνήμη, να βρω τις παιδικές μου δαχτυλιές και τις εφηβικές γκριμάτσες…”
...............................…........…......
Πρώτη είδηση σήμερα: Τουρκικά πολεμικά πλοία στο Αιγαίο. Δεύτερη τα κρούσματα από τον κορωνοϊό.
Κάθε μέρα κι ένα σενάριο καταστροφής παραλύει την ραχοκοκκαλιά μας . Πώς να αντέξεις, αν δεν φύγεις. Πως να αντέξεις αν δεν ονειρευτείς. Πώς να κρατηθείς αν δεν επαναφέρεις τα παιδικά σου «Θέλω» και δεν βάλεις πλώρη για τα ανεκπλήρωτα; Πώς να κρατηθείς χωρίς τα περασμένα καλοκαίρια, πώς να το ζήσεις το φετινό χωρίς τη μνήμη. Αυτές οι μνήμες μας κρατάνε και όλα αυτά τα ιδεατά που πιστέψαμε, μην τα ξεχνάμε.

Έκτισα τοίχο απ’ αυτούς που δεν έχουν αυτιά, να μην ακούω τα νέα τα παλιά. Ταξίδεψα εκεί που ξεκουράζεται η ψυχή. Για να αντέξει.
...…………….…...........................
Ξεκίνησαν οι θερινές εκπτώσεις, εμείς που δεν είμαστε του εμπορίου θα μιλήσουμε για τις άλλες...Αντίστροφη με την πορεία η στάση μας. Όσο η κατάσταση χειροτερεύει, τόσο η παθητικότητα γίνεται κυρίαρχο στοιχείο.
Έχω την αίσθηση ότι η εκπαίδευση των ανθρώπων, να δέχονται ασυζητητί καθημερινές εκπτώσεις στη ζωής τους, στηρίζεται στην επανάληψη. Μια κακή τηλεόραση, που κάθε χρόνο γίνεται και χειρότερη, άμεσα συνδεδεμένη με την εκάστοτε εξουσία (οικονομική και πολιτική), αποτελεί το βασικό μοχλό σ’ αυτήν την προσπάθεια υποταγής.
Έχουμε γίνει θεατές, μιας βασανιστικής μείωσης όλων των κεκτημένων. Έχω την αίσθηση ότι απλώς σχολιάζουμε, και περιμένουμε παθητικά το τέλος, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση δεν το γνωρίζουμε και ίσως και αυτός είναι ένας λόγος, του άνευ προηγουμένου εφησυχασμού.
Τα σημάδια που αφήνω σ’ αυτή τη διαδρομή, είναι υποσχέσεις επιστροφής. Ημιτελείς σκέψεις, που χρειάζονται συμπλήρωμα. Κάποιες, δεν θα ολοκληρωθούν ποτέ. Και δεν θα ολοκληρωθούν γιατί ενώ φτάνεις στον επίλογο, και είσαι έτοιμος να μαζέψεις μολύβια και χαρτιά, μια αναπάντεχη λέξη έρχεται να σου υπενθυμίσει, ότι αυτό που εσύ νομίζεις τέλος είναι ακόμα μια αρχή.

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...