Η μεγαλύτερα ημέρα του χρόνου σήμερα, θερινό ηλιοστάσιο. Nα φυλάξουμε κάποιες μνήμες, μπορεί να μας χρειαστούν.
Για άλλη μια φορά άφησα τους δικούς μου φόβους, για να μπω στους φόβους των άλλων, όμως άλλαξαν οι εποχές. Μεγάλωσαν!
Κάποιοι μου λένε πως δεν έχω φιλοδοξίες. Έχουν δίκιο, η μόνη φιλοδοξία μου είναι, να μην είμαι απολύτως τίποτα. Σ’ αυτό το δρόμο θα συνεχίσουμε με την ελπίδα να καταφέρουμε «Κάτι».
Την μεγαλύτερη μέρα του Ιουνίου του 15, έγραψα το παρακάτω. Το θέλω και σήμερα.
“Και τώρα, απόψε, μια νύχτα γεμάτη θύελλες, να είμαι εδώ στο μεταίχμιο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, πρόθυμος, σαν έτοιμος από καιρό. Φλεγόμενος από μια και μοναδική μου ζωής επιθυμία, που δεν είναι παρά μονάχα μία, η λησμονιά.
Τα ετερώνυμα, έλκονται; γιατί Όχι; Τα σπασμένα γυαλιά πως κολλάνε; Τι μπορεί να συμβεί όταν πρόκειται για ετερώνυμα υλικά; Γιατί για ετερώνυμα υλικά, ακριβώς πρόκειται; Εσύ και εγώ. Κι ας προσποιείσαι έτσι καλά τη φωνή του παρελθόντος μου. Κάποτε ήταν αλλιώς θυμάμαι, κάποτε δεν ήταν έτσι, ούτε τόση μεγάλη μοναξιά , ούτε τόση σιωπή, ούτε και αυτή η μεγάλη αυτοσυγκράτηση, που σημαίνει δειλία.
Εντέλει δεν κάνω τίποτα. Κυλούν οι ώρες και τη βλέπω να φεύγει. Φεύγει και παίρνει μαζί της όλες τις σταθερές. Το πείσμα και τη σιγουριά μου, τα παιδικά μου χρόνια και αυτή την παρατεταμένη εφηβεία μου. Το περίεργο είναι ότι μαζί της φεύγει και ο χρόνος. Σκορπίζει, χάνεται η στιγμή και μες στις ραγισματιές, πότε αντικρίζω τα πάντα και πότε το τίποτα.
Είναι μια μέρα που κυλάει σαν νερό. Είναι μια μέρα σαν αιώνας από εκείνες με τις τεράστιες, ρωγμές που ή στα προσφέρουν όλα, ή στα αρπάζουν όλα. Θεατής του σύμπαντος κόσμου για μια στιγμή και αμέσως μετά, πάει την έχασες εκείνη την πανοραμική θέα. Ευχή και κατάρα μαζί.
«Να θέλεις ένα κόσμο, είναι φωτιά – να τον αποκτάς καπνός» Μ’ αυτήν εδώ τη τσιγάνικη παροιμία παρηγορούμαι, εξάλλου στον καπνό ποτέ δεν έφτασα. Φλεγόμενος εις το διηνεκές, ως Προμηθέας δεσμώτης.
Δεν είναι όλα, είναι όμως κάτι. Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου κάπως έτσι. Και να που εγώ τώρα αυτός που τα προκαλώ. Εγκέφαλος αυτού του παιγνιδιού, αλλά όχι και κυρίαρχος. Τα μεγάλα πράγματα έρχονται μόνα τους, μονάχα για τις λεπτομέρειες θα πρέπει εμείς να μεριμνάμε και το αντιλαμβάνομαι, τώρα που συνέβη εκείνο που προσπαθούσα επισταμένα τόσα χρόνια που προηγήθηκαν να αποφύγω. Υπάρχει έρωτας που να κερδίζει το θάνατο; Εδώ δεν υπάρχει έρωτας που να κερδίζει το χρόνο: Ούτε τον ίδιο μας τον εαυτό δεν είναι σε θέση να κερδίσει ο έρωτας. Συχνότατα θέλουμε δεν θέλουμε μας υπερβαίνει, δεν είμαστε άξιοι για τίποτα.”
Η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου σήμερα, Θερινό ηλιοστάσιο, μη δίνετε σημασία...
Για άλλη μια φορά άφησα τους δικούς μου φόβους, για να μπω στους φόβους των άλλων, όμως άλλαξαν οι εποχές. Μεγάλωσαν!
Κάποιοι μου λένε πως δεν έχω φιλοδοξίες. Έχουν δίκιο, η μόνη φιλοδοξία μου είναι, να μην είμαι απολύτως τίποτα. Σ’ αυτό το δρόμο θα συνεχίσουμε με την ελπίδα να καταφέρουμε «Κάτι».
Την μεγαλύτερη μέρα του Ιουνίου του 15, έγραψα το παρακάτω. Το θέλω και σήμερα.
“Και τώρα, απόψε, μια νύχτα γεμάτη θύελλες, να είμαι εδώ στο μεταίχμιο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, πρόθυμος, σαν έτοιμος από καιρό. Φλεγόμενος από μια και μοναδική μου ζωής επιθυμία, που δεν είναι παρά μονάχα μία, η λησμονιά.
Τα ετερώνυμα, έλκονται; γιατί Όχι; Τα σπασμένα γυαλιά πως κολλάνε; Τι μπορεί να συμβεί όταν πρόκειται για ετερώνυμα υλικά; Γιατί για ετερώνυμα υλικά, ακριβώς πρόκειται; Εσύ και εγώ. Κι ας προσποιείσαι έτσι καλά τη φωνή του παρελθόντος μου. Κάποτε ήταν αλλιώς θυμάμαι, κάποτε δεν ήταν έτσι, ούτε τόση μεγάλη μοναξιά , ούτε τόση σιωπή, ούτε και αυτή η μεγάλη αυτοσυγκράτηση, που σημαίνει δειλία.
Εντέλει δεν κάνω τίποτα. Κυλούν οι ώρες και τη βλέπω να φεύγει. Φεύγει και παίρνει μαζί της όλες τις σταθερές. Το πείσμα και τη σιγουριά μου, τα παιδικά μου χρόνια και αυτή την παρατεταμένη εφηβεία μου. Το περίεργο είναι ότι μαζί της φεύγει και ο χρόνος. Σκορπίζει, χάνεται η στιγμή και μες στις ραγισματιές, πότε αντικρίζω τα πάντα και πότε το τίποτα.
Είναι μια μέρα που κυλάει σαν νερό. Είναι μια μέρα σαν αιώνας από εκείνες με τις τεράστιες, ρωγμές που ή στα προσφέρουν όλα, ή στα αρπάζουν όλα. Θεατής του σύμπαντος κόσμου για μια στιγμή και αμέσως μετά, πάει την έχασες εκείνη την πανοραμική θέα. Ευχή και κατάρα μαζί.
«Να θέλεις ένα κόσμο, είναι φωτιά – να τον αποκτάς καπνός» Μ’ αυτήν εδώ τη τσιγάνικη παροιμία παρηγορούμαι, εξάλλου στον καπνό ποτέ δεν έφτασα. Φλεγόμενος εις το διηνεκές, ως Προμηθέας δεσμώτης.
Δεν είναι όλα, είναι όμως κάτι. Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου κάπως έτσι. Και να που εγώ τώρα αυτός που τα προκαλώ. Εγκέφαλος αυτού του παιγνιδιού, αλλά όχι και κυρίαρχος. Τα μεγάλα πράγματα έρχονται μόνα τους, μονάχα για τις λεπτομέρειες θα πρέπει εμείς να μεριμνάμε και το αντιλαμβάνομαι, τώρα που συνέβη εκείνο που προσπαθούσα επισταμένα τόσα χρόνια που προηγήθηκαν να αποφύγω. Υπάρχει έρωτας που να κερδίζει το θάνατο; Εδώ δεν υπάρχει έρωτας που να κερδίζει το χρόνο: Ούτε τον ίδιο μας τον εαυτό δεν είναι σε θέση να κερδίσει ο έρωτας. Συχνότατα θέλουμε δεν θέλουμε μας υπερβαίνει, δεν είμαστε άξιοι για τίποτα.”
Η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου σήμερα, Θερινό ηλιοστάσιο, μη δίνετε σημασία...