Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Μας περισσέψανε οι άνθρωποι;

Κρίση κρίση, οι διαφημίσεις όμως για τα νέα μοντέλα κινητών τηλεφώνων και αυτοκίνητων, επιμένουν προκλητικά. Μα έχουμε όλοι κινητά περισσότερα του ενός και τα αυτοκίνητα μας έχουν πνίξει. Έτσι θα ξεπεράσουμε την κρίση. Αυτοί είναι οι κανόνες της νέας οικονομίας. Όσο για την πραγματική…
Αυτό απουσιάζει τελικά απ’ την ζωή μας; Αυτό αποτελεί την ύψιστη ανάγκη μας; Μας περισσέψανε οι άνθρωποι και ψάχνουμε αντικείμενα για να καλύψουμε την απουσία;
«Απούσα η μορφή σου διαστέλλεται τόσο που γεμίζει το σύμπαν. Περνάς στη ρευστή κατάσταση των φαντασμάτων. Παρούσα, συμπυκνώνεται και αποκτάς το ειδικό βάρος των βαρύτερων μετάλλων, του ιριδίου και του υδράργυρου. Αυτό το βάρος με πεθαίνει καθώς πέφτει στην καρδιά μου», γράφει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ.
Κι όσον για κείνον που ποθεί, όπως παρατηρεί ο Μπαρτ, «το αντικείμενο της αγάπης είναι πάντοτε απόν κι από την ταραχή που φέρνει η απουσία, γεννιέται ο στεναγμός».
Γιατί είναι έρωτας αρπακτικό: και δεν κατανοεί, και δεν οικτίρει. Γιατί είναι ερωτάς απόλυτος: και δεν αρκείτε, δεν βολεύεται, δεν παζαρεύει. Γιατί είναι ο έρωτας πόλεμος: με την απούσα μορφή που διαστέλλεται και γεμίζει το σύμπαν. Που εξανεμίζει και αλλοιώνει τη γεύση των πραγμάτων.
Έτσι τώρα δεν είναι όπως πρώτα: ούτε η γεύση του καφέ, τα χρώματα της Ανατολής, η γεύση του αλκοόλ, η μελαγχολία της Δύσης.

Σ ΄αυτή την απουσία έχουμε ανάγκη παρουσίας, γιατί αυτή αποτελεί την χαμένη μας Εδέμ, τα χαμένα μας κομμάτια . Πως θα την αποκτήσουμε; Με κινητά τηλέφωνα που ψήνουνε καφέ και αυτοκίνητα που στριμώχνονται στους δρόμους. Εγώ δεν καταλαβαίνω.
Αυτοί, όμως, έχουν καταλάβει, που στο δρόμο το χάσαμε το σημαντικό και επιδιώκουν με το αζημίωτο να το αναπληρώσουν με ασημαντότητες. Με πληρωμένα προσχήματα προσπαθούν τάχατες να μας φέρουν κοντά.
Ακριβώς Κυρία μου «Όλα για ένα σύννεφο προκαταβολή. Στις 60 άτοκες θα έρθει η καταιγίδα. Δε μου αρέσουν οι ομπρέλες ή μη μόνον όταν φέρνουν κοντά δυο ανθρώπους με το πρόσχημα της βροχής. Θα μου πείτε, το «κοντά» χρειάζεται προσχήματα; Γιατί υπάρχει κάτι άλλο πια, που να μην τα χρειάζεται;»
Εκεί ποντάρουν…

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Εδώ μέσα κατοικώ

Εδώ σ’ αυτό το μικρό χώρο της στήλης κατοικώ. Εδώ ζω χωρίς τις προσωπίδες, που αναγκάζομαι κάθε μέρα να φοράω. Εδώ αναπνέω τον καθαρό αέρα, απαραίτητη προϋπόθεση, για να αντέξω τη μπόχα εκεί στον έξω κόσμο. Κάθε φορά, που με επισκέπτονται καινούργιοι φίλοι, νοιώθω την ανάγκη να μοιραστώ μαζί τους, κάποιες από τις στάσεις αυτής της υπέροχης διαδρομής. Ένα παλαιότερο κείμενο, διαπιστευτήριο αυτής της στήλης, που γράφτηκε εδώ και πολλά χρόνια, για σήμερα.
Μόνιμα αμυνόμενος σε μια κοινωνία, που με θέλει μετρημένο. Κομμένο και ραμμένο σε μέτρα πυγμαίου για ν’ αναλάβει εκείνη ως γίγαντας να με προστατεύσει.
Μια κοινωνία που προσπαθεί να μου προσάψει ενοχές και αμαρτίες.
Αλήθεια, τι θα πει αμαρτία; Ερώτηση, με κάθε δικαίωμα πονηριάς, που μου έδινε η παρορμητική ηλικία.

Μαζί της έφτιαχνα παραμύθια. Στο τέλος της διήγησης είχε καταλήξει στο συμπέρασμα. Σημασία έχει η πρόθεση...
«Βάλε στη ζυγαριά μια ληστεία που παραπέμπει στου Ρομπέν των Δασών το καιρό. Μια ελεημοσύνη που ζωντανεύει Φαρισαίο. Ντοστογιεφσκικούς φόνους που οδηγούν στο Θεό. Μοιχείες που ξεφυτρώνουν απ’ την λαχτάρα του έρωτα. Συζυγικές σταθερότητες που θυμίζουν εβραϊκές συναλλαγές. Αμαρτίες που οδηγούν στη λύτρωση. Αρετές που οδεύουν για εξαργύρωση στα κοινωνικά και δημόσια ταμεία. Ψέματα που αναζητούν την ψυχική θαλπωρή. Ειλικρίνειες που οδηγούν στην ταπείνωση. Πάθη που ευλογούνται. Και απάθειες που θυμίζουν ψυχική τεμπελιά».
Έτσι πέρναγε η νύχτα. Διώχναμε τα κακά πνεύματα ξορκίζαμε το καλό και το κακό.
Στη συνέχεια του απολογισμού της... «Ξημερώναμε γεμάτοι από άγιους φονιάδες, όσιες πόρνες και μαρξιστές ληστές».
«Ξημερώσαμε σ’ έναν κόσμο γεμάτο ψευδοπροφήτες και μεσσίες. Δειλούς και υπολογιστές συζύγους. Εμπόρους δασκάλους και παπάδες. Υποκριτές πιστούς. Φυτά - πολίτες και νεκρωζώντανους υπηκόους. Τα αργύρια της προδοσίας δεν οδηγούσαν τελικά στην συκιά αλλά στην καταξίωση».
Σημασία έχει η πρόθεση.
…………………………………………………………………………………………..
Ή πόλη είχε γεμίσει παράξενα υβρίδια. Ψιλοεκβιαστές, απατεωνίσκοι, αριβίστες, πολιτικοί φαφλατάνοι, ρουφιάνοι, γλείφτες, τοκογλύφοι, πολλοί μαλάκες, πουτάνες ψυχή τε και σώματι. Άχρωμοι και άοσμοι ζώντες οργανισμοί
Βυθίστηκα ξανά, σε μια κατάσταση γνώριμη. Μόνος μου, λες και δεν χωράω πουθενά. Σε κανέναν σύλλογο, σε καμία ομάδα, σε κανένα κόμμα.

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Νυκτερινή πτήση

Με ροζ η επικαιρότητα, επιχειρεί να καλύψει το μαύρο. το μαύρο που έχει σκεπάσει ολόκληρη την επικράτεια σπέρνοντας φόβο και πανικό. Δεν είναι τα νέα μέτρα, δεν είναι η αναμονή των χειρότερων, είναι η εξαφάνιση κάθε χρονικού ορίζοντα. Δεν υπάρχει τελειωμός, ούτε στάση, ατέλειωτη ανηφόρα.
Όταν συναντιούνται οι άνθρωποι κουνούν το κεφάλι, κανείς δεν αρθρώνει λέξη. Οι περισσότεροι δεν έχουν τι να πουν. Οι περισσότεροι δυσκολεύονται να ζήσουν.
Τι κάνουμε; Τι άλλο από μοναχικές πτήσεις. Αφού τόσα χρόνια δεν καταφέραμε, να συνεννοηθούμε, τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε ατομικά, όχι για να επιβιώσουμε, αλλά για να κερδίσουμε τη ζωή.
Σε τέτοιες ιδικές καταστάσεις, χρειάζεται κάποιες φορές να υπερβούμε τα εσκαμμένα. Αν κάποιοι καταφέρουν να ξυπνήσουν τον Γλάρο Ιωνάθαν, που κρύβουν μέσα τους, μαθαίνοντας να ιππεύον τους ανέμους … τότε… ο ορίζοντας δεν μπορεί να κρυφτεί.
«Ο Γλάρος Ιωνάθαν, πέρασε την υπόλοιπη ζωή του μόνος, αλλά πέταξε πολύ μακριά, πέρα κι από τους μακρινούς βράχους. Η μεγάλη του θλίψη δεν οφειλόταν τόσο στη μοναξιά, όσο στο ότι οι άλλοι γλάροι δεν θέλησαν να πιστέψουν στο μεγαλείο της πτήσης που τους περίμενε. Είχαν αρνηθεί ν’ ανοίξουν τα μάτια τους και να δουν.
Εκείνος πάλι κάθε μέρα, μάθαινε και πιο πολλά. Έμαθε ότι μια αεροδυναμική βουτιά με μεγάλη ταχύτητα μπορούσε να τον φέρει στις αγέλες των σπάνιων και γευστικών ψαριών, που συνωστίζονταν τρία μέτρα κάτω από την επιφάνεια του ωκεανού. Έμαθε πως δεν χρειάζονταν πια ψαρόβαρκες και μπαγιάτικο ψωμί για να επιβιώσει.

Έμαθε να κοιμάται στον αέρα και χαράσσοντας, μια νυχτερινή πορεία δια μέσου του θαλασσινού ανέμου, κάλυπτε εκατό μίλια από το ηλιοβασίλεμα μέχρι το χάραμα.
Ασκώντας τον ίδιο εσωτερικό έλεγχο, πετούσε μέσα από πυκνές θαλασσινές ομίχλες κι ανέβαινε ψηλά από πάνω τους σε αστραφτερούς, καταγάλανους ουρανούς … την ίδια ακριβώς στιγμή που όλοι οι άλλοι γλάροι στέκονταν στο έδαφος και δεν ήξεραν τίποτα άλλο εκτός από ομίχλες και βροχές. Έμαθε ακόμα να ιππεύει του δυνατούς άνεμους, που τον έφερναν βαθιά στο εσωτερικό της χώρας, όπου χόρταινε με διάφορα γευστικά έντομα.
Όλα όσα κάποτε οραματιζόταν για το σμήνος, τα κέρδισε μόνο για τον εαυτό του. Ο Ιωνάθαν ο Γλάρος, ανακάλυψε ότι η ανία, ο φόβος και ο θυμός, αποτελούν τις αιτίες, που ο βίος των γλάρων είναι τόσο σύντομος. Με αυτά τα συναισθήματα διωγμένα οριστικά από ο νου του, μπόρεσε κι έζησε μια μακρόχρονη και ευτυχισμένη ζωή.»

Πόσο ωραία είναι η κραυγή που μου χάρισε η σιωπή σου

Σανδάλια μου χάρισε η φίλη μου η άλεφ στα γενέθλια μου. «Τα σανδάλια» του Χόρκε Σεμπρούν. Ένα απόσπασμα που το κοινωνώ, γιατί όπως μου γράφει και η ίδια στο υστερόγραφο… «ευτυχώς που υπάρχει και η φιλία, αυτή η φιλία, και η ποίηση που δεν σ' αφήνει να πεθάνεις από αηδία! Ξεγυμνωτική εποχή! Θα τα δούμε όλα και όλους στις πραγματικές τους διαστάσεις και με το πραγματικό τους πρόσωπο, τελικά, θέλοντας και μη! Γιατί όχι; Από την τυφλότητα, καλύτερο το ξάφνιασμα, στο φινάλε το περάσμά τους το επέτρεψε από τη ζωή μας και ο αφελής εαυτός μας και η ζωή!»
«… τυχαίο, ακόμη μια φορά, και το ταλέντο δύο υπάρξεων υποφερτά φρικαλέων σημαδεύουν το πεδίο όπου παίζονται η κωμωδία, η ιλαροτραγωδία του ερωτισμού. Καληνύχτα, miss F. Θα διαλέξεις τη σειρά αύριο: talk or sex». Β.
Και καταλήγοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το φαξ που στέλνει ο άγνωστος για την ώρα εραστής που μονογράφει ως Β. στην άρτι αφιχθείσα σε εκείνο το πολυτελές ξενοδοχείο στη Βενετία άγνωστη, είναι σαν να οροθετεί το αίνιγμα αλλά και την λύση του, αυτής της φαινομενικά σύντομης, αλλά που κρατά όσο και η ιστορία του κόσμου, ερωτικής ιστορίας.
Και για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές διαθέτει είκοσι χρόνια βάθος. Διότι στα «Σανδάλια» του ο Χόρχε Σεμπρούν επέλεξε να συμπυκνώσει την αιώνια ιστορία ενός παράνομου έρωτα σε δυο βράδια, ήτοι εξήντα μία μόλις σελίδες.
Μια γυναίκα «με ωραιότητα εσωτερική και απαστράπτουσα», «διαθέσιμη και συγκρατημένη», με «κάποιες ρυτίδες γύρω από το βλέμμα, λεπτομέρειες μηδαμινές μα κραυγαλέες- ή μάλλον ικετευτικές» οι οποίες θα κάνουν τον πορτιέρη (και τον αναγνώστη) να καταλάβει ότι έχει σίγουρα πατήσει τα σαράντα, φορώντας ακόμα τα εκδρομικά παπούτσια του τένις, φτάνει και περιμένει έναν άντρα.
Είναι η Φρανς Μπάμπελσον, δικηγόρος, κάτοικος Νέας Υόρκης. Και περιμένει τον Μπερνάρ Μπορίς, δημοσιογράφο σε έρευνες και μεγάλα ρεπορτάζ, με ειδικότητα στα ντοκιμαντέρ να έρθει από το Παρίσι.
Από τις σκέψεις της Φρανς μαθαίνουμε ότι γνωρίστηκαν είκοσι χρόνια πριν, μια νύχτα του Αυγούστου. Βιώνοντας μαζί – και με τη μια- το απόλυτο παρόν «στην εφήμερη, άχρονη και ακόρεστη σχισμή του πόθου». Κατά κάποιον τρόπο «ανώνυμοι ο ένας για τον άλλο».

«Ποτέ στη διάρκεια εκείνων των ημερών της ερωτικής αγρύπνιας» «δεν είχε τεθεί μεταξύ τους ζήτημα μέλλοντος. Κανένα σχέδιο, κανένας ορίζοντας, καμία ψευδαίσθηση». Και έτσι κύλησε η ζωή τους. Με εκείνον στον γάμο του (εκείνη δεν τον διεκδίκησε), με εκείνη σε έναν άλλο γάμο (και μετά έξω απ’ αυτόν) και τώρα σε μια από τις κατά περιόδους παθιασμένες συναντήσεις τους, με σκοπό αυτή τη φορά να τον αποχαιρετήσει. Να του δώσει τα… σανδάλια στο χέρι.
Τα δικά της σανδάλια τα θυμήθηκε με το δεύτερο φαξ του πως φθάνει, «εκλεπτυσμένα σανδάλια, με τακούνι και κορδόνια, που έδιναν αξία στους φινετσάτους αστραγάλους, στις λεπτές, τορνευτές γάμπες, τις απαλά γραμμωμένες».
Έτσι ανάμεσα στα… παπούτσια θα παιχτεί η ιστορία και υπό τους στίχους του Ρενέ Σαρ: «Ομορφιά, απόλυτή μου ευθεία, μέσ’ από τέτοιους άθλιους δρόμους, στο κατάλυμα μιας λάμπας κι ενός κλειστού κουράγιου, να ξεπαγιάζω, κι εσύ να ‘σαι η γυναίκα μου τον Δεκέμβρη. Η ζωή που μου μέλλει είν’ η όψη σου την ώρα που κοιμάσαι». Όταν άρχισαν όλα. Αλλά και τώρα δα: «Πόσο ωραία είναι η κραυγή σου που μου χαρίζει τη σιωπή σου!», που θα τελειώσουν και όλα.
Θα σημάνει φινάλε από εκείνα τα μοιραία σανδάλια, συγκεκριμένα «το τακούνι του όμορφου δεξιού σανδαλιού». Και η κραυγή που θα ακουστεί αυτή την φορά δεν θα είναι η συνήθης ηδονική κραυγή της και ναι, αυτός ο άντρας που έτρεξε να προϋπαντήσει στο ταξί, ήταν ο Μπερνάρ.
Ο Μπερνάρ που απ’ ότι θα μάθουμε είχε τον Σαρ, ερωτικό άσσο στο μανίκι.
Μια σύντομη, βίαιη, παθιασμένη ερωτική ιστορία από έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του κόσμου. Βαθύτατα υπαρξιακή και αποκαλυπτική: για την ψυχοσύνθεση της γυναίκας και του άντρα, για την φύση αυτής καθ’ εαυτής της επιθυμίας, για το ψέμα και την αλήθεια του έρωτα, για το βάσανό του, την κωμωδία του και την ιλαροτραγωδία. Για τον ερωτισμό του «μιλώ» ειδικά όταν τα μισά απ’ όσα λέω είναι ποίηση. Για όλη αυτή την «εγκεφαλική ηδονή» που μπορεί να κρατήσει εξίσου τους εραστές μια ζωή, όσο και όπως «η απόλυτη υποδούλωση στη σάρκα».
Υγ: ευτυχώς που υπάρχει και η φιλία, αυτή η φιλία, και η ποίηση που δεν σ' αφήνει να πεθάνεις από αηδία! Ξεγυμνωτική εποχή! Θα τα δούμε όλα και όλους στις πραγματικές τους διαστάσεις και με το πραγματικό τους πρόσωπο, τελικά, θέλοντας και μη! Γιατί όχι; Από την τυφλότητα, καλύτερο το ξάφνιασμα, στο φινάλε το περάσμά τους το επέτρεψε από τη ζωή μας και ο αφελής εαυτός μας και η ζωή! Αλλά η Κέρκυρα, όλα κιόλα, κουκλίτσα πάντοτε! Νάμαστε καλά βρε να θυμόμαστε την εποχή της άκρατης αφέλειας!

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...