Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Η αποκάλυψη της ευαισθησίας μας είναι δύναμη και όχι αδυναμία

Κόντρα στην καταιγίδα με ασκήσεις αποσυμπίεσης. Με μουσικές ταξίδια, με βιβλία με αφιέρωση στο αληθινό. 
Τι θα κάνουμε; Τόσα χρόνια, μάθαμε το δρόμο. “Η πραγματικότητα μας πληγώνει και ανοίγουμε λογαριασμούς με τον ουρανό ή τη θάλασσα. Που θα μας βρείτε; Στο βουνό ψηλά εκεί να ανεμίζουμε αετούς προσπαθώντας να ελαφρώσουμε, μήπως και καταφέρουμε να φύγουμε μαζί τους προς τα πάνω…”
Είναι κάποια πράγματα που δεν τα γράφει η ιστορία. Και όμως χωρίς αυτά, που προηγούνται των γεγονότων, η ιστορία δεν θα ήταν αυτή που ξέρουμε. Μια λέξη στη κατάλληλη στιγμή, μια σπίθα, αρκετή για ν’ ανάψει η φωτιά, και να κάψει ή να εξαγνίσει. Δυο άνθρωποι που «συνωμότησαν». Μια χρονική στιγμή που δεν θα μπορούσε να είναι άλλη, έγραψε μια μικρή ιστορία με άλλους ήρωες.Τις τελευταίες μέρες μέσα απ’ αυτήν εδώ τη στήλη έχω πολλές συναντήσεις. Άνθρωποι από διαφορετικές κατευθύνσεις, από διαφορετικούς κόσμους, από διαφορετικές ηλικίες, από διαφορετικές ιδεολογίες, από διαφορετικά ερεθίσματα, από διαφορικές ερμηνείες, ήρθαν να μου δώσουν το χέρι. Ύστερα από κάθε μετάγγιση δύναμης, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ξαναδιαβάσω τα κείμενα μου, αυτά που μου υπενθύμιζαν. Όχι δεν ένοιωσα σαν ένας μικρός τοπικός εθνικός ήρωας, ανακάλυψα όμως ότι τελικά, αυτός ο κατακερματισμός της κοινωνίας είναι πλασματικός. Δεν υπάρχουν εκλεκτές μειοψηφίες, αντίθετα, εκλεκτές πλειοψηφίες υπάρχουν, που έχουν υποστεί το βιασμό του «διαίρειν και βασίλευε». Άλλη μια αναθεώρηση στις τόσες της ζωής μου, άλλη μια οπισθοχώρηση του ΕΓΩ, που δεν υπήρξε και ο καλύτερος σύμβουλος αυτής της διαδρομής.
Όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος δεν είχε κοινό σημείο συνάντησης κάποιες αλήθειες ή ψέματα, αυτής εδώ της στήλης. Η ευαισθησία, που καθένας κρύβει μέσα του, βρήκε την αφορμή να αποδείξει, ότι η αποκάλυψη της, είναι δύναμη και όχι αδυναμία όπως του έμαθαν αυτοί που επιχειρούν να χτίσουν τον άνθρωπο από μάρμαρο.
Με δυνάμωσαν αυτά τα ετερόκλητα ζεστά χέρια. Με ανησύχησαν με μια άλλη έννοια, αυτήν της δημιουργίας.
«Εκείνη η προσωπική δικαιοσύνη, εκείνη η αληθινή μεταρρύθμιση που ξαναζωντάνεψε την πεθαμένη ευαισθησία, αυτά τα πράγματα είναι αλήθεια, η δική μας αλήθεια, η μοναδική αλήθεια. Τα υπόλοιπα στον κόσμο είναι τοπίο, κορνίζες που πλαισιώνουν τις αισθήσεις μας, βιβλιοδεσίες των όσων σκεφτόμαστε.
Τι σκέφτομαι; Τι θέλω; Αυτό που θέλω στ’ αλήθεια είναι να φύγουν τα άτονα σύννεφα που μουτζουρώνουν με μια γκρίζα σαπουνάδα τον ουρανό. Αυτό που θέλω είναι να δω το γαλάζιο να προβάλει ανάμεσά τους.





Αδιαχείριστες καταστάσεις ψυχής οι αποψινές

Το ημερολόγιο έδειχνε 12 Σεπτεμβρίου του 2012, εποχή κατάλληλη για να γραφτεί το παρακάτω, γιατί εγώ το θυμήθηκα στα μέσα Ιουλίου, με το θερμόμετρο να χτυπάει κόκκινο, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Είναι σαν εκείνα τα όνειρα που μας γεμίζουν απορίες. “Πως ήρθε στον ύπνο μου αυτό απόψε;”
«Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι». Αργά  και βασανιστικά, ξεκινάει «ο μεγάλος ερωτικός».
Στο περιθώριο ενός κατάλευκου εγγράφου, που έχω απέναντι μου και θέλει ν’ ανταμώσει με φράσεις, που να δίνουν λίγο μπόι σ’ αυτόν το ξεχασμένο εγωισμό, «Τι ρόλο παίζω;» και «Γαμώ τις ηλίθιες ευαισθησίες μου, που επιμένουν να με δείχνουν δυνατό», αυτός εκεί στην κόντρα «αν μ’ αγαπάς και είναι όνειρο ποτέ να μη ξυπνήσω, γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω…»
Αδιαχείριστες καταστάσεις ψυχής οι αποψινές.
Έχει δρόμο μέχρι το μεγάλο θυμό και ο χρόνος ο απαραίτητος, που ξέρεις, μπορεί να μας ξεφουσκώσει τα λάστιχα και να βρεθούμε κάπου στο πουθενά, με ένα γαμημένο παράπονο. Ανελέητο. Και αυτό να μείνει όπως τόσα, που έγιναν λήθη.
Ύστερα να μετράω ζωές που έζησα, μέσα από τις ζωές των άλλων.
Τίποτα δεν νοιώθω δικό μου απόψε.
Μια ζωή, πόσα παράπονα αντέχει; Πόση ανάσα μπορεί να δαπανήσει; Πόσο αλκοόλ να πιει και τι τσιγάρα να καπνίσει; Όλες οι απαντήσεις μου, στιγμές ήταν, που ο χρόνος δεν κατάφερε να τις ορίσει. Απέραντες στιγμές. Διαρκείας. Απόψε μοιάζουν να χορεύουν ένα ταγκό σαν εκείνο στο Παρίσι… Απόψε, που βρίσκομαι εκεί στου δρόμου τα μισά και προσπαθώ να τινάξω από πάνω μου όποια μάτια με λυτρώνουν, να φτάσω μέχρι τo ξέσπασμα του θυμού. «Η αλήθεια απεχθάνεται την καθυστέρηση» και η δική μου αλήθεια..., αλήθεια ήρθε πολύ καθυστερημένη.
Μόλις αναρτήθηκε στο διαδίκτυο λίστα  του ΣΔΟΕ με έλληνες πολιτικούς, που ελέγχονται για παράνομο πλουτισμό. Καμία εντύπωση. Άλλη μια καθυστερημένη αλήθεια και τα παράπονα και πάλι στο εαυτό μου, που τόσα χρόνια δεν κοίταζε  τα κεραμίδια…
Είναι από τις μέρες που δεν γράφεις για κανέναν  και όμως υπάρχει η βεβαιότητα ότι μέσα απ’ αυτές τις μπερδεμένες  λέξεις,  κάποιοι θα νοιώσουν το δικό τους αίμα να τις διαπερνά,  είναι αυτοί  που εύκολα  θα τις ξεμπερδέψουν.
Θα μπερδέψω τις λέξεις για να τις βάλουν στη σειρά τα άλλα χέρια, που περιμένουν κοιτάζοντας στον ουρανό τα σήματα καπνού από το δικό μου χέρι
Η κατάληξη σχεδόν πάντα η ίδια λες και την καθορίζουμε,  αισθανόμαστε την ήττα μέσα από την γενναιότητα. Όμορφοι και ηττημένοι, γιατί πως αλλιώς θα κερδίζαμε τον σεβασμό αλλά κι το φόβο, «…γιατί τίποτα σπουδαίο χωρίς το αίμα του, τίποτα μεγάλο χωρίς το νεκρό του…» 



Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Είναι Ιούλιος μη μας το χαλάς

Το κάνω πάντα, μπουχτίζω από τα δικά μου κείμενα και σταματάω. Και να έχω κάτι να πω δε θέλω. Φτάνει πια λέω. Όπως μιλάς για τις εμμονές των άλλων, έτσι θα λένε και για σένα. Αλήθειες είναι αυτά που γράφεις, στις μέρες μας όμως, άλλα έχουμε ανάγκη. Είναι Ιούλιος, μη μας το χαλάς. Κάτι πιο ανάλαφρο, πιο δροσερό, με μια δόση αλκοόλ να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Ας βιώσουμε το απόλυτο παρόν στην εφήμερη άχρονη και ακόρεστη σχισμή του πόθου. Κανένα σχέδιο κανένας ορίζοντας , καμία ψευδαίσθηση. Στα άσπρα σεντόνια η Βασιλική, πήρε την κόκκινη κορδέλα της και την έριξε σε ένα κορμί που καίει “Ας προχωρήσουμε εκεί  που δεν βλέπουμε. Στο θολό και έρημο τοπίο μιας επιλογής γενετήσιας και υπόδουλης σε όποιο πάθος μπορεί ένας άνθρωπος πάνω του να κουβαλά, γιατί τούτο το ένστικτο δεν είναι γεννημένος οδηγός. Δεν έχει δρόμο. Δεν έχει παρελθόν, μέλλον. Μόνο παρόν. Μόνο στιγμές. Τυλιγμένες σε κόκκινες κορδέλες. Για να τονίζουν το πάθος. Για να υπογραμμίζουν τον πόθο. Για να επιλέγονται χωρίς προφάσεις. Έντονο χρώμα για έντονες παύσεις. Κάπου εκεί ανάμεσα στα κορμιά.” Άλλωστε ο διακαής πόθος της ανθρωπότητας, η καημενούλα η συνουσία, αυτή είναι η μόνη υπεύθυνη για τις πόλεις και τους πολιτισμούς, για τους πολέμους και την ειρήνη για την ποίηση και την λογοτεχνία. Για μένα που κάθομαι ντάλα μεσημέρι με τον υδράργυρο να κτυπάει κόκκινο να γράφω. Και ότι σας έχω πει κατά καιρούς προφάσεις εν αμαρτία. Αυτό το ένστικτο είναι υπεύθυνο. Ακόμα και γι’ αυτούς που δεν το ξέρουν. Η έλλειψη της μπορεί να φέρει δεινά, σαν αυτά που βιώνει σήμερα η χώρα. 
Πως τους κόβετε; Πηδούν αρκετά; «Και σε ποιον δεν θα άρεσε να πει σε ένα τουρίστα από άλλον γαλαξία», γράφει ο Μπαρθ «στον πλανήτη μας κύριε, τα αρσενικά ζευγαρώνουν με τα θηλυκά. Επιπλέον απολαμβάνουν το ζευγάρωμα . Αλλά για πολλούς και διάφορους λόγους, δεν μπορούν, να το κάνουν όποτε, όπου και με όποιον θέλουν. Εξού και όλο αυτό το τρεχαλητό που παρατηρείς. Εξού ο κόσμος». Πολύ θεραπευτική άποψη!
Και ο αγαπημένος μου Βασίλης Αλεξάκης, εκεί εστίασε το πρόβλημα. Τρεις μήνες έκανε να γράψει τον πρόλογο στο βιβλίο «τα κορίτσια του Σιτυ μπουμ μπουμ».
« Να σας πω το πρόβλημα μου; Δεν γαμάω αρκετά! Σχεδόν καθόλου! Ονειρεύομαι να κάνω έρωτα μ’ ένα σωρό γυναίκες: με τη γειτόνισσα του επάνω ορόφου και με τη φίλη της, που είναι και οι δύο παντρεμένες, με τη γυναίκα του αρχισυντάκτη μου, μια μελαχρινή με γαμψή μύτη (έχω την εντύπωση ότι αρέσω περισσότερο στις γυναίκες που έχουν γαμψή μύτη), με τη σερβιτόρα ενός μπαρ, που βρίσκεται κοντά σ’ έναν παλιό εκδοτικό οίκο, με την Βαρβάρα Πέτροβνα, με τη μνηστή του σούπερμαν, με τη μαρκησία των αγγέλων, με την Νίκη της Σαμοθράκης, με την εκφωνήτρια του αεροδρομίου του Ορλύ, με την θαμμένη ζωντανή, με την κυρία Ρενό, τη δεσποινίδα Χέννινγκερ, με τα κορίτσια του Σιτυ Μπουμ Μπουμ…»
Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί, που σήμερα μας εξουσιάζουν ντόπιοι και ξένοι, δεν ονειρεύονται δεν φτάνει το μυαλό τους μέχρι την εκφωνήτρια του αεροδρομίου του Ορλύ. Λειτουργώντας πεζά κατ’ εντολή του γενετήσιου Ενστίκτου, πηδούν ένα ολόκληρο λαό, όχι όμως με τα δικά τους «προσόντα» αλλά με τα απαραίτητα βοηθήματα…
Θα συνεχίσουμε να κτίζουμε πόλεις, στηριζόμενοι πάντα στο βασικό ένστικτο. Στηριζόμενοι στη διαβεβαίωση που μας νανουρίζει. Στη διαβεβαίωση που μας διώχνει κάθε ενοχή, «όλα για τον έρωτα για τα βράδια τα αξημέρωτα»
Θα συνεχίσουμε τυλίγοντας σε μια κόλα χαρτί, όλα αυτά τα ασήμαντα που μας φοβίζουν. Αυτή η συναλλαγή δεν έχει το χρώμα του χρήματος. Δεν έχει κομμάτια από την καθημερινότητα που μας λερώνει. Έχει τις καλά φυλαγμένες λέξεις των υπογείων του μυαλού μας, που μπορούν να αποδώσουν το νόημα των αποθεμάτων της ψυχής. Η αριθμητική απαραίτητη για να καταδείξει το περίσσευμα σε όλο του το μεγαλείο. Της ψυχής!
«Ο έρωτα αγαπάει τους ανθρώπους πιο πολύ από όλους τους θεούς» γράφει στο «Συμπόσιον» ο Πλάτωνας. Με έρωτα, που όλα τα κακά σκορπά και δεν είναι λίγα στις μέρες μας θα πάρουμε τις απαραίτητες αναπνοές.
Από εκεί θα ξεκινήσουμε, από εκεί που φωτίσαμε τον κόσμο και ας έχει βαλθεί ο κόσμος σήμερα να μας κατασπαράξει.

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Ας επιστρέψουμε στον πληθυντικό

Για την πόλη που όλο και περισσότερο την πνίγει η μοναξιά, γράφαμε πέρσι τέτοιες μέρες, για την πόλη που οι πολίτες της αλληλοσπαράζονται σ’ έναν αιμοβόρο χαιρέκακο χορό γράφουμε σήμερα.
Για τη χώρα που επιτρέπει στους ενόχους της να ντύνονται αθώοι και με ψέματα και μίμηση συναισθημάτων να παίρνουν κόσμο στο λαιμό τους, γράφαμε πέρσι, για τους ίδιους ενόχους με άλλα προσωπεία γράφουμε σήμερα.
Το απέραντο εγώ κυβερνά τους επιθυμούντες την εξουσία και το ίδιο εγώ κυβερνά τους πολίτες της πόλης μας που βολεύονται καθένας για τον εαυτό του ή τη μικρή του ομάδα.
Κι αφού το εγώ ποτέ δεν υπηρετεί τις ανθρώπινες αξίες, αυτές υποσκελίζονται μπροστά στο στόχο. Ο σεβασμός στον συμπολίτη και ο σεβασμός στον πολίτη, κύρια αξία της δημοκρατίας, μοιάζουν να μην έχουν θέση σ’ αυτήν τη χώρα σ'αυτήν την πόλη. Ο χορός, όπως γράφαμε στήνεται γύρω από τα συντρίμμια ή από την επικείμενη κατάρρευση, δε στήνεται για να την προλάβει, αλλά για να την γιορτάσει. Έχασες εσύ για να κερδίσω εγώ. Όχι “χάσαμε”. Ο πρώτος πληθυντικός, μάλλον άγνωστη γραμματική φόρμα, για τους περισσότερους.
Γι’ αυτό επιμένω στις παρέες. Στις παρέες εκείνες που αντιστέκονται στο εγώ, στις παρέες εκείνες που έμειναν για πάντα στο εμείς. Γι’ αυτό, όπως επιμένει η φίλη του ραδιοφώνου «θέλω κόσμο πολύ κι ας μην ξέρω κανέναν τους, να περπατώ ανάμεσα σε σώματα που προχωρούν στο δικό τους πεπρωμένο να διασχίζω δρόμους που προπορεύονται και έπονται άλλοι κι ας μην ξέρω κανέναν κι ας μη μου μιλήσει κανείς. Είναι η ελπίδα πως ίσως... που ξέρεις… μπορεί… σ’ αυτή τη στροφή…. στην επόμενη... να περιμένει μια συνάντηση…», επιμένω κι εγώ μαζί της ότι ανάμεσα στον κόσμο του δρόμου, θα υπάρχουν κι άλλες παρέες.
Αυτό παραμένει ζητούμενου κι ας ντύθηκαν οι ένοχοι τα κουστούμια των αθώων, κι ας ανέβηκαν στη σκηνή της εξουσίας με δήθεν καινούργια προσωπεία, τίποτα δε μας πείθει ότι απέβαλαν το “εγώ” από τον προγραμματισμένο στο στόχο χαρακτήρα τους. Το ζητούμενο σήμερα είναι να δούμε τον κόσμο με άλλο μάτι, να δούμε τον κόσμο με τα μάτια των παιδιών, να δούμε τον κόσμο με συλλογική συνείδηση.
Αμυνόμαστε, υπερασπιζόμενοι ένα παλιό μοντέλο σ’ αυτόν το κόσμο το παλιό, που διψάει για περισσότερο δανεικό χρήμα, για περισσότερα αυτοκίνητα, για προϊόντα μιας χρήσης, για περισσότερη συσσώρευση ύλης, αντλεί στερεότυπα του παρελθόντος, με βασικό συστατικό την κοντόφθαλμη αντιμετώπιση των τρεχουσών αναγκών, που ήταν πάντοτε και θα συνεχίσουν.
Που είχαμε μείνει; Και δεν περιμένουμε την απάντηση, γιατί απλούστατα δεν θέλουμε να συνεχίσουμε από εκεί, αλλά από την αφετηρία, από εκεί δηλαδή που ξεκινάει κάθε όνειρο, με την πεποίθηση πάντα που δεν θα καταλήξει σε εφιάλτη…




Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Για τις άλλες εκπτώσεις ...

Ξεκίνησαν οι θερινές εκπτώσεις, εμείς που δεν είμαστε του εμπορίου θα μιλήσουμε για τις άλλες... Αντίστροφη με την πορεία η στάση μας. Όσο η κατάσταση χειροτερεύει, τόσο η παθητικότητα γίνεται κυρίαρχο στοιχείο.
Έχω την αίσθηση ότι η εκπαίδευση των ανθρώπων, να δέχονται ασυζητητί καθημερινές εκπτώσεις στη ζωής τους στηρίζεται στην επανάληψη. Μια κακή τηλεόραση, που κάθε χρόνο γίνεται και χειρότερη, άμεσα συνδεδεμένη με την εκάστοτε εξουσία (οικονομική και πολιτική), αποτελεί το βασικό μοχλό σ’ αυτήν την προσπάθεια υποταγής.

Έχουμε γίνει θεατές, μιας βασανιστικής μείωσης όλων των κεκτημένων. Έχω την αίσθηση ότι απλώς σχολιάζουμε, και περιμένουμε παθητικά το τέλος, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση δεν το γνωρίζουμε και ίσως και αυτός είναι ένας λόγος, του άνευ προηγουμένου εφησυχασμού.
Δυσκολεύομαι να βρω λέξεις, όχι για να περιγράψουν, άλλωστε λίγο η πολύ, έχουμε γίνει όλοι μάρτυρες της ζοφερής εικόνας. Έχουμε δεδομένα, που δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε. Ξέρουμε τι έφταιξε. Ξέρουμε τους θύτες. Το πρόβλημα βρίσκεται στα θύματα. Όλες οι φυλές του Φαραώ, που να βρεις δρόμο να τις βάλεις να τον περπατήσουν. Ο καθένας τραβάει τη μοναχική πορεία του, ακολουθεί την πεπατημένη του, υπερασπίζεται τα στενά του συμφέροντα.
Αυτές τις λέξεις δυσκολεύομαι να βρω. Λίγες σε μια σειρά που να σχηματίζουν μια πρόταση. Τι κάνουμε; Όλοι μαζί τι κάνουμε. Δεν ξέρω αν υπάρχουν αυτές οι λέξεις σήμερα, ή θα χρειαστεί να γραφτούν με αίμα για να αφυπνίσουν συνειδήσεις, να ενώσουν, τους ανθρώπους που υποφέρουν, να ενώσουν τα θύματα απέναντι στους θύτες. Δεν είναι ότι ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, μ’ αυτά που προηγήθηκαν, υπάρχει κατανόηση. Δεν μπορεί όμως, μέσα σ’ αυτή βαρβαρότητα να μην υπάρχει ένα σημείο επαφής. Να μην υπάρχει ένα σημείο, που να συναντηθεί ο πόνος, η δυστυχία, η ανάγκη. Τι πρέπει να γίνει δηλαδή, να συναντηθούμε όλοι στα συσσίτια, για να δώσουμε τα χέρια ή και εκεί θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε το διπλανό μας για τη μεγαλύτερη μερίδα;
ΟΧΙ δεν έχω τις λέξεις, που θα εμπνεύσουν, που θα ενώσουν, που θα στερήσουν το μαλακό υπογάστριο απ’ αυτούς που σήμερα το κτυπούν με όλα τα μέσα, ανελέητα.
Δεν έχω βρει τις λέξεις, για να πείσω τον ηλίθιο που άκουγα απόψε στην τηλεόραση, ότι ο μόνιμος, ο αορίστου, ο ορισμένου, ο του ιδιωτικού ή του δημοσίου, ο ελεύθερος επαγγελματίας, ο αγρότης, ο εργάτης, ο αστυνομικός, ο στρατιωτικός, ο δημοσιογράφος, ο επιστήμονας, όλοι εργαζόμενοι είναι.
Δεν έχω βρει λέξεις να τον βγάλω μέσα από το μικρόκοσμο του, να του πω πως οι διαχωρισμοί εφευρέθηκαν για τον κρατούν δέσμιο, σκλάβο μια ζωή.
Να του το πω, πως η διεκδίκηση, για τα δίκαια αίτημάτα του, δεν είναι προσωπική του υπόθεση. Τα χαρτιά που προσκόμισε για να διαχωρίσει τη θέση του, είναι κωλόχαρτα, στην καλύτεροι περίπτωση, στην χειρότερη τεκμήρια για τη θανατική του καταδίκη.
Αυτό είναι σήμερα το μεγάλο ζητούμενο, δυο τρεις λέξεις στη σειρά και κάποιοι, που θα μπουν μπροστά να τις φωνάξουν, για να γίνει η συνάντηση.













Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...