Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Και η τηλεόραση να παίζει…



Δεν πρόκειται  για κάποιο παλαιότερο κείμενο, που πέρασε απαρατήρητο.  Είναι  η  θέση  της πλειοψηφίας της κοινωνίας, που εκφράζει την αντίθεση της,  με τον τρόπο λειτουργίας της τηλεόρασης. Και όμως χρόνια τώρα όλα παραμένουν στη θέση τους. Η  τηλεόραση να  παίζει, ότι δεν θέλουμε. Και μείς να βλέπουμε εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια  μας και συγχρόνως την αποδοχή μας.  Πες πες, το συνηθίσαμε το ψέμα.      
Ας επανέλθουμε  για την τιμή των όπλων. Και για την ιστορία  όμως, που κάποια μέρα για όλα αυτά που διαδραματίζονται θα έχει μεγάλη πλάκα
Το να συγκρουστούμε κάποια στιγμή με το παρελθόν μας, είναι μια επώδυνη διαδικασία. Όταν έρθει η στιγμή να παραδεχτούμε λάθη, οι λέξεις βγαίνουν δύσκολα, βασανιστικά θα έλεγα. Πάντα στο τέλος υπάρχει μια μικρή δικαιολογία για να αμβλύνει τις εντυπώσεις. Σε καμία περίπτωση βέβαια, η εξομολόγηση δεν διαγράφει τις πράξεις μας, που αδίκησαν, που πόνεσαν που προκάλεσαν ζημιά στους γύρω μας, αλλά και στον ίδιο μας τον εαυτό. Δεν γράφω τίποτα καινούργιο προσπαθώ ξεκινώντας από τα αυτονόητα, να καταλάβω, τι είναι εκείνο που δίνει ασυλία στην τηλεόραση να λειτουργεί με τόση αναξιοπιστία απέναντι στους τηλεθεατές, χωρίς να νοιώθει ποτέ κανείς την ανάγκη να απολογηθεί για εκείνα που μας έλεγε χθες και για τα αλλά που μας λέει σήμερα. Βεβαίως η τηλεόραση δεν παίζει μονή της, ο καθένας για τον δικό του λόγο, συνωμοτεί, και συμφωνεί για το μεγάλο ψέμα που θα ξεγελάσει το τηλεθεατή.
Ιδιοκτήτες δημοσιογράφοι, παράπλευρα συμφέροντα και κυρίως πολιτικοί, έχουν συστήσει μια Ομερτά πίσω από το γυαλί, με σκοπό να εισπράξει ο καθένας το μερίδιο του. Άλλος την δόξα και άλλος το χρήμα!
Οι κατ’ εξακολούθηση παλινδρομήσεις απέναντι σε πολιτικά πρόσωπα, όταν δεν υπάρχουν παράπλευρα συμφέροντα, συνήθως εξαρτώνται από την ανανέωση χρόνου ομιλίας, που στην προκειμένη περίπτωση δεν στερεί στον ενδιαφερόμενο μόνο την δυνατότητα να προβληθεί, αλλά μέχρι τη στιγμή της επόμενης κατάθεσης, εισπράττει τόνους λάσπη, που θα ξεπλυθεί μόνο όταν θα τακτοποιηθεί οικονομικώς.
 

Βεβαίως και δεν ανακάλυψα την Αμερική, όμως απορώ πως αυτή η παρωδία αντέχει στο χρόνο όταν είναι πρόδηλο και στον πιο ανυποψίαστο τηλεθεατή, ότι δεν μπορεί αυτός που μέχρι χθες ήταν ανίκανος επικίνδυνος διαπλεκόμενος, μέσα σε μια μέρα να μεταμορφώνεται σε άξιο ηγέτη. Δεν μπορεί αυτός που μέχρι χθες έλεγε όλα αυτά, ο ίδιος χωρίς να κοκκινίζει με την άνεση που του δίνει η σιωπηρή αποδοχή, να λέει σήμερα ακριβώς τα αντίθετα.
Πάμε παρακάτω. Ποιος έχει σειρά. Ο άλλος πλήρωσε ότι είχε να πληρώσει τελείωσε.
Η τηλεόραση λειτουργεί λες και έχει πάρει απαλλαγή από την ιστορία. Κινδυνεύουμε να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχει παρελθόν, γινόμαστε συνένοχοι σε μια διαδικασία που νομιμοποιεί τη λήθη για ότι εγκληματικό έχει διαπραχθεί.
Για να μην υπάρχει δικαιολογία απώλειας μνήμης θυμίζουμε: «εδώ και ένα χρόνο, δεν λιβανίζατε αυτόν που σήμερα προσπαθείτε να κρεμάσετε;»
«Εδώ και ένα χρόνο…» μακρόσυρτη απάντηση, λες και ανατρέχουμε στα βάθη των αιώνων». Η τηλεόραση δεν έχει παρελθόν. Ότι συνέβη χθες σβήνεται με τη γομολάστιχα του σήμερα και το σήμερα με του αύριο.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Είναι της κυβερνήσεως



Βέρος νεοδημοκράτης, ξεχασμένος στο δικομματισμό,  κατά την προσφιλή συνήθεια των χρόνων που προηγήθηκαν, έριχνε τα βάρη για σημερινές πράξεις,  σε στέλεχος  του ΠΑΣΟΚ. «Μα είναι της κυβερνήσεως», του απάντησα… Φαντάζομαι ότι θα είναι από τους λίγους αμετανόητους,  των τριών πλευρών,  που συγκροτούν την   κυβέρνηση «σωτηρίας»  της χώρας και της καταστροφής του Λαού.
Έχει πλάκα όμως,  όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με τέτοια φαινόμενα, που θυμίζουν εκείνα τα ένδοξα χρόνια του ψυχρού πολέμου, μεταξύ  του μπλε και του πράσινου. 
Υπήρχε μια εναλλαγή τότε,  που έσπαζε τη σημερινή ρουτίνα, αυτού του μονόχρωμου μίγματος. Μπλε της δεξιάς της πατρίδας, πράσινο του ΠΑΣΟΚ της ελπίδας,  με λίγες σταγόνες ροζ της αριστεράς της προσκολλήσεως.  Αποτέλεσμα ένα μαύρο και άραχνο.
Όσο καλοπροαίρετος και να είσαι,  δεν μπορεί να μην αντιληφτείς, ότι αυτή η τριάδα τείνει να εξελιχτεί σαν την αγία τριάδα, «ομοούσιος και αχώριστος».  Ελάχιστος χρόνος χρειάστηκε  για να μιλήσουν την ίδια γλώσσα,   για να στηρίξουν τις ίδιες θέσεις,  για να  κατασκευάσουν   από τα ίδια φθαρμένα υλικά  του παρελθόντος, ένα νέο μοντέλο για να κερδίσουν,  όσο περισσοτέρου χρόνο στην εξουσία.  Και αυτή την αγάπη προς την εξουσία την δείχνουν με κάθε τρόπο, ακόμα και όταν γκρινιάζουν.


Οι περισσότεροι υποστηρικτές αυτού του εγχειρήματος το έχουν αποδεχτεί,  φορώντας το  καινούργιο τους κουστούμι χρώματος μαύρου, οι άλλοι, σαν το φίλο παραπάνω, που ξεχάστηκε στα παλιά,  επιμένουν στα κλασσικά χρώματα και αποτελούν  βεβαίως εξαιρέσεις,  για να επιβιώνουν τον κανόνα.
Μπροστά σ’ αυτά τα αδιέξοδα που έχει δημιουργήσει η κρίση της πολιτικής και η έλλειψη ιδεολογικού προσανατολισμού, διαδραματίζονται γεγονότα, που ολοένα ενισχύουν την θέση, ότι η εξουσία μπορεί να συντηρήσει ακόμα και ερείπια
Όσο  για μας, μείναμε να μετράμε ήττες.  Τώρα που το σκάφτομαι εκείνη τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης αν  είχα διαλέξει πράσινο ή μπλε και δεν με τραβούσε το κόκκινο, για το κόμμα και κίτρινο για την ομάδα, τώρα θα ήμουν πρωταγωνιστής.  Για την ώρα  στο περιθώριο και από φέτος και στην Γ΄ Εθνική.
Ευτυχώς διαλέξαμε ωραίες λέξεις και  μ’ αυτές θα συνεχίσουμε. Δρόμος, Ταξίδι,  Αγάπη Χαρά.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Η ιστορία τους γνωρίζει



Είχα ξεκινήσει   ένα  κείμενο, με τίτλο «πλακά έχει η ιστορία». Και έχει πλάκα αφού με όλους αυτούς που διαχειρίστηκαν τις τύχες αυτής της χώρας,  ως εκ θαύματος, ακόμα υπάρχουμε. Διάβαζα για τις μέρες και τα έργα, εκείνων που κλήθηκαν ή «αυτοπροτάθηκαν» να ηγηθούν, της προσπάθειας ανόρθωσης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.  Ιστορίες για γέλια και για κλάματα.
Θέλει χρόνο η συνέχεια που σήμερα δεν έχω. Αντί αυτού ένα παλαιότερο με  τίτλο «Όλα τα γνωρίζει η ιστορία».  Γράφτηκε πριν δώδεκα  περίπου χρόνια σε μια μικρή σατυρική εφημερίδα της Ημαθίας. Αναφέρεται στην εκεί πόλη. Το αφιερώνω σ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν ιστορία, για να τους επισημάνω, ότι η ιστορία τους γνωρίζει και έχει αφήσει χώρο στις μαύρες σελίδες της.
«Να πρόκειται για απόπειρα εισαγωγής μιας νέας αντιλήψεως του χρόνου της μικρής επαρχιακής μας πόλης; Όπως π.χ., επί Κλαυδίου, επί Τιβερίου ή επί Χαλίλ Αλή Μπέη, που διετέλεσε Δήμαρχος Βεροίας, την τετραετία 1912-1916 και επανεξελέγη αργότερα της πόλης ήδη ... «ελευθερωθείσης»;
Μήπως πρόκειται για απόπειρα αποθεώσεως του συμπτωματικού;
Μιας μαρμάρινης αθανασίας;
Κάποια προσπάθεια νοσφισμού αιώνιας δόξας;
Μήπως οφείλεται στην περίσσεια μαρμάρου των μαρμαρογλυφείων μιας πρώην δημοτικής επιχείρησης νυν χρεοκοπημένης, ώστε να αποτελέσει μνημείο συμβολισμού και απτό παράδειγμα για τις επερχόμενες γενιές, του πώς μια ολόκληρη πόλη, πληρώνει, υπέρ βωμών και μεγαλοϊδεατισμών, το... μάρμαρο της επιχειρηματικής φαντασιοπληξίας κάποιων δημάρχων;
Ας μην πλανώνται ορισμένοι «πλάνην οικτράν».
Μπορεί οι άνθρωποι να μη γνωρίζουν ιστορία, η ιστορία όμως, γνωρίζει τα πάντα.
Σκεφτείτε για παράδειγμα, ότι η ιστορία γνωρίζει πόσα ακριβώς τάλαντα στοίχιζε κάθε κυβικό μέτρο δρυός, τον 5ο προ Χριστού αιώνα (!), όταν οι Αθηναίοι ζητούσαν ν’ αγοράσουν ξυλεία απ’  τους Μακεδόνες και τους Θράκες, για να κατασκευάσουν τα καράβια τους. Γνωρίζει μέχρι και το ύψος της προμήθειας που καταβάλλονταν στους μεσάζοντες...
 

Γνωρίζει η ιστορία, επομένως, και, κατά μείζονα λόγο!
Ποιος υπήρξε έντιμος!
Ποιος είχε όραμα!
Ποιος ήταν φαύλος και ποιος ενέδωσε στην χρησιμοθηρία της εξουσίας!
Ποιος αλλοτριώθηκε για προσωπικά συμφέροντα και ποιος ήταν δίκαιος και πόσο.
Γνωρίζει πολύ καλά η ιστορία τους άφρονες, αυτούς που επέβαλαν επαχθείς φόρους, τους ακόλαστους, τους συνετούς.
Όλα τα γνωρίζει η ιστορία...
Κι όποιος δεν ενδιαφέρεται για το «τι γνωρίζει η ιστορία», ας το πει ευθέως και ευθαρσώς.
Ας πει, λοιπόν, «Δεν μ’  ενδιαφέρει τι θα γράψει η ιστορία» κι ας ομολογήσει μόνος του τον οπορτουνισμό, τον μηδενισμό ή την ελαφρότητα με την οποία είδε τα πράγματα. Αργά ή γρήγορα θ’ αναγκαστεί να τα ομολογήσει και στη συνείδησή του. Αν έχει.
Επιτέλους κάποιος πρέπει να μιλήσει με λόγια σταράτα για την διασπάθιση του χρήματος, τον ορυμαγδό των κατατμήσεων, των απευθείας αναθέσεων, για τις αδιαφανείς διαδικασίες για τα έργα που γίνονται «μόνο για γίνουν», χωρίς κανένα σχεδιασμό, χωρίς μελέτες με μοναδικό κίνητρο «να βουλώσουν οι τρύπες των προϋπολογισμών και των χρηματοδοτήσεων». Κάποιος πρέπει να περιγράψει το κιτς και τον βιασμό του παρθένου περιβάλλοντος από τον αποικιοκρατικό επεκτατισμό του τσιμέντου. Κι αφού δεν ισχύει πια η τιμωρία της κακογουστιάς όπως στην αρχαία Ελλάδα, ας επιληφθεί ο εισαγγελέας των οικονομικών ατασθαλιών, των πλαστογραφήσεων και των κραυγαλέων παραβάσεων. Είναι ώρα...»
Αυτά για την ιστορία, που έτσι και αλλιώς έχει πλάκα…    

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Η Γιουροβίζιον δεν περιποιεί τιμή για την Ευρώπη



Δεν χρειάζεται να γράψουμε  κάτι καινούργιο για  την Γιουροβίζιον. Ακόμα  και οι προσπάθειες που πάνε  κόντρα στο συρμό, σκοπιμότητες εξυπηρετούν.    Για την Ελλάδα δεν θα κάνω ιδιαίτερη αναφορά, ένα κομμάτι της ασκήμιας, άλλωστε είναι η εκάστοτε  συμμετοχή της.   Αν αυτός ο διαγωνισμός αποτελούσε κίνητρο για μουσικές δημιουργίες,  σήμερα η Ευρώπη δεν θα είχε μουσική. Ευτυχώς, που ακόμα και αυτοί που το παρακολουθούν  στην τηλεόραση -   και είναι πολλοί  - οι περισσότεροι  δεν τον αποδέχονται.   Ο συντονισμός όμως απέναντι σ’ αυτήν την βλακεία εκατομμυρίων τηλεθεατών,   θα πρέπει να μας ανησυχεί. Και θα πρέπει να μας ανησυχεί γιατί σιγά σιγά η σαχλαμάρα γίνεται εθνικό ζήτημα και απειλεί να στραγγαλίσει ότι καινούργιο γεννιέται. Ορθά η Μαριάννα Τζιαντζή  σε παλαιότερο άρθρο της  αναφέρει «Ο γυμνός βασιλιάς δεν είναι ο τραγουδιστής, αλλά η κυρίαρχη ευρωπαϊκή τάξη που παρελαύνει καμαρωτή με τα (ανύπαρκτα) καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα».
Δεν θα πέσω στην παγίδα συμβάλλοντας έστω και με αρνητική κριτική σ’ αυτήν την αθλιότητα. Και φέτος όπως και παλαιότερε,   ένα ποίημα του Πάμπλο Νερουδα,  κόντρα, στις λογικές του μεσαίωνα,  έρχεται να μας υπενθυμίσει,  τι σημαίνει πολιτισμός.
«Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο «ι» αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια, που μετατρέπουν ένα χασμουρητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να χτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.
 

Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του, να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτα του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για την τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.
Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής».
«Όταν ο Λαός εκπαιδεύεται να καταναλώνει μουσικά σκουπίδια, εύκολα μπορεί να συμβιβαστεί με κάθε είδους πολιτική απρέπεια. Η συλλογική συμφιλίωσή μας με την ασχήμια είναι ένα ασφαλές βήμα, για τη συμφιλίωση μας με την αδικία, την εκμετάλλευση, την αδράνεια τον εφησυχασμό, τον παραλογισμό, την παρακμή…»

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...