Ένας
μικρός ιός, αόρατος δια γυμνού οφθαλμού,
αρκεί για να πατήσει, απότομο φρένο η
υφήλιος. Όλα
αναβάλλονται, όλα
αναστέλλονται, χωρίς
χρονικό ορίζοντα. Και εκείνα τα
μεγαλεπήβολα σχέδια
με αυστηρά χρονοδιάγραμμα, θα πάνε
πίσω, πόσο πίσω; Ο
κορονοϊός
ξέρει.
Πόσο
αδύναμοι μπροστά στη φύση. Πόσο
πιο μικροί από τον αόρατο δια γυμνού
οφθαλμού εχθρό.
Μην
σας ξεγελάει ο πρόλογος, δεν έχω καμία
πρόθεση
να προσθέσω
κάτι
για αυτό το
κακό που μας βρήκε. Αυτό είναι δουλειά
της επιστήμης. Για
το χρόνο ήθελα
να γράψω. Για
το χρόνο που τρέχει και τρέχουμε και
μεις.
Ούτε
ένα δευτερόλεπτο κενό. Πρόγραμμα ακόμα
και στο ύπνο. Με θεωρίες άλλοθι και μια
ζωή κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μας.
Το διαπιστώνουμε αυτό στα όνειρα μας,
τινάζοντας
ξαφνιασμένα το κεφάλι μας, μισό
λεπτό να θυμηθώ τι έκανα... και τίποτα
δεν έκανα.
Στη
ζωή μας την άκρως βιαστική, θα μας
υπενθυμίσει ο Κούντερα, ότι αυτό που
βιώνουμε είναι «μη ικανοποίηση» και
«λήθη» γιατί υπάρχει ένας σύνδεσμος
κρυφός μεταξύ της βραδύτητας και της
μνήμης και μεταξύ της ταχύτητας και
της λήθης. Στις ώρες της περισυλλογής,
μετράμε όλοι μας μια λευκή γραμμή: μισό
λεπτό να θυμηθώ τι έκανα! Και τίποτα
δεν έκανα! Διότι τίποτα δεν είναι για
να μείνει.
«Γιατί
χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας;Που είναι
οι παλιοί αργόσχολοι, αυτοί οι φυγόπονοι
ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτοί οι
πλάνητες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο
και κοιμούνται στο ύπαιθρο; Άραγε
χάθηκαν μαζί με τους χωματόδρομους,
μαζί με τα ξέφωτα, μαζί με τι φύση;»
Σε
ένα κόσμο που χάνει τη μνήμη του, αποκτά
η ζωή σχεδόν την ταχύτητα του φωτός.
Γίνεται δηλαδή ένα τίποτα.
Και
η μοναξιά, δεν επιλέγεται, επιβάλλεται.
Διότι «όμοιος στον όμοιο» και αγαπάμε
όχι ό,τι αξίζει αλλ’ ό,τι μας μοιάζει».
Έχοντας μπει σε μια τροχιά, που να
ξεβολευττούμε τώρα. Μονάχα η τελεία, η
πικρή κι ακατανόητη κι ασύλληπτη εκεί
στην άκρη. Φρένο καταναγκαστικό. Και
ο κορονοϊός…
που αυτές τις μέρες με προφυλάσσει από
τη
βιασύνη, να προφτάσω το χρόνο, που
τρέχει, πιο γρήγορα όσο μεγαλώνω, και
με αναγκάζει να τρέχω και εγώ μαζί του
αντιστρόφως ανάλογα, από τα χρόνια που
με βαραίνουν.