Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Φρένο καταναγκαστικό


Ένας μικρός ιός, αόρατος δια γυμνού οφθαλμού, αρκεί για να πατήσει, απότομο φρένο η υφήλιος. Όλα αναβάλλονται, όλα αναστέλλονται, χωρίς χρονικό ορίζοντα. Και εκείνα τα μεγαλεπήβολα σχέδια με αυστηρά χρονοδιάγραμμα, θα πάνε πίσω, πόσο πίσω; Ο κορονοϊός ξέρει. Πόσο αδύναμοι μπροστά στη φύση. Πόσο πιο μικροί από τον αόρατο δια γυμνού οφθαλμού εχθρό.

Μην σας ξεγελάει ο πρόλογος, δεν έχω καμία πρόθεση να προσθέσω κάτι για αυτό το κακό που μας βρήκε. Αυτό είναι δουλειά της επιστήμης. Για το χρόνο ήθελα να γράψω. Για το χρόνο που τρέχει και τρέχουμε και μεις.
Ούτε ένα δευτερόλεπτο κενό. Πρόγραμμα ακόμα και στο ύπνο. Με θεωρίες άλλοθι και μια ζωή κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μας. Το διαπιστώνουμε αυτό στα όνειρα μας, τινάζοντας ξαφνιασμένα το κεφάλι μας, μισό λεπτό να θυμηθώ τι έκανα... και τίποτα δεν έκανα.
Στη ζωή μας την άκρως βιαστική, θα μας υπενθυμίσει ο Κούντερα, ότι αυτό που βιώνουμε είναι «μη ικανοποίηση» και «λήθη» γιατί υπάρχει ένας σύνδεσμος κρυφός μεταξύ της βραδύτητας και της μνήμης και μεταξύ της ταχύτητας και της λήθης. Στις ώρες της περισυλλογής, μετράμε όλοι μας μια λευκή γραμμή: μισό λεπτό να θυμηθώ τι έκανα! Και τίποτα δεν έκανα! Διότι τίποτα δεν είναι για να μείνει.
«Γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας;Που είναι οι παλιοί αργόσχολοι, αυτοί οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτοί οι πλάνητες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στο ύπαιθρο; Άραγε χάθηκαν μαζί με τους χωματόδρομους, μαζί με τα ξέφωτα, μαζί με τι φύση;»
Σε ένα κόσμο που χάνει τη μνήμη του, αποκτά η ζωή σχεδόν την ταχύτητα του φωτός. Γίνεται δηλαδή ένα τίποτα.
Και η μοναξιά, δεν επιλέγεται, επιβάλλεται. Διότι «όμοιος στον όμοιο» και αγαπάμε όχι ό,τι αξίζει αλλ’ ό,τι μας μοιάζει». Έχοντας μπει σε μια τροχιά, που να ξεβολευττούμε τώρα. Μονάχα η τελεία, η πικρή κι ακατανόητη κι ασύλληπτη εκεί στην άκρη. Φρένο καταναγκαστικό. Και ο κορονοϊός… που αυτές τις μέρες με προφυλάσσει από τη βιασύνη, να προφτάσω το χρόνο, που τρέχει, πιο γρήγορα όσο μεγαλώνω, και με αναγκάζει να τρέχω και εγώ μαζί του αντιστρόφως ανάλογα, από τα χρόνια που με βαραίνουν.








Θα μείνω εντός

Θα μείνω εντός, όχι στην κιβωτό, από εκεί έτσι και αλλιώς δεν το κουνάω, στο θέμα. Θα μείνω εντός για όσο χρειαστεί. Θα διατηρήσουμε ζεστό το κάλεσμα, με κείμενα συναφή, μπας και καταφέρουμε να κτυπήσουμε κάποια κρυμμένη φλέβα ευαισθησίας.


Δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Δυσκολεύομαι να βρω λέξεις, όχι για να περιγράψουν, άλλωστε λίγο η πολύ, έχουμε γίνει όλοι μάρτυρες της ζοφερής εικόνας, της ίδιας της πραγματικότητας. Έχουμε δεδομένα, που δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε. Ξέρουμε τι έφταιξε. Ξέρουμε τους θύτες. Το πρόβλημα βρίσκεται στα θύματα. Όλες οι φυλές του Φαραώ, που να βρεις δρόμο να τις βάλεις να τον περπατήσουν. Ο καθένας τραβάει τη μοναχική πορεία του, υπερασπίζεται τα στενά του συμφέροντα. Τι κάνουμε; Όλοι μαζί τι κάνουμε. Δεν ξέρω αν υπάρχουν αυτές οι λέξεις σήμερα, ή θα χρειαστεί να γραφτούν με αίμα για να αφυπνίσουν συνειδήσεις, να ενώσουν, τους ανθρώπους που υποφέρουν, να ενώσουν τα θύματα απέναντι στους θύτες. Δεν είναι ότι ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, μ’ αυτά που προηγήθηκαν, υπάρχει κατανόηση. Δεν μπορεί όμως, μέσα σ’ αυτή βαρβαρότητα να μην υπάρχει ένα σημείο επαφής. Να μην υπάρχει ένα σημείο, που να συναντηθεί ο πόνος, η δυστυχία, η ανάγκη.

Άλλη μια άνοιξη. Άλλη μια επανάληψη…

Η επανάληψη, μας κάθεται στο στομάχι και όσο τα χρόνια περνούν η ιστορία μας αναγκάζει στο αναμάσημα των ένδοξων χρόνων της νεότητας μας. Κάθε χρόνο, όλο και πιο βαρύ στομάχι. Δυστυχώς η ανανέωση δεν μπορεί να γίνει με παλιές φωτογραφίες. Γράφτηκε το 1999. Είκοσι χρόνια σαν νερό πέρασαν, και ακόμα το συζητάμε...

Άλλη μια άνοιξη και καμιά εξέλιξη. Άλλη μια επανάληψη. Χρόνια τώρα σκάβουμε επί τόπου, στο ίδιο μαύρο χώμα. Ο λάκκος κοντεύει να μας σκεπάσει και εμείς όλο και πιο βαθιά. Αρχίσαμε με δραστήρια χέρια και διάθεση πολλή. Με φλογερά μάτια, ανέμελα ρούχα, γένια και μακριά μαλλιά. Με πολλά οράματα και την αφίσα του Τσε πριν γίνει μόδα κρεμασμένη στη ψυχή μας.
Εκείνη η παρέα είχε σκορπίσει, δυο, τρεις βρισκόμαστε που και που.
Εκείνο το βράδυ είχαμε μαζευτεί στο σαλόνι. Πίναμε κρασί και καπνίζαμε. Άλλη μια άνοιξη και καμιά εξέλιξη. Άλλη μια επανάληψη. Το ύφος δεν είχε αλλάξει, και μπορεί να είμαστε σήμερα από σαράντα μέχρι πενήντα, διαθέτουμε όμως όλη εκείνη την εμπειρία του παλιού ιδεολόγου συνωμότη. Η συζήτηση είχε ανάψει, το κρασί και ο καπνός είχαν διώξει τις ανέσεις του σύγχρονου τοπίου. Στη σπαρτιάτικη φοιτητική γκαρσονιέρα, να παρακολουθούμε την εξέλιξη της εξέγερσης του Μάη του 1968 και να κάνουμε σχέδια για την ανατροπή της χούντας. Το πάθος, η οργή, ο ενθουσιασμός και η πίκρα, που κυριαρχούσαν στην αναπαράσταση θα μπορούσαν να ξεγελάσουν και τον πιο υποψιασμένο. Πως θα μπορούσε όμως να γίνει μια συζήτηση, από παλιούς πρωταγωνιστές χωρίς να δημιουργηθεί ένα τέτοιο κλίμα; Με όλα αυτά και ας ήταν "δήθεν".
Μετά τις απαραίτητες αντεγκλήσεις, η ώρα της αυτοκριτικής. Τι έφταιξε; Ποια λάθος γραμμή τραβήξαμε; Τι έπρεπε να ακολουθήσουμε; Στο τραπέζι τώρα ο καθένας εισέπραττε τα λάθη του, και φορτώνονταν τις ευθύνες. Μαλώναμε κιόλας για να γίνουμε πιο πιστευτοί, έτσι όπως παλιά, μόνο που έλειπε το συναισθηματικό αντίκρισμα. Το γνωρίζαμε όλοι στην παρέα, ο καθένας όμως ξεχωριστά. Την ήττα ποτέ δεν θα την παραδεχτούμε.
Οι περισσότεροι από την παρέα των οδοφραγμάτων ασχολούνται με τα οικονομικά και επενδύουν στο χρηματιστήριο. Άλλοι έχουν γίνει νεορθόδοξοι ή χορτοφάγοι, οικολόγοι και οπαδοί του Δαλάι Λάμα. Κάποιοι δεν μπορούν να σηκώσουν κεφάλι από τις αναποδιές και εμείς εδώ να βρισκόμαστε κάθε τόσο και να αναμασάμε τις αναμνήσεις.
Η σημερινή δημοκρατία δεν μας εμπνέει την έξαρση για κάποια δράση, ένα σκαλί πριν το 2000 και ο καινούριος αιώνας θα μας βρει ανόρεχτους και σαστισμένους σαν παιδιά που ορφάνεψαν νωρίς.
Εκείνο το βράδυ η επανάσταση του σαλονιού πνίγηκε στο "μοσχοφύλερο" Συζητήσαμε, διαφωνήσαμε, τσακωθήκαμε, τραγουδήσαμε και θα το επαναλάβουμε.
Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, οι αναμνήσεις μου βάραιναν το στομάχι, αναζήτησα επειγόντως μια σόδα, είχα ξεχάσει το ψητό αρνί, που είχε προηγηθεί της επαναστατικής πράξης... 

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Που κρύβεται η αλήθεια

Σενάρια συνωμοσίας, βλέπουν το φως της δημοσιότητας, με αφορμή τα γεγονότα που διαδραματίζονται στον Έβρο. Σε αρκετά Μ.Μ.Ε και κυρίως στα πρόσφορα χωράφια των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, ανθίζουν ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Που κρύβεται η αλήθεια;
Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη το παραμύθι και αυτή την ανάγκη έρχεται να καλύψει με τον καλύτερο τρόπο, ο βομβαρδισμός πληροφοριών και αποκαλύψεων της μισής πάντοτε αλήθειας, που εκπορεύεται μέσα από μια διαδικασία των ισχυρών, συνεπικουρούμενη από τα Μ.Μ.Ε. και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Είναι τόσος όγκος των πληροφοριών που οι αληθινές φωνές χάνονται μέσα στο βουητό, μπερδεύονται στο πλήθος.
Οι πολίτες δεν έχουν ανάγκη όλη την αλήθεια, για να ζήσουν, υποστηρίζει ο ρεαλισμός της «πολιτικής|», αντίθετα η μασκαρεμένη αλήθεια, η κατακερματισμένη πληροφόρηση, η φαλκιδευμένη ανακοίνωση, τους είναι πιο απαραίτητες.
Η ιστορία μας έχει δείξει ότι γεγονότα, που διαδραματίστηκαν κατά τον παρελθόν χρειάστηκαν να περάσουν δεκαετίες για να μπορέσουμε να τα προσεγγίσουμε. Χρόνος ικανός για να σβήσει το πόνο και να αποτρέψει τον Λαό να ταυτισθεί μαζί τους. Έτσι, όπως υποστηρίζει ο Κωστής Παπαγιώργης, «ποτέ ο Αμερικανός πολίτης δεν ταυτίσθηκε με τις αγριότητες του Βιετνάμ, οι Γερμανοί με τα κρεματόρια, οι Γάλλοι με τις σφαγές στην Αλγερία, οι Έλληνες με τις ωμότητες του ’22. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία σαν τερατώδης οργανισμός, ο,τι και αν καταπιεί, έχει ανάγκη να κρατάει πάντα το σάλιο της καθαρό. Γνωρίζει τις πληροφορίες για τα σάπια κρέατα, αλλά η μπουκιά της παραμένει μυστηριωδώς αγνή».
Σήμερα ενώ αλλεπάλληλα ρεπορτάζ ξεσκονίζουν το γεγονός, συνταρακτικές αποκαλύψεις μας δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι μαθαίνουμε την αλήθεια, τα «όλα στο φως» τα σκεπάζει, βαθύ σκοτάδι και θα πάρει χρόνο για να ξημερώσει. Στην πραγματικότητα τελείτε ένας ευφυής καταμερισμός αποκαλύψεων με τελικό αξίωμα ότι ο άνθρωπο έχει ανάγκη το παραμύθι. Δυστυχώς στις μέρες μας το εμπόριο της αλήθεια δεν το αγγίζει καμία κρίση.

Παιγνίδια με το χρόνο

Οι γενικεύσεις που ακολουθούν, δεν με ακολουθούν, σαν σχήμα λόγου να τις εκλάβετε. Τους παρακολουθώ με επιείκεια να προσθέτουν αφειδώς παράσημα στα ένδοξα χρόνια της νεότητας τους, προκειμένου να ισορροπήσουν τις απώλειες που ακολούθησαν.
Φαίνεται πως πίστεψαν και οι ίδιοι, αυτό που επιδερμικά πέρασε στην ιστορία. Η αγωνία να διατηρήσουν το μύθο τους, επιβεβαιώνει την ήττα τους. Σκλάβοι του εαυτούς τους από την ημέρα που αντίκρισαν τον κόσμο και όπως όλα βεβαιώνουν, σκλάβοι και μέχρι εκείνη τη στιγμή που θα έρθει η ώρα τον εγκαταλείψουν.


Το ξέρουν όμως το παιγνίδι…Οι άνθρωποι γύρω τους, βλέπουν μονάχα ό,τι φαίνεται. Ποτέ δεν ξεχωρίζουν ό,τι ανασαίνει κρυμμένο. Αλλά όποιος τον εαυτό προδίδει, προδίδει ολόκληρο τον κόσμο. Και όποιος το όνειρο του ξεπουλά, είναι ικανός να ξεπουλήσει το όνειρο του κόσμου όλου.
Και αυτοί ξεπουλημένοι από πάντα, έρχονται οι δειλοί, συμμαχώντας με τη λήθη, να κλέψουν ιστορία για να ενισχύσουν την ανυπαρξία τους. Γίνανε αλήθεια ατομιστές από την βία των καιρών, ή ήταν πάντοτε; Υπήρξε ο παλιός αληθινός τους εαυτός και κατά πόσο αληθινός ήταν;
Τους παρακολουθώ χαμένους να μνημονεύουν τα κατόρθωμα τους και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αυτοί οι άνθρωποι τελικά τίποτα δεν ξεπούλησαν, γιατί τίποτα δεν είχαν να ξεπουλήσουν. Πως είναι δυνατόν ξεπουλήσει κάποιος και μάλιστα τον εαυτό του, εάν είναι ανύπαρκτος; Προδίδει κανείς μες την ακινησία του; Μπορεί κάποιος να κάνει επανάσταση ανενόχλητος για μια ζωή;
Αλλάζοντας η μένοντας ίδιος ξεπουλάει κανείς τον εαυτό του; Κι όταν εμείς αλλάζουμε εξακολουθούμε να έχουμε το ίδιο ασάλευτο παρελθόν; Παιγνίδια με τον χρόνο τα παραπάνω και τα ερωτηματικά, βάση για μια πορεία, που θα οδηγήσει τα βήματα μας πέρα από το σκοτάδι.
Για το χρόνο λοιπόν, που μονίμως μας παίζει κρυφτούλι και αδιάκοπα πονά. Υπάρχει άνθρωπος που νικά το παρελθόν του;
“Και είναι το παρελθόν μαχαίρι που πονά. Ακόμα κι όταν εσύ έχεις φροντίσει να βγεις επιτέλους από την πληγή. Ο πόνος είναι εκεί και η ουλή, όπως ο πόνος στο πόδι του ανάπηρου, ακόμα και αν το πόδι λείπει”
Υ.Γ Αφιερωμένο σ’ αυτούς που δεν ξέρουν πως να πεθάνουν

Της Ομόνοιας και της χαμένης μας ευαισθησίας



Αχ Ελλάδα... Η χθεσινή αναφορά μου στο δηλητήριο που χύνεται αυτές τις μέρες με αφορμή το προσφυγικό. Υπάρχει και άλλη πλευρά... ευτυχώς!
Έχω στα χέρια μου ένα βιβλίο με τίτλο «Ο δρόμος για την Ομόνοια».
Το Φθινόπωρο του 1999 ο Τόμι, ο Τίμοθι και άλλοι επτά άνθρωποι έπεσαν πυροβολημένοι στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια. Ήταν «Ξένοι». Το μοναδικό τους ατόπημα ήταν αυτό.
«Δεν γνωρίζω ποια από τα άτομα που πυροβόλησα πέθαναν ή όχι. Ούτε θυμάμαι ακριβώς τις ώρες που πυροβολούσα… Το κακό με τους αλλοδαπούς είχε παραγίνει», είπε εκείνος που πυροβόλησε στην κατάθεση, θεωρώντας πως με τις πράξεις του αυτές έχει προσφέρει «υπηρεσία στην πατρίδα».
Ο Τόμι, όμως, από τότε ζει με μια σφαίρα στο κεφάλι και του έκαναν έξωση. Σήμερα βρίσκεται σε άσυλο. Και ο Τίμοθι που είχε δεχθεί τρεις σφαίρες στην σπονδυλική στήλη, με δυσκολία στέκεται όρθιος.
Για την περίπτωση τους το βιβλίο. Συγγραφέας ο Σταύρος Κασιώτης, που κι ο ίδιος υπήρξε μετανάστης. Ένα βιβλίο αποκατάστασης. Δέκα χρόνια μετά

Το υπογράφουν, σχεδόν η αφρόκρεμα του λογοτεχνικού κόσμου και τρεις σημαντικοί δημοσιογράφοι: Γιάννης Βαρβέρης, Βασίλης Βασιλικός, Ρέα Γαλανάκη, Μιχάλης Γκανάς, Βασίλης Γκουρογιάννης, Νίκος Δήμου, Μάρω Δούκα, Σταύρος Θεοδωράκης, Σταύρος Κασιώτης, Στέλιος Κούλογλου, Ηλίας Κουτσούκος, Παντελής Μπουκάλας, Δημήτρης Νόλλας, Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Νίκος Παπανδρέου, Άρης Σκιαδόπουλος, Αντώνης Σουρούνης, Έρση Σωτηροπούλου, Δέσποινα Τομαζάνη, Μιχάλης Φακίνος και Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Ο καθένας με το πιο σημαντικό έχει του: ένα ποίημα, ένα αφήγημα, μια συνέντευξη για να αποκτήσουν φωνή ο Τίμοθι και ο Τόμι.
«Ο δρόμος για την Ομόνοια», Επειδή είναι μια πλατεία που πρέπει να αποκατασταθεί.
Διότι στους δρόμους της Ομόνοιας έγιναν όλα.
Και επειδή οι ανοιχτοί λογαριασμοί μας με τον ρατσισμό πρέπει να τακτοποιηθούν.
Τα έσοδα από τις πωλήσεις, δόθηκαν στον Τόμι και στον Τίμοθι. Όλοι όσοι συνέβαλαν στην έκδοση, συμφώνησαν να εργαστούν δωρεάν. Για να έχουν τα φάρμακά τους, το φαΐ τους κι ένα δωμάτιο πιο κοντά στον ήλιο.
Πρόκειται, σίγουρα, για ένα βιβλίο αποκατάστασης. Της Ομόνοιας και της χαμένης μας ευαισθησίας.

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...