Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Η μάσκα σαν ένα σύνολο αλήθειας και ψεύδους


Σε λίγες μέρες  μπαίνουμε στο Τριώδιο. Πάντα αυτήν  την εποχή, τα κείμενα  αποκτούν συμβολικό χαρακτήρα.  Οι μάσκες μπερδεύονται,  εκείνες του καρναβαλιού με εκείνες της καθημερινότητας. Ο λόγος σήμερα  για το καρναβάλι, για το καρναβάλι γενικά και αόριστα. Ο λόγος για τις μέρες που οι φτωχοί μπορεί να γίνουν πλούσιοι. Οι γυναίκες άνδρες, οι άνδρες γυναίκες, οι κυνηγοί θύματα και τα θύματα κυνηγοί. Οι μέρες με τις μάσκες που μας επιτρέπουν να δραπετεύσουμε από τον εαυτό μας.
Αυτές τις μέρες, επιτέλους μπορούν να γίνουν όλα αληθινά, γατί οι μάσκες δεν είναι αόρατες, όπως αυτές που φοριούνται όλο το χρόνο. Αυτές που χαμογελούν ψεύτικα, που κλαίνε ψεύτικα, αυτές που κρύβουν μέσα από τον τσαμπουκά την αδυναμία, μέσα από την επιθετικότητα την ανασφάλεια. Αυτές οι μάσκες της καθημερινότητας, θα μείνουν για μετά το καρναβάλι,  Αυτές τις μέρες,   έχουμε τις πραγματικές.
Η μάσκα σαν ένα σύνολο αλήθειας και ψεύδους, ειλικρίνειας και πλάνης, θα υπάρχει πάντα. Θα υπάρχει ακόμα και σήμερα που οι θεότητες αποτραβήχτηκαν. Θα υπάρχει για να διασκεδάζει την θλίψη για το μοναδικό Θεό των ημερών μας. Το χρήμα.

Οι μέρες με τις μάσκες, είναι ό,τι πιο ειλικρινές νοιώθουμε, οι υπόλοιπες οι αξιοπρεπείς είναι το πραγματικό καρναβάλι. Στο καρναβάλι της ζωής μας, το χωρίς προσωπεία, δεν πέφτουν οι μάσκες στο τέλος της γιορτής, αυτές είναι κολλημένες στα πρόσωπα και έχουν απ’ ευθείας σύνδεση με το αίμα και την ψυχή. Γελάνε ψεύτικα, κλαίνε ψεύτικα. Οι καουμπόηδες διαθέτουν όπλα μαζικής καταστροφής, και η πραγματικότητα, αδυνατεί να τα βάλει με την ψηφιακή της μορφή.
Τελικά τις μέρες του καρναβαλιού πέφτουν οι μάσκες, τις άλλες, που η πίστη ντύνει την άπιστη, η δικαιοσύνη την αδικία, η επικοινωνία την απομόνωση, η πολυκοσμία την μοναξιά, η αγάπη το μίσος η εξυπνάδα την πονηριά, το γέλιο το κλάμα, το κλάμα το γέλιο, το εμείς το εγώ, ο θεός το διάβολο και θα μπορούσα να γράφω μέχρι αύριο, πώς να τους ξεχωρίσεις;

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

«Θέλω τη μέρα που θα φύγεις απ’ το πρωί να μου γελάς»


Ακόμα και αυτοί, που ακολούθησαν χωρίς ενστάσεις,  τα καλέσματα του ανέμου εξ Αμερικής  και στολίσθηκαν κόκκινες αγοραστές  καρδούλες, ακόμα και αυτοί σήμερα, αρχίζουν να κλονίζονται. Γιατί ο έρωτας δεν είναι φρου φρου  και αρώματα,  κατέχει εξέχουσα θέση στο χώρο των βαριών συναισθημάτων. «Υπό το βάρος του ορεινού όγκου» στις πλάτες μας,  που έγραφα χθες, αμερικανιές τύπου «Αγίου Βαλεντίνου» περνούν στο περιθώριο.  Είναι και εκείνο το δίλημμα ξέρετε, που ετέθη εσχάτως: «με τις αγορές ή με τον άνθρωπο;»  ο εν λόγω άγιος εκπροσωπεί τις αγορές,  και ως γνωστόν εμείς είμαστε απέξω. Δεν έχω να προσθέσω τίποτα παραπάνω απ’ αυτά που κατά καιρούς έχω γράψει.
Πέρυσι την ίδια μέρα είχα ξεκινήσει το κείμενο με έναν γενναίο στίχο του Οδυσσέα Ιωάννου:.
Θέλω τη μέρα που θα φύγεις
απ' το πρωί να μου γελάς
κι όταν την πόρτα θα ανοίγεις
να είναι σαν να μ' αγαπάς
Με τέτοια «θέλω θα μπορέσουμε να ζήσουμε όχι μόνο μια αγάπη, αλλά και ένα
καλύτερο κόσμο.         
Χθες είχαμε του Αγίου Βαλεντίνου, έμαθα σήμερα. Δεν είναι που μεγαλώσαμε και αρχίζουμε να ξεχνάμε; Είναι που εκ πεποιθήσεως, διαφορετικά διαχειριστήκαμε, αυτό το υπέροχο συναίσθημα; 

Πως και πότε  γιορτάζει ο ερωτάς; Σε ανύποπτο χρόνο και με τρόπο ξεχωριστό για τον καθένα. Όχι δεν πιστεύουμε, σ΄ αυτούς τους αγίους εμπόρους. Για να ακριβολογούμε δεν πιστεύουμε σε κανέναν άγιο. Στον άγιο έρωτα πιστεύουμε, μόνο που, δεν τον λένε Βαλεντίνο. Εμείς οι πιο παλιοί δίνουμε την ανάποδη μάχη. Προσπαθούμε να υπερασπιστούμε τα κομματάκια του εαυτού μας, που εκτιμούμε. Και ο έρωτας δεν χωράει σε κόκκινες χάρτινες καρδούλες.
Γιατί; «Θέλει ψυχή ο έρωτας για να είναι αληθινός και το μέτρο στην προκειμένη περίπτωση είναι εκμαγείο του μετρίου».
«Πίσω από τα μάτια μου κρυφά σε περιμένω» τραγουδάει η Δήμητρα Γαλανή περιμένοντας εκείνη τη μαγική στιγμή της ερωτικής ομολογίας που κανένας εισαγόμενος άγιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει, ούτε καν να διανοηθεί. Τέτοιοι άγιοι είναι για τα άλλα, τα τυπικά, για το στάδιο της γυμναστικής.
«Πίσω από τα μάτια μου κρυφά σε περιμένω, να ζήσουμε το όνειρο, περιμένοντας να δύσει ο ήλιος, να γίνουμε σκιές μες στο σκοτάδι, μήπως γίνουν ευκολότερα τα λόγια»
Χρειάζεται καθορισμένη ημερομηνία για να γιορτάσουν οι ερωτευμένοι;
Και οι άλλοι; Οι απογοητευμένοι, οι κουρασμένοι από τις μακροχρόνιες σχέσεις, οι προδομένοι, οι απασχολημένοι τι πρέπει να κάνουν την ημέρα της γιορτής;
Γι’ αυτό ξέχασα την χθεσινή ημέρα. Γιατί ο έρωτας δεν ξέρει από χρόνο, δεν χωράει σε χάρτινες καρδούλες, δεν περιορίζεται σε επετείους, ο έρωτας κινείτε ελευθέρα μες στης καρδιάς το αίμα.





Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Υπό το βάρος του ορεινού όγκου



Χρόνια τώρα προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τις αιτίες και  να δώσουμε απαντήσεις σε ερωτήματα, που έχουν να κάνουν με την αξιοπιστία της πολιτικής, με τις ευθύνες της  κοινωνίας, σε σχέση με την κρίση του πολιτικού συστήματος, με τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που δημιουργεί το ίδιο το σύστημα. Με την αδιαφορία, με την δεξιά στροφή της κοινωνίας, με τον ρόλο των Μ.Μ.Ε, με την εντατικοποίηση της εργασίας, με την ανεργία,  τον άρρωστο δημόσιο τομέα, την σπατάλη, την αδιαφάνεια, τα σκάνδαλα, τα ρουσφέτια,  την καταστροφή του περιβάλλοντος και τόσα άλλα, που έρχονται και επανέρχονται σε αυτήν την ατέρμονη συζήτηση, ανάλογα με τις αφορμές που δίνει η επικαιρότητα. Η κρίση που ακολούθησε  και βιώνουμε  σήμερα, συγκέντρωσε όλα τα παραπάνω σε μια οικονομική συσκευασία. Η συζήτηση πλέον    γίνεται επί του συνόλου  και υπό το βάρος του ορεινού όγκου, που έχει επικαθίσει στις πλάτες μας.
 

Το νησί φυλλορροεί! Δεν είναι υπερβολή. Έχω την αίσθηση, ότι μπροστά στα αδιέξοδα, εγκαταλείπουμε κάθε προσπάθεια. Η εικόνα σε όλα τα επίπεδα, βγάζει μια τραγικότητα και ενώ θα περίμενε κανείς η λύπη που προκαλεί η ημιθανούσα, να παραμερίσει τα μικρά και ασήμαντα, επιμένουμε να χάνουμε το σημαντικό.
Θα ξεκινήσω από την πολιτική, που έχει και τον πρωτεύοντα ρόλο των ευθυνών. «Έτσι είναι πολιτική». Ακούγεται πλέον σαν θεώρημα και κινδυνεύουμε να το χωνέψουμε με την μοιρολατρία που μας διακρίνει.
Δεν σας κρύβω, η χθεσινή μου περιήγηση στο νησί, μου προκάλεσε πόνο, τόσο, που μ’ έκανε να ξεχάσω πρόσωπα και γεγονότα, υπεύθυνους και ανεύθυνους και να επικεντρωθώ στο δια ταύτα. Τι κάνουμε; Όλοι μαζί τι κάνουμε;
Σε παλαιότερο κείμενο αναρωτιόμουνα για τον αν είναι έτσι η πολιτική. Και απάντηση ήταν ασφαλώς άλλη.  Όχι δεν μπορεί να είναι έτσι η πολιτική.
«Εδώ ο ανταγωνισμός για την κατάκτηση της εξουσίας δεν έχει κανένα στοιχείο, άμιλλας για ευγενική ούτε λόγος. Η αντιπαράθεση δεν είναι ιδεολογική, ούτε βεβαίως  πολιτική.  Ένα ατέλειωτο στριμωξίδι με αγκωνιές, πισώπλατες μαχαιριές, χτυπήματα κάτω από την ζώνη, ίντριγκες, λάσπες, ρουσφέτια, πολλά «Θα», παλινδρομήσεις ανακολουθίες, τα ρέστα μας όλα στο τραπέζι ενός παιγνιδιού, που μόνο στις διακηρύξεις, που μένουν διακηρύξεις, διαβάζεις για τα προβλήματα και τη λύση τους, που ωστόσο, παραμένουν προβλήματα και άλυτα.
«Έτσι είναι η πολιτική;». Έτσι σας βολεύει να είναι. Να νομιμοποιεί το ψέμα, την αχαριστία, την διαπλοκή την συναλλαγή. Να είναι ξένη με τα συναισθήματα, τη φιλία και το λόγο τον ανδρικό. Έτσι σας βολεύει να αγιάζει τα μέσα, ακόμα και τα εγκλήματα, για τον απώτερο σκοπό και ναι, αν ήταν η αγάπη και η φροντίδα γι’ αυτόν τον τόπο θα χωρούσε και συζήτηση, για την πάρτη σας όμως είναι, για την άκρατη φιλοδοξία σας, για τα συμφέροντα σας, για την βλακεία σας.»
Και επειδή δεν είναι έτσι η πολιτική, ελάτε να δούμε τι θα κάνουμε...

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Είναι δικά μας τα τραγούδια


Το παράτησα χθες το θέμα με το τραγούδι,  γιατί  πρέπει να γίνει βιβλίο, τι λέω, βιβλία και ο χώρος και ο χρόνος, που είχα στην διάθεση μου, ούτε ένα ποτήρι με νερό δεν μπορούσαν να γεμίσουν.
Όταν ξεκίνησα αντίκρισα ένα ποταμό.  Σ’ αυτόν  τον τόπο, μπορεί να έλειψε το ψωμί και η ελευθέρια, το τραγούδι όμως πάντα μας ζέσταινε. Μας μεγάλωσαν τα τραγούδια,  κάποια απ’ αυτά μας σημάδεψαν, γιατί δεν ήταν μόνα τους, ήταν κομμάτι της ζωής μας. Έντυσαν γεγονότα, έβαλαν ήχο στις σιωπές, έγιναν ύμνοι προσωπικοί με αξία εθνική για τον καθένα.  Τα τραγούδια,  μας ψυχανάλυσαν, σκάλισαν μέσα μας  κάτι αδιευκρίνιστο  και χάραξαν καινούργιους δρόμους για τη ζωή.

Όταν γράφτηκε ήταν ένας ρυθμός, κάτι στο μυαλό του συνθέτη,  κάτι στο μυαλό του στιχουργού. Ύστερα, έγινε άρωμα, έγινε εικόνα, έγινε δρόμος  έγινε φιλί, έγινε  βλέμμα, έγινε συνάντηση  και χωρισμός,  έγινε πόνος και χαρά. Έγινε κομμάτι ζωής ξεχωριστό για τον  καθένα.  Έγινε επιτυχία.
Είναι δικά μας τα τραγούδια όταν φύγουν από τα χέρια των δημιουργών,  γίνονται τραγούδια της παρέας, της μοναξιά μας, της θλίψης μας. Το ίδιο τραγούδι αποκτά ξεχωριστή σχέση με το καθένα μας,  γίνεται σημάδι στο χωροχρόνο μας.  Γινόμαστε ήρωες της μουσικής και των στίχων. Είμαι εγώ ο "αλήτης" της Μοσχολιού και ο «ξενύχτης» του Μητροπάνου.  Και αυτός «αλήτης» δεν έχει καμία σχέση με τον «αλήτη» του δημιουργού.  Ο κάθε «αλήτης», ο κάθε «ξενύχτης» και όλοι μαζί που ταυτίζονται, κάνουν τελικά το τραγούδι επιτυχία.
Και είναι  μαγικό  να μπορείς  να γλεντάς τη μελαγχολία των θλιμμένων τραγουδιών. Να χορεύεις ζεϊμπέκικο  με τον «επιτάφιο» του Ρίτσου και του Θεοδωράκη.   
Είναι δικά μας τα τραγούδια, που τραγουδάμε και χορεύουμε
Και πάλι  το αφήνω ημιτελές, αλλά με αναμονές για τη συνέχεια,  όταν ο χρόνος  θα το επιτρέψει. Το δημοσιεύω για να περιμένει  και να μην ξεχάσω να  πάω από εκεί που έμεινα…  

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Γνωρίζουν περισσότερα για μένα, απ’ ό,τι εγώ


Είχα ξεκινήσει να γράφω ένα κείμενο για  το τραγούδι, γι’ αυτό που συνηθίζουμε να λέμε  έγινε επιτυχία. Όταν γράφτηκε ήταν ένας ρυθμός, κάτι στο μυαλό του συνθέτη  κάτι στο μυαλό του στιχουργού. Ύστερα, έγινε άρωμα, έγινε εικόνα, έγινε δρόμος  έγινε φιλί, έγινε  βλέμμα, έγινε συνάντηση  και χωρισμός,  έγινε πόνος και χαρά. Έγινε κομμάτι ζωής ξεχωριστό για τον  καθένα.  Έγινε επιτυχία.  Το αφήνω ημιτελές αλλά με αναμονές για τη συνέχεια,  όταν ο χρόνος  θα το επιτρέψει. Το δημοσιεύω για να περιμένει  και να μην ξεχάσω να  πάω από εκεί που έμεινα…   

Πολλές φορές γυρίζω πίσω, για να κάνω τις αναγκαίες συγκρίσεις. Λες και δεν πέρασε ούτε μια στιγμή από αυτά που έγραφα τότε. Τα ίδια και χειρότερα. Ζούμε ένα μεσαίωνα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Θα τον ζήσουμε. Αλλά τουλάχιστον να τα λέμε, να τα γράφουμε.
Η πραγματικότητα, έχει μερικές φορές τόσο καλές ιδέες, που αρκεί να γράψεις αυτά που σου υπαγορεύει. Αρχίζω να μελετώ τον «οδηγό επιβίωσης για ένα αδιάκριτο κόσμο», έψαξα τις ασφαλιστικές δικλίδες, γιατί ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν περισσότερα για τον εαυτό μου, απ’ ό,τι εγώ ο ίδιος.
Έγραφα εδώ και χρόνια για το απεχθές πρόσωπο της δήθεν πληροφόρησης, που μοστράρει στους τηλεοπτικούς δέκτες και μπαίνει απρόσκλητα στο σπίτι μας.
«Μικροί γκεμπελίσκοι, επικίνδυνοι δικτατορίσκοι, εκτελώντας διαταγμένη υπηρεσία, απομεινάρια του φασισμού που ήξερα, δηλητηριάζουν την ζωή μας, προσπαθώντας να παρουσιάσουν την υστερία για πρόοδο και το προσωπικό για γενικό»
Ε! λοιπόν σήμερα δεν ταιριάζουν τα υποκοριστικά και τα χαϊδευτικά επίθετα. Σήμερα αποτελούν μια πραγματικότητα, όπως τα σκουπίδια που μας πνίγουν.
Ο μικρός στρουμπουλός χιτλερούλης, μεγάλωσε, δυνάμωσε, με την δική μας συνδρομή και τώρα απειλεί να μας κατασπαράξει.
Η ισχύς είναι πολλές φορές, καλός σύμμαχος της αλαζονείας, έτσι δεν διστάζουν να αλλάζουν ρόλους και ειδικότητες, από δικαστές και εισαγγελείς σε κλέφτες και αστυνόμους και εμπόρους και μεσάζοντες και νταβατζήδες.
Πως να τους αντιμετωπίσουμε; Όπως και τα σκουπίδια, «όλοι μαζί για μια καθαρή πόλη».



Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Το ταξίδι στην οδό ονείρων συνεχίζεται…


Αφορμή ένα παιγνίδι  μνήμης.    Γιατί δεν σβήστηκε εκείνη η στιγμή, στην αρχή της ηλικιακής αρίθμησης;   Ναι,  θυμάμαι εκείνη την εικόνα  στο  πανηγύρι,  με  τη ματιά ενός παιδιού, με το συναίσθημα και   τα χρώματα ενός παραμυθιού. Με την μαγεία της αθωότητας, με μια γλύκα που τα σκέπαζε όλα. Ένα  παλαιότερο σήμερα, που επανέρχεται, όταν  ανταλλάσσονται νοσταλγίες.   
Θα συνεχίσω τη διαδρομή, στην Οδό Ονείρων, με την βεβαιότητα ότι οι λέξεις δεν θα μπορέσουν να αποτυπώσουνε το όνειρο.
Θα συνεχίσω όμως,  ρίχνοντας λάδι στην φωτιά της ψυχής μου, που έχει ανάγκη απ’ αυτή τη μαγική διαδρομή.

Ο δικός μου δρόμος είχε πόρτες ανοιχτές, φωνές, χαρές, αστεία χωρίς παρεξηγήσεις, Α! είχε και παγωτατζή με το ποδήλατο, τον Αλέκο. Eίχε αρώματα από φρέσκο ψωμί, από καθαρό χώμα από τριανταφυλώνες και νεραντζιές, από γιασεμί και καμέλιες. Είχε τις γυναίκες στα πεζούλια να γνέθουν και να πλέκουν. Είχε καραγκιόζη πίσω  από το άσπρο σεντόνι. Είχε πολλά παιδιά που έπαιζαν χωρίς παιγνίδια. Είχε γλέντια,  χορούς και μουσική, πολύ μουσική.   Kατά τύχη ήταν η ίδια μουσική που ακούγονταν και στην «Οδό Ονείρων».  Ο δικός μου δρόμος είχε Έρωτες  Θεούς να μας συντροφεύουν και να μας σημαδεύουν με γλυκές πλέον αναμνήσεις.
Είχε και εικόνες που θυμάμαι μόνο, όταν κάποιο σημερινό απομεινάριο μου τις θυμίσει.
Ο δρόμος μου, παραμένει φωτεινός, ευτυχώς δεν το σκίασαν οι πολυκατοικίες, ο  ήλιος τον φωτίζει ακόμα, οι άνθρωποι είναι αυτοί που έφυγαν, τον αφήσαν μόνο του, χωρίς παιδιά χωρίς λαλιά.
«Πάω να πω στον ουρανό,/ πάω να πω στα σύννεφο/το πουλί δεν πιάνεται, /το πουλί δεν χάνεται/ πάνω απ’ τον ουρανό/μέσα από τον άνεμο άνθισε χρυσάνθεμο /πέφτουν πέταλα στη γη,/ παν να βρούνε το πουλί/ σκοτωμένο που λαλεί.
Και για τον επίλογο, που δεν σημαίνει το τέλος αυτής εδώ της μαγικής διαδρομής πάλι ο δημιουργός έχει το λόγο:
Εδώ τελειώνει η μουσική για την Οδό Ονείρων.
Εδώ τελειώνουν τα όνειρα  που μου δανείσατε  εσείς οι ίδιοι μια βραδιά, δίχως να το γνωρίζετε. Τώρα είναι αργά και όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί. Εγώ αθεράπευτα πιστός σ’ αυτό το δρόμο, θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί για να μαζέψω τα καινούργια όνειρα που θα γεννήσετε, να τα φυλάξω και να σας τα ξαναδώσω μιαν άλλη φορά, πάλι σε μουσική.
Καληνύχτα…








  
  

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

«Η Γη Βγάνει Χρυσάφι»



Είναι η ασφάλεια της ρίζας, που σου διώχνει τις ανασφάλειες. Είναι το στερέωμα, της γης, που σε μεγάλωσε.  Είναι το πρώτο και το τελευταίο καταφύγιο, όταν γκρεμίζονται οι  ουρανοξύστες.  Η αφετηρία και ο τερματισμός. Για τη μάννα γη  το παρακάτω, από τη Σταματέλα.            
"Τη θυμάμαι. Πάντα. Με αγάπη. Με αυτή τη ζεστασιά που νιώθει κανείς όταν σκέφτεται πρόσωπα αγαπημένα που έφυγαν, αλλά άφησαν εικόνες, παραστάσεις, λόγια και στιγμές που δε σβήνουν, που μπήκαν στην καρδιά μόνιμοι μουσαφιραίοι. Η γιαγιά μου. Μου έλεγε πάντα παραμύθια, που κι εκείνη τα θυμόταν από τη δική της γιαγιά ή της μάνα της. Για τους «Δώδεκα Μήνες», για τον «Ράλλη που έστειλε προξενιά σε μια Κυρά Μεγάλη» και ιστορίες περασμένες. Πολλές φορές απλώς μου άρεσε να την παρατηρώ. Πάντα μαυροντυμένη – τον παππού τον χάσαμε νωρίς – με μαντήλι που στεφάνωνε το κεφάλι , καδράροντας τη γλύκα του προσώπου. Κι έπειτα τα χέρια της. Πόσο μου άρεσαν τα χέρια της. Τα χάιδευα, τα παίδευα μέσα στα δικά μου και έκανα στα ψέματα πως ισιώνω τα μισόκλειστα από τα αρθριτικά δάχτυλα. Κι εκείνη τα άπλωνε, κρατούσε ανάμεσα τους τα μάγουλα μου και με φιλούσε στο μέτωπο λέγοντας μου «σύρε τώρα να μου φέρεις τον κροσέ να κάμουμε και τα προικιά σου».

Από αυτή την εικόνα της γιαγιάς μου πάντα κάτι μου έλειπε όμως . Στο δάχτυλο της ποτέ δεν φορούσε βέρα. Μήπως την έβγαλε όταν πέθανε ο παππούς. Μια μέρα, διέκοψα αιφνίδια το προξενιό του Ράλλη σε μια Κυρά Μεγάλη και τη ρώτησα. «Που είναι η βέρα σου γιαγιά;». Κοίταξε το χέρι της σαν να το κατάλαβε μόλις εκείνη τη στιγμή και μου απάντησε. «Α,  ψυχή μου την έχω χαμένη πολλά χρόνια». Πόσο κρίμα σκέφτηκα. Πρώτα να χάνει τον άντρα της νωρίς κι ύστερα να χάνει το σύμβολο που τους έδεσε.
Ένα πρωινό καλοκαιριού, οι γονείς μας θα πήγαιναν στο κτήμα για δουλειές και όπως συνήθως ακολουθήσαμε με τον αδελφό μου  για να παίξουμε «περιπέτεια», δηλαδή ότι μας  ερχόταν στο κεφάλι. Ο πατέρας μου με το αυτοκίνητο για να μεταφέρει το φόρτωμα κι εμείς εννοείται καβάλα στο γάιδαρο, ενώ  η μάνα μας πεζοπορία, πλοηγός του ζωντανού για να μη βρεθούμε σε κανένα γκρεμό. Η αποστολή αυτού του ετερόκλητου λόχου ήταν να βγάλουμε πατάτες.
Η μέρα στο κτήμα προχωρούσε με πολύ σκάψιμο για τους γονείς, ενώ με τον αδελφό μου είχαμε καβαλήσει το σαμάρι του γαϊδάρου και παίζαμε καουμπόηδες. Ξαφνικά ακούμε τη μάνα μου να φωνάζει μια εμάς, μια τον πατέρα μας και ύστερα να κλείνει το κρεσέντο με επίκληση στο Θεό. Τρέχουμε και τη βλέπουμε σε κατάσταση ενθουσιώδη να κρατά κάτι ανάμεσα στα χέρια. «Εκεί που τσάπιζα, πετάχτηκε και με χτύπησε στο μέτωπο». Άνοιξε τα χέρια και μέσα από το χωμάτινο κουκούλι άστραψε λίγος χρυσός. Ήταν η βέρα της γιαγιάς μου. Τόσα χρόνια τη φιλοξενούσε η γη, αλλά νισάφι , είπε να γυρίσει σπίτι της. Και γύρισε! Η επιστροφή μας στο σπίτι έγινε με ανείπωτη χαρά και ανυπομονησία. Η μάνα μου πλησίασε τη γιαγιά και με δυο μάτια μεγάλα έβγαλε μπροστά της τον ανεκτίμητο θησαυρό. Η γιαγιά διάβασε στο εσωτερικό της βέρας της το όνομα του παππού και τη φόρεσε στο δάχτυλο της για να ξεκουραστεί από τις περιπέτειες. Τι στιγμές αιώνιες κι ας κρατούν λίγα λεπτά.
Αυτό το κομμάτι χρυσού, που κάποτε το έχασες, έμελλε να το ξαναβρείς και όταν μόνη σου το έβγαλες από το δάχτυλο σου, τη στερνή σου ώρα, «για την κοπέλα μας»,  όπως είχες πει, τότε ρίζωσες για πάντα στην καρδιά μου. Τώρα που με τα ενήλικα πια χέρια μου βάλθηκα να δουλέψω το ίδιο χώμα που κάποτε κατάπιε τη βέρα σου, θυμήθηκα τα λόγια σου από τότε. «Η γη βγάνει χρυσάφι». Άλλωστε το είδα με τα μάτια μου!"

        

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...