Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

Τίποτα δε συμβαίνει

Η ακρίβεια μας τρομάζει, η πανδημία μας ακινητοποιεί . Μέσα στη διάχυτη βουβαμάρα εγκλείεται φόβος. Φόβος για το παρόν, φόβος για το μέλλον. Μπορεί τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια να ήταν σκληρά για την ελληνική κοινωνία, κάθε μέρα όμως που ξημέρωνε ήταν καλύτερη από την προηγουμένη . Σήμερα δεν γνωρίζουμε πού μας βγάζει ο δρόμος, αισθανόμαστε ανήμποροι να προγραμματίσουμε στοιχειωδώς τη ζωή μας . Αισθανόμαστε να μας πλακώνει το παρόν. Έτσι γυρίζουμε συχνά πίσω είτε εξωραΐζοντας είτε δαιμονοποιόντας το παρελθόν. Ζούμε ένα μεσοδιάστημα, Το παλιό τελείωσε το καινούριο είναι ασχημάτιστο, δύσκολοι καιροί.


Τίποτα δεν συμβαίνει. Παράλυση. Είναι λογικό. Η Ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιες περιόδους. Ό,τι κινηθεί, όταν κινηθεί, θα είναι σε άλλη κατεύθυνση.
Το σημερινό μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού απέτυχε πρώτο. Το μοντέλο που θέλει την κοινωνική οργάνωση να έχει χώρο μόνο για τους “ταλαντούχους”, τους “καπάτσους”, τους “έξυπνους” και τους “καινοτόμους”, όπως γράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου, πτώχευσε πρώτο. Οι μισοί είναι φυλακή και οι υπόλοιποι σε διακανονισμό με τις τράπεζες για να σώσουν τα σπίτια τους.
Οι ανεπτυγμένες κοινωνίες πρώτα απ΄ όλα μεριμνούν για τους ανυπεράσπιστους. “Καμία χλιδή δεν έχει ούτε ένα ζωντανό αιμοπετάλιο από εκείνα που βρίσκεις “τρεχούμενα” και σε αφθονία μέσα στην αγάπη δυο ανθρώπων. Η Πολιτική παρέδωσε. Η Οικονομία βασιλεύει και προσπαθεί να κρατηθεί κανιβαλίζοντας όσους “περισσεύουν”. Μέχρι να αντιστραφεί αυτό, δεν θα υπάρχουν ειδήσεις. Τουλάχιστον όχι καλές.”

Η φωτογραφία για εκείνη την εποχή που κάθε μέρα ήταν καλύτερη από την προηγουμένη

Ήταν μονόδρομος...

Πώς αγάπησα τα Χριστούγεννα ; Να ‘ναι καλά τα βιβλία που με έφεραν όσο πιο κοντά γίνεται στο παραμύθι, γιατί σ’ εκείνες τις μονοψήφιες ηλικίες το ψεύδος του παραμυθιού μπορεί να στηρίξει όλη τη συνέχεια.


Σε γενικές γραμμές τα καταφέραμε. Τα καταφέραμε να μεγαλώσουμε και να πορευτούμε προς της κατεύθυνση της ελευθερίας. Ήταν μονόδρομος, ο αέρα που φυσούσε από μέσα δεν μας έδινε άλλη επιλογή. Μια απλή κίνηση είναι τελικά. “Βγαίνεις από το σύστημα από το παζάρι αλλά είσαι ο εαυτός σου . “Όχι ένας κρίκος στην ατέλειωτη αλυσίδα των εκπολιτισμένων δίποδων θηλαστικών.”
Έχει δίκιο φίλη του ραδιοφώνου. “ Όταν ξυπνήσουν κάποτε τα παραμύθια να ξέρετε πώς ο κόσμος μας θα γίνει πολύ πιο εφιαλτικός. Γιατί θα θελήσουν να πάρουν πίσω τα χρόνια που είχαμε τόσα πρόσωπα φυλακισμένα στην ίδια πάντα ιστορία. Φυλακισμένοι είμαστε κι εμείς σε ό,τι επιλέξαμε ή σε ό,τι επιτρέψαμε να διαλέξουν άλλοι για μας. Το επισκεπτήριό μας είναι πάντα δυο περιστέρια που δεν κάθονται με τίποτα να δέσουμε στα νύχια τους το σημείωμα προς τους απέξω.
Μπορεί οι τηλεοράσεις να απέκτησαν υψηλές αναλύσεις χρωμάτων, η ζωή μας όμως έγινε ασπρόμαυρη. Είναι οι μέρες που περισσεύουν οι ευχές. Δεν ζητήσαμε τον ουρανό με τ’ άστρα, απλά πράγματα ευχόμαστε να ζήσουμε. Την ελευθερία, την ειρήνη και μια ανθρώπινη ζωή. Δυστυχώς λύσαμε τα δύσκολα και κολλήσαμε στα απλά. Τώρα θα μου πείτε, τα δύσκολα τα λύσανε άνθρωποι προσηλωμένοι στην επιστήμη τους και στην κοινωνία, τα απλά τα ανέλαβαν εργολαβικά οι πολιτικοί, κάνοντας κύκλους, γύρω από τον εαυτό τους και το μικρόκοσμο τους. Το αποτέλεσμα; Μια τρύπα στο νερό.
Αυτές τις τελευταίες μέρες του χρόνου ας εξαντλήσουμε όλα τα όρια της ελπίδας, όσο και αν η προσδοκία μας έχει κουράσει. «Ατελείωτο του ήλιου το κυνήγι» λέει ένα τραγούδι και άμα σταματήσεις χάθηκες. Έτσι είναι αγαπητή μου φίλη. «Το σκοτάδι παραμονεύει. Μεταθέτεις συνέχεια τους προορισμούς για να συνεχίζεται το ταξίδι, για να κινείτε η ζωή, να έχει φόρα η καρδιά και καύσιμα το μυαλό. Ατελείωτο του ήλιου το κυνήγι, για όσους σκαλίζουν ακόμα στον πηλό καράβια και χελιδόνια, για εκείνους που τρέχουν αενάως κυνηγημένοι και κυνηγοί ταυτόχρονα.
Εμείς που συνηθίσαμε να ξεκουραζόμαστε στην σκιά ενός Ονείρου, θα συνεχίσουμε. Και αλήθεια σας λέω δεν πρόκειται να νοιώσουμε χειρότερα…»

Επικίνδυνα πράγματα...

Με ξύπνησε ένας εφιάλτης, είδα να ανατινάζονται κομμάτια του σπιτιού, όχι το σπίτι. Ένα παράθυρο πέταξε στο διπλανό οικόπεδο, το τραπέζι έγινε πύραυλος και ο θερμοσίφωνας έκανε φτερά. Ξύπνησα. Ήταν όλα στη θέση τους. Άνοιξα το φως και τον Ελύτη...

«Περπατώ μες στ’ αγκάθια μες στα σκοτεινά
σ’ αυτά που ’ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά
κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα
τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα»
Η Μαρία Νεφέλη ήταν και πριν καλά καλά συνέλθω αντιφώνησα… "Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει το κενό.
Ν΄ ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια
και μια παλιά καμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε.
Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της.
Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα.


Είναι χλωμή και ωραία. Μα να της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου.
Σαν να γίνεται κάτι αλλού - που μόνο αυτή το ακούει και τρομάζει.
Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι ε κ ε ί.
Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα".
Γιατί νομίζετε είναι εύκολη μια επανακίνηση. Γιατί στο λογισμικό του, ο σκληρός μας δίσκος , όλων εμάς των παλαιών των ημερών, έχει τους ποιητές της καρδιάς μας, έχει στη μνήμη, τη μνήμη μας, που αντιστέκεται στη λήθη.
Άργησα να κοιμηθώ. Και τι κατάλαβα με τις περαστικές αγάπες; πόλη λεηλατημένη κατέληξα.
Η συνέχεια επί ραδιοφώνου «Η μουσική δεν θ' αρχίσει αν δεν σταματήσεις τις μάταιες διαδρομές, αν δεν κάτσεις μια στιγμή ν’ ακούσεις να δεις να πάρεις. Όσο τρόμο και να κουβαλάς δεν αδειάζει με νύχτες νοικιασμένες στο τίποτα και στο περίπου. Τα σώματα είναι φυγή το καταλαβαίνω αλλά αν κάτσεις μια στιγμή να κάνεις ένα τσιγάρο και ξεθολώσει το μυαλό σου θα δεις ότι οι καρδιές είναι σπίτια. Και ζητούν ένοικο… Έτσι είμαστε εμείς οι παλαιοί των ημερών. Ανάβουμε σκοτεινές φωτιές να έρχονται ένα γύρο οι άνθρωποι να κάθονται να τραγουδούν να κλαίνε να γέρνει ο ένας το κεφάλι του στον ώμο του διπλανού του μέχρι να σχηματιστεί ο τέλειος κύκλος. Επικίνδυνα πράγματα, δε λέω, αλλά πάλι πώς αλλιώς να ζήσεις;

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

Έτσι παίζουμε εμείς με το χρόνο

Κι αν το μυαλό μου φτιάχνει ιστορίες είναι για να ασκούμαι πρώτα εγώ και οι φίλοι μου στην αμυντική τακτική που επιλέξαμε ως σύστημα επιβίωσης του μυαλού μας.


Η υπομονή εξαντλείται τις τελευταίες μέρες. Πάντα συμβαίνει. Να φύγει! Να έρθει το νέο, το ελπιδοφόρο, το γεμάτο προσδοκίες και όνειρα. Πάλι από την αρχή, με την ψευδαίσθηση ότι και αυτή η στάση είναι αφετηρία.
Με τις βαλίτσες γεμάτες μέχρι την επόμενη, που θα διαπιστώσουμε ότι το περιεχόμενο δεν είναι τίποτα άλλο από αέρα κοπανιστό.
Με αυτόν το αέρα πορευόμαστε χρόνια τώρα, προσποιούμενοι ότι κουβαλάμε το μεγάλο θησαυρό. Στο τέλος που αντικρίζουμε τον άνθρακα το γιορτάζουμε. «Πάει ο παλιός ο χρόνος ας γιορτάσουμε παιδιά» με την ψευδαίσθηση ότι θα ξαναγεμίζουν οι βαλίτσες με τα “θέλω” μας .
Είναι το παιγνίδι του χρόνου που μάθαμε να το παίζουμε, βαφτίζοντας τις στάσεις αφετηρίες και αντί για απογοήτευση στις ήττες, μας πλημμυρίζει πάντα ένα χαμόγελο αισιοδοξίας
Έτσι παίζουμε εμείς με το χρόνο. Εμείς οι όχι νέοι, οι όχι, παλιοί. Εμείς οι ανάμεσα, με το διστακτικό βήμα του νικημένου στρατιώτη.
Έτσι διστακτικά θα πορευτούμε και όσο για χρόνο ούτε μια ανάσα δεν μας μένει. Μόνο τα νούμερα στην οδική σήμανση αλλάζουν για να μας παρηγορούν. Κάθε 365 χιλιόμετρα προστίθεται και ένα. 2000, 2001... 2021, 2022 και όσο μεγαλώνουμε μας δυσκολεύει η ανηφόρα.
Αλήθεια πόσος χρόνος μεσολαβεί από το 2021 στο 2022 για να πάρουμε μια ανάσα.

Ίσα που πρόλαβα ένα παλιό κονιάκ

Στο τέλος της χρονιάς, απολογούμαι. Κοιτάζω πίσω να ελέγξω την κίνηση, κοιτάζω μπρος σε αυτά που έρχονται. Ξανακοιτάζω πίσω. Τα μπαλκόνια φωτισμένα αναβοσβήνουν, φίλοι που δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι.


Κάθε αλλαγή του χρόνου γράφεται με παρουσίες και απουσίες, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες θέσεις στο τραπέζι, στον χρόνο που μας καταπίνει.
Άχρονος ο χρόνος από πάντα του με πολεμά. Όλα αυτά τα χρόνια πίσω, προσπάθησα να κλέψω κάποιες του στιγμές. Ίσα που πρόλαβα κάποια ανεπαίσθητα αρώματα, κάποιες θαμπές αχτίδες, ένα παλιό κονιάκ και λίγο Χατζιδάκι. Α! να μην ξεχάσω και εκείνο το άγγιγμα που κουβαλάω ακόμα σφιχτά στο δεξί μου χέρι…
Βλέπετε οι λέξεις όταν τις αφήσουμε ελεύθερες, πως συναντάνε την αλήθεια;
Με μειονέκτημα ξεκινάμε αλλά είμαστε ακόμα στην αρχή. Όλος ο χρόνος μπροστά μας. Και ό,τι ήρεμο, δεν είναι πάντα όμορφο και εύκολο να διαχειριστεί. Πνίγει!
Θα συμφωνήσω, με μείον ξεκινάμε. Και το μείον αποτέλεσμα είναι, το θέμα είναι πως το αντιλαμβανόμαστε. Δε λέω έχει μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας, η πορεία όμως γίνεται πιο ελκυστική.
Η νίκη, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, δικαιολογημένα φέρνει ξέφρενους πανηγυρισμούς. Δυστυχώς κουβαλάμε την ποινή λες και έχουμε υποπέσει στο προπατορικό αμάρτημα. Φορτωμένοι συμβιβασμούς, σε μια εύθραυστη ισορροπία, που να πάμε; Είναι ασφαλέστερες οι ψευδαισθήσεις απ’ αυτήν την πραγματικότητα.
Τι κάνουμε; Δυστυχώς, τίποτα από ότι συμβαίνει γύρω μας δεν μας εμπνέει την έξαρση κάποιας δράσης. Και εγώ εκεί που χρησιμοποιούσα κοφτές προτάσεις και τελείες, γέμισα μακρινάρια και ερωτηματικά. Ο κόσμος αισθάνεται απογοητευμένος, ταπεινωμένος και εξαπατημένος απ’ όλες τις μεριές. Μια ανυπόφορη ψευδολογία που δεν ξεγελά πια κανένα.
Για άλλη μια φορά θα μαζέψω τα κατεστραμμένα σκηνικά της φαντασίας μου και θα προσαρμόσω το όνειρο επάνω σε κρανίου τόπο.
Έχω ανάγκη να πιαστώ από κάποια φαντασίωση, πρέπει πάλι, έστω με κάποιο ψέμα να κινήσω την προσοχή μου, να ερεθιστώ...

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Το τρένο φεύγει και μετράμε πίσω...

Είναι η περίοδος της εκπνοής και αυτού του χρόνου. Το μέτρημα προς τα πίσω καλά κρατεί.
“ Η βροχή ξεφλούδιζε τα βρόμικα τζάμια του τρένου. Δαντέλες από σταγόνες και κατάλοιπα προηγούμενων αφρικανικών κόκκινων βροχών, έδιναν μάχη επιβίωσης” γράφει ο Γιάννης Ξανθούλης...


«Μας πήραν και τα τρένα, μας πήραν και τα λεωφορεία». Σήμερα το μόνο που μας παίρνει από καιρού εις καιρόν είναι η μελαγχολία. Που μεγαλώσαμε, που φύγαμε, που δεν αλλάξαμε, που νικήσαμε, που χάσαμε, που οπισθοχωρήσαμε, ό,τι τέλος πάντων κάνει ένας άνθρωπος στη ζωή του. Βάζαμε τα γέλια ακούγοντας τους μεγάλους να λένε τις ιστορίες τους και κουνάγαμε το κεφάλι με συμπόνια, που μόνο αναμνήσεις είχαν οι κακόμοιροι. Σήμερα μολονότι δεν είμαστε ακόμα σ’ αυτή την ηλικία, που η ζωή υστερεί έναντι της μνήμης, όταν τυχαίνει να μαζευόμαστε, τα ίδια και χειρότερα κάνουμε. Μου θύμισε ένας φίλος τις προάλλες το νεροπόλεμο στα Εξάρχεια (όχι δεν είμαστε αναρχικοί). Ύστερα από ένα εξευγενισμένο μεθύσι φέραμε το χωριό μας στην καρδιά της πρωτεύουσας. Το νερό από την Μπενάκη 53 έφτασε σχεδόν στην Ομόνοια. Τους πνίξαμε. Ωραία χρόνια; Δεν έχω καταλήξει. Απλώς συνειδητοποιώ ότι μας αθώωνε το γεγονός της άγνοιας, πως ότι είναι να συμβεί θα συμβεί στο μυαλό μας.
Δεν ξέρω αν μάθαμε ποτέ ποιος αξίζει και ποιος όχι. Συνήθως σε λάθος διεύθυνση καταφθάναμε. Αλλά μάθαμε να σηκωνόμαστε, τουλάχιστον μέχρι την μεθεπόμενη γυναίκα, που θα μας ξαναρίξει στο πάτωμα. Λέω την μεθεπόμενη γιατί την επόμενη την τσακίζαμε εμείς. Έτσι πάνε αυτά Σε πόνεσαν, κάποια θα λεηλατήσεις. Μέχρι να βρεθείς σε θέση άμυνας και πάλι. Και ύστερα δεν ήρθαν οι μέλισσες αλλά ο “εκσυγχρονισμός”.
Τέρμα πια τα ΚΤΕΛ και το άγχος να βρεθεί ΤΑΞΙ. Πηγαινοερχόμαστε με το δικό μας αυτοκίνητο. Πήραμε και τηλεόραση πλάσμα για το πατρικό που έγινε εξοχικό. Όταν λέγαμε παραμύθια, δεν είχαμε ιδέα πόσο άγρια είναι τα παραμύθια.
Δίκιο έχεις κυρία μου που επιμένεις να μας θυμίζεις με μια βραχνή μελαγχολία τις σημερινές «αξίες», που αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για να κάνουμε Χριστούγεννα.
«Από τη Χιονάτη δεν έχουμε νέα. Υποθέτω θα παντρεύτηκε και αυτή έναν εξίσου χιονάτο άνδρα που όταν τον ρωτάει – Αγάπη μου, ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής σου;- Θα της απαντά – Η άτοκη!»

«Εορτοδανεια πήρατε; Χιονοαλυσίδες; Δεν πήρατε χιονοαλυσίδες, πως θα κάνετε Χριστούγεννα;» 

Kάποια στιγμή γινόμαστε όλοι παλιές φωτογραφίες

Εκεί που υμνώ την τεχνολογία συγχρόνως την βλαστημάω. Οι φιλίες έχουν γίνει γραπτά μηνύματα και περνούν μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, που μας δίνουν τη δυνατότητα να έχουμε επαφή με φίλους, σπανίως όμως τους βλέπουμε, και όταν τους δούμε, δεν έχουμε και πολλά να πούμε. Κερδίζουμε καθημερινά σε ευκολίες και χάνουμε σε συναίσθημα. Αυτή η προσθαφαίρεση, δεν ξέρω τελικά τι άθροισμα θα βγάλει.

Ευτυχώς που υπάρχουν και οι παλιές φωτογραφίες για να θυμόμαστε λίγο τα πρόσωπα και να μετράμε τα χαμένα.


Ίσως οι πιο ενδιαφέρουσες αναρτήσεις στο μαγικό κόσμο των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, αυτές τις δύσκολες μέρες , είναι οι παλιές φωτογραφίες. Θα μου πείτε υπάρχουν και οι υπερβολές, το βλέπω αλλά είμαι συγκαταβατικός. Πάντα μου άρεσαν οι παλιές φωτογραφίες, αυτές που ξεθωριάζουν λίγο με το χρόνο, που κιτρινίζουν στις άκρες, που μυρίζουν πολυκαιρία, που γεμίζουν ρυτίδες από το τσαλακωμένο χαρτί. Είναι ελκυστικό να τις διαβάζεις, σε ταξιδεύουν στο χρόνο πίσω για κλάσματα του δευτερολέπτου και σε γυρίζουν και πάλι στο παρόν. Οι διαφορές είναι αναμενόμενες, εκείνο όμως που συναρπάζει είναι οι ομοιότητες, ίδια ματιά από τη μονοψήφια ηλικία μέχρι σήμερα.
Το πιο ωραίο πράγμα σε μια φωτογραφία είναι ότι δεν αλλάζει ποτέ, λειτουργεί ως δίαυλος της μνήμης, κρύβει μέσα της την ιστορία ενός προσώπου, Μοιάζει να αποτελεί το μόνο μέσο για να βρούμε ξανά ίχνη ενός χαμένου παρελθόντος, ένα μοναδικό παράθυρο σε ένα κόσμο που έχει αλλάξει.
Κάθε βλέμμα που κοίταξε το φακό τότε, έρχεται σήμερα μπροστά στα δικά μας μάτια που κοιτάνε αυτές τις φωτογραφίες, που καταφέρνουν να παγώσουν μια στιγμή στο χρόνο, να γίνουν μνήμη.
Ανάμεσα στις μυριάδες φωτογραφίες που αναρτώνται στους τοίχους των χρηστών του διαδικτύου, με την ευκολία που μας προσφέρει η εποχή, αυτές οι παλιές φωτογραφίες, ξεχωρίζουν. Με χαρά θα δεχτώ να μπω στο παιγνίδι και να βάλω δίπλα στο σήμερα μια παλιά φωτογραφία.
Είκοσι πέντε χρόνια ήταν αρκετά, για να ρίξει ο χρόνος όλα τα γκάζια στις μεγάλες ανηφόρες. Η σιωπή δεν έφυγε, συνεχίζει να επιδεικνύει την ηλικία μου, τα υπόλοιπα τα κλείνει μέσα, σε στιγμές περασμένες. Μόνο εγώ μπορώ να ακούσω τη φωνή τους.
Οι ρυτίδες στο λαιμό γεμάτες άρνηση. Σε κάποιες πιο ψηλά, όλες οι μνήμες συγκεντρωμένες, που δεν κατάφεραν να γίνουν λήθη, εκτίθενται.
Από ύλη είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή γινόμαστε όλοι παλιές φωτογραφίες.
“Δε λένε ψέματα οι παλιές φωτογραφίες, ψεύτικος είναι ο πακτωλός των χρωμάτων σήμερα που επί χάρτου υποδύονται μοιραίες διαφορές και τονικότητες” Και ο Μάνος Ελευθερίου πάνω σε μια παλιά φωτογραφία ύφανε την Μαρκίζα “Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει σε μια φωτογραφία της στιγμής
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής

Παρηγορητικό


Και νέα μετάλλαξη αυτήν την φορά μας έρχεται από την Μποτσουάνα της Νότιας Αφρικής.
Αλήθεια που είναι εκείνες οι αγορές, που όλα τα ρυθμίζουν, να εξαφανίσουν τον φονικό Ιό;
Η ανθρωπότητα νοιώθει σιγά - σιγά πως ο θρόνος της δεν είναι τόσο γερός όσο η φαντασίωση της τον είχε πλάσει και παρακολουθεί, χωρίς να συμμετέχει το δράμα στο οποίο πρωταγωνιστεί. Οι όποιες κατά καιρούς σπασμωδικές κινήσεις, δεν εμπόδισαν τα πράγματα να συνεχίσουν την καταστροφική πορεία τους.


Οι πολιτικοί υπογράφουν συμφωνίες με πρώτο άρθρο το δικαίωμα να μην τις τηρήσουν.
Δικαίως θα με ρωτήσει κάποιος. Τίποτα αισιόδοξο;
Πίσω από τις μαύρες λέξεις, προσπαθώ να στείλω μηνύματα αισιοδοξίας.
Το παρακάτω το ανασύρω από την αποθήκη, παρηγορητικό για όσους ζούνε μόνοι, άλλα δεν είναι μόνοι.
Σίγουρα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, αν ξέραμε ότι δεν είμαστε ελεύθεροι. Θα ήταν διαφορετικές οι κοινωνίες, αν οι λέξεις συγγένευαν με το νόημα τους. Δεν χρειάζεται τεκμηρίωση για να στηρίξουμε το αυτονόητο.
Γιατί τελικά όλα στο μυαλό μας είναι, αν θέλουμε να ζήσουμε στη ζέστη και στην υγρασία, θα το κατορθώσουμε και ας φυσάει έξω ο βοριάς.
Γιατί αν το καλοσκεφτούμε: όπως σχολιάζει στο τέλος του τραγουδιού, “Ποτέ δεν είμαι μοναχός μέσα στη μοναξιά μου”, η Κυρία του Ραδιοφώνου:
«Δεν είμαστε παρά η ανάμνηση των προγόνων μας σε μια στιγμή αδυναμίας.
Δεν είμαστε παρά ο αχρησιμοποίητος πηλός στα χέρια του Θεού μια Κυριακή που είπε κι αυτός να ξεκουραστεί για λίγο.
Δεν είμαστε παρά το δοξάρι σ’ ένα παιδικό βιολί που περιμένει να γεννηθεί ο βιρτουόζος του”.
Δεν είμαστε παρά εγώ κι εσύ σ’ αντιπαράθεση με τους εαυτούς, που αφήσαμε πίσω μας λίγο πριν γεννηθούμε».

Για να μπορείς να μιλάς μάθε να σιωπάς...

Μέσα από τη γρίλια σχήματα φωτός εξασθενημένα καλωσορίζουν τη σιωπή. Πριν η άχαρη νύχτα πέσει μπροστά μου, ανασαίνω την συμφωνία όλων των χρωμάτων, την αίθρια σύνθεση του δειλινού.


Τι να φταίει άραγε; Μπορεί να φταίει η μοίρα μας, που διαρκώς αναζητεί τη δυστυχία, άλλωστε τα χωρίς λόγο δάκρυα, από το θάμπος του ήλιου, λίγες στιγμές μας τα χαρίζουν. Μπορεί να φταίει και εκείνο το παιδικό παιγνίδι του Θεού με τον πηλό. Μας έβαλε σε μπελάδες, έπαιξε με τα χρώματα και αποκοιμήθηκε. Το αποτέλεσμα το ζούμε. Όταν ξύπνησε, ήταν αργά, αρκέστηκε σε μια ακόμη εντολή, την 13η, ο Μωυσής αρνήθηκε να την ανακοινώσει. “ Μην παίζετε με τα χώματα” του είπε.
Τα παραπάνω με την οικειότητα που νοιώθει κανείς ανάμεσα σε φίλους. Σαν μια επιστολή του Μαγιακόφσκι στην Λίλια Μπρικ. Σαν στο σπίτι μου.
Πολλές φορές αισθάνομαι αμήχανα με το πρόσωπό μου γυμνό.
Ο Ζακ Γκενό, ισχυρίζεται ότι ο συγγραφέας αγαπάει τόσο πολύ το άτομό του, ώστε κάθε τι που του συμβαίνει, να το θεωρεί θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Μπορεί ο αναγνώστης να είναι πάντα συνένοχος σ’ αυτές τις συνωμοσίες, κύριος ένοχος όμως είναι ο εαυτός μου, σ΄ αυτόν πρωτίστως απευθύνομαι . Αναζητάω την ηρεμία στο χαρτί. Κάθε μέρα υπογράφω πρωτόκολλο ειρήνης, τελεσίγραφο ανακωχής μαζί μου. Η αλήθεια είναι ότι μειώνει κανείς τον εαυτό του μιλώντας πολύ γι’ αυτόν, έχει ένα ρίσκο η υπόθεση, ακόμη και όταν γίνομαι επικριτικός μη γελαστείτε, μασκαρεμένοι έπαινοι για μένα είναι.
Που είχαμε μείνει ...
Στο σαλόνι βασίλευε γαλήνη, Γύρισα την πλάτη, Κοίταξα το μισοφωτισμένο δωμάτιο. Χιλιάδες εικόνες περνούσαν από το μυαλό μου φευγαλέα . Τίποτα δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί. Όπως μια χαλασμένη εικόνα στην τηλεόραση. Ήθελα να πω πολλά . Ευτυχώς που είμαι επιρρεπής στις ενοχές Ανακάτεψα την τράπουλα , έκοψα, με σκοπό να απαλλαγώ απ’ αυτές. Δεν τα κατάφερα για άλλη μια φορά εκτίναξα τα λάθη μου στα ύψη και δεν είπα τίποτα.
“ Για να μπορείς να μιλάς μάθε να σιωπάς . Στη σιωπή κατοικούν οι λέξεις του ποιητή . Εκεί πλένονται εκεί αρωματίζονται εκεί ντύνονται” Μπροστά σ΄ αυτά τα λόγια του Οκτάβιο Πας, μου φαίνεται ανούσιος ο κόσμος το θεού. Στα βιβλία στο Θέατρο στο Σινεμά στα παραμύθια, κατοικεί ο κόσμος ο πραγματικός, ο κόσμος του συγγραφέα . Που να βρεις έξω τέτοιο κόσμο.
Τώρα οι λέξεις στα σκοτεινά δωμάτια της σιωπής μου έκαναν τις τελευταίες πρόβες.

Δεν θα τηρήσω την υπόσχεσή μου




Μια άσκηση θάρρους ήταν. Φυσικά και την επόμενη χρονιά δεν ήμουν εγώ ο θήτης. Και φέτος το ίδιο θα υποσχεθώ με την βεβαιότητα ότι δεν θα τηρήσω την υπόσχεση μου.
Αυτές τις μέρες, που δεν υπάρχουν διλήμματα για τον ερχομό του χειμώνα, τα υπαρξιακά προβλήματα, αναδύονται με περισσότερη ένταση.


Είναι τα μείον των απολογισμών, η αδυναμία των προϋπολογισμών, τα χρόνια που βαραίνουν και δεν αφήνουν περιθώρια για επενδύσεις. Το «ότι φάμε και ότι πιούμε», δεν μπορούμε δυστυχώς να το πούμε όλοι, οπότε, θα το ρίξουμε στα παραμύθια, αυτά που μας μεγάλωσαν όπως τα μάθαμε, και αυτά που μας κρατάνε ζωντανούς όπως θέλουμε πλέον εμείς να τα λέμε. Άλλωστε εκείνο το παράπονο, τα παιδιά και τους μεγάλους επισκέπτεται. Το στάδιο των πολλών απαιτήσεων, το έχουμε περάσει προ πολλού. Ούτε δόξα ούτε χρήμα. Πολύ λίγα είναι αυτά που ζητάμε σήμερα, γι' αυτό και το παράπονο. Έτσι είναι Κυρία μου, στα παραμύθια όταν το παράπονο μας πνίγει, γινόμαστε και θύτες…
«Κάποιος να μας περιμένει. Κάποιος να μας θυμάται. Κάποιος να μας πονάει. Τα κόκκινα σκουφάκια έχουν πάψει να είναι στη μόδα κάτι δεκαετίες τώρα, αλλά η αποπλάνηση συνεχίζει να έλκει τους ανά πάσα στιγμή δωρητές σωμάτων. Η εξέλιξη μουτζουρώνει τα χρώματα των ονείρων, ο κακός λύκος έγινε μαλάκας λύκος και το κοριτσάκι με το πάλαι ποτέ κόκκινο σκουφί γέρασε, γέρασε με σημείο αναφοράς το λύκο πάντως. Κι αν αναποδογυρίζαμε τα παραμύθια; Αν φέρναμε τα μέσα τους έξω; Αν ο λύκος ήταν καλός και κακό του κοριτσάκι; Πάλι το ίδιο τέλος θα είχε η ιστορία; Επί τους ουσίας ναι. Ο θύτης και το θύμα είναι ρόλοι εναλλασσόμενοι, αενάως, Όποτε ; Ο, τι έκανες έκανες. Την επόμενη σεζόν θα είμαι εγώ ο θύτης.»
Παράπονο, παράπονο όχι να μας πιάσουν και τα κλάματα. Την επόμενη χρονιά θα είμαι εγώ ο θύτης..

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

Το μέλλον που έγινε παρόν, είναι από πολυεστέρα...

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Όλα έχουν ξανασυμβεί. Αυτές οι γιορτές απειλούν τις ευαίσθητες μνήμες και όσους έχουν πρόβλημα με το χρόνο, λόγω της επανάληψης. Και πέρσι δεν είχαμε Χριστούγεννα; Και πρόπερσι και πριν 57 χρόνια όσο θυμάμαι. Είναι βέβαιον ότι και του χρόνου τέτοια εποχή, πάλι θα ζούμε τις παραμονές της μεγάλης γιορτής. Αστραπιαία περνούν από μπροστά μου 57 Χριστουγεννιάτικα δέντρα, από κυπαρίσσια της δεκαετίας του 60 στο χωριό, μέχρι κινέζικα πτυσσόμενα έλατα .


Θυμάμαι τα Χριστούγεννα του 66’, μας είχαν μοιράσει στο σχολείο δώρα, κάτι γελασούδια, ένα μολύβι μια ξύστρα ένα τετράδιο, ήταν η πρώτη φορά που συνδύασα τη γιορτή με τα δώρα, απέραντη χαρά. Τον επόμενο χρόνο δεν θυμάμαι να μοίρασαν δώρα, θυμάμαι που ήρθε η δικτατορία.
Τα Χριστούγεννα όμως που ζωντάνεψαν τα παραμύθια, ήταν του ’72, Ο πρώτος έρωτας, το πρώτο ραντεβού. Η αφορμή να κόψουμε το κυπαρίσσι που θα στολίζαμε, και η ευκαιρία να απομακρυνθούμε όσο γίνεται πιο μακριά από το χωριό. Σε μια πλαγιά ακουμπισμένοι σε ένα δέντρο, ανταλλάσσοντας ντροπές και παιδικές χαζομάρες. Τότε ζούσαμε το παρόν και ευτυχώς δεν γνωρίζαμε το μέλλον.
Θυμάμαι και κάτι πρόσφατα, πριν δέκα χρόνια. Βγήκα στη ταράτσα του σπιτιού μου, που δεν τη στολίζουν πολύχρωμα λαμπιόνια των ημερών. Απέναντι φωτισμένα μπαλκόνια με χαρούμενη μουσική απ’ τα κινεζικά φωτάκια που τραγουδούσαν χαζά, χριστουγεννιάτικους ρυθμούς της κατανάλωσης. Γελούσα με την εικόνα, για να μην αφήσω τη ζήλια να εκδηλώσει καμία αξίωση. «Θέλω να μείνω μόνος», έλεγα, επακόλουθο, μιας αμυντικής λειτουργίας, με τον εγωισμό να θριαμβεύει.
«Θέλω να μείνω μόνος», ούτε λαμπιόνια, ούτε αστέρια, ούτε Χριστούγεννα. Τι να γεννηθεί από έναν;
Θυμάμαι και τα περσινά, φαντάζομαι και τα φετινά. Δυστυχώς χαρακτηριστικό γνώρισμα της μικρή μας κοινωνίας, μια επιφάνεια ίσα ίσα για να καλύψει με το χρώμα της αρεσκείας του καθενός, την αλήθεια.
Μια επιφάνεια που κρατάει την ιστορία σε απόσταση για μεγάλα χρονικά διαστήματα από την πραγματικότητα. Όσοι προσπαθήσουν να σταθούν κριτικά μέσα στην κάψα των γεγονότων, θέτουν αυτόματα υποψηφιότητα για τη συμμετοχή τους στο τμήμα της εκλεκτής μειοψηφίας.
Φέτος θέλω να φύγω μακριά γιατί τώρα δυστυχώς γνωρίζουμε το μέλλον, που έγινε παρόν και είναι από πολυεστέρα...

Αύριο θα λέω άλλα

Ευτυχώς υπάρχουν και αυτές οι καλές στιγμές της παραδοχής. Οι στιγμές της πικρής αλήθειας, που σε μια κρίση ειλικρίνειας τις ξεστομίζουμε. Αύριο θα λέω άλλα.

Ναι κάποτε προσπαθήσαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, τώρα και ενώ έχουμε παραδώσει την σκυτάλη για να προσπαθήσουν οι νεότεροι, εμείς οι παλιοί των ημερών τρέμοντας την προοπτική της αποστρατείας, βάζουμε συνεχώς εμπόδια, δίνοντας την ανάποδη μάχη.


Προσπαθούμε με κάθε μέσο να υπερασπίσουμε, τα κομμάτια του εαυτού μας που έχουμε σε υπόληψη, ώστε να μην τα βρει ευάλωτα ο χείμαρρος των αλλαγών της πραγματικότητας.
Κακή ηλικία η μεσαία, μάχεται χωρίς όνειρα χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς στόχο. Έχουμε φύγει και επιμένουμε ότι είμαστε εδώ. Δυστυχώς η ζωή που δεν τολμήσαμε βρίσκεται καταχωνιασμένη σε κείνα τα χαρτόκουτα «Νουνού», βαθιά πίσω στο πατάρι. Εκεί θα μείνει. Θα την βρουν όταν θα πάμε στο ουράνιο ταξίδι και θα δουν πόσο λάμπει το μυστικό, ευτυχώς δεν θα είμαστε εκεί να χρεωθούμε την δειλία μας.
Τι πάει να πει παράπονο, μόνο με τον εαυτό μας κολλάει αυτή η λέξη, παράπονο που δεν αφήσαμε την αύρα να μας διαπεράσει και έμεινε η υγρασία να μας οδηγήσει στην μιζέρια.
Η ευτυχία δεν θα μας βρει ξαπλωμένους κάτω από ένα ίσκιο. Η ευτυχία θα μας βρει σε μια στροφή της ανηφόρας.
Κακή ηλικία η μεσαία, είναι και δεν είναι. Ένα πόδι μέσα ένα έξω, «αλλάξτε τον κόσμο, αλλά περιμένετε λίγο», «κάντε ότι νομίζετε αλλά δεν είναι σωστό έτσι», «εμείς δεν ανακατευόμαστε, αλλά προσέχετε μην το κάνετε έτσι».
Με μισόλογα κρύβουμε την ανασφάλεια μας και υπερασπιζόμαστε την ύπαρξη μας.
Η μάχη που δίνουμε δεν είναι πλέον για να αλλάξουμε τον κόσμο αλλά για να μην μας αλλάξει ο κόσμος. Την ύπαρξη μας υπερασπίζουμε

Ό,τι αγαπάς, θα μπορούσα να είμαι εγώ. Απλά, δεν πρόλαβα..."

Ένα χρόνο άργησε η μετακόμιση, ήταν από εκείνα τα κείμενα του πρώτου ενικού, που έβρισκαν ανταπόκριση σε πολλούς ενικούς και μου έδιναν την δυνατότητα να αποφεύγω τους πληθυντικούς.

Η αλήθεια είναι ότι οι παρακάτω σκέψεις δεν κλείνουν με μια μετακόμιση, επανέρχονται και επανέρχονται, σε μια αέναη διαδικασία, για να μη μας βρει ο χρόνος ακίνητους.
Μπορεί να είμαστε κλεισμένοι μέσα στα λίγα τετραγωνικά μας, ο χρόνος όμως τρέχει και μεις δεν μπορούμε να μείνουμε στάσιμοι.


“Και αυτή η μικρή απουσία, αποτέλεσμα της εφήμερης στάσης, που με καταδιώκει όλα αυτά τα χρόνια. Μια μετακόμιση η αιτία, που προστέθηκε στις τόσες, που αντιστέκονται στο γενικό εφήμερο της ζωής. Έχουμε εξηγηθεί από την αρχή. Μια ζωή με κυνηγούσε το εφήμερο. Στον ερωτά, στο κόμμα, στην εφημερίδα στη δουλειά. Πουθενά δεν μπορώ να ριζώσω.
Εκτός από κάποιες σταθερές, που τις κουβαλάω σε κάθε μετακόμιση, τα υπόλοιπα τα ξεφορτώνομαι και κάθε φορά αισθάνομαι πιο ελαφρύς.
Γιατί να περιμένω το χρόνο να με βρει ακίνητο; Και η απάντηση στο ερώτημα, μάλλον αναιρεί αυτό που κατά καιρούς σας δηλώνω. Το κυνηγούσα το εφήμερο, σε μια αέναη ομοιοπαθητική διαδικασία, που φαντάζει τη ζωή παντοτινή, απαλλαγμένη από κακές σκέψεις. Απαλλαγμένη από την ρουτίνα που κάνει το ρολόι να τρέχει με χίλια, απαλλαγμένη από μελαγχολία που μας καθηλώνει .Όσο για τα απολεσθέντα αντικείμενα, με τίποτα δεν μπορούν να αντισταθμίσουν το κέρδος, που προσφέρει το καινούργιο περιβάλλον.
Η μετακόμιση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της διαδικασίας, ακόμα και η δυσλειτουργία των πρώτων ημερών, φαίνεται ελκυστική μπροστά στο οξυγόνο που προσφέρει η νέα αρχή.
Που είχαμε μείνει; Ρωτάμε συνήθως μετά από κάθε διακοπή, και δεν περιμένουμε την απάντηση, γιατί απλούστατα δεν θέλουμε να συνεχίσουμε από εκεί, αλλά από την αφετηρία. Ευτυχώς έχουμε πάντα την ψευδαίσθηση ότι κάθε διακοπή μας επαναφέρει στην αρχή, από εκεί δηλαδή που ξεκινάει κάθε όνειρο και τι όνειρο θα ήταν αν δεν είχε μέσα του τον έρωτα όπως τον αποθεώνει στα “Κέρματα” ο Οδυσσέας Ιωάννου. Τον έρωτα για την πατρίδα, για τον λιμάνι, για τη ζωή
.... Τώρα κλωτσάω φύλλα. Και σε περιμένω το βράδυ. Θα ξανάρθεις με τη Σμύρνη σου καμένη και θα ξαναπροσφυγέψεις μπροστά από τον καθρέφτη, χτενίζοντας την κάπνα από τα μαλλιά σου. Ξέρεις τι θα 'θελα να σου πω; Πως ό,τι σου αρέσει, ό,τι αγαπάς, θα μπορούσα να είμαι εγώ. Απλά, δεν πρόλαβα να γίνω. Πως όσα σου έχουν πει διάφοροι ότι μπορούν να κάνουν για σένα, τα μπορώ κι εγώ. Απλά δεν τα σκέφτηκα πρώτος. Πως όποτε με περίμενες κι αργούσα, κλωτσούσα φύλλα. Και σ' αγαπούσα, ξερά και κίτρινα...
Μπορεί να είμαστε κλεισμένοι μέσα στα λίγα τετραγωνικά μας, ο χρόνος όμως τρέχει και μεις δεν μπορούμε να μένουμε στάσιμοι.

Έχεις δίκιο

Έχεις δίκιο, λέμε εν κατακλείδι μιας κουβέντας, που δεν θέλουμε τη συνέχεια της ή για να είμαστε πιο ακριβείς, την θέλουμε με τον εαυτό μας, τη θέλουμε με την σιωπή μας, που είμαστε βέβαιοι ότι θα μας καταλάβει.

Τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά μου συμβαίνει.
«Μην με ρωτήσεις τίποτα άλλο. Έχασα τις απαντήσεις μου. Μπορεί κάπου ίσως και να μου έπεσαν . Αφήνομαι σε μέρες να τριγυρνώ. Κομμάτια μου βρίσκω μέσα σε παλιές φωτογραφίες. Κι έτσι όσο περνά ο καιρός νομίζω πως περισσεύω σ’ ένα παρελθόν που απεγνωσμένα προσπάθησα να γίνει μέλλον».


Έχεις δίκιο. Και δεν έχεις, αλλά οι απαντήσεις, ακόμα και αν μπορούσες να τις ακούσεις, δεν θα ήταν αυτές που ήθελες.
Αυτές οι ημιτελείς συζητήσεις, που έχουν ένα άδοξο φινάλε, να ξέρετε… συνεχίζονται για πολύ χρόνο ακόμα, συνεχίζονται για πολλά βράδια μέχρι να μας πάρει ο ύπνος, δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις, ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό. Το μόνο σίγουρο… κάποτε τελειώνουν με συμπεράσματα, που πέφτουν σαν ώριμα φρούτα, κάτω από μια επίπονη εσωτερική διαδικασία, δεν είναι αυτές, που θα έβγαιναν εκείνη την στιγμή, ούτε αυτές που φανταζόμαστε, είναι αυτές που γεννήθηκαν με φυσιολογικό τοκετό, χωρίς πιέσεις χωρίς ενδοιασμούς χωρίς θυμό.
Ας μην το συνεχίσουμε. Έχεις δίκιο!

Εμείς και η μνήμη

Η αναφορά στους μήνες δεν περιέχει ευχές, να μην κοροϊδευόμαστε, άλλωστε για κάποιους θα είναι καλός, για κάποιους άσχημος, κάποιοι θα πατήσουν απ’ ευθείας στο Δεκέμβρη, περνώντας αδιάφορα τον ενδιάμεσο χρόνο τους. Η αναφορά γίνεται για τις μνήμες και το Νοέμβρη, η δικής μας η γενιά όσο και αν προσπαθήσει δεν πρόκειται να τον ξεχάσει.


Ο Νοέμβρης του ‘73 προπορεύεται απ' όλους τους Νοέμβρηδες της ηλικίας μου.
Ναι εμείς και η Μνήμη. Και ο Νοέμβρης , ως σύμβολο, ήταν για τη γενιά μου - λίγο πριν, λίγο μετά - προθάλαμος για την ενηλικίωση. Εκεί βαφτιστήκαμε πολιτικά και παραδοθήκαμε σπάταλα στο παρόν. M΄ αυτούς τους κάποτε νέους, τους κάποτε εξεγερμένους, πορεύεται σήμερα εν πολλοίς η Ελλάδα.
Οι περισσότεροι σήμερα αντιμετωπίζουν το Πολυτεχνείο όπως γράφει Ν Ξυδάκης “με συγκατάβαση, στο όριο της αδιαφορίας. Αν τους ρωτήσεις τι σημαίνει γι’ αυτούς, θα ταλαντευτούν ακαριαία μεταξύ εχθρότητας και αμήχανου δέους. Δεν είναι τακτοποιημένο ακόμη· ενοχλεί. Άλλοι, μάλλον λίγοι, το βλέπουν με έμφοβο θαυμασμό, δηλαδή, δεν το βλέπουν. Τα παιδιά του Δημοτικού το μπερδεύουν με την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου· μόνο που αναρωτιούνται: χωρίς Τούρκους και Γερμανούς, ποιοι είναι οι κακοί; Αρκετοί λυκειόπαιδες, με μισοχωνεμένο τον Επιτάφιο του Περικλέους, το βλέπουν σαν προνομιακό πεδίο για την εξεγερσιακή τους γυμναστική. Και κάποιοι μεσήλικες, που ήσαν νέοι τότε, το βλέπουν σαν τη ματαιωμένη νιότη τους”.
Κάπως έτσι και αν οι Νοέμβρηδες που έζησα μέχρι σήμερα απέκτησαν κάποια υπόσταση και αν έγιναν μουσική και αν έγιναν τραγούδι και καταγράφηκαν στο χρόνο, ο Νοέμβρης του ‘73 ευθύνεται.
«Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει μ' ένα τρένο Αθήνα, Λάρισα, ωραία Θεσσαλία
στην Κατερίνη ακούει τραγούδι αγαπημένο με μια πληγή από παλιά μελαγχολία. Στη Σαλονίκη φθάνει απόγευμα στις έξι μ' έναν καιρό που όλο σκέπτεται να βρέξει. Νοέμβρης μήνας...»

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

“Νοέμβρης μήνας... με ένα καιρό που όλο σκέφτεται να βρέξει…”

...Νοέμβρης μήνας, η μοναξιά του, σαν ανήμερο θηρίο.

Θαρρείς ότι όλα κινούνται για να υπηρετήσουν με συνέπεια την επικοινωνία. Το ιδεώδες θα ήταν, η εξουσία, τοπική και κεντρική να ήταν τόσο συνεπής, ώστε να μην αντιλαμβανόμαστε την παρουσία της. Δυστυχώς η πραγματικότητα μας πληγώνει και ανοίγουμε λογαριασμούς με τον ουρανό.
...Νοέμβρης μήνας και φεύγει μ’ ένα κουρασμένο λεωφορείο. Νοέμβρης μήνας και η ανάγκη ακόμα πιο έντονη για να κάνουμε παρέα. Να ξαναβρεθούμε, για να σταματήσουμε την κούρσα της ανόδου των ποσοστών της κατάθλιψης.


«Ένας στους έξι πάσχει από κατάθλιψη» μας προειδοποιεί ο καθ’ ύλην υπεύθυνος τηλεοπτικός μας σύντροφος και όλοι αυτοί ανεξάρτητα από την ανάγκη του «ψωμί παιδεία ελευθέρια».
Να σπάσουμε τις γυάλες με τα χρυσόψαρα για να ξαναβρούμε το χαμόγελο της επικοινωνίας, αυτής που δεν χρειάζεται πληκτρολόγιο και κινητά. Αυτής που έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο, με τα μάτια να εγγυώνται την αλήθεια.
Πώς να ονειρευτείς σ’ αυτό το περιβάλλον του αποκλεισμού που δημιουργήσαμε και καυχόμαστε και από πάνω. "Οι ονειροπόλοι πού ζουν, πού υπάρχουν;" Αναρωτιέται η Κυρία στα ραδιοφωνικά της σχόλια. “Εγώ κάτι σώματα σε σχήμα καρέκλας βλέπω, κάτι κεφάλια τετράγωνα με οθόνη TFT και κάτι συνταξιούχους τελειωμένων επαγγελμάτων που περιμένουν τις εκπτώσεις για να ανταλλάξουν τα ευρώ τους με ημέρες ή αν κρατά η τσέπη τους, και εβδομάδες. Τοκισμένα χρόνια βλέπω να βαραίνουν ανήλικους που παραπατάνε στο Ίντερνετ καφέ και αντί να φιλάνε στα χείλη το κορίτσι τους, ψάχνουν στο σώμα του το μπουτόν που θα το κάνει να πηδάει καταρράκτες σαν τη Λάρα Κροφτ. Ποιοι ονειροπόλοι, παιδιά; Προσγειωθείτε, φτάσαμε στο αεροδρόμιο των ανθρωπίνων ομοιωμάτων.”
Πάρτε εισιτήριο. Έξοδος. Ας κάνουμε παρέα, για να γίνει ο μικρόκοσμος, κόσμος της χαράς και της δημιουργίας.
Η μιζέρια που βιώνουν σήμερα οι δήθεν τακτοποιημένοι τσακίζει κόκκαλα, ούτε οι σκελετοί τους δεν θα μείνουν. Και το χειρότερο... ούτε που θα το καταλάβουν…
“Νοέμβρης μήνας... με ένα καιρό που όλο σκέφτεται να βρέξει...”

Και με κορωνοϊό και χωρίς κάποια πράγματα δεν αλλάζουν

Γράφτηκε σε μέρες εφορίας. Ποια κρίση... ποια πανδημία. Θύματα της καταναλωτικής μανίας είμαστε, κινδυνεύουμε να μετατραπούμε σε «τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», και ας ζούμε στη στέπα.


Οι διαφημίσεις για τα νέα μοντέλα κινητών τηλεφώνων, και αυτοκίνητων, επιμένουν προκλητικά. Μα έχουμε όλοι κινητά περισσότερα του ενός και τα αυτοκίνητα μας έχουν πνίξει. Έτσι θα ξεπεράσουμε την κρίση. Αυτοί είναι οι κανόνες της νέας οικονομίας. Όσο για την πραγματική…
Με τη λατρεία των πραγμάτων, όλοι βρίσκουμε τον μπελά μας. “Η κατοχή δεν ταυτίζεται με τη χρηστικότητα, γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης, “με την αντικειμενική αξία του πράγματος , κάθε εξορθολογισμός απορρίπτεται• απεναντίας του προσδίδει αξία προ, έμψυχου, σάμπως ο εαυτός του να έχει μοιραστεί σε όλα τα κτήματά του συγκροτώντας μαζί τους όμαιμη οικογένεια.
Στο δράμα του κατόχου, το κέντρο είναι η ταλαιπωρημένη επιθυμία που, για να σωθεί από την ελεύθερη πτώση στην πραγματικότητα, παραδίδεται σε λατρευτικές συμμαχίες. Οι αενάως ανανεούμενες λατρείες, η βουλιμική σχέση με την αγορά, ο άσβεστος πόθος γι' αυτό που δεν κατέχουμε, τελικά αποδεικνύονται ισχυρότερα κίνητρα. Πάμε πάντα προς το απώτερο του παρόντος, γι' αυτό και το παιδί χαίρεται με την αναμονή του παιχνιδιού - ποτέ με την κατοχή του.
Όποιος γνωρίζει τους ανθρώπους μοιράζει αφειδώλευτα ανικανοποίητες λαχτάρες στον κόσμο, τον ωθεί προς τον κενό χρόνο, όχι προς την απατηλή αυτάρκεια του παρόντος...”
Αυτό απουσιάζει τελικά από τη ζωή μας; Αυτό αποτελεί την ύψιστη ανάγκη μας; Μας περίσσεψαν οι άνθρωποι και ψάχνουμε αντικείμενα για να καλύψουμε την απουσία;
«Απούσα η μορφή σου διαστέλλεται τόσο που γεμίζει το σύμπαν. Περνάς στη ρευστή κατάσταση των φαντασμάτων. Παρούσα, συμπυκνώνεται και αποκτάς το ειδικό βάρος των βαρύτερων μετάλλων, του ιριδίου και του υδράργυρου. Αυτό το βάρος με πεθαίνει καθώς πέφτει στην καρδιά μου», γράφει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ.
Κι όσον για κείνον που ποθεί, όπως παρατηρεί ο Μπαρτ, «το αντικείμενο της αγάπης είναι πάντοτε απόν κι από την ταραχή που φέρνει η απουσία, γεννιέται ο στεναγμός».
Σ ΄αυτή την απουσία έχουμε ανάγκη παρουσίας, γιατί αυτή αποτελεί την χαμένη μας Εδέμ, τα χαμένα μας κομμάτια . Πως θα την αποκτήσουμε; Με κινητά τηλέφωνα που ψήνουν καφέ και αυτοκίνητα που στριμώχνονται στους δρόμους. Εγώ δεν καταλαβαίνω.
Αυτοί, όμως, έχουν καταλάβει, που στο δρόμο το χάσαμε το σημαντικό και επιδιώκουν με το αζημίωτο να το αναπληρώσουν με ασημαντότητες. Με πληρωμένα προσχήματα προσπαθούν τάχατες να μας φέρουν κοντά.
Ακριβώς Κυρία μου «Όλα για ένα σύννεφο προκαταβολή. Στις 60 άτοκες θα έρθει η καταιγίδα. Δε μου αρέσουν οι ομπρέλες ή μη μόνον όταν φέρνουν κοντά δυο ανθρώπους με το πρόσχημα της βροχής. Θα μου πείτε, το «κοντά» χρειάζεται προσχήματα; Γιατί υπάρχει κάτι άλλο πια, που να μην τα χρειάζεται;» Εκεί ποντάρουν…

Οι "αγορές είναι πιο πάνω από τη ζωή"



Ας το παραδεχτούμε: Στην αντιμετώπιση της πανδημίας αποτύχαμε. Γιατί είναι αποτυχία να επιβάλλεις δρακόντεια μέτρα με γενικό κλείσιμο πέρυσι το Νοέμβριο με 1151 κρούσματα, 7 νεκρούς και 153 διασωληνωμένους και ακριβώς ένα χρόνο μετά, να μετράς 6.700 κρούσματα 59 θανάτους και 434 διασωληνωμένους.
Το ότι 40% του πληθυσμού είναι ακόμα ανεμβολίαστο, είναι μια άλλη κουβέντα. Η αλήθεια είναι όμως ότι και εδώ προβάλλει η παταγώδης αποτυχία του κράτους να πείσει το σύνολο του πληθυσμού υπέρ του εμβολίου.


Νοέμβρης του 2020 και γυρίζουμε πίσω, έγραφα πέρυσι. Νοέμβριος 2021 ακόμα πιο πίσω. Και πώς να μην γυρίσεις πίσω όταν οι αγορές είναι πιο πάνω από τη ζωή.
Με τα παρακάτω έχω την ψευδαίσθηση ότι αλλάζω θέμα, όμως ένα είναι το θέμα και για τα παραπάνω και για τα παρακάτω.
Η πόλη σε λίγο θα φορέσει τα λαμπερά στολίδια της, οι χριστουγεννιάτικες προσφορές άρχισαν να παίρνουν θέση στη μάχη της αγοράς. Κινητά τηλεφωνά νέας γενιάς, (οι γενιές εδώ έχουν διάρκεια ημερών), νέα μοντέλα αυτοκίνητων, τηλεοράσεων, υπολογιστών. Ρούχα ταξίδια παιγνίδια αξεσουάρ. Τα όνειρα μας παίρνουν χρώμα χριστουγεννιάτικο.

«Πηγές της ιστορίας δεν είναι μόνο τα αρχεία, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες. Είναι και η σιωπή.» γράφει η Μάρω Δούκα και η Κυρία του Ραδιοφώνου απηυδισμένη από τη διαφημιστική επίθεση είναι έτοιμη να δώσει τα ρέστα της για λίγη σιωπή... «Μας πεθάνανε πια. Ονόματα, φίρμες, μάρκες, ευχούλης προσευχούλης. Ο μεγάλος ινδιάνος Τσερόκι τώρα με 50 άτοκες, αύριο με δώρο ένα μικρό Ινδιάνο. Με την ηλεκτρονική κουζίνα δώρο ένας φούρνος μικροκυμάτων. Με το πλυντήριο δώρο οι λογαριασμοί του νερού και της ΔΕΗ. Αυτό το αυτοκίνητο πρέπει να το οδηγήσεις οπωσδήποτε, οδήγα το και άσε μας ήσυχους. Με πόσα κουπόνια δίνει δώρα ο Γάμα Δέλτα Παπαρόπουλος; Επιτέλους, ένα γιαούρτι με 200% λιπαρά, οι ανορεξικοί να κάτσουν στην πάντα. Εορτοδάνειο πήρατε; Χιονοαλυσίδες; Δεν πήρατε χιονοαλυσίδες; Πως θα κάνετε Χριστούγεννα; Με τι θα σας δέσουν εσάς; Ω! δεν μπορώ, κουράστηκα, βαρέθηκα, έπηξα, γιατί πλένω το κεφάλι μου απ’ έξω, αφού η καλύτερη σαπουνάδα γίνεται μέσα και σου την κάνει κι άλλος να μην κουράζεσαι. Να πληρώσουμε κάτι παραπάνω για λίγη σιωπή;» 



Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...