Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Και με τις ευλογίες της εκκλησίας



Θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη αντίδραση από την τοπική κοινωνία,  με αφορμή την φιέστα των εγκαινίων της «Χρυσής Αυγής» στην Κέρκυρα.
Μέχρι αυτή τη στιγμή,  συγχωρήστε με αν  κάνω λάθος, εκτός της πορείας που διοργάνωσε η Αντιφασιστική Πρωτοβουλία, με την συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ της ΑΝΤΑΡΣΙΑΣ    και φοιτητών του Ιονίου  Πανεπιστήμιου, δύο ανακοινώσεις είδαν το φως της δημοσιότητας, που αντιδρούν στην λειτουργία των  γραφείων, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ.  
Ούτε δυο μήνες δεν πέρασαν,  από την  δολοφονία του Παύλου Φύσσα,  και ο παπάς έδωσε τις ευλογιές του στην χαρακτηρισμένη  από την ελληνική δικαιοσύνη, εγκληματική οργάνωση, να συνεχίσει  το θεάρεστο έργο της.
Ούτε δυο μήνες,   για να ριχθούν στη λήθη του συστήματος,   αυτά τα ανατριχιαστικά που είδαν το φως της δημοσιότητας για τα έργα και τις  ημέρες της ναζιστικής οργάνωσης.
Καμία  φωνή αντίδρασης,  από τα κόμματα της συγκυβέρνησης σε τοπικό επίπεδο.   Καμία αντίδραση από  τους φορείς του νησιού.  Όλα καλά καμωμένα.
Αυτοί όμως,  που ανακάλυψαν εσχάτως το απεχθές πρόσωπο του φασισμού,  είναι και εύκολο και να το ξεχάσουν.
Να θυμίσω  κάποια αποσπάσματα  άρθρων μου,  εκείνης της περιόδου   κόντρα στην τηλεοπτική δημοκρατία   που  στο επόμενο θέμα, σβήνει το προηγούμενο.          
«... Ο φασισμός δεν είναι  κάτι που μας πρόεκυψε, έχει διαδρομή. Δεν είναι κάτι καινούργιο για την ελληνική κοινωνία.  Και επειδή βεβαίως με το  να  κλειστούν  κάποιοι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου στην φυλακή, δεν ξεμπλέκουμε με το φασισμό,   είναι χρήσιμο να δούμε τι οδήγησε στην έξαρση τα τελευταία  χρόνια αυτού του φαινομένου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η απαξίωση  του  πολιτικού συστήματος,   συνοδευόμενη από τη μεγαλύτερη  μεταπολεμική οικονομική κρίση,  που βιώνει ο ελληνικός λαός,  καθώς και η διαχείριση του μεταναστευτικού  προβλήματος,  από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, αποτελούν την κύρια αιτία. Και την ευθύνη, και σ’ αυτό δεν χωράει καμία αμφιβολία, την έχουν τα  δυο μεγάλα κόμματα  ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ,    που κυβέρνησαν εναλλάξ  και κυβερνούν πλέον μαζί τη χώρα, από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα …»
 «…Τελειώσαμε;  Όχι δεν τελειώσαμε. Δεν τελειώνεις εύκολα με το φασισμό. Η ενδεχόμενη εξάρθρωση αυτής της εγκληματικής συμμορίας,   δεν σημαίνει ότι η  φασιστική φλέβα που διαπερνάει ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, θα εξαφανισθεί.
Από το παρακράτος της Δεξιάς πριν τη μεταπολίτευση,  «οργάνωση Καρφίτσα»,  που δολοφόνησε το Λαμπράκη,  μέχρι τη «Χρυσή Αυγή» σήμερα,  που δολοφόνησε τον Παύλο Φύσσα,  οι φασίστες πάντα έκαναν την εμφάνισή τους. Κάποια στιγμή μάλιστα τα κατάφεραν να πιάσουν τον ελληνικό λαό στο ύπνο και για επτά χρόνια να τον βάλουν στο γύψο. Από 1974 που έπεσε η χούντα των συνταγματαρχών,  μέχρι σήμερα,  αυτό το φασιστικό κομμάτι προσπαθούσε να εκφραστεί,  είτε μέσα από το κόμμα της συντηρητικής παράταξης,  είτε, το πιο ακραίο,   από διάφορους άλλους σχηματισμούς , όπως η ΕΠΕΝ, η «4η Αυγούστου»,  η «Νέα τάξη», «το ΛΑΟΣ»   και εσχάτως η «Χρυσή  Αυγή», που κατάφερε συγκυριακά, (οικονομική κρίση, μνημόνιο, φτώχεια, πείνα, λαθρομετανάστευση),  να γίνει χωνευτήρι όλων αυτών, που στις φλέβες τους, κυκλοφορεί από κυανούν έως μαύρο αίμα..».   
«Η  φλέβα του φασισμού,  διαπερνούσε υπόγεια ολόκληρη την επικράτεια, από την κεντρική εξουσία,  μέχρι την τελευταία εξουσία  του χωροφύλακα  σε κάθε γωνιά της υπαίθρου.  Όσο το σύστημα άντεχε. Σήμερα στα  τελευταία του,  του ξέφυγε, φούσκωσε έσπασε και πετάχτηκε έξω το μαύρο αίμα.   
 Το τέλος κάθε εποχής δεν παίζεται μόνο στα ανώτερα κλιμάκια παίζεται και στις ψυχές μας. Και είναι ώρες  που μας αναγκάζουν σε εξομολογήσεις. Να βγάλουμε ότι μας βαραίνει, για να μπορέσουμε να δούμε τη νέα εποχή με καθαρά μάτια..»
Ελπίζω έστω και καθυστερημένα, να υπάρξει κάποια αντίδραση απ’  αυτούς που μέχρι αυτή τη στιγμή επέλεξαν τη σιωπή.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Υπό το μηδέν


Στο  τέλος και στην αρχή.  Είναι οι ευκαιρίες που μας δίνει ο χρόνος, να ξαναπροσπαθήσουμε.   Ίσως αυτό να είναι  το δώρο του.   Θα συμφωνήσω, με μείον ξεκινάμε. Και το μείον αποτέλεσμα είναι, το θέμα είναι  πως το αντιλαμβανόμαστε. Δεν λέω έχει μεγαλύτερο  βαθμό δυσκολίας, η πορεία όμως γίνεται πιο ελκυστική. Με μειονέκτημα,  αλλά είμαστε ακόμα στην αρχή.  Όλος ο χρόνος μπροστά μας. Και ό,τι  ήρεμο, δεν είναι πάντα όμορφο  και εύκολο να διαχειριστεί. Πνίγει!   
Η νίκη, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες,   δικαιολογημένα φέρνει ξέφρενους πανηγυρισμούς. Όχι με συν ούτε καν με μηδέν. Κουβαλούσαμε την ποινή λες και είχαμε υποπέσει στο προπατορικό αμάρτημα.  Φορτωμένοι συμβιβασμούς, σε μια εύθραυστη ισορροπία,  που να πάμε;  «Όταν αποφεύγουμε το θάνατο, την πάντα μεταβαλλόμενη φύση των πραγμάτων, αναπόφευκτα δραπετεύουμε από τη ζωή».  Με τρόπο απόλυτο ο Μ Σκοτ Πεκ σκιαγραφεί τη μεγάλη αρρώστια των ανθρώπων,   την εμμονή στο παρελθόν και στις οικείες καταστάσεις. Την εγωιστική  προσήλωση  στις παλιές πληγές. Την υποταγή στα παλιά τραύματα.  Το φόβο του θανάτου κατά συνέπεια το φόβο της ζωής. Διότι κάθε γέννηση προϋποθέτει  ένα θάνατο.


Με μείον ξεκινάμε. Δεν μπορεί να γίνει  διαφορετικά.  Η αφαίρεση δεν τελειώνει στα χαρτόκουτα, με τις παλιές φωτογραφίες.  Πρέπει να ξεριζώσει και μέρος  εκείνου του πλαστού εαυτού,  που καλοπιάναμε όλα αυτά τα χρόνια. Να του αφαιρέσουμε τη ψευτιά για να τον βρούμε. Απ’ αυτό το σημείο, μπορούμε να ξεκινήσουμε με ασφάλεια. Να βρούμε  τον εαυτό  μας για να μπορέσουμε και να τον χάσουμε. Έτσι θα βρούμε τον έρωτα, την αλήθεια, την αγάπη.  Για να νικήσεις το χρόνο, απαιτείται  μια γέννηση και ένας θάνατος, θάνατος,   του πλαστού και ψεύτικου εαυτού μας,  για να αναδυθεί ο αληθινός.
Με μείον, χωρίς δεύτερη σκέψη, με απώλειες, που  χρόνια προστατεύαμε γιατί φοβόμαστε το τσαλάκωμα, δειλιάζαμε μπροστά στη συντριβή. Με μείον για να απαλλαγούμε από τις σιδερόμπαλες στα πόδια,  να βγάλουμε  φτερά και να πετάξουμε. 
Για  να έρθει ο καινούργιος χρόνος, ο παλιός θα πρέπει να εκπνεύσει. Καλά Χριστούγεννα.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Και αύριο θα υπάρχουμε



Αποσπάσματα παλαιότερων κειμένων,  που είναι και σημερινά.    Αν δεν υπήρχαν τα Χριστούγεννα του παραμυθιού, δεν ξέρω τι νόημα θα είχε η γιορτή. Γιορτή σημαίνει ανάμνηση, για όλους εμάς που έχουμε παρελθόν. Για τα παιδιά είναι διαφορετικά, ζουν το παρόν και το μέλλον,  ευτυχώς δεν το γνωρίζουν.
«Και των ανθρώπων όμως τα κακά κουράζονται και των ανέμων οι πνοές δεν έχουν πάντοτε την ίδια δύναμη. Όσοι ευτυχούν, δεν μένουν ως το τέλος πάντοτε ευτυχείς. Στον κόσμο όλα αλλάζουνε, γι’ αυτό εκείνος πάει πιο καλά που έχει για στήριγμα του την ελπίδα. Δειλού ανθρώπου γνώρισμα είναι το ν’ απελπίζεται» (Ευριπίδου Ηρακλ, Μαινόμ. 101)
Δεν είναι η κρίση σημερινή. Πάντα σε κρίση βρισκόμαστε, βιώνοντας το παρόν και αδιαφορώντας για το μέλλον. Αυτό κάνουμε και σήμερα, το παρόν βιώνουμε.
Από όσο θυμάμαι μια ζωή αυτός Λαός, θυσίες κάνει, χωρίς ακόμα να κατορθώσει να έχει την εύνοια των θεών.
 

Δεν είναι η απαισιοδοξία που με οδηγεί σ’ αυτήν την διαπίστωση, είναι η πραγματικότητα που τη βιώνουμε αισιόδοξα. «Έχει θεός», για το αύριο και κάπως έτσι περνάμε τις μέρες, τσιμπολογώντας.
Η ανακύκλωση των προβλημάτων, η μάχη της καθημερινότητας, οι προσωρινές λύσεις, μας έχουν καταδικάσει σε μια διαχείριση του σήμερα, χωρίς επιπλέον δυνάμεις και δυνατότητες.
Ένα οικοδόμημα χωρίς θεμέλια, που μοιάζει περισσότερο με ημιυπαίθριο, που να στηρίξει το μέλλον, πώς να σταθεί αλληλέγγυο στις γενιές που έρχονται.
Τα καταφέραμε και φέτος τα Χριστούγεννα για του χρόνου « Έχει ο θεός»
Τα γράφω με καμάρι. Αφού ακόμα τριγυρίζουμε γύρω από τον Παρθενώνα, το κάθε αύριο γίνεται σήμερα και είμαστε εδώ, αισιόδοξοι για το θαύμα που δεν θα γίνει μιας και από μόνοι μας είμαστε ένα θαύμα!
Είναι θαύμα ότι υπάρχουμε σαν χώρα σήμερα. Και αύριο θα υπάρχουμε ακόμα και χωρίς την βοήθεια των Θεών...

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Χάθηκαν οι λέξεις και άρχισαν τα ερωτηματικά



Είχα γράψει ένα κείμενο πολύ σκληρό, πριν είχα σπάσει δυο ποτήρια κρασιού, κατά λάθος. Τριακόσιες εβδομήντα λέξεις έγραφε ο καταμετρητής, δεν έμεινε ούτε μία. Έκανα μια προσπάθεια να το ξαναγράψω, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Η κεντρική ιδέα, δεν ήταν ικανή να βάλει τις θυμωμένες λέξεις στη σειρά, μπορεί να με φύλαξαν οι θεοί. Πάμε παρακάτω. 
Απάντηση σε μια συχνή ερώτηση αναγνωστών. Μέσα από ένα βιβλίο . Το έγραψε η Ελένη στην στήλη της. «Τα κίνητρα της γραφής προσπάθησε να συγκέντρωση η συγγραφέας Μάργκαρετ Ατγουντ στο βιβλίο της «Συνομιλώντας με τους νεκρούς» Δηλαδή με τους συγγραφείς που αγάπησε. Τα φαντάσματά της. Τους μελλοντικούς της ήρωες που θα ζωντανέψει. Και ιδού μερικά… κίνητρα απ’ αυτά. Τα αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι συγγραφείς στο ερώτημα «γιατί γράφω»:
Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι. Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί. Για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε. Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση.  Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί. Για να παράγω τάξη από το χάος. Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών. Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατονόμαστο. Για να κοροϊδέψω τον Θάνατο. Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά. Για να ευχαριστήσω και να ψυχαγωγήσω τον αναγνώστη. Για να επιβιώσω και μετά θάνατον.   Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που δόθηκε. Για να μιλήσω με τους νεκρούς…
Το κίνητρο είναι εκείνο που θα καθορίσει πολλά στη συνέχεια: ποιότητα, αισθητική, ειλικρίνεια, πάθος, ματαιοδοξία, ύφος…
Αλλά αυτό το κίνητρο, εν τέλει, είναι και αναγνωστικό. Πως θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει διαφορετικά. Αυτά τα δύο είναι «σε σχέση». Κατά συνέπεια θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε γιατί διαβάζουμε εμείς: Για να μαθαίνω. Για να βαθαίνω. Για να ανακαλύπτω.

Για να καταλαβαίνω. Για να κρίνω. Για να ταξιδεύω. Γιατί με ευχαριστεί. Ανακαλύπτω τους άλλους. Τη ζωή. Γιατί επικοινωνώ. Γιατί με παρηγορεί. Με ασφαλίζει. Για να σκοτώσω την ώρα μου.
Προσπαθώντας να απαντήσω στην ερώτηση «γιατί γράφω», ώστε να εντοπίσω και το δικό μου κίνητρο σε αυτή την καθημερινή διαδικασία της γραφής, διαπίστωσα ότι είναι πολλά τα κίνητρα. Κάθε μέρα δε, είναι και διαφορετικά. Αλλά και σαν αναγνώστης κινούμαι από διαφορετικές κατευθύνσεις. Σχεδόν όλα τα «Για» στο γιατί θα μπορούσαν να ήταν απαντήσεις δικές μου, ακόμα και αυτές που δεν περιποιούν τιμή.
Η γραφή και η ανάγνωση είναι μια διαδικασία σύνθετη, που έχει να κάνει με τις αδήριτες ανάγκες της ψυχής μας. Και αυτές είναι πολλές και διαφορετικές, δημιουργούνται δε, σε σχέση με το χρόνο και τα γεγονότα που για τον καθένα παίζουν και διαφορετικό ρόλο στη ζωή του
Γράφω γιατί είμαι ερωτευμένος. Γιατί δεν είμαι ερωτευμένος. Γιατί πονάω. Γιατί χαίρομαι. Για μένα και για τους άλλους για τους λίγους και για τους πολλούς. Για τους φίλους και τους εχθρούς. Για να ανασάνω σήμερα εγώ και να δώσω ανάσες από το περίσσευμα μου αύριο, σ’ αυτούς που τις χρειάζονται
Όλες οι απαντήσεις που πείρε η κ. Ατγουν, συνομιλώντας με τους νεκρούς συγγραφείς που αγάπησε, δικές ήταν τελικά. Γιατί η γραφή δεν έχει κίνητρα

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...