"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΠΑΣΧΑ - ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: Ἀνέστη Χριστός, Ἡ δοκιμασία τοῦ λογικοῦ

Φώτης Κόντογλου (1895-1965)

Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. 

 Ἀπ᾿ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ᾿ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.

Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, μ᾿ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς μιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦμε τὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση στοὺς μαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες:
«Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»...
 

Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάδες του.  

Εἶδες μὲ πόση μακροθυμία τὰ ὑπόμεινε ὅλα; ...

 Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαμε σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ᾿ ἕνα τοῖχο παγωμένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ μᾶς καλεῖ κ᾿ ἐμεῖς τὸν ἀρνιόμαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπημένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐμεῖς λέμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Ἐμεῖς ψάχνουμε νὰ βροῦμε στηρίγματα στὴν ἀπιστία μας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, ποὺ τὸν λέμε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήμη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ μέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης μας... Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσμου, δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».

Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς μακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας:
«Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».  

Καὶ στὸν Θωμᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ μὲ εἶδες Θωμᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».

Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦμε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς μαζί του.

Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι...

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: «Φυλάξτε τά συνήθεια μας, γιορτάστε ὅπως οἱ πατεράδες σας, καί μή ξεγελιώσαστε μέ τά ξένα κι ἄνοστα φράγκικα πυροτεχνήματα»


Τοῦ Φώτη Κόντογλου 
 (28 Δεκεμβρίου 1958 Χριστοῦ Γέννησις: Τό φοβερόν Μυστήριον, Ἐκδ.Ἁρμός, 2001)


Τά Χριστούγεννα, τά Φῶτα, ἡ Πρωτοχρονιά, κ’ ἄλλες μεγάλες γιορτές, γιά πολλούς ἀνθρώπους δέν εἶναι καθόλου γιορτές καί χαρούμενες μέρες, ἀλλά μέρες πού φέρνουνε θλίψη καί δοκιμασία. Δοκιμάζονται οἱ ψυχές ἐκεινῶν πού δέν εἶναι σέ θέση νά χαροῦνε, σέ καιρό πού οἱ ἄλλοι χαίρουνται. Παρεκτός ἀπό τούς ἀνθρώπους πού εἶναι πικραμένοι ἀπό τίς συμφορές τῆς ζωῆς, τούς χαροκαμένους, τούς ἄρρωστους, οἱ περισσότεροι πικραμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού τούς στενεύει ἡ ἀνάγκη νά γίνουνε τοῦτες τίς χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοί ἀπ’ αὐτούς μπορεῖ νά μή δίνουνε σημασία στή δική τους εὐτυχία, μά γίνουνται ζητιάνοι γιά νά δώσουνε λίγη χαρά στά παιδιά τους καί στ’ ἄλλα πρόσωπα πού κρέμουνται ἀπ’ αὐτούς. Οἱ τέτοιοι κρυφοκλαῖνε ἀπό τό παράπονό τους, κι’ αὐτοί εἶναι οἱ πιό μεγάλοι μάρτυρες, πού καταπίνουνε τήν πίκρα τους μέρα νύχτα, σάν τό πικροβότανο


Ἴσα ἴσα αὐτές τίς ἁγιασμένες μέρες πού θἄπρεπε νά σμίξουνε πιό κοντά οἱ ἄνθρωποι συναμεταξύ τους, «νά περιπτυχθῶσιν ἀλλήλους», ἴσια ἴσια αὐτές τίς μέρες ἀποξενώνουνται περισσότερο ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, χωρίζουνται σέ δύο στρατόπεδα ὁλότελα ξένα τὄνα στἄλλο, σχεδόν ἐχθρικά. Ἀπό τή μιά μεριά εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι, οἱ καλοπερασμένοι, οἱ καλότυχοι, κι’ ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι οἱ δυστυχισμένοι κ’ οἱ παραπεταμένοι. 



Ἀνάμεσά τους «χάσμα μέγα ἐστήρικται» κατά τίς γιορτές


Κανένα γεφύρι δέν ἑνώνει τίς δύο ἀκροποταμιές, ἐνῶ...τίς ἄλλες μέρες ἔρχουνται σέ περισσότερη συνάφεια.  


Οἱ πλούσιοι κι’ ὅσοι ἔχουνε τόν τρόπο τους κάνουνε, ἀλλοίμονο! τό πᾶν γιά νά ἐπιδείξουνε τά πλούτη καί τ’ ἀγαθά τους στούς λιμασμένους. Κι’ αὐτό γίνεται στὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πού γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στό παχνί! Γιά τήν γέννηση τοῦ φτωχοῦ Χριστοῦ δέν γιορτάζουνε οἱ φτωχοί σάν καί Κεῖνον, μά γιορτάζουνε οἱ πλούσιοι, πού παίρνουνε γιά ἀφορμή τήν πτωχεία του γιά νά δείξουνε τά πλούτη τους.  


Μά ἄραγε, ἀνάμεσα σέ δυστυχισμένους μπορεῖ νά νοιώσει κανένας εὐτυχισμένον τόν ἑαυτό του;  


Μοναχά ἕνας ἀναίσθητος μπορεῖ νά νοιώσει τέτοια εὐτυχία. Ὅσο γιά κεῖνον πού θέλει νά ἐπιδείξη στόν πεινασμένο καί στόν στερημένον τήν ἐλεεινή του αὐτή εὐτυχία, αὐτός εἶναι ἀληθινό κτῆνος. Καί μ’ ὅλα ταῦτα, ὑπάρχουνε πολλοί τέτοιοι ἀνάμεσά μας, στά χρόνια μας, ἐνῶ ἤτανε σπάνιοι στά παλαιότερα. Εἶναι κι’ αὐτό ἕνα ἀπό τά ὡραῖα πού μᾶς ἔφερε ὁ μέγας πολιτισμός ἀπό τά μεγάλα κέντρα! Στήν Ἀνατολή εἴχανε τά ζεμπίλια, πού ἤτανε πλεχτά ἀπό ψάθα, κι’ ὅ,τι ἔβαζε μέσα κανένας δέν φαινότανε. Γι’ αὐτό, παίζοντας οἱ τουρκομερίτες, λέγανε πώς ἡ λέξη «ζεμπίλι» βγῆκε ἀπό τά λόγια «σέν μπίλ», πού θά πεῖ «ἐσύ νά ξέρης», δηλαδή ἐσύ νά ξέρης μοναχά τί ἔχει μέσα τό ζεμπίλι, ὥστε νά μή λιμάζουνε καί σέ φθονοῦνε οἱ φτωχοί, κεῖνοι πού δέν μποροῦνε ν’ ἀγοράσουνε τά καλά πού ἀγόρασες ἐσύ. Σίγουρα, κι’ αὐτό δέν εἶναι καθόλου καλό καί χριστιανικό, μά τουλάχιστο ἔλειπε ἡ ἁμαρτωλή ἐπίδειξη πού εἶναι τό πιό σατανικό ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα κακά πού φαρμακώνουνε τούς φτωχούς ἀδελφούς μας αὐτές τίς μέρες.


Ὅπως βλέπεις, μέ τήν κακομοιριά πού ἔχει σέ ὅλα ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, μπόρεσε καί γύρισε τίς μέρες τῆς πνευματικῆς χαρᾶς σέ μέρες σαρκικῆς καλοπέρασης γιά τόν ἑαυτό του, καί σέ μέρες πένθους καί δακρύων γιά πολλούς ἀπό τούς συντρόφους του στή ζωή.


Οἱ γιορτές οἱ δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, καί γι’ αὐτό εἴχανε κάποιον ἄλλο χαρακτῆρα ἀπό τίς γιορτές πού γιορτάζουνε ἄλλα ἔθνη, προπάντων σήμερα, πού εἶναι κάποιες αὐτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρίς καμμιά σημασία γιά τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτές τίς ψευτογιορτές ξαμολιοῦνται ὅλα τά βάρβαρα καί ἐγωιστικά πάθη τοῦ ἀνθρώπου, πού κυττάζει μοναχά τήν εὐχαρίστηση τῆς σάρκας. Ἐνῶ οἱ δικές μας οἱ γιορτές, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, ἔχουνε τή ρίζα τους στή θρησκεία, ἤτανε σεμνές, πνευματικές, ὥστε νά μή σκανδαλίζουνε τούς φτωχούς, ὅσο εἶναι μπορετό σέ σαρκικούς ἀνθρώπους. Οἱ πλούσιοι κι’ οἱ νοικοκυραῖοι ἀποφεύγανε νά πληγώσουνε τούς φτωχότερους, καί νοιώθανε τήν ἀνάγκη νά τούς ζεστάνουνε καί κείνους, στέλνοντας κρυφά στά σπίτια τους διάφορα δῶρα, μέ τρόπο, ὥστε νά μή τούς ταπεινώσουνε, κ’ ἔτσι ἡ διαφορά νά φαίνεται ὅσο μποροῦσε λιγώτερη.


Ἔτσι μορφωθήκανε τά ἔμορφα καί ἁγνά ἔθιμά μας, μέ ψαλμωδίες πού τίς λένε ἀκόμα τά παιδιά στούς δρόμους καί στά σπίτια, μέ καμπάνες, μέ ἔμορφα αἰσθήματα, μέ σεμνές διασκεδάσεις, μέ εὐχάριστη συναναστροφή, πού δένουνε μεταξύ τους τούς ἀνθρώπους περισσότερο, παρά πού τούς χωρίζουνε. Μά ὁ ὑλισμός κι’ ὁ λύκος τῆς ἀναισθησίας μολεύει σιγά-σιγά αὐτές τίς καλές γιορτές μας, πού πολύ ἔμορφα τίς παρομοιάζανε οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας μέ σταθμούς γιά νά ξεκουραζόμαστε στόν μονότονο δρόμο τῆς ζωῆς μας, λέγοντας: «Βίος ἀνεόρταστος, μακρά ὁδός ἀπανδόκευτος», πού θά πῆ «Ζωή δίχως γιορτή, εἶναι σάν τόν μακρύ τόν δρόμο πού δέν ἔχει πανδοχεῖο νά ξεκουραστῆς».


Κάποιοι μοντερνοποιημένοι κάνουνε τόν βαρύ καί τόν θετικό κύριο πού δέν ἔχει αἰσθηματολογίες, καί λένε πώς αὐτά εἶναι αναχρονισμοί κι’ ἀδιαφόρετα πράγματα. Αὐτοί γιά μένα εἶναι ξερίχια ψυχικά, παγωμένες ἐρημιές, δίχως ἀγάπη, δίχως χαρά, μά καί δίχως πόνο. Γιατί χαρά καί πόνος εἶναι δεμένα. Οἱ τέτοιες ψυχές εἶναι πάντα νεκρά βουνά τοῦ φεγγαριοῦ. Ὡστόσο, κάτι τέτοιοι «ὀρθολογισταί» καί «θετικισταί», ξετρελλαίνουνται γιά κάποιες ἀνόητες ξενόφερτες φέστες καί γιά κάτι μοντέρνα γλέντια πού ρεζιλεύουνε τόν ἄνθρωπο, φτάνει πού γίνουνται κατά τό κοσμοπολιτικό μοντέλο πού βρίσκεται στά «μεγάλα κέντρα τοῦ ἐξωτερικοῦ».  


Αὐτοί δέν θέλουνε τίποτα ἀπό τά δικά μας, πού τά λένε ὅλα «βλάχικα, φτωχικά, ἀνάξια γιά ἀνθρώπους πού ξέρουνε τόν κόσμο». 
 

Τίποτα ἑλληνικό δέν βρίσκει ἔλεος στά μάτια αὐτῶν τῶν κουφιοκέφαλων, ἀκατάδεχτων κι’ ὅπως πρέπει κυρίων, πού χοροπηδᾶνε, ὡστόσο, σάν τρελλοί, μέ τά τσέρκια στό λαιμό, φτάνει πού ἤρθανε ἀπ’ ἔξω, ἀπό κεῖ «πού ξέρει ὁ κόσμος νά ἀπολαμβάνη τή ζωή»!  


Τί νά ποῦμε κ’ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, τά βλαχάκια, τά φτωχαδάκια, πού μᾶς νανούριζε ἡ μάνα μας μέ τά παραπονετικά τραγούδια της στήν κούνια μας, καί τώρα δακρύζουμε σάν ἀκοῦμε τά τροπάρια καί τά κάλαντα, πού μᾶς ἑνώνουνε μέ τούς ἀγαπημένους μας πού περάσανε ἀπό τόν τόπο μας πρίν ἀπό μᾶς;


Ἀδέλφια μου, φυλάξτε τά ἑλληνικά συνήθειά μας, γιορτάστε ὅπως γιορτάζανε οἱ πατεράδες σας, καί μή ξεγελιώσαστε μέ τά ξένα κι ἄνοστα πυροτεχνήματα. Οἱ δικές μας οἱ γιορτές ἀδελφώνουν τούς ἀνθρώπους, τούς ἑνώνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μήν κάνετε ἐπιδείξεις. «Εὐφράνθητε ἑορτάζοντες». Ἀκοῦστε τί λένε τά παιδάκια πού λένε τά κάλαντα:  

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ: Η αγιασμένη επανάσταση

Toυ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Η σκλαβιά που έσπρωξε τους Έλληνες να ξεσηκωθούνε σε επανάσταση καταπάνω στον Τούρκο δεν ήτανε μονάχα η στέρηση κι η κακοπάθηση του κορμιού, αλλά, απάνω απ' όλα, το ότι ο τύραννος ήθελε να χαλάσει την πίστη τους, μποδίζοντάς τους από τα θρησκευτικά χρέη τους, αλλαξοπιστίζοντάς τους και σφάζοντας ή κρεμάζοντάς τους, επειδή δεν αρνιότανε την πίστη τους για να γίνουνε μωχαμετάνοι.  


Για τούτο πίστη και πατρίδα είχανε γίνει ένα και το ίδιο πράγμα, κ' η λευτεριά που ποθούσανε δεν ήτανε μοναχά η λευτεριά που ποθούνε όλοι οι επαναστάτες, αλλά η λευτεριά να φυλάξουνε την αγιασμένη πίστη τους, που μ' αυτήν ελπίζανε να σώσουνε την ψυχή τους


Γιατί, γι' αυτούς, κοντά στο κορμί, που έχει τόσες ανάγκες και που με τόσα βάσανα γίνεται η συντήρησή του, υπήρχε κ' η ψυχή, που είπε ο Χριστός πως αξίζει περισσότερο από το σώμα, όσο περισσότερο αξίζει το ρούχο απ' αυτό.


Εκείνες οι απλές ψυχές, που ζούσανε στα βουνά και στα ρημοτόπια, ήτανε διδαγμένες από τους πατεράδες τους στην πίστη του Χριστού, και γνωρίζανε, μ' όλο που ήτανε αγράμματες, κάποια από τα λόγια του, όπως είναι τούτα: «Τι θα ωφελήσει άραγε τον άνθρωπο, αν κερδίσει τον κόσμο όλο, και ζημιωθεί την ψυχή του;» «Η ψυχή είναι πιο πολύτιμη από τη θροφή, όπως το κορμί από το φόρεμα!» -κ.ά.


Για τούτο, κατά τα χρόνια της σκλαβιάς...

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Ἡ πίστη τοῦ λαοῦ μας κατὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα

Του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, ἐκεῖνα τὰ ἀγράμματα γεροντάκια καὶ οἱ γριοῦλες, ποὺ τὴν Σαρακοστὴ καὶ τὴν Μεγάλη Βδομάδα βρίσκονται ὅλη μέρα στὴν ἐκκλησία, ζήσανε ἀπὸ τὰ μικρά τους χρόνια ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου καὶ καταλάβανε αὐτὸ τὸ χαροποιὸν πένθος, ποὺ δὲν τὸ καταλάβανε, ἀλοίμονο, οἱ σπουδασμένοι μας, ποὺ θέλουνε νὰ τοὺς διδάξουνε, ἀντὶ νὰ διδαχθοῦνε ἀπ᾿ αυτούς.  

Τώρα τὶς μέρες τῆς Σαρακοστῆς, τῆς Μεγάλης Βδομάδας καὶ τοῦ Πάσχα πορεύονται μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, ἀκολουθᾶνε ὁλοένα ἀπὸ πίσω του, ἀληθινά, ὄχι φανταστικά, ἀκούγοντάς Τον νὰ λέγῃ:


 «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ παραδοθήσεται ὁ Ὑιὸς τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ». 

Μαζί Tου βρίσκονται στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ δακρύζουνε ἀπὸ τὰ λόγιά Του, μαζί Του πᾶνε στὸ πραιτώριο καὶ στὸν Πιλᾶτο, μαζί Του ῥαπίζονται, μαζί Του μαστιγώνονται, μαζί Του ἐμπαίζονται, μαζί Του σταυρώνονται, μαζί Του θάβονται, μαζὶ τοῦ ἀνασταίνονται.

Τὰ μάτια τους γίνονται βρῦσες καὶ τρέχουνε, μὰ αὐτὰ τὰ δάκρυα δὲν εἶναι δάκρυα τῆς ἀπελπισίας, ἀλλὰ τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς βεβαιότητας πὼς μ᾿ αὐτὰ ποτίζεται τὸ ὁλόδροσο κι ἀμάραντο δέντρο τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως.  

Η δοκιμασια του λογικού

Του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Η πίστη του χριστιανού δοκιμάζεται με την Ανάσταση του Χριστού σαν το χρυσάφι στο χωνευτήρι. Απ όλο το Ευαγγέλιο η Ανάσταση του Χριστού είναι το πλέον απίστευτο πράγμα, ολότελα απαράδεκτο από το λογικό μας, αληθινό μαρτύριο για δαύτο.
  
Μα ίσια-ίσια, επειδή είναι ένα πράγμα ολότελα απίστευτο, για τούτο χρειάζεται ολόκληρη η πίστη μας για να το πιστέψουμε. Εμείς οι άνθρωποι λέμε συχνά πώς έχουμε πίστη, αλλά την έχουμε μονάχα για όσα είναι πιστευτά απ το μυαλό μας. Αλλά τότε, δεν χρειάζεται η πίστη, αφού φτάνει η λογική. Η πίστη χρειάζεται για τα απίστευτα.

Οι πολλοί άνθρωποι είναι άπιστοι. Οι ίδιοι οι μαθητάδες του Χριστού δεν δίνανε πίστη στα λόγια του δασκάλου τους όποτε τους έλεγε πώς θ αναστηθεί, μ όλο το σεβασμό και την αφοσίωση που είχαν σ Αυτόν και την εμπιστοσύνη στα λόγια του. Και σαν πήγανε οι Μυροφόρες την αυγή στο μνήμα του Χριστού, κ είδανε τους δυο αγγέλους που τις μιλήσανε, λέγοντας σ αυτές πώς αναστήθηκε, τρέξανε να πούμε τη χαροποιά την είδηση στους μαθητές, εκείνοι δεν πιστέψανε τα λόγια τους, έχοντας την ιδέα πώς ήτανε φαντασίες: «Και εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος (τρέλα) τα ρήματα αυτών, και ηπίστουν αυταίς»...(...)