Κάποιοι άλλοι διέγνωσαν ότι απειλείται η πρωτοκαθεδρία της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο δανεισμός της οποίας ωχριά ήδη αν συγκριθεί με τα δάνεια που χορηγεί η Κίνα: το 2013 χορήγησε δάνεια ύψους 240 δισ. δολαρίων και η Παγκόσμια Τράπεζα μόλις 52,6 δισ. δολαρίων.
Η κατηγορία αυτή αναλυτών θεώρησε ότι δικαιώθηκαν όταν προσχώρησαν στην κυρίως κινεζικής πρωτοβουλίας και επιρροής Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα ορισμένες από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές οικονομίες: Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία, αλλά και η Βρετανία, που προσχώρησε στη νέα τράπεζα πρώτη από τις χώρες της Δύσης.
Δεδομένου ότι ο όρος για τη συμμετοχή στην αναπτυξιακή τράπεζα των BRICS είναι η καταβολή ποσού ύψους 10 δισ. δολαρίων, η τράπεζα βάσει του χρονοδιαγράμματος πρέπει να αρχίσει να λειτουργεί στα τέλη του έτους με αρχικά κεφάλαια ύψους 50 δισ. δολαρίων από τα πέντε ιδρυτικά κράτη-μέλη της.
Τα κεφάλαια αυτά θα αυξηθούν από τις εισφορές των νέων μελών, καθώς η νέα τράπεζα είναι ανοικτή σε όλες τις χώρες-μέλη των Ηνωμένων Εθνών και κάθε νέα χώρα-μέλος θα έχει ψήφους ανάλογες με τις μετοχές που έχει αγοράσει. Προστίθεται, άλλωστε, στα κεφάλαιά της μια δεξαμενή συναλλαγματικών διαθεσίμων ύψους 100 δισ. δολαρίων, στην οποία προβλέπεται να εισφέρει τη μερίδα του λέοντος η Κίνα με 41 δισ. δολάρια, από 18 δισ. Βραζιλία, Ινδία και Ρωσία και 5 δισ. δολάρια η Νότιος Αφρική.
Εύκολα μπορεί κανείς να θεωρήσει πως η εμβέλεια επιρροής αυτής της τράπεζας θα είναι περιορισμένη αν συγκριθεί με τα κεφάλαια ύψους 223,2 δισ. δολαρίων που έχει συγκεντρώσει η Παγκόσμια Τράπεζα από τις εισφορές 188 χωρών, αλλά και με τους άμεσα διαθέσιμους πόρους, ύψους 755 δισ. δολαρίων του ΔΝΤ που, υπό ειδικές συνθήκες, μπορεί να αντλήσει τουλάχιστον 1,4 τρισ. δολάρια. Και ίσως σε στενούς χρηματοπιστωτικούς όρους τα πράγματα να είναι κάπως έτσι, ιδιαιτέρως αν συνεκτιμηθούν και τα οικονομικά προβλήματα κάποιων εκ των ιδρυτικών μελών της, όπως της Ρωσίας και της Βραζιλίας.
Οι δυνατότητες της νέας τράπεζας να καλύψει τις αναπτυξιακές ανάγκες των αναδυόμενων οικονομιών θα είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, μόνον οι χώρες της Νότιας Ασίας χρειάζονται δάνεια ύψους 2,5 τρισ. δολαρίων μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Είναι, ωστόσο, σαφές ότι ο ρόλος της νέας τράπεζας δεν προσδιορίζεται μόνον από το ύψος των κεφαλαίων της. Η ίδρυσή της μπορούσε να θεωρηθεί έως και αναμενόμενη από κάποιον διορατικό αναλυτή, δεδομένης τόσο της οικονομικής όσο και της πολιτικής συγκυρίας. Οχι μόνον οι πέντε αυτές χώρες, αλλά γενικότερα οι αναδυόμενες οικονομίες είχαν πληγεί βαρύτατα από την αιμορραγία ξένων κερδοσκοπικών κεφαλαίων που άρχισαν να τις εγκαταλείπουν μαζικά προ δύο ετών, όταν η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα (Federal Reserve) άφησε για πρώτη φορά να διαφανεί η πρόθεσή της να περιορίσει και τελικά να τερματίσει την παροχή ρευστότητας στην αγορά με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.
Είχε, άλλωστε, προηγηθεί η διάψευση των υποσχέσεων που είχαν λάβει στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης πως θα αναβαθμίζονταν τα δικαιώματα ψήφου τους και η επιρροή τους στους κόλπους των δύο δημιουργημάτων του Bretton Woods, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ, κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναβαθμισμένο ρόλο τους στην παγκόσμια οικονομία και την ανάπτυξή της.
Οι πέντε ισχυρότερες αναδυόμενες είχαν, επίσης, σε προγενέστερη φάση γνωρίσει τεκτονικής κλίμακας οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπως εκείνη της ρωσικής οικονομίας και των ασιατικών οικονομιών τη δεκαετία του 1990. Είτε εξ ιδίων είτε παρατηρώντας άλλες αναδυόμενες οικονομίες, είχαν πικρή πείρα από τους σκληρούς όρους που συνόδευαν τον δανεισμό του ΔΝΤ.
Τα δάνεια: