Η Σώτη Τριανταφύλλου σχολιάζει πώς το διαδίκτυο έχει μετατρέψει τον φθόνο σε σύγχρονη επιδημία και το υπαρξιακό περιεχόμενο που έχει αποκτήσει στην εποχή μας.
«Αν κάποιος φίλος γνωρίζει επιτυχία, κάτι πεθαίνει μέσα μου,» ομολογούσε ο Γκορ Βιντάλ. Aλλά, ευτυχώς για όλους μας, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες πικρίες, ούτε τα ίδια ελαττώματα: πράγματι, μερικοί καταναλώνουν πολλή ενέργεια στον φθόνο ― ίσως γι’ αυτό εξαντλούν το απόθεμά τους και δεν είναι όσο δημιουργικοί θα μπορούσαν να είναι.
Σε μικρές κοινότητες, σε μικρές χώρες σαν τη δική μας, ο φθόνος δεν είναι ισχυρότερος απ’ ό,τι αλλού: είναι μονάχα γελοιωδέστερος. Αν έχω καταλάβει καλά, στα social media, τα οποία, κατά τη γνώμη μου (την όχι και τόσο ταπεινή), υπονομεύουν τη δημοκρατία και τις ηθικές αξίες, το κυρίαρχο συναίσθημα είναι ο φθόνος ― ο οποίος διαχέεται μαζί με συκοφαντίες που θεωρούνται «γνώμη»· γνώμη καθόλου ταπεινή και προστατευμένη από τη σύγχρονη αμηχανία η οποία περιβάλλει την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης.
Όχι ότι η ματαιότητα του φθόνου είναι καινούργια ανακάλυψη. Ήδη, οι Έλληνες φιλόσοφοι (προσωκρατικοί, Σωκράτης, Αριστοτέλης, Κυνικοί) προειδοποιούσαν για την καταστροφικότητά του. Η Βίβλος την απεικονίζει με δεκάδες ιστορίες, όπως με την παραβολή του Κάιν και του Άβελ, ενώ ο Μέγας Βασίλειος κάνει λόγο για το «θηρίο» μέσα στον άνθρωπο. Όσο για τη «Χιονάτη», μάς διδάσκει από τα παιδικά μας χρόνια τις συνέπειες του Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου. Μας διδάσκει αλλά δεν μαθαίνουμε.
Ο Μπέρτραντ Ράσελ περιγράφει τον φθόνο σαν μια από τις σημαντικότερες αιτίες της δυστυχίας: τον θεωρεί χειρότερο από τις ασθένειες και την ανέχεια. Αλλά, αν κάποιος δεν μπορεί να αποφύγει τον φθόνο, ας μάθει τουλάχιστον να τον διαχειρίζεται και ταυτοχρόνως ας συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται περί συναισθήματος για το οποίο μπορεί να υπερηφανεύεται. Η δημόσια έκθεση του φθόνου είναι ντροπιαστική: οι φθονεροί άνθρωποι είναι πιο «ζώα» από τους υπολοίπους.
Οι ερευνητές των πρωτευόντων θηλαστικών Φρανς ντε Βάαλ και Σάρα Μπρόσναν αντάμειψαν δύο πιθήκους για την εκτέλεση απλών εντολών: έδωσαν στον καθένα ένα κομμάτι αγγούρι. Οι πίθηκοι φάνηκαν ικανοποιημένοι και δέχτηκαν με ευγνωμοσύνη το αγγούρι. Σε επόμενη φάση, οι ερευνητές αντάμειψαν τον έναν πίθηκο με το αγγούρι, ενώ στον άλλον έδωσαν γλυκό σταφύλι, ένα πιο ελκυστικό έδεσμα. Όταν ο πρώτος πίθηκος το είδε, πέταξε το αγγούρι του από το κλουβί και αρνήθηκε να συνεργαστεί.
Στους ανθρώπους, αυτή η «έλλειψη συνεργασίας» σημαίνει συκοφαντία («γνώμη») και δολοφονία χαρακτήρων («γνώμη»)· προπάντων, σημαίνει αναγνώριση του μικρού μεγέθους, του αισθήματος αδικίας και της ελλειμματικότητας του φθονερού προσώπου που πρασινίζει αλλόκοτα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι όσο περισσότερο οι κακεντρεχείς συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους άλλους, τόσο περισσότερο δυστυχούν.
Ταυτοχρόνως, είναι πονηροί: φθονούν συνήθως ανθρώπους παρόμοιους ως προς την ηλικία, την περιουσία, το κοινωνικό περιβάλλον και τον τρόπο ζωής, με σκοπό να προστατευτούν από ακόμα συντριπτικότερες συγκρίσεις. Οι επαγγελματίες τενίστες συγκρίνουν τον εαυτό τους με άλλους επαγγελματίες τενίστες, τα μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων με άλλα μεγαλοστελέχη και oι συγγραφείς-γραφιάδες με άλλους συγγραφείς που υπερβαίνουν το όριο του γραφιά. Δεν συγκρίνουν τον εαυτό τους με τον Πάπα, άρα δεν τον φθονούν. Ούτε με τον Μεγαλέξανδρο ή έναν υπερ-επιτυχημένο κυνηγό της Λίθινης εποχής, ούτε με έναν εξωγήινο, με έναν λευκό καρχαρία ή με μια υπεραιωνόβια δρυ. Όλα αυτά τα θαυμαστά πλάσματα είναι ακατάλληλα ως αντικείμενα φθόνου.
Να λοιπόν η λύση στο πρόβλημα: προτείνω στους φθονερούς να μη συγκρίνουν τον εαυτό τους με κανέναν, να καταργήσουν όλες τις συγκρίσεις και να ζήσουν τη ζωή τους χωρίς το λοξό και μοχθηρό βλέμμα στους πιο ωραίους, στους πιο τυχερούς ή στους πιο ταλαντούχους.
Ενίοτε, οι συγκρίσεις μοιάζουν να επιβάλλονται: σε μερικά αμερικανικά πανεπιστήμια οι μισθοί των ερευνητών δημοσιεύονται στον ιστότοπο κι ο καθένας μπορεί να δει τις αμοιβές των συναδέλφων του ― όσοι εισπράττουν λιγότερα θέλουν να βγάλουν το μάτι των υπολοίπων. Η διαφάνεια μπορεί να καταστρέψει την ευτυχία. Μια μορφή διαφάνειας προβάλλει, νομίζω, το Facebook, για το οποίο δεν ξέρω τίποτα εκτός του ότι φέρνει σε επαφή ανθρώπους συγκρίσιμους μεταξύ τους ― το πιο γόνιμο έδαφος για τη δημιουργία δυσαρέσκειας και ανταγωνισμού σε πράγματα χωρίς καμιά σπουδαιότητα.
Θα το επαναλάβω για μια ακόμα φορά: τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι, πρωτίστως, αφθονία ανόητων στατιστικών (likes, followers, friends κ.λπ.) που δημιουργεί υπερ-συγκρισιμότητα: τουτέστιν, μια παιδαριώδης κατάσταση που επηρεάζει αρνητικά τους νεότερους, τους πιο ευάλωτους και προπάντων όσους έχουν ροπή προς τον όξο, τη χολή και την εμπάθεια. Εκτυλίσσεται ανταγωνισμός για το ποιος είναι πιο ωραίος, πιο επιτυχημένος, πιο ερωτευμένος και σε θεαματικότερη έκσταση. Το διαδίκτυο έχει μετατρέψει τον φθόνο σε σύγχρονη επιδημία ― εύχομαι να κάνω λάθος.
Παλιότερα οι άνθρωποι φθονούσαν τον γείτονα για την κατσίκα (που έπρεπε να πεθάνει) κι αργότερα για το καινούργιο του αυτοκίνητο (που ήταν καλύτερο από τη δική τους σακαράκα).
Σήμερα, ο φθόνος έχει αποκτήσει βαθύτερο υπαρξιακό περιεχόμενο και ισχυρισμούς δήθεν υψηλής διανόησης: ο τοπικός διανοούμενος κρύβει μέσα του την κακιά γειτόνισσα, όχι μόνο την κακιά βασίλισσα. Έτσι, οι φθονεροί άνθρωποι επιβουλεύονται ακόμα και όσους σιωπούν για την επιτυχία τους, φέρνοντας εντέλει το αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που επιθυμούν: αναδεικνύουν και επιδεικνύουν την επιτυχία των εχθρών τους, κηρύσσουν πόλεμο μοναχοί τους.
Αλλά, αν πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για κάτι, ας είμαστε για τούτο: για την παραδοχή ότι...