Αν ο 19ος αιώνας είδε τη γέννηση μιας «ψυχολογίας χωρίς ψυχή» [...] εμείς θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη σημερινή εποχή σαν εποχή της ανθρωπολογίας «χωρίς άνθρωπο».
Τι είναι παρακμή; Ποιοι είναι οι γενικοί τύποι της παρακμής; Πώς γίνονται και απογίνονται; Σκοπός της εισήγησής μου είναι να διαμορφώσει μια βάση συζήτησης των τριών αυτών ερωτημάτων.
Το εμπειρικό πεδίο του θέματος είναι οι μεγάλοι ιστορικοί πολιτισμοί, των οποίων η περιγραφική θεώρηση μας λέει, πριν απ’ όλα, ότι: Όλοι έχουν αρχή και τέλος. Όλοι γνωρίζουν φάσεις ακμής και φάσεις παρακμής. Το δε τέλος τους συνδέεται κατά κανόνα με «βαθιά παρακμή». Η περιγραφική αυτή εικόνα, για την πορεία του πολιτισμού, αποδίδει μια κωδωνόσχημη καμπύλη. Αληθεύει άραγε;
1. Η συνεκδοχή Παρακμής και Μηδενισμού
Σύμφωνα με τις δύο κρατούσες στον σύγχρονο κόσμο αντιλήψεις, η κωδωνόσχημη απεικόνιση είναι παραπλανητική.
Για την πρώτη και κυρίαρχη άποψη, την «τεχνοσυστημική», το πρόβλημα είναι οι «κρίσεις», που βέβαια, αν δεν αντιμετωπιστούν σωστά, δύνανται να εξελιχθούν σε ολοσχερή καταστροφή. Εκ των προτέρων όμως τίποτα δεν αποκλείει την «ορθή αντιμετώπιση» των κρίσεων. Και τούτο στο διηνεκές. Άρα για ποιά ακμή και παρακμή και ποιο τέλος μπορεί να γίνεται λόγος;
Σύμφωνα με τη δεύτερη και εναλλακτική της πρώτης άποψη, η ιστορία «δεν έχει νόημα». Είναι το θέατρο της τύχης και της ανάγκης, ή πιο κομψά της «ετερογονίας των σκοπών». Οι λέξεις «αρχή» και «τέλος», «ακμή» και «παρακμή», είναι αυθαίρετες αξιολογικές-κανονιστικές προβολές.
Οι απόψεις αυτές, αν μη τι άλλο, απαγορεύουν την περί παρακμής συζήτηση. Σ’ αυτές μπορούμε να προσθέσουμε και ορισμένες εκλεκτικές απόψεις, όπως εκείνες που μιλούν μόνο για ακμή («συνεχή πρόοδο»). Ή μόνο για παρακμή, όπως η άποψη του Βολταίρου και του Γίββωνα για το Βυζάντιο, που «παρήκμαζε συνεχώς» επί χίλια χρόνια.Μένουμε λοιπόν στη κωδωνόσχημη εμπειρική εικόνα.[2]
Έρχομαι τώρα στη συνεκδοχή παρακμής μηδενισμού. Αυτή είναι σύμφυτη με τη διάταξη «αρχή-ακμή-παρακμή-τέλος», διότι: Η παρακμή ολοκληρώνεται όταν η καθοδική πλευρά της κωδωνόσχημης καμπύλης συναντήσει το τέλος-μηδέν. Κοιταγμένη ανάδρομα, από το τελικό σημείο-μηδέν, η παρακμή αποκαλύπτεται ως διαδικασία βαθμιαίου μηδενισμού του πολιτισμικού κεκτημένου. Ας το δεχτούμε ως δεδομένο. Αρκεί φυσικά να πιστοποιείται από ιστορικά παραδείγματα, όπως τα δύο που σκοπεύω να χρησιμοποιήσω, το αρχαιοελληνικό και το νεωτερικό.
Φυσικά η χρησιμότητα του κωδωνόσχημου μοντέλου δεν εξαντλείται στο γεγονός ότι «επιτρέπει τη συζήτηση». Αυτό είναι το λιγότερο. Έγκειται στο γεγονός ότι θέτει το ερώτημα της συμμετρίας: δημιουργία-ακμή, αριστερά, αποσύνθεση-παρακμή, δεξιά.
Είναι «αντιστρεπτή» διαδικασία η παρακμή; Ή είναι «μη αντιστρεπτή», όπως στα βιολογικά και κοσμολογικά φαινόμενα;
Το «υποκείμενο» της ακμής (το «πολιτισμογόνο») είναι άραγε το «ίδιο» με το «υποκείμενο» της παρακμής (το «πολιτισμοφθόρο»);
Αν δεν είναι το «ίδιο» τι προκαλεί την εμφάνιση του «παρακμιακού» υποκειμένου;
Αν είναι το «ίδιο» τι του συνέβη και από δημιουργικό έγινε μη-δημιουργικό, καταστροφικό και αυτοκαταστροφικό;
Η συνεκδοχή παρακμής και μηδενισμού έχει θεωρητική σημασία επειδή ακριβώς θέτει το ερώτημα της συμμετρίας. Στην ουσία το θέμα της διαύγασης του πλέον παραμελημένου ζητήματος της κοινωνικής οντολογίας, που είναι η συλλογική θνητότητα.
2. Η παρακμή ως αποσύνθεση της συλλογικής ταυτότητας
Όσοι έχετε διαβάσει την «Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού», θα θυμάστε ότι προσεγγίζει τη φάση της ακμής σαν διαδικασία κατίσχυσης ενός «συνθετικού σχήματος σκέψης», οπότε και καταγράφει τη φάση της παρακμής, ως διαδικασία όπου το συνθετικό αστικό «σχήμα» «αποσυντίθεται».
Αν θέλει κανείς να «περιγράψει» το φαινόμενο από κάποια «αξιολογική απόσταση», όπως ο Κονδύλης, η προσέγγισή του ενδείκνυται. Αν όμως θέλει να συλλάβει την ποιοτική δομή του ιστορικού διακυβεύματος, του υπονοούμενου από το «συνθετικό σχήμα σκέψης», χρειάζεται να συμπεριλάβει και την «αξιολογική» διάσταση. Τις «αξίες», που ενώ «ελκύουν» συνθετικά τις συνδημιουργικές δυνάμεις του αστικού πολιτισμού, κατά τη φάση της ακμής του, χάνουν την «ελκυστικότητά» τους στη φάση της παρακμής. Ή, με μια αξιολογικώς ουδέτερη έννοια, τον «παράξενο ελκυστή», περί τον οποίο πραγματοποιείται η σύνθεση των πολιτισμικών δυνάμεων. Την έννοια δηλαδή, την απεικονίζουσα τη δομική αρχή της χαρακτηριστικής διαχρονικής αυτο-ομοιότητας των μορφολογικά διακεκριμένων φυσικών γίγνεσθαι. Οι πολιτισμοί εμφανίζονται ως τέτοια ακριβώς γίγνεσθαι, διακεκριμένα και αυτοομοιοτικά, οπότε η έννοια «ελκυστής» δύναται να χρησιμοποιηθεί και επ’ αυτών.
Ανακύπτει, λοιπόν, εύλογο το ερώτημα, αν υπάρχει εντός των πολιτισμών μια τέτοιου τύπου διαχρονική δομική αρχή.
Αν υπάρχει, τότε η ακμή - παρακμή σχετίζεται με την «ελκυστικότητα»του «ελκυστή» και η έρευνα αποκτά συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Με τη βοήθεια του εννοιολογικού αυτού χειρισμού μπορούμε να φτάσουμε σε έναν προσωρινό ορισμό της παρακμής σε τρία βήματα:
Πρώτο βήμα:Η διάκριση «ακμή-παρακμή» παραπέμπει στη διάκριση «δόμηση-αποδόμηση» της διαχρονικής πολιτισμικής αυτοομοιότητας.
Δεύτερο βήμα: Επειδή η αυτοομοιότητα-ταυτότητα των πολιτισμικών δημιουργημάτων παραπέμπει στην ταυτότητα του πολιτισμικού δημιουργού, μιλάμε ουσιαστικά για την δόμηση-αποδόμηση της ταυτότητας του πολιτισμογόνου συλλογικού υποκειμένου. [Του «συστήματος πατρίδος»: της Πόλεως για τον αρχαιοελληνικό ελληνικό πολιτισμό, του Έθνους (Εθνοκράτους) για τον νεωτερικό.[3]]
Τρίτο βήμα: Επειδή χωρίς ταυτότητα δεν νοείται «συλλογικό υποκείμενο», έπεται ότι η ακμή-παρακμή αναφέρεται τη συλλογικότητα καθεαυτή.
Άρα: όταν η ταυτότητα του πολιτισμογόνου συλλογικού υποκειμένου αναπαράγεται, έχουμε «ακμή». Ενώ όταν αποσυντίθεται έχουμε «παρακμή».
Ο προσωρινός αυτός ορισμός συνοψίζει το πρόβλημα στον πιθανό «ελκυστή» της συλλογικής ταυτότητας, τον οποίο και πρέπει να εντοπίσουμε.
Αλλά εδώ πρέπει να σταθούμε, προκειμένου να «γειώσουμε» την προβληματική μας.
3. Υπάρχει «αρχιμήδειο στήριγμα»;
Ανασκοπώντας την ιστορία των πολιτισμών, διαβλέπουμε μια αενάως σοβούσα πόλωση: την αντίθεση Δεσποτισμού-Αντιδεσποτισμού. Τόσο στο πεδίο των διασυλλογικών σχέσεων, όσο και στο εσωτερικό των πολιτισμικών υποκειμένων.[4]
Συχνά το Δεσποτικό συλλογικό καταρρέει και πάλι αναγεννάται, όπως π.χ. με τις αλλαγές Δυναστειών στη φαραωνική Αίγυπτο και την Κίνα. Η «κατάρρευση» αναγνωρίζεται από καταστάσεις αναρχίας, ανομίας, διάλυσης των θεσμών, ενδοσυλλογικούς και διασυλλογικούς πολέμους. Μέσα από τέτοιες καταστάσεις ξεπήδησε το Αντιδεσποτικό συλλογικό σε δύο στιγμές: στην Ελλάδα του 8ου π.Χ. αιώνα και στη Δυτική Ευρώπη του 18ου μ.Χ. αιώνα.
Ενώ στο Δεσποτικό συλλογικό κυρίαρχο ανθρωπολογικό πρότυπο είναι ο Δούλος, στο Αντιδεσποτικό είναι ο Απελεύθερος. Και στις δύο εκδοχές του, την ελληνική και τη νεωτερική, το Αντιδεσποτικό συλλογικό γνώρισε επίσης καταστάσεις ανομίας, διάλυσης, εσωτερικών και εξωτερικών πολέμων. Για λόγους συνάφειας με το διερευνώμενο σχήμα τις ονομάζω «καταστάσεις μηδέν».
Ας σημειώσουμε, τέλος, ότι στο εσωτερικό των δύο τύπων και ιδίως στις «καταστάσεις μηδέν», αναπτύσσεται και η αναζήτηση ενός τρίτου τύπου συλλογικού, στο εσωτερικό του οποίου θα έχει υπερβαθεί το δίπολο Δεσποτισμού-Αντιδεσποτισμού. Αναζήτηση προσγραφόμενη εν γένει ως ουτοπική.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, εντός του διαπολιτισμικού γίγνεσθαι, την ύπαρξη και λειτουργία μιας δομής με τέσσερις «εστίες»: τρεις «ελκυστικές» και μία «απωθητική» (καταστάσεις μηδέν). Από τις τρεις «ελκυστικές» οι δύο ορίζουν την υφιστάμενη πραγματικότητα (δεσποτική-αντιδεσποτική), ενώ η τρίτη λειτουργεί σαν «έλξη» προς μια δυνητική τρίτη κατάσταση.
Η τετραδιάστατη αυτή δομή καλύπτει, πράγματι, όλη την ποικιλία των πολιτισμών. Καλύπτει επίσης και τις παρατηρούμενες μεταλλάξεις τους, νοούμενων ως «κινήσεων» από τη μια «εστία» στην άλλη.
Ως παράδειγμα «εστιακής μετατόπισης» δύναται να ληφθεί η εμφάνιση της Νεωτερικότητας, η οποία προέκυψε χάρη στη «μετακίνηση» της Εσπερίας από τη μεσαιωνική-δεσποτική «εστία» στην νεωτερική-αντιδεσποτική «εστία», μέσω της διέλευσής της από την «κατάσταση μηδέν» του Εκατονταετούς πολέμου (1337-1453) και του Τριακονταετούς πολέμου (1618-1648). Σημειωτέον, ότι το συλλογικό υποκείμενο της Νεωτερικότητας, το Εθνοκράτος, γεννήθηκε το 1648, με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας (τερματισμού του Τριακονταετούς πολέμου). Το νεωτερικό σύστημα Παγκόσμιας Τάξης βασίζεται έκτοτε στο βεστφαλιανό εθνοκρατικό σύστημα πατρίδας.
To σχήμα με τις τέσσερις εστίες, θυμίζει τον αλγόριθμο του Εμπεδοκλή, για τα «τέσσερα ριζώματα» του κόσμου, η κίνηση των οποίων διέπεται από τη «Φιλότητα» και το «Νείκος». Ώστε, όταν πλεονάζει η φιλότητα, τα «στοιχεία» να ενοποιούνται, βαδίζοντας προς την κατάσταση «Σφαίρος». Ενώ όταν πλεονάζει το νείκος, να αποσυντίθενται, για να πέσουν στην κατάσταση «Δίνος».
Ο Ηράκλειτος μας έχει ήδη πει ότι η όποια κοινωνική φιλότητα γεννάται από το νείκος: «πόλεμος πάντων πατήρ». Θεμελιώνεται δε στη διάκριση θείου και ανθρωπίνου, ελεύθερου και δούλου (ελευθερίας και καταναγκασμού). Οπότε –κατά εύλογο συμπερασμό- η κατάρρευση τω δύο αυτών θεμελιακών διακρίσεων συμπίπτει με την «κατάσταση μηδέν».
Αν τώρα πάμε στη χριστιανική μετάλλαξη της αρχαιοελληνικής ανθρωπολογίας,[5] θα συναντήσουμε δύο επίπεδα, τον Παράδεισο και την Κόλαση και ανάμεσά τους μια τρίβαθμη Κλίμακα.
Ο Παράδεισος προτυπώνει την ιδανική Πολιτεία.
Η Κόλαση προτυπώνει την αντι-ιδανική Πολιτεία: την απόλυτη Τυραννία, το μηδέν της συλλογικότητας.
Η τρίβαθμη Κλίμακα αναφέρεται σ’ αυτούς που «σώζονται». Δηλαδή σ’ αυτούς που α) δεν πέφτουν στην Κόλαση και β) αναβαίνουν προς τον Παράδεισο. «Σώζονται» δε, επειδή κάνουν το καλό, πράγμα που είναι και η κεντρική έννοια όλης της εικόνας. Το καλό, ωςτρίβαθμη καλοσύνη, αντιστοιχεί στην ιστορική κοινωνιο-συστατική φιλότητα.
Παρατήρηση 1. Ο ζητούμενος Ελκυστής της πολιτισμικής ταυτότηταςείναι οΘεός. (Δεσπότης, Άτομο, Τριάδα – ανάλογα με τη βαθμίδα.)
Παρατήρηση 2. Οι «τρεις τάξεις των σωζομένων» αντιστοιχούν επακριβώς στις εμπειρικά εντοπισμένες τρεις «ελκυστικές εστίες» της κοινωνικής φιλότητας: Δεσποτεία – Αντιδεσποτεία –Κοινωνία των Φίλων.
Παρατήρηση 3. Η Κόλαση προτυπώνει το συλλογικό μηδέν, ως αμιγές κακό και ο Παράδεισος προτυπώνει τη συλλογικότητα ως αμιγές καλό. Επομένως: Στον Δεσποτικό πολιτισμό του Δούλου και στον Αντιδεσποτικό πολιτισμό του Μισθωτού, δεν υπάρχει αμιγές καλό και αμιγές κακό, όπως θα ήθελε το «φρόνημα των μανιχαίων». Η ιστορική φιλότητα είναι αδιαχώριστη από το νείκος. Αμιγώς καλός είναι μόνον ο Θεός.
Παρατήρηση 4. Ο Θεός είναι Τριαδικός, οπότε η αμιγής Καλοσύνη ταυτίζεται με την αμιγή (δίχως νείκος) Φιλότητα-Αγάπη. Η οντολογική αυτή εξίσωση Καλού και Συλλογικότητας και η συμμετρική εξίσωση Κακού και «κενού συλλογικότητας», εξηγεί γιατί οι ιστορικές μορφές συλλογικότητας καταχωρούνται –εδώ- σε μια Κλίμακα ατελών διαβαθμίσεων μετοχής στο συλλογικό καλό. Και με την ελευθερία ως μέτρο!
Παρατήρηση 5. Η τριτοβάθμια συλλογικότητα, η εδραζόμενη στη σταυρική αυτοθυσία του Θεού-Φίλου, έχει ως σκοπό την ανάσχεση της μηδενιστικής αποσύνθεσης. Εξ ου και η Εκκλησία, το ενδοκοσμικό Συλλογικό του Θεού-Φίλου, προδιαγράφεται ως «άλας της γης». Κοινωνικό αντισηπτικό. Αντιμηδενιστικό «εμβόλιο».
Η εμπειρική δομή με τις τέσσερις εστίες απεικονίζεται στον ακόλουθο πίνακα, ο οποίος δύναται να ληφθεί σαν «φράκταλ» του πολιτισμικού πεδίου γενικά.
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
|
||||
ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ
|
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
|
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ | ||
ΑΤΟΜΙΚΟ
|
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
|
ΣΧΕΣΗ
|
||
Φίλος
|
Πρόσωπο
|
Κοινότητα Φίλων
|
Αγάπη
|
Προσωπο-κεντρικός
|
Μισθωτός
|
Άτομο
|
Δημοκρατία
Πόλις-Κράτος
Έθνος- Κράτος
|
Ανταλλακτική
Αμοιβή-Κέρδος
|
Ατομο-κεντρικός
|
Δούλος
|
Κολεκτιβιστικός άνθρωπος
|
Δεσποτεία
|
Φόβος Δουλοφροσύνη
|
Ομαδο-κεντρικός
κολεκτιβιστικός
|
ΚΟΛΑΣΗ
|
Ανακεφαλαιώνω: Παρακμή είναι η διαδικασία αποδόμησης της κεκτημένης (Δεσποτικής, Αντιδεσποτικής και Φιλικής) συλλογικής ταυτότητας. Διαφοροποιείται δε, αφ’ ενός, ως πτώση στο συλλογικό μηδέν και αφ’ ετέρου ως οπισθοβατική μετάλλαξη-υποστροφή του Μισθωτού σε Δούλο και του Φίλου σε Μισθωτό.
Σημείωση. Η πλήρης διαύγαση της παρακμής προϋποθέτει την εννοιολόγηση της ακμής ως αντίστροφης κίνησης-ανόδου στην Κλίμακα, όπου και τα ενδεχόμενα των ανοδικών μεταλλάξεων της συλλογικής ταυτότητας, οι οποίες συμπίπτουν με το εν γένει πυροδοτούμενο, προ του μηδενισμού και των υποστροφών, φαινόμενο της προς τα άνω «μεταστροφής». Παράδειγμα: η μετάλλαξη της αρχαιοελληνικής ταυτότητας σε «βυζαντινή», αλλά και της μεσαιωνικής σε «νεωτερική».[7]