Ιστορικού και συγγραφέα, καθηγητή σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στην Οξφόρδη
Η Βρετανία δεν μπορεί να φύγει από την Ευρώπη
όπως το Piccadilly Circus δεν μπορεί να φύγει από το Λονδίνο. Η Ευρώπη
είναι το μέρος που βρισκόμαστε, και όπου θα παραμείνουμε. Η Βρετανία
ήταν πάντα μια ευρωπαϊκή χώρα, η μοίρα της είναι άρρηκτα συνυφασμένη με
εκείνη της ηπείρου και πάντα θα είναι. Αλλά φεύγει από την Ευρωπαϊκή
Ένωση.
Γιατί;
Μια καθολική αλήθεια: κανείς δεν ξέρει τι πρόκειται
να συμβεί, αλλά ο καθένας μπορεί να το ερμηνεύσει αφού συμβεί. Εάν μόνο
το 3% των άνω των 33 εκατομμυρίων Βρετανών που ψήφισαν σε αυτό το
δημοψήφισμα είχε πάει με την άλλη πλευρά, τώρα θα διαβάζατε ατελείωτα
άρθρα που θα εξηγούσαν πως ήταν πάνω από όλα «η οικονομία, ηλίθιε», πως ο
βρετανικός πραγματισμός κέρδισε τελικά κ.λ.π. Οπότε προσέξτε τις
αυταπάτες του αναδρομικού ντετερμινισμού. Είναι πάντα μυστήριο το πώς
αποφασίζουν εκατομμύρια ψηφοφόροι. Είναι το μυστήριο της δημοκρατίας.
Το αποτέλεσμα αυτό ήταν κάθε άλλο παρά αναπόφευκτο -
μόνο ο θάνατος είναι. Πολλά τηλεοπτικά προγράμματα κατά τη διάρκεια της
εκστρατείας για το δημοψήφισμα παρουσίαζαν παρατεταμένα εναέρια πλάνα
από τα λευκά βράχια του Ντόβερ (ό,τι πρέπει για την τοπική αγορά
ελικοπτέρων). Ναι, το να είσαι νησί κάνει τη διαφορά, αλλά η γεωγραφία
δεν είναι πεπρωμένο. Για αιώνες μετά την νορμανδική εισβολή, οι
κυβερνήτες της Αγγλίας την έβλεπαν ως μια πολιτεία πέρα από το κανάλι
της Μάγχης, μαζί με τις κτήσεις τους στη Γαλλία. Όπως και στις
προσωπικές σχέσεις, μπορεί κάποιοι να είναι μαζί, αλλά χώρια - ή χώρια,
αλλά ακόμα μαζί.
Η Ιστορία έχει μεγαλύτερη σημασία. Όταν οι Βρετανοί
δυσανασχετούν με την υπερίσχυση των ευρωπαϊκών νόμων επί των αγγλικών,
υπάρχει μια ηχώ ενός νόμου του Ερίκου VIII το 1533, ο οποίος δήλωνε: «αυτό το βασίλειο της Αγγλίας είναι αυτοκρατορία». Χθες, η Ρώμη, σήμερα οι Βρυξέλλες.
Όταν ένας Βρετανός καταστηματάρχης μου λέει «θα πρέπει να κυβερνάμε τον εαυτό μας»,
βασίζεται σε μια παράδοση της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας που φτάνει
πίσω στην Αγγλική επανάσταση του 17ου αιώνα και όχι μόνο. Αυτό είναι
κάτι διαφορετικό από, ας πούμε, τη Γερμανία, η οποία από την Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία και μετά έχει συνηθίσει σε πολλαπλά στρώματα διοίκησης, από
τη μεσαιωνική πόλη με τους δικούς της νόμους μέχρι ένα Ράιχ με πολλά
κρατίδια.
Η Ιστορία επηρρεάζει αλλά δεν καθορίζει το πώς θα
δράσουμε σήμερα. Όταν Γερμανοί ιστορικοί προσπάθησαν να ανακαλύψουν
γιατί η Γερμανία ακολούθησε την καταστροφική «ειδική διαδρομή» της, το
Sonderweg, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, την σύγκριναν
με τη Βρετανία. Η Βρετανία, σε αυτή τη σύγκριση, ήταν το μοντέλο της
ευρωπαϊκής ομαλότητας.
Οπότε δεν είμαστε μοναδικοί στο να είμαστε μοναδικοί.
Δεν υπάρχει μια ξεχωριστή Βρετανία εδώ και ένας σωρός σχεδόν
πανομοιότυπων ευρωπαϊκών χωρών από εκεί. Η Βρετανία, με το κράτος
πρόνοιας και το Εθνικό Σύστημα Υγείας της, είναι από πολλές απόψεις μια
τυπική μεταπολεμική ευρωπαϊκή χώρα. Κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα έχει τη
δικές της περίπλοκες και μερικές φορές τεταμένες σχέσεις με την ιδέα
της Ευρώπης και την κατά πολύ όχι τέλεια πραγματικότητα της ΕΕ.
Είναι αλήθεια, όμως, ότι σε αντίθεση με τις
περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Βρετανία (με εξαίρεση τα νησιά
της Μάγχης) δεν έζησε στην επικράτειά της τις διαμορφωτικές εμπειρίες
του 20ου αιώνα: τον πόλεμο, την ήττα, την κατοχή και τη φασιστική ή την
κομμουνιστική δικτατορία. Όταν το Ηνωμένο Βασίλειο προσχώρησε στην
Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στις αρχές του 1970, ήταν κυρίως μια
αντίδραση σε μια σχετική οικονομική και πολιτική παρακμή. Η σχέση της με
αυτό που είναι τώρα η ΕΕ σε γενικές γραμμές ήταν περισσότερο σχέση
συναλλαγών, και εξαρτιόταν από την καλή οικονομική κατάσταση της
ηπείρου. Η Βρετανία είχε γίνει, για να το θέσω λίγο σκληρά, ένας φίλος
μόνο στα καλά.
Πιο σημαντική από τα λευκά βράχια, τον Ερίκο VIII ή
τα 70s, είναι η Μάργκαρετ Θάτσερ. Όχι η Θάτσερ που φορούσε ένα πουλόβερ
με σημαίες και τη φράση «Ευρώπη ή χρεοκοπία» πάνω του, όταν έκανε
εκστρατεία για τη Βρετανία να παραμείνει, στο δημοψήφισμα του 1975, ούτε
η πρωθυπουργός της δεκαετίας του 80 η οποία προώθησε την ενιαία αγορά -
χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει ένα ενιαίο νόμισμα που
πήγε τόσο καταστροφικά στραβά στην εποχή μας. Όχι, είναι η μεταγενέστερη
Θάτσερ - «μετανοιωμένος αγοραστής» που με συναισθηματική αντιπάθεια
έγραψε στα απομνημονεύματά της για τις «βαθύτατα μη αγγλικές προοπτικές»
που εμφάνιζε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, παραθέτοντας το ποίημα του Rudyard
Kipling σχετικά με τους Νορμανδούς και τους Σάξονες: «Όταν στέκεται
σαν βόδι στο αυλάκι, με βλοσυρό βλέμμα και τα μάτια του να κοιτάζουν τα
δικά σου, / Και γκρινιάζει, “αυτό δεν είναι δίκαιη αντιμετώπιση”, τότε
γιέ μου, άσε τον Σάξονα ήσυχο.»
Αυτή είναι η Θάτσερ που είδα σε μια αξέχαστη
συνάντηση που συγκάλεσε για να συζητήσει την ενοποίηση της Γερμανίας στο
Chequers το 1990, με το μυαλό της παγιδευμένο στην εικόνα της ηπείρου
του 1940 (κακή Γερμανία, αδύναμη Γαλλία) και τη δυσαρέσκεια της για την
«τσαντιά» του Χέλμουτ Κολ, να σιγοκαίει. Και μετά στο λυκόφως της που,
σύμφωνα με το βιογράφο της Charles Moore, ήταν υπέρ της εξόδου της
Βρετανίας από την ΕΕ.
Η κληρονομιά της έχει διαμορφώσει δύο γενιές
ευρωσκεπτικιστών πολιτικών και δημοσιογράφων, στο κλειστό κύκλωμα του
Westminster.
Μερικοί είναι δημοσιογράφοι που έγιναν πολιτικοί: Μάικλ
Γκοβ, Μπόρις Τζόνσον. Ένας φίλος, μού είπε κάποτε μια ιστορία για τον
Τζόνσον, όταν ήταν ο ανταποκριτής στις Βρυξέλλες της Daily Telegraph, να
μπουκάρει αργοπορημένος σε μια συνέντευξη Τύπου και να καγχάζει: «ΟΚ,
πείτε μου τι συμβαίνει και γιατί είναι κακό για τη Βρετανία.» Πάντα
κυνικός, βλέπετε. Αλλά κάποτε πίστευα ότι ήταν διασκεδαστικό.
Άλλοι, είναι οι δημοσιογράφοι που συμπεριφέρονται
σαν πολιτικοί, σερβίροντας μισές αλήθειες και ολόκληρα ψέματα. Ο βαθμός
του κομματισμού και της παραμόρφωσης στο βρετανικό Τύπο - από τον τίτλο
της Sun: «Η Βασίλισσα υποστηρίζει το Brexit» μέχρι το πρωτοσέλιδο της Express που ανακοίνωσε ότι «η ΕΕ θα απαγορεύσει τους βρετανικούς βραστήρες»,
δεν έχει αντίπαλο οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Και είναι τόσο ισχυρός,
διότι έχει δομηθεί, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, πάνω σε μια
συναισθηματικά ελκυστική αφήγηση του θαρραλέου νησιού που αγαπά την
ελευθερία και έγινε μια πανίσχυρη αυτοκρατορία.
Δηλώνοντας την υποστήριξή του για την έξοδο πριν από
τρεις μήνες, αφού τριγύρισε σαν «καροτσάκι για ψώνια», προσπαθώντας να
αποφασίσει ποια πλευρά τον σύμφερε καλύτερα, ο Τζόνσον έγραψε: «είχαμε τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που έχει δει ποτέ ο κόσμος ... είμαστε όντως ανίκανοι να κάνουμε εμπορικές συμφωνίες;»
Ο Γκοβ, ένας εξίσου ταλαντούχος συγγραφέας και
ρήτορας, μιλούσε στον ίδιο τόνο. Αυτή η νοσταλγική αισιοδοξία είναι το
κάλεσμα των Σειρήνων των υποστηρικτών του Brexit: Ήμασταν κάποτε
σπουδαίοι μόνοι μας, μπορούμε να είμαστε και πάλι.
Είναι μια εντελώς
μη-λογική πρόταση φυσικά («Η Καρχηδόνα κάποτε ήταν μεγάλη, άρα μπορεί να
είναι και πάλι»), αλλά πανίσχυρα σαγηνευτική.
Θα ήταν όμως μεγάλο λάθος να τους κατηγορήσουμε για
όλα. Κοιτάξτε στον καθρέφτη και πείτε μαζί μου: «Φταίμε κι εμείς».
Πώς
εμείς, ως εκπαιδευτικοί, επιτρέψαμε μια τέτοια απλοϊκή αφήγηση να
περάσει χωρίς να αμφισβητηθεί από την ορθή Ιστορία και την πολιτική
αγωγή που διδάσκεται στο σχολείο και το πανεπιστήμιο;
Πώς εμείς, οι
δημοσιογράφοι, επιτρέψαμε στον ευρωσκεπτικιστικό Τύπο να ξεφύγει,
καθορίζοντας και την ημερήσια ατζέντα ειδήσεων για το ραδιόφωνο και την
τηλεόραση;
Πώς μπορέσαμε οι Ευρωπαϊστές να υποτιμήσουμε το οδυνηρό
αίσθημα της απώλειας του εξευρωπαϊσμού που αντιμετώπισα στις πόρτες όταν
έκανα εκστρατεία για ψήφο υπέρ της παραμονής και το οποίο τώρα φωνάζει
μέσα από την ψήφο του άλλου μισού της Αγγλίας; («Μίλα για σένα», μπορεί
να μου πεις. Το κάνω, αδελφέ, το κάνω.)
Και γιατί γενεές γενεών Βρετανών πολιτικών έχουν
αποτύχει να θέσουν θετικά το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που
ονομάζουμε εν συντομία «Ευρώπη»;
Ο Τόνι Μπλερ έχει κάνει μερικές ωραίες
φιλοευρωπαϊκές ομιλίες - στην Πολωνία, τη Γερμανία ή το Βέλγιο. Όταν
έκανε μια στην Οξφόρδη, τον παρακάλεσα να εκφράσει δημόσια την ιδιωτική
κριτική του για τον ευρωσκεπτικιστικό Τύπο. Αυτό που πέρασε από τους
λογογράφους του ήταν μια σύντομη παράγραφος, τόσο πονηρά ασαφής που θα
έφερνε σε δύσκολη θέση ακόμα και μια νυφίτσα που σέβεται τον εαυτό της.
(Οι πρώην πρωθυπουργοί μιλάνε θαρραλέα, αλλά μόνο όταν γίνουν πρώην.)
Ωστόσο, η προέλευση αυτής της παταγώδους αποτυχίας
είναι τόσο ευρωπαϊκή όσο και βρετανική. Όπως συμβαίνει συχνά, οι σπόροι
της καταστροφής σπάρθηκαν τη στιγμή του θριάμβου - της Νέμεσης κατά την
προηγούμενη Ύβρι.
Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ένα τείχος θα υψωθεί στο
Ντόβερ, επειδή ένα τείχος έπεσε στο Βερολίνο, οστόσω υπάρχει μια
σύνδεση. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν τρεις συνδέσεις. Το τίμημα για
την υποστήριξη της γερμανικής ενοποίησης, που απαίτησαν η Γαλλία και η
Ιταλία ήταν να δεσμεύσουν τη Γερμανία σε ένα χρονοδιάγραμμα για μια
εσπευσμένη, κακώς σχεδιασμένη και υπερευρεία ευρωπαϊκή νομισματική
ένωση. Ως αποτέλεσμα της απελευθέρωσής τους από το σοβιετικό
κομμουνιστικό έλεγχο, πολλές φτωχότερες χώρες της ανατολικής Ευρώπης
τέθηκαν σε τροχιά ένταξης στην ΕΕ, ένταξη η οποία περιελάμβανε και την
κεντρική για την Ένωση ελευθερία κινήσεων. Και το 1989 άνοιξε την πόρτα
στην παγκοσμιοποίηση, με εντυπωσιακούς νικητές και πολυάριθμους
χαμένους.
Όλα τα παραπάνω έπαιξαν ρόλο στο δημοψήφισμα της
Βρετανίας. Δεδομένου ότι η οικονομική κρίση αποκάλυψε τις διαρθρωτικές
αδυναμίες της ευρωζώνης, η οικονομική αδυναμία της ηπείρου αποτέλεσε
βασικό επιχείρημα για το Brexit, όπως ακριβώς και η οικονομική ισχύς της
ηπείρου ήταν ένα βασικό επιχείρημα για την παραμονή στο δημοψήφισμα του
1975, όταν η Θάτσερ φόρεσε εκείνο το πουλόβερ.
«Όσο για τις 19 χώρες που έχουν εγκλωβιστεί στο καταστροφικό, -ένα μέγεθος για όλους- ενιαίο νόμισμα», έγραφε η Daily Mail την ημέρα του δημοψηφίσματος, προτρέποντας τους αναγνώστες της να ψηφίσουν την έξοδο, «ρωτήστε τους άνεργους νέους στην Ελλάδα, την Ισπανία ή τη Γαλλία, αν το ευρώ έχει εξασφαλίσει την ευημερία τους.»
Η διεύρυνση της ΕΕ το 2004 προς την ανατολή,
ακολουθήθηκε από μια μεγάλη μετακίνηση ανθρώπων προς τη δύση και, λόγω
της γεναιόδωρης, λάθος υπολογισμένης πολιτικής ανοικτών θυρών του Μπλερ,
περίπου 2 εκατομμύρια από αυτούς ήρθαν στη Βρετανία. Πρόσφατα τους
ακολούθησαν όσοι αναζητούν εργασία από την Ελλάδα ή την Ισπανία που
έχουν πληγεί από το ευρώ. Ακριβώς επειδή, παρά το Θατσερισμό, η Βρετανία
εξακολουθεί να είναι βασικά ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, με
γενναιόδωρες κοινωνικές παροχές, ένα εύκολα προσβάσιμο δωρεάν Σύστημα
Υγείας και δωρεάν δημόσια εκπαίδευση για όλους, οι πιέσεις σε αυτές τις
δημόσιες υπηρεσίες - και στις διαθέσιμες κατοικίες σε μια χώρα που για
δεκαετίες χτίζει πάρα πολύ λίγα νέα σπίτια - έχουν γίνει έντονα αισθητές
από τους λιγότερο ευκατάστατους.
Αυτό άκουσα στις πόρτες των σπιτιών
από την ηλικιωμένη λευκή γυναίκα της εργατικής τάξης και την Ασιάτισα
Βρετανή κομμώτρια, καθώς και τη Σύρια ιδιοκτήτρια πιτσαρίας.
Είναι
λάθος να κατηγορούμε αυτούς τους ανθρώπους ως ρατσιστές. Οι ανησυχίες
τους είναι ευρέως διαδεδομένες, γνήσιες και δεν πρέπει να τις
απορρίπτουμε. Δυστυχώς, λαϊκιστές ξενοφοβικοί όπως ο Νάιτζελ Φάρατζ
εκμεταλλεύονται αυτά τα συναισθήματα, συνδέοντάς τα με τον υπόγειο
αγγλικό εθνικισμό και μιλώντας, όπως έκανε τη στιγμή της νίκης, για το
θριάμβο των «αληθινών ανθρώπων, των απλών άνθρωπων, των αξιοπρεπών
ανθρώπων». Η γλώσσα του Όργουελ αιχμαλωτισμένη για τους σκοπούς ενός
Poujade (σ.μ. Γάλλος λαικιστής πολιτικός).
Ο συνδυασμός και η μεγέθυνση αυτών των δυσαρεσκειών
είναι μια ευρύτερη αντίδραση ενάντια στις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης
– της οποίας η ΕΕ είναι ένα μοναδικά συμπυκνωμένο παράδειγμα.
Αναστατωμένοι με την ταχεία δημογραφική και πολιτιστική αλλαγή, καθώς
και την κοινωνική και οικονομική φιλελευθεροποίηση, αισθανόμενοι
(δικαίως) ότι η ανισότητες έχουν αυξηθεί καθώς κάποιοι επωφελούνται
θεαματικά της παγκοσμιοποίησης ενώ άλλοι - λιγότερο μορφωμένοι,
ευέλικτοι και προσαρμοστικοί - χάνουν, αυτοί οι απλοί άνθρωποι
κραυγάζουν: «δεν αναγνωρίζω την ίδια τη χώρα μου».
Δεν είναι
δύσκολο να πειστούν ότι για τα προβλήματά τους φταίνε σκιερές, μακρυνές,
κοσμοπολίτικες και γραφειοκρατικές «ελίτ». (Άνθρωποι σαν εμένα, για
παράδειγμα. Όταν έγραψα στο τουίτερ ότι είχα ψηφίσει υπέρ της παραμονής
την Πέμπτη, κάποιος που ονομάζεται Andy Keech απάντησε: «Ποτέ δεν έζησες
σε διαμέρισμα του δήμου, ποτέ δεν ανησύχησες για το λογαριασμό του
φυσικού αερίου #voteleave». Ο Μπόρις Τζόνσον είναι, φυσικά, ένα κλασικό
προϊόν της ελίτ (Eton, Oxford), αλλά εκτελεί την λαϊκιστική πιρουέτα τού
να γίνεται μια αντι-ελιτίστικη ελίτ, ο άνθρωπος του λαού που πήγε στο
Eton.
Όχι, όλο αυτό δεν είναι μόνο βρετανική αίσθηση ιδιαιτερότητας.
Αντίθετα, είναι η βρετανική παραλλαγή ενός πανευρωπαϊκού και κατά
κάποιο τρόπο πανδυτικού φαινομένου. Αυτοί που έκαναν εκστρατεία υπέρ του
Brexit επαναλάμβαναν το σύνθημά τους «να ξαναπάρουμε τον έλεγχο», πιο
συχνά από ό, τι τα Daleks έλεγαν με τη μεταλλική φωνή τους «exterminate»
- και αυτό γιατί ήταν θανάσιμα αποτελεσματικό. «Πάρτε πίσω τον έλεγχο»
είναι η κραυγή της Marine Le Pen, του Geert Wilders, του εθνικιστικού
κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης στην Πολωνία - και του Donald
Trump. Κατάσταση Trump αλά ευρωπαϊκά.
Για μένα, έναν δια βίου Άγγλο Ευρωπαίο, αυτή είναι η
μεγαλύτερη ήττα της πολιτικής μου ζωής. Είναι σχεδόν τόσο κακή ημέρα,
όσο η ημέρα της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου ήταν καλή. Πιστεύω ότι
θα σημάνει το τέλος του Ηνωμένου Βασιλείου. Η πλειοψηφία των Άγγλων και
των Ουαλών βγάζουν τη Σκωτία από μια ευρωπαϊκή κοινότητα στην οποία οι
περισσότεροι Σκωτσέζοι επιθυμούν σαφώς να παραμείνουν. Κανείς δεν θα
πρέπει να εκπλαγεί αν η Σκωτία ψηφίσει τώρα για την ανεξαρτησία της μέσα
στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το αποτέλεσμα αυτό θα απειλήσει την δύσκολα
κερδισμένη ειρήνη και πρόοδο στην Ιρλανδία. Τι θα συμβεί σε αυτά τα 300
μίλια ανοικτών συνόρων μεταξύ της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας;
Η δική μου πατρίδα, η Αγγλία, αποκαλύπτεται ως ένα
διαιρεμένο σπίτι: το Λονδίνο και οι υπόλοιποι, οι πλούσιοι και οι
φτωχοί, οι νέοι και οι ηλικιωμένοι. (Περίπου το 75% κάτω των 25 ετών
ψήφισαν υπέρ της παραμονής.)
Ήταν μια Μαύρη Παρασκευή για το μισό της Αγγλίας,
μια Ημέρα Ανεξαρτησίας για το άλλο μισό. Θα πληρώνουμε το οικονομικό
τίμημα για χρόνια. Το κόστος πιθανότατα θα πέσει περισσότερο στους
λιγότερο εύπορους Άγγλους που ψήφισαν Brexit. Τώρα έχουμε έναν αγώνα στα
χέρια μας, να διασφαλίσουμε ότι η Αγγλία - αυτή η γη των αγαπημένων
ψυχών, αυτή η αγαπητή χώρα - δεν θα γίνει ένας κακός, σκοτεινός,
ανέμπνευστος τόπος.
Ωστόσο, ακόμη χειρότερες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις για την Ευρώπη: