"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΠΡΑΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΠΡΑΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΘΝΟΠΑΤΕΡΟ-ΣΚΑΤΟΨΥΧΟ-ΞΕΦΤΙΛΑΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ:Ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ θεσμός καί ὁ πολιτισμός μας


 Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΠΡΑΝΟΥ

Γιά νά ξεκαθαρίσουμε ἀπό τήν ἀρχή τά πράγματα, εἶμαι ἀπό ἐκείνους πού ψήφισαν «Ὄχι» καί στά δύο δημοψηφίσματα πού εἶχαν νά κάνουν μέ τόν θεσμό τῆς Βασιλείας στήν Ἑλλάδα.

«Ὄχι» (ἀνοιχτά) στό δημοψήφισμα πού διενήργησε ἡ Ἑπταετία (δηλαδή κατά τῆς καταργήσεως τῆς Βασιλευομένης Δημοκρατίας). «Ὄχι» ὡς πράξη ἀποδοκιμασίας τοῦ ἀνελευθέρου καθεστῶτος τῆς 21ης Ἀπριλίου. «Ὄχι» –μέ συμμετοχή στήν ἀντιβασιλική κίνηση– στό δημοψήφισμα τοῦ 1974, δηλαδή ὑπέρ τῆς καταργήσεως τοῦ θεσμοῦ καί τῆς καθιερώσεως τῆς προεδρευομένης δημοκρατίας.

Πίστευα –καί πιστεύω– ὅτι ὁ θεσμός τῆς βασιλείας δέν κατόρθωσε νά ἀποκτήσει ἰσχυρά ἐρείσματα στήν χώρα, ὅπως λ.χ. στήν Σκανδιναβία, στό Ἡνωμένο Βασίλειο, στό Βέλγιο καί τήν Ὁλλανδία. Ἐκεῖ εἶναι, πράγματι, «θεσμός» καί σημεῖο ἀναφορᾶς, ἑνότητος καί συμφωνίας. Ἐδῶ κάτι τέτοιο οὐδέποτε συνέβη. 

Τόν Κωνσταντῖνο, τελευταῖο βασιλέα τῆς Ἑλλάδος, τόν συνάντησα στό Λονδῖνο. Τήν συνάντηση ὀργάνωσε ὁ ἀείμνηστος φίλος μου (καί δικός του) Ἀνδρέας Ποταμιᾶνος, μέ τόν ὁποῖο συχνά συζητούσαμε τό θέμα τῆς βασιλείας καί ποτέ δέν συμφωνούσαμε! «Πρέπει νά δεῖς τόν βασιλέα, νά σχηματίσεις ἄποψη» μοῦ ἔλεγε. «Μά, δέν ἔχω κάτι ἐναντίον τοῦ προσώπου. Ὁ θεσμός, ὅμως, δέν ταιριάζει στήν Ἑλλάδα» τοῦ ἔλεγα.

Τελικῶς, ὁ Ἀνδρέας ρύθμισε τά πάντα, καί ὁ Κωνσταντῖνος μέ δέχθηκε στό γραφεῖο του, στό ξενοδοχεῖο «Γκρόσβενορ». Ἐκεῖ, λοιπόν, ὅπου πῆγα γιά μία «τυπική» ἐπίσκεψη, ἔμεινα περισσότερο ἀπό δύο ὧρες καί συνομίλησα μέ ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος μιλοῦσε τά ἑλληνικά πού μιλοῦσε ὁ πατέρας μου, ἦταν πολύ καλά πληροφορημένος γιά ὅ,τι συνέβαινε στήν χώρα καί τόν κόσμο καί, ἐπίσης, ἔτρεφε μεγάλη ἀγάπη στήν θάλασσα, τήν ἱστιοπλοΐα καί παρακολουθοῦσε ἐκ τοῦ σύνεγγυς τά τεκταινόμενα στόν χῶρο τῆς Ναυτιλίας! Μιλήσαμε σχεδόν γιά ὅλα, πλήν τῆς ἱστορίας μέ τό δημοψήφισμα τοῦ ’74 καί τήν τύχη τοῦ θεσμοῦ. Ὅταν προσπάθησα νά ἀνοίξω συζήτηση, ἔκανε ἕνα νεῦμα καί ἀντελήφθην ὅτι δέν τό ἐπιθυμοῦσε…

Τήν δεύτερη συνάντηση τήν ἐπεδίωξα ὁ ἴδιος. Μιλήσαμε γιά τό Κυπριακό. Ἦταν ἀντίθετος πρός ὁποιαδήποτε ἄλλη λύση πλήν ἐκείνης τήν ὁποία ἐπρότεινε ὁ Ὀργανισμός Ἡνωμένων Ἐθνῶν. «Αὐτά πῆγα νά προλάβω τόν Δεκέμβριο» μοῦ εἶχε πεῖ. Μιλήσαμε γιά τά ἑλληνοτουρκικά καί εἶχε τήν βεβαιότητα ὅτι πολύ δύσκολα θά δοθεῖ ἡ δυνατότης γιά εἰρηνική συνύπαρξη μέ τούς Τούρκους. «Ἡ Τουρκία ἔχει προβλήματα ἐσωτερικά καί πάντοτε θά προσπαθεῖ νά τά ξεπεράσει προκαλῶντας θέματα μέ τούς γείτονές της» εἶχε ἀναφέρει. Ἔκτοτε, μιλήσαμε κάποιες φορές στό τηλέφωνο, μοῦ ἔστελνε ἐκείνη τήν χαρακτηριστική «κάρτα» μέ τήν οἰκογένειά του. Τηλεφωνοῦσα πάντα γιά «Χρόνια Πολλά».

Φυσικά, δέν ἄλλαξα ἄποψη περί τοῦ θεσμοῦ. Σχημάτισα, ὅμως, ἄποψη περί τοῦ ἀτόμου. Ἕνας ἄνθρωπος πολιτισμένος, εὐγενής, σπόρτσμαν, ἄριστα ἐνημερωμένος καί προσηνής. 

Ὅπως καί νά τό δεῖ, ὅπως καί νά τό ψάξει κανείς, ὁ Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε πρῶτος πολίτης αὐτῆς τῆς χώρας γιά κάποια χρόνια. Ὑπῆρξε ὁ ἀνώτατος ἄρχων, τόν ὁποῖον, ὅμως, «ἔπιασαν στόν ὕπνο» οἱ «πρωταίτιοι» τῆς 21ης Ἀπριλίου καί κατέλυσαν τήν Δημοκρατία. Ὁ ἴδιος προσπάθησε, ἀνεπιτυχῶς, νά τούς ἀνατρέψει καί ἔχασε τήν ἐξουσία του.

Τό 1974 ἀπεδέχθη τήν ἐτυμηγορία τοῦ λαοῦ. Δέν ἐπεδίωξε νά ἀμφισβητήσει τό ἀποτέλεσμα, δέν ἐπεδίωξε νά διχάσει. Δέν «ἔκανε κόμμα», ὅπως τόν συμβούλευαν κάποιοι «Ἡρακλεῖς τοῦ Στέμματος». Ἦταν καί αἰσθανόταν Ἕλληνας, ἀγαποῦσε τήν πατρίδα του καί ἐπεδίωξε νά μείνει σ’ αὐτήν, ὅταν αὐτό κατέστη δυνατόν.
 

Δέν προκάλεσε ποτέ, ὑπῆρξε νομοταγής καί «κύριος»

Μακάρι νά ἔχει ἐπιτυχῆ ἔκβαση ἡ περιπέτεια τῆς ὑγείας του.

Ἄποψή μου εἶναι ὅτι...

 

ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ - ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΙΣΛΑΜΟΦΑΣΙΣΜΟΣ: Οἱ γυναῖκες τοῦ Ἰράν καί ἡ φθίνουσα Δύση


Toυ Δημήτρη Καπράνου

Πολύ θά ἐπιθυμούσαμε νά ἦταν ἀλήθεια
(δηλαδή νά ἐφαρμοσθεῖ στήν πράξη) ἡ κατάργηση τῆς Ἀστυνομίας Ἠθῶν στό Ἰράν

Φίλοι, καλά πληροφορημένοι, μᾶς ἔλεγαν ὅτι θεωροῦν βέβαιη τήν προσφυγή τοῦ κυβερνῶντος ἱερατείου τῆς Τεχεράνης σέ «κάποιες ἄλλες μεθόδους», ὥστε νά διατηρηθεῖ τό κλῖμα ἰσλαμικοῦ φανατισμοῦ, ἀπό τό ὁποῖο ἀντλεῖ δύναμη καί κυβερνᾶ μιά τόσο πλούσια χώρα, ἡ «ὀπισθοδρομική κομπανία» τῶν μουλάδων.

Μᾶς τόνιζαν δέ ὅτι οἱ κυβερνῶντες σήμερα στό Ἰράν ἔχουν στήν φιλοσοφία τους τήν ἴντριγκα καί τήν δολοπλοκία. «Μπορεῖ νά διακηρύσσουν τήν προσήλωσή τους στά ἤθη καί τίς (κατά τήν ἄποψή τους) ἐπιταγές τοῦ Κορανίου, ἀλλά τό μόνο πού τούς ἀπασχολεῖ εἶναι ἡ διατήρηση τῆς ἐξουσίας. Γνωρίζουν δέ ὅτι ἄν προχωρήσουν σέ ὁποιαδήποτε φιλελεύθερη λύση, θά βρεθοῦν σύντομα ἐκτός νυμφῶνος, καί θά ἀκολουθήσει ἕνα καθεστώς μέ δημοκρατικές ἐλευθερίες» ἦταν ἡ ἄποψη τήν ὁποία ἐξέφρασαν.

Τό Ἰράν εἶναι μιά χώρα μέ πανάρχαιο πολιτισμό καί Ἱστορία. Ἰνδοευρωπαῖοι εἶναι οἱ Ἰρανοί, ἔχουν πολύ καλά Πανεπιστήμια καί μέχρι τήν ἐγκαθίδρυση τοῦ σκοταδιστικοῦ καθεστῶτος τοῦ Χομεϊνί (τόν ὁποῖο ὑπέθαλψε καί κανάκεψε ἡ Δύση, ἐπί πολλά χρόνια) ζοῦσε μέ βάση τά δυτικά πρότυπα. Βεβαίως, οὐδείς μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι τό καθεστώς τοῦ Σάχη ἦταν ἰδανικό. Ὁπωσδήποτε, ὅμως, δέν ἦταν τόσο ὀπισθοδρομικό, ὅπως τό σημερινό. Ἡ «ἐπανάσταση τῆς μαντήλας», στήν ὁποία πρωτοστάτησαν οἱ γυναῖκες τοῦ Ἰράν, φαίνεται ὅτι εἶχε κάποιας μορφῆς ἀποτέλεσμα. Ἄν ραγίσει ὁ ἰρανικός σκοταδισμός, εἶναι βέβαιο ὅτι θά ὑπάρξουν δονήσεις καί σέ ἄλλα ἰσλαμικά καθεστῶτα.  

Οἱ δυτικοί οἱ ὁποῖοι βρέθηκαν αὐτό τόν καιρό στό Κατάρ, λόγῳ τῆς διεξαγωγῆς τοῦ Παγκοσμίου Κυπέλλου, μιά ἀθλητική παρωδία μέ μοναδικό στόχο τό χρῆμα, ἔχουν διαπιστώσει ὅτι πρόκειται γιά «ἕναν ἄλλο κόσμο». Καί ἴσως ἔχουν ἀντιληφθεῖ τό πόσο εὔκολα ὑποχωρεῖ ἡ Δύση ἐμπρός στήν δύναμη τοῦ χρήματος, τό ὁποῖο διαθέτουν ἄφθονο οἱ συγκεκριμένες χῶρες στίς ὁποῖες ἔχει κυριαρχήσει ὁ ἰσλαμισμός.

Ὅσα συμβαίνουν στό Ἰράν, ἀλλά καί ἡ ἐπίδειξη πλούτου τοῦ Κατάρ, μέσῳ τοῦ Παγκοσμίου Κυπέλλου, θά πρέπει νά μᾶς κάνουν σοφότερους, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἀλλοίωση τήν ὁποία ὑφίσταται ἡ Εὐρώπη καί ἡ Δύση, γενικότερα, ἀπό τήν ἐπέλαση τοῦ Ἰσλάμ, χωρίς ὅπλα, αὐτή τήν φορά. Ἐκμεταλλευόμενα τόν πλοῦτο τους καί –δυστυχῶς– μέ δυτικούς συμβούλους καί μάνατζερς, τά ἰσλαμικά καθεστῶτα ἔχουν βάλει πλώρη γιά τήν διάβρωση καί, μέσῳ αὐτῆς, τήν ἅλωση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὑποχωρεῖ ἀτάκτως τίς τελευταῖες δεκαετίες. 

Ἐμεῖς, ἐδῶ, στήν ἐσχατιά τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης, μέ ἕνα ἀναδυόμενο ἰσλαμικό καθεστώς στά πλευρά μας, ὀφείλουμε νά ἀνησυχοῦμε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη εὐρωπαϊκή χώρα. 

Δυστυχῶς, ἡ Δύση, ἀντί νά συνενώσει τούς χριστιανικούς πληθυσμούς, ἔχει φθάσει στό σημεῖο νά ἐποπτεύει ἕναν ἐνδοχριστιανικό πόλεμο καί νά γίνεται ἡ χλεύη ἐκείνων οἱ ὁποῖοι περιμένουν νά πέσει ὁ δυτικός πολιτισμός σάν ὥριμο φροῦτο. 

Ἀρκεῖ μιά ἐπίσκεψη σέ συγκεκριμένα σημεῖα τῆς Ἀθήνας, γιά νά διαπιστώσει κάποιος τήν ἀλλοίωση πού προχωρεῖ μέ σταθερά βήματα, μέ «φερετζέ» τήν ψευδεπίγραφη ἔννοια τῆς «ἀφομοιώσεως». 

Δυστυχῶς, οἱ «εἰσβολεῖς»...

 

ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΣΟΥΡΓΕΛΟΚΑΤΣΑΠΛΙΑΔΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Ἡ Ἑλλάς εἶναι ἕνα ἀπέραντο φρενοκομεῖο

 


Του Δημήτρη Καπράνου

Πῶς τό εἶχε πεῖ ὁ μέγας Καραμανλῆς;

«Ἡ Ἑλλάς εἶναι ἕνα ἀπέραντο φρενοκομεῖο!»  

Ἀμφιβάλλει κανείς ὅτι εἴμαστε «γιά δέσιμο» ὅταν καιγόμαστε σάν τά ποντίκια καί παρακαλοῦμε νά βρέξει γιά νά σβήσουν οἱ φωτιές, ἀλλά …νά μήν βρέξει πολύ γιατί μπορεῖ νά πνιγοῦμε; Ἀμφιβάλλει κανείς;  

Ἀρκεῖ νά ἀκούσει κάποιος τά ρεπορτάζ στήν τηλεόραση γιά νά ἀντιληφθεῖ ὅτι «δέν πᾶμε καλά»…

Τί λέτε γιά τήν θριαμβική μετάδοση τῶν καταστροφῶν ἀπό τήν τηλεόραση, καί τήν …στενοχώρια ὁρισμένων ρεπόρτερ ὅταν «δέν μποροῦμε νά σᾶς δείξουμε τί γίνεται ἀκριβῶς, ἀλλά νομίζουμε ὅτι αὐτό τό σπίτι αὐτή τήν ὥρα καίγεται!»;

Κάποιος τούς ἔχει πεῖ ὅτι ἄν πετύχουν καμμιά παράγκα, κανένα ἐρείπιο νά καίγεται (ἄν δέν ὑπάρχουν καιόμενες κανονικές κατοικίες) ἔχει περισσότερο ἐνδιαφέρον ἀπό τοῦ νά μᾶς δείξουν –ἄς ποῦμε– τήν ἐπιχείρηση-σωτηρία τῶν ὑπέροχων ἀλόγων ἱππασίας ἀπό τόν Ἱππικό Ὅμιλο Βαρυμπόμπης! 

«Νά το-νά το καίγεται τό σπίτι!» φωνάζει ὁ νεαρός ρεπόρτερ καί ἡ «ἀνκορ-γούμαν» τοῦ σταθμοῦ τοῦ δίνει ὁδηγίες: «Πήγαινε πιό δεξιά γιά νά ἔχουμε καλύτερη εἰκόνα!»: Δαφνί, ὁλοταχῶς!  

Ὁ ἄλλος, νεαρός καί αὐτός, ρεπόρτερ, λέει τό ἀπίθανο: «Ἔχει ἕνα τέταρτο πού ἄναψε ἡ φωτιά καί ἀκόμη δέν ἔχει ἔρθει οὔτε ἕνα ἱπτάμενο μέσο»! Τί νά σοῦ κάνω, νεαρέ, πού δέν ἤμουν κοντά νά σοῦ στείλω κανένα ἱπτάμενο… τασάκι! Φαίνεται ὅτι κάποιος τούς ἔχει πεῖ ὅτι τά «ἱπτάμενα μέσα» εἶναι σάν ἐκεῖνα πού βλέπουν στίς ταινίες τῆς Μάρβελ, πού πατᾶς ἕνα κουμπί καί τό διαστημόπλοιο διακτινίζεται καί ἐμφανίζεται σέ ἄλλον πλανήτη! Σκέτη τρέλα!

Κάποιος νά τούς πεῖ ὅτι: 

α) Ὅταν σέ μιά χώρα σάν τήν Ἑλλάδα, ἡ ὁποία δέν διαθέτει καί τόν μεγαλύτερο στόλο «ἱπταμένων μέσων» στόν κόσμο, ἀνάβουν ὀγδόντα (ἀριθμός 80) μέτωπα σέ λίγες ὧρες, ὅσα «ἱπτάμενα μέσα» καί νά διαθέτεις δέν σοῦ φτάνουν! 

β) Ἕνα ἱπτάμενο μέσο γιά νά πάει σέ μιά πυρκαϊά πρέπει πρῶτα νά πάει στή θάλασσα ἤ σέ μιά λίμνη γιά νά γεμίσει τίς δεξαμενές του μέ …κάποιους τόνους νεροῦ! Συνεπῶς, ἡ ταχύτητά του στόν ἀέρα δέν εἶναι μεγάλη. Καί, συνεπῶς, γιά νά φθάσει ἕνα ἱπτάμενο μέσο στή Βαρυμπόμπη μέσα σέ ἕνα τέταρτο ἀφ’ ὅτου σημειώθηκε ἡ φωτιά, θά πρέπει νά ἀπογειώθηκε ἀπό τοῦ Βάρσου καί νά γέμισε νερό στό Κεφαλάρι! 

γ) Ὅταν θέλουμε νά περιγράψουμε μιά κατάσταση σάν τήν παροῦσα, δέν λέμε «ἡ χώρα κλυδωνίζεται» ἀλλά μποροῦμε, ἄνετα, νά ποῦμε ὅτι «ἡ χώρα δοκιμάζεται σκληρά», καί νά ἔχουμε ἀποδώσει τήν πραγματικότητα.

 Περιδιαβαίνω τό διαδίκτυο καί διαπιστώνω ὅτι οἱ φανατικοί ἀντίπαλοι τῆς κυβερνήσεως, μόνο πού δέν τά ἔχουν βάψει μαῦρα ἐπειδή δέν ἔχουμε (μέχρι αὐτή τήν στιγμή πού σᾶς γράφω) ἀνθρώπινες ἀπώλειες!  

Εἶναι δέν εἶναι ἔνδειξη φρενοκομείου αὐτή ἡ ἀντίληψη;

Τέλος, ἕνας ἐκ τῶν ἀντιεμβολιαστῶν ἰατρῶν κάνει μακάβριο χιοῦμορ μέ τίς πυρκαϊές καί γράφει «εὐτυχῶς, πού ὁ ἰός δέν κολλάει μέ τόν καπνό»! Φυσικά, γελοῖε, ἄν εἶχε πάρει τό δικό σου σπίτι φωτιά –ἀνάγωγε– δέν θά τολμοῦσες νά σπεκουλάρεις ἐπάνω σέ μιά τεράστια τραγωδία. 

Ἔ, αὐτός ὁ ἄνθρωπος...

 

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Τό ποδόσφαιρο εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς κάθε ἐποχῆς

Γράφει ο Δημήτρης Καπράνος 


Τό 1950, ὅταν ἡ Βραζιλία ἔχασε τό Παγκόσμιο Κύπελλο μέσα στό «Μαρακανά» ἀπό τήν Οὐρουγουάη, πολλοί Βραζιλιᾶνοι αὐτοκτόνησαν!

Πρίν ἀπό λίγα χρόνια, ἡ Βραζιλία, στήν ἕδρα της, δέχθηκε ἑπτά γκόλ ἀπό τούς Γερμανούς. Οὐδείς, φυσικά, αὐτοκτόνησε.

Τό 1956, ὁ Δημήτρης Καρέλλας, ἐφοπλιστής καί βιομήχανος, ἔφερε στήν Ἑλλάδα -μέ πρόθεση νά τούς ἐντάξει στόν Ἐθνικό Πειραιῶς- τούς Οὕγγρους ποδοσφαιριστές πού εἶχαν ἀποφασίσει νά μήν ἐπιστρέψουν στήν κομμουνιστική Οὑγγαρία. Μεταξύ τους ὁ Πούσκας καί ὁ Κότσιτς. Ἡ ΕΠΟ (καθ’ ὑπόδειξη τῶν «τριῶν μεγάλων» τοῦ ποδοσφαίρου μας) μηδένισε τόν Ἐθνικό καί δέν τοῦ ἐπέτρεψε ἐκείνη τήν κίνηση, πού θά εἶχε ἀλλάξει ἐκ βάθρων τό ἑλληνικό ποδόσφαιρο. Σήμερα, μία τέτοια μετεγγραφή, θά γινόταν δεκτή ἀπό ὅλους μέ ἐνθουσιασμό!

Μέχρι πρίν ἀπό λίγα χρόνια, στήν διοργάνωση τοῦ «Κυπέλλου ἐθνῶν Εὐρώπης», τό λεγόμενο “Euro”, ὅταν ἀκουγόταν ἀπό τά μεγάφωνα ὁ Ἐθνικός Ὕμνος τῶν κρατῶν τῶν ὁποίων οἱ ὁμάδες ἀγωνίζονταν, ἐλάχιστοι παῖκτες ἔψαλλαν. Οἱ περισσότεροι εἴτε χαμογελοῦσαν ἀμήχανα εἴτε ἔξυναν τό κεφάλι τους ἤ ἄλλα μέρη τοῦ σώματός τους…

Παρακολουθῶ ἀνελλιπῶς τά μάτς τοῦ Euro. Καί αὐτή τήν φορά, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη, βλέπω τούς ποδοσφαιριστές νά ψάλλουν μέ δύναμη καί πάθος τόν ἐθνικό τους ὕμνο. Οἱ Ἰταλοί, οἱ Ρῶσσοι, οἱ Οὐκρανοί, οἱ Οὗγγροι, οἱ Τσέχοι, οἱ Ἄγγλοι, οἱ Σκῶτοι, οἱ Πορτογάλοι. Τό «ἐθνικό φρόνημα» ἐπιστρέφει. Καί τό ποδόσφαιρο εἶναι «εἰκόνα» τῆς κάθε ἐποχῆς.

Τί ὕμνο νά ψάλλουν οἱ παῖκτες τῆς ἐθνικῆς Ἑλβετίας; Τοῦρκοι, Ἀφρικανοί, Κοσοβάροι, Ἀλβανοί, τούς ὁποίους ἡ Ἑλβετία προσπαθεῖ νά ἀφομοιώσει, εἴτε σιωποῦν εἴτε ψελλίζουν.

Οἱ Γάλλοι -μέ τούς περισότερους παῖκτες νά προέρχονται ἀπό τίς πρώην γαλλικές ἀποικίες- φαίνεται νά τά πᾶνε πολύ καλύτερα στήν ἀφομοίωση.  

Τό ἴδιο καί οἱ Γερμανοί, οἱ ὁποῖοι ὅμως, λόγω τῆς συμμετοχῆς στήν ὁμάδα τους καλῶν ποδοσφαιριστῶν, ἀπό οἰκογένειες μεταναστῶν, ἀλλά χωρίς τήν γερμανική νοοτροπία, ἔχουν ξεχάσει πλέον ἐκεῖνο πού ἔλεγε ὁ Γκάρι Λίνεκερ, ὅτι «ὁ ἀγώνας ποδοσφαίρου διαρκεῖ ἐνενήντα λεπτά καί στό τέλος κερδίζουν οἱ Γερμανοί».

Γιά τούς Ἱσπανούς, τά πράγματα εἶναι πολύ πιό ἁπλά. Ὁ ἐθνικός τους ὕμνος …δέν ἔχει στίχους, γιά λόγους πού ἔχουν νά κάνουν μέ τίς μεταξύ τους διαφορές. Πολλοί ποδοσφαιριστές ἔχουν ἐκφράσει τήν διαφωνία τους λέγοντας ὅτι «αἰσθάνονται μειονεκτικά ὅταν οἱ ἀντίπαλοί τους τραγουδοῦν κι ἐκεῖνοι δέν μποροῦν νά κάνουν τό ἴδιο!».

Νά, λοιπόν, πού ἡ εἰκόνα τῆς Εὐρώπης ἀποτυπώνεται στά γήπεδα ὅπου διεξάγεται τό “Euro”. 

Δυστυχῶς, λείπει ἡ δική μας ὁμάδα, ἀλλά, ὅπως ἔχουμε διαπιστώσει, σέ κάθε ἀγῶνα πού δίνει, οἱ ποδοσφαιριστές μας ψάλλουν μέ πάθος τόν «Ὕμνο εἰς τήν Ἐλευθερίαν». Μέχρι πρό τινος, εἴχαμε κι ἐμεῖς κάποιους πού …ξύνονταν ὅταν ἀκουγόταν ὁ ὕμνος.

Εἴδαμε ἐπίσης τούς παῖκτες τῆς ὁμάδας τῶν Σκοπίων, , νά τραγουδοῦν μέ πάθος τόν ὕμνο τοῦ «κράτους» των. Εἴδαμε ἀκόμη καί τά κασκόλ τῶν ὀπαδῶν της νά ἀναγράφουν τήν ὀνομασία «Μακεδονία», ἐνῶ καί στό ἐθνόσημο, στήν φανέλλα τῶν παικτῶν, ἡ Ποδοσφαιρική Ὁμοσπονδία τους ἀναγράφεται ὡς «Μακεδονική». Κι ὅπως καταλάβαμε...

 

15ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ (ΔΕΝ) ΣΒΗΝΟΥΝ): Τά πανηγύρια τοῦ Δεκαπενταυγούστου


Θυμᾶμαι, ἀπό πιτσιρικάς, τά πανηγύρια τοῦ Δεκαπενταύγουστου. Μπορεῖ νά μήν πηγαίναμε τακτικά διακοπές, ἀλλά τόν Δεκαπενταύγουστο ὅλο καί σέ κάποια ἐκκλησιά τῆς Παναγίας θά βρισκόμασταν.

Κι ἐμεῖς, τά παιδιά, πού δέν πολυκαταλαβαίναμε ὅσα ἔλεγαν τά Εὐαγγέλια καί οἱ ψαλμοί, περιμέναμε τήν ὥρα πού θά βγοῦμε στήν πλατεῖα, μέ τούς πολύχρωμους πάγκους μέ τά παιγνίδια, γιά νά ἀρχίσουμε νά ζητᾶμε. «Πάρε μου αὐτό, μαμά». Κι ἐκείνη, πού εἶχε νά ἀποφασίσει γιά πέντε παιδιά, κοίταζε τόν πατέρα, ὁ ὁποῖος ἔδινε τό «πράσινο φῶς» ἤ ἔλεγε τό κλασικό «πᾶμε παρακάτω»…

Πάντα, ὅμως, φεύγαμε μέ «κάτι» ἀπό τό πανηγύρι. Πότε μέ ἕνα «μυλαράκι» (ἀπό τό «μύλος» καί ὄχι ἀπό τό «μῆλο»), ἕνα χειροποίητο μικρό «μύλο» πού γύριζε –καρφιτσωμένος σέ ἕνα λεπτό καλαμάκι– μέ τό φύσημα τοῦ ἀέρα, πότε μέ κάποιο τσίγκινο παιγνιδάκι –σπανίως μέ κάποιο κουρδιστό– ἀλλά, πάντα, μέ «γεμᾶτα τά χέρια»…

Τό πρῶτο πανηγύρι πού θυμᾶμαι, ὅμως, σάν νά εἶναι τώρα ἦταν στούς Φούρνους τῆς Ἰκαρίας, στά δώδεκά μου χρόνια. Ἡ μητέρα εἶχε φύγει γιά τήν Ἀγγλία μέ τόν μικρό μας ἀδελφό, ἐκεῖ πού σπούδαζαν ἡ ἀδελφή καί ὁ ἕνας ἐκ τῶν ἀδελφῶν· ὁ μεγάλος ἦταν στρατιώτης καί ἐγώ ἀκολούθησα τόν πατέρα, σέ ἕνα δεκαήμερο διακοπῶν. Στό Καρκινάγρι, τόν Ἀρμενιστή, τούς Φούρνους καί τόν Φάρο Πάππα, ὅπου μᾶς εἶχαν καλέσει ναυτικοί, πελάτες τοῦ ἰατροῦ πατέρα, ἀπό τόν Οἶκο τοῦ Ναύτου.

Στούς Φούρνους, λοιπόν, αἰσθάνθηκα γιά πρώτη φορά τίς δονήσεις ἑνός νησιώτικου δεκαπενταυγουστιάτικου πανηγυριοῦ! Τό γλέντι ἄρχισε ἀπό τό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας. Τό μουσικό τρίο, βιολί, λαγοῦτο καί σαντοῦρι ἄρχισε νά παίζει βαδίζοντας πρό τό καφενεῖο τοῦ Φλυτζάνη, ὅπου εἶχαν στρωθεῖ τά τραπέζια, μέσα κι ἔξω ἀπό τό μαγαζί. Οἱ πιστοί, ἀκολουθούσαμε, μέχρι πού φτάσαμε, ὑπό τούς ἤχους μιᾶς σούστας, στόν χῶρο τῆς μυσταγωγίας. Οἱ μουσικοί κάθισαν σέ ἕνα μικρό πάλκο καί ἄρχισαν νά παίζουν. Σέ σχετικά μικρό διάστημα τό κέφι ἄρχισε νά ἀνάβει. Τά ψητά πήγαιναν κι ἔρχονταν, τό κρασί ἔρεε ἄφθονο καί ὁ χορός δέν ἄργησε. Μπάλος, σούστα, συρτά, καλαματιανά.  

Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση...

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: Οἱ ὄμορφες ἀναμνήσεις τῶν ἑορτῶν μιας άλλης εποχής


Μετρούσαμε τίς μέρες ἀντίστροφα. «Πότε ἔρχονται τά Χριστούγεννα; Πότε τελειώνει ὁ χρόνος;». Μετρούσαμε καί ἀγωνιούσαμε, γιατί οἱ μεγάλες ἑορτές εἶχαν νόημα…

Καί μόλις ἔκλεινε τό σχολεῖο γιά τίς διακοπές τῶν Χριστουγέννων περιμέναμε μέ λαχτάρα τήν «βόλτα στά μαγαζιά». Ὄχι γιά νά ψωνίσουμε, ἀφοῦ στίς ἀγορές τῶν δώρων δέν ἤμασταν παρόντες, ἀλλά γιά νά δοῦμε τίς βιτρίνες καί νά νιώσουμε τήν ἀτμόσφαιρα, μέσα στήν κίνηση, τά φῶτα, τά ἀστραφτερά αὐτοκίνητα.

Παίρναμε τόν «ἠλεκτρικό» καί μετροῦσα τίς στάσεις μέχρι νά φθάσουμε στήν Ὁμόνοια. Τίς εἶχα μάθει ἀπ’ ἔξω, ἀλλά πάντα εἶχα τήν περιέργεια νά κοιτάζω τόν πίνακα καί νά διαβάζω. «Φάληρον, Μοσχᾶτον, Καλλιθέα, Πετράλωνα, Θησεῖον, Μοναστήριον, Ὁμόνοια»… Κι ἐκεῖ ἄρχιζε τό ταξίδι στήν πολύβουη, μεγάλη πόλη. Πείθαμε τήν μάνα μας νά μᾶς ἀφήσει νά «ἀνεβοκατέβουμε» ὅλες τίς κυλιόμενες σκάλες. Εἶχαν διαφορετικό χρῶμα ἡ κάθε μία. Θυμᾶμαι ἀκόμη τίς «λαχανί», τίς «μώβ», τίς «πράσινες», τίς «κόκκινες» σκάλες. Καί ἡ μάνα μας ἀκολουθοῦσε τήν δική μας τρεχάλα. Ἦταν κάτι τό μυθικό τό ἀνεβοκατέβασμα στίς σκάλες τῆς Ὁμόνοιας!

Κι ὕστερα, βγαίναμε πάλι στήν ἐπιφάνεια! Ἔλαμπε ἡ πλατεῖα, μέ τό συντριβάνι στή μέση καί μέ τά μεγάλα, ἀρχοντικά ταξί στήν πιάτσα. «Σεβρολέτ», «Μπιούικ», «Ντεσότο», ἀκόμη καί «Καντιλάκ», καλογυαλισμένες κυρίες, περίμεναν τούς ἐπιβάτες. Ἀπέναντι, μέ τεράστια γράμματα, τό κινηματοθέατρο «Κοτοπούλη». Διάβαζα (μαθητής τοῦ δημοτικοῦ) τόν μεγάλο τίτλο καί χάζευα τίς μεγάλες ἀφίσες, ζωγραφισμένες μέ τό χέρι. Κι εἶχα θαυμάσει ἐκεῖ τόν Γκρέκορυ Πέκ, τόν Μάρλον Μπράντο, τήν Ἄβα Γκάρντνερ, τήν Λίζ Ταίηλορ. «Ἀμάν πιά μέ τόν κινηματογράφο! Ψύχωση ἔχει αὐτό τό παιδί» ἔλεγε ἡ μάνα μου…

 Ἀργότερα, στά 27 μου, βρέθηκα διαγωνιζόμενος στό Φεστιβάλ Κινηματογράφου στήν Θεσσαλονίκη καί ἀποσπάσαμε «Βραβεῖον ταινίας μικροῦ μήκους». Καί θυμόμουν τά λόγια της. «Ψύχωση ἔχεις μέ τό σινεμά». Ναί, εἶχα, καί ἔχω, ἀλλά ἦταν «ἀκριβό σπόρ», καί δέν τό συνέχισα. Πῆρε τήν σκυτάλη ὁ γιός μας, πού διαπρέπει στόν τομέα του καί τόν καμαρώνουμε… 

Κι ὕστερα ἄρχιζε ἡ περιήγηση σέ δρόμους μέ ὀνόματα μαγικά. «Αἰόλου», «Σταδίου», «Πανεπιστημίου», γιά νά περάσουμε ἀπό τήν πλατεῖα Κλαυθμῶνος καί νά φθάσουμε στήν πλατεῖα Συντάγματος, γιά νά ἀπολαύσουμε τήν «Ἀλλαγή φρουρᾶς», θέαμα μοναδικό καί ἐπιβλητικό, πού παρακολουθούσαμε μέ θρησκευτική εὐλάβεια, μέσα σέ ἀπόλυτη ἡσυχία!  

Κι ὕστερα, στό Ζάππειο, στήν μεγάλη, ἀπέραντη τότε στά μάτια μας πλατεῖα, μέ τούς λαχειοπῶλες καί τούς κουλουρτζῆδες, γιά νά καταλήξει ἡ βόλτα στόν «Ξυλοθραύστη» καί τόν «Δισκοβόλο», πρίν ἀγγίξουμε τό κιγκλίδωμα τῆς πύλης τοῦ Καλλιμαρμάρου, «ἐδῶ πού κέρδισε τόν Μαραθώνιο ὁ Σπῦρος Λούης»… 

Κι ἦταν ἡ βόλτα τήν ὁποία θά θυμόμασταν μέχρι νά τήν ξανακάνουμε, μέ ἕνα κουλοῦρι ἤ ἕνα «μηλαράκι», ἐκεῖνοι τό φιρίκι, περιλουσμένο μέ καραμέλα, πού τό ἀπολαμβάναμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά. 

Ἔτσι μεγαλώναμε, μέ λίγα, ἀλλά σημαντικά.  

Σέ μιά Ἑλλάδα πού...