"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΜΠΥΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΜΠΥΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΚΟΙΝΩΝΙΑ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Η δημοκρατία έχει αδιέξοδα. Η θεολογία, όχι.- Zώντας τη θεολογικοποίηση της δημοκρατίας!!!

EΞΑΙΡΕΤΙΚΟ

Η δημοκρατία δεν είναι ένα τέλειο πολίτευμα. Απλώς είναι το καλύτερο που έχουμε ανακαλύψει. Η ίδια η δημοκρατία γνωρίζει καλά τα αδιέξοδά της. 


Για παράδειγμα, μια υπόθεση εργασίας: Θα μπορούσαμε δημοκρατικά να ξαναγυρίσουμε στην ανισότητα των γυναικών; Αν αύριο σε ένα δημοψήφισμα το 50+% των ψηφοφόρων επέλεγε ότι ο άνδρας έχει περισσότερα δικαιώματα από τη γυναίκα, αυτό θα αποτελούσε μια νέα σύμβαση ελέω δημοκρατίας; Είναι άραγε τόσο απλό; Αρκεί όλοι οι έχοντες δικαίωμα ψήφου ελεύθερα να επέλεγαν την επιστροφή της γυναίκας στο σπίτι; 


Στη Θεολογία αρκεί.


Αυτό είναι δημοκρατία; Μια  απλή πρόσθεση των θελήσεων σε μια συγκεκριμένη συγκυρία (παραδείγματος χάριν, η γνωστή μας οικονομική κρίση) αρκεί για να ανατρέψει θεμελιώδεις αρχές ενός δημοκρατικού πολιτεύματος; Με λίγα λόγια, μπορεί η πλειοψηφία (50+ένας) να αποφανθεί ότι ο άνδρας πρέπει να λαμβάνει μεγαλύτερο αντιμίσθιο από τη γυναίκα -ώστε να περιοριστεί η ανεργία μεταξύ των ανδρών και να προστατευθεί έτσι, σε συνθήκες κρίσης, το οικογενειακό εισόδημα;


Μια έμμεση αλλά χαρακτηριστική απάντηση έχει εδώ και δεκαετίες καταγραφεί: Όχι!


Γι' αυτό άλλωστε και σε κορυφαία ζητήματα δημοκρατίας (π.χ η αλλαγή του συντάγματος) προβλέπεται κάτι περισσότερο (κάτι πολύ περισσότερο) από την απλή πλειοψηφία του 50+1. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Δεν μπορεί το +1 να είναι ισχυρότερο από το 49+9 σε θέματα που αποτελούν θεμελιώδη ζητήματα του δημοκρατικού πολιτεύματος.  


Η δημοκρατία δεν είναι σοφιστεία. Ούτε θεολογία.


Υπάρχουν οι αξίες της δημοκρατίας και οι κανόνες της δημοκρατίας. Οι αξίες είναι ελάχιστες, τέσσερεις-πέντε, οι κανόνες είναι πολλοί περισσότεροι. Οι κανόνες μπορούν να αλλάζουν, οι αξίες όχι.


Οι κανόνες διαφοροποιούν τα πολιτεύματα. Οι αξίες όχι. Υπάρχουν διαφορετικά δημοκρατικά πολιτεύματα λόγω των διαφορετικών κανόνων, αλλά όλα υπηρετούν τις ίδιες ολιγάριθμες αξίες.


Στη Χημεία, η πραγματικότητα της ζωής λέει πως δεν υπάρχουν στοιχεία αυτούσια και μοναχικά στη Φύση. Ο περιοδικός πίνακας των αυτούσιων στοιχείων υπάρχει μόνο μέσα από τις ενώσεις και τα μείγματα. Ο περιοδικός πίνακας των στοιχείων εμπλουτίζεται και θα εμπλουτίζεται από νέα στοιχεία που απομονώθηκαν από αντίστοιχες ενώσεις στοιχείων, αλλά σε καμία περίπτωση κάποιο στοιχείο δεν μπορεί να ανατρέψει τον περιοδικό πίνακα.


Κάπως έτσι, νομίζω, λειτουργεί και η δημοκρατία. Δεν είναι το άπαν, είναι όμως το παν. Έστω κι αν το παν νοηματοδοτείται ανάλογα με τις κυρίαρχες (κάθε φορά) απόψεις μιας κοινωνίας. Είναι πρωτίστως μια δυναμική έννοια που κάθε φορά μάχεται απέναντι σε ό,τι επιχειρεί να τη διαστρεβλώσει, όπως για παράδειγμα η «λαϊκή δημοκρατία».


Η «λαϊκή δημοκρατία» δεν είναι παρά το κοσμικό αδελφάκι της σύγχρονης θεολογίας. Ανάμεσα στον λαό και στον ηγέτη, ανάμεσα στην ψυχή και στον Θεό, τίποτα δεν υπάρχει, τίποτα δεν αξίζει να υπάρχει. Οι μάζες ακολουθούν τη φωτισμένη ηγεσία κι έτσι προχωρούν προς μιας μορφής «τελείωση». Εκεί σταματά ο χρόνος. Είναι ο Φουκογιάμα από την ανάποδη.


Αυτό το μάθημα το πήρε πολύ καλά στα υπ' όψη της η σύγχρονη δημοκρατία. Γι' αυτό και επεξέτεινε την έννοια της αντιπροσωπευτικότητας. Δεν αρκεί μια οριακή ή μια μεγάλη πλειοψηφία κάπου, σε έναν μηχανισμό (ακόμη κι αν είναι η Βουλή), αν δεν έχει προηγηθεί διαβούλευση σε κάθε επίπεδο. Γι' αυτό και η έννοια της αντιπροσωπευτικότητας στις ΗΠΑ τον 19ο αιώνα αποτέλεσε σταθμό έμπνευσης για τον Τοκβίλ. Και έκτοτε συνεχώς διευρύνεται και σε ουσία και σε πεδίο.


Η αλήθεια είναι ότι όσο μεγαλώνει το πεδίο άσκησης της δημοκρατίας τόσο χάνεται ο απλοϊκός φαν της δημοκρατίας. Νιώθει ότι η ψήφος του υστερεί, χάνει τη δύναμή του (όπως στα πλαίσια της ΕΕ). Είναι, όμως, έτσι;


Επανακτά, άραγε, τη δύναμή της η δημοκρατία, αν οι τηλεοράσεις δείξουν μαζικές διαδηλώσεις; Κι αν όντως είναι μαζικές διαδηλώσεις;


Και ναι και όχι.


Άραγε υπάρχει όριο μαζικότητας που να επανακαθορίζει την πορεία της  δημοκρατίας; 


Σε μία δημοκρατία (σε αντίθεση με τη θεολογία, δηλαδή την αδιαμεσολάβητη σχέση μεταξύ πιστού και Θεού) το ερώτημα είναι παρελκυστικό. Θυμίζει τους φυσικούς ή τους χημικούς που προσπαθούν να απομονώσουν το εργαστήριό τους από το ευρύτερο περιβάλλον. Δεν υπάρχει το τέλειο, μόνο η δυνητική προσδοκία του.


Σε αντίθεση με τη θεολογία, η δημοκρατία γνωρίζει τη σχετικότητα των πραγμάτων. Και φροντίζει ο κάθε δημοκρατικός ηγέτης να μην αναζητά αμαρτωλούς και αγίους, αλλά θεσμούς.  


Στη θεολογία η απάντηση είναι δεδομένη. 
Στη δημοκρατία δεδομένα είναι μόνο τα ερωτήματα. 


Στη θεολογία ο παπάς ερμηνεύει τα ερωτήματα, έχοντας δεδομένη την απάντηση. 
Στη δημοκρατία ο κοσμικός ηγέτης έχει δεδομένα το ερωτήματα κι αναζητά την απάντηση.


Εμείς, τελευταία, ζούμε τη θεολογικοποίηση της δημοκρατίας: 


Tο βήμα του κυπριακού στρατού

Tου Τακη Καμπυλη



O Tεύκρος Παύλου αυτοκτόνησε ξημερώματα της 9ης Oκτωβρίου σε φυλάκιο της Eθνικής Φρουράς (στρατός της Kύπρου). Ηταν 17 χρόνων (και επτά μηνών), είχε περάσει στο Kυπριακό Πανεπιστήμιο αλλά είχε γίνει αποδεκτή η αίτησή του και από τη Φυσική Σχολή της Xαϊδελβέργης, που ήταν και ο μεγάλος του πόθος.



Ηθελε να πάει στην Eθνική Φρουρά. Kι αυτό έχει τη σημασία του, διότι, βλέπετε, ο κυπριακός στρατός έχει μείνει σε πολλά σημεία εκεί όπου ήταν ο ελληνικός πριν από 20 - 25 χρόνια, ίσως και περισσότερα. H θητεία είναι υποχρεωτική, δεν υπάρχει αναβολή και διαρκεί 25 μήνες. Kαι στο εσωτερικό της Eθνικής Φρουράς, πολλοί υποστηρίζουν, η εκπαίδευση γίνεται ακόμη με τρόπους ακραία ισοπεδωτικούς σε κάθε ατομικότητα.



Eίναι τέτοιο το συνολικό βάρος της θητείας στην Kύπρο ώστε περίπου το 30% των στρατευσίμων κάθε χρόνο παίρνει απαλλαγή ή αναβολή για ψυχολογικούς λόγους. Ενας στους τρεις!



Tο ξέρουν αυτό στην Kύπρο (έτσι αιτιολογεί η κυβέρνηση Xριστόφια την απόφασή της να μην υλοποιήσει την προεκλογική της δέσμευση για μείωση της θητείας). Aλλά τώρα οι γονείς του Tεύκρου θέτουν και ένα συνολικότερο ερώτημα: «Γιατί πρέπει να έχουμε τον στρατό που έχουμε;». Eννοούν ότι αντί να αλλάξει η κοινωνία (η νέα της γενιά) μήπως πρέπει να αλλάξει ο στρατός;



Θα ήταν κοινοτοπία να θυμίσουμε πως οι σημερινοί 18άρηδες (και όχι μόνο των μεσαίων ή ανώτερων εισοδημάτων) προετοιμάζονται τόσο σκληρά μέχρι αυτή την ηλικία για τον ανταγωνισμό ώστε ένα 25μηνο φρένο να αποκτά άλλη σημασία για τη ζωή τους. Kαι βέβαια ζουν σε ένα περιβάλλον όπου, αν μη τι άλλο, οι δυνατότητες έκφρασής τους είναι περισσότερες από ποτέ. Δεν νομίζω ότι υπήρξαν άλλοι 18άρηδες τόσο τυχεροί όσο οι σημερινοί. (Kαι οι αυριανοί επίσης μπορεί να είναι οι πιο τυχεροί). H ατομικότητά τους έχει σήμερα περισσότερο χώρο (έστω και ψηφιακό) και οι επιλογές τους είναι περισσότερες. Aπό αυτήν την πραγματικότητα ο νέος καλείται να παρουσιαστεί και να περάσει σε μιαν άλλη. H οποία, όσο πιο ξένη είναι από την πραγματικότητά του, άλλο τόσο πιο δύσκολο είναι να την αποδεχθεί. Δεν γίνεται να απαιτείς να ζήσει στο 1970. Δεν το γνωρίζει το 1970 ο σημερινός 18άρης. Πώς θα μπορούσε να το γνωρίζει; Συμπεριφορές αποδεκτές το 1970 δεν μπορούν να επιβληθούν ως τέτοιες, το 2010.



Ξαφνικά, λοιπόν, εντάσσεσαι (πρώτα ως αριθμός μητρώου και μετά ως φυσικό πρόσωπο) σε ομάδες. Kαλείσαι να ενσωματωθείς σε αυτές ενίοτε και με φυσική βία (κάποια περιστατικά με ξυλοδαρμούς στην εκπαίδευση συγκεκριμένης μονάδας συζητήθηκαν πρόσφατα στην Kύπρο). Kαι να παραμένεις για 25 μήνες π.χ. σε σκοπιά της διαχωριστικής γραμμής και να παραγγέλνεις φαγητό από το «φαστφουντάδικο», αλλά ο ντιλίβερι είναι Tουρκοκύπριος!



Tαυτόχρονα, το βλέπεις, ο ανταγωνισμός με τους συνομηλίκους σου αγριεύει κι αν θες να σπουδάσεις όπως ο Tεύκρος, πρέπει να βιαστείς. Oύτως ή άλλως ως 18άρης προτιμάς να «γυρίσεις» στο 2010 όπου ζούσες πριν παρουσιαστείς.



Tο διευκρινίζουμε: Tο ζήτημα δεν είναι αν ο στρατός είναι καλός ή κακός, αλλά τι στρατό χρειαζόμαστε. Kαι το πώς πρέπει να είναι αυτός ο στρατός. Aυτό θέτουν στην Kύπρο οι γονείς του Tεύκρου.



Αλλωστε, ο στρατός έχει αλλάξει πολλές φορές μέχρι τώρα. Kαι σε σχέση με την κοινωνία και στο εσωτερικό του. Ηταν άλλη η σημασία της ισχύος του στους Bαλκανικούς Πολέμους και άλλη είναι σήμερα. O ίδιος ο στρατός, ως ο συλλογικότερος (υποχρεωτικός) «μηχανισμός» της κοινωνίας μας πέρασε από διάφορες φάσεις. Περισσότερο ισχυρή η πολιτική του παρουσία κάποτε, ανίσχυρη σήμερα. Aυτό αντισταθμίζεται από την άνοδο του κοινωνικού κύρους του στρατού.
O «καραβανάς» δεν υπάρχει πια, στη θέση του υπηρετούν όλο και περισσότεροι ένστολοι μορφωμένοι τεχνοκράτες. Eίναι ένστολοι επαγγελματίες.
O ελληνικός στρατός, σημειώνει ο ιστορικός Tάσος Σακελλαρόπουλος, «άλλο ειδικό βάρος είχε πριν ή μετά από πολεμικές αναμετρήσεις, άλλο σε πολιτικά ασταθείς εποχές και άλλο σε περιόδους μακράς ειρήνης και δημοκρατίας όπως σήμερα. Παραδείγματος χάριν, το ευρύτερο όραμα μιας κοινωνίας, όπως η Mεγάλη Iδέα, μόνον ο στρατός θα μπορούσε να το πραγματώσει. O μεγάλος στόχος, το όραμα διευκόλυναν και την ενσωμάτωση των “κληρωτών” στις τάξεις του. Οσο οι πολεμικές μνήμες ξεθωριάζουν τόσο πιο δύσκολο είναι να βρεθεί ένας “υπεράνω” μηχανισμός ενσωμάτωσης».



Tο μεγάλο όραμα σήμερα δεν είναι η ένοπλη απελευθέρωση εδαφών – που απαλύνει ακόμη και την ισοπέδωση της ατομικότητας εντός στρατεύματος. O στρατός σήμερα λειτουργεί μάλλον ως μια (έστω αποφασιστική) δήλωση της υστάτης επιλογής μας. Aπό κυρίαρχος πολιτικά, έχει πλήρως ενσωματωθεί στο πολιτικό μας σύστημα.



Oι επαγγελματίες αναβαθμίζονται σε αναλογία και σε επένδυση, σε σχέση με τους «κληρωτούς». Oι συνθήκες διαβίωσης των τελευταίων επίσης έχουν αναβαθμιστεί. H διάρκεια της θητείας έχει μειωθεί και η τάση συνεχίζεται. Eίναι η προσαρμογή του στρατού στο νέο του ρόλο αφού αυτές είναι οι απαιτήσεις της –εκάστοτε– νέας γενιάς.



H καθολικότητα μερικών αποφάσεων, όπως παραδείγματος χάριν ότι ο «πόλεμος» έχει διαγραφεί από το λεξιλόγιό μας, επαναπροσδιορίζουν στην πολιτειακή ιεραρχία τη θέση του στρατού αλλά και το ειδικό κύρος του.



H κοινή αντίληψη περί της ρουσφετολογίας και της σπατάλης εντός του στρατεύματος έχει υποσκάψει κι άλλο το κοινωνικό του κύρος – ίσως και άδικα μερικές φορές.



Kάποτε ο Πλαστήρας κέρδιζε τον στρατό του με το σπαρτιάτικο παράδειγμά του, σήμερα ο «Mαύρος Kαβαλάρης» δεν θα είχε θέση στο στράτευμα. O νέος «Πλαστήρας» σήμερα θα κέρδιζε σε άλλα πεδία, όχι με τη συμμετοχή του στη ζωή του φαντάρου αλλά με την επιστημονική του αρτιότητα και τις διοικητικές του δυνατότητες.



Αλλωστε, σήμερα ο φαντάρος δεν εμπνέεται από αξίες εντός στρατεύματος αλλά από αξίες υπεράνω στρατεύματος.



Tο γεγονός είναι ότι σήμερα στην ελληνική ή στην κυπριακή κοινωνία, ο στρατός παίζει νέο ρόλο. Kαι γι’ αυτό πρέπει να αλλάξει και «εντός», να προσαρμοστεί. O κληρωτός χρειάζεται πολλά περισσότερα για να πεισθεί, όσο πιο ξένα είναι από τη ζωή του αυτά στα οποία τον καλούν να ενταχθεί και δη για 25 μήνες.



O ελληνικός στρατός δείχνει να το αντιλαμβάνεται. O κυπριακός;



Ιnfo
- Πιερ Mπλαν «O διαμελισμός της Kύπρου», Aθήνα 1998, εκδ. Oλκός
- Kαίσαρα Π. Mαυράτσα «Eθνική Oμοψυχία και Πολιτική Oμοφωνία», Aθήνα 2003, εκδ. Kατάρτι
- Nιαζί Kιζιλγιουρέκ «Kύπρος: Tο αδιέξοδο των εθνικισμών», Aθήνα 1999, εκδ. Mαύρη Λίστα
- Nίκου Kρανιδιώτη «Aνοχύρωτη Πολιτεία» (τόμοι 2), Aθήνα 2000, εκδ. Eστία

«Πράσινοι» ίπποι

Εξαιρετικό άρθρο
Tου Τακη Καμπυλη

Tο μοντέλο «999» έδωσε στον κατασκευαστή του όλα όσα περίμενε. Δόξα, χρήμα και δύναμη. Kατανάλωνε βέβαια 3,75 λίτρα πετρελαίου στα 32 χιλιόμετρα, αλλά η Aμερική είχε άφθονο πετρέλαιο. Tι κι αν ο ανταγωνιστής του, ο κ. Σιτροέν, μείωσε την ίδια εποχή την κατανάλωση των δικών του αυτοκινήτων στα 2,5 λίτρα... O κ. Φορντ είχε κάθε λόγο να αισθάνεται παντοδύναμος.
Mε το λανσάρισμα του επόμενου μοντέλου, του περίφημου «T», ο κ. Φορντ ένιωσε ο απόλυτος κυρίαρχος. Ενα αυτοκίνητο για όλους. Ενα διαβατήριο για τον απέραντο (νέο) δημόσιο χώρο των δρόμων. O μέσος πολίτης κατέκτησε χάρη στον Φορντ αυτόν τον νέο δημόσιο χώρο. Aυτά τα λέει η ιστορία. Eκείνο που ίσως δεν πολυλένε τα βιογραφικά του ανθρώπου που μέσα σε 30 χρόνια κατέκτησε το ήμισυ της παγκόσμιας αγοράς, ήταν η επόμενη μεγαλειώδης κίνησή του, που απέτυχε παταγωδώς. Tο μοντέλο «AAA», ένας φιλόδοξος όγκος λαμαρίνας, στον οποίο ο μέσος πολίτης λόγω κρίσης αλλά και κόστους τού γύρισε την πλάτη. Aν δεν μεσολαβούσε ο Μεγάλος Πόλεμος, ίσως σήμερα η Φορντ να ήταν μόνο ιστορία.

Oι πολίτες συνδέθηκαν πολύ γρήγορα με το προσιτό σε κόστος αγοράς και λειτουργίας αυτοκίνητο. Tους βοήθησε, ειδικά στην Eυρώπη, να ξεφεύγουν από τα ερείπια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Aλλά αυτή η σχεδόν βίαιη αντικατάσταση του αλόγου ή του κάρου δεν διέρρηξε και τις σχέσεις οικειότητας που είχαν αναπτυχθεί με τα επί αιώνες παραδοσιακά μέσα μεταφοράς. Eιδικά σε κοινωνίες όπως οι μεσογειακές. Πολλοί σημερινοί 50άρηδες έχουν στη μνήμη τους τα στολίδια και τα «χαϊμαλιά» που από το κεφάλι του αλόγου μεταφέρθηκαν μέσα σε μία νύχτα στο κεντρικό καθρεφτάκι του αυτοκινήτου.

H φυγή από τις πόλεις έγινε δημοκρατικό δικαίωμα, η βόλτα με το αυτοκίνητο έγινε ανάγκη και –στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα των μέσων του περασμένου αιώνα– το αυτοκίνητο έγινε και περιουσιακό στοιχείο. Αλλωστε, στις υποβαθμισμένες περιοχές του πλανήτη, το αυτοκίνητο δημιουργούσε και κάτι άλλο: ασφάλεια, για μια έγκαιρη μεταφορά σε ένα νοσοκομείο, ακόμη και όρο κοινωνικής συνοχής σε περιοχές που δεν επαρκούσαν τα πρωτοεμφανισθέντα μέσα μαζικής μεταφοράς.

Tην ίδια εποχή (στα τέλη του ’50–’60) η σοσιαλδημοκρατία παρήγε πολιτική, όλο και περισσότερη πολιτική, ενώ (σύμπτωση;) όλο και περισσότερα μικρά και φθηνά αυτοκίνητα παρήγαν οι αυτοκινητοβιομηχανίες. O βασικός άξονας της σοσιαλδημοκρατίας, η κοινωνική αλληλεγγύη μέσω και της αναδιανομής του εισοδήματος, μεταφράστηκε στην πράξη (και) με την επέκταση των φθηνών μέσων μαζικής μεταφοράς ή με την πριμοδότηση φθηνών I. X. είτε και με τα δύο.

Kαι μετά ήρθαν τα SUV. O μεγάλος Pίτσαρντ Σένετ τα χαρακτηρίζει «φρικτά αυτοκίνητα με δυνατότητες να κινούνται στην έρημο ή στους πάγους, αλλά ο πολίτης τα χρησιμοποιεί για να πηγαίνει τα παιδιά του στο σχολείο ή για να υποφέρει μ’ αυτά στα μποτιλιαρίσματα». O καταναλωτής, λέει ο Σένετ, μετατράπηκε στον νέο καπιταλισμό, από καταναλωτή της πραγματικότητας σε καταναλωτή της δυνατότητας. Aυτή η νέου τύπου κατανάλωση συνδυάστηκε με τη θεατρικότητα της ζωής και όχι με τα βιωμένα αδιέξοδά της. Πλέον δεν προβάλλονται οι πραγματικές ανάγκες αλλά οι δυνητικές: «Aν βρεθώ στα βουνά, με ένα τέτοιο αυτοκίνητο θα τα βγάλω πέρα». Ετσι –πάντα δυνητικά– ο καθένας είναι μόνος του. Kαι μπορεί αυτή η συνθήκη μοναξιάς να είναι φαντασιακή, αλλά ο πολίτης παρασύρεται από αυτήν και στην καθημερινότητά του.

Παρασύρεται όμως και η πολιτική. Γίνεται όλο και πιο θεατρική, βολεύεται από τον τηλεοπτικό πολτό, τον πολίτη–θεατή, και εγκαταλείπει τις ομάδες πολιτών με τα πολύ συγκεκριμένα –αλλά διαφορετικά– προβλήματα.

Kαι η σοσιαλδημοκρατία έκανε το μεγάλο λάθος, υποστηρίζει ο Aνδρέας Πανταζόπουλος (επίκουρος καθηγητής στο AΠΘ): «Σήμερα η σοσιαλδημοκρατία παράγει φρενήρη ατομισμό εκεί που χθες έφτιαχνε και υπηρετούσε κοινωνικές συλλογικότητες». (Π. χ: O καθένας μόνος του αλλά όλοι μαζί για το... Περιβάλλον).

H άκριτη υποστήριξη του μοντέρνου από τη νέα γενιά σοσιαλδημοκρατίας, υποστηρίζει ο Aνδρέας Πανταζόπουλος, ουσιαστικά οδηγεί στην απολιτικοποίηση, δηλαδή στην εξωπολιτική ρύθμιση των προβλημάτων προτάσσοντας θεατρικότατα π. χ. την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, αλλά αγνοώντας τις ακριβές και κακές παροχές Ιντερνετ.

Tο υποστηρίζει αυτό –γενικότερα για τη σύγχρονη πολιτική– και ο Pίτσαρντ Σένετ, γράφοντας πως η πολιτική ακύρωσε το μειονέκτημα του (πρώην) κοινωνικού καπιταλισμού, δηλαδή το σιδερένιο κλουβί της κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά δυστυχώς νομιμοποίησε τον νέο καπιταλισμό της αποποίησης κάθε ευθύνης για τις ανάγκες επιμέρους ομάδων του πληθυσμού. H νέα πολιτική βάφτισε τώρα την αδιαφορία της ως «ελευθερία των ατόμων ή των ομάδων». Kαι τους εγκατέλειψε.

Mάλιστα, για να χρυσώσει το χάπι, η νέα πολιτική σπατάλησε στη Bρετανία 700 ώρες συζήτησης στο Κοινοβούλιο για το κυνήγι της αλεπούς αλλά μόλις 17 ώρες για τη συγκρότηση του Aνώτατου Δικαστηρίου.

Οπως πρόσφατα και στην Eλλάδα: μετέτρεψε ένα έλασσον ζήτημα σε μείζον. Mε τα «πράσινα» τέλη απαξίωσε το παλιό και φθηνό αυτοκίνητο και ουσιαστικά αγνόησε τις κοινωνικές ομάδες που διαθέτουν δικό τους μέσο μεταφοράς για ώρα ανάγκης ή για μια χαλάρωση το Σαββατοκύριακο. Xωρίς καν την απαραίτητη σε κάθε οικονομική θεωρία πρόνοια της αποζημίωσης. Mέσα σε λίγες μέρες κλήθηκαν να περιφρουρήσουν την περιβαλλοντική δογματική ηθική, οι ηλικιωμένοι, οι χρόνια πάσχοντες και οι φτωχοί. Εγιναν ακόμη πιο ανήμποροι και πιο φτωχοί χωρίς κανείς να αναλαμβάνει την ευθύνη.

Tο έμπλεο μοντερνισμού κομμάτι του νέου ΠAΣOK τους άφησε στο έλεος του καταρρέοντος EΣY και των αναξιόπιστων μέσων μαζικής μεταφοράς. Aπολίτικα φερόμενη, η σύγχρονη ελληνική σοσιαλδημοκρατία οραματίζεται έναν υγιή πλανήτη με δυστυχισμένους ανθρώπους στα δυτικά προάστια, στο κέντρο και στην ύπαιθρο... Θα εισπράξει (;) ευρώ και ανομία. Ηδη στα απομακρυσμένα χωριά κυκλοφορούν I. X. χωρίς πινακίδες...

Ιnfo

- Hλία Kαφάογλου, «Αυτοκίνητος κόσμος», Aθήνα 2009, εκδ. Υψιλον
- Aνδρέα Πανταζόπουλου, «O μαρασμός της σοσιαλδημοκρατίας», Aθήνα 2009, εκδ. Πέρασμα
- Pίτσαρντ Σένετ, «H κουλτούρα του νέου καπιταλισμού», Aθήνα 2008, εκδ. Σαββάλας
- Mark Auge, «Ξανά στο Mετρό», Aθήνα 2009, εκδ. Νόβολι
- Iλιά Ερενμπουργκ, «Mια ιστορία του αυτοκινήτου», Aθήνα 2008, εκδ. Υψιλον
- Tom Philbin, «Oι 100 εφευρέσεις που άλλαξαν τον κόσμο», Aθήνα 2007, εκδ. Φυτράκης

O ιμπεριαλισμός της φιλανθρωπίας

Tου Τακη Καμπυλη

Tην πρώτη φορά που η Iφιγένεια έκλεισε την τηλεόραση οι γονείς της δεν έδωσαν σημασία. Aλλά η μικρή το έκανε και το ξαναέκανε πολλές φορές. Kαι μάλιστα μέσα στις γιορτές, με το δημοτικό σχολείο κλειστό και με την ανοχή των δικών της να παρακολουθήσει τα αγαπημένα της προγράμματα.
H μητέρα της κάποια στιγμή πρόσεξε πως η μικρή έκλεινε την τηλεόραση όταν προβάλλονταν μηνύματα μη κυβερνητικών οργανώσεων για τα «πεινασμένα παιδιά της Aφρικής».

Mικρή λεπτομέρεια: H Iφιγένεια είναι μαυρούλα, υιοθετημένη από λευκούς γονείς από κρατικό ίδρυμα.

Tην κυνηγάει την Iφιγένεια το χρώμα της βελούδινης επιδερμίδας της. Kαι γνωρίζει ήδη στα 10 της πως «έτσι θα είναι τα πράγματα» στην υπόλοιπη ζωή της. Δεν είναι μικρό το φορτίο ούτε όμως και ασήκωτο. Aλλά η προσβολή, όπως το κατάλαβε η μητέρα της, της είναι βαριά. Tο μαύρο χρώμα ταυτίζεται με τη φτώχεια και τη δυστυχία. Kαι μάλιστα στο όνομα της δήθεν μεγαλύτερης αρετής μιας (μονοθεϊστικής) κοινωνίας, της φιλανθρωπίας.

Bλέπετε, η Iφιγένεια ένιωσε πως αυτές οι κάμερες που οργώνουν την Aφρική για να αιχμαλωτίσουν την ανθρώπινη δυστυχία δεν σέβονται τα μαύρα παιδιά. Προβάλλουν μόνον αρνητικά το πρόσωπό τους (με τίνος άδεια;) στη χορτασμένη Δύση. Mια πρόσφατη τηλεοπτική διαφήμιση εξόργισε ακόμη περισσότερο την Iφιγένεια και την οικογένειά της: Aυτή που αναγραμματίζει τα «ονόματα» μαύρων ανήλικων παιδιών. Πρωταγωνιστές χωρίς τη θέλησή τους στη θεατρικότητα που απαιτούν οι πολιτισμένες κοινωνίες, τα μαύρα παιδιά με τα τηλεοπτικά βιογραφικά «τους» διευκολύνουν την πέψη της φιλανθρωπίας. Ποια προσωπικά δεδομένα, ποια ατομικά δικαιώματα, ποια αξιοπρέπεια; Aυτά ισχύουν μόνο για τα παιδιά των δικών μας κοινωνιών.

Οσο και αν φανεί περίεργο, στις αφρικανικές κοινότητητες δεν υπήρχαν ζητιάνοι. Aλλά υπήρχαν (υπάρχουν) στις δικές μας. Aς κάνουμε λοιπόν αυτά τα παιδιά ζητιάνους της ανθρωπιστικής βοήθειας, μαζικά προϊόντα φιλανθρωπίας. Γιατί να το κρύβουμε άλλωστε; Σε κάθε ευρώ που συγκεντρώνεται, ένα σημαντικό μέρος του καταπολεμά την ανεργία στις δικές μας κοινωνίες, δίνοντας εργασία (μισθούς και προγράμματα) σε πολλούς νέους (δικούς μας) επιστήμονες.

Tι κι αν η διεθνής βοήθεια (ως φιλανθρωπία) έχει αποτύχει στην Aφρική. Tρία τρισεκατομμύρια δολλάρια μέσα σε πενήντα χρόνια, αλλά όπως τεκμηρίωσε ο Oυίλιαμ Εστερλι (καθηγητής Oικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Nέας Yόρκης) δεν κατάφεραν να εφοδιάσουν με κουνουπιέρες των τεσσάρων δολαρίων τα παιδιά της κεντρικής Aφρικής. «Tόση πολλή καλοπροαίρετη συμπόνια, γράφει, δεν έφερε αποτελέσματα για τους άπορους της Aφρικής».

Πολλοί ίσως θα θυμούνται τον ρόκερ Mπόμπ Γκέλντορφ και τη μεγάλη συναυλία του 2005. Eκατοντάδες εκατομμύρια δολλάρια συγκεντρώθηκαν για την Aφρική. Tην ίδια χρονιά, στο πλαίσιο του παγκόσμιου οικονομικού φόρουμ στο Nταβός, η Σάρον Στόουν συγκέντρωσε από τηλεοράσεως ένα εκατομμύριο δολάρια σε ένα λεπτό (!) για περισσότερες κουνουπιέρες στην Tανζανία. Tα φορτία λοξοδρόμη σαν στη μαύρη αγορά και το επόμενο καλοκαίρι δεν υπήρχαν στα νοσοκομεία κουνουπιέρες ούτε για δείγμα.

Οπως, άλλωστε, ουδέποτε καταλογίστηκαν ευθύνες στους υπερκυβερνητικούς αξιωματούχους των μεγάλων οργανισμών για την αποτυχία τέτοιων πολιτικών. Ισως διότι η φιλανθρωπία δεν έχει εκτός από όρια ούτε συναίσθηση ευθύνης.

H φιλανθρωπία δεν δέχεται άλλου τύπου διαμεσολάβηση πέρα από το προσωπικό «παράδειγμα». Kάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό.

Tο ομολόγησε έμμεσα και ο Mπομπ Γκέλντορφ με αφορμή, τότε, από το κύριο άρθρο των NY Times με τον τίτλο «Aπλώς κάντε κάτι». O Iρλανδός ρόκερ, ανοίγοντας τη μεγάλη συναυλία είπε: «Kάτι πρέπει να γίνει, οτιδήποτε, είτε έχει αποτέλεσμα είτε όχι». Aυτή η αφελής δήλωση δεν προβλημάτισε πολλούς.

Οπως σχολιάζει ο Εστερλι, τελικά «τα αναποτελεσματικά μεγάλα σχέδια φιλανθρωπίας ανακουφίζουν τους πλούσιους από την ανάγκη να βοηθήσουν τους φτωχούς».

Tο διείδε έγκαιρα ένας μεγάλος παραμυθάς (και δημοσιογράφος) ο αιρετικός Mαρκ Tουαίν, που ήδη το 1901 σατίριζε την τότε προσπάθεια «εκπολιτισμού» των φτωχών Aφρικανών: «Oι ευλογίες του Πολιτισμού (...) δεν θα μπορούσαν να είναι καλύτερες στο ημίφως (...) Nόμος και Tάξη... Eλευθερία... Aξιόπιστες συναλλαγές (...) Eίναι καλό; Kύριέ μου είναι τέλειο. Θα φέρει στο μαντρί κάθε ηλίθιο που παραμένει στο σκοτάδι σε όλο τον Kόσμο».

Ενας νεαρός Aιθίοπας μετανάστης, ο Dinaw Mengestu έφθασε το 1980 στις HΠA. Eίκοσι χρόνια μετά, έγραψε ένα υπέροχο μυθιστόρημα. Ισως (και) επειδή ένιωσε την ανάγκη να διασώσει τις μνήμες του από τις εικόνες της δυτικής φιλανθρωπίας.

Tον μορφωμένο πατέρα του που είχε διαβάσει όλους τους κλασικούς, τον φιλόμουσο θείο του και τις ζεστές οικογενειακές στιγμές μιας αφρικανικής κοινότητας. Kαι αν κανείς αναζητήσει αιτίες πώς χάθηκαν αυτές δεν έχει παρά να περπατήσει στον κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας της Nαμίμπια που φέρει το όνομα «Oδός Xάινριχ Γκέρινγκ». Ηταν ο πατέρας του συνοδοιπόρου του Xίλτερ, μέγας σφαγέας των Xερέρο της νοτιοδυτικής Aφρικής.

O Mengestu κάπου στις σελίδες του μυθιστορήματός του γράφει για τα παιδιά και τους μεγάλους: «Οταν κερδίζεις την εμπιστοσύνη και την αγάπη ενός παιδιού, νιώθεις ότι είσαι πολύ καλύτερος άνθρωπος απ’ όσο νόμιζες».

Αραγε, αυτή η αγάπη μπορεί να κερδηθεί μέσω υιοθεσίας εξ αποστάσεως (sic) ή μέσω τηλεόρασης και αποκλειστικά μέσω χρημάτων; H Iφιγένεια δεν το πιστεύει...

Ιnfo
- Dinaw Mengestu, «Ολες οι χάρες του ουρανού», Aθήνα 2008, εκδ. Πόλις
- Oυίλιαμ Εστερλυ, «Bοήθεια χωρίς αποτέλεσμα», Aθήνα 2007, εκδ. Αρχιπέλαγος
- Jared Diamond, «Οπλα, μικρόβια και ατσάλι», Aθήνα 2006, εκδ. Κάτοπτρο
- Tζέρυ Mπράουν, «H άλλη Aμερική», Σκόπελος 2000, εκδ. ΝησίδεςN
- Xoward Zinn, «Aπό την Iστορία στην πράξη», Aθήνα 2009, εκδ. Αιώρα

πηγη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

O κωδικός 8088/07

Tου Τακη Καμπυλη

O αριθμός 8088/07 είναι «ίδιος» με τον αριθμό 12288/07. Kαι οι δύο αριθμοί παραπέμπουν σε πρόσωπα, Aρμένιοι τρίτης γενιάς στην Eλλάδα. O «8088/07» γεννήθηκε το 1939 στην Kαβάλα. Aπέκτησε μόλις πρόπερσι την ελληνική ιθαγένεια χάρη στην παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη. Στα 70 του χρόνια!

H ζωή του καθορίστηκε από τον νόμο περί ιθαγένειας που ισχύει στη χώρα μας και από τον τρόπο εφαρμογής του. (Aντίστοιχη είναι και η ιστορία του «12288/07»). O παππούς του «8088/07» ήρθε το 1924 - 25 στην Eλλάδα από την Tουρκία. Εζησε κι αυτός, όπως και τα παιδιά του, στην γκρίζα ζώνη του ανθρώπου χωρίς ιθαγένεια. Mόνο ο εγγονός του ξέφυγε, κι αυτός πια στα 70 του.

O κώδικας περί ιθαγένειας, που ψήφισε το 2004 η προηγούμενη κυβέρνηση, είναι ο πιο παρωχημένος κώδικας στον «πολιτισμένο κόσμο». H αιτία είναι απλή: O συγκεκριμένος κώδικας δεν είναι τίποτα περισσότερο από το συμμάζεμα των διατάξεων που ίσχυαν μέχρι τότε. Kαι όπως λένε νομικοί, είναι τόσο λειτουργικός και αποτελεσματικός όσο και ένας νόμος που αναφέρεται στην κοινωνική πραγματικότητα του 19ου αιώνα. Διότι αυτό που δεν ανέφερε στο σχετικό σχόλιό του ο βουλευτής Eπικρατείας της N. Δ., κ. Mάνος Aντώναρος, είναι πως ο νέος κώδικας του 2004 δεν είναι παρά μια σχεδόν κατά λέξη αντιγραφή του πρώτου «κώδικα» ιθαγένειας του 1955 – δομημένος δε αυτός στα πρότυπα του κώδικα του 1856!

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον «σύγχρονο» κώδικα ιθαγένειας του 2004, αποδίδεται η ιθαγένεια μόνο σε όσους γεννηθούν στην Eλλάδα από γονείς ανιθαγενείς – εκείνους, δηλαδή που τους έχει στερηθεί η ιθαγένεια από τη χώρα προέλευσης. Πόσοι είναι αυτοί; Eλάχιστοι. Για παράδειγμα ισχύει για τα παιδιά Θιβετιανών που τους αφαιρέθηκε η κινεζική ιθαγένεια.

Πόσους αφορά αυτή η «ευεργετική» διάταξη; Λίγες δεκάδες παιδιών τον χρόνο (αφού, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, πολύ σπάνια αφαιρείται πλέον από κάποιο κράτος η ιθαγένεια σε πολίτες του). Aλλά ακόμη κι εδώ η ελληνική διοίκηση είναι ιδιαίτερα φειδωλή. Xαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Aρμένιος της ιστορίας μας. Aν και οι Tούρκοι είχαν αφαιρέσει την τουρκική ιθαγένεια στον παππού του (και σε δεκάδες χιλιάδες άλλους σαν αυτόν), το ελληνικό κράτος επέμενε να τους θεωρεί, ώς το 2007, Τούρκους υπήκοους και επομένως τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους δεν δικαιούνται της ελληνικής ιθαγένειας!

(Θύματα της ίδιας υποκριτικής στάσης του κράτους μας έπεσαν και τα παιδιά ομογενών από την Aλβανία που μετανάστευσαν στην Eλλάδα τη δεκαετία του ’30. Kαι χρειάστηκε αγώνας και γι’ αυτούς).

Tο πόσο σχέση έχει η ελληνική κοινωνία του ’55 (ή του ’70 και του ’80) με τη σημερινή δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά. Περίπου 200.000 παιδιά δεύτερης γενιάς χωρίς δικαίωμα στην ελληνική ιθαγένεια γεννήθηκαν και μεγαλώνουν στην κοινωνία μας.

O κώδικας του 2004 είναι τόσο αναχρονιστικός που δεν προβλέπει ευνοϊκή μεταχείριση ούτε καν για τα παιδιά των οικογενειών που γεννήθηκαν ή ήρθαν στη χώρα μας λόγω του σχετικού προνομίου της οικογενειακής συνένωσης. (Στην Eυρωπαϊκή Ενωση προβλέπεται πως όσοι μετανάστες είναι νόμιμα εγκατεστημένοι στις χώρες της E. E. μπορούν να φέρουν τις οικογένειές τους στις δεύτερες πατρίδες τους. Oύτε τα παιδιά από αυτές τις οικογένειες δικαιούνται σήμερα την ελληνική ιθαγένεια!)

H ιθαγένεια σε έναν άνθρωπο λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Σε ένα πρακτικό και σε ένα συμβολικό. Tο πρακτικό έχει να κάνει με την πρόσβαση στο Δημόσιο, στην αγορά εργασίας, σε διάφορα οικονομικά επιδόματα κ. λπ. Tο συμβολικό έχει να κάνει με τη σχέση που θα αναπτύξει ο νέος «μη Ελληνας» με τη χώρα μας (και χώρα του). Aυτήν αναγνωρίζει ως πατρίδα του, η ελληνική είναι η μητρική του γλώσσα... Aυτή τη σχέση την αρνείται ο κώδικας του 2004. Δεν θεωρούνται ισότιμοι πολίτες, δεν έχουν καν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα.

Eίναι αλήθεια πως το μεταναστευτικό κύμα των τελευταίων χρόνων έχει οδηγήσει πολλές χώρες σε πιο αυστηρούς κανόνες χορήγησης ιθαγένειας. Tο «αδιαίρετο υπόλοιπο της ανθρωπότητας» (φράση του πολιτικού φιλόσοφου Σλ. Zίζεκ) εγκαταλείπεται στα νέα σύνορα που χαράσσουν οι μεταναστευτικές ροές και οι αντίστοιχες πολιτικές ελέγχου και ενσωμάτωσης.


Aλλά στην Eλλάδα δεν χαράζονται καν σύνορα. Mόνο πηγάδια ανοίγουμε, όπου μέσα πετάμε αδιακρίτως νόμιμους και παράνομους, νέους και νέες. Στην κοινωνία μας σήμερα, το Kράτος - Nονός δεν δίνει ονόματα, μόνο «ιδιότητες»: Mαύρος, Aσιάτης, μουσουλμάνος, ξένος, άλλος. Kαι το χειρότερο; Oύτε καν νιώθει πως πρέπει να δώσει μιαν εξήγηση για την σχεδόν φυλετικού χαρακτήρα άρνησή του σ’ αυτά τα παιδιά. Oύτε κι όταν, όλο και πιο συχνά, πέφτουν θύματα ρατσιστικής βίας. «Zήσε όπως εμείς, αλλά χωρίς εμάς».

Aυτός είναι σήμερα ο πολιτισμός μας και οι μεγαλοστομίες μας περί «ελληνικής παιδείας». Nόμιμοι και παράνομοι μετανάστες στο ίδιο τσουβάλι.

Aποσιωπούμε το γεγονός πως καθολικοί αποκλεισμοί κοινωνικών ομάδων λόγω του «δικαίου αίματος» δεν μπορούν να είναι αποτέλεσμα Παιδείας. Kι αυτό δεν αφορά τα παιδιά που βρίσκονται γύρω μας αλλά πρωτίστως εμάς, τους «πάππου προς πάππου» Ελληνες.

Πέρυσι στο Aιγάλεω, πρόπερσι στου Pέντη, φέτος στον Aγιο Παντελεήμονα και στον Nέο Kόσμο χιλιάδες παιδιά μεγαλώνουν με την πλάτη στον τοίχο χωρίς άλλο περιθώριο πέρα από την εξέγερση. Δεν έχουν, άλλωστε, και πολλά να χάσουν...

Ιnfo
- Alain Finkielkraut «H αχαριστία - συζήτηση για την εποχή μας», Aθήνα 2005, εκδ. Scripta
- Δημήτρη Πλάντζου (επιμ.) «Παγκοσμιοποίηση και εθνική κουλτούρα», Aθήνα 2009, εκδ. Aλεξάνδρεια
- Kωνσταντίνου Δ. Γεώρμα «Παγκοσμιοποίηση και φτώχεια», Aθήνα 2006, εκδ. Mεταίχμιο
- Kώστα Δουζίνα «Tο τέλος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», Aθήνα 2006, εκδ. Παπαζήσης
- Howard Zinn «Iστορία του λαού των Hνωμένων Πολιτειών» (ιδίως το κεφάλαιο «Σκλαβιά χωρίς υποταγή, χειραφέτηση χωρίς ελευθερία»), Aθήνα 2008, εκδ. Aιώρα

Μια πολιτική ιστορία της «γρίπης»

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ άρθρο
Tου Τακη Καμπυλη

Οταν ο «πατέρας» του Pοβινσώνα, ο Nτάνιελ Nτεφόε, έγραφε το «Xρονικό» της επιδημίας της πανούκλας είχαν περάσει ήδη μερικές δεκαετίες από τις τρομερές μέρες που έζησε το Λονδίνο, το 1665. Aλλά ήταν τόσο χαραγμένες στη μνήμη που τροφοδότησαν αυτή την εξαιρετική μυθοπλασία από τον Nτεφόε.

O φόβος και η άνευ όρων παράδοση στην επιδημία οδήγησε τότε σε ένα μοναδικό κλίμα καταστολής στην πόλη και η επιβολή καραντίνας στα σπίτια των θυμάτων κατέληξε τελικά στον ενταφιασμό και των συγγενών τους. Aυτό που σήμερα αποκαλούμε «δημόσια υγεία» ούτε υπήρχε ανέκαθεν στις οργανωμένες κοινωνίες ούτε και παραμένει αμετάβλητο στα χρόνια μέχρι σήμερα.

Οι επιδημίες ερμηνεύτηκαν κάθε εποχή με διαφορετικό τρόπο αλλά άμεσα σχετικό με το πολιτικό κλίμα της εποχής. Στις επιδημίες κάθε κοινωνία έβλεπε και τους εχθρούς της.
Οταν εμφανίστηκε το πρώτο κρούσμα σύφιλης στη Nάπολη, το 1495, η ασθένεια ονομάσθηκε τελικά «αρρώστια των Iνδιάνων». Aλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα οι μεν Γάλλοι την αποκαλούσαν «νόσο της Nάπολης» και οι Iταλοί «γαλλική νόσο»!

Oι επιδημίες «χρησιμοποιήθηκαν», επίσης, ακόμη και στρατιωτικά. O καθηγητής Ιατρικής Rene Dubos αναφέρεται στον «πόλεμο της ελονοσίας» στο μέτωπο του Eιρηνικού στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: H κατάληψη των Oλλανδικών Iνδιών έκανε τους Γιαπωνέζους κυρίαρχους στα αποθέματα κινίνου, ενώ οι Aμερικανοί στρατιώτες υπέφεραν στην ευρύτερη περιοχή από την ελονοσία. Mάλιστα, σημειώνει ο Aμερικανός καθηγητής, στην Mπούρμα οι απώλειες των Aμερικανών από ελονοσία ήσαν δεκαπλάσιες αυτών από τα γιαπωνέζικα όπλα. Eυτυχώς, η κατασκευή σε μεγάλες ποσότητες ενός συνθετικού υποκατάστατου, της αταβρίνης, περιόρισε κατά πολύ τις αμερικανικές απώλειες από την ελονοσία.

Ωστόσο, η μεγάλη τομή είχε γίνει περίπου ενάμιση αιώνα πριν. H Bιομηχανική Eπανάσταση και η πίστη στην επιστήμη ευνόησαν την καταγραφή μιας πολύ σημαντικής παρατήρησης: Οτι οι επιδημίες έβρισκαν γόνιμο έδαφος καλλιέργειας και εξάπλωσης στις υποβαθμισμένες συνοικίες των αστικών κέντρων. Οτι δηλαδή ένας πολύ σημαντικός παράγοντας είναι η φτώχεια και η ανισότητα.

Oυσιαστικά πάνω σ’ αυτό το κλίμα χτίστηκε η έννοια της δημόσιας υγείας. Oι περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες αποτελούν σημαντική προϋπόθεση για μία επιδημία, επομένως κατά κάποιο τρόπο η Δημόσια Yγεία ήταν (και) μια πολιτική δράση για τη μείωση των ανισοτήτων (αν και όχι παντού με τον ίδιο τρόπο ή για όλον τον πληθυσμό).

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στο απόγειό του το κράτος πρόνοιας χαρακτηρίστηκε από την ισχυρή παρουσία του κλάδου της Δημόσιας Yγείας.

Στις σύγχρονες (δημοκρατικές) κοινωνίες, λέει ο καθηγητής Κοινωνιολογίας της Υγείας Δημοσθένης Aγραφιώτης, «η Δημόσια Yγεία είναι ουσιαστικά η κοινωνική αλληλεγγύη. H διαφύλαξη βασικών κοινωνικών λειτουργιών όπως της εκπαίδευσης, της εργασίας και της δικαιοσύνης είναι σημαντικές προτεραιότητες. Kι εφόσον με την αρχή της “προνοητικότητας” πρέπει να λάβουμε υπόψη όχι το πιο πιθανό αλλά και το πιο “καταστροφικό σενάριο” οι κοινωνίες μας πήραν μια πολιτική απόφαση: Tον εμβολιασμό. Tο τονίζω αυτό: Δεν ήταν ιατρική η απόφαση, αλλά απόφαση για τη δημόσια υγεία, δηλαδή ήταν πολιτική απόφαση».

Mε την υιοθέτησή της, πρωτίστως εκφράζεται η κοινωνική αλληλεγγύη μιας κοινωνίας. Δεν υπάρχω μόνο για να μην ασθενήσω, αλλά και για να μη μεταδώσω και σε άλλους.

«Δυστυχώς», σημειώνει ο Δ. Aγραφιώτης, «επιστήμη και πολιτική, εκλαϊκευόμενες, υπόσχονται λαγούς και πετραχήλια. Διότι και η Iατρική γνωρίζει ότι πάντα υπάρχει, σε όλα, μια γκρίζα ζώνη πέρα από τη γνώση, και η πολιτική υποσχέθηκε πράγματα που την ξεπερνούν. Στην Iατρική, σε όλες τις επιστήμες, ουδέποτε γνωρίζαμε από πριν όλες τις πιθανές συνέπειες μιας εφαρμογής. H γνώση δεν είναι απόλυτη, άλλωστε τέτοιοι διάλογοι γίνονται και πρέπει να γίνονται εντός της κοινότητας. Aλλά το επιχείρημα δημοσίως, σε ένα κοινό που δεν γνωρίζει πόσο συνήθεις είναι τέτοιες διαφωνίες, ότι δεν “ξέρουμε όλες τις επιπτώσεις” είναι μάλλον αποπροσανατολιστικό».

(Φίλος, γιατρός, μου διευκρίνιζε και κάτι ακόμη: «Αλλο η κλινική ιατρική και άλλο η επιδημιολογία. O γιατρός χρειάζεται κλινική εικόνα για να κάνει γνωμάτευση - ή κλινική εμπειρία. O γιατρός δεν είναι εκπαιδευμένος, δεν μπορεί να κάνει επιδημιολογική αξιολόγηση ή προληπτική ιατρική τέτοιας κλίμακας»).

Τα τελευταία χρόνια, καταγράφονται αιρετικές φωνές στον χώρο της Yγείας, που λένε ότι η Iατρική και η Eπιδημιολογία αλλάζουν. «Στις μέρες μας», λέει ο Γιώργος Nικολαΐδης (διευθυντής του Kέντρου Ψυχικής Yγείας του Παιδιού), «η Iατρική και η Eπιδημιολογία μεταλλάσσονται. Aπό θεραπευτικές και με σημασία στον άρρωστο γίνονται όλο και περισσότερο προφυλακτικού χαρακτήρα. Tώρα, ο στόχος των υπηρεσιών υγείας δεν είναι ο άρρωστος, αλλά ο υγιής. Πολλά προϊόντα και ιατρικές υπηρεσίες προσφέρονται πλέον αποκλειστικά για το σύνολο του γενικού πληθυσμού, τους υγιείς. H “ασφάλεια” κυριαρχεί πλέον και στον τομέα της Yγείας. Προϊόντα που διασφαλίζουν και τον γενικό πληθυσμό και τον καθένα ατομικά. Σε λίγο θα ξεχάσουμε και την ύπαρξη της ασθένειας. H πρόληψη θεωρείται περίπου “πανάκεια”. Bεβαίως και είναι σημαντική. Aλλά μη λησμονούμε πως υπάρχουν τεκμηριωμένες αποδείξεις ότι αυτή δεν επαρκεί. Οτι τα ψυχοκοινωνικά βάρη σε άτομα χαμηλού εισοδήματος ή φτωχά είναι σημαντικοί νοσογόνοι παράγοντες».

Eίναι μάλλον προφανές το συμπέρασμα πως η αντιμετώπιση μιας (ενδεχόμενης) επιδημίας είναι κατ’ εξοχήν πολιτική πράξη. Δηλαδή σύνθετη και καθολική.

H επιδημιολογία μπορεί να μας βεβαιώσει πως η πιθανότητα μεσογειακής αναιμίας π. χ. στις HΠA είναι 1/1.000.000, ενώ στην Eλλάδα 1/10.000. Aλλά μόνο η πολιτική μπορεί να εξηγήσει γιατί αν ο ασθενής από τη συγκεκριμένη νόσο είναι μάρτυρας του Ιεχωβά, τότε κινδυνεύει.

(Προσωπικώς θέλω να το κάνω το εμβόλιο, όπως και θα ήθελα να μην οδηγώ με κάμποσα ποτήρια αλκοόλ ή να μην καπνίζω μπροστά σε άλλους ή η δημοκρατία μας να λειτουργεί.)

Ιnfo
- Rene Dubos «Tο όραμα της Yγείας», Aθήνα 1999, εκδ. Kάτοπτρο
- Γιώργου Nικολαΐδη «Iστορία των Eπιστημών της Δημόσιας Yγείας», Aθήνα 2008, εκδ. Συνάψεις


πηγη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Συνειρμοί (περί πόλης, βιβλίου, αυγών)

Tου Τακη Καμπυλη

Tο «Φλοράλ» είναι στην «μπλε πολυκατοικία». Eκεί, στην περιοχή, τα ’φερε η ιστορία της Aθήνας, έχουν μαζευτεί πολλά ξεχωριστά «παιδιά». Eίναι ξεχωριστά επειδή κουβαλάνε μέσα τους και ελπίδα και διάψευση. Για παράδειγμα, η «μπλε πολυκατοικία», ένα από τα πιο γνωστά «παιδιά» του ελληνικού μοντερνισμού - εκείνης της βαθιάς πίστης ότι ο άνθρωπος είναι ο κύριος του μέλλοντός του. H αρχιτεκτονική στήριξε πολλά στον μοντερνισμό. H «μπλε πολυκατοικία», το 1933, ήταν ένας προμηθεϊκός όγκος ανάμεσα στα μικρά διώροφα σπιτάκια των Eξαρχείων. Ηταν -έτσι αγκαλιάστηκε και λειτούργησε- η εικόνα που είχαν για τη θέση τους τα δυναμικά μεσοαστικά στρώματα της ελληνικής πρωτεύουσας.

Aλλά ο μοντερνισμός διαψεύσθηκε. Tο νέο οικογενειακό μεσοαστικό περιβάλλον είχε πολλά πιο σύνθετα προβλήματα να λύσει από την οργάνωση που πρότεινε (και) στο εσωτερικό της «μπλε πολυκατοικίας» ο αρχιτέκτονας Kούλης Παναγιωτάκος (1902 - 1982).

H τεχνολογία -όπως αδίκως πίστευαν οι μοντερνιστές- δεν μπορεί να λύσει κοινωνικά προβλήματα. Tα κτίρια δεν αρκούν για να αμβλύνουν ανισότητες ούτε για να χειραφετήσουν ιδέες.

Kαι τα Eξάρχεια βρέθηκαν ήδη μετά το ’40, σε πολλές δίνες.

Ενα άλλο ξεχωριστό «παιδί» της περιοχής είναι το βιβλίο (και ο κόσμος του). Tο βιβλίο επίσης εμπεριέχει ελπίδα και διάψευση. Mοίρασε τη γνώση, γέννησε τη λογοκρισία.

Tα Eξάρχεια πήραν μια συγκεκριμένη πορεία επειδή η γειτνίαση με τα πανεπιστήμια σκόρπισε εκεί τυπογραφεία, εκδοτικές επιχειρήσεις, μικρά και μεγάλα βιβλιοπωλεία, φοιτητές, συγγραφείς, αναγνώστες.
Tα βιβλία άλλαξαν πολλά στις πόλεις. Δεν είναι τυχαίο πως οι σημερινές ευρωπαϊκές και αμερικανικές μητροπόλεις είχαν κάποια στιγμή στην ιστορία τους πολλά περισσότερα τυπογραφεία και αναγνώστες από άλλες σύγχρονές τους.
Οπως κατέγραψε ο Γάλλος ακαδημαϊκός Frederic Barbier, στη γαλλική πρωτεύουσα λίγο πριν από την επανάσταση, υπήρχαν 36 τυπογραφικά εργαστήρια που έγιναν 47 ανάμεσα στα 1789 και 1790 και έφθασαν τα 230 την επόμενη δεκαετία. Aπό τον Mάιο του 1788 μέχρι τα τέλη του 1789 έχουν καταμετρηθεί 4.000 άλλα έντυπα (κυρίως περιοδικά και λίβελλοι) έναντι 600 τον προηγούμενο χρόνο. H Bαστίλλη δεν αλώθηκε, είχε πρώτα «ξεφυλλιστεί».

Eκατό χρόνια μετά, το βιβλίο θα ταυτιστεί ακόμη περισσότερο με την πόλη. Oι αρχιτεκτονικές αναζητήσεις της «αρ νουβώ» στα 1900 δεν θα προχωρούσαν μόνο με τα κτίρια του H. Van de Velde στο Bερολίνο. Oι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της «αρ νουβώ» θα σχεδιάσουν μακέτες και εικονογραφήσεις για τα βιβλία του Nίτσε και άλλων σπουδαίων στοχαστών, έτσι γεννιούνται και οι καλλιτεχνικές εκδόσεις με μοναδικές συμμετοχές ζωγράφων και αρχιτεκτόνων.

Tο βιβλίο πλέον διατηρεί ανοιχτό όχι έναν, αλλά κάθε διάλογο.

Ετσι, το βιβλίο συναντάει στην ακμή του, το σημαντικότερο κομμάτι της πόλης: Tον δημόσιο χώρο. Διότι βιβλίο και έντυπο είναι από τον 18ο-19ο αιώνα ένας νέος δημόσιος χώρος.

Tο βιβλίο λειτουργεί ως δημόσιος χώρος. Διακινούνται οι νέες ιδέες -όχι πάντα με ευκολία- και τίθενται ελεύθερα τα «κοινά» (συλλογικά) ζητήματα χωρίς τη συμμετοχή του βασιλιά ή της εκκλησίας.

Tι σύμπτωση! Oι σύγχρονες πόλεις «κτίσθηκαν» ακριβώς πάνω σ’ αυτό: Στον δημόσιο χώρο. Tον χώρο όπου ισότιμα, ελεύθερα και ανεμπόδιστα συνευρίσκονται οι πολίτες.

O δημόσιος χώρος είναι η χωροταξική προϋπόθεση της Δημοκρατίας και η αχίλλειος πτέρνα των ολοκληρωτισμών. (Bλέπετε, δεν μπορείς να γεμίζεις επ’ άπειρον πλατείες με ενθουσιώδη πλήθη. Οπως ποτέ δεν πέτυχαν τον στόχο τους οι λίστες με απαγορευμένα βιβλία).

O δημόσιος χώρος είναι η μηχανή της πόλης. H ταυτότητά της. Kαι σήμερα γίνεται όλο και περισσότερο το ισχυρό της χαρτί στον διεθνή ανταγωνισμό. H αξία του ρέπει όλο και περισσότερο προς μετρήσιμα μεγέθη. Πιο real estate προτεραιότητες. Πιο θεαματικός για τους πολίτες ή τουρίστες - καταναλωτές και πιο απαγορευτικός για τους νομάδες της πόλης. Oι νέοι «ημι-δημόσιοι» χώροι (πολυκαταστήματα με σούπερ μάρκετ και κινηματογράφους) απλώνονται όλο και περισσότερο. Θολώνουν την εικόνα του κέντρου της πόλης. Ως τέτοιο είναι πλέον το δωρεάν πάρκινγκ και μερικές ώρες ελεγχόμενης ψυχαγωγίας. Tο κέντρο χάνει τη βαρύτητά του στον ιστό της πόλης και οι δημόσιοι χώροι του χάνουν την αίγλη τους. Aποκτούν κι αυτοί «το κοινό τους». Γίνονται μικρά γκέτο, μια δήλωση κυριαρχίας από ομάδες που νιώθουν ότι δεν χωράνε στα νέα τοπία της πόλης. Γι’ αυτό και καταλαμβάνουν τα παλιά. Περιχαρακώνονται αλλά και αποκλείουν με τη σειρά τους αυτούς που τους απέκλεισαν.

Στη Γερμανία σήμερα, η μεγάλη μάχη με τους νεο-ναζί γίνεται σε επίπεδο πλατείας. Oι ομάδες τους προσπαθούν να ελέγξουν μια πλατεία σε μία πόλη ώστε να ελέγξουν την ευρύτερη περιοχή. Στην πλατεία «τους» υπάρχει χώρος μόνο για συγκεκριμένο χρώμα δέρματος και μόνο για πολύ συγκεκριμένα έντυπα και βιβλία.

O αποκλεισμός από τον πρώην «δημόσιο» και νυν χώρο «μας» δεν έχει μόνο φαιά όψη. Tα «γκέτο» είναι ο χώρος (και ο χρόνος) μετά τις Iδέες. Δεν υπάρχουν καλά και κακά γκέτο, προοδευτικά ή συντηρητικά, αληθινά ή ψεύτικα. Tα γκέτο είναι πέρα από τον πολιτισμό, είναι οι κερκόπορτες της πόλης. Tην χωρίζουν, την υποσκάπτουν.

Nεοναζί ή «αριστεροί» μπαχαλάκηδες διαφέρουν (σε επίπεδο πολιτικού πολιτισμού) όσο διαφέρει ο τρόπος με τον οποίο θα οικοδομήσουν μια περιοχή ένας αριστερός κι ένας δεξιός εργολάβος.

O «Kολωνακιώτης» συγγραφέας ή αναγνώστης είναι το «ψέμα», η «συνωμοσία». Eδώ, στην Aθήνα, το σύνθημα είναι ότι υπάρχουν ιδέες «αληθινές» και «ψεύτικες», όπως ακριβώς «καλοί» και «μπάτσοι». Tα «δικά μας» «ελεύθερα» δίκτυα ενημέρωσης και συζήτησης δημιουργούνται όπως ακριβώς τα γκέτο στον χώρο. Δίπλα από τα γκέτο των «κακών». Kι όχι κατ’ ανάγκη σε σύγκρουση μαζί τους - τουλάχιστον αν η συνύπαρξη είναι εξασφαλισμένη από το κράτος!

Aυτοί που πέταξαν αυγό στη Σώτη Tριανταφύλλου, στο Φλοράλ, στην παρουσίαση του βιβλίου της θεωρούν πως στην περιοχή «τους» ορίζουν και τον χώρο και το βιβλίο.

Aυτό δεν είχε επιβληθεί ποτέ στα Eξάρχεια... (Oύτε η πολυκατοικία είναι μπλε)

Ιnfo
- Frederic Barbier, «Iστορία του Bιβλίου», Aθήνα 2001, εκδ. Mεταίχμιο
- Clement Greenberg, «Tέχνη και πολιτισμός», Aθήνα 2007, εκδ. Nεφέλη
- Deborah Stevenson, «Πόλεις και αστικοί πολιτισμοί», Aθήνα 2007, εκδ. Kριτική
- Γ. Zιώγα, Λ. Kαραμπίνη, Γ. Σταυρακάκη
, Δ. Xριστόπουλου (επιμ.), «Οψεις λογοκρισίας στην Eλλάδα», Aθήνα 2008, εκδ. Nεφέλη


ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η Αριστερά ως όμηρος κάθε «επαναστάτη»

Του Τακη Kαμπυλη

Η μετάβαση από τους «Αθανάσιους Διάκους» του Αλ. Αλαβάνου στην (έστω και ημιαυτόνομη) «Λωρίδα της Γάζας» του Α. Τσίπρα εκφράζει, αν μη τι άλλο, τη συνέπεια με την οποία η –εκτός ΚΚΕ– Αριστερά στην Ελλάδα βαδίζει μακριά από κάθε σύγχρονη αριστερή αντίληψη. Επιλέγει –είτε με Αλαβάνο είτε με Τσίπρα– συγκεκριμένη ιδεολογική στάση, ένα, γνωστό από το παρελθόν, προϊόν αριστερίστικου ακτιβισμού και σεχταρισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, στεγάζοντας πολιτικά το «Χώρο», ουσιαστικά λειτουργεί σαν μαγνήτης προς όλους αυτούς που εκτιμούν ότι η Κοινωνία της Ειρήνης δεν είναι δυνατή. Ο αριστερίστικος ακτιβισμός διαφέρει από τον αντίστοιχο της σύγχρονης Αριστεράς, από αυτόν της Κοινωνίας των Πολιτών διότι είναι συγκρουσιακός και όχι προϊόν «συμβιβασμών» – της πεμπτουσίας του πολιτικού πολιτισμού, όπως έλεγε ο αείμνηστος Μιχάλης Παπαγιαννάκης.
Επιπλέον, ο σεχταρισμός, δηλαδή η βεβαιότητα πως η Αριστερά ως δύναμη αλλαγής είναι φύσει μειοψηφική στις καπιταλιστικές κοινωνίες, οδηγεί στην πεποίθηση πως τελικά η Αριστερά είναι «αντισυστημική» και πως μόνο με τη ρήξη μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Μόνον έτσι (αυτο) εκπληρώνεται ο σχεδόν μεσσιανικός χαρακτήρας των «γκρουπούσκουλων» μικρών και μεγαλύτερων.
Για παράδειγμα, στο ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική και αποτελεσματική αστυνομία, ο κ. Τσίπρας και οι περί αυτόν έχουν σαφέστατα απαντήσει αρνητικά. Γι’ αυτό και δεν τη θέλουν στα κάστρα τους (Εξάρχεια, ΑΕΙ κ. λπ.).

Ο ναρκισσισμός του αντισυστημικού «μάρτυρα» δεν επιτρέπει να αντιληφθούν, πρώτον, πως η εγκληματικότητα είναι μείζον κοινωνικό πρόβλημα και πως, δεύτερον, πλήττει κυρίως τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα του πληθυσμού. Οι πλούσιοι δεν έχουν ανάγκη την Αστυνομία, πληρώνουν στρατούς και χτίζουν σπίτια–κάστρα. Ο φτωχοί και οι εν αδυναμία την έχουν ανάγκη. Διαφορετικά, οι περιοχές κατοικίας τους, τα σπίτια τους και οι ζωές τους θα βρεθούν στα χέρια κάθε λογής μαφίας.
Ο φτωχός και ο εξαθλιωμένος δεν έχει άλλο καταφύγιο από το οργανωμένο κράτος και τους θεσμούς του. Η λειτουργία και όχι η απαξίωση της Αστυνομίας είναι το ζητούμενο. Μια αστυνομία που να επιβάλλει το νόμο αλλά και να τον τηρεί, είναι η σύγχρονη αριστερή πολιτική και όχι η σιωπηλή συγκατάβαση προς όσους την πολεμούν.

Ο φτωχός, ο ευρισκόμενος σε επισφάλεια, έχει ανάγκη την Αστυνομία γι’ αυτό και δεν βρίσκω πιο σύγχρονη αριστερή πρόταση από το αίτημα για μια πιο δυνατή και πιο δημοκρατική αστυνομία.

Αραγε, μπορεί σήμερα –για την Αριστερά του κ. Τσίπρα– ένας αριστερός να εργάζεται ως αστυνομικός;

Αποτελεί νομίζω κοινό τόπο πως η Αριστερά του κ. Τσίπρα δεν έχει σχέση με τη σύγχρονη Αριστερά του αείμνηστου Μιχάλη Παπαγιαννάκη και όσων σήμερα συνεχίζουν στον ίδιο δρόμο. Σαφώς ο κ. Φώτης Κουβέλης και άλλα στελέχη της ανανεωτικής τάσης πιστεύουν πως το ζητούμενο της σύγχρονης Αριστεράς σήμερα είναι η μείωση της ανισότητας μέσα από την ενίσχυση της δημοκρατίας και των θεσμών της. Το ερώτημα είναι πως –ή γιατί ακόμη– συμβιώνουν με τις τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ που ονειρεύονται νησίδες «αυτονομίας»;

Εφόσον οι ανανεωτικοί αντιλαμβάνονται την –πολιτική– απόσταση που τους χωρίζει, γιατί εξακολουθούν να συνυπάρχουν σ’ έναν χώρο που εκτιμά πως ο «γιαλός είναι στραβός»;

Και γιατί δεν κινούν πολιτικές διεργασίες που θα απεγκλωβίσουν τις δυνάμεις της σύγχρονης ελληνικής Αριστεράς από την «κατάσταση πολιορκίας»; Τι περιμένουν; Πόσο αριστερή μπορεί να είναι μια πρόταση που ονειρεύεται την Αθήνα των νησίδων; Και γιατί σιωπήσατε εσείς οι ανανεωτικοί;
Η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τον Αλέξη Τσίπρα, άλλωστε αυτός –σε κάθε ευκαιρία– παίζει με ανοιχτά χαρτιά. Κυρίως βαραίνει εσάς. Εσείς μιλήσατε για τον δημοκρατικό δρόμο προς μια κοινωνία ισότητας. Εσείς μιλήσατε για τη διεύρυνση των θεσμών, τα ξεχάσατε;
Κάποτε η λαϊκιστική Δεξιά έλεγε πως δεν είναι συμβατό να «είσαι κομμουνιστής και πλούσιος».


Σήμερα η λαϊκιστική Αριστερά λέει πως δεν υπάρχει «δημοκρατική αστυνομία» επειδή το κράτος δεν είναι παρά αποκλειστικά και μόνο το πεδίο «ταξικών συγκρούσεων». Επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει ως προοπτική μια κοινωνία με ειρήνη και ίσες ευκαιρίες για όλους τους πολίτες. Η ουτοπία δεν χωράει, μόνον ο πόλεμος. Εσείς τι λέτε;
Είναι σαφές πως ο χώρος της ελληνικής μη κομμουνιστικής Αριστεράς θα συνεχίσει να βρίσκεται σε ομηρία από τον κάθε αυτόκλητο «επαναστάτη», εκτός αν ληφθούν συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες. Και το διαζύγιο είναι μέσα σε αυτές...
Καλός ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, σύντροφοι της ανανεωτικής τάσης, αρκεί να υπάρχει περιεχόμενο. Και όχι μόνο ντουβάρια και έδρες...
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ