"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΛΥΒΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΛΥΒΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Μονοσύλλαβοι σαμποτέρ

 

Γράφει ο Στάθης Ν. Καλύβας

Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Οταν στην Ελλάδα του 2014 βλέπαμε την κρίση να εισέρχεται σε μια νέα και αβέβαιη φάση, η Γερμανία βίωνε στιγμές απέραντης οικονομικής ευδαιμονίας. Την ίδια ακριβώς χρονιά, η Ρωσία εισέβαλλε στην Κριμαία και επιχειρούσε να αποσπάσει βίαια την ανατολική Ουκρανία.

Εντεκα χρόνια μετά, η Γερμανία βρίσκεται στο μάτι ενός πρωτοφανούς πολιτικού και οικονομικού κυκλώνα.

Οταν στο μέλλον γραφτεί η ιστορία του τέλους του μεταπολεμικού κόσμου, η έναρξή του ίσως τοποθετηθεί το 2014.

Η μεταπολεμική Ευρώπη οικοδομήθηκε πάνω στη γενναιόδωρη στήριξη των ΗΠΑ, όταν πολύ σοφά αποφάσισαν να μην επαναλάβουν το τραγικό σφάλμα της συνθήκης των Βερσαλλιών, που έριξε τη Γερμανία στην αγκαλιά του Χίτλερ. Η Ευρώπη ανοικοδομήθηκε και γνώρισε ασύλληπτους ρυθμούς ανάπτυξης, όπως και η Ελλάδα. Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις δυτικές κοινωνίες απόλαυσαν ειρήνη και όλο και περισσότερη ελευθερία. Η πρόοδος έμοιαζε ασταμάτητη. Ολα αυτά στηρίχθηκαν στη μεταπολεμική πολιτική αρχιτεκτονική, που μπορεί μεν να μη συμπεριελάμβανε ένα μεγάλο τμήμα της υφηλίου, αλλά αποδείχθηκε τελικά ωφέλιμη και γι’ αυτό.

Από τη μία, οι χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης κατάφεραν να αποτινάξουν τον σοβιετικό ζυγό το 1989 και από την άλλη, οι χώρες του υπόλοιπου κόσμου, με πρωτοπόρο την Κίνα, βρήκαν τον δρόμο είτε προς μια ανάπτυξη δίχως ελευθερία είτε προς περισσότερη ελευθερία.

Το 1974, η δημοκρατία ήταν ένα πολίτευμα που αφορούσε μια μικρή μειοψηφία κρατών.

Πενήντα χρόνια μετά, σχεδόν, οι μισές χώρες του κόσμου διαθέτουν δημοκρατικό πολίτευμα. Συνολικά, και παρά τα προβλήματα που πάντα υπάρχουν, ο κόσμος δεν γνώρισε ποτέ καλύτερες μέρες από ό,τι την περίοδο 1945-2025.

Χρησιμοποιώ συνειδητά παρελθόντα χρόνο γιατί όλα δείχνουν πως η περίοδος αυτή βαίνει προς το τέλος της. Αυτό όμως που είναι πραγματικά αδιανόητο είναι ο τρόπος: με ξαφνική, αυθόρμητη και μονόπλευρη πρωτοβουλία των Αμερικανών. Ακόμη και όσοι ανησυχούσαν για την επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία δεν ήταν προετοιμασμένοι για κάτι τόσο ακραίο.

Αρχικά με πρόσχημα μια στενή οικονομίστικη λογική, η νέα αμερικανική κυβέρνηση ξεκίνησε το ξήλωμα ολόκληρου του διεθνούς μεταπολεμικού οικοδομήματος, αμφισβητώντας μεταξύ άλλων τον θεμέλιο λίθο της, τη συμμαχία ΗΠΑ και Ευρώπης.

Τα οικονομικά επιχειρήματα που προβάλλονται ακόμη και οφείλονται είτε σε αμηχανία, είτε σε πονηριά, είτε σε ευσεβείς πόθους είναι εντελώς προσχηματικά. Αλλα δείχνουν οι πράξεις. Στην περίπτωση, π.χ., της Ουκρανίας, δεν έχουμε να κάνουμε με «διαπραγματεύσεις» αλλά με απόλυτη ταύτιση με τη Ρωσία του Πούτιν, τόσο στους στόχους όσο και στα λόγια. Οταν ο Τραμπ περιγράφει τον Ζελένσκι ως δικτάτορα και την Ουκρανία ως επιτιθέμενη χώρα δεν διαστρέφει απλώς την αλήθεια αλλά τη διαστρέφει αντιγράφοντας πιστά τον Πούτιν. Είναι σαφές ότι δεν μιλάμε για διαπραγμάτευση αλλά για συνειδητή επιλογή, που μετατρέπει την ήττα της Ρωσίας σε νίκη – ας μην ξεχνάμε πως όχι μόνον απέτυχε να καταλάβει το Κίεβο, αλλά αναγκάστηκε να προσφύγει στη Βόρεια Κορέα μήπως ανακτήσει το χαμένο ρωσικό έδαφος.

Απέναντι στην Ευρώπη, ο Τραμπ δεν πιέζει απλώς τους Ευρωπαίους να αυξήσουν την αμυντική τους δαπάνη, αλλά προωθεί την ανάδειξη ακροδεξιών κυβερνήσεων που θεωρεί ότι θα τον ακολουθούν πιστά. Και οι δύο μονοσύλλαβοι συνεργάτες του, Βανς και Μασκ, στηρίζουν ανοιχτά και ανενδοίαστα τους επιγόνους του ναζισμού – και πού; Στη Γερμανία!

Συνολικά μιλάμε για απεμπόληση των πιο βασικών δογμάτων της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.

Δεν πρόκειται για απλή στροφή στον απομονωτισμό αλλά για κανονικό σαμποτάζ, αφού ο Τραμπ …

 

ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟ ΕΘΝΟΠΑΤΕΡΟΚΑΤΣΑΠΛΙΑΔΟΠΛΗΚΤΟ ΚΩΛΟΧΑΝΕΙΟ: «Συντηρητική» επανάσταση

 

Γράφει ο Στάθης Ν. Καλύβας

Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της Εδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

 

Χρησιμοποιώ τακτικά το μετρό από τότε που πρωτολειτούργησε και όπως ο περισσότερος κόσμος διαπιστώνω με μεγάλη λύπη και ανησυχία τη σταδιακή απαξίωση και καταρράκωση του εμβληματικού αυτού μέσου.

Οι μηχανικές υποδομές (ασανσέρ και κυλιόμενες σκάλες) φθείρονται και παθαίνουν όλο και συχνότερες βλάβες, τα δρομολόγια αραιώνουν με αποτέλεσμα τον μεγάλο συνωστισμό σε ώρες αιχμής, τα προβλήματα στους συρμούς με τις χαλασμένες πόρτες, τα βρώμικα καθίσματα και τους βανδαλισμούς πληθαίνουν, η φύλαξη και στελέχωση των σταθμών είναι εμφανέστατα ανεπαρκής και οι χώροι αυτοί που ήταν σχεδόν οι τελευταίοι στην πόλη δίχως μουντζούρες στους τοίχους έχουν αρχίσει να υποκύπτουν αργά αλλά σταθερά στη θλιβερή αυτή συνήθεια.

 ‘Οποτε εγκαλείται, η διοίκηση του μετρό κάνει λόγο για οικονομικά προβλήματα, αλλά όποιος χρησιμοποιεί το μέσο εύκολα διαπιστώνει πόσο εκτεταμένη και πόσο εύκολη παραμένει η λαθρεπιβίβαση και πόσο αδιάφορη για το πρόβλημα αυτό συνεχίζει να είναι η διοίκηση, λες και είναι πολυτέλεια να ασχοληθεί με τα έσοδα που χάνει.

Ολο αυτό συνιστά μια τεράστια αποτυχία γιατί το μετρό δεν ήταν ποτέ ένα απλό μεταφορικό μέσο.

Ηταν μια απόδειξη πως μπορούσαμε ως κράτος και κοινωνία να στοχεύσουμε ψηλότερα και μάλιστα να πιάσουμε τους στόχους αυτούς. Οπως έγραφα πριν από 14 ολόκληρα χρόνια, το μετρό μάς έδειχνε πως «ο συνδυασμός των κατάλληλων κανόνων και της συνεπούς εφαρμογής τους» μπορούσε να πυροδοτήσει έναν ενάρετο κύκλο καλής λειτουργίας του θεσμού και αντίστοιχα καλής συμπεριφοράς των πολιτών. Κατέληγα πως από εμάς εξαρτάται αν θα παρέμενε εξαίρεση ή αν θα γινόταν ο κανόνας.

Φαίνεται όμως πως όχι μόνο δεν κάναμε το μετρό κανόνα μας, αλλά αποδειχθήκαμε ανίκανοι να το διατηρήσουμε στο επίπεδο της εξαίρεσης. Το παράδειγμα των ολυμπιακών έργων, που τα περισσότερα αφέθηκαν να καταρρεύσουν, είναι ίσως το πιο γνωστό, αλλά σε καμία περίπτωση το μόνο. Είναι κάτι που βλέπουμε καθημερινά, σε όλες σχεδόν τις κρατικές υποδομές, από τις πλατείες και τα πεζοδρόμια έως τους δημόσιους οργανισμούς και τα σχολεία. Διαμαρτυρόμαστε τακτικά για την έλλειψη ελεύθερων χώρων, όμως παραμελούμε τους μεγαλύτερους ελεύθερους χώρους που διαθέτουμε. Από το Πάρκο Τρίτση έως τον λόφο του Στρέφη και τον Λυκαβηττό, η μερική ή ολική εγκατάλειψη είναι ο κανόνας.

Γιατί δυσκολευόμαστε τόσο να συντηρήσουμε τα έργα που κατασκευάζουμε;

Παρακολουθώντας στενά τη λειτουργία του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος που συντηρείται υποδειγματικά, γνωρίζω πως το αποτέλεσμα που όλοι απολαμβάνουμε απαιτεί εκτεταμένο σχεδιασμό και έχει σεβαστό οικονομικό κόστος. Επειδή όμως συντηρείται, οι χρήστες του συμπεριφέρονται με τον ανάλογο σεβασμό.

Αντίστροφα, φαίνεται πως η συντήρηση των περισσότερων έργων που κατασκευάζουμε απλά δεν περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό τους.

Και αυτό γιατί ο πειρασμός της αναγγελίας καινούργιων έργων είναι για τους πολιτικούς τόσο μεγάλος όση και η ευκολία αγνόησης του κόστους που απαιτεί η πρόνοια της συντήρησής τους.

Πιο δυσεξήγητη είναι ίσως η απουσία πίεσης και ελέγχου που θα έπρεπε να ασκούν οι πολίτες. Ενδεχομένως έχουμε συνηθίσει την κατάσταση και τη θεωρούμε δεδομένη. Απόδειξη το γεγονός ότι ελάχιστοι καθαρίζουν τις μουντζούρες που βρωμίζουν τις εισόδους των πολυκατοικιών μας.

Δεν ήταν πάντα έτσι: θυμάμαι καλοσυντηρημένες πλατείες και παιδικές χαρές στην παιδική μου ηλικία, φροντισμένες εισόδους πολυκατοικιών έως σχετικά πρόσφατα.

Σήμερα, είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ μια «συντηρητική» επανάσταση. Τώρα που ξεκινάει επιτέλους η λειτουργία του μετρό της Θεσσαλονίκης και που ανακοινώνεται (όχι για πρώτη φορά) η έναρξη της πολύπαθης ανάπλασης του Φαληρικού Ορμου, είναι απαραίτητο να θυμίσουμε στους υπεύθυνους τις ευθύνες τους: κάθε φορά που ανακοινώνουν καινούργια έργα, θα πρέπει…

 

ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟ-"ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΟ"-ΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Στειρότητα και χειραγώγηση

 

Γράφει ο Στάθης Ν. Καλύβας

Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης

 

Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν μια μουσική μεγαλοφυΐα. Πέτυχε κάτι σχεδόν αδιανόητο: μέσα σε τέσσερα μόνο χρόνια (1960-1964), κατάφερε να εφεύρει ένα νέο είδος τραγουδιού, το «έντεχνο» ελληνικό τραγούδι, που απέκτησε τεράστια απήχηση και διάρκεια. Με καταιγιστικό ρυθμό, από τον «Επιτάφιο» στο «Αξιον Εστί», το έργο του μάγεψε τους Ελληνες και συνέβαλε στη διαμόρφωση της σύγχρονης ταυτότητάς μας.

Παράλληλα, υπήρξε ένας συνειδητά στρατευμένος καλλιτέχνης: δεν έκρυψε πως έβλεπε την τέχνη και ως εργαλείο πολιτικής διαμόρφωσης και κινητοποίησης των μαζών. Μέσα από το έργο του έγινε εκφραστής των αιτημάτων της Αριστεράς και συνέβαλε στη μετεμφυλιακή της αναγέννηση.

Αργότερα, με τις διεθνείς περιοδείες του και τη μεγάλη ακτινοβολία που απέκτησε, ενσάρκωσε την αντίσταση εναντίον της χούντας.

Η πολιτική στράτευση υπήρξε κομβικό στοιχείο για τον Θεοδωράκη, αλλά η αξία του έργου του δεν οφείλεται σε αυτήν.

Η στρατευμένη τέχνη είναι σχεδόν πάντα χαμηλής ποιότητας. Δεν υπάρχει χειρότερη δημιουργική συνταγή από την τέχνη που κατασκευάζεται για να κατευθύνει και να προπαγανδίσει.

Η διαχρονικότητα και απήχηση του Θεοδωράκη όχι μόνο δεν οφείλεται στην πολιτική του στράτευση, αλλά το έργο του ανήκει στις ελάχιστες περιπτώσεις που δεν υπονομεύτηκαν από τη στράτευση.

Γιατί λοιπόν να αναδεικνύεται σήμερα κυρίως η πολιτική του πορεία (ή έστω μια εκδοχή της –ας μην ξεχνάμε πως υπήρξε βουλευτής Επικρατείας και υπουργός με τη Ν.Δ.);

Αντιγράφω από το μανιφέστο που συνόδευε πρόσφατη συναυλία-αφιέρωμα στο έργο του, στο Ηρώδειο («Τι είναι για εμάς ο Μίκης;»): «Είναι το ντουφέκι του Βελουχιώτη, η μάντρα της Καισαριανής, το πείσμα της Μάγδας Φύσσα, η Μακρόνησος, ο Ανδρέας στην ταράτσα. Είναι ο αγώνας για καθημερινό μεροκάματο, το δάκρυ της Καρυστιανού, η υψωμένη γροθιά στον ουρανό, η ουρά στο ταμείο ανεργίας, η βάρκα του πρόσφυγα, ο ξεριζωμός του μετανάστη, ο απλήρωτος λογαριασμός, το γαρίφαλο του Μπελογιάννη».

Η σημασία αυτής της παρατήρησης είναι διπλή: πολιτική και πολιτιστική.

Αν ξαναδεί κανείς σήμερα τη συναυλία που οργανώθηκε στο Σύνταγμα μετά την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα για το δημοψήφισμα του 2015, θα αντιληφθεί μια μέθοδο που επανέρχεται: συνεχείς αναφορές στην Αντίσταση, στον Εμφύλιο και στην «ένδοξη ιστορία» της Αριστεράς, αυθαίρετες συνδέσεις του παρελθόντος με το παρόν, έντονα καταγγελτικός λόγος, εχθροπάθεια, προπαγανδιστική ροπή.

Σε μια αντίστοιχη λογική κινήθηκε η πρόσφατη συναυλία για το δυστύχημα των Τεμπών, αφού ορισμένοι καλλιτέχνες επιχείρησαν να εργαλειοποιήσουν πολιτικά ένα κοινωνικό ρεύμα πένθους και διαμαρτυρίας.

Γιατί να αναδεικνύεται σήμερα κυρίως η πολιτική πορεία του Θεοδωράκη ενώ το έργο του ανήκει στις ελάχιστες περιπτώσεις που δεν υπονομεύθηκαν από την πολιτική στράτευσή του;

Η δεύτερη παρατήρηση είναι πολιτιστική και αφορά την πλούσια και γόνιμη μουσική παράδοση που εγκαινίασε ο Θεοδωράκης το 1960. Καθώς υποχωρεί εμπορικά, το έντεχνο ελληνικό τραγούδι τείνει να χρησιμοποιείται ως μέσο πολιτικής κινητοποίησης για θέματα που ενδιαφέρουν την Αριστερά. Παράλληλα, η συρραφή των πολιτικών κλισέ που παρέθεσα παραπάνω χρησιμοποιείται μαρκετίστικα, για να προσελκύσει ένα κοινό που σταδιακά απομακρύνεται και από την Αριστερά και από το έντεχνο τραγούδι. Αυτό όμως ευτελίζει μια σπουδαία και ακόμη ζωντανή μουσική παράδοση, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί αναπόφευκτα ως υποκατάστατο έμπνευσης και ταλέντου. Γι’ αυτό η συναυλία του 2015 δεν είναι, τελικά, παρά μια παρωδία των μεγάλων συναυλιών του Θεοδωράκη το 1974, γι’ αυτό δεν άφησε κανένα ίχνος.

Το πρόβλημα είναι αντίστοιχα διπλό.

Πολιτικά, όπως ακριβώς απέδειξε το δημοψήφισμα του 2015, η εργαλειοποίηση της τέχνης και η απόπειρα συναισθηματικής χειραγώγησης ενός κοινού που για διάφορους λόγους παραμένει επιρρεπές σε τέτοιου είδους εγχειρήματα μπορούν να αποβούν βραχυπρόθεσμα αποτελεσματικά πολιτικά εργαλεία, όμως…

ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ: Τέσσερις Μεταπολιτεύσεις


Γράφει ο Στάθης Ν. Καλύβας

Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Σε ενάμιση μήνα συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από την πτώση της δικτατορίας και τη μετάβαση σε ένα νέο, δημοκρατικό καθεστώς που έχει καθιερωθεί να αποκαλούμε Μεταπολίτευση. Πρόκειται για ένα μεγάλο διάστημα, το ένα τέταρτο του βίου της σύγχρονης Ελλάδας, αν ξεκινήσουμε να μετράμε από το 1821: μια πεντηκονταετία ειρηνική, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, με κύριο στοιχείο τη σταθερότητα και την ανθεκτικότητα.

Είναι μια επέτειος που μας προσκαλεί σε έναν απολογισμό.

Την επιχειρώ διακρίνοντας τέσσερις Μεταπολιτεύσεις.

Η πρώτη είναι η περίοδος της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, μια περίοδος επτά μηνών που μπορούμε να αποκαλέσουμε «θεσμική Μεταπολίτευση». Τότε δημιουργούνται οι θεσμοί που μας συνοδεύουν ώς σήμερα.

Η θεσμική Μεταπολίτευση έχει δύο κομβικά χαρακτηριστικά.

Το πρώτο είναι η απόλυτα επιτυχημένη διαχείριση της μεγάλης αβεβαιότητας που κυριαρχούσε τότε και μας επιτρέπει να τη βλέπουμε από τη σκοπιά τού σήμερα ως μια γραμμική, σχεδόν αναπόφευκτη διαδικασία, κάτι που δεν ίσχυε καθόλου.

Το δεύτερο αφορά τη δημιουργία θεσμών που επούλωσαν δύο μεγάλες πληγές του παρελθόντος, τον Εθνικό Διχασμό και τον Εμφύλιο. Αν προσθέσουμε και την είσοδο της Ελλάδας στην (τότε) ΕΟΚ, που αποτέλεσε πολιτική επιλογή ύψιστης προτεραιότητας, έχουμε μπροστά μας την υποδειγματική διαχείριση μιας βαθιάς κρίσης που πιστώνεται αποκλειστικά στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

 

Η δεύτερη Μεταπολίτευση είναι πολιτική και χαρακτηρίζεται από την παντοδυναμία των κομμάτων και τη βαθιά αλλά προβληματική σχέση τους με την κοινωνία. Σχηματοποιήθηκε τη δεκαετία του 1980 (με εμβληματική πολιτική προσωπικότητα τον Ανδρέα Παπανδρέου) και μολονότι δέχθηκε θανάσιμο πλήγμα τη δεκαετία της κρίσης, συνεχίζει να μας συνοδεύει.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι η παντοδυναμία των κομμάτων και η εκμετάλλευση του κράτους από αυτά, αλλά και η παράλληλη αδυναμία του κράτους να επιβληθεί στην κοινωνία.

Το αποτέλεσμα υπήρξε ο εκφυλισμός της δημόσιας διοίκησης, της δικαιοσύνης και της παιδείας.

Σε συνδυασμό με τη «θεσμική Μεταπολίτευση», η «πολιτική Μεταπολίτευση» μας βοηθά να κατανοήσουμε μια μεγάλη αντίφαση του πολιτικού μας μοντέλου: από τη μία, τις δυσλειτουργίες του, κυρίως την αποτυχία της έγκαιρης διάγνωσης και διαχείρισης των μεγάλων προβλημάτων της χώρας, και από την άλλη, τη διάρκεια και ανθεκτικότητά του.

 

Η τρίτη Μεταπολίτευση είναι πολιτισμική: η «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης», που σχηματίζεται σταδιακά μετά το 1974, διαμορφώνει κυρίαρχες αξίες, στάσεις και αντιλήψεις, όπως π.χ. την πίστη στο μεγάλο κράτος, την ώσμωση εθνικισμού και σοσιαλισμού, τη μεταμφίεση συντηρητικών ροπών με προοδευτικό λεξιλόγιο, την καλλιέργεια μιας χαλαρής σχέσης με τον νόμο και την κυριαρχία του βραχυχρόνιου κέρδους σε σχέση με το μακροχρόνιο. Η «πολιτισμική Μεταπολίτευση» γνώρισε συγχρόνως την υπέρτατη έκφρασή της και τη μεγαλύτερη διάψευσή της τον Ιούλιο του 2015, με το περίφημο δημοψήφισμα. Παρότι πληγωμένη, συνεχίζει και αυτή να μας συνοδεύει αφού δεν έχει αντικατασταθεί από ένα νέο, ισχυρό αφήγημα.

Αν η θεσμική Μεταπολίτευση αποτελεί υπόδειγμα επιτυχίας, ισχύει ακριβώς το αντίθετο ως προς την «οικονομική Μεταπολίτευση». Το 1974 η χώρα διέθετε την προίκα του οικονομικού θαύματος της προηγούμενης εικοσαετίας, την κατά William McNeil «μεταμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας». Η διπλή πετρελαϊκή κρίση του 1973 και του 1979 και οι άστοχες δημόσιες πολιτικές που ακολούθησαν οδήγησαν τελικά στην αποβιομηχάνιση και στην κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας. Η Ελλάδα υποχώρησε όχι μόνο σε σχέση με τις προσδοκίες της, αλλά και συγκριτικά με χώρες που βρίσκονταν πολύ πιο πίσω τότε, όπως οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

Το ένα τέταρτο του βίου της σύγχρονης Ελλάδας διακρίνεται από τη θεσμική, την πολιτική, την πολιτισμική και την οικονομική Μεταπολίτευση.

Για να ξεφύγουμε από τις δηλητηριώδεις συνέπειες της οικονομικής Μεταπολίτευσης είναι ανάγκη …

ΣΥΡΙΖΑίικο ΣΟΥΡΓΕΛΑΡΑΔΙΚΟ: Μετά το τέλος


Του ΣΤΑΘΗ ΚΑΛΥΒΑ

Πότε ακριβώς εξέπνευσε ο ΣΥΡΙΖΑ;  

Η απάντηση εξαρτάται από την οπτική που προκρίνει κανείς.  

Μια οπτική μακράς διαρκείας θα τοποθετούσε την αρχή του τέλους στο καλοκαίρι του 2015, τότε που έσκασε η αντιμνημονιακή μπλόφα του Αλέξη Τσίπρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε για τέσσερα χρόνια στην κυβέρνηση, δίχως όραμα και ιδέες και με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν.  

Σε μια οπτική μεσαίας διαρκείας, το τέλος φθάνει το 2019, τη στιγμή δηλαδή που χάνει την εξουσία και αρχίζουν οι διαδοχικές ήττες. 

Τέλος, μια οπτική βραχείας διαρκείας εστιάζεται στην παραίτηση του Τσίπρα, την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη και την αποχώρηση των αντιπάλων του. 

Ανεξάρτητα όμως από το τι προκρίνει κανείς, το καίριο ερώτημα παραμένει: ποιο είναι το μέλλον του πολιτικού αυτού χώρου;

Οσοι αποχώρησαν δεν το έκαναν για λόγους ιδεολογικής καθαρότητας (αυτή θυσιάστηκε εδώ και χρόνια) αλλά εξαιτίας της ταύτισής τους με τις παραδόσεις του κόμματος – γι’ αυτό και η κυριαρχία ενός έντονου και ρομαντικού συναισθηματισμού. Ακούγοντας, π.χ., τη Σία Αναγνωστοπούλου να μιλάει για «μέρα πένθους» και για το «σπίτι» της που «αναγκάζεται να εγκαταλείψει», αντιλαμβάνεται κανείς πως η αγωνία των ανθρώπων αυτών είναι ταυτοτική, όχι ιδεολογική ή στενά πολιτική. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως οι παραδόσεις της φτωχής πλην τιμίας Αριστεράς δεν είναι εκλογικά ελκυστικές, τουλάχιστον όχι σε συνθήκες κανονικότητας, όπως είχε εύστοχα επισημάνει η Εφη Αχτσιόγλου. Η κίνησή τους αυτή προκρίνει την αυτοϊκανοποίηση ενός πολιτικού πουριτανισμού και μιας αδιέξοδης μεμψιμοιρίας, που οδηγεί αναπόφευκτα στο εκλογικό περιθώριο.

Οσοι παρέμειναν, από την άλλη, θα πορευθούν, τουλάχιστον ώς τις ευρωεκλογές, με πρόεδρο τον Στέφανο Κασσελάκη. Η στρατηγική του έχει ορθή πολιτική βάση: απομάκρυνση από τις αριστερές παραδόσεις, στροφή προς το Κέντρο, άρθρωση μιας ελκυστικής, δυναμικής και εξωστρεφούς πολιτικής πρότασης που ταυτόχρονα θα μοχλεύει την αναπόφευκτη δυσαρέσκεια των πολιτών με εργαλείο έναν ευρύχωρο λαϊκισμό. 

Από την άποψη αυτή, η αποχώρηση των «παραδοσιακών» από το κόμμα λειτουργεί ως θεόσταλτο δώρο, αφού τον απαλλάσσει από ένα μεγάλο βάρος.

 Ολα καλά δηλαδή; 

Οχι ακριβώς.

Ο Κασσελάκης πρέπει να λύσει τρία προβλήματα:

Το πρώτο είναι πως διαθέτει ένα φθαρμένο πολιτικό όχημα: το brand ΣΥΡΙΖΑ έχει υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Αυτό πλέον διορθώνεται με μια επανίδρυση του κόμματος. Το brand ΣΥΡΙΖΑ έχει υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Αυτό πλέον διορθώνεται με μια επανίδρυση του κόμματος.

Το δεύτερο είναι οι συνεργάτες του, ένα μείγμα τοξικών και καιροσκόπων πολιτικών χωρίς όραμα αλλά ούτε τεχνοκρατική επάρκεια. Θα πρέπει, λοιπόν, να δημιουργήσει ένα νέο στελεχικό δυναμικό υψηλής ποιότητας εκ του μηδενός. Αν στον χώρο των επιχειρήσεων αυτό γίνεται με μεταγραφές, στην πολιτική απαιτεί μακροχρόνιες και επίπονες διαδικασίες. Θα πρέπει, παράλληλα, να απαλλαγεί από τους ανίκανους και τοξικούς που τον στήριξαν έως τώρα μέσα στο κόμμα. Και όλα αυτά τη στιγμή που ο πολιτικός χρόνος τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Δύσκολο.

Το τρίτο πρόβλημα του Κασσελάκη είναι...

 

ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΝΕΟΚΑΤΣΑΠΛΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Προνόμια

Του ΣΤΑΘΗ ΚΑΛΥΒΑ

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Ανδρέας Παπανδρέου εφηύρε (ή τουλάχιστον διέδωσε) τον νεολογισμό «μη προνομιούχοι Ελληνες». Ηταν μια έξυπνη κίνηση που του επέτρεψε να θριαμβεύσει πολιτικά χρησιμοποιώντας μια ουσιαστικά ανέξοδη ταξική ρητορική, καθώς μπορούσε να βάλλει εναντίον της «άρχουσας τάξης» και του «κατεστημένου» δίχως στην πραγματικότητα να απειλεί κανέναν. Σχεδόν όλοι οι Ελληνες θεωρούσαν τους εαυτούς τους μη προνομιούχους και οι μόνοι προνομιούχοι ήταν κάποια φαντάσματα ή ίσως μόνο οι ξένοι.

Τι ακριβώς είναι όμως το προνόμιο; 

Ο όρος παραδοσιακά αναφέρεται σε δικαιώματα ή αγαθά που έχουν παραχωρηθεί με πρωτοβουλία κάποιας εξουσίας και στη βάση μιας λογικής διακρίσεων. Στο πλαίσιο αυτό κάνουμε λόγο, π.χ., για τα προνόμια της αριστοκρατίας. Ταυτόχρονα, ο όρος απέκτησε και μεταφορική χρήση με αναφορά κυρίως στην πρόσβαση σε υλικά αγαθά (π.χ. «ο πλούτος είναι προνόμιο των λίγων»), ενώ παράλληλα απέκτησε σαφή αρνητική χροιά. Γι’ αυτό και σήμερα κάνουμε λόγο για επαγγελματικά δικαιώματα που προκύπτουν από αντικειμενικές διαδικασίες και όχι για επαγγελματικά προνόμια. Το δικαίωμα, δηλαδή, διαθέτει μια νομιμοποίηση που απουσιάζει από το προνόμιο.

Αντίθετα ίσως από ό,τι θα περίμενε κανείς, η αρνητική χροιά της έννοιας του προνομίου δεν το εξαφάνισε από το λεξιλόγιο. Το αντίθετο, επανεμφανίστηκε δυναμικά στις ΗΠΑ πριν από μερικά χρόνια. Αποτελεί πλέον συνηθισμένη ρητορική τακτική η απόρριψη κάποιων απόψεων επειδή υποτίθεται πως εκφράζουν το «λευκό προνόμιο», αρθρώνονται δηλαδή από μια θέση ισχύος που έχει προκύψει από μια φυλετική ιεραρχία. Θεωρητικά, η ομάδα που παραδοσιακά διαθέτει τα περισσότερα προνόμια είναι οι λευκοί άνδρες (που συνδυάζουν το φυλετικό με το έμφυλο προνόμιο), η θέση των οποίων πρέπει πλέον να υποχωρήσει στο όνομα της δικαιοσύνης και της ισότητας, όπως έγινε με τους αριστοκράτες στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Στην οπτική αυτή, οι «μη προνομιούχοι» Ελληνες του Ανδρέα Παπανδρέου αποδεικνύεται πως υπήρξαν εξόχως προνομιούχοι.

Η συζήτηση θα είχε αποκλειστικά θεωρητικό ενδιαφέρον αν περιοριζόταν στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει όμως – και όχι μόνο επειδή έχει ξεφύγει εδώ και χρόνια από τα όρια αυτά. 

Αφενός η υιοθεσία ενός ηθικού πλεονεκτήματος μεταφράζεται πολύ εύκολα σε επιχείρηση προσπορισμού υλικών πλεονεκτημάτων – σε κάποιες εκδοχές πρόκειται για ένα σύστημα μοριοδότησης όπου συγκεκριμένα ταυτοτικά χαρακτηριστικά προσδίδουν δικαιώματα ή, για να το πούμε διαφορετικά, προνόμια. Το επίδικο βέβαια αφορά τα χαρακτηριστικά των ομάδων εκείνων που δικαιούνται τη μεγαλύτερη ενίσχυση και εκεί τα πράγματα περιπλέκονται.  

Ποια ομάδα υπέφερε περισσότερο, οι γυναίκες ή οι έγχρωμοι και από τους έγχρωμους ποιοι ακριβώς; 

Η αναζήτηση δεν τελειώνει ποτέ.  

Αφετέρου κανείς ποτέ δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής, αφού ανά πάσα στιγμή μπορεί να εμφανιστούν νέες ομάδες που ως ιστορικά, γεωγραφικά κ.λπ. μη προνομιούχες μπορούν να διεκδικούν δικαιώματα έναντι των προνομιούχων, δικαιώματα που επεκτείνονται δίχως τέλος. Γιατί να δεχθούμε, π.χ., πως η ατομική ιδιοκτησία είναι απαραβίαστη; Δεν συνιστά το κατεξοχήν προνόμιο; Στην ουσία οποιοδήποτε ατομικό αγαθό (από την υγεία και την ομορφιά έως την εξυπνάδα ή την αισθητική) μπορεί να θεωρηθεί προνόμιο – και επομένως να αμφισβητηθεί και να περιοριστεί.

Ενας τέτοιος κόσμος θα ήταν προφανώς δυστοπικός. Η τυπική αντίκρουση είναι πως και η παρούσα κατάσταση είναι δυστοπική, προϊόν δυστοπικών διαδικασιών του παρελθόντος. Πρόκειται για μια απόλυτα σχετικιστική προσέγγιση που αντιμετωπίζει την ιστορία ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος («τα αγαθά σου είναι προνόμια που μου αφαίρεσες»), ενώ απορρίπτει τόσο την ιδέα της προόδου («τα αγαθά σου προήλθαν από άνομες διαδικασίες») όσο και αυτήν της οικουμενικότητας (δεν υπάρχει κοινό καλό, μόνο ατομικά και ομαδικά προνόμια).  

Είναι τελικά εντυπωσιακή...

 

ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟ ΠΑΡΑΚΜΙΑΚΟ ΚΩΛΟΧΑΝΕΙΟ: Γιατί είναι τόσο άσχημα τα σχολεία μας;

Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

 Στη διάρκεια της καραντίνας έτυχε να επισκεφθώ αρκετά δημόσια σχολεία. Οι εντυπώσεις μου ήταν αρνητικές, κάτι που υποψιαζόμουν και επιβεβαίωσα εκ των υστέρων.

Με λίγες εξαιρέσεις, τα περισσότερα σχολεία προκαλούν θλίψη: κακός σχεδιασμός, πρόχειρη κατασκευή, απωθητική εμφάνιση, ελλιπής συντήρηση, συνολικά μια αίσθηση εγκατάλειψης και κακομοιριάς. 

Αισθάνθηκα ντροπή. Ο πρόσφατος θανάσιμος τραυματισμός ενός εντεκάχρονου μαθητή σε σχολείο των Σερρών εξαιτίας κακής συντήρησης είναι η ακραία εκδοχή ενός ευρύτερου προβλήματος.

Από το 1990 την ευθύνη για τις σχολικές κτιριακές υποδομές έχουν οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Oπως και σε πολλά άλλα, αποδείχθηκαν πολύ κατώτεροι των περιστάσεων. 

Επανερχόμενη δικαιολογία είναι η υποχρηματοδότηση, όπως και των συνδικαλιστών άλλωστε.  

Θα ήταν ευτύχημα εάν το πρόβλημα ήταν μόνο οικονομικό. Oμως, ακόμη και τα καινούργια σχολεία είναι απογοητευτικά. Οι «Κτιριακές Υποδομές», ο δημόσιος φορέας που τα κατασκευάζει, πρεσβεύει το όραμα της «παροχής πρωτοπόρων και καινοτόμων δημόσιων κτιρίων». Στον ιστότοπό τους κυριαρχούν ανέμπνευστα έργα απόλυτης ρουτίνας: βαριά, ομοιόμορφα, ιδρυματικής αισθητικής.

Δεν ήταν πάντα έτσι. Τα ορεινά μας χωριά είναι γεμάτα μοναδικά, πανέμορφα πέτρινα σχολεία, που συχνά χρηματοδοτήθηκαν από τοπικούς ευεργέτες, ενώ ιδίως το διάστημα της περίφημης τετραετίας 1928-1932 κατασκευάστηκαν δεκάδες σχολεία που σχεδιάστηκαν από πρωτοπόρους αρχιτέκτονες. Υπήρξαν καινοτόμα όταν κατασκευάστηκαν και παραμένουν υποδειγματικά ως προς το αισθητικό αλλά και το λειτουργικό τους στίγμα. Αν ανατρέξει κανείς στο βιβλίο ενός τέτοιου αρχιτέκτονα, του Πάτροκλου Καραντινού («Τα Νέα Σχολικά Κτήρια», έκδοση 1938) θα διαπιστώσει με έκπληξη την τεράστια απόσταση που χωρίζει το τότε από το σήμερα. Η Ελλάδα μπορεί να ήταν ασύγκριτα φτωχότερη, ήταν όμως εντυπωσιακά πιο φιλόδοξη και τολμηρή.

Η ποιότητα της εκπαίδευσης είναι προφανώς συνάρτηση και του χώρου όπου καλλιεργείται. Πολλές έρευνες δείχνουν ότι οι παραστάσεις και εμπειρίες που αποκτούν τα παιδιά σε μικρή ηλικία έχουν πολλαπλασιαστική επίδραση στη ζωή τους. Αντίστοιχη είναι και η επίδραση του σχολικού περιβάλλοντος στην αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του ψυχισμού των παιδιών. Η συνολική εμφάνιση ενός σχολείου αλλά και τα επιμέρους στοιχεία του, από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά και τον φωτισμό των αιθουσών διδασκαλίας έως τον εξοπλισμό και την καθαριότητα, επηρεάζουν τόσο την απόδοση μαθητών και δασκάλων όσο και την εξέλιξη των μαθητών, όχι μόνο γνωσιακά αλλά και ως προς την αυτοπεποίθηση, τον αυτοσεβασμό, την αυτονομία και τη διάδραση με τον περίγυρό τους.  

Ας σκεφτούμε απλά μία από τις πολλές πτυχές του θέματος, την προβληματική σχέση που έχουμε ως κοινωνία με τον δημόσιο χώρο. Δεν είναι αυτονόητο πως ένα παιδί που μεγαλώνει σε ένα άσχημο και βρώμικο σχολείο δύσκολα θα αγαπήσει τον δημόσιο χώρο;  

Εννοείται πως η θλιβερή κατάσταση των δημόσιων σχολείων συμβάλλει αποφασιστικά στην αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς τα ιδιωτικά σχολεία προσφέρουν άλλου είδους εμπειρία.

Οι κοινωνίες διψούν για αναγκαίες αλλά και εφικτές αλλαγές, με άμεση και απτή επίδραση στην καθημερινότητά τους. Οι Αμερικανοί χρησιμοποιούν έναν εύστοχο όρο για να περιγράψουν πολιτικές τέτοιου βεληνεκούς: τις αποκαλούν transformational, δηλαδή «μεταμορφωτικές». Η ψηφιοποίηση του Δημοσίου είναι τέτοια περίπτωση. Δεν θέλω να υποτιμήσω τις έμμεσες και αργόσυρτες αλλαγές, που είναι ο κανόνας. Ομως τα σχολεία είναι τελικά ο καθρέφτης μιας κοινωνίας και η ανοχή που επιδεικνύουμε στη σημερινή κατάσταση είναι πραγματικά ντροπή για όλους μας. 

Κάθε χρόνο κατασκευάζουμε μεγάλους και πανάκριβους αυτοκινητοδρόμους. Πόσο δύσκολο είναι να οραματιστούμε και να υλοποιήσουμε ένα σχέδιο κατασκευής πρωτοποριακών, λειτουργικών, όμορφα σχεδιασμένων σχολείων σε στενή συνεργασία με τους πολυάριθμους και ταλαντούχους νέους αρχιτέκτονες που διαθέτουμε;  

Ακριβώς όσο δύσκολο είναι...

 

ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ - ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Η μακρά σκιά του 1989

Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Το 1989 αποτελεί ιστορική τομή: η πτώση του Τείχους του Βερολίνου σήμανε το τέλος του κομμουνισμού και, μέσα σε μία διετία, τα περισσότερα από τα καθεστώτα αυτά είχαν περάσει στην αιωνιότητα. Από όσα επέζησαν, άλλα μετατράπηκαν σε καπιταλιστικές δικτατορίες με έμβλημα το σφυροδρέπανο, όπως η Κίνα, και άλλα σε οικογενειακές κλεπτοκρατίες, όπως η Βόρεια Κορέα και η Κούβα.  

Σε μια στιγμή εξέλιπαν τρεις αξίες που έως τότε άσκησαν τεράστια επίδραση: η τελεολογική αντίληψη της Ιστορίας, η ιδέα δηλαδή πως η Ιστορία υπακούει σε νόμους αντίστοιχους της φυσικής, που οδηγούν αναπόδραστα σε μια αταξική, σοσιαλιστική κοινωνία, η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, η μόνη δηλαδή εφαρμοσμένη εναλλακτική του καπιταλισμού, και ο σοσιαλισμός ως εναλλακτικό πολιτικό σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εκεί βρίσκεται το νόημα της περίφημης ρήσης περί τέλους της Ιστορίας του Φράνσις Φουκουγιάμα: όχι δηλαδή στη διακοπή του ρου της (αυτό θα ισοδυναμούσε με το «πάγωμα» του χρόνου), αλλά στην έκλειψη μιας πειστικής εναλλακτικής ως προς την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. 

Πράγματι, μετά το 1989 οι φιλελεύθερες δημοκρατίες πολλαπλασιάστηκαν και κυριάρχησαν.

Στον αντίποδα, τα αυταρχικά καθεστώτα βρέθηκαν μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα νομιμοποίησης. Ως το 1989 μπορούσαν να υιοθετήσουν είτε τον αντικομμουνισμό (όπως το καθεστώς των συνταγματαρχών στη χώρα μας) είτε κάποια μορφή κρατικού σοσιαλισμού, όπως πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου.  

Μετά το 1989 και οι δύο αυτές επιλογές εξέλιπαν. Ετσι ακολούθησαν δύο δρόμους.  

Από τη μία, τα λιγότερο ανεπτυγμένα αυταρχικά καθεστώτα επέλεξαν πιο «πρωτόγονες» μορφές νομιμοποίησης, όπως, π.χ., η απροκάλυπτη κυριαρχία κάποιας εθνοτικής ομάδας εις βάρος άλλων

Οσο για τα πιο προηγμένα και πλούσια καθεστώτα, αυτά επιδίωξαν να κερδίσουν την εύνοια των πολιτών τους, μειώνοντας τα επίπεδα καταστολής και αυξάνοντας τον πλούτο τους. Το κοινωνικό συμβόλαιο που πρότειναν ήταν απλό και σαφές: σε αντάλλαγμα του δικαιώματός τους να παραμένουν στην κυβέρνηση εσαεί και των περιορισμών στην ελευθερία, παρείχαν σταθερότητα και ευημερία – μια ευημερία που βασίστηκε κυρίως στη συμμετοχή τους στη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, στις αυξημένες δηλαδή εμπορικές ροές με τη Δύση. Αυτή υπήρξε η επιλογή της Ρωσίας και της Κίνας και για μεγάλο διάστημα λειτούργησε.

Ομως, το κοινωνικό αυτό συμβόλαιο καταρρέει.  

Από τη μία, η ματαιόδοξη επιθυμία του Βλαντιμίρ Πούτιν να αναβιώσει τη σοβιετική αυτοκρατορία τον ώθησε να ρισκάρει τα πάντα, σε μια αδιέξοδη πολεμική περιπέτεια που γονατίζει τη ρωσική κοινωνία. 

Από την άλλη, η απόφαση του Σι Τζινπίνγκ να συγκεντρώσει στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες συμπίπτει με τη σκλήρυνση του καθεστώτος (που εκφράστηκε με ιδιαίτερα αποκρουστικό τρόπο στην πρωτοφανή αποβολή του πρώην προέδρου Χου από την αίθουσα του κομματικού συνεδρίου), την αυξημένη εσωστρέφεια της χώρας και τη σταδιακή υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης, που προβλέπεται να σταθεροποιηθεί σε ετήσια επίπεδα του 2,5%.

Οπως είναι φυσικό, οι εξελίξεις αυτές παράγουν παγκόσμιες αναταράξεις. Η ουσία τους, όμως, δεν βρίσκεται τόσο σε αυτές, όσο στο γεγονός πως...

 

ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ - ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Ποια βιώσιμη ειρήνη;

Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

 Ο πόλεμος των τριών ημερών του Βλαδίμηρου Πούτιν ξεπέρασε πλέον τις εκατό ημέρες και συνεχίζεται με άγνωστη διάρκεια και έκβαση. Οι συγκρούσεις έχουν μετατοπιστεί στην Ανατολική Ουκρανία, όπου η Ρωσία, εκμεταλλευόμενη την εγγύτητα του μετώπου με τα σύνορά της και την υπεροπλία της σε βαρύ εξοπλισμό, έχει κυριολεκτικά στήσει μια κρεατομηχανή που αλέθει εκατοντάδες ζωές καθημερινά έναντι κέρδους μερικών τετραγωνικών χιλιόμετρων. Ορισμένοι θεωρούν πως στόχος του Πούτιν είναι να καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ έτσι ώστε να αυτοανακηρυχθεί νικητής, θέτοντας μονομερές τέλος στις εχθροπραξίες και επιχειρώντας να παγιώσει τα εδαφικά του κέρδη, που ανέρχονται στο 20%, περίπου, του ουκρανικού εδάφους

Πάνω εκεί φαίνεται να εδράζεται και η στρατηγική των τριών Ευρωπαίων ηγετών Μακρόν, Ντράγκι και Σολτς, οι οποίοι καλλιεργούν την προοπτική ενός «έντιμου συμβιβασμού» και μιας «βιώσιμης ειρήνης» με τον Πούτιν, αναγνωρίζοντας τα περισσότερα εδαφικά του κέρδη.  

Είναι όμως ρεαλιστική μια τέτοια προοπτική; 

Η απάντηση είναι αρνητική, κυρίως για δύο λόγους.

Ο πρώτος είναι ο Πούτιν. Εχει δείξει επανειλημμένως στο παρελθόν πως δεν του αρκεί το πρόσκαιρο κέρδος. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, τα κέρδη του είναι φτωχά και οπωσδήποτε πολύ κατώτερα των αρχικών προσδοκιών του. Επιπλέον, αν δεν μετατρέψει την Ουκρανία σε υποτελές κράτος, η πραγματική πλέον επέκταση του ΝΑΤΟ στη Φινλανδία και στη Σουηδία τον καθιστά ηττημένο στη γεωπολιτική σκακιέρα. Οταν κοπάσει ο ορυμαγδός των μαχών και αρχίσει να γίνεται αντιληπτό το τεράστιο κόστος της περιπέτειας στην οποία έβαλε τη χώρα του, δεν θα είναι λίγοι οι συμπατριώτες του που θα του ζητήσουν τον λογαριασμό: άξιζαν τόσες θυσίες για μια χούφτα (για τα δεδομένα της Ρωσίας) γη; Για τους λόγους αυτούς, μια πιθανή εκεχειρία δεν θα είναι παρά το απαραίτητο διάλειμμα ενόψει του επόμενου γύρου.

Ο δεύτερος λόγος είναι οι Ουκρανοί, που δεν πρόκειται να δεχτούν τον ακρωτηριασμό του κράτους τους. Εχοντας υποστεί τεράστιες καταστροφές, έχοντας καταβάλει αντίστοιχες θυσίες και έχοντας αποκτήσει μια νέα αντίληψη για την εθνική τους ταυτότητα, θα επιδιώξουν κι εκείνοι να αναδιοργανώσουν τις δυνάμεις για τον επόμενο γύρο. Το παράδειγμα υπάρχει και είναι η επιχείρηση «Καταιγίδα»: το 1995, ο εκσυγχρονισμένος στρατός της Κροατίας επιτέθηκε εναντίον των Σέρβων αυτονομιστών στην Κράινα και ανακατέλαβε περίπου το 20% του εδάφους της, θέτοντας τέλος σε μια σύρραξη που πολλοί θεωρούσαν «παγωμένη».

   
Ολα αυτά συγκλίνουν στο ότι, σε περίπτωση εκεχειρίας, η «βιώσιμη ειρήνη» δεν θα είναι παρά ο φερετζές του επόμενου γύρου

Επιπλέον, η αντίληψη πως ο Πούτιν θα λειτουργήσει συμβιβαστικά αρκεί να του προσφερθούν οι κατάλληλες διπλωματικές ευκαιρίες δοκιμάστηκε και απέτυχε πανηγυρικά στις 24 Φεβρουαρίου. Το μόνο που κάνουν όσοι θεωρούν πως μπορεί να δαμαστεί είναι να επαναλαμβάνουν το ολέθριο σφάλμα της Μέρκελ, αυτή τη φορά όμως έχοντας χειροπιαστές αποδείξεις μπρος στα μάτια τους.

Με δεδομένη, λοιπόν, την υψηλή πιθανότητα ενός δεύτερου γύρου, δεν υπάρχει κανένας λόγος μετάθεσής του στο μέλλον. Δεν έχουμε να κερδίσουμε απολύτως τίποτα.  

Αντιθέτως, θα πρέπει να επιδιωχθεί με κάθε μέσο μια άμεση και καθαρή λύση. Οσο πιο γρήγορα δώσουν τη λύση οι Ουκρανοί, τόσο πιο γρήγορα και αποτελεσματικά θα έρθει η λύση και για εμάς. 

Αντί να καλλιεργούν την ψευδαίσθηση ενός άτοπου «έντιμου συμβιβασμού» και μιας φρούδας «βιώσιμης ειρήνης», οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει...

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΗΛΙΘΙΟΙ - ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Η ώρα του λογαριασμού

Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λένε πως στη ζωή πάντοτε φθάνει η ώρα του λογαριασμού, η στιγμή δηλαδή που εισπράττεται το τίμημα των πράξεων και παραλείψεων που προηγήθηκαν. Δεν έχω ιδέα αν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο, όμως γνωρίζω πως τουλάχιστον στις δημοκρατίες η πιθανότητα να συμβεί είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι, αν όχι στη ζωή, τουλάχιστον στα αυταρχικά καθεστώτα.

Αφορμή είναι η πρόσφατη αποπομπή του Βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον, που είχε χαρακτήρα γενικευμένης απαξίωσης αφού προήλθε από το ίδιο του το κόμμα, και μάλιστα τους πιο έμπιστους συνεργάτες του. Γιατί όσο και να πονάει η εκλογική ήττα, η εκπαραθύρωση από το κόμμα σου είναι πικρότερη. Εκ των υστέρων, μπορούν να ειπωθούν πολλά για το αναπόφευκτο της κατάληξης αυτής, όμως είναι εξίσου αλήθεια πως μέχρι να φθάσει στο σημείο αυτό ο Βρετανός πολιτικός διέψευσε επανειλημμένως όσους προέβλεπαν το τέλος του, κατορθώνοντας όχι μόνο να κυριαρχήσει στο πολιτικό σύστημα της χώρας του, αλλά να το επιτύχει με φαντασμαγορικό τρόπο. 

Η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση και μάλιστα όπως έγινε, είναι σε μεγάλο βαθμό δικό του έργο. Οταν όμως πολιτεύεσαι, όπως έκανε, δίχως αρχές και έρμα, κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα που τα ψέματα θα τελειώσουν. Και από ψέματα, ο Μπόρις Τζόνσον χόρτασε τους Βρετανούς, έτσι ώστε να γίνουν το σήμα κατατεθέν της καριέρας του. Αλλωστε, από το ξεκίνημά του, ως ανταποκριτής της Daily Telegraph στις Βρυξέλλες, η καριέρα του υπήρξε μια αλυσίδα αδιάκοπης, σχεδόν παθολογικής ψευδολογίας, που τη χειριζόταν με την ελαφράδα και άνεση ενός χαριτωμένου και αυτοσαρκαστικού ύφους.

Ωσπου το ποτήρι των ψεμάτων ξεχείλισε και τα ψεύδη μεταμορφώθηκαν σε ασήκωτα βάρη.  

Προσπάθησε να γαντζωθεί στην πρωθυπουργική καρέκλα ώς την τελευταία στιγμή αδυνατώντας παρ’ όλ’ αυτά να διορθώσει τη συμπεριφορά του, γιατί απλούστατα ήταν η ίδια του η φύση. Και καθώς το ένα σκάνδαλο διαδεχόταν το άλλο, ο κόσμος άρχιζε να απομακρύνεται από αυτόν. Η ειρωνεία είναι πως οι Βρετανοί κατάπιαν τις καταστροφικές συνέπειες του Brexit αμάσητες, για να συγκλονιστούν από τα κορωνοπάρτι του πρωθυπουργικού γραφείου και τα σεξουαλικά σκάνδαλα των συνεργατών του. Είναι όμως αλήθεια πως συχνά το μικρό και το συγκεκριμένο γίνονται πολύ πιο εύκολα αντιληπτά από τις μάζες σε σχέση με το τεράστιο και το αφηρημένο. Δεν είναι αλήθεια περισσότεροι εκείνοι που έψεξαν τον Τσίπρα για τη συμπεριφορά του στο Μάτι από όσους του καταλογίζουν την «περήφανη διαπραγμάτευση» του 2015 και το καταστροφικό δημοψήφισμα;
 

Στις δημοκρατίες, η στιγμή του λογαριασμού συμπίπτει συνήθως με τις εκλογές.  

Ορισμένες φορές, βέβαια, προηγείται

Αυτό γίνεται όταν οι πολιτικοί αντιλαμβάνονται πως ο ηγέτης τους έχει μετατραπεί σε βαρίδι που μειώνει την πιθανότητα επανεκλογής τους – και αυτό συνέβη στη Βρετανία. Είναι ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα συστατικά της δημοκρατίας, καθώς στρέφει την προσωπική φιλοδοξία των πολιτικών εναντίον των ηγετών τους, εξυπηρετώντας έτσι το δημόσιο συμφέρον. Είναι παράλληλα ένα στοιχείο που στα μάτια των αυταρχικών ηγετών φαντάζει αυτάρεσκο και αυτοκαταστροφικό. Αρκεί να φανταστούμε το πώς αντιλαμβάνονται την πτώση του Μπόρις ο Ερντογάν, ο Πούτιν ή ο Σι. Εκεί ακριβώς ωστόσο έγκειται η δύναμη της δημοκρατίας: όχι μόνο γιατί επιτρέπει την έκφραση του λαϊκού αισθήματος, αλλά και γιατί διευκολύνει το κλάδεμα των ηγετών. Γι’ αυτό και...

 

ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Μπορεί να χορέψει η αρκούδα μπαλέτο;

Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Σε πρόσφατο άρθρο στην «Κ», μια ομάδα διακεκριμένων επιστημόνων προτείνει την ίδρυση ανοιχτών εργαστηρίων στα πανεπιστήμια που θα επιτρέπουν στους φοιτητές να αποκτούν δεξιότητες σε πεδία όπως η ρομποτική. Η ουσία έγκειται στη δημιουργία μιας κουλτούρας δημιουργίας, καινοτομίας και εφεύρεσης. Τα εργαστήρια αυτά, γνωστά και ως makerspaces, ξεφεύγουν από την πρακτική της υψηλής εξειδίκευσης και από τα στεγανά των υφιστάμενων πειθαρχιών και επομένως των τμημάτων και των σχολών. Παρότι σοβαρότατα στη στόχευσή τους, χαρακτηρίζονται από την ανοικτή πρόσβαση που παρέχουν και τον παιγνιώδη χαρακτήρα τους που δεν ακολουθεί την κλασική λογική της εκπαίδευσης. 

 Εχοντας διαπιστώσει την επιτυχία ενός τέτοιου εργαστηρίου στο Yale πριν από μία δεκαετία, μπορώ να φανταστώ πολλές αντίστοιχες πρωτοβουλίες: στις βιοεπιστήμες προφανώς, αλλά και στις κοινωνικές επιστήμες (π.χ., οι οικονομικές και πολιτικές επιστήμες μπορούν να συνδεθούν με τη στατιστική, την ιστορία, τη λογοτεχνία ή τον κινηματογράφο). Τέτοιες πρωτοβουλίες όμως απαιτούν ευέλικτες πανεπιστημιακές δομές που μπορούν να κινητοποιούν ιδιωτικούς και δημόσιους πόρους και να εφαρμόζουν καινοτόμες πρακτικές ακόμη και όταν αυτές έχουν μικρό άμεσο μετρήσιμο αποτέλεσμα ή εμπεριέχουν ρίσκο αποτυχίας.

Αυτά τα γράφω γιατί αδυνατώ να προσπεράσω δύο κομβικά σημεία:  

Πρώτον, η έρευνα είναι η βασικότερη προϋπόθεση για τη μελλοντική ευημερία 

Δεύτερον, το πανεπιστήμιο ως τόπος μάθησης και καινοτομίας αλλάζει παγκοσμίως με ραγδαίους ρυθμούς.  

Παρότι και τα δύο συνιστούν κοινό τόπο, εμείς συζητάμε για ένα ακόμη μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο που για μια άλλη φορά επιχειρεί να ρυθμίσει την κάθε λεπτομέρεια της λειτουργίας τους, ακόμη και τη μικρότερη. Είναι κάπως σαν να βάζουμε μια αρκούδα να χορέψει μπαλέτο!

Δεν υποτιμώ τη μεγάλη προσπάθεια της Νίκης Κεραμέως για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος σε όλα του τα επίπεδα. Εκτιμώ την ίδια απεριόριστα για το έργο και την ακούραστη προσπάθειά της. Γνωρίζω πως ακόμα και η απλή καθημερινή λειτουργία του εκπαιδευτικού μας συστήματος δεν είναι δεδομένη, αλλά απαιτεί τεράστια προσπάθεια, πόσο μάλλον το πνεύμα βελτίωσης που χαρακτηρίζει το νέο νομοσχέδιο. Δεν υποτιμώ την ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη οι πιθανές επιθυμίες των πολλών παραγόντων που εμπλέκονται στην υπόθεση αυτή, ούτε τον κίνδυνο της αναθεώρησης ή κατάργησης των αλλαγών που συνήθως συνεπάγεται κάθε υπουργική και κυβερνητική αλλαγή. Ολα αυτά συνθέτουν ένα απίθανα επικίνδυνο πεδίο μάχης. Πράγματι, η πολιτική είναι πολύ δύσκολη υπόθεση.

Η διαπίστωση όμως αυτή καθόλου δεν αλλάζει την πραγματικότητα: η ουσιαστική και σε βάθος αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος έτσι ώστε αυτό να ανταποκρίνεται στις σημερινές παγκόσμιες συνθήκες απαιτεί επαναστατικές τομές, όχι απλές βελτιώσεις. Εχουμε ανάγκη τα εργαστήρια makerspaces τώρα! Και τώρα είναι που πρέπει να προσελκύσουμε τα καλύτερα μυαλά!

    Ο μόνος τρόπος να επιτύχουμε τέτοιους στόχους είναι...

 

ΣΥΡΙΖΟΚΗΦΗΝΟΚΑΤΣΑΠΛΙΑΔΙΚΟ: Η ιδεολογία της ισοπέδωσης

Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

 Δεν παρακολούθησα το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ γιατί θεωρώ πως ο λόγος που εκπέμπεται σε εκδηλώσεις αυτού του είδους είναι φτωχός και ξύλινος. Κρίνω το περιεχόμενο και την αξιοπιστία των κομματικών θέσεων στα πεδία που γνωρίζω κάπως καλύτερα. Ενα από αυτά είναι η παιδεία.

Επισκέφθηκα πρόσφατα το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Είναι ένα πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε μόλις το 1989, σε μια μικρή και διαιρεμένη χώρα, στην άκρη της Ευρώπης. Και όμως, οι Κύπριοι κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα υποδειγματικό πανεπιστημιακό ίδρυμα μέσα σε ελάχιστο χρόνο – με παράλληλη και ραγδαία ανάπτυξη της ιδιωτικής ανώτατης παιδείας. Η αίσθηση που αποκομίζει ο επισκέπτης είναι εξαιρετική: ευχαριστημένο διδακτικό προσωπικό και φοιτητές, υποδειγματικές, σύγχρονες, απαστράπτουσες, φιλόξενες εγκαταστάσεις, ένας αέρας προόδου και δημιουργίας. Καρδιά του πανεπιστημίου η εκπληκτική, σχεδιασμένη από τον Jean Nouvel, βιβλιοθήκη. 

Μέσα σε τριάντα μόνο χρόνια και παρά τη σφοδρή οικονομική κρίση και τις παθογένειες του πολιτικού της συστήματος που δεν απέχουν από τις δικές μας, η χώρα πέτυχε ένα πραγματικό θαύμα.  

Πώς; 

Εχουν απελευθερωθεί από τα δικά μας ταμπού. Ξεκίνησαν από το μηδέν και εμπιστεύτηκαν σοβαρούς και ανεξάρτητους πανεπιστημιακούς, θωρακίζοντάς τους εξαρχής από τον πειρασμό των πολιτικών και γραφειοκρατικών παρεμβάσεων. 

Εμείς διώξαμε κακήν κακώς τους αντίστοιχους που είχαμε προσκαλέσει στα συμβούλια των ΑΕΙ… Και μιλώντας για βιβλιοθήκες, αυτές τις μέρες ενεργοποιούμε την αστυνομία στην κατασκευή τους.

Ως προς τα ταμπού και τις παθογένειες, ο ρόλος της αντιπολίτευσης υπήρξε και δυστυχώς εξακολουθεί να είναι κομβικός. Ενα παράδειγμα αποτελεί το πρόσφατο άρθρο του πρώην υπουργού Παιδείας και βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Φίλη στην «Κ», με τίτλο «Συγκάλυψη για τα πειραματικά και πρότυπα σχολεία». Μέμφεται την προσπάθεια του υπουργείου Παιδείας να στηρίξει τα πρότυπα και πειραματικά δημόσια σχολεία ως άστοχη και επικίνδυνη.  

Γιατί; 

Επειδή για μια θέση στα σχολεία αυτά εκδήλωσαν ενδιαφέρον «μόνο» 17.000 παιδιά, ενώ θα έπρεπε να εκδηλώνει ενδιαφέρον το σύνολο των μαθητών!  

Και τι πρέπει να γίνει γι’ αυτό; 

Μα να καταργηθούν τα πρότυπα. Ετσι ο κ. Φίλης στηρίζει τις «έντονες αντιδράσεις» γονέων και εκπαιδευτικών «σε διαδοχικές απόπειρες της κυβέρνησης να μετατρέψει βίαια κάποια από τα σχολεία της γειτονιάς σε πειραματικά». Προφανώς αντιλαμβάνεται το θέμα με όρους παιγνίου μηδενικού αθροίσματος και εξίσωσης προς τα κάτω. Θεωρεί δηλαδή πως επιχειρώντας η πολιτεία να στηρίξει τα πρότυπα σχολεία, αναπόφευκτα υποβαθμίζει την υπόλοιπη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Και ισχυρίζεται πως με τον τρόπο αυτό παγιώνει ένα σύστημα ανισότητας που θίγει τα παιδιά που προέρχονται από τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα.

Αν ήμουν υπερβολικά γενναιόδωρος, θα χαρακτήριζα τον κ. Φίλη αφελή μαξιμαλιστή: αφού δεν μπορούμε να βελτιώσουμε άμεσα ολόκληρη τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (γιατί άραγε δεν τη βελτίωσε ο ίδιος όσο ήταν υπουργός;), ας μην προσπαθούμε να βελτιώσουμε έστω και ένα μικρό τμήμα της. Θα πω όμως τα πράγματα με το όνομά τους και θα τον χαρακτηρίσω ως αντιδραστικό φορέα κοινωνικής ισοπέδωσης. Τα χιλιάδες παιδιά που θα πετύχουν μια θέση στα πρότυπα σχολεία (για την οποία καταβάλλουν πολύ μεγάλες προσπάθειες που φθάνουν δυστυχώς ώς το άκρο της φροντιστηριακής προετοιμασίας τους για τις εξετάσεις εισαγωγής) πρέπει να τιμωρηθούν για τις φιλοδοξίες τους. Και ποιοι θα ευνοηθούν τελικά;  

Μα φυσικά, τα παιδιά όσων μπορούν να επωμισθούν το κόστος της ιδιωτικής εκπαίδευσης.

Στο όνομα λοιπόν της ισότητας, ο κ. Φίλης προωθεί την ισοπέδωση.  

Στο όνομα μιας άμεσης και συνολικής βελτίωσης, την καθήλωση στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή

Οπως φαίνεται από το παράδειγμα αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ...

 

ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΞΕΦΤΙΛΑΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Που' ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια (που οι "ευαίσθητοι" υποκριτές καλλιτέχνες μας, μας φλόμωναν στο δούλεμα!)

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ

 Toυ ΣΤΑΘΗ ΚΑΛΥΒΑ
 

Γιατί ενοχλεί τόσο πολύ η συναυλία "για την ειρήνη"; Επειδή είμαστε εναντίον της ειρήνης; Ποιος όμως είναι υπέρ του πολέμου; 'Η γιατί γίνεται με τρόπο που δεν κατονομάζει θύτες και θύματα, ουσιαστικά εξισώνοντάς τους; 

Μήπως όμως οι καλλιτέχνες μας είναι ευαίσθητοι άνθρωποι που δεν θέλουν να ανακατευτούν με σύνθετα γεωπολιτικά προβλήματα. Μήπως αυτά είναι για τους "ειδικούς" και όχι για τους καλλιτέχνες;

Ας πάμε 23 χρόνια πίσω, σχεδόν μέρα τη μέρα, στις 30 Μαρτίου 1999. Διανοούμενοι και καλλιτέχνες πραγματοποιούν τότε καθιστική ολονύκτια διαμαρτυρία, διαμαρτυρόμενοι για την επίθεση στη Γιουγκοσλαβία. Συμμετέχουν οι Θάνος Μικρούτσικος, Μάρω Δούκα, Διονύσης Τσακνής, Παντελής Βούλγαρης, Ιωάννα Καρυστιάνη, Γιώργος Νταλάρας, Λάκης Λαζόπουλος, Σωκράτης Μάλαμας, Κυριάκος Κατζουράκης κ.ά. Μάλιστα, με ανακοίνωσή τους καλούν τους πολίτες της Αθήνας να αφήσουν τη ''θαλπωρή της πολυθρόνας τους και να κατεβούν απόψε στην αμερικανική πρεσβεία, για να διαμαρτυρηθούν κατά των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ στη Σερβία''.

Δεν είναι βέβαια αυτή η μόνη τους δράση. Γίνονται τότε πολλές συναυλίες, σχεδόν καθημερινά. Για παράδειγμα, στις 26 Απριλίου πραγματοποιείται μεγάλη συναυλία στο Σύνταγμα με τον Μίκη Θεοδωράκη, που εκφωνεί και τον κεντρικό λόγο: ''…Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι μπαίνουμε σε έναν νέο Μεσαίωνα. Προμηθευτείτε ρουχαλάκια ζεστά, μας περιμένει ένας ιστορικός παγετός. Από την αρχή των βομβαρδισμών δήλωσα ότι όλα αυτά περί εθνοκάθαρσης είναι προσχήματα. Μοναδικός στόχος τους είναι να μεταβάλουν την αιρετική Γιουγκοσλαβία σε καμένη γη''. Για να καταλήξει: ''Βελιγράδι, τραγουδάμε για σένα, είμαστε στο πλευρό σας, το δίκαιο είναι μαζί σας και το δίκαιο θριαμβεύει''. Ούτε όμως γίνονται συναυλίες μόνο στην Ελλάδα!

Τον Απρίλιο κι ενώ μαίνονται οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία, ταξιδεύει στο Βελιγράδι και πραγματοποιεί στην κεντρική πλατεία μια συναυλία συμπαράστασης ο Γιώργος Νταλάρας μαζί με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη κι εθελοντές μουσικούς. Εύκολα βρίσκουμε άπειρα τέτοια παραδείγματα για άπειρα θέματα. Οι Ελληνες καλλιτέχνες δεν είναι ευαίσθητες απολίτικες φωνές. Το αντίθετο. Δεν διστάζουν να καταγγείλουν, να στηλιτεύσουν και να καταδικάσουν με καθαρό και άμεσο τρόπο, με στεντόρεια φωνή. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η "συναυλία συμπαράστασης" είναι ένα genre που αφθονεί στη χώρα μας. Να ένα πρόσφατο παράδειγμα: πριν λίγες μέρες και ενώ έβρεχε βόμβες στην Ουκρανία, την Τετάρτη 16 Μαρτίου, πραγματοποιείται στη Μυτιλήνη μεγάλη συναυλία συμπαράστασης για τους Αμίρ και Ακίφ, πρόσφυγες από το Αφγανιστάν που έχουν καταδικαστεί σε 50 χρόνια φυλακής o καθένας, με την κατηγορία του διακινητή, ενώ δεν είναι, ισχυρίζονται οι καλλιτέχνες που εδώ δεν διστάζουν να πάρουν καθαρά θέση. Στη συναυλία συμμετέχουν οι Φ. Δεληβοριάς, Μ. Φριντζήλα, Μ. Παπαγεωργίου, Δ. Μητσοτάκης, Δ. Μυστακίδης, Φ. Σιώτας, Σπ. Γραμμένος, SaLia Balia Band, Ν. Φασουλή και ο Κ. Πλατανιάς.

Μιλάνε λοιπόν οι καλλιτέχνες με τρόπο ευθύ και άμεσο, έξω από τα δόντια. Εκτός και αν επιλέξουν να μιλήσουν μέσα από τα δόντια, όπως γίνεται στην προκειμένη περίπτωση.  

Επιστρέφω λοιπόν στο ερώτημα γιατί ενοχλεί η συγκεκριμένη ενέργεια

Αφενός γιατί μας φλομώνουν στην υποκρισία ή, για να το πω αλλιώς, μας δουλεύουν κανονικά

Και αφετέρου γιατί...

ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Γιατί μας αφορά η Ουκρανία;

Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
 

 Τα δύο μεγαλύτερα εμπόδια που είχαν να αντιμετωπίσουν οι εξεγερμένοι Ελληνες το 1821 ήταν το τεράστιο χάσμα ισχύος που τους χώριζε από τους Οθωμανούς και η αρνητική στάση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, που επιθυμούσαν να αποφύγουν ταραχές και εξεγέρσεις.

Σήμερα, οι Ουκρανοί βρίσκονται σε αντίστοιχη θέση με τη δική μας τότε: επιζητούν την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας τους και την ελευθερία των επιλογών τους

Οπως και εμείς το 1821, έτσι και οι Ουκρανοί σήμερα επιζητούν την πρόοδο και αντιλαμβάνονται πολύ σωστά πως ο μοναδικός τρόπος για να την πετύχουν είναι ο ίδιος που επιλέξαμε κι εμείς: η στενότερη πρόσδεση με τη Δύση – πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά.  

Η επιθυμία τους αυτή, όμως, συγκρούεται με τις επιδιώξεις της Ρωσίας όπως ακριβώς και η δική μας συγκρούστηκε στο παρελθόν με τις επιδιώξεις των Οθωμανών.

Τώρα, όπως και τότε, όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ένα τεράστιο χάσμα ισχύος με τη γειτονική Ρωσία και ένα αδιάφορο, αν όχι εχθρικό, για την Ουκρανία διεθνές περιβάλλον, εν μέρει εξαιτίας της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία.

Οι ομοιότητες αυτές θα έπρεπε να μας έχουν καταστήσει αυτομάτως αλληλέγγυους με τους Ουκρανούς.  

Αντ’ αυτού κυριαρχεί μια αδιαφορία, πίσω από την οποία εύκολα διακρίνει κανείς είτε μια ψευδεπίγραφη ουδετερότητα (γίνεται λόγος για «φαντάσματα πολέμου» όπου όλοι φταίνε εξίσου) είτε την παραδοσιακή ρωσόφιλη ροπή.

Ακόμη και αναλύσεις με θετικό για την Ουκρανία πρόσημο βασίζονται σε στενά συμφεροντολογική οπτική, με την επιθετικότητα της Ρωσίας να παραλληλίζεται με αυτή της Τουρκίας απέναντί μας. Μια τέτοια στάση, όμως, είναι και άδικη και λανθασμένη. Το τι συμβαίνει στην Ουκρανία μάς αφορά πιο άμεσα και πιο βαθιά.

    Η δικαιολόγηση της ρωσικής επιθετικότητας γίνεται με γεωπολιτικούς όρους: η Ρωσία αισθάνεται περικυκλωμένη εξαιτίας της απώλειας μιας μεγάλης γεωγραφικής ζώνης όπου ασκούσε ανενόχλητη επιρροή στο παρελθόν. Εδώ συνήθως προστίθεται και μια ιστορική αναφορά στην καταστροφή που υπέστη με την κατάρρευση του κομμουνισμού και το τραύμα που της κληροδότησε αυτή η περιπέτεια.

Αν όμως εξετάσει κανείς την κατάσταση της Ρωσίας πιο προσεκτικά, θα διαπιστώσει πως κινδυνεύει λιγότερο από την «περικύκλωση» αυτή και περισσότερο από άλλους παράγοντες: η οικονομία της είναι υπέρμετρα εξαρτημένη από την ενέργεια (η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου αποτελεί το 40% της οικονομίας της), η δημογραφική υποχώρησή της είναι εντυπωσιακή (μόνο μεταξύ 2020 και 2021 ο πληθυσμός της μειώθηκε κατά ένα εκατομμύριο), ενώ τα νέα και πιο μορφωμένα στρώματα του πληθυσμού μεταναστεύουν. Πολιτικά συνδυάζει ένα παλαιού τύπου αυταρχικό καθεστώς, που καταπατά ανοιχτά τις ατομικές ελευθερίες, με μια ολιγαρχική οικονομική δομή που έχει χαρακτηριστικά μαφίας.

Η πραγματική απειλή, λοιπόν, βρίσκεται στο εσωτερικό της. Ανεξάρτητα από τα σφάλματα που διέπραξαν οι ΗΠΑ μετά το 1990, η Ρωσία θα μπορούσε να έχει επιλέξει μια διαφορετική πορεία, όπως έκαναν οι ευρωπαϊκές χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ και όπως ακριβώς προσπαθεί να κάνει η Ουκρανία.

Το θέμα επομένως είναι πρωταρχικά πολιτικό και αξιακό

Από τη μία πλευρά, έχουμε μια αυταρχική δύναμη που χρησιμοποιεί μεθόδους που παραπέμπουν σε καταστάσεις τύπου Αυστρίας ή Τσεχοσλοβακίας το 1938 και συμπεριφέρεται με αποικιοκρατικό τρόπο απέναντι σε γειτονικές χώρες. Αλλωστε, ο ίδιος ο Πούτιν έγραψε πως Ρώσοι και Ουκρανοί είναι ένας λαός, κάτι που απορρίπτει η τεράστια πλειοψηφία των ίδιων των Ουκρανών. 

Και από την άλλη, έχουμε ένα κράτος που προσπαθεί να προοδεύσει χωρίς να απειλεί κανέναν, υιοθετώντας σύγχρονες πολιτικές και οικονομικές πρακτικές

Τα πράγματα...