"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΝΕΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΝΕΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Σφοδρό Τρα(γ)κάρισμα


Ο Γιώργος Τράγκας είναι ο μεγαλύτερος σόουμαν της ελεύθερης δημοσιογραφίας των τελευταίων 25 χρόνων. Τόσο προικισμένος, που αν έχεις στο mute την τηλεόραση ή τον ακούσεις για πρώτη φορά στο ραδιόφωνο θα πιστέψεις ότι πρόκειται για stand-up κωμικό. Και όχι για εκδότη, αρθογράφο ή τηλεοπτικό/ραδιοφωνικό παρουσιαστή.

Τον θυμόμαστε πάντα ταγμένο στη συντηρητική παράταξη. Να πανηγυρίζει, όμως, με ένα θεατρικό «έπεσε» στο ραδιόφωνο την ημέρα που ανατράπηκε ο Μητσοτάκης το 1993. Να συνεντευξιάζει «χωρίς αναισθητικό» τρανσέξουαλ τον καιρό που πούλαγε η Τζένη Χειλουδάκη. Να κλαίει σε τηλεοπτικό παράθυρο, το καλοκαίρι της σύλληψης των μελών της 17Ν, φέρνοντας στη μνήμη δολοφονημένο φίλο του εκδότη. Να διευθύνει καθημερινή εφημερίδα με πενιχρές κυκλοφορίες που θα ανέβαινε άνετα στο βάθρο αγώνων κρατικής διαφήμισης. Να εκδίδει περιοδικό που (όχι άσχετο με το προηγούμενο) σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε με αποκλειστική συνέντευξη του, λατρεμένου του, πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή κι έναν υπέροχο τίτλο. Να είναι, παρολ’ αυτά, το μιντιακό σύμβολο της αντιμνημονιακής Ελλάδας την τελευταία τριετία μιλώντας για «γερμανικά κρεματόρια», αποκαλώντας τη Μέρκελ «γκιόσα του Βερολίνου» κι επαναλαμβάνοντας ότι η χώρα βρίσκεται υπό «καθεστώς ύπατης αρμοστίας».

Φράσεις που επανέλαβε στην πρεμιέρα της νέας του τηλεοπτικής εκπομπής «Ελεύθερος Σκοπευτής», την περασμένη Κυριακή. Εκεί τον είδαμε να ανακαλύπτει και τον Νόαμ Τσόμσκι, θέλοντας να στοιχειοθετήσει την άποψή του περί «κατάπτωσης της ελληνικής δημοκρατίας». Όπως τόνισε ο ίδιος στην εισαγωγή του, βρίσκεται σε «εχθρικό έδαφος». Εννοώντας, ίσως, ότι εξέπεμπε από το συγκρότημα του Φαλήρου – έδρα του Μπάμπη, του Άρη, του Πάσχου.

Ο ΣΚΑΪ θα ήταν η Νέα Τηλεόραση. Διαγράφοντας τον κίτρινο λαϊκισμό των 90s, λειτουργώντας «στα πρότυπα του BBC», προωθώντας φιλόδοξες ποιοτικές συμπαραγωγές όπως οι «Μεγάλοι Έλληνες», βάζοντας την τεχνολογία στην τηλεοπτική φαντασία. Τοποθετήθηκε στο γήπεδο του ιδιότυπου νεοελληνικού νεοφιλελευθερισμού σε μια δύσκολη γι’ αυτόν περίοδο, την εποχή της κρίσης. Τον είδαμε να υποστηρίζει με σθένος το Μνημόνιο (ή όπου η συνταγή αποδεικνυόταν λανθασμένη «τις διαρθρωτικές αλλαγές του»). Να (δι)ερμηνεύει την τρόικα. Να στηλιτεύει την «ανομία». Να αναρωτιέται τι δουλειά έχουν 16χρονοι στα Εξάρχεια. Να ευαγγελίζεται την ομφαλοσκόπηση του «Μαζί τα φάγαμε». Να στέκεται απέναντι στις απεργίες. Να αποδομεί το νεοελληνικό συνδικαλισμό και να ανοίγει μέτωπα. Με κόστος είναι η αλήθεια – η ραδιοφωνική κορυφή δεν έχει πια υψόμετρο 100.3. Και ύστερα ήρθε ο Νίκος Ευαγγελάτος. Και ο Γιώργος Αυτιάς. Και ο Κυριάκος Θωμαΐδης. Και, φυσικά, ο Γιώργος Τράγκας.

Η επανένωση ΣΚΑΪ-Τράγκα είναι μια διδακτική πολιτική αλληγορία

Υπόθεση Παπαχρήστου: Ο αρχοντο- χωριατισμός μιας reality κοινωνίας

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΕΝΕΓΟΥ

Ας υποθέσουμε για λίγο ότι στην ΕΟΕ εκτός από επιφανείς σύζυγους και γαλαζοαίματους χομπίστες, υπήρχαν και κανονικοί παράγοντες

Τότε, πιθανότατα, εναρμονισμένοι με την αυξημένη ευαισθησία της ΔΟΕ αλλά και συμβατοί με την εποχή θα είχαν δώσει οδηγίες στα μέλη της ολυμπιακής αποστολής όσον αφορά τη χρήση των social media (π.χ. οι Ιταλοί απαγόρευσαν στους αθλητές τους τη χρήση τους και κοστολόγησαν με πρόστιμο €100.000 κάθε πιθανή ανάρτηση – το θεωρώ απαράδεκτο, αλλά δείχνει ότι κάποιος μπήκε στον κόπο να το προβλέψει).

Tέλος πάντων αυτό δεν έγινε. Μια στιβαρή επιτροπή με δοκιμασμένους μηχανισμούς και γρήγορα αντανακλαστικά θα «σκότωνε» το θέμα εν τη γενέσει του. Διαχωρίζοντας τη θέση της, απαιτώντας διορθωτική δήλωση απολογίας από την αθλήτρια, κοπάζοντας τον μιντιακό κουρνιαχτό πριν πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. 

Αντ’ αυτού είδαμε αμηχανία, καθυστέρηση και τελικά έναν – κατά τη γνώμη μου – υπερβολικό, άδικο και εντυπωσιοθηρικό αποκλεισμό της Παπαχρήστου. Που βάζει περισσότερο νερό στο μύλο αυτού (του ρατσιστικού λόγου) που υποτίθεται πως πολέμα και που νομίζω ότι γεννά μια εκκολαπτόμενη σταρ βουλευτίνα της Χρυσής Αυγής, αντί στην ουσία να χτυπά τη μισαλλοδοξία.

Για να συστηθούμε, είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι η ΧΑ όχι μόνο δεν έχει καμία θέση στο ελληνικό κοινοβούλιο, αλλά θα έπρεπε να έχουμε προστατέψει τη δημοκρατία της καθημερινότητάς μας τοποθετώντας την εκτός νόμου. Για να μην παρεξηγούμαστε, δε θεωρώ την Παπαχρήστου «νέα», «άμυαλη», «θύμα» - μια ματιά στα υπόλοιπα tweets της αποκαλύπτει έναν οξυζενέ εθνικισμό διανθισμένο με Κασιδιάρικα retweets, άρλεκιν τσιτάτα, πολλά ορθογραφικά λάθη και αφθονία θαυμαστικών. Όμως η αναπαραγωγή αυτού του κακόγουστου αστείου απέδειξε τη συνολική ολιγωρία μας στο να αντιμετωπίζουμε τέτοιες «κρίσεις» παρότι το πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης είναι τοπ στην ατζέντα και το 7% της ΧΑ χιλιοσυζητημένο και πρόσφατο.

Το πεφωτισμένο ελληνικό twitter (και κατ’ επέκταση η κοινή γνώμη) που πανηγύρισε για τις χθεσινές εξελίξεις ως απόδειξη της παρεμβατικότητάς του, στην πραγματικότητα χθες γιόρτασε άλλη μια φορά την υποκρισία του. Επιστράτευσε όση πολιτική ορθότητα διαθέτει για να δαιμονοποιήσει ένα ηλίθιο tweet, όταν – για να μην πάω στο κοντινό 2004 – πριν από λίγες μέρες απέδιδε τον αποκλεισμό της εθνικής ομάδας μπάσκετ από τη Νιγηρία σε «ήττα από τους Πίου». Θα μπορούσα επίσης εύκολα να επικαλεστώ, όχι για να υπερασπιστώ την Παπαχρήστου αλλά για να ξέρουμε τι λέμε, όλους τους ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς χρησιμοποιούμε ελαφρά τη καρδία όλοι μας καθημερινά. Θα μου πείτε ότι η Παπαχρήστου είναι δημόσιο προσωπο και όφειλε να προσέχει. Θα σας υπενθυμίσω τότε τον εύθυμο Αλογοσκούφη να λέει on camera «αυτός δεν είναι άνθρωπος, είναι αράπης» ή τον Γιώργο Βασιλακόπουλο να περιγράφει το ΝΒΑ ως «μαϊμούδες που πηδάνε». Δεν προσπαθώ να νομιμοποιήσω τον ρατσισμό, αλλά το πολιτικά ανορθόδοξο σχόλιο με φυλετικές αναφορές δεν το συναντήσαμε χθες για πρώτη φορά.

Και να χαρείτε μη μου μιλάτε για ολυμπιακά ιδεώδη ή τον ρόλο του πρωταθλητή ως προτύπου/παιδαγωγού.  

Τα πρώτα μάλλον δεν υπήρξαν στη σύγχρονη ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων που πέρασε από ναζιστική προπαγάνδα μέχρι ψυχροπολεμικά μποικοτάζ, πριν παραδοθεί ολοκληρωτικά στους χορηγούς. 

Κι ο δεύτερος, ο παιδαγωγικός ρόλος ντε, ειδικά σε αυτή τη χώρα γλίστρησε μαζί με το μηχανάκι Κεντέρη – Θάνου. Γιατί τώρα θα το θυμηθώ το 2004. Όταν και μετατρέψαμε τις αρλούμπες της Φανής Χαλκιά περί «ελληνικού DNA» σε αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής αφήγησης της «ισχυρής Ελλάδας» που ήταν κι εκσυγχρονιστική κι «αφεντικό της Ευρώπης» και πορευόταν αθλητικά με το «ντοπαρισμένος είναι αυτός που πιάνεται».