Η σημασία αυτού του πολέμου μόλις αρχίζει να σχηματίζεται μπροστά στα μάτια μας. Ξέρουμε ήδη όμως ότι, όποια και αν είναι η κατάληξη, ο αντίκτυπός του πηγαίνει πολύ πέρα από τις γεωγραφικές συντεταγμένες του και θα αντηχεί για πολύ μεγαλύτερη χρονική διάρκεια από όσο τα όπλα στα πεδία των μαχών.
Πάνε σχεδόν δύο δεκαετίες από τότε που ο αμερικανός δημοσιογράφος και αναλυτής Τόμας Φρίντμαν περιέγραψε όσα συνέβησαν στην παγκόσμια πολιτική και οικονομία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, γράφοντας ότι πια «η Γη είναι επίπεδη». Ο επίπεδος κόσμος της παγκοσμιοποίησης, που είχε ήδη γεράσει ανεπίστροφα, άφησε την τελευταία του πνοή στη μεγάλη ουκρανική πεδιάδα.
Για 30 χρόνια, ο κόσμος έζησε με μία και μόνη υπερδύναμη. Από τη στιγμή που η επιρροή της άρχισε να υποχωρεί και αντίστοιχα να αναδύεται μια άλλη, η Κίνα, δεν ήταν κάτι απρόβλεπτο μια ανάφλεξη –έστω κι αν αυτή ήρθε από τη διεκδίκηση μιας τρίτης επίδοξης, αλλά υστερούσας, υπερδύναμης να παραμείνει ως τέτοια στο διεθνές προσκήνιο.
Πέρα από όλα αυτά, όμως, ο κόσμος μετά την ουκρανική εμπειρία θα έχει λιγότερες αποχρώσεις και βαθιές διαχωριστικές γραμμές. Η ακροβασία της «πολυδιάστατης» εξωτερικής πολιτικής θα είναι όλο και πιο δύσκολη.
Για την Ελλάδα τα πράγματα έχουν ήδη κριθεί. Το ελληνικό κράτος έχει περάσει τα 200 χρόνια της ύπαρξής του σε μια αέναη αμφιταλάντευση, ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Για πολλούς Ελληνες, ο πολικός αστέρας της Ανατολής ήταν πάντοτε η Ρωσία – συνήθως με δραματική κατάληξη για εκείνους που προσέβλεπαν στη βοήθειά της τις κρίσιμες στιγμές. Το μοτίβο της μεγάλης δύναμης της Ορθοδοξίας που θα παρέμβει αποφασιστικά υπέρ των ελληνικών δικαίων επαναλαμβάνεται με διαφορετικές αναλογίες τραγικού και κωμικού στοιχείου από τα Ορλωφικά μέχρι τον Εμφύλιο και πάλι μέχρι το περιβόητο ταξίδι του κ. Λαφαζάνη στη Μόσχα το 2015. Ταυτόχρονα, τα μεγάλα εθνικά τραύματα αποδίδονταν κατά καιρούς σε «προδοσίες» των δυτικών συμμάχων.
Στην Ελλάδα η Ιστορία και η γεωπολιτική προσλαμβάνονται σταθερά ως μια διαρκής συνωμοσία και όχι ως πεδίο μεταβαλλόμενων συσχετισμών συμφερόντων. Σε έναν κόσμο αντιπάλων στρατοπέδων που αναδύεται, η επιλογή της ποιότητας των σχέσεων με τους απέναντι δεν θα υπάρχει ούτε καν για κράτη με την οικονομική ισχύ της Γερμανίας, πολύ περισσότερο για την Ελλάδα.
Οταν η Ελβετία ή η Σουηδία βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα της εγκατάλειψης μιας ουδετερότητας που συνιστά το κεντρικό στοιχείο της κρατικής τους ταυτότητας, κάθε ιδέα ότι υπάρχει περιθώριο έστω και για ένα βήμα πέρα από την ενιαία πολιτική της Δύσης είναι αυτοκαταστροφική.
Για πολλά, πολλά χρόνια οι σχέσεις μας με τη Ρωσία θα καθορίζονται από τις συνολικές επιλογές των εταίρων μας. Οι σχέσεις με την Κίνα θα δοκιμαστούν. Και οι πολιτικές προτεραιότητες θα κυριαρχήσουν απόλυτα έναντι των οικονομικών επιδιώξεων.
Μισό αιώνα από τότε που ειπώθηκε, το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» προσδιορίζει την Ελλάδα περισσότερο παρά ποτέ.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επεδίωξε μεγαλύτερη αυτονομία για τη χώρα, την έβγαλε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και εφάρμοσε μια «οστπολιτίκ» στα μέτρα της Ελλάδας – αλλά με την αποστροφή του περιέγραψε τα όρια.
Αυτά τα όρια σήμερα γίνονται περιοριστικά. Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν ανάμεσα σε άλλα και ένα αντίβαρο στην εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Σήμερα, καθώς η ανατροπή που αποφάσισε η Ρωσία ευθυγραμμίζει και πάλι με βίαιο τρόπο Ευρωπαίους και Αμερικανούς, η Ελλάδα μπορεί να ξανασκεφτεί τι σημαίνει να ανήκεις σε όλες τις κεντρικές δομές –το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, την ευρωζώνη– και πού θα ήταν σήμερα σε μια διαφορετική εκδοχή των εξελίξεων.
Οι κίνδυνοι παραμένουν και δεν είναι μικροί. Η Τουρκία μπορεί να επιδιώξει να στείλει στην Αθήνα τον λογαριασμό για την συμπαράταξή της με τους Αμερικανούς.
Μικρές χώρες με ισχυρότερους γείτονες έχουν μεγάλα διλήμματα που δεν διαλέγουν.
Οχι το καλύτερο, αλλά το μόνο καταφύγιο είναι...