"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Maradona. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Maradona. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ο Θεός δεν άπλωσε το χέρι Του για τον Ντιεγκίτο (που έφυγε σαν σήμερα πριν ένα χρόνο...)


Του ΚΩΣΤΑ ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΗ

 Προσηλύτισε αμέτρητους ετερόκλητους σε συγγνωστή προσωπολατρία το παιδί που γεννήθηκε σε παράγκα με ριζικό να γίνει είδωλο.  

Kυρίες και κύριοι, ξεσκολισμένοι στα ποδοσφαιρικά ή αμύητοι, άπιστοι Θωμάδες, και σεις αγαπητά παιδιά, εθισμένα στα βιντεοπαιχνίδια, κάντε ένα διάλειμμα αλησμόνητης εμπειρίας. 

Ανατρέξτε σε βίντεο με το εντός γηπέδων έργο του Ντιέγκο  Αρμάντο Μαραντόνα, νεκρώστε την περιγραφή, γουρλώστε τα μάτια, όσες φορές κι αν κάνετε χρήση VAR, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει.  

To απίστευτο έχει (είχε) ονοματεπώνυμο. Αυτός ανέστησε το φρόνημα των πολλαπλώς ηττημένων συμπατριωτών του κάνοντάς τους –τόσο γνώριμο συναίσθημα και σε εμάς– περήφανους, με αναίμακτους θριάμβους, αυτός πρόσθεσε μπόι πρωταθλητή στους Ναπολιτάνους πληβείους. Τους μετάγγισε τέτοια εξάρτηση που στη σύγκρουση Ιταλίας – Αργεντινής (ημιτελικός Μουντιάλ 1990) που έγινε στην πόλη τους, πάμπολλοι πρόδωσαν την πατρίδα τους.  

Προσβλήθηκε από το μικρόβιο της αυτοκαταστροφής στον κολοφώνα του, μπαινόβγαινε σε πανάκριβους τεχνητούς παραδείσους, υιοθετήθηκε από ηγέτες της επιλογής του, ως προπονητής κόντεψε να πνιγεί από τη γραβάτα του.

Με τον ζώντα ή με τον τεθνεώτα;  

Πελέ ή Μαραντόνα;  

Το βαρύ φορτίο της επίλυσης του βασανιστικού για δισεκατομμύρια ανθρώπους διλήμματος το σήκωσε εγκαίρως ο εκλιπών, όταν με αυτογνωσία και υπόρρητη σεμνότητα  αποδεχόταν τον ρόλο του κορυφαίου των κορυφαίων.  

Ο Βραζιλιάνος είχε πάντα δίπλα του στην εθνική ομάδα ένα γαλαξία αστέρων που τροφοδοτούσαν τη λάμψη του, ο ατσούμπαλος το δέμας Αργεντίνος κατέκτησε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο σολάροντας με κάθε δυνατό τρόπο.

Χρειάζονται άλλα αποδεικτικά στοιχεία;  

Δύο καθ’ όλα επιφανείς Αγγλοι, παρά το συντριπτικό, με χρήση και αστραπιαίας μπαμπεσιάς, πλήγμα που επέφερε στην ομάδα τους στο Μουντιάλ του 1986, ετυμηγόρησαν.  

Σερ Μπόμπι Ρόμπσον: «Μια ιδιοφυΐα, ένας αληθινός καλλιτέχνης, μπορούσε να κερδίσει ματς εντελώς μόνος του». 

Γκάρι Λίνεκερ: «Είναι ο μεγαλύτερος παίκτης όλων των εποχών και με διαφορά, ένα αυθεντικό φαινόμενο».
 

Εντσον Αράντες ντο Νασιμέντο αποδέξου το πριν είναι αργά, έστω ως ύστατο φόρο fair play, μπας και αναπαυθεί η ψυχή του. Ο Ντιεγκίτο ήταν...

 

Διεθνών σουργελοψωναράδων κωμωδία (Ένας χρόνος χωρίς το ψωνισμένο σούργελο -αλλά και μάγο της μπάλας!- Ντιέγκο Μαραντόνα)


«Μισώ οτιδήποτε προέρχεται από τις ΗΠΑ. Το μισώ με όλη μου την καρδιά»
.


Για το γκολ με το «χέρι του Θεού» κόντρα στην Αγγλία στο Μουντιάλ 1986: «Περίμενα τους συμπαίκτες μου να έρθουν να με αγκαλιάσουν αλλά δεν πλησίαζε κανείς, οπότε τους είπα «ελάτε και αγκαλιάστε με γιατί αλλιώς θα το ακυρώσει».

Για το «χέρι του Θεού» το 1986: «Πώς μπήκε το γκολ; Λίγο με το κεφάλι μου και λίγο με το χέρι του Θεού».

«Η Ιαπωνία δεν μου επιτρέπει την είσοδο στη χώρα επειδή κάποτε έπαιρνα ναρκωτικά. Την επιτρέπουν όμως στους Αμερικάνους που τους έριξαν δύο ατομικές βόμβες».

«Ο Πελέ λέει ότι όταν έπαιζε μπάλα ήταν απεσταλμένος του Θεού, αλλά δεν θυμάμαι να έστειλα κανέναν».


Για την επίσκεψή του στο Βατικανό τη δεκαετία του '80: «Είχα τσακωθεί με τον Πάπα όταν έπαιζα στη Νάπολι, ναι. Τσακώθηκα επειδή είχα επισκεφθεί το Βατικανό και είδα τα ταβάνια από χρυσό και μετά άκουσα τον Πάπα να μου λέει ότι η εκκλησία ανησυχεί για τα φτωχά παιδιά. Ε, τότε πουλήστε τα χρυσά ταβάνια π... γιοι»!

Για τον Πελέ, όταν ο Βραζιλιάνος είχε δηλώσει ότι ο Νεϊμάρ είναι καλύτερος από τον Λιονέλ Μέσι: «Μάλλον πήρε τα λάθος χάπια. Αντί να πάρει αυτά για τον ύπνο, πήρε αυτά που παίρνει όταν ξυπνάει για να έχει δύναμη. Του συνιστώ να πάρει τα σωστά χάπια την επόμενη φορά και να αλλάξει γιατρό».

Προς τους δημοσιογράφους, οι οποίοι έκαναν σκληρή κριτική, μετά την πρόκριση της Αργεντινής στο Μουντιάλ 2010: «Προς όλους αυτούς που δεν είχαν πίστη: Τώρα ρουφήξτε μου την π... -συγγνώμη από τις κυρίες για τα λόγια μου- και μη σταματάτε αν δεν σας πω εγώ. Είμαι άσπρο ή μαύρο, ποτέ δε θα είμαι γκρι στη ζωή μου. Μου φερθήκατε όπως μου φερθήκατε, οπότε τώρα αρχίστε να ρουφάτε. Είμαι ευγνώμων στους παίκτες μου και στον λαό της Αργεντινής. Σε κανέναν άλλο. Και εσείς οι δημοσιογράφοι συνεχίστε να ρουφάτε...».

 

ΠΡΟΣΩΠΑ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Ο Μαραντόνα και η κολυμπήθρα του Σιλωάμ της Αριστεράς

 


Toυ ΣΑΚΗ ΜΟΥΜΤΖΗ

Αναμφίβολα ο Μαραντόνα ήταν ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής, όχι όμως ο μεγαλύτερος, γιατί απλούστατα δεν μπορεί να γίνει σύγκριση μεταξύ παικτών που έπαιξαν μπάλα σε διαφορετικές εποχές. Δεν μπορεί να συγκριθεί ένας ποδοσφαιριστής της δεκαετίας του 80 με έναν της δεκαετίας του 50 ή του 2010.

Λίγο μυαλό θέλει.

Για την εποχή του ήταν ένας πολύ καλός ποδοσφαιριστής, η ευδόκιμη όμως παρουσία του στους αγωνιστικούς χώρους ήταν πολύ σύντομη. Ουσιαστικά μόλις πέντε χρόνια (1986-1991), και αν θελήσουμε να φανούμε επιεικείς προσθέτουμε άλλα τρία χρόνια, μέχρι το 1994 και τα κάνουμε οκτώ.

Κατά παραχώρηση, θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της δεκαετίας του 80 και το κλείνουμε το θέμα εκεί.

Είχε όμως μια πτώση απότομη και εξευτελιστική. Μια πτώση που, αν συνέβαινε σε άλλον μεγάλο ποδοσφαιριστή, θα τον καταδίκαζε σε ισόβια αφάνεια.  

Τι συνέβη με τον Μαραντόνα;

Ευθύς ως αισθάνθηκε αδύναμος ζήτησε προστασία πρώτα από τον Κάστρο και στην συνέχεια από τους δύο δικτάτορες της Βενεζουέλας, που του την παρείχαν αφειδώς. Και αυτός με την λάμψη που ακόμα είχε, βελτίωσε το προφίλ των τριών δικτατόρων στην παγκόσμια κοινή γνώμη, στον βαθμό που αυτό μπορούσε να γίνει.

Τι έλειπε από το σκηνικό;

Μια αγκαλιά με το είδωλο του Τσε. 

Αυτό ήταν πολύ εύκολο. Ένα τατουάζ στο μπράτσο.  

Έτσι ο Μαραντόνα έγινε το σύμβολο σχεδόν όλης της Αριστεράς. 

 Ξεχάστηκαν και τα ναρκωτικά και οι ξυλοδαρμοί και τα πάρε-δώσε με την Καμόρα στην Νάπολη.


Η Αριστερά άνοιξε τα φτερά της και αγκάλιασε προστατευτικά τον Μαραντόνα.
Ακόμα και σήμερα, στην παρακμή της, διατηρεί αυτήν την τεχνογνωσία
. Του απένειμε τον ρόλο του προστάτη και του εκφραστή των καταπιεσμένων της Λατινικής Αμερικής. 

 Αυτή η εικόνα του επαναστάτη-αντιμπεριαλιαστή «έδεσε» με το πούρο σε στυλ Φιντέλ και Τσε.  

Έλειπε μόνον το Rolex, σύμβολο των επαναστατών! (Θα μπορούσε να του χαρίσει ο Κουτσούμπας το δικό του.)

 Ο Μαραντόνα ήταν βέβαια άτυχος, γιατί η πτώση του συνέπεσε ουσιαστικά με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Διαφορετικά θα τον βλέπαμε με το βραβείο Λένιν για την ειρήνη.

Προς Θεού, δεν θέλω να αμφισβητήσω την ποδοσφαιρική του αξία ούτε να διαγράψω τις μαγικές στιγμές που μας χάρισε μέσα στους αγωνιστικούς χώρους. Ενίσταμαι όμως για την υπερβολή και για την ασυλία. Για την ποδοσφαιρική κυρίως ασυλία, γιατί με μια ατάκα για «το χέρι του Θεού», ξεχάστηκε πως με «το χέρι του Θεού» η ομάδα του κατέκτησε το παγκόσμιο κύπελλο του 1986. Όλοι συζητούμε εκστατικοί για το απίστευτο γκολ που έβαλε τέσσερα λεπτά μετά την παγκόσμια ζαβολιά και προσπερνάμε την κραυγαλέα παράβαση που προηγήθηκε.  

Κάποιοι ανόητοι και παντελώς άσχετοι με το ποδόσφαιρο βρήκαν σε αυτήν την παράβαση «τον ανατρεπτικό χαρακτήρα του Ντιέγκο που τον ακολουθούσε σε όλη του την ζωή».  Και κάποιοι άλλοι της ιδίας συνομοταξίας μίλησαν προχθές για τις «αλάνες του ουρανού» και για «τον Τσε στο μπράτσο και το δίκιο στην καρδιά».

Συμπερασματικά...

 

ΠΡΟΣΩΠΑ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Ένα μεγάλο ταλέντο που δεν μπόρεσε ποτέ να βοηθήσει τον εαυτό του, κι έμεινε έξω από την παρέα.

 

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΨΗ

Θα το ομολογήσω ο Μαραντόνα δεν ήταν ο τύπος ποδοσφαιριστή που μου πήγαινε.  

Όχι φυσικά για την τεχνική του, ποιος να την αμφισβητήσει. Πόσο να σε ενθουσιάσει ωστόσο ένας τύπος που ζούσε μέσα στην κόκα και την χλιδή, θεωρούσε απόλυτα δίκιο να κλέψει ένα ματς κάνοντας χέρι χωρίς ποτέ να το παραδεχθεί, φερόταν με σκαιότητα στη σύντροφό του κι από πάνω εξυμνούσε δικτάτορες όπως ο Κάστρο ή ο Τσάβεζ; Όχι στο δικό μου ρεπερτόριο μου πήγαιναν περισσότερο παίκτες όπως ο Μπόμπι Τσάρλτον που νόμιζες ότι θα μπορούσε να είναι πιλότος που κατεβαίνει από σπιτφάιρ, έχοντας μόλις καταρρίψει ένα στούκας, ή ο Μπόμπι Μούρ ο οποίος εξ ίσου καλά θα ήταν ήρωας ταινίας του Τζέημς Μποντ. Για να μην πω για τον αυτοκράτορα Μπεκενπάουερ.

Και μια και μιλάμε για ιδάλματα, πάντα με ξένιζε πώς απέναντι στο ίδιο ζήτημα, τον πλούτο, πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Μπορεί να λατρεύουν τον Μαραντόνα που τον επιδεικνύει χωρίς ντροπή και να μισούν τον χρηματιστή ή τον τραπεζίτη. Αλλά βέβαια αυτοί οι δεύτεροι θεωρούνται μέρος ενός συστήματος προνομίων, φτιαγμένο για να αποκλείει τον απλό άνθρωπο ενώ ο πρώτος ήταν ένα παιδί του λαού που κέρδισε όσα κέρδισε μόνο με την αξία. Ξεπέρασε όλες τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει ένα παιδί που γεννιέται στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες και ξέφυγε από την φτώχεια και την μιζέρια στην οποία είναι καταδικασμένοι όλοι οι όμοιοι του. Με αυτή την έννοια δεν τον φθονούν, τον θαυμάζουν. Είναι αυτό που και οι ίδιοι θα ήθελαν να είναι, ο ήρωας τους. Κι όσα κάνει, αυτά ακριβώς που μας ενοχλούν, στην πραγματικότητα είναι εκείνα που και οι ίδιοι θα ήθελαν να κάνουν αν είχαν την δυνατότητα.

Ο  Μαραντόνα δεν πιθήκισε την οικονομική τάξη στην οποία μπήκε, έμεινε αυθεντικός, ότι κι αν σημαίνει αυτό, είτε μας αρέσει είτε όχι. Κι όσο κι αν πολλά με απωθούσαν άλλα ήταν συγκινητικά. Όπως τότε που αγνόησε την απαγόρευση από τον πρόεδρο της Νάπολι και πήγε, παρασέρνοντας και τους συμπαίκτες του, να παίξει σε μια αλάνα για να βοηθήσει ένα άρρωστο παιδί φιλάθλου της ομάδας. «Δεν πα’ να πηδηχτεί και η Lloyd’s, ο αγώνας αυτός πρέπει να γίνει για χάρη του παιδιού!» λέγεται ότι είπε απαντώντας στις ενστάσεις για το ενδεχόμενο τραυματισμού.

Ο Μαραντόνα δήλωνε αριστερός. Στο μπράτσο του είχε τατουάζ του Τσε ενώ είχε εκφράσει ανοιχτά την υποστήριξή του στα καθεστώτα και τους ηγέτες της Κούβας και της Βενεζουέλας. Την ίδια στιγμή ωστόσο είχε πει ότι ήταν ο μεγαλύτερος οπαδός του Πάπα Φραγκίσκου. Για τον προκάτοχό του Πάπα Ιωάννη είχε πολύ πιο αρνητική άποψη, τον είχε ρωτήσει γιατί δεν πουλά το χρυσό του Βατικανού ώστε να ταΐσει του φτωχούς. Με άλλα λόγια η τοποθέτησή του ήταν λιγότερο ιδεολογική και περισσότερο συναισθηματική,  ζήτημα ταυτότητας και καταγωγής. Έβλεπε τον εαυτό του στην πλευρά των αδικημένων.

Σε ένα λαϊκό άθλημα όπως το ποδόσφαιρο αυτή η πολιτική παράδοση, όπως φυσικά και η αντίθετή της, έχει μεγάλη ιστορία

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Λίβερπουλ στην οποία το σύνθημα των οπαδών ήταν «καλύτερα να σπάσεις το νόμο από το να σπάσεις τους φτωχούς». Ο θρυλικός μάνατζερ της, ο Μπιλ Σάνκλι, συνέδεε ανοιχτά το ποδόσφαιρό με την πολιτική, είχε πει μάλιστα ότι «ο σοσιαλισμός στον οποίο πιστεύω είναι όλοι να δουλεύουμε για τον άλλο, ο καθένας να έχει μερίδιο στην επιτυχία. Είναι ο τρόπος που βλέπω το ποδόσφαιρο, ο τρόπος που βλέπω τη ζωή». Όσο για τον σημερινό προπονητή της τον Γιούργκεν Κλοπ,  έχει δηλώσει ανάμεσα σε πολλά άλλα πως «αν κάτι δεν πρόκειται να κάνω ποτέ είναι να ψηφίσω δεξιά».  

Για τον θάνατο του Μαραντόνα ο Κλόπ έκανε μια ενδιαφέρουσα δήλωση. «Αν του είχαμε δείξει την αγάπη μας χωρίς να επιδιώκουμε μια σέλφι, αν του είχαμε δείξει τον σεβασμό που του άξιζε όσο ζούσε, τότε πιστεύω ότι θα τον είχαμε βοηθήσει» 

Μπορεί αν και δεν το πιστεύω.  

Η δήλωση ωστόσο αναδεικνύει με κομψό τρόπο την αμφιθυμία με την οποία πολλοί εξ ημών βλέπαμε τον Μαραντόνα. Ένα μεγάλο ταλέντο που δεν μπόρεσε ποτέ να βοηθήσει τον εαυτό του, έμεινε έξω από την παρέα.  

Τέτοιου είδους καθωσπρεπισμοί...

 

ΠΡΟΣΩΠΑ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Ποδοσφαιρικός ποπουλισμός

Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Το έμαθα από μια νοσηλεύτρια, που έδειχνε κεραυνοβολημένη, ενώ το μετέφερε στη βάρδια της, την ώρα που περίμενα τον φάκελο με κάποιες ιατρικές εξετάσεις. «Πέθανε ο Μαραντόνα!». 

Δυο τρία λεπτά αργότερα ήταν ο γιος μου στο τηλέφωνο που έσπευσε για το μαντάτο. Ενα δεκάχρονο παιδί, που μπορεί να μην είδε ποτέ τον Ντιεγκίτο σε απευθείας μετάδοση, αλλά ήδη από τα έξι του ψάχνει την απάντηση στο παγκόσμιο ερώτημα: «Πελέ ή Μαραντόνα;». 

 Η αλήθεια είναι ότι το νέο ήταν αναπάντεχο, έστω και αν πολλοί, χρόνια τώρα, είχαν την αίσθηση ότι ο αργεντινός σουπερστάρ δεν θα προλάβει να γεράσει. Τις επόμενες ώρες αναλογιζόμουν, μαζί – φαντάζομαι – με εκατομμύρια άλλους, για την επίδραση του Μαραντόνα στη ζωή μου και στον κόσμο.

Για τη γενιά μου ο Μαραντόνα ήταν τα χρόνια της εφηβείας.  

Δεν υπήρξε ποτέ ποδοσφαιρικό ίνδαλμά μου, αλλά υπήρχε μια επαναστατικότητα στο παιχνίδι του και στην εν γένει στάση του, που τη δεκαετία του ’80 φαίνεται να παρακινούσε όσους μπορούσαν να βρουν μια γραμμή σύνδεσης ανάμεσα στην πολιτική και στο ποδόσφαιρο. Υπό μία έννοια, ήταν αυτός που ανέδειξε τον ποδοσφαιρικό ποπουλισμό. 

 Εκείνα τα χρόνια, άλλωστε, άρχισε εντονότερα να γίνεται κουβέντα για ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ή και για πολιτικοποίηση του ποδοσφαίρου.  

Οσοι έβλεπαν στην οθόνη από το Μεξικό τον προημιτελικό Αργεντινής – Αγγλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν αδύνατο να διαγράψουν την πολιτική διάσταση, σε μια εποχή που ο θατσερισμός μεσουρανούσε και ο απόηχος από τον πόλεμο στα Φόκλαντ δεν είχε σβήσει. Στα μάτια μας, ο Μαραντόνα, με αλητεία και αδιανόητη ποδοσφαιρική μαεστρία, είχε νικήσει μόνος του μια, ξεπεσμένη έστω, αυτοκρατορία.

Φίλοι και συμμαθητές που είχαν την αφίσα του στο δωμάτιό τους είχαν χαρεί ακόμη περισσότερο την ήττα των ξινών Γερμανών στον τελικό. Στο Μεξικό ίσως είχε στηθεί το πιο πολιτικοποιημένο Παγκόσμιο Κύπελλο στα χρονικά – με την υπογραφή αποκλειστικά και μόνο του Μαραντόνα. 

Από ‘κεί και μετά, το ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ μόνο ένα παιχνίδι. Το «χέρι του Θεού» στον αγώνα με τους Αγγλους ήταν ίσως η πιο μεγάλη κλοπή, που μπορούσες ωστόσο εύκολα και χωρίς ενοχές να συγχωρήσεις. Αλλά το δεύτερο και νικητήριο γκολ έκρυβε όλη την πεμπτουσία του ποδοσφαίρου, όπως τη φαντασιώνονται και τα πιτσιρίκια που τρέχουν με μια μπάλα στα πόδια στις παιδικές χαρές και τις αλάνες: να σκοράρεις αφού τους ντριμπλάρεις όλους ή σχεδόν όλους. Στο μυαλό και των γενιών που έρχονται, ακόμη και αυτό θα έχει την υπογραφή του Μαραντόνα.

Οπως ο Φρανσουά Βιγιόν και οι άλλοι «καταραμένοι ποιητές», ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα δεν έφυγε αδικημένος. Η δική του ποίηση αναγνωρίστηκε εν δράσει κι αν η διαδρομή του έφτασε στα όρια του θρύλου εν ζωή, πιθανότατα θα κινηθεί πια σε μυθικά επίπεδα. Μια συμβατική ζωή ίσως να φιλοτεχνούσε ένα πορτρέτο που δεν θα γινόταν ποτέ λαϊκό είδωλο. Ο αντισυμβατικός Μαραντόνα βρήκε ακόμη μεγαλύτερο κοινό, αφού οι ατελείς του κόσμου είναι εν τέλει ο κόσμος όλος. Ακόμη και ο Τζορτζ Μπεστ ή ο Γιόχαν Κρόιφ, που επίσης έφυγαν πριν ο χρόνος τούς κατεδαφίσει, βρήκαν πολλούς να ταυτιστούν με τις μικρές ή μεγάλες καταχρήσεις τους.

Ο Μαραντόνα, όμως, πήγε πιο μακριά, όχι μόνο γιατί υπήρξε πιο προικισμένος ποδοσφαιριστής. Αλλά επειδή...

 

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ενας αφιλότιμος παιχταράς

Του Ηλία Μαγκλίνη

Καλώς ή κακώς, το ποδόσφαιρο παίζει διαχρονικά μεγάλο ρόλο στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Εχει τις μυθολογίες και τους ήρωές του. 

Ο Μαραντόνα, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι μία από αυτές τις μυθολογίες, ένας από αυτούς τους ήρωες.

Για την ακρίβεια, ίσως να είναι «ο» ήρωας, «η» μυθολογία.
Και όχι επειδή βάφτισε το χέρι του «χέρι του Θεού», σε μία από τις πιο βρώμικες χειρονομίες του. Ούτε, επίσης, επειδή προερχόταν από ταπεινή οικογένεια ή επειδή τον «υιοθέτησαν» αριστεροί ή επειδή ο ίδιος εγκωμίαζε τον Κάστρο. Αυτές είναι οι αναπόφευκτες γραφικότητες που συνοδεύουν τέτοιου τύπου (παρα)φιλολογίες.

Ο Μαραντόνα, νεκρός στα εξήντα του πλέον, ήξερε περισσότερο από τον καθένα να παίρνει παιχνίδια πάνω του, ολομόναχος. Να παίρνει ολόκληρες ομάδες πάνω του.  

Αυτό ήταν κάτι που ούτε ο Πελέ μπορούσε να πετύχει. Και σίγουρα όχι ο (μέγιστος) Μέσι, ο οποίος ξεδιπλώνει το τεράστιο ταλέντο του κυρίως στο «Καμπ Νου», δηλαδή στους εντός έδρας αγώνες της Μπαρτσελόνα.

Ο Μαραντόνα είχε ένα πάθος παντός καιρού. Και παρά το ανοικονόμητο, πληθωρικό εγώ, δενόταν με την (εκάστοτε) ομάδα στις τάξεις της οποίας έπαιζε

Σπάνιο φαινόμενο στο ποδόσφαιρο, αυτό το υπέρμετρο εγώ να ταυτίζεται με το συλλογικό – με τον αθλητικό σύλλογο, τη φανέλα και το έμβλημα του οποίου τυγχάνει να φοράει ένας παίκτης.  

Κι ωστόσο, αυτή η λυσσαλέα αυτοπεποίθηση έκρυβε έναν βαθύτατα ελλειμματικό εαυτό. Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά: ήταν και αυτός πλασμένος από σάρκα και οστά. Από μνήμες και σύνδρομα, φοβίες και εμμονές. Η καταφυγή του στις ουσίες και στον μανικό ηδονισμό, δηλαδή στην αχαλίνωτη κατανάλωση της στιγμής έναντι της διάρκειας, ήταν, προφανώς, συνέπειες των εσωτερικών ελλειμμάτων του ψυχισμού του.

Λατρεύτηκε και γι’ αυτό όμως. Αγαπήθηκε για τα πάθη του. Για μια πτυχή του, δηλαδή, που ελάχιστα είχε να κάνει με το ποδοσφαιρικό του ταλέντο και με έναν τρόπο που ουδέποτε λατρεύτηκαν άλλοι μεγάλοι» παίκτες, «κύριοι» που ουδέποτε υπήρξε ο Μαραντόνα: φέρνω στον νου προσωπικές μου αδυναμίες, από τον Κρόιφ και τον σιωπηρό, χαμηλών τόνων, αλλά πολύ μεγάλο Αργεντίνο Αρντίλες έως και τον Καντονά.

Ουδέποτε θαύμασα το «χέρι του Θεού». Ο Σίλτον, ο τερματοφύλακας της Αγγλίας σε εκείνο τον αγώνα, δήλωσε μεν τη λύπη του για τον θάνατο του Μαραντόνα, τόνισε ωστόσο ότι ναι μεν είχε μεγαλείο στο παιχνίδι του ο Μαραντόνα, αλλά δεν είχε διόλου «sportsmanship». Ας πούμε, δεν είχε φιλότιμο ως αθλητής.

Βεβαίως, ας θυμηθούμε ότι εκείνος ο αγώνας συνέβη τέσσερα μόλις χρόνια μετά τον πόλεμο των Φόκλαντ. Αυτό όμως δεν αναιρεί τη «βρωμιά» – την οποία δεν είχε ανάγκη ένας Μαραντόνα.

Αλλά ...

 

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ο ποιητής του χόρτου


Του Μιχάλη Τσιντσίνη

Στην πλατεία του Σαν Μαρτίν, σε μία από τις γειτονιές που το Μπουένος Αϊρες θυμίζει Παρίσι, έχει στηθεί ένα κενοτάφιο για τους πεσόντες στις Μαλβίνες. Ετσι λένε οι Αργεντινοί τα νησιά που ο υπόλοιπος κόσμος έμαθε να ονομάζει Φόκλαντς.
 

Στην πλατεία αυτή, λίγα βήματα από το διαμέρισμα όπου έζησε τα τελευταία του χρόνια, έκανε την απογευματινή βόλτα του ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Σε ένα ποίημα που της αφιέρωσε νιώθει –«νιώθει», γιατί πλέον δεν έβλεπε– την πλατεία το σούρουπο να του ανοίγεται «σαν τον θάνατο, σαν τον ύπνο».
 

Για εκείνους τους νεκρούς στις Μαλβίνες, ο κοντός και στραβοκάνης μπουκαδόρος πήρε αναίμακτη εκδίκηση το 1986. Αναίμακτη αλλά λυσσασμένη, με νύχια και με δόντια, με χέρια και με πόδια – κυριολεκτικά.
 
Στην άλλη γειτονιά, την Μπόκα, που βρίσκεται στην μπούκα –το εκβάλλον στόμα– του ποταμού, ο Μαραντόνα δεν θαυμάζεται απλώς. Λατρεύεται. Η μορφή του δεσπόζει σε εικόνες, σε τσικνισμένες κορνίζες μέσα στις παρίγιας – τα μπριζολάδικα· σε τοιχογραφίες στους δρόμους· ακόμη και σε αυτοσχέδιους ανδριάντες.
 
Ο Μαραντόνα δεν είχε τα εργαλεία του Μπόρχες. Η δική του τέχνη δεν ήταν υποτελής στο νόημα. Δεν υπάκουε καν στις νόρμες του ίδιου του παιχνιδιού, στο πλαίσιο του οποίου υποτίθεται ότι ξεδιπλωνόταν.
 
Ο ποιητής του χόρτου είχε στη διάθεσή του μόνο αυτό το βραχύ, κακοχυμένο σαρκίο, στο οποίο όμως φώλιαζε ένα απαράμιλλο χορευτικό χάρισμα. Ή περίπου χορευτικό.
 
Μόνο αλληγορικά μπορεί κανείς να δοκιμάσει να ορίσει την ικανότητά του να φρενάρει τρέχοντας χωρίς να σταματάει – να επιβραδύνει ανεπαίσθητα, μόνο για να αλλάξει λίγο κατεύθυνση και να προσπεράσει τους αντιπάλους του σαν να ήταν βιδωμένοι στο χώμα. Ναι, είχε βάλει και χέρι. Αλλά το σύνολο της επίδοσής του σε εκείνο το αλησμόνητο ματς δικαίωσε και την κλοπή ως μία εκ των καλών τεχνών.
 
Στο τέλος σε υποχρέωνε να θαυμάσεις το ανοσιούργημα του πρώτου γκολ εξίσου με το αριστούργημα του δεύτερου. Σε υποχρέωνε να μην μπορείς να φανταστείς το ένα χωρίς το άλλο: η συνάφειά τους ήταν κρυμμένη στη ριζοσπαστική ασέβεια προς τους κανόνες. Οχι μόνο τους θετούς κανόνες της ποδόσφαιρας που απαγορεύεται να την πιάνεις· αλλά και τους ίδιους τους φυσικούς κανόνες της βαρύτητας, τους οποίους αψήφησε για να υπερκεράσει αύτανδρη την κακομοίρα, την αποικιοκρατική Αγγλία.
 
Ο Μαραντόνα ήταν ανεξήγητος και αφόρητος πρωτίστως για τον εαυτό του. Δεν μπόρεσε να οικονομήσει το χάρισμά του. 

Τα τρόπαια και το όνομα που έκανε χάρη στα τρόπαια αποδείχθηκαν...

 

ΠΡΟΣΩΠΑ: Φαντάσματα και όνειρα

Του ΜΙΧΑΛΗ ΜΗΤΣΟΥ

«Πέτρο, καλά είσαι;» ρώτησα χθες το μεσημέρι το πάντα κεφάτο παιδί που δουλεύει στο αγαπημένο μου καφέ. 

«Οχι», απάντησε κατηγορηματικά. Ξαφνιάστηκα. Γιατί; «Πώς να είμαι καλά; Πέθανε ο Θεός».

Δείτε πώς το θέτει ο πρώην γραμματέας του Ιταλικού Δημοκρατικού Κόμματος, Βάλτερ Βελτρόνι. Η Αργεντινή, έγραψε χθες στην Corriere della Sera, είναι μια χώρα εύθραυστη και προδομένη, με μια μεγάλη υπερηφάνεια και μια σπαρακτική μελαγχολία. Είναι γεμάτη φαντάσματα και όνειρα. Είναι η πατρίδα του Μπόρχες, του Κορτάσαρ, του Μπιόι Κασάρες και του Ερνέστο Σάμπατο. Ο μαγικός ρεαλισμός ήταν ο τρόπος να εκφραστεί αυτή η ψυχή που αιωρούνταν ανάμεσα στην ωμή πραγματικότητα και την ανάγκη της φαντασίας. Ο Μαραντόνα ήταν ένα πρόσωπο του μαγικού ρεαλισμού. Εκανε με την μπάλα αυτό που ο Φελίνι έκανε με τις εικόνες. Ηταν ταυτόχρονα δημιουργία και αυτοκαταστροφή.

Δείτε πώς το είχε θέσει πριν από δεκαπέντε χρόνια ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας. Το πρώτο γκολ του Μαραντόνα εναντίον της Αγγλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986, είχε πει ο Μέρβιν Κινγκ αναφερόμενος στο περίφημο «Χέρι του Θεού», συμπύκνωνε το μυστήριο και τον μυστικισμό που χαρακτήριζαν κάποτε την προσέγγιση των κεντρικών τραπεζών: ήταν απροσδόκητο, χρονικά ασυνεπές και εναντίον των κανόνων. Οσο για το δεύτερο γκολ του σε εκείνον τον αγώνα, το αξιοσημείωτο ήταν ότι το έβαλε αφού πέρασε πέντε παίκτες τρέχοντας σε ευθεία γραμμή. Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο; Η απάντηση είναι ότι οι άγγλοι αμυντικοί περίμεναν ο Μαραντόνα να κινηθεί είτε δεξιά είτε αριστερά και αντέδρασαν αναλόγως. Το ίδιο συμβαίνει με τη νομισματική πολιτική. Οι αγορές αντιδρούν με βάση αυτό που περιμένουν. Και συνήθως περιμένουν είτε αύξηση είτε μείωση των επιτοκίων. Οι κεντρικές τράπεζες επηρεάζουν έτσι συχνά την πορεία της οικονομίας οδεύοντας σε ευθεία γραμμή, κρατώντας δηλαδή τα επιτόκια σταθερά.

Δείτε, τέλος, πώς το θέτει ο γάλλος ιστορικός του αθλητισμού Πολ Ντιετσί, που διδάσκει σύγχρονη ιστορία στο πανεπιστήμιο Franche-Comté. O Μαραντόνα ήταν ο εκπρόσωπος του Νότου, λέει στη Liberation, είτε φορούσε το σορτσάκι της Αργεντινής είτε της Νάπολης. Επέτρεπε στους outsiders να κερδίζουν. Εγινε η φωνή των μικρών που κερδίζουν τους μεγάλους, ενσάρκωνε την ηθική του ληστή που παραβιάζει τους κανόνες για να αντιστρέψει τις ανισότητες. Χάρισε στη Νάπολη το πρώτο της πρωτάθλημα σε μια εποχή που είχε αρχίσει να φουντώνει στην Ιταλία η αντιπάθεια προς τον Νότο λόγω της κυριαρχίας των Μαφιών. Λένε μάλιστα πως η Καμόρα ικανοποιούσε τα γούστα του για τις γυναίκες και την κοκαΐνη ώστε να τον κρατήσει εκεί.

«Με χαρακτηρίζουν τον κακό του σινεμά, κι αυτό δεν το δέχομαι, γιατί δεν έκλεψα ποτέ κανέναν, δεν έκανα ποτέ κακό σε κανέναν», είχε πει κάποτε ο Μαραντόνα σε μια συνέντευξή του στον Τζάνι Μινά. «Αν έκανα κακό...

 

ΠΡΟΣΩΠΑ: Μια πάσα για τον Μαραντόνα!

Γράφει ο  ΞΕΝΟΦΩΝ Α. ΜΠΡΟΥΝΤΖAΚΗΣ

Μπαχ ή Μότσαρτ, Ντοστογιέφσκι ή Τολστόι, Μιχαήλ Άγγελος ή Πικάσο, Τζένη Καρέζη ή Αλίκη Βουγιουκλάκη, κρασί ή ουίσκι;  

Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα όσο και απογοητευτικά ανύπαρκτα, δίχως υπόσταση. Ο Μαραντόνα δεν ήταν τεράστιος ποδοσφαιριστής σε σχέση με τον Πελέ αλλά σε σχέση με το ποδόσφαιρο. Υπήρξε μοναδικό καλούπι, όπως όλες οι μοναδικές ιδιοφυείς περιπτώσεις που είναι εκτός μέτρου και σύγκρισης.  

Πελέ ή Μαραντόνα;  

Πρόκειται για ένα ερώτημα κενό. Όποιος τολμά να απαντήσει σε παρόμοια ερωτήματα, είναι σα να υπογράφει δήλωση ασχετοσύνης.

Ο Μαραντόνα ήταν αφ εαυτού τεράστιος ποδοσφαιριστής όπως υπήρξε και ο Πελέ, και πιο παλιά ο Ντι Στέφανο, ο Γκαρίντσα, ο Μπέστ, ο Κρόιφ, ή μεταγενέστερα ο Ζιντάν, ο Ρονάλντο, ο Ροναλντίνιο, ο Μέσι και άλλοι. Πρόκειται για ποδοσφαιρικές ιδιοφυίες που απλά δεν συγκρίνονται.

Ο Μαραντόνα ήταν απλά ο Μαραντόνα και γι’ αυτόν τον μοναδικό λόγο υπήρξε ξεχωριστός, όχι γιατί υπερτερούσε ή υπολειπόταν του ΠελέΤο ποδόσφαιρο, όπως και κάθε καλή τέχνη, είναι πολυθεϊστική θρησκεία, λατρεύονται πολλοί θεοί - και ο Ντιέγκο είναι ένας από αυτούς! Ένας από αυτούς που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ και για έναν λόγο ακόμα: διότι υπήρξε ατίθασος παιχταράς και στη ζωή, με τις τρέλες, του, τις ακρότητές του, τις μεταφυσικές του ντρίπλες, κυρίως όμως γιατί υπήρξε ένας από όλους εκείνους τους πολλούς – ένα παιδί που δεν μεγάλωσε, που δεν έθαψε μέσα του το χαμίνι από τις αλάνες, μια σπάνια θεότητα, El Pibe de Oro, «το χρυσό παιδί» που δεν έκρυψε τις αδυναμίες του και τσαλακώθηκε παλεύοντας με το ταλέντο και τη δόξα του.  

Ο Ντιέγκο, ο βραχύσωμος δαίμονας των αγωνιστικών χώρων, θα μας συνεπαίρνει για πάντα, θα τον θυμόμαστε από τότε που πήρε τη μπάλα, μόνος εναντίον όλων, φορτωμένος όλη την Αργεντινή στην πλάτη του και όρμησε εναντίον της Αγγλίας, για να ξεπλύνει την ταπείνωση του πολέμου των Φώκλαντ, αφήνοντας πίσω του τους Εγγλέζους να κάνουν εμετό. Δεν θα τον ξεχάσουμε να πηδά σαν ξωτικό «λίγο με το κεφάλι,  λίγο με το χέρι» για να λυγίσει την υπερδύναμη, να βγάλει τους Αργεντινούς στους δρόμους, να τους χαρίσει την εντύπωση μιας ρεβάνς…  Δεν θα ξεχάσουμε τα παιχνίδια του στη Νάπολη, ξανά μόνος εναντίον όλου του υπερόπτη Βορρά!

Αν είχε κάτι που τον ξεχώριζε μέσα στο πάνθεον των μεγάλων, είναι ότι ο Μαραντόνα σε σχέση με τους ισόθεούς του μπαλαδόρους, υπήρξε ίσως ο μόνος που δεν έπαιξε σε ομάδες –υπερδυνάμεις, που δεν υποστηρίχθηκε από επίσης μεγάλους ποδοσφαιριστές, αλλά μεγαλούργησε σε μικρών δυνατοτήτων ομάδες των οποίων την δυναμική άλλαζε μόνος του.

Αυθάδης, ακραίος, ανερμάτιστος, ανθρώπινος, ένας θεός γεμάτος ελαττώματα, δικός μας μέχρι συγκινήσεως.  

Θα τον θυμόμαστε σαν βασιλιά των γηπέδων, μαζί με τον αλήστου μνήμης, Τζωρτζ Μπεστ, που από παραξενιά της μοίρας, πέθανε την ίδια ημέρα, ακριβώς πριν 15 χρόνια αφήνοντας πίσω του εκτός από το μοναδικό ταλέντο του, τις παμπ, τις  μπύρες, τα ξέχειλα με αποτσίγαρα, σταχτοδοχεία, τους τσακωμούς, τους έρωτές του.  

Μπεστ και Μαραντόνα  δεν αποσύρθηκαν ποτέ από τη μάχη. Συνέχισαν να παίζουν εκτός παιδιάς, στο πραγματικό παιχνίδι της ζωής.  

Δεν έγιναν ποτέ... 

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ιερουργός σε μια παγκόσμια «θρησκεία» όπου κανείς δεν είναι αλάνθαστος.


Του ΓΙΑΝΝΗ ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗ

 Για τον Μαραντόνα δεν έχω να πω πολλά. Αντιλαμβάνομαι ότι ήταν ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής, όχι πάντως από τους αγαπημένους μου.

Πάντα με γοήτευαν περισσότερο οι «σταρ ομάδας» από τον Μπεκενμπάουερ και τον Κρόιφ έως τον Πλατινί και τον Ζιντάν. Αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

Δεν σας κρύβω πως το παγκόσμιο κατευόδιο για τον Μαραντόνα με συγκίνησε – νομίζω ότι οι περισσότεροι αποχαιρετήσαμε μαζί του τα χρόνια που έτρεχε στο γήπεδο.

Αλλά μου θύμισε, αν μη τι άλλο, πως το ποδόσφαιρο σήμερα είναι ό,τι κοντινότερο έχουμε σε μια παγκόσμια θρησκεία.

Με θεούς, ήρωες, ημίθεους, πιστούς, φύλακες αγγέλους, πάθος, φανατισμό και μια λατρευτική διαδικασία που φέρνει κοντά σε έναν κοινό βωμό με κοινούς κανόνες όλες τις άλλες θρησκείες του πλανήτη.

Αντιλαμβάνομαι ότι η σύγκριση μπορεί να ξενίσει και προφανώς δεν τη χρησιμοποιώ με πρόθεση πρόκλησης ή προσβολής. Σέβομαι όλες τις ευαισθησίες κι ασφαλώς τις θρησκευτικές.

Από την άλλη πλευρά όμως θέλω να ελπίζω πως αυτή η ιδιότυπη «παγκόσμια θρησκεία» είναι για καλό. Πως ό,τι φέρνει κοντά τους ανθρώπους πέρα από διακρίσεις και διαφορές κάνει καλό.

Θα μου πείτε μπορεί να μην πλακωνόμαστε για το τζιχάντ αλλά πιανόμαστε στα χέρια για ένα οφσάιντ.  

Καμία αντίρρηση. Αλλά, μεταξύ μας, πόσοι άνθρωποι στον κόσμο έχουν σκοτωθεί για ένα οφσάιντ;

Θυμάμαι μια μνημειώδη συζήτηση του Πλατινί με τη Μαργκερίτ Ντιράς στον (τότε) «Nouvel Observateur» όπου ο Πλατινί έλεγε ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα «παιχνίδι λαθών». Κι εξηγούσε πως αν δεν γινόταν κάποιο λάθος «όλα τα παιχνίδια θα τελείωναν μηδέν – μηδέν».

Αν είναι έτσι (και δεν έχω λόγο να μην το δεχτώ…) νομίζω ότι μια ακαταμάχητη πλευρά του ποδοσφαίρου είναι ότι λατρεύει τα ινδάλματά του για τις ωραίες στιγμές τους και παρά τα λάθη τους.

Ετσι αντιλαμβάνομαι και την παγκόσμια οιμωγή για τον Μαραντόνα. Δεν ήταν ένας αλάνθαστος θεός, αλλά ιερουργούσε σε μια «θρησκεία» όπου κανείς δεν είναι αλάνθαστος.

Τα υπόλοιπα μπορεί ο καθένας να τα αξιολογήσει κατά το γούστο του. Κάποιοι λατρεύουν τα αριστεροπόδαρα δεκάρια. Κάποιοι τους γκολτζήδες σέντερ-φορ. Κάποιοι τα σκληροτράχηλα μπακ. Και κάποιοι τους αίλουρους τερματοφύλακες.

Θα κάνει λάθος όμως όποιος παραβλέψει τις απροσδόκητες στιγμές που συνολικά προσφέρει το ποδόσφαιρο. Και οι οποίες σχεδόν από μόνες τους εξηγούν την επιτυχία του.

Σε πείσμα του Γκάρι Λίνεκερ, το ποδόσφαιρο δεν είναι τελικά ένα παιχνίδι που παίζουν είκοσι δύο παίκτες με μια μπάλα και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί.

Διότι ...

 

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ένας θεός αμαρτωλός

 Toυ Παντελή Μπουκάλα

Δυο λογιών, χονδρικώς, οι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές. Οσοι μιλάνε στην μπάλα κι όσοι τη χτυπάνε.  

Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα και ο Πελέ τής μιλάνε, και το δίλημμα «ποιος ο καλύτερος» είναι ποδοσφαιρικώς ανόητο. Ο ενεστώτας εξακολουθεί να ισχύει παρά τον θάνατο του Αργεντινού. Η φαντασία μας, εφοδιασμένη από την τηλεόραση, δεν θα πάψει ποτέ να τους απολαμβάνει στο γήπεδο, τη δική τους θεατρική σκηνή: να γράφουν, να ζωγραφίζουν, να χορεύουν, να προσποιούνται: όλες οι τέχνες σε μία. Και αυτοί, λάτρεις και υπηρέτες της στρογγυλής θεάς.

Μαζί τους, στην ίδια χορεία, μπαλαδόροι σαν τον Λιονέλ Μέσι, τον Ρονάλντο (τον πρώτο, το «Φαινόμενο») κι εκείνα τα τέσσερα δεκάρια που συντρόφευαν το Μέγα Δέκα, τον Πελέ, στην Εθνική Βραζιλίας, το 1970, στο Μουντιάλ του Μεξικού: Τοστάο, Ζέρσον, Ζαϊρζίνιο, Ριβελίνο.  

Ο Κριστιάνο; Οχι, αυτός δεν της μιλάει της μπάλας. Τη χτυπάει. Αποτελεσματικά βεβαίως, αφού τη στέλνει στα δίχτυα. Αλλά σαν αλαζόνας δεσπότης της, όχι σαν υπηρέτης της, γεγονός που φαίνεται και στον δημοσίως ιδιωτικό βίο του.

Η περί τον Μαραντόνα θεο-λογία, που αποτυπώθηκε σε αναρίθμητους υμνητικούς τίτλους ποικίλων γλωσσών, έχει ιδρυτή της τον ίδιο και την εξήγησή του για «το χέρι του Θεού» που έστειλε την μπάλα στα δίχτυα της Αγγλίας το 1986. 

Δεν ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής που έκλεβε ούτε ο τελευταίος.

Ηταν ο πρώτος και ο τελευταίος που δικαιολόγησε την κλοπή με τη σκληρή ειρωνεία του τσογλανιού που παίζει μπάλα σε αλάνα. Για τους Αργεντίνους το γκολ αυτό ήταν η εκδίκησή τους κατά των Αγγλων για τα Φόκλαντ. Το δεύτερο που έβαλε ο Μαραντόνα τέσσερα λεπτά αργότερα, τριπλάροντας ακόμα και τα δοκάρια, ένα από τα πιο όμορφα γκολ στην ιστορία του ποδοσφαίρου, το μέτρησαν σαν τελεσίδικη απόδειξη πως ο δικός τους είναι ο καλύτερος παίκτης του κόσμου· ποιος Πελέ.  


Οι Αγγλοι πάλι δεν ξέχασαν ούτε προχθές στα πρωτοσέλιδά τους τον «παλιάνθρωπο», τον «κλέφτη».
Τα Φόκλαντ μπορεί και να μην τα θυμούνται καν. Ή να αδιαφορούν πια.

Τίποτε πιο χαρακτηριστικό για το ποιόν του Μαραντόνα από την προθέρμανσή του: οι άλλοι ίδρωναν, αυτός χόρευε. Επαιζε. Διασκέδαζε ο ίδιος πριν δωρίσει αφειδώς τέρψη.  

Εξαρτημένος από την μπάλα ήταν παρά από τις ουσίες. Δίδαξε ότι ποδόσφαιρο παίζουν και οι κοντοί, και οι κοντόχοντροι ακόμη, αφού παίζεται με το μυαλό, όχι με γραμμωμένο μυϊκό σύστημα.

Τόσο αμαρτωλός θεός όσο ο Ντιέγκο, μόνο...

 

ΠΡΟΣΩΠΑ: Εκανε τη Γη μια μπάλα

 

Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΔΕΛΛΗ

Ο μύθος λέει πως άνοιξη του 1987 κάποιος – θέλοντας να περιγράψει την έκσταση Μαραντόνα που έκαιγε τον ιταλικό Νότο – έκανε το αμίμητο. Πήρε ένα «σπρέι», πήγε στη μάντρα έξω από το κοιμητήριο της Νάπολης και έγραψε λιτά και κατανοητά: «Δεν ξέρετε τι χάνετε»…

Αν είσαι από τους τυχερούς που είδες με τα μάτια σου αυτό το αξεπέραστο «φαινόμενο», έστω για λίγο, τριάντα τρία χρόνια μετά, τώρα που πέφτουν οι τίτλοι του τέλους, συνυπογράφεις.

Αν πάλι – λόγω ηλικίας – δεν έχεις δει κάτι παραπάνω από τα βιντεάκια του YouTube ή τα ντοκιμαντέρ στις πολλές και διάφορες απόπειρες καταγραφής, τότε συγγνώμη, αλλά δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί η χθεσινή Εκίπ (
Η Ναυαρχίδα του αθλητισμού, από τη χώρα που γέννησε τον Μισέλ Πλατινί και τον Ζινεντίν Ζιντάν) έγραψε πως «Ο Θεός πέθανε».

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν ήταν κάποιος που έγινε μεγάλος από το ποδόσφαιρο. Ηταν κάποιος που έκανε το ποδόσφαιρο μεγαλύτερο. Ενας φτωχοδιάβολος από το Λανούς με φτερά αγγέλου που από το ’78 – όταν ο Σέζαρ Λουίς Μενότι τον απέκλεισε από την αποστολή της Εθνικής Αργεντινής δημιουργώντας… εθνικό ζήτημα – μέχρι και σήμερα που ο πλανήτης φωνάζει AD10S, προκαλεί ρίγος.

Ο μεγαλύτερος σταρ του αθλητισμού. Εκείνος που έκανε εκατομμύρια να ταυτιστούν μαζί του. Οχι μόνο για το απαράμιλλο ταλέντο του, αλλά για τις φωτιές στα μάτια του και την ψυχή του. Αλλες φορές διάνοια και άλλες κανονικός τρελός. Με σκουλαρίκια στα αυτιά σε μια εποχή που δεν είναι σαν τη σημερινή. Με το τατουάζ του Τσε στο μπράτσο. Με όλες εκείνες τις ιδέες για έναν καλύτερο κόσμο. Και με ένα σωρό αδυναμίες που θύμιζαν πως τελικά πως κάτω από την πανοπλία της αθανασίας, είναι άνθρωπος…

Ενας ροκ σταρ που έκανε τη Γη μια μπάλα. Που έγινε αιτία να θάψουν από προχθές το τσεκούρι του πολέμου οι οπαδοί της Μπόκα και της Ρίβερ. Γιατί κάτω από τον Θεό είμαστε όλοι ίδιοι.

Αν δεν τον είδες με το «10» στην πλάτη; Δεν ξέρεις τι έχασες.

Αν πάλι τον είδες;  

Ποιος ξέρει ίσως όταν άκουσες το… ανήκουστο να...

 

ΠΡΟΣΩΠΑ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Και μετά τον Μαραντόνα, ποιος;

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Καλοκαίρι του 1984 στην Πομπηία. Κυριακή μεσημέρι προς απόγευμα, οι επισκέπτες ελάχιστοι. Την ησυχία του χώρου διέκοπταν κάθε τόσο ήχοι από εκρήξεις. Την εξήγηση μου την έδωσε ο φύλακας. Ηταν ο πρώτος αγώνας του Μαραντόνα με τη Νάπολη. Και κάθε φορά που άγγιζε την μπάλα γινόταν ο κακός χαμός από βεγγαλικά και κροτίδες. Πρώτη ανάμνηση. 

Η δεύτερη είναι το περίφημο «Χέρι του Θεού» σε εκείνο το Μουντιάλ.  

Τρίτη δεν έχω. 

Διάβαζα κάθε τόσο ιστορίες για ναρκωτικά και για την κατάθλιψη ενός θεού που εντέλει αποδείχθηκε θνητός. Αν και μου αρέσει το ποδόσφαιρο, είμαι ερασιτέχνης θεατής του. Δεν διαθέτω την ικανότητα να αποθηκεύω στη μνήμη μου «φάσεις» που ανακαλώντας τες αισθάνομαι την «ποίηση του ποδοσφαίρου». Διότι το άκουσα και αυτό: «Ο Μαραντόνα ανέδειξε το ποδόσφαιρο ως ποίηση». Και ο δημοσιογραφικός λυρισμός πλειοδοτεί. «Ο ήρωας των φτωχών», «ο εκδικητής του φτωχού ιταλικού Νότου απέναντι στον πλούσιο Βορρά», «ο εκδικητής της Αργεντινής μετά την ήττα στα Φόκλαντς», «ο αντισυστημικός», «ο φίλος του Κάστρο».  

Στον κόσμο μας λείπουν οι ήρωες. Σπανίζει το είδος και όταν χάνεται κάποιος από αυτούς, ο κόσμος μας θρηνεί.
 
Κάποτε, που η Αγγλία είχε χάσει έναν αγώνα από τη Γερμανία, ο Τσώρτσιλ είχε πει: «Με ενδιαφέρει περισσότερο που τους νικήσαμε δύο φορές στο άθλημα που αυτοί αγαπούν, τον πόλεμο».  

Το ποδόσφαιρο είναι πολεμική τέχνη. Κάθε γκολ είναι μια βολίδα που βρήκε τον στόχο της. Γι’ αυτό είναι λαϊκό άθλημα. Και γι’ αυτό ταυτίζεται τόσο εύκολα με τη σημαία, του συλλόγου ή του έθνους. Πλην όμως, σε αντίθεση με τον πόλεμο, δεν μεταμορφώνει την πραγματικότητα. Μετά τη νίκη ή την ήττα η ζωή συνεχίζει τον δρόμο της όπως και πριν.  

Η συλλογική μας μνήμη αναζητεί ήρωες που μεταμόρφωσαν τον κόσμο τους – για καλό και για κακό. Το παρόν αφηρωίζει όσους μπορούν να αναπαράγουν συμβολικά την πράξη της μεταμόρφωσης. Τη φοβάται τη μεταμόρφωση το παρόν και την κλείνει στα γήπεδα για να εκτονώσει τα αποθέματα της βίας που της περισσεύουν και της ποίησης που της λείπει. Η νεωτερική πραγματικότητα είναι ένα παιχνίδι συμβόλων.
 
Στην περίπτωση του Μαραντόνα, βέβαια, λειτουργεί και η νοσταλγία. Η νοσταλγία της νεότητας όσων τώρα τον θρηνούν. Αποκαλύπτει όμως και τη φτώχεια μας:  

ΠΡΟΣΩΠΑ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Περί λαϊκών ηρώων


 Του ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΝΟΥΤΣΟΥ

Το μέγεθος του Μαραντόνα φαίνεται από το γεγονός ότι ένα από τα μεγάλα ταμπού, η ασυλία του νεκρού δεν κρατήθηκε ούτε την πρώτη ώρα. Το χέρι του Θεού αναφερόταν μαζί με τον εθισμό στην κόκα του μακαρίτη. 

 Μπορεί να έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι στην Ελλάδα έχουμε δύο σετ κανόνων. 

Ενα με ευαισθησίες εσωτερικού που απαγορεύεται να γίνει αρνητική αναφορά σε Ελληνα που πέθανε πρόσφατα. 

Και ένα με ευαισθησίες εξωτερικού που ο αλλοδαπός μακαρίτης μπορεί με ασφάλεια να ξεπατωθεί αφού «ποιος ασχολείται τώρα με το τι γράφουν στην Ελλάδα για να παρεξηγηθεί»

Τον κύριο όμως ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι όσο το ποδόσφαιρο άλλο τόσο η προσωπική του ζωή δημιούργησαν τον μύθο του Μαραντόνα. Για τον κόσμο ο Μαραντόνα δεν ήταν ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής που έμπλεξε με την κόκα, αλλά ένας μεγάλος εκτός νόμου που έπαιζε ποδόσφαιρο. Ο outlaw που έχει γραμμένους τους νόμους και τις συμπεριφορές της κοινωνίας. Από τα ναρκωτικά στη ζωή, μέχρι το χέρι στο ποδόσφαιρο. 

  Ο μόνος τρόπος να εξεταστεί η λατρεία στον Μαραντόνα είναι με τη λατρεία των νοικοκυραίων στον outlaw. Σε αυτόν που κάνει πράγματα περιφρονώντας την εξουσία, τα οποία οι ίδιοι φοβούνται να κάνουν.  

Oπως ο Ντικ Τέρμπιν (Dick Turpin), ο πιο διάσημος highwayman του 18ου αιώνα. Ρομαντικός ήρωας των μεγάλων δρόμων στο βιβλίο «Rockwood» του Ουίλιαμ Χάρρισον Εϊνσουορθ (Ainsworth). Αδίστακτος εγκληματίας που για να του πει που κρύβει τα λεφτά δεν δίστασε να πετάξει μια γριά στο τζάκι στην πραγματικότητα. 

Ο Ρομπέν των Δασών που κλέβει από τους πλούσιους για να τα δώσει στους φτωχούς κρατώντας και κάτι για ελευθερώσει τον Βασιλιά Ριχάρδο στο βιβλίο της Καρόλα Ομαν (Carola Oman).

Tα βοσκόπουλα στις λαϊκές επιφυλλίδες του Θ. Δράκου στον «Θησαυρό», που βγαίνουν στο κλαρί. Γιατί εκτός που τους πρόσβαλε, είναι φτωχός και δεν τον αφήνει να την παντρευτεί ο πλούσιος τσέλιγκας. 

Ο Τσακιτζής ο Εφέ του Αϊδινίου, που μετά τον θάνατο του πατέρα του και την ατίμωση της μητέρας του φτιάχνει συμμορία στην περιοχή της Σμύρνης. Ληστεύει τους πλούσιους για να τα δώσει στους φτωχούς και απαγορεύει στους φοροεισπράκτορες να πατήσουν πόδι στην περιοχή του. 

Και αν ο Τζορτζ Μπεστ, που πέθανε πριν 15 χρόνια ίδια μέρα με τον Μαραντόνα, έκανε τα ίδια και χειρότερα δεν είχε την πολιτική να τον εξαγνίσει. Ο Μαραντόνα πήγαινε μετά στην Κούβα του Κάστρο και την Βενεζουέλα του Τσάβες. Ο Μπεστ στο παμπ της γειτονιάς. Το «ξόδεψα πολλά λεφτά σε ποτό, γκόμενες και ακριβά αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα τα σπατάλησα» του Μπεστ είναι το «δεν δίνω διάρα τσακιστή» του ληστή του Σαββόπουλου στον «Παλιάτσο και τον Ληστή». 

Οι λαϊκοί ήρωες πρέπει να πιστεύει ο κόσμος ότι νοιάζονται. 

 Ο Πελέ στηρίζει έξι ανθρωπιστικές οργανώσεις και ο Μαραντόνα έχει παίξει ένα ματς για φιλανθρωπικούς σκοπούς το 1984. Οι πιθανότητες του Πελέ να γίνει λαϊκός ήρωας είναι όσες και του Στουρνάρα. 

Στον «Ανθρωπο που θα Γινόταν Βασιλιάς» ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ έγραψε: «Εδώ κείτεται ένα ανόητος που θέλησε να τα βάλει με την Ανατολή». Το ίδιο ισχύει και με τους λαϊκούς ήρωες. O Μαραντόνα μπορεί στη Νάπολη να συνοδευόταν από μέλη της Καμόρα και να ήταν αδύνατον να τον πλησιάσεις, να είχε δύο κόρες και έξι άλλα παιδιά από διάφορες γυναίκες, να είχε κάνει μήνυση στην γυναίκα του ότι του έκλεβε λεφτά, αλλά...

 

ΠΡΟΣΩΠΑ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Ο άνθρωπος που θα γινόταν Βασιλιάς


Ε-Ξ-Α-Ι-Ρ-Ε-Τ-Ι-Κ-Ο

Γράφει ο Χρίστος Χρυσοστόμου Λιάπης MD, MSc, PhD
Ψυχίατρος –Διδάκτωρ Παν/μιου Αθηνών
Πρόεδρος ΚΕΘΕΑ

 

Ο Μαραντόνα πέθανε, νικημένος από τις εξαρτήσεις του. 

 Ο επίσης νικημένος από το αλκοόλ άσσος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ Τζορτζ Μπέστ, ο πιο ταλαντούχος παίκτης όλων των εποχών στην Αγγλία, είχε δηλώσει πριν πεθάνει από κίρρωση του ήπατος, αναφερόμενος στο πάθος του για το ποτό και τις γυναίκες, το οποίο κατέστρεψε τη χαρισματικότητα του ταλέντου του: «αν είχα γεννηθεί άσχημος, ο κόσμος θα ξεχνούσε τον Πελέ!!….»

Παραφράζοντας τα λόγια του, θα μπορούσαμε να πούμε, για τον εκδημήσαντα Ντιέγκο  πως: «Αν ο Μαραντόνα είχε γεννηθεί όμορφος, ο κόσμος θα ξεχνούσε τον Θεό…».

Σε κάθε περίπτωση, όσο μεγάλο και αν είναι το ταλέντο κάποιου, απέναντι στις εξαρτήσεις δεν υπάρχει χώρος για Νιτσεϊκούς υπεράνθρωπους. Μόνον για πεθαμένους «θεούς», όπως αυτός  που έφυγε από κοντά μας στις 25 Νοεμβρίου του 2020.

Το είχε πει ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, στον λόγο που έδωσε στις 18 Δεκεμβρίου του 1963 στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Michigan: «Το μέλλον ανήκει στους απροσάρμοστους»

Στη δεκαετία του 80, πιστεύαμε όλοι πως ο «μεγάλος απροσάρμοστος», ο ποδοσφαιρικός «θεός» που άκουγε στο όνομα Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα ανήκε στο μέλλον και πως το μέλλον του ανήκε επίσης. Πλέον, ο Ντιέγκο ανήκει στη σφαίρα του επέκεινα. Μια σφαίρα που δεν μπορεί να την ντριπλάρει και να την εξουσιάσει, όπως μάγευε τη στρογγυλή «θεά».

Όπως έγραψε για αυτόν ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, «η αλήθεια είναι πως είχε μπλέξει με την κοκαΐνη, όμως ντοπαριζόταν τις θλιβερές γιορτές για να ξεχάσει ή για να ξεχαστεί όταν ήδη τον κατέτρεχε η δόξα, που δεν τον άφηνε να ζήσει και που δίχως αυτήν δεν μπορούσε να ζήσει. Ένιωθε το βάρος του εαυτού του να τον συνθλίβει. Ο Μαραντόνα κουβαλούσε ένα φορτίο που ονομαζόταν Μαραντόνα και που του τσάκιζε την πλάτη».

Το ίδιο το ποδόσφαιρο δεν είναι παρά μια ομαδική φαντασίωση, ένα παιχνίδι συνειρμών, ονείρων και αναμνήσεων που σου προσφέρει την ταυτόχρονη δυνατότητα της έντονης συμμετοχής και της ασφαλούς αποστασιοποίησης.  

Αυτή τη δυνατότητα εξέφραζε καλύτερα από όλους ο Μαραντόνα. Η ζωή του μέσα και έξω από τα γήπεδα δεν ήταν παρά μια μοναδική οδός εκφόρτισης των ενστίκτων, των παρορμήσεων, των προσωπικών μας απογοητεύσεων και προσδοκιών.  

Και πάνω απ’ όλα αυτά (ή καλύτερα, εξαιτίας όλων αυτών) το ποδόσφαιρο είναι ένα μεγάλο παιχνίδι ευχαρίστησης, είναι «το σημαντικότερο από τα ασήμαντα της καθημερινής μας ζωής».

Ο Μαραντόνα, με την αναμφισβήτητη υπεροχή του παιχνιδιού του, με το «χέρι του θεού»,  με τον αντικομφορμισμό αλλά και με την «αμαρτία του, που ήταν το ότι επί χρόνια υπήρξε ο καλύτερος και εκείνος που ύψωνε τη φωνή καταγγέλλοντας όσα η εξουσία απαιτεί να αποσιωπούνται», αντιπροσώπευσε τόσο για το ποδοσφαιρικό όσο και για το μη ποδοσφαιρικό κατεστημένο τον μεγαλύτερο κίνδυνο:

. Τον κίνδυνο να γίνει το ποδόσφαιρο το πιο σημαντικό από τα σημαντικά.

Η αρχέγονη καταβολή του ποδοσφαίρου, βασίζεται στην αταβιστική ιδέα του αγώνα ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων με στόχο την επικράτηση, στο αδιάκοπο τρέξιμο των κυνηγών πίσω από το θήραμα, στην κοπιώδη ανάδειξη του ‘καλύτερου’ που αποτελεί το ψυχοκοινωνικό και το ιστορικό υπόστρωμα ανάπτυξης της λατρείας της στρογγυλής «θεάς». Ο Μαραντόνα, με τις εκφάνσεις και τις εκτροπές του, προσωποποιούσε με τον καλύτερο τρόπο αυτόν τον αταβισμό. Και δεν του αρκούσε να είναι ο «πρωθιερέας» της στρογγυλής «θεάς», αλλά ήθελε να γίνει ο ίδιος ο «θεός» του ποδοσφαίρου. Ο «θεός» μιας ψυχοτρόπου για το κοινό λατρείας βουτηγμένης στις ψυχοδραστικές ουσίες.

Καθώς το τρέξιμο και ο αγώνας αποσυνδέονται από τον κίνδυνο και την ανάγκη και γίνονται «χάριν παιδιάς», δηλαδή για την ευχαρίστηση, γεννιέται το ποδόσφαιρο. Ένα μεγάλο παιχνίδι φαντασιώσεων και συνδηλώσεων. Ένας συνειρμικός δίαυλος ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη γονιδιακή μνήμη των αταβιστικών μας καταβολών και παρορμήσεων.

Αυτή τη μνήμη των γονιδίων μας ενσάρκωνε με τις ενορμητικές ντρίπλες και τις παρορμητικές συμπεριφορές του ο Μαραντόνα.

Προσέφερε μια ασφαλή απενοχοποίηση των επιθετικών ενστίκτων, της ανταγωνιστικότητας και της αποτυχίας. Και φυσικά, σαν πραγματικός μάρτυρας της προσωπολατρικής του θρησκείας, προσέφερε τον εαυτό του βορά σε οπαδούς και εχθρούς.

Έγινε ο ίδιος ένας ατελείωτος, μεγάλος συνειρμός. Μια ασύγκριτη ευκαιρία διαλεκτικής αλληλεπίδρασης, ταύτισης και άπωσης.

Γιατί το ποδοσφαιρικό γήπεδο μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε χώρο όπου ο (κοινωνικά, οικονομικά, εθνικά) αδύνατος κερδίζει τον δυνατό. Οι ποδοσφαιρικοί αγώνες μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε δρώμενα όπου εκφορτίζονται ιστορικές διαφορές και αποκαθίστανται κοινωνικές αδικίες. Κι όλα αυτά ανέξοδα, με τίμημα το πάτημα του τηλεκοντρόλ ή το χαρτάκι του εισιτηρίου. Χωρίς πόλεμο, χωρίς επανάσταση, τις περισσότερες φορές και χωρίς ουσιαστική σύνδεση με την πραγματικότητα.

Από το «χέρι του θεού» όπου ο Ντιέγκο αποκαθιστά την εθνική ταπείνωση των Φώκλαντ, μέχρι τις εμφανίσεις της Σκωτίας και της Ουαλίας, όπου οι φανέλες είναι η μόνη ευκαιρία για να φανεί κάπου το εθνόσημο, το ποδόσφαιρο εκφράζει τη μοναδική του δυνατότητα να βρίσκεται σε αποκλειστική, αμφίδρομη σχέση με το συλλογικό ασυνείδητο των φιλάθλων όλου του κόσμου.

Από τον πρωτόγονο άνθρωπο που από τροφοσυλλέκτης μετατρέπεται σε κυνηγό καλπάζοντας πίσω από το θήραμα, μέχρι τον Σκωτσέζο επιθετικό που «καλπάζει» προς την περιοχή των Άγγλων λες και θέλει να εκδικηθεί για την καταπνιγμένη εξέγερση του Ουίλιαμ Ουάλλας, προβάλλει ανάγλυφα το μυστικό της μαγείας του ποδοσφαίρου· η ικανότητά του να προκαλεί άπειρους συνειρμούς.

Γι’ αυτό μαγεύει, γιατί περιφρονεί αυθάδικα την πραγματικότητα, γιατί λογοδοτεί μόνο στο ασυνείδητο, στις αναμνήσεις και στις φαντασιώσεις των οπαδών του, ή καλύτερα των υπηκόων του, ή –ας μας συγχωρεθεί η βαρύτητα της έκφρασης- των πιστών του.

Για αυτό βλέπουμε το ποδόσφαιρο, να παίρνει τις διαστάσεις «θεσμού», παγκόσμιας «θρησκείας» με κοινή γλώσσα, ιστορία και κώδικα και για αυτό, ως τέτοιο φαινόμενο έχει ανάγκη απ’ τους δικούς του «μύθους», «βασιλιάδες» και «θεούς».

Ο Πελέ ήταν ο βασιλιάς του. Ο άνθρωπος που γνώρισε την καθολική αναγνώριση στους αγωνιστικούς χώρους και την τιμητική μεταχείριση όταν έπαψε να αγωνίζεται: αμερικανικό πρωτάθλημα, πρεσβευτής της FIFA, υπουργός αθλητισμού. 

Ο Μαραντόνα ήταν «ο άνθρωπος που θα γινόταν Βασιλιάς». Προτίμησε όμως να παραμείνει…θεός στις  ομαδικές ψυχώσεις όλων των Αργεντίνων, όλων των απανταχού περιθωριοποιημένων που συγκρούονται με το κατεστημένο –έστω μέσα από τις ψευδαισθήσεις των ναρκωτικών.  

Οι βασιλιάδες όταν χάνουν τον θρόνο τους μπορούν –ενίοτε– να γίνουν πρεσβευτές ή διαφημιστές προϊόντων.

Για τους θεούς όμως η μοίρα είναι πιο σκληρή, όπως ήταν  και για τον Σον Κόνερυ που ενσάρκωσε τον Ντράβοτ του Κίπλινγκ στην ταινία «Ο άνθρωπος που θα γινόταν Βασιλιάς» όπου οι άνδρες μιας ημιάγριας φυλής παίζουν «κυνηγώντας» έφιπποι έναν στρόγγυλο σάκο που περιέχει το κεφάλι του βασιλιά των αντιπάλων, μετά θεοποιούν τον Κόνερυ και θέλουν να τον στέψουν βασιλιά αλλά τελικά τον σκοτώνουν όταν ανακαλύπτουν ότι μάτωνε κι εκείνος όπως όλοι οι κοινοί θνητοί.  

Έτσι και στο ποδόσφαιρο οι θεοί δεν συνταξιοδοτούνται, αλλά αποκαθηλώνονται και το θεοκτόνο παιχνίδι των συνειρμών συνεχίζεται.

Γι’ αυτό δημιουργούνται οι μεγάλες ομάδες, οι μεγάλοι παίκτες και τα είδωλα. 

Για...

 

ΠΡΟΣΩΠΑ: Πρόκειται περί… Μαραντόνα!

 
(Γράφτηκε στις 27/6/2018 αλλά είναι επίκαιρο σαν να γράφτηκε χθες...)

Χθες η Αργεντινή νίκησε με τα χίλια ζόρια, και με τη βοήθεια του Λιονέλ Μέσι, την Νιγηρία, με αποτέλεσμα να προκριθεί στον επόμενο γύρο. Αν δεν το πετύχαινε αυτό θα ήταν μια ύβρις… μια ιεροσυλία.

Μεγάλη εντύπωση όμως προκάλεσε η παρουσία του Μαραντόνα στις κερκίδες, με τον διάσημο αυτό «μάγο της μπάλας» τη μια να κοιμάται, και την άλλη να χτυπιέται σαν μαϊμού, δείχνοντας στους αντιπάλους τα μεσαία του δάχτυλα.
 

Όσοι δεν  ξέρουν περί τίνος πρόκειται, εξεπλάγησαν. Κάποιοι μάλιστα σοκαρίστηκαν. Τι είναι αυτά τα πράγματα; Ρωτούσαν…

Οι υπόλοιποι όμως απλά το δέχτηκαν ως ένα ακόμη από τα διάσημα καμώματα του σύγχρονου θρύλου, που στο κάτω κάτω, ότι και να πει, ότι και να κάνει συγχωρείται χάρη στο εξωγήινο ταλέντο του.
 
Το ποδόσφαιρο δεν είναι απλά ένα άθλημα, αλλά κάτι παραπάνω. Για πολλούς είναι τρόπος ζωής, και για άλλους ακόμη και θρησκεία.
 
Δεν είναι τυχαίο που στη χώρα μας, αν και ανυπόληπτη ποδοσφαιρικά, οι αθλητικές εφημερίδες και τα αθλητικά ραδιόφωνα γνωρίζουν πιένες, ακόμη και ντάλα καλοκαίρι εν μέσω ποδοσφαιρικής ραστώνης.
 
Οπότε, δεν πα να λένε οι διάφοροι άμπαλοι ότι τους καπνίσει; Η ουσία είναι ότι το ποδόσφαιρο είναι θρησκεία, και οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές οι προφήτες του.
 
Εκτός από έναν, ο οποίος είναι ο ΙΔΙΟΣ ΘΕΟΣ και μάλιστα με δικό του θρησκευτικό δόγμα. Με δική του εκκλησία.
 
 
Αναφέρομαι στον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ο οποίος (σε αντίθεση με τον εξίσου δεξιοτέχνη Χατζηπαναγή που γεννήθηκε στη Τασκένδη) είχε τη τύχη να γεννηθεί στην ποδοσφαιρομάνα Αργεντινή, σε μια χώρα δηλαδή όπου το ποδόσφαιρο αποτελεί καθεστώς, και χάρη στο απόκοσμο ταλέντο του έφτασε στο σημείο να ιδρυθεί ακόμη και θρησκεία στο όνομά του!!!!!
 
Είτε ασχολείστε με το ποδόσφαιρο είτε όχι, όλοι θα ξέρετε περί Μαραντόνα. Ενός κοντόχοντρου αλαζονικού ποδοσφαιριστή ο οποίος χάρη στο ταλέντο που λέγαμε όχι μόνο άφησε εποχή, αλλά λατρεύεται και σαν θεός.
 
Ο παγκόσμιος ποδοσφαιρικός κόσμος ανέκαθεν ήταν χωρισμένος στα δυο: Μεταξύ των οπαδών του Πελέ, κι εκείνων του Μαραντόνα. 
 
Ποιος ήταν ο καλύτερος; 
 
Για μένα ήταν ο Βάσια
που λέγαμε, αλλά τέλος πάντων.
 
Οι δυο αυτοί παίκτες λοιπόν, θεωρούνται οι καλύτεροι όλου του κόσμου και όλων των εποχών, πλην όμως μόνο ο ένας εκ των δυο λατρεύεται κυριολεκτικά σαν θεός, ασχέτως των πάμπολλων εγκόσμιων ελαττωμάτων του, με δική του εκκλησία και πιστούς.


Η συγκεκριμένη (αναγνωρισμένη) εκκλησία της Αργεντινής, που αποτελείται από εκατοντάδες χιλιάδες πιστούς λέγεται Inglesia Maradoniana (εκκλησία του Μαραντόνα) και έχει τον Ντιέγκο ως τον μοναδικό θεό. Πως λέμε Αλάχ; Κάπως έτσι…
 
Μπορεί να ακούγεται σαν ανέκδοτο αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς είναι αλήθεια. Και μάλιστα, οι πιστοί της εν λόγω Εκκλησίας δεν χρειάζεται να φανταστούν ή να πιστέψουν σε κάποια υπερφυσική και άυλη θεότητα, αφού τον δικό τους θεό τον χαίρονται και τον βλέπουν ζωντανό (ή σε βίντεο) την ώρα που τον λατρεύουν.
 
Μάλιστα είναι τόσο οργανωμένοι που έχουν και τις δικές τους δέκα εντολές, ενώ σε συντομογραφία ονομάζουν το δόγμα τους D10S, όπου D το αρχικό γράμμα του ονόματος του θεού τους, 10 το νούμερο της φανέλας του, και το τελικό  S, που σχηματίζει τη λέξη dios, θεός στα ισπανικά.
 
Οι Maradonianos δεν έχουν δικούς τους ναούς, μόνο σημεία λατρείας, αφού ναοί θεωρούνται όλα τα ποδοσφαιρικά στάδια του κόσμου στα οποία «δίδαξε» ο θεός τους, ενώ δεν πιστεύουν σε μία μόνο ομάδα, αλλά σε όλες όσες ευλόγησε με την παρουσία του ο Ντιέγκο… 
 
Έχουν μάλιστα και το δικό τους ημερολόγιο που ξεκινάει το 1961, τη χρονιά δηλαδή που γεννήθηκε ο «Σωτήρας» τους. Σήμερα δηλαδή, οι Maradonianos ζουν στο 57 AD, όπου AD σημαίνει  After Diego και όχι Anno Domini.
 
Σκοπός τους είναι, όπως λένε, να κρατήσουν ζωντανό το πάθος, αλλά και τη μαγεία, που χάρισε στα γήπεδα ο Ντιέγκο, και να θυμίζουν στους ανθρώπους τα θαύματα που έκανε ενώπιον εκατοντάδων εκατομμυρίων θεατών, με κυριότερο εκείνο του Μουντιάλ του 1986, οπότε σκόραρε χρησιμοποιώντας το χέρι του Θεού…
 
Ανάμεσα στις δέκα εντολές τους συμπεριλαμβάνονται και οι παρακάτω:

-Αγάπα το ποδόσφαιρο ως εαυτόν
-Διέδωσε το όνομα του Θεού Ντιέγκο Μαραντόνα σε ολόκληρο το σύμπαν
-Δώσε το όνομά του στα παιδιά σου, κλπ κλπ

Επίσης έχουν και το δικό τους «πιστεύω», που είναι το εξής:

Πιστεύω σε έναν Θεό, τον Ντιέγκο Μαραντόνα
Τον δημιουργό της μαγείας και του πάθους.
Που συνελήφθη χάρη στους Tota και Don Diego
Που γεννήθηκε στο χωριό Villa Fiorito
Που μαρτύρησε επί Havelange
Που σταυρώθηκε και βασανίστηκε
Που διώχθηκε από τα ανθρώπινα δικαστήρια
Και του έκοψαν τα πόδια
Αλλά επέστρεψε αναστημένος
Θα ζει για πάντα στις καρδιές μας
Εσαεί
Πιστεύω στο άγιο πνεύμα του ποδοσφαίρου
Στην ιερή Εκκλησία του Μαραντόνα
Στο γκολ εναντίον της Αγγλίας
Στο μαγικό αριστερό του πόδι
Στην αιώνια λατρεία του
Και στον αιώνιο Ντιέγκο

Οπότε, όλοι εσείς που μεγαλώσατε με τον κάγκουρα Ρονάλντο, αγνοώντας τη μαγεία του Ντιεγκίτο...