"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΝουΔο-γαλαζαίοι ΕΘΝΙΚΟΙ ΞΕΦΤΙΛΑΡΑΔΕΣ και ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΘΝΟΠΑΤΕΡΟ-ΞΕΦΤΙΛΑΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΝΕΟΚΑΤΣΑΠΛΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;»

 


Γράφει η Φωτεινή Τσαλίκογλου

Καθηγήτρια Ψυχολογίας, συγγραφέας.

 

Πότε να ήταν άραγε η πρώτη φορά; Ποιος ήταν εκείνος που πρώτος το ξεστόμισε;

Ισως κάπου εκεί γύρω στα 1830, κάποιος προύχοντας κοτζαμπάσης με τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Θα απευθύνθηκε σε κάποιο όργανο της νεοσυγκροτούμενης τότε τάξης. Σε κάποιον π.χ. ατυχή χωροφύλακα που τόλμησε να του επισημάνει κάποια παράβαση και… (ίσως όχι εμβρόντητος) άκουσε τον αφέντη να του ξεστομίζει μια φράση η οποία έκτοτε ταξιδεύει αμέριμνα και γράφει την ιστορία του τόπου μας: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε».

Τι ειρωνεία! Την ίδια στιγμή που προβάλλεις τον εαυτό σου, προβαίνεις στην αυτο-απονομιμοποίησή του.

Ποιος εαυτός όμως υπάρχει για να απονομιμοποιηθεί;

Ο «εαυτός» χάνει ολοένα και περισσότερο την αυτοδυναμία του. Μεταμορφώνεται σε ένα «ως εάν», as if, εαυτό. Εναν εαυτό μόνιμα προσανατολισμένο σε μια εικόνα. Σε ένα φαίνεσθαι, που η εξουσία παραλαμβάνει ως παίγνιο στα χέρια της, για να το καθυποτάξει στα κελεύσματά της.

Εαυτός;

Μα δεν υπάρχει! Στην ηγεμονία του ψηφιακού πολιτισμού ο εαυτός ασθμαίνει… αφυδατώνεται… εκλιπαρεί να είναι… ή σε κάποιες ατυχείς στιγμές, αν χρειαστεί, εκλιπαρεί να μην είναι.

Βλέπε την καταγράφουσα εικόνα της παντοδύναμης κάμερας στο αεροδρόμιο, αδιάψευστος μάρτυρας του συμβάντος ανάμεσα σε έναν βουλευτή, πρώην υπουργό και σε έναν εργαζόμενο στο αεροδρόμιο. Πόσο δεν θα βλαστημήθηκε η παρουσία της κάμερας! Eίναι οι στιγμές που έχοντας εισπράξει όλα τα τηλεοπτικά bonus της μέχρι τώρα δημόσιας παρουσίας σου, φτάνεις στο σημείο να αναφωνήσεις «Ανάθεμά σε, ρε ψηφιακέ πολιτισμέ»!

Oταν ο Γκι Ντεμπόρ έγραφε για την «Κοινωνία του θεάματος» (1967) η ηγεμονία του ψηφιακού πολιτισμού ήταν ακόμα στα σπάργανα.

Τώρα σε αυτήν κολυμπάμε. Σε αυτή πνιγόμαστε ή επιπλέουμε στα ρηχά, ή σπανιότερα, ως επιτήδειοι δύτες, απολαμβάνουμε τις δυνατότητες του ανεξερεύνητου βυθού της, δίχως να αφανιζόμαστε.

Ο βουλευτής και πρώην υπουργός είχε μια άτυχη στιγμή. Θα πέρναγε στα ψιλά, ούτε καν, αν δεν υπήρχε η καταγραφή της. Ο Μπουρντιέ το είχε προαναγγείλει «υπάρχω σημαίνει γίνομαι αντιληπτός».

Το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε» φλερτάρει με το φαντασιακό. Την ώρα που το ξεστομίζεις, αν είσαι κοντός ψηλώνεις, αν είσαι φτωχός γίνεσαι κατά τι πλουσιότερος, αν είσαι φαλακρός αποκτάς πλούσια κόμη. Αν είσαι πρώην υπουργός αποκτάς μια ψευδαίσθηση «νυν». Αν σε γενικές γραμμές νιώθεις ανύπαρκτος επιδοτείς τον εαυτό σου, έστω για μια στιγμή, με τη θαλπωρή μιας ύπαρξης.

Ελα όμως που η κοινωνία του θεάματος από την εποχή του Ντεμπόρ και του Μπουρντιέ έχει κάνει άλματα, που θα εξέπλητταν, ίσως, και τους δύο. Η ηγεμονία του ψηφιακού πολιτισμού, η ασύστολή δύναμη λειτουργεί σαν προέκταση του εαυτού μας.

Οι περιπέτειες του «Εγώ» στη μετα-κοινωνία, του μετα-θεάματος συνυφαίνεται με ένα «Εγώ» που περιμένει 5 μέρες για να ζητήσει συγγνώμη. Μια συγγνώμη κουρελού. Και ο επόμενος που θα πιαστεί στα πράσα, υποθέτω ως μαθημένη πλέον συμπεριφορά, άμεσα και γρήγορα, θα ξεστομίσει, ως πάγχρηστον, τη μαγική λέξη «Μα συγγνώμη!». «Σας είπα συγγνώμη!». Μονολογώντας από μέσα του, «Συγγνώμη σου λέω, ρε, φτάνω σε αυτό το σημείο, συγγνώμη, ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε, που σου ζητάω συγγνώμη;!».

Nα υποδύεσαι λοιπόν εφεξής ότι είσαι ικανός για ένα συγγνώμη μαθημένο, εξαρτημένο και αυτό από την παμφάγο κοινωνία του θεάματος! Μια κοινωνία που τα βρίσκει και τα κάνει.

Γιατί ουδείς απευθύνεται στον εαυτό του. Δεν είναι μια εσωτερική ανάγκη που θα σου υπαγόρευε ο εαυτός σου, όταν εκφέρεις ένα «συγγνώμη».

Γιατί;

Mα γιατί δεν υπάρχει εαυτός. Δεν υπάρχει ο εαυτός που θα σε παρότρυνε να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια, με σημασία, με αληθινότητα, ένα συγγνώμη που θα εκπορευόταν από το μέσα σου, και θα σου υπαγόρευε να απευθύνεσαι  στον άλλον, στον εργαζόμενο σαν ένα ισότιμο ανθρώπινο υποκείμενο που δεν το έχεις αδειάσει εσύ με το «κύρος» σου από την ανθρωπινότητά του. Δεν είναι πράγμα που το κατέχεις και  όταν δεν εκτελεί ως άψυχο αντικείμενο το αίτημά σου παύει να λογαριάζεται ως άνθρωπος. Γίνεται ένα άψυχο παίγνιο που ξεσπάς πάνω του την οργή σου «που δεν σου βγήκε» εκείνο που ήθελες, τη στιγμή που το ήθελες.

Πώς, λοιπόν, να υπάρξει η ανάγκη μιας συγγνώμης;

Οι πέντε μέρες που μεσολαβούν για το εκβιασμένο «συγγνώμη» είναι δηλωτικές της δηθενιάς, του as if, που μαστίζει  τον πολιτισμό μας. Εναν πολιτισμό που δεν αναφέρεται σε ανθρώπους αλλά σε μετα-ανθρώπους, για τους οποίους η λέξη «συγγνώμη» δεν είναι κάτι που εκπορεύεται από το μέσα της ψυχής, αλλά κάτι που εκπορεύεται από την επιταγή να αδράξεις το ηθικό πλεονέκτημα μιας συγγνώμης, που δεν σου ανήκει. Ηθικό πλεονέκτημα που προφανώς δεν ανήκει σε κανέναν πολιτικό χώρο. Ανήκει σε έναν αυθεντικό εαυτό που λάμπει διά της απουσίας του.

Το ηθικό πλεονέκτημα δεν είναι ιδιοκτησία πολιτικού κόμματος, δεν πωλείται, δεν αξιοποιείται, δεν εκχωρείται, συνδέεται με μια ιδέα που είθε να μη φθαρεί ποτέ.

Σήμερα «υπάρχω» εξακολουθεί να σημαίνει «γίνομαι αντιληπτός».

Πού όμως;

Στο Πανοπτικό βλέμμα ενός ψηφιακού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που είναι ικανός να με εξακοντίσει στον ουρανό ή να με βυθίσει στα τάρταρα.

Στην άλλη όχθη, το μάτι του διαβόλου – ή αλλιώς το μάτι του Θεού! – θα είναι εκεί και θα με καταγράφει τη στιγμή του ευτελισμού μου. Ευτελισμός, που – τι ειρωνεία! – συνδέεται με τη στιγμή που κάνοντας άσκηση της δύναμής μου «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε» κραυγάζω, ορμώντας στον ατυχή υπάλληλο του αεροδρομίου. Η εκδίκηση του ψηφιακού πολιτισμού! Καταγράφει αμείλικτα, έχει μια παράδοξα ανησυχητική δημοκρατικότητα. Δεν εξαιρεί, δεν χαϊδεύει… σε σπρώχνει να ζητήσεις συγγνώμη πέντε μέρες μετά.

Και, άκουσον, άκουσον, η συγγνώμη αυτή να ισοδυναμεί με …

ΠΑΣΧΑ - ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Το θαύμα μιας Ανάστασης

 

Της Φωτεινής Τσαλίκογλου

Εμπόλεμες ζώνες παντού γύρω μας. Γυμνές ζωές επιχειρούν να ζήσουν σε έναν καιόμενο και καταστρεφόμενο πλανήτη. Βία και βίος συνώνυμες λέξεις. Πάσχα κυρίου Πάσχα. Η προσδοκία της Ανάστασης.

Η Παναγία γυμνώνει το στήθος. Είναι αποφασισμένη. Μια αγέρωχη, μη διαπραγματεύσιμη, σοβαρότητα διαπερνά το βλέμμα της. Σε κοιτάζει ίσια στα μάτια. Πιάνει το στήθος της. Θα θηλάσει τον εσταυρωμένο γιο της.  

Σε καμιά εκκλησία δεν βρίσκεται αυτή η εικόνα. Είναι μοναδική και ανεύρετη. Ο Γάλλος ψυχίατρος Samuel-Lajeunesse (κατά τον Γιώργο Χειμωνά ‘’ο γιατρός Ινεότης’’) την είχε βρει, τη δεκαετία του 70 στο Παρίσι πεταμένη στα σκουπίδια.  

Τη δώρισε στον ψυχαναλυτή Θανάση Τζαβάρα, που με τη σειρά του μας την παραχώρησε για να την εκθέσουμε στην πιο σημαντική έκθεση της ζωής μου: ‘’Στην Άλλη Όχθη’’. Μια διεθνής εικαστική έκθεση που φτιάξαμε με την Κατερίνα Κοσκινά και τον Γιάννη Κασπίρη τo 2004 στα πλαίσια της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας. Συνταραχτικά εκθέματα ψυχικά διαταραγμένων δημιουργών από όλο τον κόσμο συναντήθηκαν στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων. Εργα τέχνης που συνδέονται με το βίωμα της ψυχικής οδύνης και την εμπειρία του ψυχιατρικού εγκλεισμού. Στη προμετωπίδα της έκθεσης φάνταζε αυτή η μοναδική εικόνα του εσταυρωμένου στην αγκαλιά της Θεομήτορος..

«Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;» Kι έπειτα πιο σιγανά προς την Παναγία που σπαράσσει στα πόδια του: «Μητέρα πεθαίνω»

Κι αν αυτός είναι ο κόσμος; Kι αν αυτό ονομάζεται ένας κόσμος; 

 «Μαμά πεθαίνω».

Η οδύνη, η ανείπωτη οδύνη .Kαι μια τρελή φαντασίωση:  

O νεκρός εσταυρωμένος...

 

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ: Η νηπενθής κοινωνία, η ουτοπία και η ελπίδα

Ε-Ξ-Α-Ι-Ρ-Ε-Τ-Ι-Κ-Ο
Καθηγήτριας Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. 
 
«Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα θα είναι θρησκευόμενος ή δεν θα υπάρξει». Η προφητεία του Μαλρό δεν ήταν λανθασμένη. Η κακοδαιμονία του σύγχρονου, μη θρησκευόμενου και όλο και πιο βαθιά δυστυχισμένου και ανήμπορου ανθρώπου είναι εμφανής.

Ο Ιγνάσιο Ραμονέ αναφέρει την ιστορία ενός χρεοκοπημένου μικροεπενδυτή που κρεμάστηκε σε ένα δημόσιο πάρκο στη Μαδρίτη, καταγγέλλοντας τον κανιβαλισμό του συστήματος. Στο γράμμα που άφησε έλεγε πως έδωσε μια ύστατη ελπίδα στον Θεό: «Είχα κάτι σαν όραμα, ότι ο Θεός υπάρχει και ότι ίσως η μοίρα μου δεν ήταν η αυτοκτονία». Αγόρασε λοιπόν με όσα χρήματα του είχαν απομείνει λαχεία και Λόττο. «Για να δω αν ο Θεός θα παρενέβαινε και θα με βοηθούσε να ζήσω». Αλλά ο ουρανός παρέμεινε απελπιστικά σιωπηλός, η τύχη δεν του χαμογέλασε και ο άνθρωπος στο τέλος κρεμάστηκε.

Να πεθαίνεις για τους λάθος λόγους είναι και σαν να ζεις για τους λάθος λόγ
ους.
Λάθος ζωές γεμίσαμε. Και να που τώρα βρισκόμαστε μια ανάσα κοντά στη συντριβή.  

Η βουλιμία της ευμάρειας έγινε ένα τρύπιο σωσίβιο και γύρω σαν μανιασμένος ωκεανός, ο θάνατος. Γυμνό σπασμένο παιχνιδάκι στα χέρια μιας δυσοίωνης μοίρας, ο άνθρωπος σήμερα πασχίζει να υπάρξει. Ανεπιτυχώς, όπως όλα δείχνουν. Kαταθλίψεις, βιαιοπραγίες, αυτοκτονίες, ψυχικές διαταραχές, επιλογή του μίσους ως τρόπου ζωής και κατασκευή φανταστικών εχθρών στη θέση ενός ξένου εαυτού.

Από την άλλη μεριά, ο περί ελπίδας λόγος έχει τα όριά του. Aξίζει να αναφέρουμε ότι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν πέθαιναν μόνο όσοι έχαναν την ελπίδα αλλά και όσοι κατακλύστηκαν από αυτήν. Ετσι, ο μέσος όρος θανάτων την εβδομάδα ανάμεσα στα Χριστούγεννα του 1944  και στην Πρωτοχρονιά του 1945 αυξήθηκε υπερβολικά. Η εξήγηση δεν βρισκόταν στις σκληρότερες συνθήκες ζωής ή σε κάποιες νέες επιδημίες αλλά στο ότι οι κρατούμενοι είχαν ζήσει με την αφελή ελπίδα ότι θα βρίσκονταν στα σπίτια τους για τις γιορτές. Οσο πλησίαζε η ώρα της διάψευσης έχαναν το κουράγιο τους και ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς πέθανε.

Η χαμένη ελπίδα σκοτώνει αλλά το ίδιο και ο πλεονασμός, η αφελής υπεραφθονία της ελπίδας.

Η εμπειρία του Αουσβιτς μας διδάσκει ακόμη ότι οι θρησκευόμενοι εβραίοι και οι κομμουνιστές ήσαν ψυχικά προνομιούχοι. Η πίστη ήταν θεραπευτική. Ενα ένδυμα που προστάτευε από την παγωνιά. Αλίμονο στους σκεπτικιστές διανοουμένους που αρκετοί, ακόμη και χρόνια μετά την απελευθέρωση, αυτοκτόνησαν.

Και σήμερα; Αν δεν έχεις την ευλογία του πιστού; Πόσο μπορείς να ελπίζεις δίχως να αυταπατάσαι;  
 
«Αν δεν πιστέψεις στο ανέφικτο, πώς θα το πετύχεις;». Ηταν το αγαπημένο μου σύνθημα στα χρόνια των σπουδών μου. Μιλάμε όμως για εποχές που η ελπίδα δεν ήταν μια απαγορευμένη, σχεδόν γραφική, αν όχι αφελής έννοια. Τότε που η πίστη πήγαζε από την ελπίδα ότι ένας άλλος κόσμος ήταν εφικτός.

Τα χρόνια κύλησαν κι εμείς πληρώσαμε ένα μεγάλο αντίτιμο. Γίναμε μια κοινωνία αναλφάβητων στον ψυχικό πόνο. Στον βωμό της όποιας ελπίδας θυσιάσαμε την επεξεργασία του πόνου. Οπως ο διάβολος το λιβάνι αποφύγαμε το πένθος. Κι όμως ο πόνος είναι μια δύναμη, μια γέφυρα που μας ενώνει με κοιτάσματα αλήθειας μέσα μας. Γι' αυτό και ο Ντοστογέφσκι παρακαλούσε «μονάχα ένα φοβάμαι, να είμαι ανάξιος της οδύνης μου, των μαρτυρίων μου».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Ντρέπομαι σαν χώρα

Της Φωτεινής Τσαλίκογλου 
Καθηγήτριας Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
 
Εικόνες ελληνικής απόγνωσης κάνουν τον γύρο του κόσμου. Ο «Guardian» ανέδειξε σε φωτογραφία της ημέρας τη δωρεάν διανομή τροφίμων στο κέντρο της Αθήνας. Δεκάδες άνθρωποι να στριμώχνονται και να απλώνουν τα χέρια περιμένοντας να πάρουν μια σακούλα λεμόνια. Αλλες φωτογραφίες με ανθρώπους να ζητούν δωρεάν λίγα τρόφιμα και άλλους να κόβουν ξύλα προκειμένου να ζεσταθούν αναπαράγονται από τα διεθνή ΜΜΕ.

Η εικόνα μιας εξαθλιωμένης Ελλάδας ταξιδεύει και πληγώνει. Το μιντιατικό τοπίο προβάλλει τις πληγές και τα τραύματα της χώρας μας. Τα προβάλλει αφειδώς, ασύστολα, απερίσκεπτα, θα πουν ορισμένοι και θα δυσφορήσουν. Θα προτιμούσαν να μην υπάρχουν αυτές οι φωτογραφίες και ως διά μαγείας, όπως το πιστεύουν τα μικρά παιδιά, αυτό που δεν προβάλλεται θα είναι σαν να μην υπάρχει. Θυμώνουν όχι με αυτό που απεικονίζουν οι φωτογραφίες αλλά με το ίδιο το γεγονός της απεικόνισης. «Τι θα πουν οι ξένοι; Υπερβάλλουν, μας κάνουν κακό, κάνουν κακό στον τουρισμό μας». Και ω του θαύματος, η δυσφορία ταξιδεύει, μετατοπίζεται (μέσα στο μυαλό τους) από το συμβάν σε αυτό που προβάλλεται ως συμβάν.

Πόση ιδεολογική δουλοπρέπεια κρύβει κάτι τέτοιο; Τι είδους παραμορφωτικός καθρέφτης είναι αυτός που έχουμε από τα βάθη των χρόνων εγκαταστήσει μέσα στο σπίτι μας; 
 
Μέσα στον καθρέφτη αντί να βλέπουμε τον εαυτό μας, βλέπουμε την εικόνα που εικάζουμε ότι οι άλλοι έχουν για εμάς. Εμείς ως οι άλλοι. Ο υπηρέτης που βλέπει στον καθρέφτη την εικόνα του όπως φαντάζεται ότι θα την ήθελε το αφεντικό του.

Πόσο μας χαρακτηρίζει ως κοινωνία ο μηχανισμός αυτός;

Εχω την αίσθηση πως η δυσφορία αυτή για τις «κακές εικόνες» αποτελεί το σύμπτωμα μιας έμμονα υποκριτικής, ψευδαισθησιακής ανάγκης τακτοποίησης μιας ατακτοποίητης τάξης πραγμάτων. Κάτι το δικό μας, κάτι με το οποίο έχουμε μάθει να ζούμε. Η δυσφορία για την εικόνα της εξαθλίωσης, και όχι για την ίδια την εξαθλίωση, είναι εναρμονισμένη με έναν τρόπο με τον οποίο έχουμε μάθει να ζούμε, να υπάρχουμε, να συνυπάρχουμε, να μεγαλώνουμε, να εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας, και κάποια στιγμή να πεθαίνουμε μέσα στο ψέμα και την κατασκευή. Στο όνομα του «τι θα πει ο άλλος»
 
Αλήθεια αυτό το «τι θα πει ο άλλος» σε πόσες ελληνικές οικογένειες δεν έχει λειτουργήσει, από τα βάθη των χρόνων, σαν πυξίδα «διαπαιδαγώγησης;». 
 
«Εχω καθαρό το κούτελό μου εγώ», «πρόσεχε τι θα πει ο γείτονας». Οχι πρόσεχε γι' αυτό που είσαι, όχι πρόσεχε γι' αυτό που γίνεσαι, αλλά γι' αυτό που ο άλλος θα βλέπει σε σένα ότι είσαι. Και καθώς το βλέμμα είναι παραμορφωτικό και καθώς ο άλλος βλέπει πάντα με τα δικά του μάτια, εσύ είσαι συνεχώς υπόλογος σε ένα μη δυνάμενο ποτέ να ικανοποιηθεί αλλότριο βλέμμα. 
 
Ο άλλος θα σε κρίνει σύμφωνα με τα δεδομένα του. Εσύ θα πρέπει να αναλώσεις μια ζωή για να βρεις ποια είναι αυτά τα δεδομένα ώστε να συμμορφωθείς. Σε θέλουν πειθαρχημένο, τακτικό, εργατικό; Σε θέλουν ευφάνταστο και επινοητικό; Σε θέλουν εξαρτημένο και υποταγμένο; Με πρωτοβουλίες και αυτενέργεια; 'Η μήπως σε θέλουν άλλοτε έτσι και άλλοτε αλλιώς;
Ευφάνταστα εργατικός; Επινοητικά υποταγμένος; H συμμόρφωση στο βλέμμα του άλλου είναι πάντα ατελής και ανολοκλήρωτη.

Η ιστορία με τις φωτογραφίες της ντροπής με κάνει να σκεφτώ πόσο το ψέμα συνοδεύει το μεγάλωμα ενός παιδιού σε μια ελληνική οικογένεια. «Πόσο με αγαπάς;». Υπάρχει οικογένεια που να μην έχει απευθύνει στο παιδί αυτό το ερώτημα; Μαζί με ένα ακόμη πιο φορτισμένο: «Ποιον αγαπάς πιο πολύ;»
 
Δίχως να το πολυσκεφτείς, παρακινείσαι να πεις: «Ναι, σε αγαπώ πολύ». «Ναι! Εσένα αγαπώ πιο πολύ», για να μη δυσαρεστήσεις κανέναν, για να μη χάσεις αγάπη, αποδοχή και θαλπωρή. Ταυτόχρονα η παρότρυνση να είσαι όπως κάποιος άλλος, σε ακολουθεί από την αρχή της ζωής. «Να είσαι σαν τον Α, δες πόσο προκομμένος είναι»... 

ΚΟΙΝΩΝΙΑ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Ιστορίες θανάτου

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Γράφει η Φωτεινή Τσαλίκογλου 
Συγγραφέας, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
 
Ο ψυχισμός ανθίσταται στις απλοποιήσεις. Η κρίση όμως σήμερα απειλεί με καταστροφή, όχι μόνο το συναίσθημα αλλά και τη σκέψη. Αδειάζει το μέσα μας από τη συνθετική του ικανότητα. Μας αφήνει άθυρμα στη βαρβαρότητα των απλουστευτικών συλλογισμών. Ο κόσμος υποφέρει και υποφέροντας χάνει τη συμπόνια, την ενσυναίσθηση, τη γενναιοδωρία του.  
 
Για να αντέξεις τη βαρβαρότητα που υφίστασαι γίνεσαι ο ίδιος βάρβαρος. Για να αντέξεις την αγριότητα αγριεύεις με τον άλλον αλλά και με τον εαυτό σου. Ισως αυτός να είναι ένας από τους πιο ύπουλους και σκοτεινούς μηχανισμούς που εκτρέφει η σημερινή πραγματικότητα.
 
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσληψη της  πρόσφατης επώνυμης αυτοκτονίας.
 
Πληθώρα σχολίων στο Διαδίκτυο που χλευάζουν, λοιδορούν, συνωμοσιολογούν. Συναγωνίζονται ποιο θα είναι το πιο εξυπνακίστικα αιχμηρό. Αν πεις «στοπ, κάντε μια μικρή εκεχειρία, υπάρχει ένας νεκρός» θα σε αντιμετωπίσουν με καχύποπτη βδελυγμία. Η εποχή μας ακόμη και τον θάνατο τον καθιστά ευτελές παίγνιο στα χέρια απελπισμένων ανθρώπων. Εκτός από τη φτώχεια και τη βεβήλωση της ζωής η βεβήλωση του θανάτου μοιάζει να είναι η άλλη παράπλευρη ζημιά αυτού του πολέμου.
 

Ενα βαρέλι δίχως πάτο κι ένα λεπτό κρεμμύδι

Από την Φωτεινή Τσαλίκογλου 
Συγγραφέα, και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
«Δεν πρόκειται να ρίξουμε άλλο χρήμα, είστε βαρέλι δίχως πάτο». Η φιλόστοργος δήλωση Σόιμπλε φέρνει στο προσκήνιο ένα αλλοτινό, γνώριμο στους παλαιότερους, παιδικό παιχνίδι:
«Ενα λεπτό κρεμμύδι, γκέο βαγκέο
Ενα λεπτό κρεμμύδι, φράξε βαγκέο».
Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο αντικρουόμενες και διαπληκτιζόμενες μεταξύ τους ομάδες: «Σας δίνουμε, σας δίνουμε, μια όμορφη κοπέλα», ξεκινούσε η πρώτη ομάδα. «Μας δίνετε, μας δίνετε μια παλιοκατσιβέλα», απαντούσε η δεύτερη.
«Σας δίνουμε, σας δίνουμε, φλουρί κωνσταντινάτο», επέμενε η πρώτη ομάδα. «Μας δίνετε, μας δίνετε, βαρέλι δίχως πάτο».
«Σας δίνουμε, σας δίνουμε, ένα τσουβάλι λίρες.» 
«Μας δίνετε, μας δίνετε, ένα τσουβάλι ψείρες.»
Και κάπως έτσι το παιχνίδι συνεχιζόταν με τη δεύτερη ομάδα σταθερά να αμφισβητεί τις προσφορές της πρώτης ομάδας, έως ότου, προς το τέλος, ακούγεται: «Αυτό είναι χάρισμά σας στα μούτρα τα δικά σας».
Ποιος φανταζόταν ότι το αμέριμνο εκείνο παιχνίδι έκρυβε τα στοιχεία της παρανόησης, της ακύρωσης, της υπονόμευσης, της αυτο- και ετερο-εξαπάτησης, που δραπετεύοντας από το άλλοτε και αλλού έρχονται σήμερα να συνοψίσουν δραματικά το «εδώ και τώρα». Δεν υπάρχει τίποτα τόσο φανταστικό όσο η πραγματικότητα.
Το σύνδρομο Tina (there is no alternative, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση) έχει δώσει τη θέση στο ακόμη πιο καταστρεπτικό «Never Enough» (τίποτα δεν αρκεί). Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο… Ο,τι και να δώσεις, όσα μέτρα κι αν παρθούν, και πάλι δεν είναι αρκετά.
«Φταίμε» σπεύδουν να πουν με προθυμία ορισμένοι, όμως είναι τουλάχιστον ασέβεια και ύβρις να κραδαίνεις το λάβαρο της ενοχοποίησης πάνω από συντρίμμια.
...Οσες λίρες κι αν είχες να δώσεις ως ψείρες θα εισπράττονται και ως παλιοκατσιβέλες οι όμορφες (όσες είχες) κοπέλες. Μη μιλάς λοιπόν, βούλωσ' το, προσηλώσου στις επόμενες θυσίες, στα επόμενα μέτρα. Ο δρόμος της εξιλέωσης είναι μακρύς.
Δεν υπάρχει, για τον Θεό, ένα άλλο παιχνίδι, ένας άλλος κανόνας παιχνιδιού;
Ενας ανθρωπολόγος πρότεινε στα παιδιά μιας αφρικανικής φυλής ένα παιχνίδι:  

Στη χώρα του δίχως...

Γράφει η Φωτεινή Τσαλίκογλου 
Συγγραφέας, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο.
 
Δεν είμαστε τίποτα να γίνουμε τα πάντα
Σύνθημα σε τοίχο του πανεπιστημίου 
 
Ελληνες στα άκρα. Ολα συμβαίνουν ως εάν η ζωή μας όλη συντάσσεται και εναρμονίζεται με την έλευση της καταστροφής. Επίσημα χείλη σε παραστατικές περιγραφές έχουν κατά καιρούς φροντίσει να αποτυπώσουν το τέλος του τέλους. Μιλούν για τη μελλοντική Ελλάδα ως μια χώρα τού δίχως. Δίχως φως, δίχως τρόφιμα, δίχως βενζίνη, δίχως φάρμακα.

Κι όμως το σενάριο της εσχάτης καταστροφής ίσως μείνει στην Ιστορία σαν μια ιστορική έντεχνα καλλιεργημένη κατασκευή
. Η ψυχική μας υγεία περιφρουρείται αν υπονομεύσουμε μέσα μας το εσχατολογικό σενάριο. Διερωτάται κανείς αν το σενάριο της ολικής καταστροφής δεν επιστρατεύεται για να γίνει πιο ανεκτό αυτό που ζούμε τώρα. Η πραγματικότητα δηλαδή μιας σχετικής, μιας σχεδόν καταστροφής.

Ενα εκατομμύριο οι άνεργοι, και οι εν δυνάμει άνεργοι; Πόσοι;
Τα φαρμακεία που αντί να προμηθεύουν φάρμακα μοιράζουν ομπρέλες για να προστατέψουν από το λιοπύρι τους απελπισμένους ασθενείς. 
 
Η χώρα τού δίχως είναι ήδη εδώ. Ή μάλλον η χώρα τού «δεν υπάρχει». Δεν υπάρχει κάδος σκουπιδιών δίχως την αδέσποτη γάτα, τον άνθρωπο-σκιά να ψαχουλεύει. Δεν υπάρχει μέρα που μια ένοπλη ληστεία να μη σκορπά τον φόβο. Εν δυνάμει θύματα όλοι μας. Εν δυνάμει δράστες; Πόσοι; Ποιοι; Δεν υπάρχει νύχτα που να μην εγκαθίσταται ο φόβος του Καλάσνικοφ στο μυαλό εκείνου που ετοιμάζεται να κοιμηθεί. Ανήσυχος, έμφοβος ύπνος μέσα σε σιδερόφραχτα σπίτια-κλουβιά. Ενα απέραντο ναρκοπέδιο ο κόσμος. Πώς να έχει την οποιαδήποτε αξία σε έναν τέτοιον κόσμο η ανθρώπινη ζωή; Ανταλλάξιμη, ευτελής, ανάξια υπεράσπισης.

Οι Ελληνες στα όριά τους. Ετοιμοι «δι' ασήμαντον αφορμήν» να εκραγούν.

Μια θάλασσα από βενζίνη στα πόδια μας. Αρκεί ένα σπίρτο για να αρπάξει φωτιά.
Οι Ελληνες με το σπίρτο στο χέρι κραυγάζουν, βρίζουν, ουρλιάζουν ή απλά και μόνο αναλύονται σε λυγμούς. Καταθλιμμένοι, οργισμένοι, άρρωστοι. Τρελαίνονται. Η βία παραμονεύει. Ομως ως ινδουιστική θεότητα που στοχεύει στη νίκη επί των δαιμόνων, η βία αυτή έχει πολλά χέρια. Χέρια-φονικά όπλα που στρέφονται στον άλλον. Τον στραγγαλίζουν, τον ταπεινώνουν. Ενδόμυχα χαίρονται για τη δυστυχία του: «Εκείνος και όχι εγώ».

Χέρια-φονικά όπλα στρέφονται όμως και ενάντια στον ίδιο τον εαυτό
. Αλκοόλ, ουσίες, κατάλυση δεσμών που κάποτε λογαριάζονταν ως ιεροί, αυτοκτονίες, άμεσες και έμμεσες, αφαίρεση νοήματος από νοηματοδοτημένες μέχρι πρότινος δραστηριότητες. Δεν έχει τέλος ο κατάλογος.

Η φιλαργυρία, η αναλγησία, ο ρατσισμός, όπως και η ευαισθησία στον πόνο του άλλου ένα βάλσαμο για να γιατρεύει τις εσωτερικές πληγές. Ολα όμως στο τέλος γίνονται δηλητήριο.

Πώς να κατανοήσεις την ακρότητα των συμπεριφορών; Ως πάνχρηστον, ως ερμηνευτική πανάκεια, η κρίση επιστρατεύεται για να εξηγήσει τα πάντα. Πόσο απλουστευτική είναι μια τέτοια τακτοποίηση;

Μάγοι και προφήτες

Απο την Φωτεινή Τσαλίκογλου
Συγγραφέα και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

O προφητικός λόγος ξανακερδίζει το χαμένο του έδαφος. Ανταποκρίνεται στην ανάγκη που υπάρχει σήμερα να πιστέψεις σε κάτι που να υπερβαίνει τα σκοτάδια και τη μιζέρια της πραγματικότητας. Οταν δεν υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ, όταν χάνεται η ελπίδα μιας καλύτερης ζωής, όταν τόσο βίαια απομακρυνόμαστε από αυτό που κάποτε είχαμε κατά νου στο άκουσμα της λέξης «ζωή», τότε εύκολα ανοίγει ο δρόμος σε κάθε λογής προφήτες και μελλοντολόγους. Κερδίζουν λοιπόν αυτοί σε αξιοπιστία ενώ απονομιμοποιούνται και χάνουν την εγκυρότητά τους οι φορείς κάθε εργαλειακής ορθολογικής λογικής. Μόνο μελαγχολία και διάψευση μοιάζει να προσφέρουν οι τελευταίοι.

«Δεν είμαι ο Ρασπούτιν του Μαξίμου» είχε δηλώσει στο «Βήμα της Κυριακής» ο Ρίτσαρντ Πάρκερ, ένας από τους ξένους συμβούλους του Πρωθυπουργού, θυμίζοντας τον πανούργο «μάγο» που είχε πείσει για τις μεταφυσικές του ιδιότητες τον τσάρο και την τσαρίνα. Αξιος επίγονός του ο αστρολόγος Ρavel Globa προφητεύει σήμερα για τη ζωή του Ομπάμα αλλά και για την ακριβή ημερομηνία εξόδου από την οικονομική κρίση!

Στη χώρα μας, σε αυτήν την πολυπαθή και εκτεταμένη, κατά πώς φαίνεται, προεκλογική περίοδο δεν είναι λίγοι οι πολιτικοί και επίδοξοι πολιτικοί που με κάθε μυστικότητα και διακριτικότητα επισκέπτονται τον αστρολόγο τους. Οι δημοσκόποι δεν αρκούν. Αλλωστε όσοι εξ αυτών σέβονται το επάγγελμα και την ευφυΐα τους δεν διστάζουν να επισημαίνουν την αδυναμία κάθε ασφαλούς πρόβλεψης.

Μάγοι, ψυχοερευνητές, μέντιουμ θησαυρίζουν υποσχόμενοι μια προφητεία ύπαρξης. Οι κλήσεις στα τηλέφωνα 090 για αστρολογικές συμβουλές υπερβαίνουν ορισμένες ημέρες τις 200.000 ημερησίως! Στα τηλε-πρωινάδικα από τα χείλη του αστρολόγου κρέμονται όχι μόνο μπαϊλντισμένες νοικοκυρές αλλά και απελπισμένοι άνεργοι και κατάκοποι γέροντες και αγχωμένοι έφηβοι και παραζαλισμένοι μεσόκοποι. Η επίκληση στο μαγικό έχει μια παράδοξη «δημοκρατικότητα». Δεν κοιτάζει ηλικίες, κοινωνικές τάξεις και μορφωτικό επίπεδο.

Το μέλλον, ακόμη και ως δυσοίωνο, προσφέρει ανακούφιση και παρηγορία όταν εξιχνιάζεται. Οταν όλα γύρω είναι αβέβαια και το μέλλον σκοτεινό, η προφητεία παρέχει την ψευδαίσθηση του ελέγχου. Καθησυχάζεις. Δεν ατενίζεις πλέον έντρομος το άγνωστο μέλλον. Οι μάγοι καλύπτουν το κενό που δημιουργείται από την αποδυνάμωση της πίστης στις μεγάλες θρησκείες, αλλά και στις επιστημονικές και πολιτικές ιδεολογίες οι οποίες με τη σειρά τους θρυμματίζονται ως προς τις βεβαιότητές τους. 

 Ο Ιγνάσιο Ραμονέ αναφέρει την ιστορία ενός χρεοκοπημένου μικροεπενδυτή που κρεμάστηκε σε ένα δημόσιο πάρκο στη Μαδρίτη, καταγγέλλοντας τον κανιβαλισμό του συστήματος. Στο γράμμα που άφησε έλεγε πως έδωσε μια ύστατη ελπίδα στον Θεό: «Είχα κάτι σαν όραμα, ότι ο Θεός υπάρχει και ότι ίσως η μοίρα μου δεν ήταν η αυτοκτονία». Αγόρασε λοιπόν με όσα χρήματα τού είχαν απομείνει λαχεία και Λόττο. «Για να δω αν ο Θεός θα παρενέβαινε και θα με βοηθούσε να ζήσω». Αλλά ο ουρανός παρέμεινε απελπιστικά σιωπηλός, η τύχη δεν του χαμογέλασε και ο άνθρωπος στο τέλος κρεμάστηκε.

Μια παρόμοια ιστορία άραγε να είχε κατά νου ο Μαλρώ όταν πριν από χρόνια διετείνετο ότι «ο άνθρωπος του 21ου αιώνα θα είναι θρησκευόμενος ή δεν θα υπάρξει»;

Πώς να μην αυξάνονται σήμερα οι προφήτες-μάγοι; Να ζήσεις θέλεις. Να ζήσεις θέλεις να θέλεις. Εστω και εξαπατώμενος από τους εμπόρους της ελπίδας.