Του Νίκου Μπογιόπουλου
Με αφορμή την υπόθεση Λιάπη, την επαναφορά της υπόθεσης των ναυπηγείων, τα όσα προέκυψαν με τα πόθεν έσχες βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, η συζήτηση γενικεύτηκε. Η προσπάθεια που γίνεται από τα θεωρεία της κατεστημένης σκέψης και από τα παπαγαλάκια τους στα ΜΜΕ, είναι να περιχαρακώσουν τη συζήτηση σε μια πολύ βολική – για τους ίδιους – κατεύθυνση: Τα πολιτικά πρόσωπα, λένε, που πιάνονται στα πράσα να εκπροσωπούν τη λαμογιά, την αρπαχτή, τη διαπλοκή, την υποκρισία, την ανακολουθία, τον φαρισαισμό, τον εκμαυλισμό και τον ξεπεσμό, πρέπει να ελέγχονται, πρέπει να κρίνονται και πρέπει να κατακρίνονται. Με μια διαφορά: Ο έλεγχός τους – λένε - πρέπει να περιορίζεται, αυστηρά και μόνο, στο επίπεδο της «ατομικής» τους ευθύνης! Πρέπει, δηλαδή, να αντιμετωπίζονται ως «μεμονωμένες περιπτώσεις», ως «πρόσωπα», που ναι μεν μπορεί να εντοπίστηκε η ποιότητα του πολιτικού τους «ήθους», αλλά αυτό δεν αφορά, δεν εμπεριέχει ψόγο, «δεν αγγίζει» τα κόμματά τους και κυρίως δεν αγγίζει και δεν χαρακτηρίζει το σύστημα εξουσίας που υπηρετούν και από το οποίο προέρχονται!
Είμαστε οι τελευταίοι που λόγω της κατάντιας ορισμένων θα συνηγορήσουμε στη φασιστική θεωρία της «συλλογικής» ευθύνης. Όμως, ούτε και στο όνομα του δήθεν «αντιφασισμού» νοείται να οδηγηθούμε στην άλλη άκρη, στον τάχα μου «δημοκρατικό» παραλογισμό. Να επιτρέψουμε, δηλαδή, τον ακρωτηριασμό της σκέψης γύρω από τη διαλεκτική συνάφεια που συνδέει το πολιτικό σύστημα με τους εκπροσώπους του και τους εκπροσώπους του με το πολιτικό σύστημα. Να αγνοήσουμε τα συγκοινωνούντα δοχεία που συνδέουν μεταξύ τους τα τάδε ή δείνα κοσμοθεωρητικά πρόσημα με τούτες ή με εκείνες τις προσωπικές συμπεριφορές των «ταγών». Να πιστέψουμε, για παράδειγμα, ότι τα «τάγματα εφόδου» του ναζισμού συνιστούν το προϊόν της ατομικής ιδιοσυγκρασίας του ενός εκάστου εξ εκείνων που τα απαρτίζουν και ότι δεν έχουν καμία σχέση με τη ναζιστική κτηνωδία του εγκληματικού φορέα που τα συγκροτεί.
Με αφορμή την υπόθεση Λιάπη, την επαναφορά της υπόθεσης των ναυπηγείων, τα όσα προέκυψαν με τα πόθεν έσχες βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, η συζήτηση γενικεύτηκε. Η προσπάθεια που γίνεται από τα θεωρεία της κατεστημένης σκέψης και από τα παπαγαλάκια τους στα ΜΜΕ, είναι να περιχαρακώσουν τη συζήτηση σε μια πολύ βολική – για τους ίδιους – κατεύθυνση: Τα πολιτικά πρόσωπα, λένε, που πιάνονται στα πράσα να εκπροσωπούν τη λαμογιά, την αρπαχτή, τη διαπλοκή, την υποκρισία, την ανακολουθία, τον φαρισαισμό, τον εκμαυλισμό και τον ξεπεσμό, πρέπει να ελέγχονται, πρέπει να κρίνονται και πρέπει να κατακρίνονται. Με μια διαφορά: Ο έλεγχός τους – λένε - πρέπει να περιορίζεται, αυστηρά και μόνο, στο επίπεδο της «ατομικής» τους ευθύνης! Πρέπει, δηλαδή, να αντιμετωπίζονται ως «μεμονωμένες περιπτώσεις», ως «πρόσωπα», που ναι μεν μπορεί να εντοπίστηκε η ποιότητα του πολιτικού τους «ήθους», αλλά αυτό δεν αφορά, δεν εμπεριέχει ψόγο, «δεν αγγίζει» τα κόμματά τους και κυρίως δεν αγγίζει και δεν χαρακτηρίζει το σύστημα εξουσίας που υπηρετούν και από το οποίο προέρχονται!
Είμαστε οι τελευταίοι που λόγω της κατάντιας ορισμένων θα συνηγορήσουμε στη φασιστική θεωρία της «συλλογικής» ευθύνης. Όμως, ούτε και στο όνομα του δήθεν «αντιφασισμού» νοείται να οδηγηθούμε στην άλλη άκρη, στον τάχα μου «δημοκρατικό» παραλογισμό. Να επιτρέψουμε, δηλαδή, τον ακρωτηριασμό της σκέψης γύρω από τη διαλεκτική συνάφεια που συνδέει το πολιτικό σύστημα με τους εκπροσώπους του και τους εκπροσώπους του με το πολιτικό σύστημα. Να αγνοήσουμε τα συγκοινωνούντα δοχεία που συνδέουν μεταξύ τους τα τάδε ή δείνα κοσμοθεωρητικά πρόσημα με τούτες ή με εκείνες τις προσωπικές συμπεριφορές των «ταγών». Να πιστέψουμε, για παράδειγμα, ότι τα «τάγματα εφόδου» του ναζισμού συνιστούν το προϊόν της ατομικής ιδιοσυγκρασίας του ενός εκάστου εξ εκείνων που τα απαρτίζουν και ότι δεν έχουν καμία σχέση με τη ναζιστική κτηνωδία του εγκληματικού φορέα που τα συγκροτεί.