Του Γιώργου Αλεξάτου
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΗΡΩΕΣ ΟΔΗΓΟΥΝΕ
«Για ό,τι έπεσες, ήταν αλήθεια»
Νικηφόρος Βρεττάκος
Ήταν χιλιάδες αυτοί που ξενύχτησαν έξω από το σπίτι του Σωτήρη εκείνη τη νύχτα της Πέμπτης 22 προς Παρασκευή 23 Ιούλη 1965, πλημμυρίζοντας τους γύρω δρόμους και τα περιβόλια. Στην πλειονότητά τους νέοι και νέες, αλλά και μεγαλύτεροι. Σαραντάρηδες και πενηντάρηδες, που ’χαν ζωντανές τις μνήμες από τότε, πριν δυο δεκαετίες, που ήταν κι αυτοί νέοι κι είχαν πάρει τα όπλα για τη λευτεριά και την προκοπή. Και πολλοί απ’ αυτούς πέρασαν χρόνια στις φυλακές και στα ξερονήσια. Και θυμόνταν τους συναγωνιστές τους που έπεσαν πολεμώντας, δολοφονήθηκαν από τις χίτικες συμμορίες ή στήθηκαν μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Ανάμεσά τους και μαυροντυμένες μανάδες, αδελφές, γυναίκες και κόρες εκείνων που περιφρόνησαν τον θάνατο, γιατί είχαν αγαπήσει με πάθος τη ζωή.
Και βούρκωναν και έκλαιγαν, μικροί και μεγάλοι. Και κάποια στιγμή βγήκε έξω ο Θόδωρος, ο πατέρας, και ζήτησε να σταματήσουν τα μοιρολόγια.
Και τότε πιάσανε το τραγούδι, έτσι όπως συνηθιζόταν από πάντα να αποχαιρετιούνται οι ήρωες σ’ αυτόν τον τόπο. Κι αντιλαλούσαν τα Σεπόλια, μέχρι πέρα στον Κηφισό και στον λόφο Σκουζέ, από τα τραγούδια του Θεοδωράκη, από τον «Επιτάφιο»:
«Γιε μου, ποια Μοίρα το ’γραφε και ποια μου το ’χε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά, στα στήθεια μου ν’ ανάψει».
Και «σημαίες τώρα σε ντύσανε, παιδί μου εσύ κοιμήσου
κι εγώ τραβώ στ’ αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου».
Κι ακουγόταν μυριόστομο, από το «Ένας όμηρος», ξανά και ξανά:
«Ανάθεμα την ώρα, κατάρα στη στιγμή
σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί».
Κι αντηχούσαν τα γύρω περιβόλια και οι κήποι «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού»:
«Στα περβόλια μες στους ανθισμένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό.
Και το Χάρο θα καλέσουμε
να πιούμε αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί.
……………..
Στα περβόλια μες στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί
αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
τότε χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή».