Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα euro. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα euro. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Κουκουέ-για και ξερή παέγια

Μα δεν είναι λίγο άκαιρο τώρα σαν θέμα; Εντελώς. Αλλά το blog είναι βασικά ημερολόγιο. Και δεν ξέρεις από πριν πότε θα βρεις χρόνο να το συμπληρώσεις και αν θα είναι ακόμα επίκαιρο το θέμα σου.


Λοιπόν, τι Euro είδαμε;
Δεν το είδαμε. Μένω τρίτη διοργάνωση καθαρός από το όπιο των λαών. Και είμαι καλά. Δε μου λείπει, δε μου στοιχίζει η απώλεια -που έγινε συνήθειά μας- δεν καταπιέζομαι να τηρήσω την αποχή -για το αντίθετο μάλλον θα καταπιεζόμουν. Για δυο χαμένες εργατοώρες ελεύθερου χρόνου που θα άξιζαν να γίνουν κάτι άλλο -να δούμε πχ μπάσκετ. Που θα είναι το μέτρο του πλούτου μας και της φτωχής μας καθημερινότητας.

Όχι, δε βλέπω ελιτίστικα 22 μαντράχαλους με σωβρακάκια, που κυνηγάν πάνω-κάτω μια μπάλα -και στο τέλος νικάνε οι Ισπανοί στον τελικό. Αλλά ξεζουμισμένους επαγγελματίες, που σκοτώνουν το θέαμα και τη χαρά του αθλήματος στον βωμό της σκοπιμότητας και παρόλα αυτά δεν πρόκειται να κάτσουν να σκάσουν, όχι γιατί η νίκη δεν είναι το παν, αλλά γιατί στο τέλος της ημέρας θα έχουν αυτό που δεν έχουν όσοι βλέπουν σκασμένοι το ματς: έναν σκασμό λεφτά και λυμένο το βιοποριστικό τους ζήτημα. Κι ας μοιάζουν με κουτσά άλογα όταν γεράσουν -νους υγιής και μουσμουλιές μάντολες που θα έλεγε και ο μακαρίτης. Άραγε εγώ να ωριμάζω σαν τις συνθήκες ή απλώς γερνάω επικίνδυνα και γκρινιάζω σαν μπάρμπας;

Όπως σε κάθε εξάρτηση, φτάνει σύντομα ένα σημείο που φεύγει η ευχαρίστηση και επικρατεί ο ψυχαναγκασμός, ο πόνος και ο τρόμος της στέρησης. Τουλάχιστον αυτά τα «πρεζάκια» έχουν κάτι το «αγνό» σε σχέση με τους τελειωμένους τζογαδόρους, που βλέπουν ένα ματς απλώς γιατί έπαιξαν στοίχημα, μπορεί να χαρούν την πιο άνοστη σούπα -μες στο κατακαλόκαιρο, γιατί είχαν βρει το 0-0 ή να ξενερώσουν με μια ματσάρα, γιατί ήθελαν άλλο ένα κόρνερ. Αλλά η πλειοψηφία ρέπει στην πολυχρησία και δε μένει «πιστή» στο αρχικό ναρκωτικό.

Οκ, δε βλέπω ματς, αλλά μαθαίνω τα βασικά και τα γύρω-γύρω -εκεί συνήθως είναι και η ομορφιά του πράγματος.

Τι EURO είδαμε λοιπόν; Κατ’ εικόνα και ομοίωση της ηπείρου. Με φουσκωμένους και επικίνδυνους εθνικισμούς που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Κουρασμένες χώρες-ομάδες, παρηκμασμένες δυνάμεις. Πλήρη έκλειψη αστέρων, μετανάστες που κάνουν τη διαφορά για την ομάδα τους, το κασέ τους, αλλά όχι για τους (αυθεντικούς) συμπατριώτες τους -της γης τους κολασμένους. Μάχες χαρακωμάτων, χωρίς πολλές ανοιχτές επιθέσεις, τακτικισμούς, σκοπιμότητα και μπόλικο φόβο -μη τυχόν ξανοιχτούν πέρα από όσο τους παίρνει και το πληρώσουν στην αντεπίθεση. Οπαδούς με μηνύματα για λευτεριά στην Παλαιστίνη. Κι ένα κάρο αυτογκόλ, σαν αυτά που βάζουν οι αστικές τάξεις της Ευρώπης στην Ουκρανία -πυροβολώντας τα πόδια τους, εν πολλοίς. Χωρίς γκολτζήδες ολκής, αλλά με αποκαλύψεις στα φτερά, όπως τον Γιαμάλ και τον Γουίλιαμς, σε μια Ισπανία που πάντε έκρυβε τις φανέλες με το 9, αλλά ποτέ άλλοτε δεν έψαχνε τόσο πολύ κατά μέτωπο επιθέσεις -ένας εναντίον ενός- από τα πλάγια. Με φρέσκα αουτσάιντερ, αλλά χωρίς καμία έκπληξη -ίσως ήταν τέτοια η πορεία της Αγγλίας, αλλά το τέλος δεν εξέπληξε κανέναν. Plot twist, δε γύρισε σπίτι, no ha vuelto a casa. Αλλά το ’26 θα είναι -πάλι- η χρονιά τους. Μια μάλλον μέτρια διοργάνωση, που γλίτωνε όμως στη σύγκριση με τις συγκρούσεις στις ΗΠΑ, που δεν ξέρουν ούτε ένα Copa America και μια δολοφονία προέδρου να φέρουν εις πέρας.

Μη με συγκρίνεις μάτια μου... που λέει το λαϊκό άσμα. Και μην το γελάς, γιατί το κουπλέ του έγινε σύνθημα και πορώνει το πέταλο. Κι ας μην έχει δώσει η αντίφα Καίτη αντικεμαλικούς συμβολισμούς σαν την (σώπασε) κυρα-Δέσποινα. Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι αντίφα θα ’ναι...

Και μια αποικιοκρατική τετράδα -έμειναν έξω στις λεπτομέρειες Πορτογαλία και Βέλγιο- που μας έδωσε έναν τελικό με δυο ξεδοντιασμένες θαλασσοκράτειρες, για να θυμόμαστε την ιστορία αυτής της «δημοκρατικής ηπείρου» που είναι βουτηγμένη στο αίμα, την άγρια εκμετάλλευση, το σκλαβοπάζαρο και όλα τα υλικά της πρωταρχικής συσσώρευσης που γέννησε τον καπιταλισμό -την αγορά και τη δημοκρατία, βεβαίως-βεβαίως.

Σήμερα αντί για σκλάβους, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν μετανάστες που σπάνε τη μονοτονία του καθαρού αίματος - dna και τα νεύρα του φασίστα της διπλανής πόρτας, που δεν τους αντέχει, φουσκώνει όμως σαν παγόνι με τους «εθνικούς θριάμβους» στο πρωτάθλημα παραγωγής παπαρούνων. Κι αν ο κάθε Γιαμάλ είναι η «εκδίκηση της γυφτιάς» απέναντι στους άριους νοικοκυραίους, εδώ δε χωράνε πολλά πανηγύρια -ούτε και στις γαλλικές εκλογές, όπου όλοι οι αφρογάλλοι παίκτες καλούσαν σε συστράτευση κατά της Λεπέν. Όμως οι πολυεθνικές εθνικές ομάδες είναι απλώς η άλλη όψη της ρατσιστικής Ευρώπης-φρούριο. Κι η λάμψη της βιτρίνας δεν επαρκεί ως άλλοθι για τα σκατά που κρύβουν κάτω από το χαλάκι οι κυβερνήσεις. Για κάθε Γιάννη σημαιοφόρο, υπάρχουν χιλιάδες... Ακενοτούμπο χωρίς το ταλέντο του, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και κάποια διέξοδο.

(Και για κάθε Γιαμάλ, που σχηματίζει πανηγυρίζοντας το 304, προς τιμήν της τσακαλοπαρέας του στο φτωχικό Ματαρό, θα έπρεπε να βγει ένας Μπράντον, ένας Ντέιβιντ, κάποιος τέλος πάντων -όχι ο Στιβ που είναι Δαπίτης-, να κάνει το 9-0-2 από τον ΤΚ του Μπέβερλι Χιλς, προς τιμήν της Μπρέντα, για να το πάρει μετά το portal και να δώσει το δικό του ταξικό μήνυμα.

Ο Jason Priestley -ξεκάθαρα περίπτωση Πασόκου democrat αλλά μην κολλάμε σε λεπτομέρειες- διαβάζει 902 και ξέρει ότι οι λαοί θα πληρώσουν τα σπασμένα των ενδοαστικών αντιθέσεων. Εσύ;
Τουρου-ρουρου, τουρου-ρουρου,τσικ-τσικ (μουσική έναρξης απ’ τα Χτυποκάρδια).

Περιέργως είδαμε και ένα είδος ποδοσφαιρικής δικαιοσύνης, σπάνιας όσο και όμορφης -ίσως το δεύτερο εξαιτίας του πρώτου. Το πήρε η καλύτερη ομάδα, που πέτυχε μόνο νίκες, ρεκόρ γκολ, έπαιξε μπάλα και δεν κλείστηκε ποτέ πίσω -μόνο λίγο με τους Γερμανούς και παραλίγο να το πληρώσει.

Πολλοί μπερδεύουν την έλλειψη δικαιοσύνης με την ποδοσφαιρική μαγεία και το δικαίωμα στο θαύμα, τη δυνατότητα να κερδίσει ο Δαβίδ τον Γολιάθ, η χειρότερη ομάδα. Γι’ αυτό είναι ο βασιλιάς των σπορ -πετάνε ως σοφή κατακλείδα, χωρίς να υποψιάζονται ότι η αλαζονική αναφορά τους σε θρόνο δεν είναι ιδιαίτερα δημοκρατική, ανατρέποντας την ουσία του επιχειρήματος για τη δημοκρατία ενός αθλήματος, όπου οι ανίσχυροι έχουν δικαίωμα στο όνειρο.

Αλλά η αδικία δεν είναι ποτέ όμορφη. Μια μικρή ομάδα μπορεί να κερδίσει -σαν εξαίρεση στον κανόνα- σε όλα τα ομαδικά αθλήματα, αρκεί να παίξει καλύτερα από τον αντίπαλο και να το αξίζει περισσότερο. Αυτή είναι η μαγεία του αθλητισμού και όχι μια «τυχερή», λίγο μίζερη και επαγγελματική νίκη. Και κάτι ακόμα: σε ένα άθλημα όπου μπορεί να νικήσει κανείς χωρίς να παίξει καλά-καλύτερα, αυτός 9 φορές στις 10 θα είναι ο ισχυρός που έχει την τεχνογνωσία της νίκης. Γι’ αυτό έφτασαν άλλωστε τόσο μακριά Γαλλία και Αγγλία στο τουρνουά, ενώ δε βλέπονταν. Αλλά γι’ αυτό είναι ο βασιλιάς των σπορ...

Η Ισπανία μάς γλίτωσε από αυτό το απευκταίο πεπρωμένο, ικανοποιώντας για μια φορά όσους νιώθουν σαν τον Γκαλεάνο ζητιάνοι του καλού ποδοσφαίρου. Κι αν κάποιοι λατρεύουν να την μισούν λόγω του μπάσκετ ή του τίκι-τάκα ή για την εύνοια που μπορεί να είχαν Ρεάλ και Μπάρτσα, δεν έχουν ακριβώς δίκιο.

Γιατί τα πολλά τελευταία χρόνια, η Ρεάλ δεν ήταν ποτέ ο βασικός αιμοδότης Ρόχα, στις χρυσές της στιγμές.

Γιατί η ψυχή αυτής της εθνικής είναι εν μέρει βασικική (Οϊορθάμπαλ με το νικητήριο γκολ, Νίκο, Ουνάι Σιμόν, Λαπόρτ και Λενορμάν που θα μπορούσαν να παίζουν για τη Γαλλία, Θουμπιμέντι κτλ) καταλανική κτλ. Στηρίζεται παραδοσιακά στη δεύτερη ταχύτητα ομάδων και τη δική τους ποδοσφαιρική παραγωγή. Αν οι Ισπανοί έχουν ένα ασύλληπτο σερί με νικηφόρους τελικούς στον αιώνα μας (η τελευταία φορά που έχασαν ήταν το μακρινό ’01, το χορταστικό 5-4 της Αλαβές με τη Λίβερπουλ και η ήττα της Βαλένθια από τη Ρεάλ στα πέναλτι) δεν είναι μόνο λόγω του ποδοσφαιρικού τους δικομματισμού, αλλά κι εξαιτίας της αυτοκρατορίας της Σεβίγια στο Europa League και της Ατλέτικο, ακόμα και της Βιγιαρεάλ -που εδρεύει σε μια πόλη-κωμόπολη με 50 χιλιάδες κατοίκους -κάτι σαν το Βιγιαρίμπα και το Βιγιαμπάχο της γνωστής διαφήμισης. Και ναι, είναι Βίγια, και αν θες να ξέρεις και Γκερνίκα.

Και τέλος πάντων, γιατί αυτή η Ισπανία έπαιξε κάτι ωραίο, διαφορετικό κι έχει καταφέρει σε δύσκολους καιρούς κάτι πραγματικά σπάνιο. Όχι να αποτινάξει τη ρετσινιά του ηττοπαθούς και να γίνει πολυνίκης του θεσμού, όχι να οδηγεί την ποδοσφαιρική εξέλιξη στο μεγαλύτερο μέρος του αιώνα που διανύουμε, αλλά να αφήνει στίγμα ανεξίτηλο, να έχει ένα αναγνωρίσιμο αγωνιστικό στιλ, που το υπηρετεί πιστά, και να είναι η τελευταία επιζώσα ποδοσφαιρική σχολή, σε μια εποχή που τα κάνει όλα ίσωμα και οι άλλοι ψάχνουν την ταυτότητά τους απ’ τα 19(...), πριν την αλλαγή του αιώνα.

Και τέλος πάντων, αν δεν αρκούν όλα αυτά, ο Γιαμάλ και ο Νίκο -που έχει «λιγότερο ισπανικό» όνομα από τον αδερφό του Ινιάκι, που επέλεξε την Γκάνα- ή το κατακόκκινο χρώμα της Ρόχα με τους συνειρμούς του ή ότι οι Ισπανοί κατάφεραν τουλάχιστον να στριμώξουν και να «παραιτήσουν» τον macho πρόεδρο της Ομοσπονδίας τους που πίστευε ότι έχει το ακαταλόγιστο και μπορεί να φιλά -τάχα πάνω στον ενθουσιασμό για το τρόπαιο- όποια παίκτρια ήθελε, μπορείς απλά να την συμπαθήσεις για την απόλυτη μορφή, τον πραγματικό MVP της διοργάνωσης, τον ένα και μοναδικό Μαρκ Κουκουρέγια.

Κανείς δεν ξέρει αν είναι μια καλτ φιγούρα ή παρεξηγημένο πολυ-εργαλείο. Αν έχουν δίκιο αυτοί που τον υποτίμησαν (πχ η Μπάρτσα που τον έδινε δανεικό εδώ κι εκεί) ή αυτοί που τον χρυσοπλήρωσαν, όπως η Τσέλσι. Δεν είναι απλώς ένας φασαίος με αφάνα μαλλί που υποσχέθηκε να το βάψει κόκκινο. Δεν είναι μόνο ένα αντιτουριστικό ποπ είδωλο, που έγινε τραγούδι. Είναι ένας άνιωθος τύπος που βγήκε στα επινίκια να πει μπροστά στον κόσμο τον ύμνο που ενέπνευσε στη λαϊκή μούσα. Κι ο βασικός λόγος που πείστηκα να γράψω αυτό το κείμενο.

Ο Κουκου-Κουκουρέγια τρώει μια παέγια
Ο Κουκου-Κουκουρέγια πίνει μια Εστρέγια (μπίρα)
Τρέμε Χάαλαντ, έρχεται ο Κουκουρέγια...

Κουκου, όπως λέμε Κουκου(ρ)έ. 
La burguesia tiembla, que viene Κουκουέ(για).
Κουκουέ-για και ξερή παέγια...
Και το «για» που περισσεύει θα το βάλουμε πλάι στα άλλα, τραγουδώντας το «γιούπι-για-για». Εμείς τον θέλουμε, παιδιά, τον βασιλιά, να πηγαίνει στο Palacio να πουλάει το Rumbo του PCTE και ότι άλλο τον διατάξει η clase obrera.

Την ίδια στιγμή το κοινό (και ο κονφερασιέ Μοράτα) υποδέχτηκε τον Γιαμάλ με το djobi-djoba των Τζίπσι Κινγκς και την κατάλληλη διασκευή (Lamine Yamal, cada dia te quiero mas). Που είναι εντελώς αμφίβολο αν τους -πρόλαβε και τους- ξέρει όχι ο Γιαμάλ, αλλά ο πατέρας του, που είναι μικρότερος ηλικιακά και από τον Χεσούς Νάβας...

Τέλος πάντων, αν θες ένα επιχείρημα υπέρ του ποδοσφαίρου, ας είναι ότι έχει την έννοια της ισοπαλίας, του (έντιμου ή επώδυνου) συμβιβασμού, μια τέλεια αποτύπωση-καθρέφτισμα της ζωής, μακριά από τις καθαρούτσικες καταστάσεις του μυαλού μας.
Κι αν είναι να πεις κάτι εναντίον της Ισπανίας, ας είναι πχ για τους έξαλλους πανηγυρισμούς στα ισπανόφωνα Εξάρχεια, που είναι πολιτιστική πρωτεύουσα του φασεϊσμού, στο τριεθνές σκηνικό με το Βερολίνο και τη Βαρκελώνη -ή τη Μαδρίτη ως επιλαχούσα.

Βέβαια η δόξα του ηττημένου είναι αυτή που δίνει αξία στον νικητή. Η Ισπανία απέκλεισε την τριταθλήτρια κόσμου (την Κροατία του Μόντριτς), νίκησε την προηγούμενη πρωταθλήτρια Ευρώπης (Ιταλία), δυνατές σταχτοπούτες που είχαν τα φόντα για γοβάκι (τη σκληροτράχηλη Αλβανία και τη Γεωργία που απέκλεισε την παντοδύναμη Ελλάδα στα προκριματικά), ένα κάρο παγκόσμις πρωταθλήτριες, έστειλε τον Κρόος στη σύνταξη (στον πρόωρο τελικό με τη Γερμανία), άφησε χωρίς τελικό τη μέρα της Βαστίλλης τη Γαλλία των δύο ισάξιων (ντεφορμέ και ισοαδύναμων) ενδεκάδων και της λαϊκομετωπικής κυβέρνησης. Και μετά έπαιξε στον τελικό με την Αγγλία, που δεν προσθέτει τίποτα παραπάνω στον μύθο της κατάκτησης.

Που έχει τον Μίδα του ποδοσφαίρου, Χάρι Κέιν. Τον ογκόλιθο της προπονητικής, Σάουθγκεϊτ. Σχολιαστές που ξέρουν καντάρια μπάλα, σαν τον Γκάρι Νέβιλ, που προφήτεψε πως ο Κουκουρέγια είναι ένας από τους λόγους που η Ισπανία δε θα πάει ως το τέλος -εκεί που έφτασε με ασίστ του Κούκου. Και που αν ήταν ποδοσφαιρικός σύλλογος, θα μπορούσε να είναι αυτή -και όχι η Λιντς- η περιβόητη Damned United, του Κλαφ και του Ντέιβιντ Πις. Κι αν πρέπει να διαβάσετε μόνο ένα βιβλίο για το ποδόσφαιρο, χωρίς να το αγαπάτε -και δε σας κάλυψαν τα επικολυρικά των Μπογιο-Μηλάκα για τον αρχηγό που σηκώνει το τρόπαιο, γυρνώντας τον κώλο του στη βασίλισσα και τους επίσημους- ας είναι αυτό του Πις (όχι του Λέσεκ). Δε χρειάζονται ποδοσφαιρικές γνώσεις και να ξέρεις πολλά συμφραζόμενα, για να το πιάσεις. Και αν το κάνεις, δε θα το μετανιώσεις.

Και μην τσιμπάτε με το ψέμα των αγγλόπληκτων, που τους βάρεσε κάποια οβίδα στα Δεκεμβριανά και στη Δευτέρα Παρουσία της δικής τους κατάκτησης θα βγουν να πανηγυρίσουν στο Πεδίο του Άρεως -άλλη καταραμένη ομάδα- στο άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς με τις σημαίες της Βρετανίας (της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας), που προστάτεψε τον Δεκέμβρη την πόλη από τους Εαμοβούλγαρους. Μην τους πιστεύετε που λένε ότι τάχα τρολάρουν και αυτοσαρκάζονται με το It’s coming home, για να γίνουν συμπαθείς, χαριτωμένοι χιουμορίστες. Είναι σαν προεκλογικό τρικ, για να την πατήσουν οι αφελείς και να τους λουστούμε -και ποιος τους ακούει τότε. Βασικά θα έπρεπε να τους κλείσουμε όλους μαζί στη Μεγάλη Βρετανία στο Σύνταγμα -για να την ανατινάξουμε αυτή τη φορά- ή στου Μακρυγιάννη, που είναι τώρα τα γραφεία της ΕΦΑΠΑ -της Εφορείας που παρέδωσε την είσοδο της Ακρόπολης σε εργολάβους. Και με την ευκαιρία -που θα είναι εκεί έγκλειστοι- ας φέρουν πίσω την Καρυάτιδα και τα Ελγίνεια...

Αυτό το EURO είδαμε -με χρωματιστά, ταξικά γυαλιά- πάνω-κάτω. Αλλά έχει σημασία και από πού. Από την λατρεμένη, πατροπαράδοτη ΕΡΤ. Με τον Χαριστέα να δείχνει πως το κεφάλι του είχε συγκεκριμένη αξία χρήσης -αλλά όχι να μιλάει δημόσια και να σχολιάζει αγώνες. Το δίδυμο Γιούρκας-Φύσσας (το Μπογιο-Μηλάκας των γηπέδων, το ελληνικό Καφού-Ρομπέρτο Κάρλος) να θυμίζει το δίδυμο του Μάπετ Σόου, γκρινιάζοντας και μαλώνοντας. Και τον Πάνο Βόγλη με τα αυτιά ξωτικού-καλικάντζαρου, να τους δίνει τον λόγο στο φινάλε, για να πουν για τη στενή φιλία τους -παρά τα πειράγματα- για αυτά που τους ενώνουν και τη Ραφαέλα. Κι ο Βόγλης να σπεύδει να πει ότι «προς θεού, είναι η κόρη του Φύσσα», προλαβαίνοντας -προς θεού- πχ όσους νόμιζαν ότι την έχουν παντρευτεί από κοινού και ζουν κι οι τρεις μαζί.

Και με αυτό το γκρανκινιολικό φινάλε, φτάνουμε στο υστερόγραφο.

Είναι αυταπάτη να πιστεύεις ότι ο πρωταθλητισμός γίνεται με ροδόνερο, βιταμίνες και τον σταυρό στο χέρι; Προφανώς και είναι. Παρόλα αυτά, δε γίνεται να μη συμπαθείς την Ντρισμπιώτη (που βιοποριζόταν ως σερβιτόρα) ή τον Πομάσκι και αθλητές-τυπάκια σαν τον Τεντόγλου. Κι όταν βγήκε η φήμη ότι πιάστηκε ντοπέ Ελληνίδα πρωταθλήτρια του βάδην, προλάβαμε να σκεφτούμε χίλια πράγματα και ότι είναι κρίμα να είναι αυτή -που τελικά δεν ήταν. Ευτυχώς.

Στο ενδιάμεσο πρόλαβαν και τα δεξιά τρολ να βγάλουν τη χολή τους, που την κρατούσαν από τον ντόρο με τη Σάκκαρη -που προοριζόταν για σημαιοφόρος, χωρίς να έχει προσφέρει τα φόντα και τα προσόντα -πέρα από τις οικογενειακές συστάσεις. Κι έτσι επιβεβαιώθηκε μια μεγάλη αλήθεια. Πως τα πάντα είναι πολιτικά. Αλλά γίνονται αμέσως πολιτικάντικα, τροφή για τρολ, που φέρνουν κάθε θέμα στα μέτρα τους, για να αηδιάσει ο μέσος κόσμος και να μη ασχοληθεί ποτέ -με τίποτα.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Τιμημένοι την 4η Ιουλίου - Ημέρα εξάρτησης

Σήμερα είναι η επέτειος ενός ηρωικού και πένθιμου δημοψηφίσματος. Αλλά η κε του μπλοκ προτιμά -χίλιες φορές καλύτερα- ένα ετεροχρονισμένο αφιέρωμα στα είκοσι χρόνια από το EURO. Ψηφίστε και κερδίστε ποια ντρίπλα ήταν καλύτερη: του Ζαγοράκη στον Λιζαραζού ή του ΣΥΡΙΖΑ και της αστικής τάξης, έντεκα χρόνια μετά;


Μία σοβαρή επιτυχία είχε η εθνική στο ποδόσφαιρο, κι αυτή ευθυγραμμισμένη με τη νατοϊκή μαμά-πατρίδα, πάνω στην εθνική της γιορτή -ημέρα εξάρτησης. Ενώ το ευρωπαϊκό του Ολυμπιακού συνδέθηκε με την άλωση της Πόλης και της (ο)παπαρίνας. Μόνο το Τιρινίνι πέφτει πάνω στα γενέθλια του Τσε.

Τι μου έμεινε από τότε

Οι γραφικότητες για τον Ρεχακλή, τους θεούς του Ολύμπου, τον βασιλιά Ότο και την Ελλάδα που θέλει τον Γερμανό της. Ο Σάββας καφέ - Γριέγου πορτίου- σε έναν ρόλο ζωής. Η μπίζνα του αριστερού Χελάκη με το πειρατικό, που έγινε δίσκος και ένα πανάθλιο μπιτ που ζάλιζε αυτιά. Ότι ο Βάσκο ντα Γκάμα ήταν Έλληνας -γιατί τους γκαμάγαμε από παλιά, τότε που όλος ο πλανήτης μάθαινε το ελληνικό (οθωμανικό) στιλ. Οι αβάσταχτες κραυγές του Βερνίκου σα να του έχωναν κάτι. Οι τόνοι γραφικότητας που συνοδεύουν -αναπόφευκτα- μια μεγάλη επιτυχία.

Η γκρίνια για τον Γεωργάτο, τον Στολτίδη και τους απόντες του Γραμματικού. Το πρωτοσέλιδο «που πας ΡΕ-Χάγκελ -σα να λέμε Καραμήτρο» μετά από μια πεντάρα στη Φινλανδία. Το ειρωνικό μπλουζάκι του Κάρπετ «ναι αλλά δεν παίζει ο Ζήκος» μετά τον τελικό. Ότι οι δυο Αντώνηδες φαινόταν να κάνουν κάτι φρέσκο -με την αρχισυνταξία του Κώστα Καπάταη, που ξεχώριζε από τον Μανόλο και την κλαδική του ΠΑΣΟΚ στην ΕΡΤ. Και η γκρίνια που προηγείται αναπόφευκτα της πιο μεγάλης επιτυχίας.

Η γκίνια των Ισπανών, η γκίνια των Γάλλων, η γκίνια των Τσέχων, ο τραυματισμός του Νέτβεντ. Γκίνια επαναλαμβαόμενη παύει να λογίζεται ως τέτοια -το τυχαίο είναι μια διαλεκτική στιγμή του αναγκαίου στην ιστορία. Η ασίστ του Τσιάρτα, σα να πίνει ένα ποτήρι νερό -πριν αρχίσει τον φασιστικό βόθρο, σα να ξερνάει περιττώματα. Το δίδυμο Σεϊταρίδης - Φύσσας, είκοσι χρόνια μετά, να λέει πως δε μας πίεσε και τόσο πολύ η Τσεχία. Το κέντρο και η άμυνα που είχαμε. Οι κεφαλιές του Χαριστέα. Η καριέρα που (δεν) έκανε αργότερα -χειρότερη και από τα φετινά του σχόλια στην ΕΡΤ. Η τεστοστερόνη και το σομπρέρο του Τεό. Ότι βγήκε MVP και ευρωβουλευτής. Και μη χειρότερα...

Το κλάμα του Κριστιάνο, που ξέρει να χάνει. Ο Τζίμι Τζαμπ να πετάει τη σημαία της Μπάρτσα στον Φίγκο -το στιγμιότυπο της διοργάνωσης. Η στολή της Πορτογαλίας που θύμιζε καρπούζι -με την Παλαιστίνη ως τη λευτεριά. Η Ολλανδία να νικά στα πέναλτι! Η μαγεία του Ίμπρα με το φαλτσαριστό τακούνι. Το μαγικό μπισκότο των Σκανδιναβών, που άφησε έξω την ειδική στο είδος Ιταλία -αυτά μόνο στη Μεσόγειο γίνονται. Το κάζο των Γερμανών, που ζήλευαν τον συμπατριώτη τους. Το αβάσταχτο φολκλόρ του Σκολάρι στον πάγκο. Κι ότι ένα τόσο συμπαθές, ομοιοπαθές έθνος -σαν τους Πορτογάλους- έχει βγάλει τόσο αντιπαθητικές μορφές στην μπάλα -Ρονάλντο, Φίγκο, Πέπε, Μουρίνιο. Σάντος που σας χρειάζεται...

Τα εκκολαπτόμενο αυγά στην κερκίδα μας. Το «δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ...» λίγους μήνες μετά. Ο μεγάλος (φασιστικός) χειμώνας της Ελλάδας. Η αφόρητη Σημιτίλα -και ας είχε μπει στο χρονοντούλαπο, μόλις τρεις μήνες πριν- η πλαστή ευφορία για την «ισχυρή Ελλάδα» και το μεγάλο καλοκαίρι της. Γιατί χαίρεται και χαμογελά ο κόσμος, πατέρα; Η ουρανομήκης γιούχα στους επίσημους, στο Καλλιμάρμαρο. Και η καρτέλα στον τελικό που βάφτιζε πρωθυπουργό τον Γκαγκάτση, δίπλα στον Καραμανλή -και ίσως είχε δίκιο. Αυτοδιοίκητο στην Ελλάδα έχουν μόνο η ΕΠΟ και το Άγιο Όρος.

Και τέλος. Το άθλιο σύνθημα «δε σταματώ να τραγουδώ ποτέ». Η υστερία «σήκωσέ το το γαμημένο». Η μεταστροφή από το «δε γίνονται αυτά», στο «δε χάνεται αυτό». Η βεβαιότητα του κόσμου μετά τον ημιτελικό -το ίδιο συναίσθημα που γύρισε τούμπα στο Μουντομπάσκετ, δυο χρόνια μετά. Κι η σιγουριά πως δεν πρόκειται να ξαναζήσουμε κάτι τέτοιο στη ζωή μας την σκυφτή. Αλλά όχι και η μεγαλύτερη βραδιά μας, ρε εσύ. Τις μεγαλύτερές μας -θέλουμε να πιστεύουμε πως- δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα...

Τι άλλαξε - τι έμεινε ίδιο από τότε;

Πολλά πράγματα. Και τίποτα συνάμα. Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλο τα ίδια μένουν. Και για να μείνουν ίδια, πρέπει να αλλάξουν ριζικά. Ο Κριστιάνο ακόμα κλαίει. Οι Ισπανοί δεν είναι πια λούζερ. Ο μέσος Έλληνας δε γουστάρει τον Γερμανό. Τα PIGS κυριαρχούν εδώ και μια εικοσαετία στο EURO -έτσι πηδάνε αυτοί που σας χρωστάνε. Οι Αντώνηδες έβγαλαν τον πραγματικό τους εαυτό στη φόρα και δεν αντέχονται. Ο Βερνίκος περιγράφει ακόμα -όπως και ο Χελάκης- στο Μέγκα. Οι καλές ομάδες εξακολουθούν να νικάνε τις καλές μονάδες. Και η πάλη των τάξεων παραμένει ιστορικά αδικαίωτη.

Το EURO μοιάζει σαν χτες. Αλλά και τόσο μακρινό, από την επόμενη κιόλας μέρα. Η Εθνική είχε συνέχεια, περίπου για μια δεκαετία, πριν ξαναγυρίσει στην ανυποληψία. Οι σύλλογοι έφτασαν στο ταβάνι τους και η πτώση τους έμοιαζε -και ήταν- εκκωφαντική, πριν αρχίσουν να ξαναδείχνουν δειλά κάποια σημάδια ανάκαμψης -σαν την οικονομία της χώρας. Η κοινή σε όλους σιγουριά πως είναι εμπειρία ζωής, που δεν πρόκειται να ξαναζήσουμε, δεν είχε να κάνει τόσο με το μέγεθος του θαύματος -αυτό το συνειδητοποιείς μετά, όταν κρυώσει. Αλλά με τη βεβαιότητα πως ήταν μια φωτοβολίδα, που φώτισε για λίγο τα σκοτάδια, αλλά δεν μπορεί να τα διαλύσει μόνη της. Είχε να κάνει με τη σιγουριά για τον χαρακτήρα της ΕΠΟ, τον προγραμματισμό της, τις ακαδημίες των συλλόγων, την αγάπη για το άθλημα -που δεν ταυτίζεται με τον αθεράπευτο έρωτα για τις επιτυχίες.

Η μαγεία εξατμίστηκε πολύ γρήγορα, σαν καλοκαιρινή βροχή, αφήνοντας πίσω της συντρίμμια. Έναν χρόνο μετά, σε μια εκδήλωση της οργάνωσης στο ΠΑΜΑΚ, θυμάμαι έναν βετεράνο να «χλευάζει» σχεδόν την επιτυχία, λέγοντας ότι πέσαμε από την Ακρόπολη και βρήκαμε πορτοφόλι -απίθανα πράγματα, που δεν πρόκειται να ξανασυμβούν.

Στην ίδια εκδήλωση ένας σφος ρώτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου αν πρέπει να περιμένουμε την εποχή της Σπαρτάκ και της Ντιναμό Θεσσαλονίκης, για να δούνε τίτλο οι ομάδες της πόλης. Κι ήταν κατά μία έννοια προφητικός, πριν μάθει το ευρύ κοινό την ύπαρξη του Σαββίδη και το ενδιαφέρον του για την μπάλα -και τα παράπλευρα κέρδη του. Η τραγική ειρωνεία δεν είναι ότι η ερώτηση του σφου είχε άλλο νόημα -για τον σοσιαλισμό και την επανάσταση. Αλλά ότι ο σφος ήταν Αρειανός. Και είναι ακόμα -γιατί αυτά δεν αλλάζουν. Σφος -οργανωμένος τουλάχιστον- δεν πρέπει να είναι πάντως, γιατί αυτά δυστυχώς αλλάζουν καμιά φορά. Και στους καλύτερους συντρόφους...

Είκοσι χρόνια μετά, η εποχή εκείνη μοιάζει μακρινή και αφόρητα ίδια. Η φουρνιά των μεταφοιτητών έχει περίπου τις ίδιες οικονομικές δυνατότητες και εξαρτάται από τους γονείς της. Τα θαύματα -στη ζωή μας και το ποδόσφαιρο- λιγοστεύουν επικίνδυνα, κανονικοποιούνται. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του από τους ισχυρούς. Το τυχαίο παραμένει μια στιγμή του αναγκαίου. Και το (αβάντι) πόπολο συνεχίζει να μην παίρνει τις τύχες στα χέρια του. Για να πάψει να νιώθει έρμαιο της τύχης και να κάνει την ανάγκη ιστορία.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Μπάλα είναι και σαπίζει

Σκόρπιες σημειώσεις και ιστορίες για την Ευρώπη και το ποδόσφαιρο

Λένε πως η ιστορία των EURO είναι η ιστορία της Ευρώπης -ή ένας γλαφυρός καθρέφτης της, που μπορεί να μας πει πολλά για αυτήν.


Η σύγχρονη ιστορία των EURO αρχίζει όταν εγκαταλείπεται το μοντέλο των Φάιναλ Φορ και διευρύνονται οι ομάδες της τελικής φάσης. Και σίγουρα στη δεκαετία του '90, όταν διαλύονται μεγάλες παραδοσιακές δυνάμεις του αθλήματος και πρωταθλήτριες χώρες. Η Σαβιέτσκι Σαγιούζ είναι το πιο σταθερό σημείο στο πρώτο μισό αυτής της διαδρομής, με τις περισσότερες παρουσίες από κάθε άλλον σε τελικούς EURO (τέσσερις συνολικά), ενώ ακόμα και οι αποτυχίες της γράφουν ιστορία.

Το ’88 η Σοβιετία του Λομπανόφσκι είναι η καλύτερη ομάδα, αλλά χάνει με εντυπωσιακό τρόπο από τους Ολλανδούς και ένα άρρωστο γκολ του Βαν Μπάστεν, που λένε πως σούταρε έτσι, γιατί ήταν τραυματίας και δεν μπορούσε να το κάνει αλλιώς.
Το ’64 στη Μαδρίτη, η παρουσία της κόκκινης αρμάδας στη Μαδρίτη του Φράνκο δίνει την ευκαιρία για συμβολική αντίσταση στις κερκίδες, σε όσους ασφυκτιούν και κρύβονται. Ενώ τέσσερα χρόνια πριν, ο δικτάτορας caudillo προτίμησε να αποσύρει τη roja -την εθνική του δηλαδή- από το να ρισκάρει μια ήττα εντός έδρας από τους (άλλους) κόκκινους και μια συμβολική ταπείνωση σε αθλητικό επίπεδο.

Το ’80 η ΕΣΣΔ αποκλείεται στον όμιλο των προκριματικών, από τον οποίο προκρίνεται η Ελλάδα για πρώτη φορά στα τελικά του Κυπέλλου Εθνών -όπως λεγόταν τότε. Κι οι οιωνοί θα συνεχιστούν και μετά την αντεπανάσταση για τη γεωγραφική πατρίδα μας. Το ’04 η Ρωσία είναι η μόνη ομάδα που νικά τη μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης, στην πιο γλυκιά ήττα της ιστορίας της. Και το ’12 η Ελλάδα του Σάντος νικάει στον τελευταίο αγώνα του ομίλου τους Ρώσους και προκρίνεται για τελευταία φορά στα νοκ-άουτ, όπου περιμένει η Γερμανία. Μια διοργάνωση ανάμεσα στις δύο κάλπες του ’12, όπου το αριστεροχώρι πίστευε πως τα αντιμνημονιακά όνειρα θα έπαιρναν εκδίκηση, ενώ οι φιλελέδες σήκωναν πανό στα γήπεδα «last trip before Tsipras»...

Η διαδρομή των EURO στον αιώνα μας είναι μια ποδοσφαιρική εκδοχή των PIGS και της περιβόητης συμμαχίας του Νότου. Ελλάδα, Ισπανία δυο φορές, Πορτογαλία, Ιταλία. Αν και πιο εμβληματική στιγμή των φρατέλων ήταν ο ημιτελικός του ’12 και η τελευταία ραψωδία του Μπαλοτέλι, ενώπιον της φίλαθλης Μέρκελ. Άλλη μια φορά που οι Ιταλοί νίκησαν τους Γερμανούς στον ημιτελικό και έφτασαν άδειοι στον τελικό, για να χάσουν εμφατικά με τεσσάρα.

Οι εθνικές διοργανώσεις -πόσο μάλλον το πάλαι ποτέ "Κύπελλο Εθνών"- προσφέρονται για τέτοιους πολιτικούς συνειρμούς και την έξαρση των επιμέρους εθνικισμών. Κι ας μην ξεχνάμε πως «ναζί» είναι το «χαϊδευτικό» των εθνικιστών (nazionalisten) -που σημαίνει ότι και αν τους αποδομήσεις, μπορείς να τους ξαναφτιάξεις με το ίδιο ακριβώς υλικό. Οι εθνικοί ανταγωνισμοί σκίζουν το υφαντό της «ενωμένης Ευρώπης». Ο εθνικισμός είναι όμως μόνο η μία όψη του νομίσματος. Στην άλλη όψη μάς περιμένει ο «κοσμοπολιτισμός» των αποικιακών δυνάμεων και η πολυεθνική «κουλτούρα της ανοχής» για τους «άριστους μετανάστες» με το πλούσιο ταλέντο που φέρνει κέρδη στη μητρόπολη. Πίσω απ’ το σαξές στόρι κάθε δικού μας Γιάννη, κρύβουν μια εκατόμβη συντριμμένων ζωών και ονείρων που βούλιαξαν στη Μεσόγειο -και κάθε μέρα στη στεριά για τους διασωθέντες.

Το EURO είναι ένα μικρό Μουντιάλ, λένε. Ναι αλλά χωρίς αλατοπίπερο. Μπορεί η Λατινική Αμερική να μην είναι η δύναμη που ήταν κάποτε, να μην κερδίζει τους ίδιους τίτλους, να μην είναι καν ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας όπως ελπίζαμε κάποτε, είναι όμως διαχρονική αδυναμία πολλών φιλάθλων και καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, του επαγγελματικού αθλητισμού.

Ναι αλλά είναι και μια διοργάνωση χωρίς Καταρ-αμένους διοργανωτές, εκατόμβες νεκρών και περιστολή δικαιωμάτων. Απλώς η οικοδέσποινα απαγορεύει την είσοδο σε πολιτικούς της απαρασκείας της (Βαρουφάκης), δεν καλοβλέπει κάποια σύμβολα, πχ τα παλαιστινιακά λάβαρα, ή τις περίεργες δηλώσεις που διώχνουν τους χορηγούς, και υπερασπίζεται σθεναρά το No Politica, όταν βρίζουν τη Σερβία παρέα Αλβανοί και Κροάτες -ο αθλητισμός ενώνει.

Τι λέγαμε, όμως; Α, ναι. UEFA cares about football. Όχι σαν τους κακούς της European Super League, που σκέφτονται μόνο το κέρδος. Η ΟΥΕΦΑ σκέφτεται την απόλαυση του θεατή, με τους καλύτερους τρίτους των ομίλων -που κυνηγάν μεγάλα σκορ κόντρα σε αδιάφορες ομάδες-, με το ακατανόητο σύστημα στο διευρυμένο ΤσουΛου, τη μαγεία του Nations League -που ουδείς γνωρίζει γιατί υπάρχει- και με περισσότερα ματς μέχρι τελικής πτώσης. Χαρά στο κουράγιο των ψυχαναγκαστικών που κάθονται να τα δουν όλα. Μη μασάς, τα έχουν παίξει στο στοίχημα. Κι εσύ αναρωτιέσαι ποια αλλοτρίωση είναι χειρότερη. Να βλέπεις με πάθος κάτι που δεν αλλάζει στο παραμικρό τη ζωή σου; Ή να βλέπεις κάτι που δε σε ευχαριστεί καν, με την προσμονή ενός μικρού πιθανού κέρδους, που κατά κανόνα δεν έρχεται;

Τι θα κάνουμε στην κοινωνία του μέλλοντος με τους τζογαδόρους; Θα τους βάζουμε να βγάζουν αποδόσεις για την παγκόσμια επανάσταση και την απονέκρωση του κράτους. Όπως έβγαλε ο Βλαδίμηρος λίγους μήνες πριν την επανάσταση (εμείς οι παλιότεροι δε θα προλάβουμε να την ζήσουμε), πρόλαβε όμως να το διορθώσει στο live betting. Την έβλεπες να έρχεται, την έκανες; Και μην ξεχνάς, έχουμε αγώνες αύριο -όπως έλεγε κι ένα εκλογικό σύνθημα του κόμματος, με στοιχηματικά δάνεια.

Είναι λίγο απλουστευτικό, αλλά η ΕΕ είναι μια μορφή γερμανικής επικράτειας, ένα είδος Χανσεατικής Ένωσης. Όχι όμως χωρίς αντιθέσεις και συγκρούσεις -οι οποίες βρίσκουν μάλιστα έκφραση και στο χορτάρι. Όλοι μισούν τους Γερμανούς και όλα σχεδόν τα μεγάλα κλασικά ντέρμπι είναι εναντίον της.

Το Αγγλία-Γερμανία είναι κλασικό από το Μουντιάλ του ’66, με το γκολ-φάντασμα του Χαρστ που πλανάται πάνω από την Ευρώπη και τον Σοβιετικό επόπτη που το μέτρησε, πολύ πριν το ’90, με το φάουλ που χτύπησε στο τείχος (του Βερολίνου) και κρέμασε τον γερο-Σίλτον, για να καταλήξει ο Λίνεκερ στο απόφθεγμα πως στο τέλος (της ιστορίας) νικάνε οι Γερμανοί -στα πέναλτι.
Το Ιταλία-Γερμανία έγινε κλασικό στο επόμενο Μουντιάλ, του Μεξικού, με ένα θρυλικό 4-3 στην παράταση, που δε θα το είχαμε δει ποτέ, αν υπήρχαν τότε ξαφνικοί θάνατοι, χρυσά γκολ, αργύρια και λοιπές πειραματικές επινοήσεις.
Το Γαλλία-Γερμανία ήταν καυτό ζευγάρι στη δεκαετία με τις βάτες, με την περμανάντ του Πλατινί και του χασάπη Σουμάχερ. Το Ολλανδία-Γερμανία έφτασε την ίδια περίπου περίοδο στη δική του κορύφωση, με τις καταπληκτικές φανέλες -τα ψυχεδελικά ρομβάκια της οράνιε (που είχε και η Σοβιετία) και η τεθλασμένη, πρισματική τριχρωμία για τα πάντσερ.

Το Αργεντινή-Γερμανία απογειώθηκε την ίδια δεκαετία, με το «Μουντιάλ της επανένωσης» (προσάρτησης) και τα δάκρυα του Ντιέγκο για τους Ιταλούς, την πούτα ΦΙΦΑ και τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε.
Το Ισπανία-Γερμανία είναι το ντέρμπι των σχολών που είναι πολυνίκεις του θεσμού και καθόρισαν την ποδοσφαιρική εξέλιξη στο πρώτο τέταρτο του αιώνα μας.
Και το Βραζιλία-Γερμανία δεν ερχόταν ποτέ σαν ζευγάρι μέχρι το γύρισμα του αιώνα, αλλά έδωσε έναν τελικό Μουντιάλ το ’02 και έναν ημιτελικό που θα τον μνημονεύουν και τον επόμενο αιώνα.
Ακόμα και το Γερμανία (ΓΛΔ)) vs (Δυτικής) Γερμανίας είναι κλασικό -το ’74, με το γκολ του Λαογερμανού Σπαρβάσερ και τους μύθους που το συνοδεύουν.

Στο τέλος όλοι προσπαθούν να νικήσουν τους Γερμανούς, όπως και αν τους αποκαλούν -Πρώσους, Τεντέσκους, Αλεμάνους κτλ. Και μένει αήττητος ο μύθος της άριστης γερμανικής οργάνωσης, του άτεγκτου κράτους που δεν αστειεύεται με κανέναν (ούτε με τη Ζίμενς) και των άκρως αποτελεσματικών μηχανισμών του. Η αστυνομία άφησε γαία πυρί μιχθήτω, καθολικούς με όρτοντοξ μπράδερς και μουσουλμάνους, να αλωνίζουν, να στήνουν ενέδρες θανάτου -δεν είναι εδώ Βαλκάνια σου το ’πα. Τον περασμένο μήνα, στο Φάιναλ Φορ του Βερολίνου, η έναρξη των ημιτελικών πήγε πίσω γιατί κινδύνευαν να ξεκινήσουν σε άδειες κερκίδες, τα μπουμπούκια της Κρβένα Ζβέζντα ήρθαν για ενισχύσεις στα ξύλα, οι οπαδοί της Φενέρ έστηναν υποδοχή στον Αταμάν κοκ. Φαντάσου να μην υπήρχε και οργάνωση...

Αυτά προφανώς δεν τα σημειώνω επιζητώντας (περισσότερο) ξύλο και κρατική βία. Η καταστολή δεν είναι ποτέ ζητούμενο ούτε λύση. Όσοι δεν το έχουν καταλάβει, αρκεί να δουν το ρεσιτάλ βίας και αστυνομικής παράνοιας που κόντεψε να τινάξει στον αέρα τον τελικό ΤσουΛου το ’22 (Ρεάλ-Λίβερπουλ). Η κρατική βία έχει πάντα ταξικό πρόσημο και στόχευση, αλλά συχνά πλήττει και «αδιακρίτως», προς γνώση και εμπέδωση του δόγματος «νόμος και τάξη».

Κι ενώ τα κόκαλα της Μάργκαρετ έχουν λιώσει στο μνήμα της -όπως εύχονταν διάφορα στιχάκια, τραγουδάκια και συνθήματα προς τιμήν της- αλλά θα λιώσει ποτέ η καραμέλα των θαυμαστών της για τον Θατσερισμό που χτύπησε τον χουλιγκανισμό και τη βία στα γήπεδα. Στην καλύτερη, αυτό που έκανε, ήταν να τους βάλει κάτω από το χαλάκι και να τους κρατήσει μακριά από τη βιτρίνα της Πρέμιερ Λιγκ. Αντικειμενικά κατάφερε να τους εξάγει μαζικά σαν ορδές βαρβάρων σε αγώνες αγγλικών συλλόγων ή της εθνικής τους στην Ευρώπη. Στη χειρότερη τους άφησε να αναπτύσσονται υπόγεια, να γίνουν η ανθρώπινη πρώτη ύλη για την άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού, που πλανάται σαν απειλή πάνω από όλη τη σάπια, γηραιά ήπειρο. Το πιστοποίησαν κι οι τελευταίες ευρωεκλογές άλλωστε.

Ανεβαίνει ο φασισμός! Κοίτα να δεις τώρα. Ποιος να το έλεγε πως τα αντικομμουνιστικά μνημόνια ως επίσημη ιδεολογία, η θεωρία των άκρων, το ιστορικό φλερτ με τους νεοναζί, ο οργανωμένος ρατσισμός μιας περίκλειστης Ευρώπης-φρούριο, που βλέπει τους μετανάστες σαν ροές (και ψάχνει τεχνικές λύσεις, για να τις «βουλώσει»), η συνενοχή στη γενοκτονία στην Παλαιστίνη, κτλ, κτλ, θα έφερνε τέτοια αποτελέσματα...

Βγαίνουν οι γάλλοι διεθνείς, ο Μπαπές, ο μικρός Τουράμ (μεγαλώσαμε mariori μου) και άλλοι, κάνουν δηλώσεις, καλέσματα εναντίον της Λεπέν, Λαϊκά Μέτωπα με τον Μακρόν -που μας ταλαιπωρούν επί μακρόν και επαναλαμβάνονται σαν φάρσα λίγο πριν την τραγωδία- και ψήφο στη δεξιά (με μπόλικες αυταπάτες) για να μη βγει η ακροδεξιά. Χιλιο-χρεοκοπημένες συνταγές, σαν τις καμπάνιες της ΟΥΕΦΑ κατά του ρατσισμού. Τι μπορεί να πάει στραβά σε αυτό;

Κάποιοι γκρινιάζουν πως χάνονται οι εθνικές σχολές και τα σύνορα, μελαγχολούν για το ποδόσφαιρο που ομογενοποιείται. Δεν το φτιάχνουν πια όπως κάποτε, σκέφτεσαι μέσα σου κι απορείς πότε γέρασες τόσο. Η παρελθοντολογία είναι αβάσταχτη αλλά έχει μια δόση αλήθειας, έστω μισής -τα πιο ωραία ψέματα τα λέμε στον εαυτό μας. Αλλά αν θέλουμε να την πούμε ολόκληρη, αλλού πρέπει να σταθούμε.

Τη χαμένη γοητεία θα την βρούμε στον αντίποδα του μεγέθους που αυξάνεται. Το άθλημα γίνεται όλο και πιο επαγγελματικό, πουλάει την ψυχή του στον διάβολο του κέρδους και της σκοπιμότητας. Αυτό που χάνεται είναι το ανθρώπινο στοιχείο, το μαγικό, το απρόβλεπτο, που γεννά πάθος, έκσταση, αθλητική κατάνυξη. Χάνεται η προσωπικότητα των παικτών, η ελευθερία της έκφρασής τους εντός και εκτός γηπέδου. Οι σύγχρονοι παίκτες είναι επαγγελματίες αθλητές, ταχυδύναμοι υπεράνθρωποι, ρομπότ με σάρκα, αλλά χωρίς πολλά συναισθήματα -που πνίγονται στο χρήμα. Η αυτοθυσία μοιάζει με τρέλα, όταν ρισκάρεις καριέρες και συμβόλαια. Ο Μέσι είναι χίλιες φορές καλύτερος (επαγγελματίας) ποδοσφαιριστής από τον μακαρίτη Ντιέγκο, αλλά πολύ μικρότερη προσωπικότητα και μέγεθος εκτός αγωνιστικού χώρου -αυτό που μας μένει σε τελική ανάλυση.

Δεν είναι απλώς θέμα φυσικής κατάστασης και συστήματος που σκοτώνουν το θέαμα και την έμπνευση. Μια συλλογική οργάνωση μπορεί να αναδείξει την αξία κάθε μονάδας μέσα από το σύνολο, να μην την αθροίσει απλώς στις υπόλοιπες, αλλά να την αυξήσει εκθετικά, να σεβαστεί και να πλουτίζει από τα ατομικά χαρακτηριστικά κάθε παίκτη. Να βρίσκει την ομορφιά στη διαφορά και την πολυμορφία. Να αντιμετωπίζει σαν προστατευόμενο είδος τους αρτίστες, που σκέφτονται πρώτα το κοινό, όσους ζητάνε μια σπουδαία φάση εν είδει ελεημοσύνης (ζητιάνοι του καλού ποδοσφαίρου, όπως αυτοπροσδιοριζόταν και ο Γκαλεάνο), να μας δείξουν κάτι διαφορετικό και (γι’ αυτό) όμορφο.

Το ίδιο άγευστοι φαίνονται οι σύγχρονοι εκφωνητές, που περιγράφουν σα να εκτελούν ποινή. Διαθέτουν γνώσεις, άμεση πληροφόρηση από το διαδίκτυο, κάρτες με γραφικά και στατιστικά, αλλά δεν μπαίνουν ποτέ στο πνεύμα του αγώνα -για να βάλουν και τον θεατή. Δεν πίστευα ποτέ πως θα με έπιανε νοσταλγία για τα βύσματα της ΕΡΤ, τις κλαδικές του ΠΑΣΟΚ στη Μεσογείων, τους άσχετους που δεν πετύχαιναν παίκτη στα δύο μέτρα, που τσίριζαν «γκολ! γκολ!» κάνα λεπτό, μέχρι να βρουν το όνομα του σκόρερ. Και όντως, δε με πιάνει. Μου λείπει όμως η γραφικότητά τους, που έδινε στίγμα και τους ξεχώριζε από τον μέσο όρο, τους έκανε αναγνωρίσιμους. Μου λείπει το ιδιαίτερο ηχόχρωμα που έδινε χρώμα και στις ασπρόμαυρες οθόνες. Μπορούσες να το μισήσεις, να το σιχαθείς ή να το συνηθίσεις και να το αγαπήσεις, δε θα σου περνούσε όμως αδιάφορο. Από την άλλη, μπορεί να μου λείπει απλώς η ηλικία που είχα, όταν τους άκουγα.

Πλέον μου φαίνεται τρομερή αγγαρεία να δω έναν ολόκληρο ποδοσφαιρικό αγώνα. Δεν έχω δει ούτε ένα ματς, ενώ κάποτε δεν έχανα κανένα. Μοιάζουν όλα βαρετά και ανούσια, σαν τη μίζερη ζωή μας, είτε κυλάνε αργά -σαν στάσιμα- είτε τσουλάνε γρήγορα, σα να βιάζονται να τελειώσουν. 

Μα η ζωή προχωρά καλπάζοντας χωρίς να κοιτά τη δική μας μελαγχολία...


Κι όμως, όσα δε φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή. Ο ιστορικός χρόνος πυκνώνει, βγάζει ευκαιρίες, ωραίες φάσεις, επικίνδυνες καταστάσεις (για το σύστημα και τον ταξικό εχθρό). 
Και δεν υπάρχει καλύτερος ορισμός της επαναστατικής κατάστασης από ένα γήπεδο κατηφορικό σαν το Ριαθόρ ή μια μπάλα στρωμένη στην κενή εστία. Η μπάλα ψάχνει ένα φύσημα για να μπει στα δίχτυα και η εξουσία κυκλοφορεί πηχτή στους δρόμους, περιμένοντας να την αδράξουμε. Και στο τέλος νικάνε οι λαοί -χωρίς πέναλτι...

Μπάλα είναι και γυρίζει. Σαν τον τροχό της ιστορίας. Ή σαν τον μπάφο -να γυρνάει παιδιά. Η μπάλα είναι το δημοφιλέστερο μαλακό όπιο του λαού. Παυσίπονο για την ατέλειωτη κοιλάδα των δακρύων, για να μην πονάς, να χάνεις τις αισθήσεις και τη συνείδησή σου, αποκούμπι για κάθε προλετάριο που γίνεται λούμπεν, αφήνοντας την κρίση του στην είσοδο, όπου ελέγχουν τα προσωπικά του αντικείμενα.

Κι είναι πάντα ζήτημα αν μπορείς να κάνεις παρέμβαση στους αφιονισμένους. Αν αυτή έχει ουσία ή χαμηλό συμβολικό ταβάνι, με αντίφα πρόσημο -σε έναν χώρο όπου βρίσκει συχνά χώρο το φίδι να εκκολαφθεί. Κι όμως, είναι εντελώς βέβαιο πως όταν γίνουμε πραγματικά δυνατοί κι επικίνδυνοι, θα αποκτήσουμε ντε φάκτο επιρροή και ακροατήριο σε αυτόν τον κόσμο. Τον ξένο, τον αλλότριο, που μπορεί όμως να γίνει υλικό για να χτίσουμε έναν άλλο, δικό μας, όπως τον θέλουμε και τον ονειρευόμαστε. Αρκεί να νικήσουμε τη βαθιά του αλλοτρίωση και να τον πείσουμε ότι δεν είναι δύσκολο να φανταστεί έναν κόσμο χωρίς τζόγο, τσουλού, μεταγραφές, ήρωες και ομαδάρες. Το πιο δύσκολο -σαν πρόκληση- είναι να φανταστεί και να φτιάξει έναν κόσμο χωρίς αφεντικά (στους συλλόγους και γενικώς) και χρήμα που να λερώνει τις φανέλες και το αποκούμπι του.

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Ο δικός μας άνθρωπος

Η αλήθεια είναι πως πριν να παίξουν στην οθόνη οι σκηνές από τα επινίκια της Πορτογαλίας, με τον τραυματία Ρονάλντο να βγάζει την μπλούζα απλά για να δούμε τους κοιλιακούς του, να πανηγυρίζει και να σηκώνει το Κύπελλο, οι εκφωνητές θα έπρεπε να προειδοποιούν το κοινό κάπως: προσοχή, ακολουθούν σκληρές εικόνες. Κι ας μην είναι πολύ κατανοητό γιατί έπρεπε να πάνε πάνω σε αυτόν οι κάμερες, στο τέλος ενός αγώνα, όπου η βασική του συμβολή ήταν να αποχωρήσει τραυματίας και να αφήσει την ομάδα του να αποδείξει ότι δεν είναι δική του, αλλά του Σάντος, κι ότι μάλλον μπορεί να παίξει καλύτερα χωρίς αυτόν.

Αλλά αν εξαιρέσεις τον Μπακόπουλο, που έχει μάθει να γλείφει όπου βλέπει σαξές στόρι κι όσους είναι στην κορυφή και παραλίγο να βγάλει τον Κριστιάνο καλύτερο παίκτη όλων των εποχών (πάλι καλά δηλ που δεν τον έβγαλε και MVP του τελικού), και κάτι Βαρουφίτσους που τη βρίσκουν με το Ρονάλντο (με ένα νι), για όλους τους άλλους που λατρεύουν να τον μισούνε, η εξέλιξη ήταν σχεδόν ιδανική. Έξω από την αρχή σχεδόν το ποδοσφαιρικό σίχαμα, που τον είπαν Ρονάλντο οι γονείς του, γιατί ήταν πολιτικοί θαυμαστές του Ρίγκαν (από εκεί να καταλάβεις τι προοπτικές είχε), και ύστερα είμαστε όλοι Πορτογάλοι, άφοβα, ολόψυχα και χωρίς τύψεις. Γιατί εντάξει, Ελλάς - Γαλλία -(λαϊκή) συμμαχία, και -αν ρωτήσεις τον Αλέξη- ο Ολάντ είναι φίλος μας, όπως κατά καιρούς και το ΔΝΤ, ο Γιούνκερ, ο Ομπάμα, ακόμα και οι Γερμανοί, πλην του Σόιμπλε, που δεν τον πάει ούτε ο Μπαράκ. Αλλά βασικά με τους Πορτογάλους ένας λαός είμαστε.

Τα μπουφάν που αγαπήσαμε
Η Πορτογαλία έπαιξε λοιπόν καλύτερα χωρίς τον καλύτερό της παίκτη. Κι αν αυτό φαίνεται βαριά διαλεκτική για κάποιους, μπορεί να δοκιμάσουν ως εξήγηση το φαινόμενο της πεταλούδας. Γιατί ως γνωστόν, αν μια πεταλούδα καθίσει στο πρόσωπο του γελοίου στο Παρίσι, και χαλάσει το δακρυσμένο δραματικό πλάνο του προς την κάμερα, ενώ καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να συνεχίσει, αφενός επιβαρύνει το κάρμα της και θα επιστρέψει στη ζωή ως κάτι χειρότερο (πχ Κριστιάνο Ρονάλντο), αφετέρου οι Πορτογάλοι θα σηκώσουν το Κύπελλο.
Γιατί όχι; Εδώ κάποιοι (ζουν ανάμεσά μας) πίστεψαν πως ρίχνοντας στην κάλπη ένα ψηφοδέλτιο, θα σκιστεί το μνημόνιο, σε αυτό θα κολλήσουμε τώρα;

Εναλλακτικά μπορούν να το ρίξουν στις θεωρίες συνωμοσίας. Γιατί ο Γκριζμάν ξέρω γω έχει πορτογαλικές ρίζες από τη μητέρα του και δε φαινόταν πολύ στενοχωρημένος στο τέλος, και έτσι εξηγείται που αναλάμβανε να εκτελέσει όλα τα κόρνερ και τις στημένες φάσεις. Το πιάσατε έτσι...; Στημένες φάσεις...

Άσε που κάτι παθαίνουν όλοι οι Ρονάλντο (πραγματικοί και μη) σε αυτό το γήπεδο στους τελικούς, κόντρα στη Γαλλία.
Άσε που όποιος πέρασε από την Εθνική και φεύγει, κάνει τους άθλους της ζωής του. Πρέμιερ Λιγκ σήκωσε ο Ρανιέρι, το EURO ο Σάντος, ο Ιορντανέσκου ξαναπήγε τους Ρουμάνους στα τελικά μετά από 16 χρόνια... Το ερώτημα είναι ποιος θα προλάβει να πάρει το Βασίλη Δανιήλ (ή αν προλαβαίνει να φύγει κι ο Σκίμπε) για να πάρει το Μουντιάλ στη Ρωσία, το 18'. στην κορύφωση για τα 100χρονα του ΚΚΕ -εκτός κι αν έχει προλάβει να γίνει κάποια επετειακή επανάσταση στο ενδιάμεσο, το 17'...
Άσε που είναι η τρίτη φορά φέτος, που το σηκώνει η ομάδα που έφτασε (σκανδαλωδώς) πιο εύκολα στον τελικό, μετά από τους Cavaliers του Λεμπρόν στο ΝΒΑ και τη Ρεάλ στο Τσου-Λου (και αν εξαιρέσεις την τελευταία, οι άλλοι το άξιζαν απόλυτα).

Και μην ξεχάσουμε να ρωτήσουμε έναν ταξιτζή να μας αναλύσει την παράδοση των PIGS στα EURO του 21ου αιώνα, και τη θέση τους ως αδύναμοι κρίκοι στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα της ΕΕ.
Το πήρε η Ελλάδα το 04', οι Ισπανοί το 08' και το 12', οι Πορτογάλοι τώρα, και οι Ιταλοί το είχαν στα χέρια τους, αλλά γλίστρησε η μπάλα από αυτά του Τόλντο στο σουτ του Βιλτόρ και έμειναν με τον ξαφνικό θάνατο και την εκδίκηση στο Μουντιάλ του 06'.

Η ζωή του όλη είναι ένα τσιγάρο...
Αλλά το βασικό πρόσωπο, που επισκιάζει κάθε γελοίο και τα καταφέρνει καλύτερα χωρίς αυτόν, είναι ο Φερνάντο Σάντος, τον οποίο κάποια σημερινά πρωτοσέλιδα τον παρουσίασαν ως το "δικό μας άνθρωπο", σαν να είναι ο διάδοχος του Βέγγου. Μόνο που αυτός, αντί για "καλοί μου άνθρωποι", θα (το εννοεί, αλλά θα) πει κάτι σαν: ουέου-ουέου. Δηλ σαν τους πορτογαλικούς φθόγγους που πετούσε κάποτε ο Πανούτσος, για να δηλώσει τη συμπάθειά του στον καρπουζά από το Εστορίλ, όπως έμεινε να τον αποκαλούν οι φωτεινοί παντογνώστες (μετά τον ταβερνιάρη Ντελ Μπόσκε. Ενώ άμα έχεις το Λεβ να μυρίζει τα αχαμνά του, σα μυρωδιάς, είναι γερμανική φινέτσα κι απόλαυση).

Βασικά πρέπει να υπάρχουν ελάχιστοι Έλληνες που να μη γουστάρουν το Σάντος. Όσοι δεν μπορούν το στιλ ποδοσφαίρου που υπηρετεί (αλλά πανηγύριζαν έξαλλα με την ίδια συνταγή του Ρεχάγκελ), ο Θερσίτης που είναι ΠΑΟΚτζής αλλά περνάει γενιές 14 όσους πέρασαν από τον ΠΑΟΚ και δεν πήραν πρωτάθλημα (ή κι αυτούς που πήραν, δε μασάει), κάποιοι ολυμπιακοί ίσως... Αυτά. Για τους άλλους είναι εξαιρετικά οικεία και αγαπητή φυσιογνωμία. Και γίνεται ακόμα περισσότερο με κάτι δηλώσεις (πριν τον τελικό), όπου απαντούσε στους επικριτές του θεάματος που πρόσφεραν οι Πορτογάλοι και ευχόταν να λένε το ίδιο κι αφού σηκώσουν το Κύπελλο στη Γαλλία. Το οποίο μου θύμισε συνειρμικά (τηρουμένων των αναλογιών πάντα) αυτό που έλεγε ο Άρης Βελουχιώτης για την ιστορία: "πως αν δηλ νικήσουμε, θα μας συγχωρέσει κάποιες ακρότητες, αλλά αν τυχόν χάσουμε, δε θα μας ξεπλένει τίποτα". Κι όχι, πες πως δεν είχε δίκιο.

Και δεν το λέω εκ του αποτελέσματος. Κάποιοι αμπελοφιλόσοφοι διαπιστώνουν την αντικατάσταση της μαρξιστικής διαλεκτικής σκοπού-μέσου με το μακιαβελικό: "ο σκοπός αγιάζει τα μέσα". Έχουν δηλ την εντύπωση πως η πορεία προς την κορυφή είναι ένας εύκολος, ρομαντικός κατήφορος, όπως εξάλλου και ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με ροδοπέταλα (σκεφτείτε διαλεκτικά). Κι έτσι, οτιδήποτε άλλο βαφτίζεται αντιποδόσφαιρο.

Ναι, αλλά δεν μπορούν να παίξουν όλοι σαν Μπαρτσελόνα, ούτε καν η ίδια η Μπάρτσα, σε σχέση με αυτό που φαντάζεται εξιδανικευμένα στο μυαλό του ο μέσος φίλαθλος. Πόσο μάλλον μια ομάδα που δεν έχει τους συσχετισμούς με το μέρος της, δεν μπορεί να κάνει παιχνίδι πρωτοβουλίας, βασίζεται σε αντεπιθέσεις για να βρει ρήγματα στην άμυνα του αντιπάλου και μένει ταμπουρωμένη στις θέσεις της, για να τις κρατήσει και να τις ενισχύσει με κλεφτοπόλεμο -που είναι πολύ διαφορετικός από τα ανοργάνωτα γιουρούσια.

Βασικά η Πορτογαλία του Σάντος δείχνει την ποδοσφαιρική τακτική που μπορεί να εμπνεύσει και το σχέδιο της εργατικής τάξης. Το οποίο δε χρειάζεται πριμαντόνες, κινηματικούς σταρ κι αυτόκλητους ηγέτες (Κριστιάνους, Μεσσίες, κτλ), αλλά ομαδική προσπάθεια, πειθαρχία, συνοχή και αλληλεγγύη των γραμμών της, ευελιξία μέσων και θέσεων, από την άμυνα στην επίθεση, κτλ. Αλλά κάπου εκεί εξαντλείται η αξία του παραλληλισμού κι αρχίζει η πραγματικότητα.

Αγώνας, γνώση, τόλμη κι αντοχή
Όπως είπε κι ο Σάντος, σε μία από τις κορυφαίες ατάκες του EURO, πριν από έναν αγώνα, όπου τον ρωτούσαν για την ενδεκάδα που σχεδίαζε.
Μερικές αλλαγές θα κάνουμε, μην περιμένετε καμιά επανάσταση. Αυτή έγινε το 74' (εννοώντας την επανάσταση των γαριφάλων στη χώρα του).
Κι είναι στα δικά μας χέρια να την ξανακάνουμε. Ή έστω στα πόδια μας. Αρκεί να μην κλοτσήσουμε την ευκαιρία, όταν μας δοθεί...

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Γαλλογερμανικός άξονας

Όπως θα έλεγε κι ο Γκάρι Λίνεκερ, η ΕΕ είναι μια "ένωση"/ένα παιχνίδι, όπου συμμετέχουν διάφορες χώρες (28 ή έστω 27 ή μάλλον περισσότερες κατ' ουσίαν) και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί. Στα πέναλτι (η πρωτότυπη φράση του Λίνεκερ έλεγε "...στα πέναλτι", αλλά οι θυμόσοφοι ευρωπαίοι λαοί τη συντόμευσαν και την προσάρμοσαν). Σαν τα πέναλτι, δηλ τις ποινές που επέβαλε η Κομισιόν σε Ισπανία και Πορτογαλία για την αθέτηση των υποχρεώσεών τους, αλλά εκεί δεν υπάρχει κανείς (αστικό μπλοκ ή ΚΚ) να σηκώσει το ζήτημα της εξόδου.

Κάπου εδώ αρχίζουν τα κλασικά αντιμερκελικά αστειάκια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για τα μνημόνια που θα επιβάλει η Μέρκελ στη Γαλλία. Λες και χρειαζόταν καμιά εξωτερική βοήθεια ο Ολάντ, για να φέρει το νόμο για τα εργασιακά. Πόσο μάλλον τώρα, με τον αέρα του ποδοσφαιρικού σαξές στόρι να σκεπάζει τη δυσαρέσκεια και τον απόηχο των απεργιακών κινητοποιήσεων, παρά κι ενάντια στο οξυμένο πολιτικό κριτήριο που λέει ότι μια κακή πορεία των τρικολόρ θα τροφοδοτούσε τα ρατσιστικά ένστικτα και θα στοχοποιούσε τους έγχρωμους διεθνείς για την αποτυχία.

Στην πραγματικότητα, οι εθνικές ομάδες και ο αθλητισμός προσφέρουν πολλές αντιφατικές αφορμές, όπου τον τόνο τον δίνει ένα φεστιβάλ εθνικισμών σε έξαρση. Και δεν εννοώ μόνο τις (κάθε άλλο παρά ακίνδυνες) γραφικότητες με τους Ιταλούς λεγεωνάριους (κατ' αντιστοιχία με τους δικούς μας... Σπαρτιάτες, που προσπαθούν να αποδείξουν ότι είναι βλάκες με περικεφαλαία) ή τον αλυτρωτισμό της Μεγάλης Αλβανίας που μπορεί να πυροδοτήσει ένα νέο γύρο Βαλκανικών πολέμων. Αλλά και τον εθνικισμό των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κρατών, που πολλές φορές περνάει απαρατήρητος, ως "φυσιολογικός" κι αυτονόητος.

Η ενδεκάδα των Γάλλων έχει ελάχιστους γηγενείς κι αρκετούς παίκτες από τις αποικίες, αλλά αυτό δε μειώνει την περηφάνια ενός Γάλλου σοβινιστή και το αποικιοκρατικό πνεύμα του. Η "νάσιοναλ μάνσαφτ" εντάσσει αρμονικά στις γραμμές της μετανάστες δεύτερης γενιάς (και όχι μόνο), κάτι που ελάχιστα προβληματίζει το Γερμανό νεοναζί, θαυμαστή των κατορθωμάτων της Αρίας φυλής. Αυτό εξάλλου μας είναι γνωστό από πρώτο χέρι. Η παρουσία των Αντετοκούμπο (ή του Σόφο παλιότερα) στην εθνική μπάσκετ (που κατάφερε να αποκλειστεί από ένα ακόμα Προολυμπιακό) δεν είναι άλλοθι για τα κρούσματα ρατσισμού στη χώρα μας.

Αυτά τα παραδείγματα πάντως είναι μια καλή αφορμή να ξεχωρίσουν οι τελειωμένοι φασίστες, όπως ο Μιχαλολιάκος που ξεσπάθωνε εναντίον της έγχρωμης εισβολής στην εθνική ομάδα, που λερώνει τα εθνικά σύμβολα (άλλο αν οι Αντετοκούμποι μιλάνε φαρσί τα ελληνικά, σε αντίθεση με τον Κουφό και τον Καλάθη πχ που είναι τυπικά Αμερικανάκια, αλλά πληρούν το κριτήριο του χρώματος). Ή σαν τους Γερμανούς ακροδεξιούς που αντέδρασαν στις νέες συσκευασίες της Κίντερ, με τις σοκολατένιες φάτσες, αντί για το κλασικό ξανθό παιδάκι της διαφήμισης (που είναι πια "κοτζάμ μαντράχαλος") και τις χλεύασαν, γιατί εντάξει να σου κλέβουν τη ζωή και το περιεχόμενο, όχι όμως και τη συσκευασία της Κίντερ. Τελικά αποδείχτηκε πως τα πρόσωπα αυτά ήταν διεθνείς ποδοσφαιριστές της Γερμανίας, στην παιδική τους ηλικία, και έτσι το κλίμα γύρισε μπούμερανγκ, εις βάρος των ακροδεξιών. Ωστόσο αναδείχτηκε από σπόντα και η ταξική σκοπιά του θέματος. Ένας φτασμένος ποδοσφαιριστής είναι (σχεδόν) καθολικά αναγνωρίσιμος και (κατά κανόνα) στο απυρόβλητο. Χωρίς αυτήν την ιδιότητα όμως, θα ήταν ένας ακόμα σκουρόχρωμος, από αυτούς που έρχονται να μας πάρουν τις δουλειές, να μας εξισλαμίσουν, να φέρουν φτώχεια, εγκληματικότητα και τα επτά κακά της μοίρας μας.

Οι Γάλλοι, από την άλλη (κάνει και ρίμα) ταλανίστηκαν από το ερωτικό σκάνδαλο Μπενζεμά-Βαλμπουενά που (λειτούργησε τελικά συσπειρωτικά, όπως είχε γίνει και για τους Ιταλούς παλιότερα, σε αντίστοιχες περιπτώσεις και) δεν είχε μάλλον ρατσιστικές προεκτάσεις εις βάρος του Αλγερινού Καρίμ (που προσπάθησε πιθανότατα να βρει ιδεολογική κάλυψη, για να καλύψει τη λερωμένη φωλιά του).

Η Γαλλία και η Γερμανία είναι τυπικά παραδείγματα πολυπολιτισμικών ομάδων, που λειτουργούν ακριβώς όπως οι πολυεθνικές: αξιοποιούν τα καλύτερα ταλέντα και ξεζουμίζουν τους ξένους παίκτες-εργάτες που τους έρχονται πιο φτηνά (αυτό το κάνουν κυρίως οι σύλλογοι-επιχειρήσεις). Ο κατώτερος ρόλος τους είναι που καθορίζει και τη θέση τους στην κοινωνία, παρά τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Οι πολυεθνικές, ο ιμπεριαλισμός, ο κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου, δεν αποτελούν κάποια άρνηση του εθνικισμού, αλλά τον χρειάζονται και τον αξιοποιούν ως απαραίτητο συμπλήρωμα, για να διαιωνίζουν την κυριαρχία τους.

Το παράδοξο ωστόσο για το γαλλογερμανικό άξονα (σε αντίθεση με το... ισπανο-βρετανικό δίδυμο, που είδαμε σε προηγούμενο κείμενο), είναι πως έχει πρωταθλήματα πρωτοδεύτερης ταχύτητας, που δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν την Πρέμιερ Λιγκ και την Πριμέρα Ντιβισιόν και να κρατήσουν τα αστέρια τους (εκτός από αυτά που κρατάνε η Μπάγερν και η Παρί). Έτσι τα εξάγουν σαν... πρώτες ύλες -που είναι πολύ διαφορετικό ως κριτήριο από την εξαγωγή κεφαλαίων στην πολιτική οικονομία.

Σε καθαρά αθλητικό επίπεδο τώρα, η Γαλλία και ο (Βάσκος) Αντουάν Γκριεζμάν (ή όπως αλλιώς λέγεται) είναι η βασική ελπίδα του φίλαθλου μετώπου της λογικής, για να μην πάρει μία ακόμα χρυσή μπάλα το... ποδοσφαιρικό σίχαμα (που θα 'λεγε κι ο Συρίγος), Κριστιάνο Ρονάλντο. Εδώ τον βράβευαν κι όταν δεν είχε καμία ομαδική διάκριση (πχ το 13'), πόσο μάλλον τώρα, εφόσον κερδίσει και το EURO εκτός από το Τσάμπιονς Λιγκ.

Οι Πορτογάλοι είναι ένας συμπαθέστατος λαός, που μοιάζει πολύ με το δικό μας (δεν είναι τυχαίο πώς κούμπωσε ο Σάντος με την ιδιοσυγκρασία μας), αλά έχει την ιδιαιτερότητα να έχει αναδείξει τις πιο αντιπαθητικές φυσιογνωμίες του σύγχρονου ποδοσφαίρου, το κατακάθι που βρίσκεται κάτω και από τον πάτο του βαρελιού: Από τον Ιούδα Φίγκο, στο μεταφραστή Μουρίνιο, κι από τον νάρκισσο Κριστιάνο, στο βρώμικο Πέπε.

Στον αντίποδα, οι Γάλλοι έχουν πολλούς συμπαθείς παίκτες, αλλά βγάζουν μια περίεργη ποδοσφαιρική αύρα (θέλω να πω φλωριά, αλλά φοβάμαι πως θα πυροδοτήσω μια άγονη συζήτηση, που έχει εξαντληθεί σε άλλα νήματα) και φωνάζουν το "αλέ λε μπλε", που πρέπει να είναι από τα πιο εκνευριστικά συνθήματα των ευρωπαϊκών γηπέδων. Συν τοις άλλοις, είναι φαβορί και διοργανωτές, που σημαίνει πως παίρνουν και κάποια σφυρίγματα έδρας (στο δεύτερο γκολ του Γκριεζμάν χτες πχ νομίζω πως υπάρχει επιθετικό φάουλ στο Νόιερ).

Οπότε, αν εξαιρέσουμε αυτούς που υποστήριζαν εξ αρχής κάποιον από τους φιναλίστ, για τους υπόλοιπους είναι μάλλον ζήτημα διαχείρισης των αντιπαθειών τους, στο ζύγι.
Και ο λιγότερο αντιπαθής, ας νικήσει...

Υγ: δείτε επίσης το αφιέρωμα μιας life-style ιστοσελίδας στους εθνικούς ύμνους του EURO, όπου ο συντάκτης καταλαβαίνει πόσο πορωτικός είναι ο ρωσικός (δηλ ο σοβιετικός) ύμνος και τον βγάζει δεύτερο, με διαφορά στήθους από τον ιταλικό, χωρίς βέβαια να υποψιάζεται γιατί είναι τόσο ωραίος

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Ο φασισμός ξανάρχεται

πολιτική ανασκόπηση του EURO

Τα γλυκερά κλισέ για την πολιτική που δεν (πρέπει να) μπλέκει με το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό γίνονται τόσο πιο αφόρητα, όσο περισσότερο παίζουν μπουνιές με τα πραγματικά γεγονότα.

Στην πραγματικότητα λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτα πιο πολιτικό από το δόγμα no politica της ΟΥΕΦΑ και την επιλεκτική εφαρμογή του. Μετά από τα αιματηρά επεισόδια της πρεμιέρας μεταξύ Άγγλων και Ρώσων χούλιγκαν, οι αρχές επέβαλαν ποινή αποκλεισμού με αναστολή, δηλαδή αποκλεισμού αν ξανασυμβεί το παραμικρό επεισόδιο, από τη διοργάνωση στη Ρωσία (και να πεις πως χρειάζονταν βοήθεια οι Ρώσοι για να αποκλειστούν), άφησε όμως στο απυρόβλητο την Αγγλία, ξεχνώντας το ρητό που λέει πως χρειάζονται δύο για να χορέψεις τάνγκο. Μην ξεχνάτε εξάλλου πως στην Αγγλία, ο χουλιγκανισμός έχει εξαλειφθεί από τα χρόνια της Θάτσερ, και αν τα γεγονότα δε συμφωνούν με αυτό, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.

Για όσους είχαν μείνει με την αμφιβολία για την πολιτική σκοπιμότητα κάποιων αποφάσεων, ήρθε να τη διαλύσει μια εξωποδοσφαιρική αφορμή και ο αποκλεισμός σύσσωμης της ρωσικής ομάδας στίβου (κι όχι κάποιων μεμονωμένων αθλητών) από τη WADA (που διώκει τις περιπτώσεις ντοπαρίσματος). Ευτυχώς δηλαδή που οι Ρώσοι έχουν αναλάβει τη διοργάνωση του Μουντιάλ το 18', αλλιώς μπορεί να τους απέκλειαν κι από αυτό (καλομελέτα έρχεται).
Όσο για την Ουκρανία, έγινε η πρώτη ομάδα που αποκλείστηκε μαθηματικά από τη συνέχεια της διοργάνωσης. Κι εδώ δυστυχώς δεν υπήρχαν οι ψήφοι κάποιας ειδικής επιτροπής για να ανατρέψει το αποτέλεσμα, όπως στη Γιουροβίζιον, και να της δώσουν την πρόκριση ή και το χρυσό.

Κατά τα άλλα, παρακολουθούμε ένα φεστιβάλ χουλιγκανισμού κι εθνικιστικής έξαρσης στις κερκίδες. Αν ο αθλητισμός είναι θεωρητικά μια εκλεπτυσμένη μορφή προσομοίωσης του πολέμου και ειρηνικής εκτόνωσης των άγριων, πολεμοχαρών ενστίκτων του ανθρώπου, σήμερα εξελίσσεται σε μία από τις πιο επικίνδυνες και βίαιες εκδηλώσεις της προχωρημένης καπιταλιστικής σαπίλας. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με αποπλανημένους ερασιτέχνες που αφιονίζονται, μεθούν, παρασύρονται κι εκτονώνονται. Αλλά με οργανωμένες, επαγγελματικές ομάδες, άκρως επικίνδυνες κι εγκληματικές.

Τα θεμέλια του κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού τρίζουν κάτω από ποτάμια μπίρας κι αίματος, συγκρούσεις λαών που μέχρι πρότινος ζούσαν αδελφωμένοι, ξεθαμμένα πάθη που γιγαντώνονται για να κρύψουν τις συνέπειες της κρίσης και τα οξυμένα προβλήματα κάτω από το χαλάκι, και βασικά την επέλαση του νεοφασισμού, τόσο στις χώρες όπου ηττήθηκε ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε (και τώρα λούζονται τις συνέπειες), όσο και στην "προηγμένη, πολιτισμένη, δυτική Ευρώπη".

Οι οπαδοί μοιάζουν με εκστρατευτικά σώματα του Μεσαίωνα, που εισβάλλουν στις πόλεις, τις βανδαλίζουν και τις λεηλατούν, έρχονται σε μάχες σώμα με σώμα, μεθούν και την πέφτουν στον άμαχο, γυναικείο πληθυσμό. Και η πλάκα είναι ότι η Γαλλία παραδίδεται στο έλεος των βαρβάρων που εκπροσωπούν υποτίθεται τις πολιτιστικές αξίες της Ευρώπης σε αντίθεση με τους... άγριους απεργούς και τους μουτζαχεντίν μουσουλμάνους, που απειλούσαν να τινάξουν τη βιτρίνα της διοργάνωσης στον αέρα -κι η χώρα ήταν πάνοπλη, σαν αστακός, για να τους αντιμετωπίσει.

Η μόνη πολιτική διεργασία που δεν μπορεί να περιμένει κανείς να αποτυπώσει στις κερκίδες και το χορτάρι, είναι μια επαναστατική διαδικασία. Όπως είπε κι ο δικός μας Φερνάντο Σάντος σε μια συνέντευξη τύπου, πριν το δεύτερο αγώνα της Πορτογαλίας, όταν ρωτήθηκε για την ενδεκάδα: θα κάνουμε μερικές αλλαγές, αλλά μην περιμένετε καμιά επανάσταση. Αυτή έγινε το 74' (εννοώντας προφανώς την επανάσταση των γαριφάλων)!
Με κάτασπρο πανί ένα καράβι, σαράντα χρόνια έχει να φανεί...

Υγ1: Η μόνη εξαίρεση στο νεοναζί κανόνα είναι οι οπαδοί της Ιρλανδίας. Είναι τρελοί αυτοί οι Ιρλανδοί, αλλά είναι παιδιά για σπίτι. Τραγουδούν νανουρίσματα σε ένα παιδί που ξύπνησαν με τα συνθήματά τους, τραγουδούν συνθήματα στους γάλλους αστυνομικούς που τους λένε να διαλυθούν, καντάδα σε μια νεαρή Γαλλίδα. Τραγουδάν ακόμα και για την Ακτή Ελεφαντοστού, που έχει παρόμοια χρώματα στη σημαία της. Αλλά τη λένε σε ένα φίλο τους που τους πούλησε για μια κοπέλα (ο Τομ γνώρισε μια κοπέλα και δεν ήρθε, μη γίνεις σαν τον Τομ) και στο ματς της πρεμιέρας με τους Σουηδούς είχαν ένα πανό που έλεγε ότι πήγαν εκεί απλά και μόνο για τα κορίτσια των Σουηδών.
Χώρια η τρέλα των βορειο-Ιρλανδών (που δεν τους συμπαθούμε όμως τόσο, όσο τους αυθεντικούς) για έναν παίκτη που δεν έχει σκοράρει καν στη διοργάνωση (δεν είμαι καν σίγουρος αν έχει παίξει), αλλά έχει εμπνεύσει το σουξέ της διοργάνωσης.



Υγ2: δε νομίζω πως χρειάζεται αγωνιστικό σχόλιο για μια τόσο φτωχή σε θέαμα διοργάνωση, όπου δεν υπάρχει καν η αγωνία και το σασπένς της πρόκρισης, πολλές φορές, με το ανεκδιήγητο σύστημα διεξαγωγής, όπου πολλές ομάδες προτιμάνε να βγουν τρίτες για να προκριθούν, παρά να ρισκάρουν κάτι περισσότερο.

Το μόνο που σημειώνω, ανεξαρτήτως (της δεδομένης) συμπάθειας, είναι πως αν οι Ισπανοί σήμερα δε χάσουν από τους Κροάτες και βγουν πρώτοι στον όμιλό τους, έχουν ανοιχτό δρόμο τουλάχιστον ως τα ημιτελικά, την ίδια στιγμή που στην άλλη πλευρά του ταμπλό, θα γίνει το έλα να δεις ήδη από τα προημιτελικά (αν όχι πιο νωρίς), με το Γαλλία-Αγγλία να φαίνεται ήδη στον ορίζοντα (στην ίδια πλευρά του ταμπλό είναι η Ιταλία και εκτός απροόπτου και η Γερμανία).

Υγ3: μπορείτε επίσης να διαβάσετε στο Ατέχνως ένα κείμενο για το επικό πέναλτι του Πανένκα, που έφτιαξε δική του σχολή, και χτες έκλεισαν 40 χρόνια από την πρωτότυπη, μαγική εκτέλεση.

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Το πειρατικό του Κάπταιν-Τζίμη

-Στον έβδομο ουρανό όλοι αδέλφια!
Οι ξελαρυγγιασμένες κραυγές του βερνίκου, ακριβώς δέκα χρόνια πριν, θα μπορούσαν να είναι από θρίλερ, αλλά όχι· θεωρητικά τουλάχιστον πανηγύριζαν την κατάκτηση του euro (ευρωπαϊκού κυπέλλου και πάλαι ποτέ κυπέλλου εθνών) από την εθνική. Και το... «μεγάλο καλοκαίρι» της ελλάδας –με το χρυσό φαγοπότι των ολυμπιακών που ακολούθησε. Το οποίο δεν ήταν σύντομο και συνεχίστηκε την επόμενη χρονιά με την πρώτη θέση στη γιουροβίζιον και στο ευρωμπάσκετ της σερβίας, σε ένα σαξές στόρι διαρκείας της.. ισχυρής ελλάδας, που αν έμενες στην επιφάνεια των γεγονότων, δε θα ‘βρισκες κάτι να προμηνύει το άδοξο τέλος του.

Σε αγωνιστικό επίπεδο, η κατάκτηση του γιούρο βασίστηκε σε γιουρούσια (αν και δεν έχουν τη ίδα ετυμολογική ρίζα) ταμπούρι, κλεφτοπόλεμο και πατροπαράδοτες εθνικές αξίες. Αλλά οι γνήσιοι φουστανελοφόροι ήταν εκτός αγωνιστικού χώρου, πίσω από μικρόφωνα και πίσω στην πατρίδα, όπου υποδέχτηκαν το βασιλιά όθωνα (ότο ρεχάγκελ) και την αποστολή του, μαζί με διάφορους κοσμαγάπητους προύχοντες και κοτζαμπάσηδες, που ήθελαν να κάνουν τη λεζάντα τους και τους αποδοκίμασε το σύμπαν, στο καλλιμάρμαρο και από οθόνης.

Το βασικό πρόβλημα με τις αθλητικές επιτυχίες στη σύγχρονη ελλάδα, ιδίως αν τις συγκρίνουμε με το πρόσφατο παρελθόν και το ευρωμπάσκετ του 87’ πχ, δεν είναι αυτό καθαυτό το αγωνιστικό κομμάτι, αλλά η διαχείριση της νίκης κι όλα τα δευτερεύοντα στοιχεία που τη συμπληρώνουν. Η μουσική υπόκρουση του ευρωμπάσκετ πχ ήταν το final countdown, που δεν το λες και αθάνατο, αλλά ακούγεται μέχρι σήμερα. Ενώ η αντίστοιχη επιτυχία του 2004 ήταν το «σήκωσέ το», ένα τρισάθλιο μπιτάκι, κάτι σαν μουσική –που δεν ήταν καν το κάτι σα σουτ του μπέρι, για να έχει λίγη πλάκα- με τη φωνή του χελάκη, που ξεχάστηκε μετά από ένα καλοκαίρι.

Ο χελάκης του αριστερού σύριζα ήταν η φωνή-ορόσημο του γιούρο –οι τσιρίδες του βερνίκου ήταν εκτός συναγωνισμού- που έστησε μια ολόκληρη βιομηχανία εμπορικής εκμετάλλευσης της εθνικής, πάνω στο πειρατικό και τις γραφικές περιγραφές του. {*Θυμάμαι το δούλεμα που είχαμε ρίξει τότε σε ένα φίλο από μια παρέα στο ποσείδι, στη φοιτητική κατασκήνωση, όταν προσπάθησε να σώσει με το πόδι μια μπαλιά στο μπιτς βόλεϊ κι έστειλε την μπάλα στη θάλασσα: ΝΑΙ! Ο βάσκο ντε γκάμα ήταν έλληνας! Δεν περιγράφω άλλο!}. Καμία σχέση δηλ με την περιγραφή του καλού πασόκου συρίγου το 87’, που έμεινε μακριά από γραφικότητες, εθνικιστικές κορόνες και λοιπά μαυριτανικά έθιμα. Κι αυτό αποτελεί ακόμα μια ένδειξη πως ναι μεν ο σύριζα μετεξελίχθηκε στο πασόκ της νέας εποχής, ο κόσμος του όμως δε θυμίζει σε πολλά τους τίμιους, ρεφορμιστές και τους δυνητικούς συμμάχους-φιλοκομμουνιστές, που θα έβρισκε ενδεχομένως κανείς στη βάση του παλιού πασόκ.

Το 87’ επίσης η επιτυχία κεφαλαιοποιήθηκε με ένα σπουδαίο περιοδικό, το τρίποντο και για να μπουν μπασκέτες και στο τελευταίο χωριό της επαρχίας (σε μια καρικατούρα εφαρμογής του μαζικού λαϊκού αθλητισμού), που σήμερα είτε είναι σπασμένες κι αχρηστευμένες, είτε η βασική αξία χρήσης τους είναι να κάνουν το κάθετο δοκάρι της εστίας, μαζί με μια πέτρα ή μια τσάντα στην απέναντι γωνία. Το 2004 όμως δεν έγινε καν αυτό ή κάτι παρόμοιο.

Ο αθλητισμός στην ελλάδα είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις συνέπειες της καπιταλιστικής αναρχίας και των γιγαντωμένων μονοπωλίων που πνίγουν οτιδήποτε κινείται στο ζωτικό τους χώρο (πχ τα τμήματα στίβου που στεγάζονταν στο καραϊσκάκη), την παντελή έλλειψη προγραμματισμού και την απαξίωση των τμημάτων των αθλητικών ομοσπονδιών που υποχρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό (ακόμα κι η πιο προβεβλημένη εθνική του ποδοσφαίρου κινδυνεύει να χάσει το προπονητικό της κέντρο). Είναι επίσης μια απόδειξη πως στο υπάρχον καπιταλιστικό πλαίσιο, δύσκολα μπορούν να ευδοκιμήσουν και να σταθούν ερασιτεχνικές προσπάθειες, που να μένουν μακριά από τις βρωμιές και τους κανόνες της «ελεύθερης αγοράς» και να μην είναι καταδικασμένες να φυτοζωούν και να οδηγηθούν σε αφανισμό.

Αυτά και άλλα ζητήματα είχαν συζητηθεί και σε μια παλιά εκδήλωση του κόμματος στο παμακ για το ποδόσφαιρο, με τον μπογιό, το βοϊτσίδη της εσηεμθ, το αθλητικό τμήμα της κοθ και κάποιους παλαίμαχους ποδοσφαιριστές, όπου ένας «μακεδονομάχος» σφος ρώτησε το γάβρο μπογιόπουλο αν πρέπει να περιμένουμε τη λαϊκή εξουσία και να έχουμε σπαρτάκ και ντιναμό θεσσαλονίκης, για να ξαναδούμε πρωτάθλημα στο βορρά. Ενώ ένας από τους παλαίμαχους του απόλλωνα καλαμαριάς, αν δε με απατά η μνήμη μου, σχολίασε γλαφυρά το υπερθέαμα που πρόσφερε η εθνική στο πρόσφατο τότε γιούρο λέγοντας ότι πέσαμε από την ακρόπολη (ή μήπως από το λευκό πύργο;) και βρήκαμε πορτοφόλι!

Ο κόσμος ωστόσο θυμάται με νοσταλγία το (αθλητικό και πολιτικό) 2004, όχι τόσο για τα κίβδηλα μεγαλεία της ελλάδας του κινέζου και του δάμαλου (όπως τους έλεγε η μαλβίνα) –και πώς θα μπορούσε άραγε να νοσταλγεί μια τέτοια σαπουνόφουσκα;- όσο για το μίζερο παρόν του και τις μελλοντικές προοπτικές, που διαγράφονται εξίσου (ή ακόμα πιο) ζοφερές. Σήμερα ο «σάββας καφέ» του 2004 θα κατασκήνωνε στην πορτογαλία, όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί δε θα είχε λεφτά για το εισιτήριο της επιστροφής. Κι αν δε συνέπιπτε η επέτειος με τον απόηχο από την καλή πορεία της εθνικής του σάντος στο μουντιάλ, τα σημερινά επετειακά αφιερώματα θα ήταν ακόμα πιο συγκρατημένα και μελαγχολικά –περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις..

Ευτυχώς που αποκλειστήκαμε πάντως από μια άποψη, όπως έγραψε κι ο θοδωρής στο cogito ergo sum. Αφενός για να σταματήσουμε να ακούμε μετά από κάθε αγώνα βαθυστόχαστα κλισέ του τύπου «όλοι μαζί μπορούμε» {ε ναι, αν παίζουν έντεκα αυτοί και όλοι εμείς μαζί έντεκα εκατομμύρια, θα τους παίρναμε και τα κεφάλια –που πιθανότατα ήταν η πρόδρομη μορφή της μπάλας και του ποδοσφαίρου, όπως το ξέρουμε στη σημερινή ευγενή μορφή του}. Αφετέρου γιατί ως εδώ ήταν ελεγχόμενο το πράγμα, αλλά αν τυχόν περνούσαμε την κόστα ρίκα κι αργότερα στα ημιτελικά, αυτοί που θα έπαιρναν κεφάλια θα ήταν τα τάγματα των προγονόπληκτων με τις σάρισες και τις περικεφαλαίες. Αυτή θα ήταν κι η βασική διαφορά με τους πανηγυρισμούς του 04’, όπου ναι μεν ο υφέρπων φασισμός-εθνικισμός περπατούσε στους δρόμους ελεύθερος και γιγαντώθηκε λίγους μήνες αργότερα με το πογκρόμ κατά των αλβανών και το χαζοπερήφανο σύνθημα «δε θα γίνεις έλληνας ποτέ, αλβανέ» αλλά δεν είχε αποκτήσει οργανωμένη μορφή και δεν είχε οσμωθεί ακόμα με το χρυσαυγίτικο μόρφωμα.


Εν τω μεταξύ το μουντιάλ μπαίνει από σήμερα στην τελική ευθεία, με τα φαβορί να προχωράνε ασθμαίνοντας (πέντε από τα οκτώ παιχνίδια της φάσης των 16 κρίθηκαν στην παράταση ή στα πέναλτι) αλλά να μην πέφτουν θύματα εκπλήξεων. Με τις αφρικανικές ομάδες να πέφτουν ηρωικά μαχόμενες (λίγα πράγματα ξεπερνούν την εμπειρία να βλέπεις αγώνα τους στο κέντρο της αθήνας, κοντά σε καφενείο με μετανάστες) και την ευρώπη να έχει τις μισές ομάδες της τελικής οκτάδας, παρά τα αλλεπάλληλα βατερλό που υπέστησαν παραδοσιακές δυνάμεις της. Και με το ενδεχόμενο ενός τελικού βραζιλίας-αργεντινής (και αναπληρωματικό ζευγάρι το γερμανία-ολλανδία) να παραμένει ζωντανό ως ιδανικό φινάλε σε ένα σχεδόν τέλειο μουντιάλ. Που θα γινόταν όμως ακόμα καλύτερο αν συνεχιστούνε οι εκπλήξεις που αφήνουν τα φαβορί στο καναβάτσο.