Μα δεν είναι λίγο άκαιρο τώρα σαν θέμα; Εντελώς. Αλλά το blog είναι βασικά ημερολόγιο. Και δεν ξέρεις από πριν πότε θα βρεις χρόνο να το συμπληρώσεις και αν θα είναι ακόμα επίκαιρο το θέμα σου.
Λοιπόν, τι Euro είδαμε;
Δεν το είδαμε. Μένω τρίτη διοργάνωση καθαρός από το όπιο των λαών. Και είμαι καλά. Δε μου λείπει, δε μου στοιχίζει η απώλεια -που έγινε συνήθειά μας- δεν καταπιέζομαι να τηρήσω την αποχή -για το αντίθετο μάλλον θα καταπιεζόμουν. Για δυο χαμένες εργατοώρες ελεύθερου χρόνου που θα άξιζαν να γίνουν κάτι άλλο -να δούμε πχ μπάσκετ. Που θα είναι το μέτρο του πλούτου μας και της φτωχής μας καθημερινότητας.
Όχι, δε βλέπω ελιτίστικα 22 μαντράχαλους με σωβρακάκια, που κυνηγάν πάνω-κάτω μια μπάλα -και στο τέλος νικάνε οι Ισπανοί στον τελικό. Αλλά ξεζουμισμένους επαγγελματίες, που σκοτώνουν το θέαμα και τη χαρά του αθλήματος στον βωμό της σκοπιμότητας και παρόλα αυτά δεν πρόκειται να κάτσουν να σκάσουν, όχι γιατί η νίκη δεν είναι το παν, αλλά γιατί στο τέλος της ημέρας θα έχουν αυτό που δεν έχουν όσοι βλέπουν σκασμένοι το ματς: έναν σκασμό λεφτά και λυμένο το βιοποριστικό τους ζήτημα. Κι ας μοιάζουν με κουτσά άλογα όταν γεράσουν -νους υγιής και μουσμουλιές μάντολες που θα έλεγε και ο μακαρίτης. Άραγε εγώ να ωριμάζω σαν τις συνθήκες ή απλώς γερνάω επικίνδυνα και γκρινιάζω σαν μπάρμπας;
Όπως σε κάθε εξάρτηση, φτάνει σύντομα ένα σημείο που φεύγει η ευχαρίστηση και επικρατεί ο ψυχαναγκασμός, ο πόνος και ο τρόμος της στέρησης. Τουλάχιστον αυτά τα «πρεζάκια» έχουν κάτι το «αγνό» σε σχέση με τους τελειωμένους τζογαδόρους, που βλέπουν ένα ματς απλώς γιατί έπαιξαν στοίχημα, μπορεί να χαρούν την πιο άνοστη σούπα -μες στο κατακαλόκαιρο, γιατί είχαν βρει το 0-0 ή να ξενερώσουν με μια ματσάρα, γιατί ήθελαν άλλο ένα κόρνερ. Αλλά η πλειοψηφία ρέπει στην πολυχρησία και δε μένει «πιστή» στο αρχικό ναρκωτικό.
Οκ, δε βλέπω ματς, αλλά μαθαίνω τα βασικά και τα γύρω-γύρω -εκεί συνήθως είναι και η ομορφιά του πράγματος.
Τι EURO είδαμε λοιπόν; Κατ’ εικόνα και ομοίωση της ηπείρου. Με φουσκωμένους και επικίνδυνους εθνικισμούς που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Κουρασμένες χώρες-ομάδες, παρηκμασμένες δυνάμεις. Πλήρη έκλειψη αστέρων, μετανάστες που κάνουν τη διαφορά για την ομάδα τους, το κασέ τους, αλλά όχι για τους (αυθεντικούς) συμπατριώτες τους -της γης τους κολασμένους. Μάχες χαρακωμάτων, χωρίς πολλές ανοιχτές επιθέσεις, τακτικισμούς, σκοπιμότητα και μπόλικο φόβο -μη τυχόν ξανοιχτούν πέρα από όσο τους παίρνει και το πληρώσουν στην αντεπίθεση. Οπαδούς με μηνύματα για λευτεριά στην Παλαιστίνη. Κι ένα κάρο αυτογκόλ, σαν αυτά που βάζουν οι αστικές τάξεις της Ευρώπης στην Ουκρανία -πυροβολώντας τα πόδια τους, εν πολλοίς. Χωρίς γκολτζήδες ολκής, αλλά με αποκαλύψεις στα φτερά, όπως τον Γιαμάλ και τον Γουίλιαμς, σε μια Ισπανία που πάντε έκρυβε τις φανέλες με το 9, αλλά ποτέ άλλοτε δεν έψαχνε τόσο πολύ κατά μέτωπο επιθέσεις -ένας εναντίον ενός- από τα πλάγια. Με φρέσκα αουτσάιντερ, αλλά χωρίς καμία έκπληξη -ίσως ήταν τέτοια η πορεία της Αγγλίας, αλλά το τέλος δεν εξέπληξε κανέναν. Plot twist, δε γύρισε σπίτι, no ha vuelto a casa. Αλλά το ’26 θα είναι -πάλι- η χρονιά τους. Μια μάλλον μέτρια διοργάνωση, που γλίτωνε όμως στη σύγκριση με τις συγκρούσεις στις ΗΠΑ, που δεν ξέρουν ούτε ένα Copa America και μια δολοφονία προέδρου να φέρουν εις πέρας.
Μη με συγκρίνεις μάτια μου... που λέει το λαϊκό άσμα. Και μην το γελάς, γιατί το κουπλέ του έγινε σύνθημα και πορώνει το πέταλο. Κι ας μην έχει δώσει η αντίφα Καίτη αντικεμαλικούς συμβολισμούς σαν την (σώπασε) κυρα-Δέσποινα. Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι αντίφα θα ’ναι...
Και μια αποικιοκρατική τετράδα -έμειναν έξω στις λεπτομέρειες Πορτογαλία και Βέλγιο- που μας έδωσε έναν τελικό με δυο ξεδοντιασμένες θαλασσοκράτειρες, για να θυμόμαστε την ιστορία αυτής της «δημοκρατικής ηπείρου» που είναι βουτηγμένη στο αίμα, την άγρια εκμετάλλευση, το σκλαβοπάζαρο και όλα τα υλικά της πρωταρχικής συσσώρευσης που γέννησε τον καπιταλισμό -την αγορά και τη δημοκρατία, βεβαίως-βεβαίως.
Σήμερα αντί για σκλάβους, οι ευρωπαϊκές
χώρες έχουν μετανάστες που σπάνε τη μονοτονία
του καθαρού αίματος - dna και τα νεύρα του φασίστα
της διπλανής πόρτας, που δεν τους αντέχει, φουσκώνει
όμως σαν παγόνι με τους «εθνικούς θριάμβους»
στο πρωτάθλημα παραγωγής παπαρούνων. Κι αν
ο κάθε Γιαμάλ είναι η «εκδίκηση της γυφτιάς»
απέναντι στους άριους νοικοκυραίους, εδώ δε
χωράνε πολλά πανηγύρια -ούτε και στις γαλλικές
εκλογές, όπου όλοι οι αφρογάλλοι παίκτες καλούσαν
σε συστράτευση κατά της Λεπέν. Όμως οι πολυεθνικές
εθνικές ομάδες είναι απλώς η άλλη όψη της ρατσιστικής
Ευρώπης-φρούριο. Κι η λάμψη της βιτρίνας δεν
επαρκεί ως άλλοθι για τα σκατά που κρύβουν κάτω
από το χαλάκι οι κυβερνήσεις. Για κάθε Γιάννη
σημαιοφόρο, υπάρχουν χιλιάδες... Ακενοτούμπο
χωρίς το ταλέντο του, που δεν έχουν στον ήλιο
μοίρα και κάποια διέξοδο.
(Και για κάθε Γιαμάλ, που σχηματίζει πανηγυρίζοντας το 304, προς τιμήν της τσακαλοπαρέας του στο φτωχικό Ματαρό, θα έπρεπε να βγει ένας Μπράντον, ένας Ντέιβιντ, κάποιος τέλος πάντων -όχι ο Στιβ που είναι Δαπίτης-, να κάνει το 9-0-2 από τον ΤΚ του Μπέβερλι Χιλς, προς τιμήν της Μπρέντα, για να το πάρει μετά το portal και να δώσει το δικό του ταξικό μήνυμα.
Ο Jason Priestley -ξεκάθαρα περίπτωση Πασόκου democrat αλλά
μην κολλάμε σε λεπτομέρειες- διαβάζει 902 και ξέρει
ότι οι λαοί θα πληρώσουν τα σπασμένα των ενδοαστικών
αντιθέσεων. Εσύ;
Τουρου-ρουρου, τουρου-ρουρου,τσικ-τσικ (μουσική έναρξης απ’ τα Χτυποκάρδια).
Περιέργως είδαμε και ένα είδος ποδοσφαιρικής δικαιοσύνης, σπάνιας όσο και όμορφης -ίσως το δεύτερο εξαιτίας του πρώτου. Το πήρε η καλύτερη ομάδα, που πέτυχε μόνο νίκες, ρεκόρ γκολ, έπαιξε μπάλα και δεν κλείστηκε ποτέ πίσω -μόνο λίγο με τους Γερμανούς και παραλίγο να το πληρώσει.
Πολλοί μπερδεύουν την έλλειψη δικαιοσύνης με την ποδοσφαιρική μαγεία και το δικαίωμα στο θαύμα, τη δυνατότητα να κερδίσει ο Δαβίδ τον Γολιάθ, η χειρότερη ομάδα. Γι’ αυτό είναι ο βασιλιάς των σπορ -πετάνε ως σοφή κατακλείδα, χωρίς να υποψιάζονται ότι η αλαζονική αναφορά τους σε θρόνο δεν είναι ιδιαίτερα δημοκρατική, ανατρέποντας την ουσία του επιχειρήματος για τη δημοκρατία ενός αθλήματος, όπου οι ανίσχυροι έχουν δικαίωμα στο όνειρο.
Αλλά η αδικία δεν είναι ποτέ όμορφη. Μια μικρή ομάδα μπορεί να κερδίσει -σαν εξαίρεση στον κανόνα- σε όλα τα ομαδικά αθλήματα, αρκεί να παίξει καλύτερα από τον αντίπαλο και να το αξίζει περισσότερο. Αυτή είναι η μαγεία του αθλητισμού και όχι μια «τυχερή», λίγο μίζερη και επαγγελματική νίκη. Και κάτι ακόμα: σε ένα άθλημα όπου μπορεί να νικήσει κανείς χωρίς να παίξει καλά-καλύτερα, αυτός 9 φορές στις 10 θα είναι ο ισχυρός που έχει την τεχνογνωσία της νίκης. Γι’ αυτό έφτασαν άλλωστε τόσο μακριά Γαλλία και Αγγλία στο τουρνουά, ενώ δε βλέπονταν. Αλλά γι’ αυτό είναι ο βασιλιάς των σπορ...
Η Ισπανία μάς γλίτωσε από αυτό το απευκταίο πεπρωμένο, ικανοποιώντας για μια φορά όσους νιώθουν σαν τον Γκαλεάνο ζητιάνοι του καλού ποδοσφαίρου. Κι αν κάποιοι λατρεύουν να την μισούν λόγω του μπάσκετ ή του τίκι-τάκα ή για την εύνοια που μπορεί να είχαν Ρεάλ και Μπάρτσα, δεν έχουν ακριβώς δίκιο.
Γιατί τα πολλά τελευταία χρόνια, η Ρεάλ δεν ήταν ποτέ ο βασικός αιμοδότης Ρόχα, στις χρυσές της στιγμές.
Γιατί η ψυχή αυτής της εθνικής είναι εν μέρει βασικική (Οϊορθάμπαλ με το νικητήριο γκολ, Νίκο, Ουνάι Σιμόν, Λαπόρτ και Λενορμάν που θα μπορούσαν να παίζουν για τη Γαλλία, Θουμπιμέντι κτλ) καταλανική κτλ. Στηρίζεται παραδοσιακά στη δεύτερη ταχύτητα ομάδων και τη δική τους ποδοσφαιρική παραγωγή. Αν οι Ισπανοί έχουν ένα ασύλληπτο σερί με νικηφόρους τελικούς στον αιώνα μας (η τελευταία φορά που έχασαν ήταν το μακρινό ’01, το χορταστικό 5-4 της Αλαβές με τη Λίβερπουλ και η ήττα της Βαλένθια από τη Ρεάλ στα πέναλτι) δεν είναι μόνο λόγω του ποδοσφαιρικού τους δικομματισμού, αλλά κι εξαιτίας της αυτοκρατορίας της Σεβίγια στο Europa League και της Ατλέτικο, ακόμα και της Βιγιαρεάλ -που εδρεύει σε μια πόλη-κωμόπολη με 50 χιλιάδες κατοίκους -κάτι σαν το Βιγιαρίμπα και το Βιγιαμπάχο της γνωστής διαφήμισης. Και ναι, είναι Βίγια, και αν θες να ξέρεις και Γκερνίκα.
Και τέλος πάντων, γιατί αυτή η Ισπανία έπαιξε κάτι ωραίο, διαφορετικό κι έχει καταφέρει σε δύσκολους καιρούς κάτι πραγματικά σπάνιο. Όχι να αποτινάξει τη ρετσινιά του ηττοπαθούς και να γίνει πολυνίκης του θεσμού, όχι να οδηγεί την ποδοσφαιρική εξέλιξη στο μεγαλύτερο μέρος του αιώνα που διανύουμε, αλλά να αφήνει στίγμα ανεξίτηλο, να έχει ένα αναγνωρίσιμο αγωνιστικό στιλ, που το υπηρετεί πιστά, και να είναι η τελευταία επιζώσα ποδοσφαιρική σχολή, σε μια εποχή που τα κάνει όλα ίσωμα και οι άλλοι ψάχνουν την ταυτότητά τους απ’ τα 19(...), πριν την αλλαγή του αιώνα.
Και τέλος πάντων, αν δεν αρκούν όλα αυτά, ο Γιαμάλ και ο Νίκο -που έχει «λιγότερο ισπανικό» όνομα από τον αδερφό του Ινιάκι, που επέλεξε την Γκάνα- ή το κατακόκκινο χρώμα της Ρόχα με τους συνειρμούς του ή ότι οι Ισπανοί κατάφεραν τουλάχιστον να στριμώξουν και να «παραιτήσουν» τον macho πρόεδρο της Ομοσπονδίας τους που πίστευε ότι έχει το ακαταλόγιστο και μπορεί να φιλά -τάχα πάνω στον ενθουσιασμό για το τρόπαιο- όποια παίκτρια ήθελε, μπορείς απλά να την συμπαθήσεις για την απόλυτη μορφή, τον πραγματικό MVP της διοργάνωσης, τον ένα και μοναδικό Μαρκ Κουκουρέγια.
Κανείς δεν ξέρει αν είναι μια καλτ φιγούρα ή παρεξηγημένο πολυ-εργαλείο. Αν έχουν δίκιο αυτοί που τον υποτίμησαν (πχ η Μπάρτσα που τον έδινε δανεικό εδώ κι εκεί) ή αυτοί που τον χρυσοπλήρωσαν, όπως η Τσέλσι. Δεν είναι απλώς ένας φασαίος με αφάνα μαλλί που υποσχέθηκε να το βάψει κόκκινο. Δεν είναι μόνο ένα αντιτουριστικό ποπ είδωλο, που έγινε τραγούδι. Είναι ένας άνιωθος τύπος που βγήκε στα επινίκια να πει μπροστά στον κόσμο τον ύμνο που ενέπνευσε στη λαϊκή μούσα. Κι ο βασικός λόγος που πείστηκα να γράψω αυτό το κείμενο.
Ο Κουκου-Κουκουρέγια τρώει μια παέγια
Ο
Κουκου-Κουκουρέγια πίνει μια Εστρέγια (μπίρα)
Τρέμε
Χάαλαντ, έρχεται ο Κουκουρέγια...
Κουκου, όπως λέμε Κουκου(ρ)έ.
La burguesia tiembla, que viene Κουκουέ(για).
Κουκουέ-για και ξερή παέγια...
Και το «για» που περισσεύει θα το βάλουμε πλάι
στα άλλα, τραγουδώντας το «γιούπι-για-για». Εμείς
τον θέλουμε, παιδιά, τον βασιλιά, να πηγαίνει
στο Palacio να πουλάει το Rumbo του PCTE και ότι άλλο τον διατάξει
η clase obrera.
Την ίδια στιγμή το κοινό (και ο κονφερασιέ Μοράτα) υποδέχτηκε τον Γιαμάλ με το djobi-djoba των Τζίπσι Κινγκς και την κατάλληλη διασκευή (Lamine Yamal, cada dia te quiero mas). Που είναι εντελώς αμφίβολο αν τους -πρόλαβε και τους- ξέρει όχι ο Γιαμάλ, αλλά ο πατέρας του, που είναι μικρότερος ηλικιακά και από τον Χεσούς Νάβας...
Τέλος πάντων, αν θες ένα επιχείρημα υπέρ
του ποδοσφαίρου, ας είναι ότι έχει την έννοια
της ισοπαλίας, του (έντιμου ή επώδυνου) συμβιβασμού,
μια τέλεια αποτύπωση-καθρέφτισμα της ζωής,
μακριά από τις καθαρούτσικες καταστάσεις του
μυαλού μας.
Κι αν είναι να πεις κάτι εναντίον της
Ισπανίας, ας είναι πχ για τους έξαλλους πανηγυρισμούς
στα ισπανόφωνα Εξάρχεια, που είναι πολιτιστική
πρωτεύουσα του φασεϊσμού, στο τριεθνές σκηνικό
με το Βερολίνο και τη Βαρκελώνη -ή τη Μαδρίτη
ως επιλαχούσα.
Βέβαια η δόξα του ηττημένου είναι αυτή που δίνει αξία στον νικητή. Η Ισπανία απέκλεισε την τριταθλήτρια κόσμου (την Κροατία του Μόντριτς), νίκησε την προηγούμενη πρωταθλήτρια Ευρώπης (Ιταλία), δυνατές σταχτοπούτες που είχαν τα φόντα για γοβάκι (τη σκληροτράχηλη Αλβανία και τη Γεωργία που απέκλεισε την παντοδύναμη Ελλάδα στα προκριματικά), ένα κάρο παγκόσμις πρωταθλήτριες, έστειλε τον Κρόος στη σύνταξη (στον πρόωρο τελικό με τη Γερμανία), άφησε χωρίς τελικό τη μέρα της Βαστίλλης τη Γαλλία των δύο ισάξιων (ντεφορμέ και ισοαδύναμων) ενδεκάδων και της λαϊκομετωπικής κυβέρνησης. Και μετά έπαιξε στον τελικό με την Αγγλία, που δεν προσθέτει τίποτα παραπάνω στον μύθο της κατάκτησης.
Που έχει τον Μίδα του ποδοσφαίρου, Χάρι Κέιν. Τον ογκόλιθο της προπονητικής, Σάουθγκεϊτ. Σχολιαστές που ξέρουν καντάρια μπάλα, σαν τον Γκάρι Νέβιλ, που προφήτεψε πως ο Κουκουρέγια είναι ένας από τους λόγους που η Ισπανία δε θα πάει ως το τέλος -εκεί που έφτασε με ασίστ του Κούκου. Και που αν ήταν ποδοσφαιρικός σύλλογος, θα μπορούσε να είναι αυτή -και όχι η Λιντς- η περιβόητη Damned United, του Κλαφ και του Ντέιβιντ Πις. Κι αν πρέπει να διαβάσετε μόνο ένα βιβλίο για το ποδόσφαιρο, χωρίς να το αγαπάτε -και δε σας κάλυψαν τα επικολυρικά των Μπογιο-Μηλάκα για τον αρχηγό που σηκώνει το τρόπαιο, γυρνώντας τον κώλο του στη βασίλισσα και τους επίσημους- ας είναι αυτό του Πις (όχι του Λέσεκ). Δε χρειάζονται ποδοσφαιρικές γνώσεις και να ξέρεις πολλά συμφραζόμενα, για να το πιάσεις. Και αν το κάνεις, δε θα το μετανιώσεις.
Και μην τσιμπάτε με το ψέμα των αγγλόπληκτων, που τους βάρεσε κάποια οβίδα στα Δεκεμβριανά και στη Δευτέρα Παρουσία της δικής τους κατάκτησης θα βγουν να πανηγυρίσουν στο Πεδίο του Άρεως -άλλη καταραμένη ομάδα- στο άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς με τις σημαίες της Βρετανίας (της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας), που προστάτεψε τον Δεκέμβρη την πόλη από τους Εαμοβούλγαρους. Μην τους πιστεύετε που λένε ότι τάχα τρολάρουν και αυτοσαρκάζονται με το It’s coming home, για να γίνουν συμπαθείς, χαριτωμένοι χιουμορίστες. Είναι σαν προεκλογικό τρικ, για να την πατήσουν οι αφελείς και να τους λουστούμε -και ποιος τους ακούει τότε. Βασικά θα έπρεπε να τους κλείσουμε όλους μαζί στη Μεγάλη Βρετανία στο Σύνταγμα -για να την ανατινάξουμε αυτή τη φορά- ή στου Μακρυγιάννη, που είναι τώρα τα γραφεία της ΕΦΑΠΑ -της Εφορείας που παρέδωσε την είσοδο της Ακρόπολης σε εργολάβους. Και με την ευκαιρία -που θα είναι εκεί έγκλειστοι- ας φέρουν πίσω την Καρυάτιδα και τα Ελγίνεια...
Αυτό το EURO είδαμε -με χρωματιστά, ταξικά γυαλιά- πάνω-κάτω. Αλλά έχει σημασία και από πού. Από την λατρεμένη, πατροπαράδοτη ΕΡΤ. Με τον Χαριστέα να δείχνει πως το κεφάλι του είχε συγκεκριμένη αξία χρήσης -αλλά όχι να μιλάει δημόσια και να σχολιάζει αγώνες. Το δίδυμο Γιούρκας-Φύσσας (το Μπογιο-Μηλάκας των γηπέδων, το ελληνικό Καφού-Ρομπέρτο Κάρλος) να θυμίζει το δίδυμο του Μάπετ Σόου, γκρινιάζοντας και μαλώνοντας. Και τον Πάνο Βόγλη με τα αυτιά ξωτικού-καλικάντζαρου, να τους δίνει τον λόγο στο φινάλε, για να πουν για τη στενή φιλία τους -παρά τα πειράγματα- για αυτά που τους ενώνουν και τη Ραφαέλα. Κι ο Βόγλης να σπεύδει να πει ότι «προς θεού, είναι η κόρη του Φύσσα», προλαβαίνοντας -προς θεού- πχ όσους νόμιζαν ότι την έχουν παντρευτεί από κοινού και ζουν κι οι τρεις μαζί.
Και με αυτό το γκρανκινιολικό φινάλε, φτάνουμε στο υστερόγραφο.
Είναι αυταπάτη να πιστεύεις ότι ο πρωταθλητισμός γίνεται με ροδόνερο, βιταμίνες και τον σταυρό στο χέρι; Προφανώς και είναι. Παρόλα αυτά, δε γίνεται να μη συμπαθείς την Ντρισμπιώτη (που βιοποριζόταν ως σερβιτόρα) ή τον Πομάσκι και αθλητές-τυπάκια σαν τον Τεντόγλου. Κι όταν βγήκε η φήμη ότι πιάστηκε ντοπέ Ελληνίδα πρωταθλήτρια του βάδην, προλάβαμε να σκεφτούμε χίλια πράγματα και ότι είναι κρίμα να είναι αυτή -που τελικά δεν ήταν. Ευτυχώς.
Στο ενδιάμεσο πρόλαβαν και τα δεξιά τρολ να βγάλουν τη χολή τους, που την κρατούσαν από τον ντόρο με τη Σάκκαρη -που προοριζόταν για σημαιοφόρος, χωρίς να έχει προσφέρει τα φόντα και τα προσόντα -πέρα από τις οικογενειακές συστάσεις. Κι έτσι επιβεβαιώθηκε μια μεγάλη αλήθεια. Πως τα πάντα είναι πολιτικά. Αλλά γίνονται αμέσως πολιτικάντικα, τροφή για τρολ, που φέρνουν κάθε θέμα στα μέτρα τους, για να αηδιάσει ο μέσος κόσμος και να μη ασχοληθεί ποτέ -με τίποτα.