Στα πλαίσια της σταδιακής της επιστροφής και τιμής ένεκεν για το φοίβο (φώτη) τσέκερη, που έφυγε πριν από λίγες μέρες, η κε του μπλοκ αναδημοσιεύει σήμερα ένα παλιότερο κείμενο (που είχε βγει στα 70χρονα της επον) με ένα ντοκουμέντο: μια φιλική συζήτηση (κάτι σαν συνέντευξη) με τον τσέκερη, που διηγείται διάφορα περιστατικά από τα δεκεμβριανά και την κατοπινή εποχή. Όσοι το είχατε ακούσει τότε, αξίζει να το θυμηθείτε. Αν δεν το έχετε ακούσει, τότε τόσο το καλύτερο, αξίζει τον κόπο, κι ας μην έχει την καλύτερη δυνατή ποιότητα ο ήχος.
Εκεί είναι το σπίτι όπου συναντήσαμε τον τελευταίο επιζώντα της μάχης του λόχου σπουδαστών του ελας –που πέρασε στην ιστορία με το όνομα λόρδος μπάιρον-: το φοίβο τσέκερη. Το βαφτιστικό του όνομα είναι φώτης (αν και οι περισσότεροι τον γνωρίζουν με το ψευδώνυμό του από το αντάρτικο), και οι γιατροί στη σοβιετική ένωση, όπου πήγε να θεραπευτεί, τον φώναζαν (κάτι σαν) φώτση, γιατί η προφορά τους ήταν κάπως βαριά.
Ο τσέκερης σήμερα βαδίζει στα 92 του (ή 91μισό όπως επιμένει ο ίδιος, για να μην του κλέβουμε χρόνια), σχεδόν συνομήλικος με το κόμμα και φοράει ένα παπούτσι με υπερυψωμένη σόλα, γιατί το δεξί του πόδι είναι πιο κοντό από το αριστερό, έχοντας κληρονομήσει ως παράσημο και μια ελαφρά μορφή αναπηρίας από εκείνη τη μάχη στο πολυτεχνείο, την πρώτη μέρα των δεκεμβριανών. Το ίδιο πόδι δηλαδή, που διάφοροι θεράποντες γιατροί ήθελαν κατά καιρούς να του το κόψουν, αλλά του το γλίτωσαν, αρχικά ο πέτρος κόκκαλης και αργότερα οι σοβιετικοί γιατροί. Όμως το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι η διαύγεια στο λόγο και τη σκέψη του –και με βάση αυτά πολύ δύσκολα καταλαβαίνει κανείς ότι διανύει τη δέκατη δεκαετία της ζωής του.
Εκεί είναι το σπίτι όπου συναντήσαμε τον τελευταίο επιζώντα της μάχης του λόχου σπουδαστών του ελας –που πέρασε στην ιστορία με το όνομα λόρδος μπάιρον-: το φοίβο τσέκερη. Το βαφτιστικό του όνομα είναι φώτης (αν και οι περισσότεροι τον γνωρίζουν με το ψευδώνυμό του από το αντάρτικο), και οι γιατροί στη σοβιετική ένωση, όπου πήγε να θεραπευτεί, τον φώναζαν (κάτι σαν) φώτση, γιατί η προφορά τους ήταν κάπως βαριά.
Ο τσέκερης σήμερα βαδίζει στα 92 του (ή 91μισό όπως επιμένει ο ίδιος, για να μην του κλέβουμε χρόνια), σχεδόν συνομήλικος με το κόμμα και φοράει ένα παπούτσι με υπερυψωμένη σόλα, γιατί το δεξί του πόδι είναι πιο κοντό από το αριστερό, έχοντας κληρονομήσει ως παράσημο και μια ελαφρά μορφή αναπηρίας από εκείνη τη μάχη στο πολυτεχνείο, την πρώτη μέρα των δεκεμβριανών. Το ίδιο πόδι δηλαδή, που διάφοροι θεράποντες γιατροί ήθελαν κατά καιρούς να του το κόψουν, αλλά του το γλίτωσαν, αρχικά ο πέτρος κόκκαλης και αργότερα οι σοβιετικοί γιατροί. Όμως το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι η διαύγεια στο λόγο και τη σκέψη του –και με βάση αυτά πολύ δύσκολα καταλαβαίνει κανείς ότι διανύει τη δέκατη δεκαετία της ζωής του.
Γιατί ονομάστηκε έτσι ο λόχος σπουδαστών των φοιτητών; Ήταν προφανώς και αυτός ένας τρόπος για να δείξουμε στους άγγλους τα φιλικά μας αισθήματα κι ότι δεν τους θεωρούμε εχθρούς, μολονότι συνεχιζόταν ακόμα ο παγκόσμιος πόλεμος, και αυτοί έρχονταν κατά χιλιάδες σε μια χώρα, όπου δεν υπήρχε ούτε ένας γερμανός. Κι ο λαός τους καλωσόριζε με ταμπέλες που έγραφαν welcome.
Παρά την υποδοχή ο τσέκερης τραυματίστηκε απ’ τους άγγλους την πρώτη μέρα των δεκεμβριανών, σε ένα διάλειμμα της μάχης για την κατάληψη της γενικής ασφάλειας, που τότε ήταν απέναντι από το πολυτεχνείο, πατησίων και στουρνάρα. Οι άγγλοι θέρισαν όσους ελασίτες κάθονταν στο διάδρομο για να κάνουν ένα τσιγαράκι και μετά έδωσαν στους υπόλοιπους «αναρχικούς» τελεσίγραφο και μια τρίλεπτη προθεσμία να οπισθοχωρήσουν.
Οι δικοί μας αναγκάστηκαν τελικά να υποχωρήσουν από την μπουμπουλίνας, μετά από τον πρώτο βομβαρδισμό, αφήνοντας πίσω τους νεκρούς και τραυματίες, κι ανάμεσά τους το φοίβο τσέκερη, που αιμορραγούσε ακατάπαυστα. Κι αν ζει σήμερα το οφείλει σε έναν ηρωικό τραυματιοφορέα, ο οποίος αγνόησε τον κίνδυνο, τον έβαλε σε ένα φορείο, το έσυρε μόνος του ως την πύλη, το πέρασε πάνω απ’ τις γραμμές του τραμ και το παρέδωσε σε έναν ελασίτη που φυλούσε σκοπιά στην οδό πολυτεχνείου. Κι από εκεί στο πρώτων βοηθειών, που βρίσκεται ακόμα και σήμερα στην τρίτης σεπτεμβρίου.
Ύστερα ακολούθησε η θεραπεία, οι περιπέτειες με την υγεία του, η κράτηση στο νοσοκομείο, το ανθρωποκυνηγητό με τους μοναρχοφασίστες, η γνωριμία με τον πέτρο κόκκαλη, τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου, τα μέτρα επιείκειας, οι αναρίθμητες δυσκολίες να εργαστεί στο αντικείμενό του ως αρχιτέκτονας, λόγω των φρονημάτων του...
Και μια σειρά δραματικά και συναρπαστικά γεγονότα, που όποιος σφος αναγνώστης ενδιαφέρεται να μάθει, μπορεί να τα βρει στα βιβλία του φοίβου τσέκερη από τις εκδόσεις εντός: «εδώ πολυτεχνείο στα χρόνια της κατοχής» και «περιπέτεια». Και τα οποία φεύγουν νεράκι, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις στον αναγνώστη, αλλά κι έναν κόμπο στο στομάχι για το ηττημένο μεγαλείο αυτού του κινήματος με τις λαμπρές προοπτικές που είχε μπροστά του.
Εν πάση περιπτώσει η προσωπική μαρτυρία δε μπαίνει εδώ για να σκεπάσει με το ατομικό δράμα το γενικό πολιτικό κλίμα εκείνων των ημερών, αλλά ακριβώς για να το αναδείξει, μέσα από τα βιώματα των μαχητών και του απλού κόσμου, που πάλεψε μαζικά μέσα από τις γραμμές του εαμ-ελας. Η κάθε προσωπική ιστορία είναι ένα πικρό τραγούδι, μια μικρογραφία της ήττας και της δραματικής πορείας του κινήματος συνολικά.
Σήμερα ο τσέκερης ζει στους αμπελόκηπους και τα ‘χει τετρακόσια, παρά τα 92 του χρόνια (ή τα 91 μισό για να μην τον κλέβουμε). Θυμάται με διαύγεια και λεπτομέρειες τα γεγονότα που έζησε εκείνη την περίοδο –που τα κατέγραψε άλλωστε μόλις τα τελευταία χρόνια, μετά το θάνατο της αγαπημένης του συζύγου, το 2004. Αλλά και άλλα μεταγενέστερα από τις δύο διασπάσεις με τους αναθεωρητές, και τη συνύπαρξή του στην ίδια κοβα με την αύρα παρτσαλίδου, που έμειναν έξω από το τελικό αρχείο της μαρτυρίας –off the record που λέμε- για να μη σκαλίσουν παλιά και άλλα νεότερα πάθη. Τα οποία με τη σειρά τους άφησαν πίσω τους ως «απώλεια» την ένταξη του γιου του στο συνασπισμό, τον οποίο ακούει τις καθημερινές σε εκπομπές από τη ραδιοφωνική τους συχνότητα.
Μεταξύ άλλων ο τσέκερης είναι και ο πρόεδρος του συλλόγου των βετεράνων της επον· και σήμερα που συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από την ίδρυσή της, στις 23 φλεβάρη του 1943, αυτή εδώ η ανάρτηση, με τη μαρτυρία που θα ακούσετε στο ηχητικό που ακολουθεί, είναι ένας μικρός φόρος τιμής σε αυτήν την επέτειο.
Ο ήχος δεν έχει πολύ καλή ποιότητα, αλλά αξίζει τον κόπο και την υπομονή να (προσπαθήσετε να) το ακούσετε μέχρι τέλους. Η μαρτυρία αυτή δίνεται υπό τη μορφή συζήτησης (μαζί με το φοίβο, το σεχτάρ τον τρομερό, τον άθλιο και το λαθραναγνώστη), κι όπως θα διαπιστώσετε ιδίοις ωσίν, σε κάποια σημεία παρασυρόμαστε και παίρνουμε κι εμείς το λόγο (παραπάνω ίσως απ’ ό,τι χρειάζεται) χωρίς ωστόσο (θέλω να πιστεύω) να αποβαίνει αυτό εις βάρος της ουσίας και όσων λέει ο τσέκερης.
Καλή ακρόαση κι οι παρατηρήσεις ευπρόσδεκτες.
Ύστερα ακολούθησε η θεραπεία, οι περιπέτειες με την υγεία του, η κράτηση στο νοσοκομείο, το ανθρωποκυνηγητό με τους μοναρχοφασίστες, η γνωριμία με τον πέτρο κόκκαλη, τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου, τα μέτρα επιείκειας, οι αναρίθμητες δυσκολίες να εργαστεί στο αντικείμενό του ως αρχιτέκτονας, λόγω των φρονημάτων του...
Και μια σειρά δραματικά και συναρπαστικά γεγονότα, που όποιος σφος αναγνώστης ενδιαφέρεται να μάθει, μπορεί να τα βρει στα βιβλία του φοίβου τσέκερη από τις εκδόσεις εντός: «εδώ πολυτεχνείο στα χρόνια της κατοχής» και «περιπέτεια». Και τα οποία φεύγουν νεράκι, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις στον αναγνώστη, αλλά κι έναν κόμπο στο στομάχι για το ηττημένο μεγαλείο αυτού του κινήματος με τις λαμπρές προοπτικές που είχε μπροστά του.
Εν πάση περιπτώσει η προσωπική μαρτυρία δε μπαίνει εδώ για να σκεπάσει με το ατομικό δράμα το γενικό πολιτικό κλίμα εκείνων των ημερών, αλλά ακριβώς για να το αναδείξει, μέσα από τα βιώματα των μαχητών και του απλού κόσμου, που πάλεψε μαζικά μέσα από τις γραμμές του εαμ-ελας. Η κάθε προσωπική ιστορία είναι ένα πικρό τραγούδι, μια μικρογραφία της ήττας και της δραματικής πορείας του κινήματος συνολικά.
Σήμερα ο τσέκερης ζει στους αμπελόκηπους και τα ‘χει τετρακόσια, παρά τα 92 του χρόνια (ή τα 91 μισό για να μην τον κλέβουμε). Θυμάται με διαύγεια και λεπτομέρειες τα γεγονότα που έζησε εκείνη την περίοδο –που τα κατέγραψε άλλωστε μόλις τα τελευταία χρόνια, μετά το θάνατο της αγαπημένης του συζύγου, το 2004. Αλλά και άλλα μεταγενέστερα από τις δύο διασπάσεις με τους αναθεωρητές, και τη συνύπαρξή του στην ίδια κοβα με την αύρα παρτσαλίδου, που έμειναν έξω από το τελικό αρχείο της μαρτυρίας –off the record που λέμε- για να μη σκαλίσουν παλιά και άλλα νεότερα πάθη. Τα οποία με τη σειρά τους άφησαν πίσω τους ως «απώλεια» την ένταξη του γιου του στο συνασπισμό, τον οποίο ακούει τις καθημερινές σε εκπομπές από τη ραδιοφωνική τους συχνότητα.
Μεταξύ άλλων ο τσέκερης είναι και ο πρόεδρος του συλλόγου των βετεράνων της επον· και σήμερα που συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από την ίδρυσή της, στις 23 φλεβάρη του 1943, αυτή εδώ η ανάρτηση, με τη μαρτυρία που θα ακούσετε στο ηχητικό που ακολουθεί, είναι ένας μικρός φόρος τιμής σε αυτήν την επέτειο.
Ο ήχος δεν έχει πολύ καλή ποιότητα, αλλά αξίζει τον κόπο και την υπομονή να (προσπαθήσετε να) το ακούσετε μέχρι τέλους. Η μαρτυρία αυτή δίνεται υπό τη μορφή συζήτησης (μαζί με το φοίβο, το σεχτάρ τον τρομερό, τον άθλιο και το λαθραναγνώστη), κι όπως θα διαπιστώσετε ιδίοις ωσίν, σε κάποια σημεία παρασυρόμαστε και παίρνουμε κι εμείς το λόγο (παραπάνω ίσως απ’ ό,τι χρειάζεται) χωρίς ωστόσο (θέλω να πιστεύω) να αποβαίνει αυτό εις βάρος της ουσίας και όσων λέει ο τσέκερης.
Καλή ακρόαση κι οι παρατηρήσεις ευπρόσδεκτες.