Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αραν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αραν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Πήγαινε δες αν έρχομαι

Το τελευταίο διάστημα έχει καταστεί πολύ δημοφιλής ένας τύπος αήττητων επιχειρημάτων, που τερματίζουν το κοντέρ της μετάθεσης πολιτικών ευθυνών.

Για παράδειγμα: γιατί δεν έρχεστε να συνεργαστείτε στην κυβέρνηση με το σύριζα, για να γίνετε αντίβαρο στις αντιδραστικές τάσεις που τον πιέζουν προς τα δεξιά και να βάλετε ένα φρένο στη διολίσθησή του; Τώρα αντίβαρο… άλλοθι… μικρή σημασία έχουν οι λέξεις όταν ξεφτίζουν και χάνουν το νόημά τους. Ο σύριζα, βλέπεις, είναι κάτι σαν ανοιχτό πεδίο ταξικής πάλης –όπως και η εε και το κράτος γενικότερα, κατά τη δική τους ευρωκομμουνιστική αντίληψη, που έχει απολέσει προ πολλού, αν το είχε ποτέ, το δεύτερο χαρακτηριστικό της. Κι αν τελικά συντηρητικοποιείται και εξελίσσεται ραγδαία σε αμιγώς αστικό κόμμα (μετεξέλιξη που νομίζω πως έχει συντελεστεί οριστικά με την υπογραφή της μνημονιακής συμφωνίας), αυτός κατά βάθος δε φταίει σε τίποτα, είναι δική μας ευθύνη, που δεν μπορέσαμε να το αποτρέψουμε. Όπως και για το τρίτο μνημόνιο που έρχεται, δε φταίει ακριβώς η κυβέρνηση, αλλά ο λαός, που δεν κατέβηκε στους δρόμους, για να ασκήσει πίεση και να δώσει άλλη τροπή στα γεγονότα. Με άλλα λόγια, για τη συντηρητική στροφή της κυβέρνησης φταίει η παθητικότητα του λαϊκού παράγοντα. Και για τα παχιά λόγια περί σκισίματος μνημονίων με ένα νόμο σε ένα μόνο άρθρο, αυτά είναι λαϊκιστικές προσεγγίσεις, και τόσο το χειρότερο για αυτούς που τα πίστεψαν, όταν τα έλεγε. Πιθανόν τότε να τον πιέζαμε περισσότερο και να ‘ταν αναγκασμένος να δίνει περισσότερες υποσχέσεις.

Τώρα τελευταία πέτυχα και μια πιο εξελιγμένη εκδοχή που λέει: γιατί δεν έρχεστε να συνεργαστείτε με την ανταρσυα, που αναγκάζεται να αναζητά άλλες μετωπικές συμμαχίες, σε πιο δεξιά κατεύθυνση;
Είναι από τις περιπτώσεις που δεν ξέρεις τι να πρωτοπείς, οπότε μένεις σιωπηλός κι απορημένος. Οπότε περιορίζεσαι στην απάντηση που δίνει ο τίτλος της ανάρτησης. Και την απλή υπόμνηση μιας πρόσφατης κοινής ανακοίνωσης της αραν και της αρας (οργάνωσεων της ανταρσυα) που διεκδικούν-ζητάνε μεταξύ άλλων την κρατική ενίσχυση των επιχειρήσεων που δε θα προχωρήσουν σε απολύσεις!
Για του λόγου το αληθές, ιδού και το σχετικό απόσπασμα:

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να δώσουν τη μάχη για να επιβληθεί η κατεύθυνση της συντεταγμένης εξόδου από την Ευρωζώνη, με την ενεργοποίηση άμεσων μέτρων όπως πρέπει τουλάχιστον να είναι:

·                Η ανάκτηση του εθνικού νομίσματος και του ελέγχου της νομισματικής πολιτικής

·                Η άμεση κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος

·                Η άμεση στάση πληρωμών του χρέους και η μη αναγνώριση και διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του

·                Η άμεση ενεργοποίηση ενός πλαισίου κρατικών παρεμβάσεων για την προστασία των θέσεων εργασίας και την αποτροπή της εκτόξευσης της ανεργίας μέσω του άμεσου κλεισίματος επιχειρήσεων, είτε με τη μορφή του κρατικού ελέγχου αυτών, είτε της κρατικής ενίσχυσης όσων δεν επιθυμούν να αναστείλουν τη λειτουργία τους, με όρο την προστασία των θέσεων εργασίας

Είναι τόσο εντυπωσιακό που προσπερνάς κάτι λεπτομέρειες, όπως το αίτημα άμεσης εξόδου από την ευρωζώνη (χωρίς να μπαίνει κι η έξοδος από εε), ή της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους (και όχι όλου) του χρέους!

Πού είναι ένας βαρουφάκης, όταν τον χρειάζεσαι, να πει: ουάου…

υγ: μια διαφορετική, φιλελεύθερη οπτική του ΤΙΝΑ κάνουμε, αλιευμένη από το τουίτερ


Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

No pasarán

«Θα πας αράν το  βράδυ;» ήταν η πιο συχνή ερώτηση που άκουγες να απευθύνουν ο ένας στον άλλον. Το ωραίο της υπόθεσης είναι πως κανείς τους δεν είχε ιδιαίτερα καλή άποψη (από πολιτική άποψη) για τη συμμαχική οργάνωση, και θα πήγαιναν αργά το βράδυ για τη συναυλία των social waste, που για μένα θα ήταν (social waste) of time, και θα με έκαναν να νιώθω σαν γριά εξήντα χρονών στο ιβανώφειο, μουσικό παιδί της μεταπολίτευσης γαρ. Και αν ακόμα ξεπερνούσα την προκατάληψη απέναντι στο είδος συνολικά, γιατί θεωρητικά δεν πρέπει να είμαστε αρνητικοί στις νέες μορφές που πιάνουν το σφυγμό της νεολαίας και στέλνουν το δικό σου κοντά στο μηδέν, θα σκόνταφτα σε εκείνη την αθλιότητα που έχουν γράψει για το βελουχιώτη και το κόμμα που έχει μάθει να χάνει και να προδίδει –ρώτησε και τον πλουμπίδη. Έλα ρε φίλε, σοβαρά; Μωρέ αφάζα και πάλι αφάζα, αν είναι έτσι.

Αλλά τι πλάκα θα ‘χει εφόσον δεν πας στις πολιτικές συζητήσεις από νωρίς, να ακούσεις και τον πι-πι, που στην ουσία αραν είναι ο άνθρωπος, με την πρότασή του για αριστερό μέτωπο –και γιατί να μη συμμετέχει και η δημάρ δηλ, είναι και αυτή μια αριστερή γωνιά, και δη του εξωκοινοβουλίου. Άσε τη σημειολογία με το ιβανώφειο, όπου είχε κάνει την πρώτη, νομίζω, αρχηγική εμφάνιση κι ομιλία του ο τσίπρας, τότε που νόμιζαν πως είχε έρθει η ώρα τους, αλλά έμειναν τελικά στο 4,5%. Είχαν καβαλήσει ήδη όμως το καλάμι κι είχαν βγάλει προσωποκεντρική και όχι πολιτική αφίσα, φάτσα-κάρτα η μουτσούνα του ηγέτη, που πουλούσε τρελά σαν καινούριο προϊόν (αν κι όχι ιδιαίτερα επαναστατικό). Αυτά τότε βέβαια, γιατί σήμερα που είναι κόμμα εξουσίας γεμίζουν ίσα και με το μισό αλεξάνδρειο, όπως στην προεκλογική τους. Σα να λέμε δηλ, ένα ιβανώφειο. Δηλ όσο περίπου η αράν, που δε γέμισε μεν το ιβανώφειο, αλλά δεν ξέρεις από τι θέσεις μπορεί να μιλάει σε επτά χρόνια από σήμερα κι αν θα γεμίζει κι αυτή το μισό αλεξάνδρειο.

Το ίδιο πρωί είχε γίνει και το συλλαλητήριο για τις σκουριές στην χαλκιδική, που είχε αρκετό κόσμο κι ανάμεσά τους ένα μπλοκ του παμε. Αλλά θα μπορούσε να είναι και περισσότερος, αν δεν ήταν τόσο αποθαρρυντικός ο καιρός, με βροχή και λίγο αέρα. Κι ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που τον κουράκη, με το μη αεροδυναμικό του κότσο, τον έπαιρνε προς τα πίσω ο άνεμος της αλλαγής και προσέγγιζε το μπλοκ της ανταρσυα που ακολουθούσε.

Παραφράζοντας λοιπόν ένα τσιτάτο του ραφαηλίδη για το κόμμα, θα λέγαμε πως το ρεύμα είναι ένας απίθανος, πολυσυλλεκτικός χώρος, όπου μπορείς να βρεις τα πάντα, ακόμα και σταλινικούς! Οπαδούς του ααδμ (που δεν εφαρμόστηκε λέει ποτέ στην πράξη ή εγκαταλείφτηκε γρήγορα) και ενός ενδιάμεσου σταδίου, που μπορείς να το πεις και μεταβατικό, αλλά όχι με την τροτσκιστική έννοια, όσο με τον τρόπο που το περιέγραφε το παλιό πρόγραμμα: ένα σύντομο διάστημα, όπου θα γείρει σύντομα η (γιουγκο)πλάστιγγα προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Τίμια, μπερδεμένα κουκουνάρια, που συζητάς ευχάριστα μαζί τους, αντιμετωπίζοντας τα ίδια γνωστά ερωτήματα.

Αν το κουκουέ επιδίωκε την ενότητα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς (ή μήπως της αντιιμπεριαλιστικής; εδώ σε θέλω μάστορα) δε θα έπαιρνε μαζί του και το εξωκοινοβούλιο, για να το αφομοιώσει και να μην υπάρχει καν σε μερικά χρόνια, ή να είναι καταδικασμένο στην αφάνεια, εφόσον έμενε έξω από αυτό το μετωπικό σχήμα;
Κάτι σαν αυτό που έκανε κι ο σύριζα δηλ, πριν από δέκα χρόνια, με κοε, δεα, κτλ, για να επιβιώνει εκλογικά, ξεπερνώντας οριακά το 3%; Ή αυτό που έκανε εκλογικά η ανταρσυα με τον αλαβάνο; Πόσο τίμιο όμως είναι να επιδιώκεις μια τέτοια συμμαχία για να καταπιείς έναν χώρο –κι όχι απλά για να ηγεμονεύσεις- ή με βασικό στόχο τα εκλογικά κουκιά;

Θα δεχόταν ποτέ το παμε ναρίτες στις συγκεντρώσεις του;
Γιατί (νο1), κατεβαίνει το κουκουέ ως κόμμα στο παμε και τις απεργίες;
Και γιατί νο2: θα ερχόταν δηλ ποτέ το ναρ; Και γιατί δεν το έκανε την 1η νοέμβρη με τα σωματεία που ελέγχει-επηρεάζει; Αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα ή θέμα καπελώματος κάποιο σωματείο από όσα έκαναν τελικά τότε το βήμα και συμμετείχαν στην κινητοποίηση;
Γιατί το ρεύμα έκανε το συντονισμό πρωτοβάθμιων, ενώ υπήρχε ήδη το παμε; Και από την άλλη, γιατί να προχωρήσει σε μια τέτοια συνεργασία, εφόσον φοβάται μην το καταπιούν και να μη μείνει πρώτο στο χωριό, να καταπίνει αυτό μικρότερους συγχωριανούς;
Εξάλλου, αν το ααδμ περιελάμβανε και πολιτικές συμμαχίες, αυτές εκφράζονταν όμως πρωτίστως σε κινηματική βάση, πχ στο παμε. Τι νόημα έχει μια μετωπική συμμαχία με εκλογικό χαρακτήρα, που δεν εκφράζεται ενιαία σε κανένα άλλο ζήτημα –καλή ώρα σαν αυτές του εξωκοινοβουλίου;
Πώς να μην υπάρχει λοιπόν δικαιολογημένη καχυποψία; Εδώ δεν καταφέραμε να σπάσει σε ένα απλό μπλοκ, πόσο μάλλον για πιο σοβαρά διακυβεύματα (σόρι, επίδικα ήθελα να πω).

Αν γινόταν ένα τέτοιο μετωπικό σχήμα, θα αναπτυσσόταν μια διαφορετική δυναμική, που θα έπειθε και θα κινητοποιούσε πολύ περισσότερο κόσμο, που σήμερα μένει μακριά από το προσκήνιο, αμήχανος κι απογοητευμένος.
Δεν είμαι πολύ σίγουρος αν θα αντιστρεφόταν η βασική φορά των εξελίξεων. Άσε που αργά ή γρήγορα θα έμπαινε το κομβικό ζήτημα της κυβέρνησης, της συμμετοχής ή της (δια)κριτικής στήριξης σε μια αριστερή κυβέρνηση, κτλ. Πέρα από αυτό όμως, το ζήτημα δεν είναι να ενωθούμε εγώ κι εσύ, ακόμα κι αν συμφωνούσαμε στη γενική κατεύθυνση. Αλλά να πείσουμε τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, που παραμένει ανοργάνωτη, έξω από τα σωματεία, το ζωντανό κίνημα (που πάσχει εσχάτως από νεκροφάνεια), κτλ.
Κι αν εξαιρέσεις, το λαϊκό στρώμα, που λέει μεταξύ ασόβαρου κι αστείου ότι είναι μεταξύ 15ου και 19ου συνεδρίου, δηλ με το 17ο, δηλ μεταξύ αριστερού ααδμ και δεξιάς λαϊκής συμμαχίας, το ζητούμενο προς κατάκτηση παραμένει να γίνουμε πρωτοπόρα και μαζικά στοιχεία στον χώρο δράσης μας. Δηλ ξέρεις εσύ κάποιον που πριν έπειθε αβέρτα και συσπείρωνε κόσμο, αλλά σήμερα δεν το κάνει, γιατί στένεψε η γραμμή ή γιατί έπαψε να πείθει τους άλλους με αυτά που λέει;

Και γιατί έχει αλλάξει τόσο θεαματικά το κοινό κι η θεματολογία του μπλοκ και δεν ασχολείται πια τόσο με το εξωκοινοβούλιο αλλά στοχοπροσηλώνεται σε αμιγώς κουκουέ θέματα;
Α, σας ευχαριστώ πολύ που μου κάνετε αυτή την ερώτηση. Γιατί δεν υπάρχουν πια οι ίδιοι ψυχικοί δεσμοί κι οι ίδιες παρέες –όχι στην ίδια ποσότητα τουλάχιστον. Και γιατί δεν υπήρχε λόγος να ασχολούμαι συστηματικά με έναν χώρο που δε νιώθω τόσο κοντά μου πολιτικά (για να μου απαντάνε: κράζεις; θαυμάζεις). Και η απόσταση αυτή μεγάλωσε τα τελευταία χρόνια, που οι μεταβατικές γέφυρες στο κενό ήρθαν να προστεθούν στις αντισοβιετικές αναλύσεις του ναρ που γνωρίσαμε για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε. Και γιατί το ναρ που γνωρίσαμε δεν είναι πια το ίδιο, ούτε κι ακριβώς ενιαίο, αλλά τέτοιο δεν ήταν ποτέ, και δεν το έκρυβε.

Ο χρόνος μπορεί να λειάνει γωνίες, διατυπώσεις, αλλά όχι τη σκέψη μας. Εγώ βλέποντας τη δική μου από μέσα, την καταλαβαίνω καλύτερα και τη θεωρώ ενιαία κι αδιαίρετη, και ας καταλαβαίνω πως κανείς δεν μένει ακίνητος στον χρόνο χωρίς να εξελίσσεται. Αλλά αν τα προηγούμενα χρόνια έφεραν ένα γερό ταρακούνημα, αφυπνίζοντας πολλές συνειδήσεις και έναν κόσμο που ήθελε να μυρίσει τα πάντα και χωνόταν παντού με ζήλο κουταβιού, σήμερα το τοπίο ξεκαθαρίζει, καθώς καταλαγιάζει η μνημονιακή άμμος, και δεν υπάρχουν περιθώρια για χαρούμενες ουρές (του σύριζα και της ένωσης κέντρου), ανέξοδα κινηματίστικα γαβγίσματα, χωρίς στρατηγική στόχευση και αυταπάτες για μεσοβέζικες λύσεις με χορτάτους σκύλους και ολάκερες πίτες κερδών που μεγαλώνουν, αφήνοντας για εμάς τα ψίχουλα. Μπορείς να ξεκινήσεις τουλάχιστον από μια καλύτερη περιφρούρηση από τους μαύρους, τους ταμ-ταμ-ταμ, να μην είναι μπάτε σκύλοι αλέστε το μπλοκ σου, ως ένα πρώτο βήμα καλής θέλησης. Και για τα υπόλοιπα βλέπουμε.


Και τελικά το ιβανώφειο; Θα πας αράν;
Χωρίς παρέα, δε νομίζω. Νο παρέα, νο πας αράν. Και ούτω πως προέκυψε κι ο τίτλος της σημερινής ανάρτησης.

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Πλατεία Μπελογιάννη

Ξέβρασε η τσούλα η (εναλλακτική) ιστορία ότι νικήσαμε

Πρόκειται για μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας. Πώς θα ήταν η ελλάδα αν είχε νικήσει ο δημοκρατικός στρατός στο δεύτερο αντάρτικο; Το ίδιο θέμα είχε απασχολήσει το δημήτρη φύσσα, αλλά από την ακριβώς αντίθετη σκοπιά, στο δικό του βιβλίο, πλατεία λένιν, πρώην συντάγματος.


Το βιβλίο του αλεξάτου είναι στην ουσία μια απάντηση στο βιβλίο του φύσσα. Ο ένας αναφέρεται στην μετονομασμένη ομόνοια κι ο άλλος στο σύνταγμα που καταπατήθηκε (η ομόνοια να δεις). Η πρόθεση του αλεξάτου γίνεται φανερή από τον τίτλο ακόμα. Σε κάποιο σημείο μάλιστα, αφήνει στην άκρη τα προσχήματα και βάζει τους ήρωές του να αναφερθούν ευθέως στο βιβλίο του φύσσα και το ξεχέζει κανονικά (και καλά κάνει δηλ).

-Δεν ξέρω αν το πήρατε χαμπάρι, αλλά πριν από καιρό κυκλοφόρησε κάτι τέτοιο. Κάποιου τύπου που ήταν στην επον μετά την επανένωση (οι όροι δεν αντιστοιχούν στη δική μας ιστορική πραγματικότητα αλλά στην πλοκή του βιβλίου). Δεν ξέρω αν ήταν κατόπιν στο κόμμα. Αλλά και να ήταν, μάλλον νεοπασόκος θα είναι τώρα. Το πολύ-πολύ με τους εναλλακτικούς.
-Λες για το πλατεία μαρξ, πρώην βικτορίας, είπε η σοφία.


Το πιάσατε το υπονοούμενο.. Τώρα αρχίζει το νόημα.
Εκεί που έχει γέλιο το βιβλίο είναι στις ιστορικές ανακρίβειες. Όταν γράφεις εναλλακτική ιστορία, αναφέρεσαι μέχρι ενός σημείου σε πραγματικά γεγονότα και με βάση αυτά πλάθεις την υπόθεση. Για να το κάνεις, πρέπει να ξέρεις ιστορία.
Κι αφού αναφέρει τις παραχαράξεις για το μαλτέζο και το αρχείο του μαρξισμού, καταπιάνεται με το κόλλημά του για τον καζαντζίδη, που ο φύσσας τον είπε ελαφρολαϊκό.

Η όλη στιχομυθία πάντως, ξεκινά από ένα βαθύ αίσθημα αυτογνωσίας.
Κι εγώ τα έχω σκεφτεί αυτά, αλλά με τα αν δε μπορεί παρά να πέσεις στη μεταφυσική. Το πολύ να γράψεις κάνα μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας. Ενδιαφέρον. Το κρατάμε για τη συνέχεια.

Αμφότεροι γεννήθηκαν την χρονιά που έγινε το εικοστό συνέδριο (56’). Αλλά το βασικό κοινό που έχουν είναι ένα σύντομο πέρασμα από τις γραμμές του κόμματος (ή της νεολαίας στην περίπτωση του φύσσα). Κι ένας σφοδρός έρωτας που κατέληξε αντεστραμμένη αγάπη για μια διεστραμμένη ιστορική νομοτέλεια που δεν υπάκουσε στις διαστροφές μας. Κανείς (μη κουκουές) βάρβαρος, ή έστω κάποιος που δε μετείχε της κουκουέ μόρφωσης για ένα μικρό χρονικό διάστημα, δε θα είχε ασχοληθεί με αυτό το θέμα. Που απασχολεί κυρίως τους ίδιους και παρεμπιπτόντως το κοινό τους. Γράφουν βασικά για να πείσουν τον εαυτό τους και να δικαιώσουν τη θέση τους.

Αυτό είναι πολύ εμφανές σε όλο το βιβλίο. Ο αλεξάτος γράφει για να πάρει ιδεολογική ρεβάνς από το φύσσα και τους ομοϊδεάτες του. Για να εκδικηθούν τα όνειρα την πραγματικότητα κι η πολιτική του θέση, ως αλτουσεριανού, τα υπόλοιπα ιστορικά ρεύματα της αριστεράς. Αλλά αφού τα νικήσει ιδεολογικά, τα αφήνει μες στο κόμμα, το οποίο παραμένει ενιαίο, ένα σουρωτήρι πολιτικών φυλών που χωράει τους πάντες. Μία διάσπαση δεν πρόλαβε μόνο η εναλλακτική διήγηση του αλεξάτου, αυτή με τους τροτσκιστές. Αλλά στην πορεία φροντίζει να γεφυρώσει κι αυτό το χάσμα.

Η πλατεία μπελογιάννη είναι ένα παραμύθι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Είναι μια (παρα)μυθική εναλλακτική ιστορία, μια τρόπον τινά μυθιστορία, αλλά δεν είναι μυθιστόρημα, γιατί έχει πολύ αδύναμη μυθοπλασία. Με σουρεάλ διαλόγους, όπως αυτόν μεταξύ του άρη και της λαοκρατίας (οι δυο βασικοί ήρωες) που συναντιούνται μετά από τριάντα χρόνια κι αντί να πουν τα δικά τους (έχουμε καιρό για αυτά, αργότερα) αναλύουν την πολιτική κατάσταση της ελλάδας και τις αποφάσεις των συνεδρίων του κόμματος! Και δεν είναι από αμηχανία, επειδή είχαν να βρεθούν πολύ καιρό. Όπως βλέπεις καμιά φορά φίλους που αρχίζουν να μιλάνε για μπάλα και ν’ αλλάζουν αναγνωριστικές μπαλιές μέχρι να ξαναβρούν το κομμένο νήμα της επαφής. Αυτοί εδώ το κάνουν συνειδητά, και δε λένε τίποτα άλλο.

Μία πρόζα με μακροπερίοδους, εναλλασσόμενους μονολόγους, όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλο, σαν τα ανίψια του ντόναλντ ντακ, κι όλοι μαζί τη σκέψη του συγγραφέα, που αντί για τους χαρακτήρες, μας περιγράφει στην ουσία τον εαυτό του και την ιδεολογία του. Ένα κείμενο που σου δίνει την εντύπωση ότι γράφτηκε ολόκληρο σε πλάγιο λόγο. Σαν τα πλάγια μέσα που χρησιμοποιεί ο αλεξάτος για να προβάλλει ως ιδεολογικά ηγεμονεύουσες τις ευρωμαοϊκά παρεκκλίνουσες θέσεις του και το πλάγιο ως ορθό.

Με σχεδόν ψεύτικους, μονοδιάστατους χαρακτήρες που υπάρχουν απλώς για να αφηγούνται τα γεγονότα και να δικαιώνουν τις απόψεις του αλεξάτου για την οικογένεια και τις έμφυλες σχέσεις (όπως η αμφιφυλόφιλη επονίτισσα λαοκρατία, που κάνει κι από κάνα τσιγαράκι με την αναρχική κόρη της). Οι χαρακτήρες μένουν σα μαριονέτες στα χέρια του συγγραφέα που μιλάει μέσω αυτών σαν εγκαστρίμυθος, χωρίς καμία άλλη διαμεσολάβηση με αισθητική αξία. Η εγκαστριμυθοπλασία υποκαθιστά την ωσεί παρούσα μυθοπλασία.

Η πιο αφυδατωμένη εκδοχή (αν όχι καρικατούρα) του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Που δεν είναι καν ρεαλισμός, αλλά μια βασικά ιδεολογική κατασκευή (το απωθημένο του αλτουσεριανού). Κι ακόμα και το σοσιαλιστική παίζεται, γιατί πρόκειται για ένα λαοκρατικό καθεστώς που εξαλείφει με χαρακτηριστική, βουλησιαρχική ευκολία όλες τις αντιθέσεις (χειρωνακτική-πνευματική εργασία) κι οδεύει ταχύτατα προς τον κομμουνισμό (σε μία χώρα, καθώς είναι η μόνη όπου αποτράπηκε η αντεπανάσταση την περίοδο 89-91). Ο θηλυκός μου γονιός, που δεν πρόλαβε συσπειρωσάδες στον καιρό του και το διάβασε ανυποψίαστη, στο τέλος μου είπε «καλά τα λέει, αλλά γίνονται»;

Δεν έχουμε το συναρπαστικό ειρμό του ραφαηλίδη, που τρέχει απ’ το ένα στο άλλο, ταξιδεύει σε χίλια θέματα και μέσα από ζιγκ-ζαγκ και παρενθέσεις (σε) επιστρέφει στο ίδιο σημείο αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο, με έναν πλούτο γνώσεων (ως) κέρδος από τη διαδρομή.

Δεν είναι η αιρετική τρυφερότητα του τροτσκιστή ραφαηλίδη που βγάζει το στάλιν «αναθεωρητή» γιατί εφάρμοσε δημιουργικά το μαρξισμό στην εποχή του και μας άφησε πίσω να αναρωτιόμαστε αν τον στρέβλωσε ή τον ανάπτυξε.

Δεν είναι καν η τρυφερή ματιά του σκηνοθέτη του goodbye lenin που είδε με τα μάτια της ψυχής του τη ddr και τη ζωγράφισε στο πανί όπως θα ήθελε να ήταν. Άφησε όμως την ιστορία του να μας μιλήσει για την Ιστορία. Και στο τέλος της ιστορίας (με κεφαλαίο και μικρό μαζί) αποχαιρετά τη μαμά-πατρίδα, όπως κάνει με τη δική του μητέρα ο πρωταγωνιστής της ταινίας.

Απ’ όλα αυτά ο αλεξάτος κράτησε το ρεαλισμό των φτιαχτών ρεπορτάζ του άλεξ για τη συνταγή της κόκα κόλα και το διάγγελμα του προέδρου κοσμοναύτη, μαζί με μπόλικες ιστορικές γνώσεις (αυτό δε γίνεται να μην του το αναγνωρίσεις). Μας παρουσιάζει με τα μάτια της οργάνωσής του πώς θα (ήθελε να) ήταν τα πράγματα. Στο τέλος του βιβλίου, αντί για συγκίνηση, νιώθεις ότι έχεις διαβάσει προγραμματικές θέσεις και σου έρχεται απλώς να ψηφίσεις υπέρ ή κατά (αν βρείτε ένα λευκό στην καταμέτρηση, δικό μου θα ‘ναι).

Θα μπορούσε να είναι οι θέσεις της αραν για το σοσιαλισμό. Κάπως εκλαϊκευμένες, δε λέω, αλλά αυτό δεν είναι λογοτεχνία. Τέτοιο συνδυασμό (πολιτικής και τέχνης) μόνο ο σάββας κι η οακκε τον έχουν πετύχει έως τώρα. Και κάποιοι ρήτορες στα αμφιθέατρα, που όταν αναλύουν το πλαίσιό τους, είναι σα να ραπάρουν.

Αυτό που μένει είναι ένα αντιδιαλεκτικό παραμύθι εναλλακτικής ιστορίας που ιντριγκάρει το φαντασιακό μας (με τα αν δε μπορεί παρά να πέσεις στη μεταφυσική). Ένα παραμύθι χωρίς ρεαλισμό, δυνατές αλληγορίες και τις αρετές ενός μυθιστορήματος, που σέβεται όμως τους μύθους του κινήματος και τους αποτίνει φόρο τιμής.
Τυλίγει με τρυφερότητα την ελλάδα και τους αγωνιστές της αριστεράς που άξιζαν καλύτερη τύχη (και την είχαν στα χέρια τους, αλλά την κλότσησαν). Ό,τι δε μπορεί να αγκαλιάσει όμως, το βάζει στην ιδεολογική κλίνη του προκρούστη και το φέρνει στα μέτρα του.

Δείχνει έναν ζαχαριάδη σε αλτουσεριανό κοστούμι που ασκεί μαοϊκή κριτική στους σοβιετικούς και προχωρά σε αποσταλινοποίηση από τα αριστερά, με ολίγη από κίνημα των αδεσμεύτων και γιουγκοσλάβικο μοντέλο με αυτοδιαχείριση.
Ένα αγαπησιάρικο κουκουέ που αγκαλιάζει όλες τις τάσεις (τρότσκες και μαοϊκούς, αναθεωρητές και μπρεζνιεφικούς) με ενότητα τύπου παλιάς εδά, ή τύπου ανταρσύα, κι ιδεολογική ηγεμονία των παριζιάνων (αλτουσεριανοί). Μια ντριμ τιμ της αριστεράς, που χωράει το μίσσιο και τον καρούζο, την έλλη παππά, ως και τον πολύδωρο δανιηλίδη. Με άλλα λόγια ένα κουκουέ που δεν είναι κουκουέ.
Τους κουκουέδες πολλοί αγάπησαν, το κουκουέ ουδείς.

Κάπου μάλιστα αναφέρει και την ενάντια, ως οργάνωση της αντιφασιστικής ενότητας. Το πιάσατε κι αυτό το υπονοούμενο, έτσι; Εξάλλου υπήρξε κι υποψήφιος της. Δυστυχώς έγραψε το βιβλίο μες στο 08’ και δεν πρόλαβε την ανταρσύα, το ώριμο τέκνο του δεκέμβρη, για να την χώσει κι αυτήν κάπου.

Αυτή η επιλεκτική τρυφερότητα καταλήγει να αποπνέει κατά διαστήματα μια ξινίλα επιπέδου μπλόγκερ. Θα μου πεις, μην κρίνεις εξ ιδίων τα αλλότρια. Σωστό. Ακριβώς γι’ αυτό όμως, ένεκα των εξ ιδίων, πιστεύω ότι μπορώ να το αναγνωρίσω και στους υπόλοιπους, όταν το κάνουν.

Θεωρώ ενδεικτικό ένα παράδειγμα που δεν αφορά την πολιτική (όπου ο πρώτος αμερόληπτος το λίθο βαλέτω) αλλά τα αθλητικά. Σε κάποιο σημείο η λαοκρατία –που σπουδάζει στη θεσσαλονίκη- περιγράφει το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου της λδ του βορρά.

Φυσικά το ποδόσφαιρο ήταν το πιο δημοφιλές άθλημα. Οι ομάδες που κέρδιζαν τα περισσότερα πρωταθλήματα ήταν ο παοκ, που είχαν ιδρύσει προπολεμικά πρόσφυγες και η κόκκινη σημαία, η ομάδα του δσε. Στα πρωταθλήματα της α’ εθνικής κατηγορίας συμμετείχαν επίσης ο εργατικός αστέρας της γσεε, ο ηρακλής, η παλιότερη ομάδα της θεσσαλονίκης που συνδεόταν με τον δήμο, κι ο σπάρτακος καλαμαριάς. Απ’ τις επαρχιακές ομάδες ξεχώριζαν...

Και μας αραδιάζει μερικά φανταστικά ονόματα. Παρτιζάν ξάνθης, πόμπεντα φλώρινας, πας γιάννινα (προλεταριακός αθλητικός σύνδεσμος) κ.ά.
Ο άρης δεν υπάρχει πουθενά! Ξύθηκε απλώς από τη φωτογραφία. Χυδαίο, αντι-αρειανό μένος που παραπέμπει σε ωμό αντικομουνισμό.

Σε κάποιο άλλο σημείο αναφέρει τις μεγάλες συναυλίες (του μίκη αν θυμάμαι καλά) στο λαϊκό στάδιο τούμπας, που κράτησαν πέντε μέρες για να προλάβει να συρρεύσει όλος ο πληθυσμός της πόλης. Και μες σε πέντε μέρες τις παρακολούθησαν κάτι εκατοντάδες χιλιάδες (νομίζω πέντε)! Ούτε ο μπούζας στην χρυσή εποχή των σπορ του βορρά δε θα φούσκωνε τόσο τους αριθμούς.
Μα είναι συνδυασμός αυτός; Παοκ κι αλτουσέρ; Σαν τον τολιάτη;
Και σκότωσα για ένα εισιτήριο… (τη γυναίκα του κατά πάσα πιθανότητα)

Παρόλα αυτά αξίζει να (δοκιμάσετε να) το διαβάστε. Κι αν σας καθίσει καλά, να το πάτε και μέχρι τέλους. Αυτό που δεν αξίζει να διαβάσετε (αν και η αντιπαραβολή έχει ένα ενδιαφέρον) είναι το πλατεία λένιν, πρώην συντάγματος. Ο φύσσας γράφει χοντρές ανακρίβειες (αποκορύφωμα η καρικατούρα του ρίτσου που μας παρουσιάζει) με αυτάρεσκο τουπέ κι έχει την εντύπωση ότι μας δίνει την ελληνική εκδοχή του 1984.

Η βασική διαφορά είναι ότι δε διεκδικεί για λογαριασμό του κάποια ιδεολογική ηγεμονία κι έτσι καταφέρνει να συνασπίσει γύρω του όλο τον «αστικό κόσμο». Ενώ ο αλεξάτος έχει πολύ λιγότερες πιθανότητες να το καταφέρει με τους δικούς του, είτε στη ζωή, είτε σαν συγγραφέας. Κι αυτό δεν είναι μόνο δικό του λάθος.


Όλα αυτά με αφορμή τη σημερινή επέτειο της εκτέλεσης του μπελογιάννη και των συντρόφων του. Του χρόνου στα 60χρονα, θα πιάσουμε και την ταινία, ο άνθρωπος με το γαρίφαλο.

Περισσότερα για το βιβλίο μπορείτε να βρείτε στις ηλεκτρονικές σελίδες που ακολουθούν
http://www.youtube.com/watch?v=rl7e0a_jg8E
http://ashtonhar.blogspot.com/2010/03/blog-post_29.html
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=577997

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Στο φεστιβάλ της αραν

‘Ένα συλλαλητήριο των φυλών του εξωκοινοβουλίου που έχουν συγκολληθεί για τα καλά κι εσχάτως σχεδόν συν-διοργανώνουν από κοινού τα φεστιβάλ κάθε νεολαίας. Όλοι τους ήταν παρόντες, πλην των λακεδαιμονίων της αρας. Με αυτούς η αραν έχει κάτι σαν ειρηνική συνύπαρξη. Που ειρηνική ακριβώς δεν τη λες, πιο πολύ προς το ψυχροπολεμική κλίνει. Κι η συνύπαρξη υφίσταται με την έννοια που συνυπάρχουν μεταξύ τους οι επιβάτες ενός αστικού λεωφορείου. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, δεν αλλάζουν κουβέντα και μπορεί να τους μυρίζουν τα χνώτα του διπλανού. Κι αν μαζευτούν πολλοί και πιάσει καλοκαίρι, όπως στις ευρωεκλογές του 09’, αρχίζουν να στριμώχνονται για να χωρέσουν όλοι στο ψηφοδέλτιο που έχει μόνο είκοσι θέσεις. Και τότε ο ένας να σου βρωμάει κι ο άλλος να σου ξινίζει, γιατί ξέρω εγώ δεν καταδίκασε τους σταλινικούς που έφτιαξαν το εαμ τη δεκαετία του 40’. Κι αρχίζεις να νιώθεις σαν χούτος περικυκλωμένος από ματζουράκηδες. Μυρίζεις συνεχώς τον ιδρώτα τους, εκτός απ’ τον δικό σου που είναι τίμιος σαν οπορτουνισμός.

Επιβάτες στην εξουσία αυτού του τόπου. Πώς θα την πούμε όμως; Λαϊκή ή εργατική; Δικτατορία ή λαοκρατία; Επόμενη στάση: πληρωμών. Κατεβαίνουν οι παλιοί σύμμαχοι που αναβαθμίστηκαν κι ανεβαίνουν καινούριοι, που δε βρωμάνε ακόμα. Έβαλαν ένα πατσουλί που μυρίζει από χιλιόμετρα για να καλύψει τις βρωμιές τους.

Κατά βάθος οι αρανίτες είναι απλοί σύντροφοι σαν εμάς. Λίγο καλοντυμένοι για εαακ. Λίγο δεξιοί γι’ αριστεριστές. Λίγο κυριλέ για χύμα φοιτητές. Λίγο μαζικοί για αλτουσεριανοί. Λίγο ύποπτοι για ανοίγματα στο σύριζα. Με λίγο ήρεμο πρόγραμμα για τέτοιο φεστιβάλ: τον ενωτικό πασχαλίδη και μια μπάντα με ρετρό αισθητική καμπαρέ δεκαετίας του 30’. Σκέτος αντίλογος και πνεύμα αντιλογίας στα στερεότυπα για τα εαακ που γνωρίσαμε.

Και οπαδοί της εφεε κατά βάθος. Είχαν και μια συλλεκτική αφίσα από το τελευταίο συνέδριο της εφεε το 95, προστατευμένη με γυαλί, σαν μουσειακό έκθεμα για να μην τη βεβηλώσουν τίποτα σύντροφοι. Κι αν δεν είχαν κάνει τόσο ακριβή εκτύπωση μπορεί να μπαίναμε στον πειρασμό και να τη ζουρνεύαμε. Δεκαεπτά ευρώ το κόστος, συμβολισμός για την χρονιά του οκτώβρη.

Ένας ρευματικός ειρωνευόταν την ευρώπη των λαών και την εφεε των φοιτητικών συλλόγων αλλά ψαχνόταν να βρει ποιος τους φόρεσε καπέλο την ελε στα κείμενα της ανταρσύα. Μου ‘λεγε και για το καρναβάλι της ξάνθης και την τοπική άλφα κάπα όπου έχουν ντυθεί λενινισταί (όχι μόνο για τις απόκριες) κι έχουν διαμάχη με τις υπόλοιπες ΑΚ, στις πανελλαδικές συναντήσεις τους. Ενώ μια άλλη σφισσα από την αραν μου ανέλυε τις λαμπρές προοπτικές που έχει στην αγορά ανεργίας, και τη στήριξη από το σπίτι, που από ασυλία ξέπεσε σε καθεστώς ανοχής με δυνατότητα ανανέωσης. Είμαστε όλοι μετανάστες.

Φτάσαμε πολύ αργά για τις πολιτικές ομιλίες, αλλά προλάβαμε τις συναυλίες. Κέφι, χορός, τραγούδι. Εγώ ήμουν στην κλασική στάση του ντιμιτρόφ: βράχος, γρανίτης, στέκει ορθός. Πλάι μου κορμιά που λικνίζονταν, ταλαντεύονταν ρυθμικά σαν ιστορικό προτσές, χόρευαν σε ρυθμούς αλλότριους, μακριά από το ταψί της ταξικής πάλης.

Και μια μυρωδιά από καμένο γκαζόν να πλανάται στον αέρα σα φάντασμα.
Όσοι με το χόρτο γίναν φίλοι/ με τσιγάρο έρχονται στα χείλη/ στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι/ πάντα γελαστοί και γελασμένοι.
Ακούω στα κρυφά και μητροπάνο.

Και μια θολή ανάμνηση από ένα κούβα πάρτι της οργάνωσης στην παλιά φιλοσοφική που το ‘χαμε κόψει στη μέση εξαιτίας κάτι περίεργων μυρωδιών. Το είπα στον κομάντο κι αυτός ξέσπασε οργισμένος:
-Είστε πολλά χρόνια πίσω, ξεκομμένοι από την κοινωνία.
Κι είμαστε περήφανοι για αυτό. Γιατί αυτό το πίσω θα αντιστραφεί διαλεκτικά σε μπροστά και θα γίνει πρωτοπορία του κινήματος. Κι όταν αλλάξει η φορά του παιχνιδιού, οι έσχατοι έσονται πρώτοι.

Είδα άλλον ένα ρευματικό που σπουδάζει λέει απολιτικές επιστήμες κι άλλη μια αρανίτισσα που μου έταξε ένα μιλφέιγ. Τα μάζεψε όλα το μυαλό, σκόρπιες πληροφορίες, ατάκτως ερριμμένες και έγιναν ένα κουβάρι, σαν σε όνειρο. Ελέ, εφεε, καμπαρέ, μιλφέιγ. Σολντ άουτ στα εισιτήρια, γιατί οι διοργανωτές ήταν κομμουνιστικά απαισιόδοξοι και δεν είχαν φέρει πολλά μαζί τους. Αλφακαπίτες λενινιστές, κυριλέ αναρίτες. Χαώδης περί του όλου αντίληψη, χωρίς λογικό ειρμό και μέθοδο.

Η ονειροπόληση είναι πάντα μεταμοντέρνα σε αντίθεση με τις νομοτέλειες της πραγματικής ζωής. Κι οι πιο πολλοί διαλέγουν την απόδραση από την πραγματικότητα που είναι πιο ελκυστική σε όλες της τις μορφές. Γιατί, το μπλοκ τι είναι εξάλλου;

Την επόμενη μέρα πήγαμε στο διήμερο που διοργάνωναν οι κλαδικές οργανώσεις της οργάνωσης. Η πρώτη μέρα ήταν αφιερωμένη στους μετανάστες. Πολύ καλή η κεντρική ομιλία ιδίως η αναφορά στο λαος του καρατζαφέρη, που θεωρεί αιτία της κρίσης πότε τους μετανάστες και πότε τα golden boys. Φαίνεται τελικά ότι τα golden boys είναι αυτοί οι μελαψοί που θαλασσοδέρνονται στο αιγαίο για να ‘ρθουν στην ελλάδα και να ψάξουν μια θέση στον ήλιο (και τελικά βρίσκουν μόνο τον ήλιο).
Σε μια άλλη αποστροφή του λόγου του είπε κάτι για τις φυλές του ισραήλ κι αμέσως έσπευσε να πει ότι το λέει μεταφορικά. Σωστά, μη μας περάσουν και για εβραιο-μπολσεβίκους.

Δεν ακολούθησε συζήτηση όπως έλεγε στην αφίσα, υπήρχε όμως πλούσιο πρόγραμμα, με θεατρικό για την απεργία, πολιτικό τραγούδι κι έναν κάπως μποέμ τύπο που μας έπαιξε αλβανικά τραγούδια από την πατρίδα του. Θα μπορούσε ίσως να έχει περισσότερους μετανάστες, ούτως ή άλλως όμως ήταν φίσκα. Κι αν το βάζω σαν υστερόγραφο αντί να γράψω κάτι συνολικό, είναι γιατί είχα μείνει κι εγώ στους απ’ έξω, άκουγα τα μισά και δε μπόρεσα να κρατήσω σημειώσεις.

Εκεί πέτυχα και μια μικρή συντρόφισσα που είχε πάρει μια κομεπ και τη διάβαζε μες στο πλήθος, χωρίς να δίνει σημασία γύρω της. Συγκίνηση. Θυμήθηκα τα νιάτα μου. Κι ίσως κάποια μέρα διαβάσει τι λένε οι κλασικοί για τον κομμουνιστή, την προσωπικότητα, τις ευαισθησίες που έχει τον πλούτο από τα ερεθισμάτα που πρέπει να αφομοιώνει (κι αυτό περιλαμβάνει οπωσδήποτε την τέχνη).

Έχει όμως όλο το μέλλον μπροστά και τις πιθανότητες με το μέρος της να το καταλάβει, γιατί ακολουθεί τη βασική συμβουλή του βλαδίμηρου: να μαθαίνετε, να μαθαίνετε, να μαθαίνετε.

Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Ξέρω τι έκανες φέτος το καλοκαίρι

Ημερολόγια κατασκήνωσης – ημέρα δεύτερη

-Τελικά πήγε στις έντεκα. –Ποιο πράγμα;
-Αυτό που ήταν να κάνουμε στις δέκα.

Η όβα του ναρ δηλ, αλλά ντεμέκ περιφρουρημένη γιατί ήμουν κι εγώ μπροστά. Την οποία τελικά θα μπορούσα ίσως να παρακολουθήσω ως παρατηρητής, αλλά δε φτάσαμε μέχρι αυτό το σημείο.

Το πρωινό ξύπνημα ήταν καθημερινή απόλαυση με πολλές επιλογές. Η μία ήταν ο τούρκος με το ραδιομεγάφωνο που φώναζε να ξυπνήσουν όλοι οι αρκαντάς κι έπαιζε με τις πιθανότητες να φάει παντόφλες κατακέφαλα. Γι’ αυτό είναι τα αδέρφια εξάλλου. Για να παίζουμε και να μαλώνουμε.

Η δεύτερη ήταν πιο αποτελεσματική. Να αφεθείς στη ζεστή αγκαλιά του ήλιου και να ξυπνήσεις μούσκεμα κατά τις εννιά. Το μέρος που μας έδωσαν για τον γιουνάν μαχαλά ήταν ιδανικό. Κι όταν στήναμε τις σκηνές δίναμε μάχη για μια θέση στον ήλιο –όπως είπε κι ο κοντόχοντρος. Τελικά τα καταφέραμε όλοι.

Όπως και να ‘χει είναι άκρως συγκινητικό να βλέπεις τον ανθό της σπουδάζουσας νεολαίας στο πόδι απ’ το άγριο χάραμα. Τώρα που έχουμε την τεχνογνωσία να το δοκιμάσουν και σε καμιά απεργία.

Μετά το εγερτήριο υπήρχε ένα εξίσου ευρύ φάσμα δυνατοτήτων. Μπάνιο σε ένα βούρκο με χρώμα λεκάνης όπου ο ναυαγοσώστης δε σε άφηνε να πας βαθιά που ήταν πιο καθαρά γιατί οι τούρκοι δεν ξέρουν να κολυμπάνε κι έχουν ιστορικά πνιγμών –κι ο ναυαγοσώστης στην πραγματικότητα ήταν εν πλω πάνω σε βάρκα. Εργαστήρια (workshops) κι εκδηλώσεις στα τούρκικα –η αγγλική μετάφραση ήταν προαιρετική και δε βοηθούσε ιδιαίτερα. Και πρωινό με όλα τα υλικά της χωριάτικης. Που αν τα άφηνες για να τα βρεις στα επόμενα γεύματα, έμενες με την όρεξη και τα ρεβίθια στο πιάτο. Κι έβλεπες τον κοντόχοντρο να τα πετάει πίσω του σαν κοντορεβιθούλης.

Οι τουαλέτες δεν συμπεριλαμβάνονταν σε αυτό το ευρύ φάσμα γιατί τις καθάριζαν τρεις φορές από τις επτά ως τις δέκα και μετά τις άφηναν στο έλεος χιλιάδων κατασκηνωτών να βρωμίσουν μέχρι το άλλο πρωί. Κάθε φορά ξυπνούσα με μειωμένη προσδοκία ικανοποίησης των βιολογικών μου αναγκών και το φόβο μήπως αποκτήσω φροϋδικά κόμπλεξ πρωκτικού τύπου που τη βρίσκει όταν σφίγγεται.

Ευτυχώς ο κοντόχοντρος δεν είχε τέτοια κωλύματα κι ενεργούσε τρεις φορές τη μέρα. Τα ρεβίθια και το ρύζι είχαν διπλή επίδραση στην ελληνική αποστολή. Άλλους τους στούμπωνε η έλλειψη φρούτων και σαλάτας κι άλλοι έστελναν μέι-ντέι κάθε μέρα απ’ τις μελιτζάνες και τα πικάντικα.

Διαφορετικές κι οι αντιδράσεις της αποστολής στις συνθήκες κατασκήνωσης που συναντήσαμε. Οι ναρίτες ήρθαν με υλικά, αφίσες, φακέλους γνωριμίας κι ήταν παραδόξως εξωστρεφείς και δραστήριοι. Η αποστολική φράξια της αραν είχε έρθει για πιο χαλαρά πράγματα, ξενέρωσαν τη ζωή τους που δεν είχαμε το ελεύθερο για εκδρομές χωρίς τουρκική συνοδεία κι έλιωσαν στη μπλόφα και στα χαρτιά.

Κι η κε του μπλοκ γνώρισε τους τούρκους κι αγάπησε τους έλληνες. Που ξέρουν καλά αγγλικά και κολύμπι και δε στήνουν χορό όπου βρεθούν κι όπου σταθούν –από τα μαγειρεία ως τις τουαλέτες- εκτός κι αν έχουν πιει. Επίσης, αν δεν ήμουν απολίθωμα, θα (ήθελα να) ήμουν καπετάν μιζέριας.
Συμπάθησα αντιθέτως τον κόσμο έξω από το κάμπινγκ και πιο πολύ τα φαγητά τους. Αυτό όμως τις επόμενες μέρες, με τις εκδρομές.

Ψυχικά ήμουν με την αράν, αλλά σώματι με τους ναρίτες που τους ήξερα κι είχαν στο πρόγραμμα ενδιαφέροντα πράγματα που μπορούσα να παρακολουθήσω. Δηλ επαφές και διμερείς συναντήσεις με νεολαίες και κόμματα του εξωτερικού.
-Πιστεύεις ότι αν ήμασταν σοβαρή οργάνωση δε θα έπρεπε να σε αφήνουμε να τις παρακολουθείς αυτές τις συναντήσεις;
Όχι, ρε συ. Αυτό είναι το τελευταίο. Έχω άλλους λόγους να το πιστεύω.

Τι ωραίες που είναι οι διεθνείς επαφές. Ποτάμια σκέψεων και λυρικές συνδικαλιές που σκοντάφτουν πάνω στην άγνοια της γλώσσας και βρίσκουν διέξοδο σε παιδικά λεκτικά σχήματα και ετικέτες.
-Γουάτ ντου γιου ριντ; ρωτάει ο τουρκογερμανός από δίπλα.
-Αλτουσέρ. Έλεμεντς οβ σελφ-κρίτικ, του δείχνω τον τίτλο.
-Άι ντοντ λάικ χιμ. Χι’ζ ρέβιζιονιστ.

Ναι, ρε αρχηγέ. Νίδερ ντου γουί. Αλλά αυτό είναι σελφ κρίτικ. Γι’ αυτό το διαβάζουμε.
Κι άντε να του εξηγήσω ότι το ‘φερα για καζούρα στους αρανίτες σφους.
-Φίλοζοφ; ρωτάει ένας παραδίπλα.
Τι λες παιδί μου; Πέφτεις στην παγίδα του ιδεαλισμού; Εδώ μόνο επιστήμη δεχόμαστε. Τι την έχουμε την τομή;

Σε τέτοιες στιγμές οι ιδέες μας είναι ταξικά καθαρές κι αγνές σαν τον έρωτα ενός μικρού κοριτσιού.
Θυμάμαι έναν διάλογο που πετύχαμε στο κούρδικο του τσετίν.
-Χρειάζεται επανάσταση ενάντια σε οπορτουνισμό, ρεβιζιονισμό και το ρεφορμισμό.
Το μεταφράσαμε στα ελληνικά να δούμε αν είχε κάνα πλεονασμό και τελικά το βολέψαμε το γενικό νόημα.
Ο άλλος όμως δεν είχε πει την τελευταία του λέξη.
-Ναι, αλλά δεν είπες το πιο σημαντικό. Ένοπλη επανάσταση.

Κάπως έτσι κυλάνε πολλά συντονιστικά εαακ.
Λέει φερ’ ειπείν ο πρώτος ομιλητής ότι για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή. Ναι, αλλά δεν πάμε πουθενά χωρίς αρετή και τόλμη, θα πει ο δεύτερος. Κι ο επόμενος θα πει ότι όλα αυτά είναι πολύ καλά, αλλά δεν κάνουμε τίποτα αν δεν έχουμε οργάνωση και θεωρία.
Και πάει λέγοντας στο ρυθμό που πάει το κοκοράκι.
Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι, θα σου αγοράσω… μια επαναστατική συνείδηση.
Κι ο καθένας προσθέτει μετά κι από ένα.

Όλα αυτά αποκρυσταλλώνονται σε πείρα που περνάει από γενιά σε γενιά.
Κι έτσι στα συντονιστικά προσπαθούν όλοι να τα χωρέσουν όλα στο λόγο τους. Γιατί αν ξεχάσουν κάτι θα δώσουν πάτημα στον επόμενο για να τους την πει. Κι αντ’ αυτού προτιμάν να μιλήσουν κάνα μισάωρο.

Έτσι κρυστάλλινα, χωρίς κορδελάκια, φαίνονται στα αγγλικά κι οι μεταξύ μας διαφορές.
-Γιατί αποχωρήσατε το 89;
-Το κόμουνιστ πάρτι έκανε κυβέρνηση συνεργασίας μαζί με τη δεξιά..

Α, πες μας έτσι. Καταλαβαινόμαστε τώρα. Δεν χρειάζονται περσότερα.
-Και ποιες είναι οι ιδεολογικές σας διαφορές;
-Η σοβιετική ένωση.. τα εκμεταλλευτικά καθεστώτα.. δεν ήταν σοσιαλισμός..

Ενώ στα ελληνικά θα άρχιζες τις ιδιότυπες δικαιολογίες και θα ξεγλιστρούσες σαν χέλι.

Στάλιν γουόζ ράιτ εντ τρότσκι λεφτ.
Εσείς με ποιον ακριβώς είστε; Μήπως με αυτόν; Ε... Μήπως με τον άλλον; Ε...
Στον τρότσκι τους απαντάν όχι και παρακαλάν μέσα τους μην πετύχουν μετά οι άλλοι το ρασκόλνικοβ.

Η πρώτη επαφή της ημέρας ήταν με τους τουρκογερμανούς της ντιντεφ που κάνουν δουλειά με τους μετανάστες. Μία από τις οργανώσεις που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά της για τη σμύρνη ήταν η σοσιαλιστική νεολαία που είναι κάτι σαν τσικό του ες πε ντε και διατηρεί σχέσεις με τη βήτα διεθνή.

Μετά πιάσαμε κουβέντα για μουσική, τους είπα για σάντρα και μόντερν τόκινγκ και τους πιάσαν τα γέλια –υποθέτω η σωστή απάντηση ήταν ραμστάιν. Δεν ξέρω για ποιο λόγο η δεκαετία με τις βάτες είναι πιο αστεία από το γιωργάκη και το νετανιάχου. Το χιούμορ είναι προσωπική υπόθεση.

Η δεύτερη επαφή ήταν με το γαλλικό αντίστοιχο της κίνησης 18-55, παραδοσιακοί μεταμοντέρνοι με τις ευρωκομμουνιστικές ιδιαιτερότητές τους –ακόμα κι αυτοί. Συμμαχούν εκλογικά με όλους τους σχηματισμούς της αριστεράς –αυτό το τελευταίο με την ευρεία ποσαδιστική έννοια- αλλά κατηγορούν το ΝΡΑ ότι είναι απλώς αντινεοφιλελεύθερο κι όχι γνήσια αντικαπιταλιστικό.

Κι άντε τώρα να βγάλεις άκρη για τις σχέσεις του κόμματος με το εμεπ.
Το εμεπ παρακολουθεί τις διεθνείς διαδικασίες που συγκαλούμε, αλλά συμμετέχει ως παρατηρητής εξαιτίας κάποιων διαφωνιών. Σύμφωνα με τη ναρίτικη εκδοχή –που δεν πρέπει να είναι μακριά από την αλήθεια- αυτές είναι βασικά δύο. Οι τούρκοι ανήκουν στο ρεύμα του χότζα και δε δέχονται ότι υπήρχε σοσιαλισμός μετά το στάλιν (αλλά την ίδια στιγμή διατηρούν σχέσεις με το ναρ που λέει πως δεν υπήρχε καθόλου σοσιαλισμός και μας κατηγορεί για σταλινική στροφή). Κι έχουν ενστάσεις για τις σχέσεις μας με το ακελ και κάποια άλλα κόμματα στη μέση ανατολή (αλλά φιλοξενούν τα συριακά κκ που συμμετέχουν στην κυβέρνηση κι οργανώσεις που έχουν σχέση με τη σοσιαλιστική διεθνή)!

Ένα ακόμη στοιχείο είναι ότι το κόμμα ζητά απ’ το εμεπ να κόψει τις σχέσεις με το ναρ. Αλλά την ίδια στιγμή πρωτοστάτησε στην ανασύσταση του τε κα πε και στην ουσία το ανασυγκρότησε σχεδόν μόνο του σε στιλ κομιντέρν. Όποιος ξέρει κάτι παραπάνω ή διαφορετικό ας το μοιραστεί μαζί μας.

Επιστροφή στο γιουνάν μαχαλά και το σοκάκ μας που σημαίνει μικρό δρομάκι, ενώ ο μεγάλος δρόμος είναι σκέτο σοκ –χωρίς υποκοριστικό. Ο σοκ είχε τη δική του ιστορία. Μέχρι που μπήκαμε στο τρίτο σοκ του πα-σοκ προς το σοσιαλισμό και κάπου στρίψαμε λάθος και βγήκαμε στον ευρωμονοσόκ του μάαστριχτ και της ονε απ' όπου θα μας βγάλει το σοκ της κοε και του αλέκου.

Οι τούρκοι διοργανωτές ονόμασαν το σοκ μας προμηθέα αλλά η ελληνική αποστολή τον μετονόμασε από τα κάτω κι αριστερά σε σοκ άρη βελουχιώτη και συμπλήρωσε από κάτω –στα κρητικά πρότυπα- την ιδιότητά του: κομμουνισταράς.

Κάποιοι από την ελληνική αποστολή όμως συνέχισαν να μας τρώνε τα συκώτια με τη διαγραφή του χρέους και την παύση πληρωμών που θα την επιβάλλει το κίνημα με μαζικό πολιτικό εκβιασμό. Δηλ σε μια αστική κυβέρνηση.
-Μα όχι. Αφού λέμε και κάτω η κυβέρνηση.
-Δηλ θα είναι δική μας η εξουσία.
-Μα εκεί καταλήγουν όλα. Γι’ αυτό λέμε αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα.
-Μα αν έχουμε εμείς την εξουσία, ποιον ακριβώς θα εκβιάσουμε; Τους δικούς μας; Και πού χρειάζεται ο μπε (μαζικός πολιτικός εκβιασμός);


Βασικά ο μπε χρειάζεται σφε αναγνώστη ως αγωνιστική διατύπωση που κρύβει την αδυναμία μας και την έλλειψη πίστης. Και θυμίζει λίγο αυτό που έκανε ο μικρός πέπε στο αστερίξ στην ισπανία. Που κρατούσε την ανάσα του, γινόταν κόκκινος κι απειλούσε ότι θα σκάσει αν δεν του έκαναν το χατίρι.
Γιατί αν έχεις τη δύναμη να επιβάλεις πράγματα δεν κάθεσαι να σκας. Απλώς τα επιβάλλεις.

Αυτά ως εισαγωγικά για την τρίτη μέρα και την εκδήλωση της ελληνικής αποστολής για την κρίση.
Το βράδυ στο γιουνάν μαχαλά δέσαμε τον κακοφωνίξ στο δέντρο και στήσαμε γλέντι με κιθάρες. Στα μαύρα κοράκια μπέρδεψαν πάλι τους στίχους –δε βαριέσαι.. Κι ύστερα ξεκίνησαν τον μπεζεντάκο.
Οι αστοί τρομάξανε και κάστρα φτιάξανε...
Α, μπα; Λες να το πάνε μέχρι τέλους; Έστησα αυτί απ’ τη σκηνή μου και περίμενα.
Μα αυτοί είναι μακριά, εβίβα βρε παιδιά, ζήτω το κόμμα μας το εργατικό.
Κάτσε να δούμε τι θα πουν στη δεύτερη στροφή.
Μα αυτοί είναι μακριά, εβίβα βρε παιδιά, ζήτω το κόμμα μας το εργατικό.
-Το κουκουέ λέει ρε-εεεε…