Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα
Αν η διάσπαση του ΚΚΕ το 68′ είχε διεθνή διάσταση, αυτή θα ήταν η εμφάνιση του ρεύματος του ευρωκομμουνισμού. Και για κάποιους, η “άνοιξη της Πράγας”. Ίσως κάποιοι “ανανεωτές” βρήκαν σε αυτήν το ιδεολογικό άλλοθι που χρειάζονταν, για να καλύψουν τη διαφωνία τους, ενώ θα είχαν άλλη άποψη αν είχαν κερδίσει την υποστήριξη των Σοβιετικών. Ακόμα κι έτσι ωστόσο δεν παύει να υπάρχει ένας βαθύτερος οργανικός δεσμός, έστω κι αν συνειδητοποιήθηκε αργότερα στην πορεία.
Το βασικό θεωρητικό ζήτημα που τέθηκε -σύμφωνα με τις δικές τους διακηρύξεις- είναι ο περιβόητος τρίτος δρόμος, το ερώτημα αν μπορούσε να οικοδομηθεί ένα διαφορετικό μοντέλο σοσιαλισμού, που θα μπορούσαμε να το παραφράσουμε (διακωμωδώντας το) κι ως εξής: είναι εφικτός ένας άλλος άλλος κόσμος;
Σε μια πρόσφατη έκδοση του ΔΟΛ για τα 50 χρόνια από τη διάσπαση του ΚΚΕ, ο Πρετεντέρης έγραφε πως το 68′ ήταν μια εμφατική αρνητική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα: ο σοσιαλισμός και το κομμουνιστικό κίνημα ήταν καταδικασμένο να υπάρξουν με τη συγκεκριμένη μορφή κι ανίκανα να μεταρρυθμιστούν ή να εξελιχθούν. Κρατήθηκαν με αυτά τα χαρακτηριστικά για άλλα είκοσι χρόνια κι οδηγήθηκαν υποχρεωτικά -νομοτελειακά θα λέγαμε στη δική μας διάλεκτο- στη χρεοκοπία και την “κατάρρευση”.
Ο Πρετεντέρης μας σερβίρει το χρεοκοπημένο ιδεολόγημα περί τέλους της ιστορίας, φτιάχνοντας όμως ένα δίπολο με τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αν δεν είσαι μαζί του και με το τέλος της ιστορίας, είσαι με τους ανανεωτές και τις ελπίδες για την άνοιξη της Πράγας. Αλλιώς ανήκεις στα χρεοκοπημένα “απολιθώματα” της ιστορίας. Είναι όντως έτσι;
Ο περίφημος τρίτος δρόμος κατέληξε σύντομα στην αγκαλιά του καπιταλισμού, τόσο στη δυτική όσο και στην “ανατολική” του εκδοχή. Στην Τσεχοσλοβακία έδειξε με είκοσι χρόνια απόσταση τι σήμαιναν στην πράξη οι ωραίες διακηρύξεις του για έναν καλύτερο σοσιαλισμό, με μια “βελούδινη” αντεπανάσταση που τον ανέτρεψε. Στη Δύση, ο ευρωκομμουνισμός έχασε σύντομα κάθε λόγο διακριτής ύπαρξης από τη σοσιαλδημοκρατία, ενώ σήμερα δείχνει επί τω έργω κι από κυβερνητικές θέσεις το είδος του “κομμουνισμού” και της Αριστεράς που πρεσβεύει.
Τα φληναφήματα για ένα σοσιαλισμό χωρίς δικτατορία του προλεταριάτου κατέληξαν στη δικτατορία της αστικής τάξης. Και η γλυκερή αυταπάτη ενός δημοκρατικού τρίτου δρόμου χωρίς επαναστατική βία -που είναι ενάντια στη “δημοκρατία”- οδήγησε στην ταχύτατη ενσωμάτωση στο σύστημα που θεωρητικά επιχειρούσαν να αλλάξουν από τα μέσα, με τα δικά του εργαλεία (πχ εκλογές). Αν αποδείχτηκε κάτι από όλα αυτά, δεν είναι η αδυναμία του σοσιαλισμού να εξελιχθεί, αλλά η ουτοπία ενός καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο και μιας αστικής τάξης που θα πειθόταν με δημοκρατικά μέσα να απαρνηθεί τα προνόμιά της και τη φύση της. Για να το θέσουμε παραφράζοντας ένα γνωστό σύνθημα των ευρωκομμουνιστών: “ο καπιταλισμός ή θα είναι εκμεταλλευτικός-καταπιεστικός ή δε θα υπάρξει…”
Κάτι ακόμα, σχετικά με αυτό το “από μέσα”. Ο σοσιαλισμός μπορούσε όντως να αλωθεί από μέσα, δηλαδή από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος, γιατί δεν επικρατεί αυτόματα-μηχανιστικά. Παλεύει με τις επιβιώσεις του παλιού, φέρνει στο προσκήνιο ως βασικό παράγοντα την πολιτική, δηλαδή τη συνειδητή δράση των υποκειμένων και σε αυτήν δεν είναι τίποτα δεδομένο, μια για πάντα. Ούτε καν ο επαναστατικός χαρακτήρας του κόμματος, της οργανωμένης πρωτοπορίας, που τελικά αλώθηκε από εχθρικά στο σοσιαλισμό στοιχεία, με προβιά κομμουνιστή και συνθήματα για έναν καλύτερο (ή περισσότερο) σοσιαλισμό.
Όπως ο καπιταλισμός δε νοείται χωρίς τα βασικά χαρακτηριστικά του, που είναι η εμπορευματική παραγωγή και το κυνήγι του κέρδους -ενώ το πολιτικό εποικοδόμημα μπορεί να ποικίλει- έτσι και ο σοσιαλισμός δεν υφίσταται χωρίς κάποιες δικές του βασικές προϋποθέσεις: την εξάλειψη των ιδιωτικών κεφαλαίων και του ιδιωτικού κέρδους, την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τη δικτατορία του προλεταριάτου, που είναι ευρέως συκοφαντημένη έννοια.
Η σοσιαλιστική εξουσία έχει ως σκοπό της το μετασχηματισμό του κόσμου και η λειτουργία της έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με την έννοια της καλλιέργειας. Για να αποδώσει καρπούς, δεν πρόκειται να αφήσει γενικά “όλα τα λουλούδια να ανθίσουν”, γιατί ανάμεσά τους υπάρχουν αγριόχορτα, παράσιτα και ζιζάνια, που πρέπει ασφαλώς να καταπολεμηθούν, με “διοικητικά” μέτρα.
Όταν η σοσιαλιστική εξουσία καλείται να λάβει δυναμικά μέσα αντιμετώπισης μιας κατάστασης, αυτά έχουν κυρίως αμυντικό χαρακτήρα, όπως ακριβώς το Τείχος του Βερολίνου. Δεν είναι μια δικτατορική επίδειξη δύναμης, αλλά μια “αδυναμία” έγκαιρης αντιμετώπισης των προβλημάτων, προληπτική αντιμετώπιση των αδυναμιών στις οποίες πατά η αντεπανάσταση για να εκδηλωθεί και να οξύνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Η δικτατορία του προλεταριάτου περιλαμβάνει αναπόφευκτα βίαια και κατασταλτικά μέτρα -αλλιώς δε θα ήταν δικτατορία- χωρίς όμως να εξαντλείται σε αυτά. Κι εδώ μπορούμε να θυμηθούμε μια αποστροφή των κλασικών που όριζαν την επανάσταση ως το πιο “βίαιο κι αυταρχικό” πράγμα που μπορεί να δει κανείς. Αλίμονο αν πιστεύει κανείς πως μπορούμε να κάνουμε χωρίς τέτοιες μεθόδους -ιδιαίτερα στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες στις οποίες εμφανίστηκαν τα επαναστατικά εγχειρήματα του εικοστού αιώνα- ή ότι η πορεία της επανάστασης θα είναι εύκολη κι ανέμελη νίκη, σαν υγιεινός περίπατος στην εξοχή (στα λιβάδια, με ξέπλεκες κοτσίδες, όπως λέει το σχετικό κλισέ). Το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη δικτατορίας, αλλά πως αυτή θα είναι όντως του προλεταριάτου, θα επιβεβαιώνει τη λειτουργία της ως όργανο κυριαρχίας μιας τάξης που αλλάζει επαναστατικά τον κόσμο και δε θα εκφυλιστεί, ούτε θα την οικειοποιηθούν ηγετικά στελέχη που θα βλέπουν το δικό τους ιδιωτικό συμφέρον.
Ο σοσιαλισμός είναι εξ ορισμού μια μεταβατική διαδικασία, μια διαρκής εξέλιξη, ένα προτσές, προς την αταξική κοινωνία του μέλλοντος. Δεν μπορεί να μείνει στάσιμος, γιατί αλλιώς θα υποχωρήσει -όπως περίπου έγινε και στις επαναστάσεις στην Ευρώπη. Διδάσκεται από την πείρα του, από τα ίδια τα λάθη και τις αντιφάσεις του. Θα γυρίσει στο ιστορικό προσκήνιο δριμύτερος και πιο σοφός, χωρίς τις αυταπάτες του παρελθόντος, όχι όμως χωρίς λάθη και άλλες αντιφάσεις -αλλιώς δε θα ήταν σοσιαλισμός και θα περνούσαμε κατευθείαν στον κομμουνισμό.
Ο σοσιαλισμός και οι κομμουνιστές μπορούν να αλλάξουν, να εξελίσσονται διαρκώς, αυτός είναι όρος της ύπαρξής τους -πολύ διαφορετικός από την “ανανέωση” που επαγγέλλονταν οι ευρωκομμουνιστές και τη σοσιαλδημοκρατική σκουριά στην οποία κατέληξαν. Αυτό που δε γίνεται όμως είναι να απολέσουν τα βασικά τους χαρακτηριστικά και να συνεχίσουν να είναι κομμουνιστές, να επιδιώκουν δηλαδή να αλλάξουν τον κόσμο και να τον απαλλάξουν από την εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Με αυτήν -και μόνο με αυτήν- την έννοια, έχει δίκιο ο Πρετεντέρης. Οι κομμουνιστές μπορούσαν να υπάρξουν μόνο με αυτή τη συγκεκριμένη μορφή και όχι σα μια εκδοχή κυβερνώσας αριστεράς που ζούμε σήμερα -άσχετα αν ο ίδιος ο Πρετεντέρης και το ΔΟΛ κάνουν τα πάντα για να μας τους παρουσιάσουν ως “κομμουνιστές”.
Αν η διάσπαση του ΚΚΕ το 68′ είχε διεθνή διάσταση, αυτή θα ήταν η εμφάνιση του ρεύματος του ευρωκομμουνισμού. Και για κάποιους, η “άνοιξη της Πράγας”. Ίσως κάποιοι “ανανεωτές” βρήκαν σε αυτήν το ιδεολογικό άλλοθι που χρειάζονταν, για να καλύψουν τη διαφωνία τους, ενώ θα είχαν άλλη άποψη αν είχαν κερδίσει την υποστήριξη των Σοβιετικών. Ακόμα κι έτσι ωστόσο δεν παύει να υπάρχει ένας βαθύτερος οργανικός δεσμός, έστω κι αν συνειδητοποιήθηκε αργότερα στην πορεία.
Το βασικό θεωρητικό ζήτημα που τέθηκε -σύμφωνα με τις δικές τους διακηρύξεις- είναι ο περιβόητος τρίτος δρόμος, το ερώτημα αν μπορούσε να οικοδομηθεί ένα διαφορετικό μοντέλο σοσιαλισμού, που θα μπορούσαμε να το παραφράσουμε (διακωμωδώντας το) κι ως εξής: είναι εφικτός ένας άλλος άλλος κόσμος;
Σε μια πρόσφατη έκδοση του ΔΟΛ για τα 50 χρόνια από τη διάσπαση του ΚΚΕ, ο Πρετεντέρης έγραφε πως το 68′ ήταν μια εμφατική αρνητική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα: ο σοσιαλισμός και το κομμουνιστικό κίνημα ήταν καταδικασμένο να υπάρξουν με τη συγκεκριμένη μορφή κι ανίκανα να μεταρρυθμιστούν ή να εξελιχθούν. Κρατήθηκαν με αυτά τα χαρακτηριστικά για άλλα είκοσι χρόνια κι οδηγήθηκαν υποχρεωτικά -νομοτελειακά θα λέγαμε στη δική μας διάλεκτο- στη χρεοκοπία και την “κατάρρευση”.
Ο Πρετεντέρης μας σερβίρει το χρεοκοπημένο ιδεολόγημα περί τέλους της ιστορίας, φτιάχνοντας όμως ένα δίπολο με τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αν δεν είσαι μαζί του και με το τέλος της ιστορίας, είσαι με τους ανανεωτές και τις ελπίδες για την άνοιξη της Πράγας. Αλλιώς ανήκεις στα χρεοκοπημένα “απολιθώματα” της ιστορίας. Είναι όντως έτσι;
Ο περίφημος τρίτος δρόμος κατέληξε σύντομα στην αγκαλιά του καπιταλισμού, τόσο στη δυτική όσο και στην “ανατολική” του εκδοχή. Στην Τσεχοσλοβακία έδειξε με είκοσι χρόνια απόσταση τι σήμαιναν στην πράξη οι ωραίες διακηρύξεις του για έναν καλύτερο σοσιαλισμό, με μια “βελούδινη” αντεπανάσταση που τον ανέτρεψε. Στη Δύση, ο ευρωκομμουνισμός έχασε σύντομα κάθε λόγο διακριτής ύπαρξης από τη σοσιαλδημοκρατία, ενώ σήμερα δείχνει επί τω έργω κι από κυβερνητικές θέσεις το είδος του “κομμουνισμού” και της Αριστεράς που πρεσβεύει.
Τα φληναφήματα για ένα σοσιαλισμό χωρίς δικτατορία του προλεταριάτου κατέληξαν στη δικτατορία της αστικής τάξης. Και η γλυκερή αυταπάτη ενός δημοκρατικού τρίτου δρόμου χωρίς επαναστατική βία -που είναι ενάντια στη “δημοκρατία”- οδήγησε στην ταχύτατη ενσωμάτωση στο σύστημα που θεωρητικά επιχειρούσαν να αλλάξουν από τα μέσα, με τα δικά του εργαλεία (πχ εκλογές). Αν αποδείχτηκε κάτι από όλα αυτά, δεν είναι η αδυναμία του σοσιαλισμού να εξελιχθεί, αλλά η ουτοπία ενός καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο και μιας αστικής τάξης που θα πειθόταν με δημοκρατικά μέσα να απαρνηθεί τα προνόμιά της και τη φύση της. Για να το θέσουμε παραφράζοντας ένα γνωστό σύνθημα των ευρωκομμουνιστών: “ο καπιταλισμός ή θα είναι εκμεταλλευτικός-καταπιεστικός ή δε θα υπάρξει…”
Κάτι ακόμα, σχετικά με αυτό το “από μέσα”. Ο σοσιαλισμός μπορούσε όντως να αλωθεί από μέσα, δηλαδή από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος, γιατί δεν επικρατεί αυτόματα-μηχανιστικά. Παλεύει με τις επιβιώσεις του παλιού, φέρνει στο προσκήνιο ως βασικό παράγοντα την πολιτική, δηλαδή τη συνειδητή δράση των υποκειμένων και σε αυτήν δεν είναι τίποτα δεδομένο, μια για πάντα. Ούτε καν ο επαναστατικός χαρακτήρας του κόμματος, της οργανωμένης πρωτοπορίας, που τελικά αλώθηκε από εχθρικά στο σοσιαλισμό στοιχεία, με προβιά κομμουνιστή και συνθήματα για έναν καλύτερο (ή περισσότερο) σοσιαλισμό.
Όπως ο καπιταλισμός δε νοείται χωρίς τα βασικά χαρακτηριστικά του, που είναι η εμπορευματική παραγωγή και το κυνήγι του κέρδους -ενώ το πολιτικό εποικοδόμημα μπορεί να ποικίλει- έτσι και ο σοσιαλισμός δεν υφίσταται χωρίς κάποιες δικές του βασικές προϋποθέσεις: την εξάλειψη των ιδιωτικών κεφαλαίων και του ιδιωτικού κέρδους, την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τη δικτατορία του προλεταριάτου, που είναι ευρέως συκοφαντημένη έννοια.
Η σοσιαλιστική εξουσία έχει ως σκοπό της το μετασχηματισμό του κόσμου και η λειτουργία της έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με την έννοια της καλλιέργειας. Για να αποδώσει καρπούς, δεν πρόκειται να αφήσει γενικά “όλα τα λουλούδια να ανθίσουν”, γιατί ανάμεσά τους υπάρχουν αγριόχορτα, παράσιτα και ζιζάνια, που πρέπει ασφαλώς να καταπολεμηθούν, με “διοικητικά” μέτρα.
Όταν η σοσιαλιστική εξουσία καλείται να λάβει δυναμικά μέσα αντιμετώπισης μιας κατάστασης, αυτά έχουν κυρίως αμυντικό χαρακτήρα, όπως ακριβώς το Τείχος του Βερολίνου. Δεν είναι μια δικτατορική επίδειξη δύναμης, αλλά μια “αδυναμία” έγκαιρης αντιμετώπισης των προβλημάτων, προληπτική αντιμετώπιση των αδυναμιών στις οποίες πατά η αντεπανάσταση για να εκδηλωθεί και να οξύνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Η δικτατορία του προλεταριάτου περιλαμβάνει αναπόφευκτα βίαια και κατασταλτικά μέτρα -αλλιώς δε θα ήταν δικτατορία- χωρίς όμως να εξαντλείται σε αυτά. Κι εδώ μπορούμε να θυμηθούμε μια αποστροφή των κλασικών που όριζαν την επανάσταση ως το πιο “βίαιο κι αυταρχικό” πράγμα που μπορεί να δει κανείς. Αλίμονο αν πιστεύει κανείς πως μπορούμε να κάνουμε χωρίς τέτοιες μεθόδους -ιδιαίτερα στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες στις οποίες εμφανίστηκαν τα επαναστατικά εγχειρήματα του εικοστού αιώνα- ή ότι η πορεία της επανάστασης θα είναι εύκολη κι ανέμελη νίκη, σαν υγιεινός περίπατος στην εξοχή (στα λιβάδια, με ξέπλεκες κοτσίδες, όπως λέει το σχετικό κλισέ). Το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη δικτατορίας, αλλά πως αυτή θα είναι όντως του προλεταριάτου, θα επιβεβαιώνει τη λειτουργία της ως όργανο κυριαρχίας μιας τάξης που αλλάζει επαναστατικά τον κόσμο και δε θα εκφυλιστεί, ούτε θα την οικειοποιηθούν ηγετικά στελέχη που θα βλέπουν το δικό τους ιδιωτικό συμφέρον.
Ο σοσιαλισμός είναι εξ ορισμού μια μεταβατική διαδικασία, μια διαρκής εξέλιξη, ένα προτσές, προς την αταξική κοινωνία του μέλλοντος. Δεν μπορεί να μείνει στάσιμος, γιατί αλλιώς θα υποχωρήσει -όπως περίπου έγινε και στις επαναστάσεις στην Ευρώπη. Διδάσκεται από την πείρα του, από τα ίδια τα λάθη και τις αντιφάσεις του. Θα γυρίσει στο ιστορικό προσκήνιο δριμύτερος και πιο σοφός, χωρίς τις αυταπάτες του παρελθόντος, όχι όμως χωρίς λάθη και άλλες αντιφάσεις -αλλιώς δε θα ήταν σοσιαλισμός και θα περνούσαμε κατευθείαν στον κομμουνισμό.
Ο σοσιαλισμός και οι κομμουνιστές μπορούν να αλλάξουν, να εξελίσσονται διαρκώς, αυτός είναι όρος της ύπαρξής τους -πολύ διαφορετικός από την “ανανέωση” που επαγγέλλονταν οι ευρωκομμουνιστές και τη σοσιαλδημοκρατική σκουριά στην οποία κατέληξαν. Αυτό που δε γίνεται όμως είναι να απολέσουν τα βασικά τους χαρακτηριστικά και να συνεχίσουν να είναι κομμουνιστές, να επιδιώκουν δηλαδή να αλλάξουν τον κόσμο και να τον απαλλάξουν από την εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Με αυτήν -και μόνο με αυτήν- την έννοια, έχει δίκιο ο Πρετεντέρης. Οι κομμουνιστές μπορούσαν να υπάρξουν μόνο με αυτή τη συγκεκριμένη μορφή και όχι σα μια εκδοχή κυβερνώσας αριστεράς που ζούμε σήμερα -άσχετα αν ο ίδιος ο Πρετεντέρης και το ΔΟΛ κάνουν τα πάντα για να μας τους παρουσιάσουν ως “κομμουνιστές”.