Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάλασσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάλασσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του

Στα τέλη του Σεπτέμβρη, όλα μοιάζουν μελαγχολικά, ακόμα κι αν έχεις την τύχη να είσαι στη θάλασσα για τα τελευταία μπάνια και σκέφτεσαι το καλοκαίρι που πέρασε. Κάπως σαν την τελευταία μέρα του Φεστιβάλ, που οι σφοι αρχίζουν να διαλύουν τις κατασκευές και να τα μαζεύουν, προτού φύγει ο κόσμος. Κι εσύ νιώθεις σαν το παιδάκι, που είχε φτιάξει με τα παιχνίδια του και τα πλεϊμπομπίλ του μια ολόκληρη πολιτεία, αλλά η μαμά του λέει ότι πρέπει να τα μαζέψει, για να καθαρίσει. Μα γιατί να μην τα αφήσουμε έτσι όλο το χρόνο; Τελικά τα παιχνίδια μένουν χρόνια τώρα αραχνιασμένα στο κουτί τους σε κάποιο πατάρι, όταν δεν τα πετάει ή δεν τα χαρίζει κάπου η μέση ελληνίδα μάνα (αυτή η μάστιγα). Κι η μόνη φορά που ξαναβγαίνουν πια από το κουτί τους, για να φτιάξουν κάτι και να πάρουν εκδίκηση, είναι στο Φεστιβάλ, όπου βρίσκεις ξανά τη λέξη «πολιτεία», με αυτήν την έννοια, να αποτυπώνει το δέος για κάτι μεγάλο και ξεχωριστό. Στο πάρκο Τρίτση, Μελά ή όπου γης και σύντροφοι. Γιατί σε αυτόν τον τόπο, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα βρεις κάτω της το ιστορικό χνάρι του κόμματος ή κάποια φεστιβαλική εκδήλωση της οργάνωσης.

Βυθίζεσαι λοιπόν στις αναμνήσεις σου και στο θαλασσινό νερό. Αλλά το ζήτημα είναι αν θα το κάνεις σιγά-σιγά, για να συνηθίσει ο οργανισμός, ή με ψυχρολουσία, μια κι έξω, σφοδρή πλην σύντομη. Μπαίνεις στο νερό ως τα γόνατα και στέκεσαι εκεί, κοιτάζοντας δίπλα σου έντρομος τους αριστεριστές-τυχοδιώκτες, που κάνουν ένα-δύο, μπλουμ στο νερό. Μήπως όμως αυτά τα μεταβατικά στάδια και οι αυταπάτες τους είναι πιο οδυνηρά και απλώς σε ταλαιπωρούν περισσότερο;

Το βασικό πάντως είναι να πείσεις τον κόσμο να αφήσει τους φόβους του, μήπως το νερό είναι έτσι, αλλιώς και αλλιώτικο και να πέσει στα βαθιά να κολυμπήσει. Θυμάμαι παλιά το ψηστήρι ενός σφου σε μια στενή επιρροή μας, για να οργανωθεί. Προς το τέλος, μετά από μια πολύωρη συζήτηση, για να καμφτούν και οι τελευταίοι δισταγμοί, επιστράτευσε ένα επιχείρημα του τύπου: πρέπει να μπεις στο νερό για να δεις πώς είναι, αλλιώς δε θα μάθεις ποτέ. Για να προσθέσω και εγώ ένα ακόμα πιο αήττητο: αφού εμείς είμαστε μέσα και σου λέμε πως είναι καλό το νερό, γιατί να μην μπει;
Τελικά ο σφος οργανώθηκε και κολύμπησε, άλλο αν κάποιοι καταλήξαμε ναυάγια της ταξικής πάλης.

Αλλά δεν είναι πολύ εύκολο να πείσεις κάποιον για το δίκιο σου, ιδίως όταν σε βλέπει να θαλασσοδέρνεσαι και να κολυμπάς συνεχώς ενάντια στο ρεύμα, ενώ αυτός πνίγεται σε μια κουταλιά νερό. Οπότε πρέπει να τον πας με το μαλακό, στράτα-στρατούλα, πρώτα με τα μπρατσάκια κι ύστερα μόνο με το ένα (το αριστερό). Να τον πείσεις πως επιπλέουν ακόμα κι οι φελλοί, άσε που πολλοί απ’ αυτούς εκλέγονται μάλιστα στο κοινοβούλιο. Κι ότι πρέπει να εμπιστευτεί τις δικές του δυνάμεις και όχι φούσκες και πυροτεχνήματα που θα γίνουν σωσίβια της αστικής τάξης. Και σταδιακά να σταματήσει να πλατσουρίζει σε ρηχά νερά και μέτωπα, για να ανοιχτεί στο πέλαγος, χωρίς να φοβάται το τέλος του Τιτανικού και τα παγόβουνα. Ο πάγος έσπασε, ο δρόμος χαράχτηκε, κι εμείς δεν έχουμε παρά να τον ακολουθήσουμε, περιμένοντας να αξιοποιήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες και την παλίρροια, που θα ανεβάσει απότομα την ένταση και τον πήχη των απαιτήσεων.

Το δίλημμα «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» διατηρεί ακέραιο τον επίκαιρο χαρακτήρα του. Και η μόνη ουτοπική ελπίδα είναι να περιμένει κανείς να αλλάξουν τα πράγματα, χωρίς αυτός να τραβήξει κουπί, και ότι δε θα βουλιάξει, ενώ παραμένει ακίνητος σαν κουτσουράκι (τόσο δα μικρούτσικο).

Και τι θα ήμασταν άραγε αν δεν είχαμε ο ένας τον άλλο; Αν δεν είχαμε το συλλογικό αγώνα και την οργανωμένη πάλη; Μια σταγόνα μέσα στον ωκεανό. Ψάρια ανυπεράσπιστα, που θα τα έκαναν μια χαψιά οι καρχαρίες ή τα πιράνχας, γιατί το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρότερο. Ή θα τσιμπούσαμε αυταπατώμενοι τα δολώματα που θα μας έριχνε ο κάθε (ψ)αράς.


Αλλά εμείς δεν ψαρώνουμε. Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του. Αρκεί να μην έχουν μνήμη χρυσόψαρου, να μη βουλιάζουν στη φθινοπωρινή μελαγχολία τους και στον καναπέ τους και να μην περιμένουν να αλλάξουν τον κόσμο με τις εκλογές (όπου το επαναστατικό κίνημα είναι σαν ψάρι έξω από το νερό). Και φυσικά να μη φοβούνται να βουτήξουν στο νερό...

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Περαία μου, Περαία μου

…με το θερμαϊκό σου. Γιατί αν το πάρεις τοις μετρητοίς και με το γράμμα του νόμου, το μόνο τοπωνύμιο «περαία» βρίσκεται στα δικά μας μέρη, της λδ του βορρά, και στο θερμαϊκό κόλπο –που αν συνηθίσεις στα φιλόξενα νερά του, καταλαβαίνεις πολύ καλά από πού πήρε το όνομά του και όλες οι υπόλοιπες θάλασσες σου φαίνονται σκέτη ψυχρολουσία, σα να βγήκαν από την κατάψυξη. Και όχι στο σαρωνικό και στην πόλη όπου φτάνεις με τον ηλεκτρικό κι αναρωτιέσαι πόσες φορές πρέπει να ακούσεις τη μαγνητοφωνημένη αναγγελία στα αγγλικά, για να μη σου χτυπάει άσχημα το (νεξτ στοπ: πιρέους).

Σιγοτραγουδάς καθοδόν λοιπόν από μέσα σου το τραγούδι του μητσάκη, μέχρι να κάνει κάποιος στην παρέα το λάθος να σου κολλήσει εκείνο το ισπανικό χιτάκι από τη γιουροβίζιον (περέα-περέα... μπάιλα τσίκι-τσίκι), που λέει κάπου και για τον μακεγιάσου. Και σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια και τις δικές σου πρώτες προσπάθειες να πεις σωστά το όνομα «μάικλ τζάκσον». Φτάνοντας όμως στην περαία, αναρωτιέσαι πόσα πράγματα να έχουν αλλάξει στην περιοχή από εκείνη την εποχή των παιδικών σου χρόνων και της ακμής του μακεγιάσου. Και περιμένεις να δεις πίσω από το ξενία τον λάμπρο κωνσταντάρα να κάνει διατάσεις, λίγο πριν βουτήξει στην πισίνα.

Η πρώτη εικόνα στην παραλία με τα γαλαζοπράσινα νερά –που ακόμα και ο πιρέους δηλ γαλαζοπράσινα νερά έχει στο λιμάνι του, αν το καλοσκεφτείς- είναι ένα (από τα πολλά στην περιοχή) ηλικιωμένο ζευγάρι, που σου δίνει την εντύπωση ότι είναι εκεί σε σταθερή βάση τα τελευταία τριάντα χρόνια και έχει αποκτήσει κυριαρχικά δικαιώματα δια της χρησικτησίας στο σημείο αυτό, αλλά είναι ευγενικοί και δεν τους πειράζει να καθίσουμε κι εμείς δίπλα τους. Με τρανιστοράκι που παίζει ένα από τα πρώτα της βίσση και θα μπορούσε κάλλιστα «να παίζει το τρανζίστορ τα αμερικάνικα» της μαρινέλας, έτσι κι αλλιώς ταξίδι στον χρόνο κάνουμε, αλλά όχι, καλύτερα να παίζει το πρώτο για τη σημειολογία του πράγματος. Καλημέρα καινούρια μου αγάπη, καλημέρα καινούρια ζωή.

Καμία σχέση δηλ, γιατί οι άνθρωποι είναι στοιχειωμένοι εκεί από τα χρόνια του ανδρέα (πάντα αγωνιστικά). «Από σήμερα τέρμα τα πάθη, φτάνει να νικήσει η αλλαγή». Και το πασόκ της νέας εποχής υπόσχεται κατά βάθος ένα αντίστοιχο ταξίδι στον χρόνο. Καλημέρα παλιά αγάπη, καλημέρα παλιά ζωή (καλημέρα ήλιε, καλημέρα).


Μια επιστροφή στο σύντομο καλοκαίρι του μικροαστισμού που ονειρεύεται την αιώνια λιακάδα του πράσινου ήλιου και των γενόσημών του. Τις γούνες στο αλεξάνδρειο (όταν ο άρης έπαιρνε τίτλους), την ανοικοδόμηση της προσφυγικής τούμπας που νεοπλούτισε, το τρίγωνο πανοράματος-ντεπώ-καλαμαριάς με τα παλιά και τα νεότερα τζάκια, τα προνόμια των μη προνομιούχων που πρόσφεραν τη συνείδησή τους σε τιμή ευκαιρίας, τεφαρίκι πράγμα σε περίοδο μεγάλων πολιτικών εκπτώσεων, το καραβάκι με το οποίο μπήκε πανηγυρικά στην προεκλογική συγκέντρωση ο ανδρέας σε μια τρομακτικά γεμάτη παραλία (χώρια η αριστοτέλους κι οι γύρω δρόμοι) αλλά τώρα όλοι μαζί δε γεμίζουν ούτε πεζόδρομο, ούτε καν σχεδία του οδυσσέα. Αλλά μπορείς να πάρεις εσύ με τους φίλους σου το καραβάκι, για να πας στην περαία-περαία και στη διαδρομή διηγώντας τα να κλαις για τα περασμένα μικροαστικά μεγαλεία.

Εκτός κι αν παίζει αμάξι και πάτε από την ανατολική είσοδο της πόλης, που είναι κι η ωραιότερη μάλλον. Και πέριξ της όλγας –που για κάποιο λόγο συνεχίζει ανατολικά ως εθνικής αντιστάσεως, λες και απορρέει το ένα από το άλλο- μπορούν να κηρύξουν την περιοχή προστατευόμενη, ως εθνικό μικροαστικό δρυμό που φιλοξενεί σε τόπο χλοερό χαμένα μικροαστικά όνειρα και δεκάδες βιοτεχνίες που έκλεισαν ή φυτοζωούν, σαν ημιθανή πτώματα με ελάχιστο παλμό και κίνηση, που περιμένουν το μοιραίο από μέρα σε μέρα. Πρωτότυπες ιδέες κι ανθρώπινο μεράκι, που τρέφουν ελπίδες από την καπιταλιστική ανάπτυξη που θα ‘ρθει να σαρώσει κι ό,τι απέμεινε, σε μια ιδιότυπη εκδοχή του συνδρόμου της στοκχόλμης, αλλά τρέμουν το σοσιαλισμό που θα ‘ρθει να τους πάρει το σπίτι, την περιουσία, τη γυναίκα κι ό,τι άλλο έχει.

Του Πάνου Ζάχαρη από το Ποντίκι
Ο φόβος πάει πάντα μαζί με την ελπίδα, σα διαλεκτικό ζευγάρι. Αλλά η διαλεκτική είναι μυστήριο πράγμα, όπου ο ένας πόλος μπορεί να μετατραπεί στο αντίθετό του. Να ελπίζεις σε κάτι επειδή φοβάσαι το «μη χειρότερα» ή να φοβάσαι ό,τι σου δίνει ελπίδα και διέξοδο και να (έχεις μάθει να) φοβάσαι να ελπίζεις γενικώς, για να μη σου κακοφανούν τόσο τα χειρότερα που φοβόσουν κι έρχονται ολοταχώς, μασκαρεμένα ως ελπίδα.

Αλλά είχαμε μείνει στα γαλαζοπράσινα νερά της περαίας. Κι ένα από τα καλά της κρίσης είναι πως εκτός από ξεχασμένες, παραδοσιακές αξίες και την «πραγματική ουσία της ζωής», ανακαλύπτουμε ξανά και τις παραλίες, όπου κολυμπούσαν οι γονείς μας κι οι παππούδες μας, γιατί δεν είχαν λεφτά για αυτοκίνητο, ενώ εμείς δεν έχουμε για να βάλουμε βενζίνη σε αυτό που αγόρασαν. Κι αν πάει έτσι το πράγμα, μπορεί σε μερικά καλοκαίρια να θυμηθούμε ότι κάποτε ο κόσμος έκανε μπάνιο και στην παραλία της θεσσαλονίκης. Γιατί να τη βλέπεις πιάτο μπροστά σου από την περαία, εφόσον μπορείς δηλ να την χαρείς από πρώτο χέρι; Και θα σου περισσεύουν και δύο, τώρα που θα βγάλεις και τρίτο από τις παρενέργειες.

Κάποιοι χαμουτζήδες εξάλλου κολυμπάνε λέει στον άλιμο και την καστέλα, ενώ αρκετοί πατρινοί λούζονται στο ρίο, δίπλα στα καραβάκια της γραμμής για το αντίρριο, περιμένοντας ίσως να φανεί ο ανδρέας σε ένα από αυτά, ή κάνοντας πρόβα για το τελευταίο δρομολόγιο στην αχερουσία λίμνη. Γιατί εμείς δεν είμαστε σαν τους κουτόφραγκους ευρωπαίους τουρίστες, που δεν ξέρουν τι θα πει θάλασσα στην χώρα τους κι έρχονται είκοσι εκατομμύρια στη δική μας με τα γαλαζοπράσινα νερά του περαία-πιρέους και της θεσσαλονίκης.

Αν νικούσαν βέβαια αυτοί οι κόκκινοι, μπορεί να είχαμε γλιτώσει αυτό το καταστρεπτικό μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης των χρόνων της μεταπολίτευσης (και λίγο νωρίτερα), να μην υπήρχαν τόσα αυθαίρετα πάνω στο κύμα, τόσα παραθαλάσσια μαγαζιά και ταβέρνες, που κάπου πετάν προφανώς τα λύματά τους, να ‘ταν λίγο πιο ανθρώπινος κι ο θερμαϊκός δηλ απ’ τη μέση και πάνω, όχι μόνο από τη μέση και κάτω που ανοίγει κι είναι σαν ανάποδος κένταυρος. Να είχαν σωθεί κι οι τέχνες –χωρίς τα μαγαζάκια- των βιοτεχνών που έτρεμαν την απαλλοτρίωση από τους κόκκινους, αλλά αγαπούσαν το μεγάλο κεφάλαιο που τους απαλλοτρίωνε, γιατί ήθελαν να γίνουν σαν κι αυτό κάποτε.


Αλλά τότε βέβαια θα ‘χαμε γίνει φτωχοί κι υπανάπτυκτοι και θα δυστυχούσαμε, σαν την κούβα σήμερα. Ενώ το θέμα είναι να έχουμε ανάπτυξη, τουριστική πρωτίστως, για να γίνουμε σαν την κούβα προεπαναστατικά, με καζίνα, μπουρδέλα, καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα, μικρός παράδεισος. Κι εμείς να γινόμασταν τα γκαρσόνια της ενωμένης ευρώπης, όπως θα ‘λεγε κι ο ανδρέας από το καραβάκι, που θα το ονόμαζε έξυπνα γκράνμα, μαζί με τους γκεριγιέρος υπουργούς του, για να μας τη βγει από τα αριστερά..

Υγ: ΘΑ for Θερμαϊκός, θάλασσα και θεσσαλονίκη

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Με αεροπλάνα και βαπόρια

Χαμένοι στη μετάβαση στο σοσιαλισμό και σε διάφορα μεταβατικά προγράμματα, που αναφέρονται σε μια μεταβατική περίοδο πριν το σοσιαλισμό, που δεν είναι παρά ένα μεταβατικό στάδιο προς την κομμουνιστική προοπτική, δηλ χαμένοι σε μια μετάβαση στη μετάβαση με άλλα λόγια, τείνουμε να ξεχνάμε πολλές φορές τις απλές μετακινήσεις του κόσμου και την καθημερινή του μετάβαση από το ένα σημείο στο άλλο, που νιώθει να τον αφορά πιο άμεσα απ’ το πολιτικό ζητούμενο της ιδεολογικής του μετατόπισης –αν και θα αποτελούσε προνομιακό πεδίο για την προπαγάνδιση αυτής ακριβώς της μετάβασης που μας ενδιαφέρει.

Γιατί αν ταξιδεύεις με τέτοια μέσα και είσαι αρκετά κοινωνικός για να πιάσεις κουβέντα με τους συνταξιδιώτες σου –από αυτές τις συζητήσεις, που καταλήγουν εύκολα σε αφόρητα κλισέ, αν δεν υπάρχει μια σοβαρή φωνή να τις ισορροπήσει- έχεις μια πρώτης τάξης ευκαιρία να πιαστείς από την ευτυχή συγκυρία του ταξιδιού, για να εξηγήσεις πολλά πράγματα.

Μπορείς δηλ να εξηγήσεις συγκεκριμένα τι σημαίνει αυτή η ξύλινη λέξη: καπιταλισμός, δηλ κυριαρχία του κεφαλαίου και κυνήγι του μέγιστου δυνατού κέρδους. Ναι αλλά γιατί να δαιμονοποιούμε το κέρδος και τις επιχειρήσεις; σε ρωτάνε. Εξάλλου άλλο κέρδος κι άλλο κερδοσκοπία ή αισχροκέρδεια, όπως λένε και μερικές μη δογματικές ψυχές, προσπαθώντας να μας καραφλιάσουν πριν την ώρα μας.

Καπιταλισμός λοιπόν, δηλ κυνήγι του μέγιστου κέρδους, θα πει πως τα πλοία θα μπορούσαν να πάνε πιο γρήγορα, για να μειωθεί θεαματικά η διάρκεια πολύωρων, κουραστικών ταξιδιών αλλά πηγαίνουν σκόπιμα σε ένα σταθερό ρυθμό, για να μη ξοδεύουν παραπάνω καύσιμα και για να αυξήσουν τη μέση κατανάλωση των επιβατών, που παραμένουν τόσες ώρες μέσα στο πλοίο και… «πού θα πάει: δε θα πεινάσει; Δε θα διψάσει; Σε εμάς θα έρθει…»

Καπιταλισμός θα πει επίσης να είναι πανάκριβα όλα τα προϊόντα του καραβιού, αλλά να υπάρχει μια στοιχειώδης διατίμηση σε μερικά βασικά είδη, όπως το νερό, για να μείνουν ευχαριστημένοι και οι σοσιαλδημοκράτες θιασώτες της ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους. Κι ίσως πρέπει να συμπεριληφθεί στα βασικά είδη και το εκλαϊκευτικό μπεστ σέλερ του μπογιόπουλου, που το βρίσκεις σχεδόν σε κάθε πλοίο. Αλλά οι περισσότεροι ηλίθιοι προτιμούν τα διπλανά ράφια με τα αισθηματικά άρλεκιν (τύπου μαντά και δημουλίδου) ή τα πολιτικά άρλεκιν (τύπου ανδρουλάκη και βαρουφάκη).

Καπιταλισμός σημαίνει στις μέρες αιχμής η εταιρεία να βάζει στα νυχτερινά ταξίδια το πλοίο με το μικρότερο σαλόνι και τους λιγότερους καναπέδες, για να στριμωχτεί ο κόσμος και να αναγκαστεί να πάρει καμπίνα, για να μπορέσει να κοιμηθεί. Κι αν παρ’ ελπίδα κατορθώσει να βρει κανείς μια γωνιά για να στρώσει έναν υπνόσακο ή μια άβολη στάση στην καρέκλα του, για να τον πάρει ο ύπνος, είναι δασκαλεμένοι οι υπάλληλοι να μην τον αφήσουνε σε χλωρό κλαρί και να του υπενθυμίσουν ‘ευγενικά’ ότι δεν επιτρέπεται.

Ελεύθερη αγορά, δηλ καπιταλισμός, είναι τα μονοπώλια που καταπίνουν κάθε πιθανό ανταγωνισμό, για να αλωνίζουν με τους όρους τους. Ακόμα και αν εμφανιστεί ένας καινούριος ανταγωνιστής δηλ, πολύ γρήγορα τον εξαγοράζουν ή του επιβάλλουν συνεργασία με τους δικούς τους όρους.
Ναι αλλά δε θα μπορούσε να διασφαλίσει το κράτος συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού; Όχι σφοι, δε θα μπορούσε, γιατί το αστικό κράτος υπάρχει για να διευθετεί και να επιλύει τις ενδοαστικές διαφορές, σα συλλογικός εκπρόσωπος της κυρίαρχης τάξης και όχι για να επιτείνει τη φαγωμάρα μεταξύ των μεμονωμένων καπιταλιστών και να τη διαιωνίζει προς όφελος του «υγιούς ανταγωνισμού» και του καταναλωτή.
Καπιταλισμός είναι και τα σαπάκια, που ταξιδεύουν ανενόχλητα στα πελάγη, τα ναυάγια που μολύνουν τη θάλασσα και οι ένοχοί τους παραμένουν ατιμώρητοι, οι άγονες γραμμές, που δε βγάζουν αρκετό κέρδος για τις εταιρίες, γι’ αυτό κόβουν τα δρομολόγια, αφήνοντας αποκομμένους τους κατοίκους των νησιών, σαν μπουκάλι στο πέλαγο, χωρίς ελπίδα.

Και προφανώς δεν είναι μόνο οι θάλασσες και τα πελάγη. Είναι κι οι αερογραμμές, όπου ξεπούλησαν την ολυμπιακή με πρόσχημα τα χρέη, για να φτιάξουν ενιαίο ιδιωτικό μονοπώλιο με την aegean, είναι κι η εκμετάλλευση του αεροδρομίου από τη χόχτιφ, που –πέραν των άλλων- εκτινάσσει στα ύψη με τους φόρους τα εισιτήρια. Κι έτσι πλέον έρχεται πιο φτηνά να ταξιδέψεις στο εξωτερικό, από κάποιο δευτερεύον αεροδρόμιο, παρά οι πτήσεις του εσωτερικού.

Είναι κι οι δρόμοι-καρμανιόλες και τα διόδια, που έχουν πάρει τη θέση των ληστών και σε ξαλαφρώνουν από τα λεφτά σου σε κάθε πέρασμα. Κι έτσι πιάνουμε το νήμα από τα παλιά χρόνια, που κάθε ταξίδι ήταν μια επικίνδυνη υπόθεση και κόστιζε μια περιουσία. Ενώ μια μικρή μειοψηφία κρητίκαρων, που έχουν να δουν καινούριο δρόμο από την εποχή της χούντας, παντρεύουν τον πατροπαράδοτο πασοκοβενιζελισμό τους με μια δόση νοσταλγίας για την επταετία, δίνοντας ένα ιδιότυπο δείγμα σοσιαλφασισμού από τα κάτω. Ας πάνε όμως να τους βάλουν καινούριους δρόμους με διόδια και μόνο τανκς που δε θα κατεβάσουν στους δρόμους, για να το αποτρέψουν.

Είναι και το απαρχαιωμένο σιδηροδρομικό δίκτυο. Το αθήνα-θεσσαλονίκη πχ γίνεται σε διπλάσιο χρόνο, από αυτό που θα μπορούσε να γίνει κι η φθιώτιδα μοιάζει σαν ταινία του αγγελόπουλου, γεμάτη ομίχλη και καθυστέρηση. Ενώ τα δρομολόγια κόβονται το ένα μετά το άλλο και η πάτρα πχ –όπως κι όλη η πελοπόννησος- έχει μείνει χωρίς σύνδεση με την αθήνα και την υπόλοιπη ελλάδα.

Για να μην πιάσουμε τα πανάκριβα κτελ, όπου ελάχιστα εκδίδουν μειωμένα εισιτήρια για ανέργους. Για να μην πιάσουμε τις αστικές συγκοινωνίες και ξύσουμε πληγές που ανοίγουν κάθε μέρα για τον εργατόκοσμο. Που πληρώνει ένα σαράντα για κάθε μετακίνησή του στην αθήνα, ενώ στη σαλονίκη λέει είναι πιο φτηνό το εισιτήριο γιατί ο οργανισμός έχει ιδιωτικοποιηθεί σε μεγαλύτερο ποσοστό και γι’ αυτό παίρνει μεγαλύτερη επιδότηση από το κράτος!

Γιατί ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο η ιδιωτικοποίηση των σιδηρόδρομων πχ, που στην αγγλία διέλυσε το δίκτυο και το κατέστησε αναποτελεσματικό κι αναξιόπιστο (δεν είναι όλα δικό μας αποκλειστικό προνόμιο). Είναι και η κρατικοποίηση των προβληματικών, για να εξυγιανθούν στην κρατική κολυμβήθρα του σιλωάμ και να παραδοθούν ξανά καθαρές στο μεγάλο κεφάλαιο. Είναι και οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για να πάρουν τα κοράκια το φιλέτο και να αφήσουν σε εμάς την χρηματοδότηση το λιγότερο επικερδές κομμάτι (πχ τη συντήρηση του δικτύου). Είναι και οι εταιρίες «λαϊκής βάσης», για να σώσουμε το τάδε αγαθό και να γίνουμε μέτοχοι σε μια εταιρεία που συνεχίζει να λειτουργεί εκ των πραγμάτων με καπιταλιστικά κριτήρια κέρδους. Κι αυτό δεν είναι κάποια νόθευση του καθαρού φιλελεύθερου ιδανικού, αλλά την απόλυτη πραγμάτωσή του με τη σύμφυση των μονοπωλίων και του αστικού κράτους σε αυτό που ονομάζουμε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό (κμκ).

Καπιταλισμός γενικά είναι ο φοίνικας έμπορος από το αστερίξ στους βρετανούς και οι σκλάβοι κωπηλάτες-συνέταιροι, που δε διάβασαν πολύ προσεκτικά τα ψιλά γράμματα του συμβολαίου και τους όρους της σύμβασης που υπέγραψαν. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι ένα καθεστώς γαλέρας και μισθωτής δουλείας –γιατί έχουμε προοδεύσει σαφώς από την εποχή της δουλοκτησίας- όπου οι δούλοι (του θεού και του κεφαλαίου) συνυπογράφουν οικειοθελώς τους όρους της σύμβασής τους, για να μη μείνουν άνεργοι και πεθάνουν της πείνας. Κι έχουν μάλιστα το δικαίωμα να διαπραγματευτούν ατομικά και να «επιλέξουν» τους όρους της, για να είναι ακόμα χειρότεροι και πιο ευέλικτοι, μακριά από περιορισμούς, στεγανά και συλλογικές δεσμεύσεις. Πώς να απεμπολήσεις το δικαίωμα να απολαύσεις μια τόσο μεθυστική ελευθερία και να σπάσεις τις αλυσίδες σου; Όχι. Και αν χρειαστεί θα παλέψουμε για τη σκλαβιά μας, όπως έλεγε ο γαλάτης ήρωας σε μια άλλη περιπέτεια του αστερίξ (κι οι δάφνες του καίσαρα).

Καπιταλισμός γενικά είναι πως αυτό που προέχει δεν είναι η ανάγκη η δική μας να γνωρίσεις τον κόσμο, να επισκεφτείς τους δικούς σου, που μένουν αλλού, να ταξιδέψεις εύκολα, γρήγορα και φτηνά στον προορισμό σου· αλλά η ανάγκη του κεφαλαίου να αναπαράγεται κερδοφόρα και να πετυχαίνει το μέγιστο δυνατό κέρδος, τσακίζοντας κάθε άλλη ζωντανή κι ανθρώπινη ανάγκη.

Ναι αλλά πού να μπλέκεις τώρα με τέτοιες συζητήσεις, να κυνηγάς τα δαιμόνια και τις προκαταλήψεις που στοιχειώνουν το κεφάλι του καθενός; Για να φαίνεσαι μετά ο ξερόλας, ενοχλητικός, που έχει άποψη για τα πάντα και θέλει να βάλει τους άλλους στη θέση τους; Δε θα ήταν πιο βολικό να καθίσεις στην ησυχία σου να διαβάσεις εκείνο το βιβλίο, που παλεύεις μέρες τώρα, για να περάσει πιο ευχάριστα το ταξίδι; Και να τους αφήσεις αμέριμνους να καταλήξουν σε ένα εύκολο, προκατασκευασμένο συμπέρασμα, που τα εξηγεί όλα;

Αφού είναι προφανές πως το παμε καταστρέφει τον τουρισμό…


Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

Πλάκα μου κάμπινγκ...

Κανονικά τέτοια εποχή θα σου έγραφα για τις ντάτσες στο ποσείδι.
Γιατί γίνεται κακός χαμός και συνωστίζονται όλοι πάντα γύρω από ένα συγκεκριμένο τραπέζι στην καντίνα. Για τη σχέση της σταχανοβίτικης νόρμας με το σουβλάκι και το υγρό λεμόνι που ρίχνεις για να μαυρίσουν γρήγορα και να μη φαίνονται ωμά. Και μια δεκάρικη ανάλυση, γιατί παλιά το ποσείδι ήταν αλλιώς. Και το χειρότερο δεν είναι που γερνάμε και γκρινιάζουμε. Αλλά ότι η γκρίνια έχει βάση. Γιατί όντως παλιά το ποσείδι δεν ήταν έτσι.

Θα σου έλεγα και για ένα ερωτικό γράμμα που βρήκαμε κάποτε πεταμένο. Το έγραφε μια κοπέλα σε ένα σύντροφο, μάλλον στέλεχος. Μπορεί να μην είμαι όσο έξυπνη θες και να μην τρέχω σε πορείες, αλλά έχω αισθήματα.
-Τώρα δηλ έχεις στοιχεία; -Όχι ρε συ, ούτε που ξέρω για ποιον λέει. -Τότε γιατί αναπαράγεις την προβοκάτσια;
Ο μέσος σύντροφος παραείναι ρομαντικός και κολλημένος με το παρελθόν για να ξεγράψει το δικό του τόσο εύκολα.

Φέτος όμως πήγαμε αλλού. Σε ένα κάμπινγκ της πλάκας στη νάξο, όπου η οργάνωση των νΚαπελεύθερων κύλησε σαν τέντζερης και βρήκε την ανοργανωσιά του ιδιοκτήτη που έψαχνε την αρπαχτή. Και στο καπάκι ένα πρόγραμμα εκδηλώσεων πλανιόταν πάνω απ' το νΚάμπινγκ το οποίο άρχισε τελικά να παίρνει σάρκα κι οστά απ' την τρίτη μέρα -κατά τας γραφάς- κι είχε από ζίζεκ και σύριζα παντιού μέχρι κι εκδήλωση για τον ιμπεριαλισμό!

Τι άλλο; Βόλτα στην απείρανθο και περιοδεία της λίλας στο χωριό του γλέζου. Πιο πριν ο κοντόχοντρος χτύπησε την πόρτα του για ενότητα της αριστεράς, αλλά αυτός έλειπε.
Μυστική εκδρομή στα μεταλλεία που αν δεν είχα βύσμα ως απολίθωμα μάλλον δε θα τη μάθαινα εγκαίρως. Ο ξεναγός μας -πατέρας σφισσας, αλλά πασόκος δημοπρούχοντας- μας έστειλε να μοιραστούμε σε δύο ταβέρνες, αλλά εμείς δεν αντέχαμε άλλες διασπάσεις. Πήγαμε όλοι στη μία και καταστρέψαμε την προεκλογική του εκστρατεία. Άντε τώρα να τα βγάλει πέρα με τους φουρτουνάκηδες που ένιωσαν ριγμένοι.

Αχτίφ παλιού τύπου για την τουρκία όπου θα λέμε σαν πυθίες, στάλιν γουόζ ράιτ εντ τρότσκι λεφτ, ώστε ο καθένας να καταλαβαίνει αυτό που του αρέσει.
Νίψον ανομήματα μη μονάν όψιν.
Κι ένα μάλλον ξενέρωτο πάρτι ακριβώς δίπλα απ' το μπαρ που έκλεισε το ξεκίνημα που είχε κλείσει και το διπλανό κάμπινγκ. Η χαρά του ρασκόλνικοβ.

Γενική αίσθηση όμως ήταν πως άλλες χρονιές τα πράγματα ήταν πιο άγρια. Ίσως γιατί είχε περισσότερα τασάκια -της χαρι-τάσης. Ή ίσως γιατί φέτος ο κόσμος φοβήθηκε την αρνητική δημοσιότητα στο μπλοκ κι αυτολογοκρίθηκε.

Μέχρι τώρα μου είχε τύχει να περνάω από πηγαδάκια και να στερεύουν στο λεπτό από κουβέντες ή απλά να αλλάζουν θέμα συζήτησης. Φέτος ήταν η πρώτη φορά που είδα να ξεστήνουν από δίπλα μου και να πηγαίνουν τη σκηνή τους σε απόσταση ασφαλείας από τη δική μου. Εξαιτίας του ήλιου, λέει η επίσημη εκδοχή. Αν και το κάμπινγκ ήταν άθλιο και δεν είχε παρά σκόρπιες σκιές εδώ κι εκεί σε όλη του την έκταση -που δεν ήταν και τόσο μεγάλη για να χωρέσει άνετα τα στίφη μας.

Κακώς όμως. Ενίοτε βέβαια τυχαίνει κι εκθέτω κόσμο ασυναίσθητα. Βασικά όμως όταν όλοι περιμένουν να γράψω κάτι -καλή ώρα- εμένα με πιάνει το αντιδραστικό μου και δε γράφω απολύτως τίποτα.

Γι' αυτό λοιπόν προτιμώ να σου πω για τη θάλασσα. Που σου κάνει τα μαλλιά μπούκλες, τη φωνή μπάσα και το λίπος γραμμώσεις. Φεύγουν τα πιασίματα κι έρχεται η έμπνευση σαν το αλάτι.
Μες στο νερό δεν υπάρχουν χοντροί και λεπτοί, κνίτες και βάρβαροι, πρώην και μεταλλαγμένοι. Είμαστε όλοι σύντροφοι. Περίπου όπως στον κομμουνισμό.
Το νερό είναι καλός αγωγός των κομμουνιστικών ιδεών και τις μεταφέρει πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι το ίντερνετ στη στεριά. Κι έτσι έφτασαν στο νησί του φιντέλ και της επανάστασης, αλλά παλεύουν ακόμα να πιάσουν ριζες στην ηπειρωτική ευρώπη και το δυτικό κόσμο.

Τα νεογέννητα μωρά ξέρουν να κολυμπάν άριστα. Με τον καιρό όμως οι άνθρωποι αλλοτριώνονται, ξεχνούν τη φυσική τους κατάσταση και καταλήγουν ναυάγια της ταξικής πάλης που τους ξεβράζει δεσμώτες στο σπήλαιο της παραβολής του πλάτωνα.

Κάποιοι ατρόμητοι βουτηχτές κάνουν το μεγάλο άλμα και πνίγονται πρόωρα και βολουνταριστικά. Άλλοι πνίγονται στη δουλειά, ή σε μια κουταλιά θαλασσινό νερό και βουλιάζουν κάθε νύχτα στη στεριά. Κι είναι κι αυτοί που άκουσαν κάπου ότι η θάλασσα είναι κρύα και φοβούνται να μπουν μέσα και να δοκιμάσουν μόνοι τους. Μένουν στο περιθώριο και περιμένουν το ραβδί του μωυσή να την ανοίξει στα δύο για να περάσουν απέναντι.

Και το μεγάλο ζήτημα παραμένει από τι θα πάμε σε αυτή τη ζωή.
Αν θα πάμε αυθόρμητα χωρίς σχέδιο, καπετάνιο κι ιεραρχίες, αλλά με σχεδία καρυδότσουφλο στους ψυχρούς ανέμους της αλλαγής που φυσάνε κόντρα. Ή αν θα πάμε σαν τιτανικός με τις σιδερένιες νομοτέλειες να πέσουμε πάνω στο παγόβουνο. Αντί για τον πάγο σπάσαμε εμείς και τα σύνορα χαράχτηκαν, με των λαών το αίμα.

Κι είναι και το άλλο.
Ποτέ δεν κατάλαβα πολύ καλά γιατί κρυώνουμε κι όταν μπαίνουμε κι όταν βγαίνουμε από τη θάλασσα. Εντάξει, όταν μπαίνεις είναι πιο κρύα απ' ό,τι έξω. Αλλά όταν βγαίνεις; Ρώτησα και τη ρόζα που ξέρει από φυσική. Όταν βγαίνεις, κρυώνεις λέει μόνο όταν φυσάει. Και το βράδυ η θάλασσα είναι πάντα ζεστή από τον ήλιο που μάζεψε μέσα της. Το δοκιμάσαμε κι είχε δίκιο.
Καλοκαιράκι, βραδινό μπανάκι.

Εγώ έδωσα στον εαυτό μου άλλη εξήγηση, πιο λογοτεχνική. Όταν βγαίνεις απ' τη θάλασσα σε πιάνει παγωμάρα που την αποχωρίζεσαι. Περνάει από τη βάση στο εποικοδόμημα κι απ' το μυαλό στο σώμα. Και καταλήγει σύγκρυο, σαν αυτό που με πιάνει ενίοτε όταν είναι να αποχωριστώ τη ρόζα.

Το θέμα είναι γιατί την αφήσαμε εξ αρχής και βγήκαμε στη στεριά. Κι είμαστε έκτοτε σαν ψάρια έξω απ' τα νερά μας. Στα οποία η κε του μπλοκ στέκει αλληλέγγυα κι αρνείται από θέση αρχής να τα φάει ή να τα πειράξει. Εκτός απ' τα ψάρια του αλφαβητίξ που είναι πάντα καλή αφορμή για καβγάδες μεταξύ μας. Κάπου πρέπει να ξεδίνουμε όσο δε μας παίρνει να τα βάλουμε με τους ρωμαίους.

Όπως θα 'λεγε κι ο ρουσώ, αν υπήρχε κάποιος να σταματήσει τον πρώτο οργανισμό που άφησε τη θάλασσα και βγήκε στη στεριά για να ζήσει, θα είχαμε γλιτώσει από όλα τα δεινά.
Αλλά με τι να τον σταματήσει, με καραμπίνα; Τότε δεν υπήρχαν ούτε όπλα, ούτε άνθρωποι. Αυτούς τους βρήκαμε αργότερα στη στεριά.
Ο πολιτισμός κι η ανθρωπότητα ως πηγή δυστυχίας. Αν είναι να το πιάσουμε φροϋδικά να το πάμε βαθιά ως τις ρίζες και να το πιάσουμε απ' το κύτταρο, όπως κάνουμε συνήθως στον όμιλο.

Ίσως κάποτε σου πω και για τη ρόζα. Μπορεί στο επόμενο ταξίδι.
Η κε του μπλοκ αναχωρεί χωρίς ανάσα για το λιμάνι της σμύρνης και τους σταλινικούς σφους του εμεπ, με ενδιάμεσο σταθμό την αθήνα. Για τους άλλους που πηγαίνουν κατευθείαν από νάξο ενδιάμεσος σταθμός θα είναι η μύκονος. Είναι κι εκεί πατρίδα με επαναθεμελίωση.
Άντε και του χρόνου νΚάμπινγκ εκεί.