Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χιλή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χιλή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Από τα στόμια βγαίνει η δύναμη

...και όχι από τα στόματα. Σύντροφοι γνωστό αυτό. Κι επιβεβαιώνεται συνεχώς κι από την εμπειρία. Αλλά βγάζουν κι αυτά τα στόματα κάποιες φορές κάτι απίθανα μαργαριτάρια, που τσακίζουν κόκαλα.

Πρώτα ήρθε το ακαταμάχητο σύνθημα του Ποταμιού για την Τουρκία: η δύναμη βρίσκεται στην παλάμη, όχι στην σκανδάλη. Αλλά δε μίλησα -εγκαίρως. Κι όταν ήρθε ο Κούλης να δηλώσει πως ήταν πολιτικός κρατούμενος έξι μηνών και (πολιτικός) εξόριστος μέχρι τα έξι του χρόνια -πιθανότατα για τα πολιτικά του φρονήματα που δεν έχουν αλλάξει δραματικά και παραμένουν νηπιακά- για να γκρεμίσει το τουίτερ, συνειδητοποίησα πως δεν μπορείς να αναφέρεις το ένα χωρίς να έχεις τρολάρει το άλλο, γιατί το αδικείς.

Η δύναμη βρίσκεται στην παλάμη. Που θα μπορούσε να είναι το σύνθημα το μαλάκα. Ή μάλλον το προεκλογικό σύνθημα του Ποταμιού και μότο ζωής για όποιον μαλάκα το ψηφίσει. Κι αυτο δεν είναι bullying (που θα έλεγε κι ο Ζαραλίκος) στους Ποταμίσιους, αλλά προειδοποίηση προς κάθε ψηφοφόρο, που νομίζει ότι η δύναμή του είναι η ψήφος του και νιώθει μαλάκας-κοψοχέρης (αλλά ευτυχώς του μένει το άλλο χέρι για την επόμενη μαλακία, στην επόμενη κάλπη). Ακόμα και για τους δικούς μας ψηφοφόρους. Γιατί αν διεκδικείς επαναστατικά την εξουσία και φαντασιώνεσαι την κυβέρνηση ως ένα είδος προκαταρκτικού κρίκου, που θα πυροδοτήσει εξελίξεις, την επαναστατική στύση του κινήματος, κτλ, είναι χοντρικά η διαφορά μεταξύ του έρωτα-σεξουαλικής επαφής και της (αγχωμένης) μαλακίας (Διδυμότειχο Blues). Η οποία μπορεί να γίνει ομαδική, αν έχεις στο ίδιο δωμάτιο μια παρέα λεβέντες και το γραφικό Λεβέντη (με την καλή έννοια όμως, του αγαθού μαλάκα και με αγάπη μόνο) για οικουμενική.

Η δύναμη δε βρίσκεται στη σκανδάλη, αλά στην παλάμη αυτού που την κρατά. Όποιος στοχοποιεί το όπλο και όχι το χράστη ή το χέρι που τον οπλίζει και τον χρησιμοποιεί, είναι τηρουμένων των αναλογιών σαν να κοιτά το δάχτυλο ενώ του δείχνουν το φεγγάρι -αυτό το ρητό είναι ιδιαίτερα αγαπητό και στο φιλελέ κοινό, που μπορεί να το καταλάβει καλύτερα.

Η δύναμη είναι στην παλάμη, όταν γίνεται σφιγμένη γροθιά και λειτουργεί έτσι κι ο κόσμος και όχι όταν εκτονώνεται με αγανακτισμένες μούντζες. Αλλά στο Ποτάμι, που διαφωνούν για τελείως διαφορετικούς λόγους με τις μούντζες, εκτός κι αν είναι για το μένουμε Ευρώπη, διεκδικούν με σοβαρές αξιώσεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης για τις αναλύσεις τους. Εκτός κι αν τους το πάρει (μέσα από την παλάμη) ο Κούλης.

Η δύναμη της συνήθειας της παλάμης ή η αδυναμία του ψηφοφόρου (που υπόσχεται στον εαυτό του μια τελευταία μαλακία, όπως ο κόκορας του Αρκά) φαίνεται κάθε φορά και στο επίπεδο της Βουλής.
Αριστερός ο ένας (Τσίπρας) που επιβιώνει ακόμα -και για πάντα- από τον ετεροπροσδιορισμό και τη σύγκριση με τους προηγούμενους, όσο πολιτικός κρατούμενος κι αγωνιστής ήταν ο άλλος, τον ίδιο καιρό που κι η Ντόρα ακόμα ήταν λέει αριστερή (στο Ρήγα Φεραίο, αν δεν κάνω λάθος).
Πέτρινα χρόνια, το κρασί παλιό, το χαβιάρι μαύρο, παντεσπάνι αντί για ψωμί κι ο Πύργος του Άιφελ σκουριασμένος να ρίχνει πένθιμα τη μολυβένια του σκιά στα κεφάλια των πολιτικών εξόριστων, και του πάτερ-φαμίλια, που αποστάτησε για το καλό της πατρίδας του και για να αποτρέψει μια πιθανή δικτατορία.

Κατά τα άλλα, η Φώφη βρίσκει ευκαιρία να αδειάσει το Βενιζέλο (που ονειρεύεται ξανά υπουργείο), ο Σκανδαλίδης το Λεβέντη (γιατί ως εκεί φτάνει το δικό του εκτόπισμα) και ο Λεβέντης το ΠαΣοΚ, γιατί εκεί έχει φτάσει το ΠαΣοΚ.

Αλλά την καλύτερη ατάκα την έδωσε -μαζί με την ουσία- η Αλέκα στην ομιλία της: και ο πιο δημοκρατικός εκλογικός νόμος σταματάει έξω από την πόρτα του εργοστασίου. Εκεί που επικρατεί η εργοδοτική αυθαιρεσία-τρομοκρατία και παραδίδει στη... δύναμη της παλάμης κάθε γλυκερή φράση για τα "δημοκρατικά ιδεώδη" της αστικής δικτατορίας.

Σύντροφοι, γνωστό αυτό, ήταν είναι και μένει αληθινό. Κι αυτή είναι η πικρή-πολύτιμη αλήθεια της Unidad Popular (ενός αγνού ιδεαλιστικού ρεφορμισμού, που έσβησε με το όπλο στο χέρι και δεν έχει παρά απλή συνωνυμία με διάφορες τοπικές ΛαΕ).

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Φως ανάμεσα στις σκιές

Η κε του μπλοκ αντιγράφει σήμερα ένα απόσπασμα από το βιβλίο του χόρχε μέντες «φως ανάμεσα στις σκιές», όπου ο συγγραφέας, ηγετικό στέλεχος του κκ χιλής, περιγράφει την περιπέτειά του μετά από την ήττα του αλιέντε και την επιβολή της δικτατορίας του πινοσέτ και όσα βασανιστήρια υπέστη στα χέρια της αστυνομίας του καθεστώτος –που συχνά δεν αναγνώριζε καν την ύπαρξη κρατουμένων και ξεφορτωνόταν τα πτώματά τους με διάφορους τρόπους. Καλή ανάγνωση.



«Πώς αισθάνεσαι γεροντάκο;»
Ήταν η φωνή του χοντρού. Καθόταν στα δεξιά μου. Σήκωσα με προσπάθεια το κεφάλι μου, χωρίς να του απαντήσω. Το τσακάλι φαινόταν να γελάει.
«Θα μιλήσεις τώρα; Ξέρεις ότι μπορούμε να σε λιώσουμε. Άλλωστε έχουμε στα χέρια μας τη γυναίκα σου και τις κόρες σου».
Αυτός ο τύπος είναι που τα διευθύνει όλα. Κάνει τους υπολογισμούς του. Μ’ αφήνουν να κοιμηθώ όσο είναι απόλυτα αναγκαίο για να μην καταρρεύσω ολότελα… Η Μαρία; Οι κόρες μου;
«Τι θέλετε να σας πω;»
«Φαίνεται ότι συνήλθες για τα καλά. Σήκω πάνω, λοιπόν. Στον τοίχο φιλαράκο. Όταν αποφασίσεις να μιλήσεις, φώναξέ με. Άκουσες; Μέχρι τότε θα εξακολουθήσεις να στέκεσαι όρθιος».

Με έπιασε από το ένα μπράτσο και με σήκωσε. Άκουσα πάνω στο δάπεδο τους βαριούς ήχους των βημάτων που απομακρύνονταν. Τα πόδια μου τρεμουλιάζανε από την κούραση. Τα ένιωθα σκληρά, πολύ σκληρά. Στους αστράγαλους χτυπούσαν σα σφυριές οδυνηροί παλμοί. Δεν αντέχω άλλο, απλά δεν αντέχω. Αν δεν μπορέσω να κοιμηθώ, θα έρθει η ώρα που θα πάω στο τρελοκομείο. Ένα είδος απελπισίας μου έσφιξε το στομάχι. Ο ιδρώτας έτρεχε πάλι ποτάμι, μουσκεύοντας την ταινία, ζεσταίνοντάς με σε μαρτυρικό βαθμό. Αχ, αν είχα ένα μαχαίρι… Θ’ αρκούσε να το περάσω μια φορά πέρα-πέρα στο λαιμό μου. Ήταν εύκολο, αν έδινα τη μαχαιριά με αποφασιστικότητα, με δύναμη. Όλη αυτή η περιοχή του κορμιού είναι μαλακή και πλούσια σε φλέβες κι αρτηρίες. Εκεί βρίσκεται η τραχεία. Δεν είναι παρά ένας χόνδρος… Ε καλά, δεν έχω μαχαίρι. Ένα ξυραφάκι ξυρίσματος; Τίποτα. Αυτοί οι τύποι μου τα πήραν όλα, μέχρι και τις καρφίτσες… Ένα στέρεο κομμάτι σύρμα θα έκανε. Το βάζω ανάμεσα στα πλευρά, επάνω στην καρδιά και δίνω μια δυνατά κόντρα στον τοίχο, με φόρα, μια και κάτω. Το λίγο-λίγο δεν ωφελεί. Πρέπει να το κάνεις απότομα, έτσι που το σύρμα να χωθεί μέσα για μέσα, ως το βάθος. Από πού να πάρω ένα χοντρό σύρμα; Μα το διάβολο! Θα τους κάνω να μείνουν με ανοιχτό το στόμα! Τι γέλια που θα ‘κανα! Πάντοτε ήμουν γραπωμένος από τη ζωή, όπως όλος ο κόσμος. Ποτέ δε σκέφτηκα να πεθάνω. Ποτέ. Όμως τώρα θα πρέπει να το κάνω. Ναι. Με το θάνατο θα τελειώσει αυτή η ατελείωτη κούραση, αυτός ο πόνος στα ρημαγμένα πόδια μου, στους αστράγαλους, στα πλευρά μου… Τα ματογυάλια. Οι φακοί των γυαλιών μου. Αυτό θα είναι το όπλο μου. Μια κοψιά στο λαρύγγι, πάνω στην αορτή, κι άλλη μια στους καρπούς των χεριών. Θα στραγγίσει το αίμα μου… Στο διάβολο όλα! Πού είναι τα ματογυάλια μου; Εδώ, εδώ. Έψαξα στην αριστερή εσωτερική τσέπη του χοντρού σακακιού μου. Μέσα στη θήκη τους τα γυαλιά ήταν διαλυμένα. Ο σκελετός τους λυγισμένος και στο βάθος της θήκης τα τζάμια. Ήταν ανέπαφα. Τι τύχη! Τα χτυπήματα δεν τα είχαν σπάσει… Τα στριφογύρισα ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Προσπάθησα να κοιτάξω προς τα κάτω, ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι μου. Έβαλα τα δυνατά μου για να τα σπάσω. Λύγισαν μόνο λίγο. Είναι από πλαστικό! Οι άκρες τους ήταν στρογγυλεμένες. Δε μου είναι χρήσιμα, δεν έχουν συρμάτινο γύρο. Πλαστικό! Τι να κάνω; Έμεινα πολλή ώρα αναζητώντας μια λύση χωρίς να τη βρίσκω… Και τα νύχια μου; Όχι. Είναι υπερβολικά αδύνατα. Δε θα μπορούσα…

«Εδώ έχει τσάι. Πάρε! Θέλεις να φας;»
Να φάω; Θα μπορούσε να… Ναι. Μπορεί με το φαΐ να έρθει ένα μαχαίρι. Αν είναι έτσι, το κάνω τώρα, προτού με πάρει είδηση ο φρουρός.
«Ναι, θέλω να φάω».
Η φωνή μου αντήχησε στα αυτιά μου παράξενα. Θα είναι επειδή μου πονάνε τα αυτιά μου.
«Τότε κάθισε. Πέντε λεπτά.»

Βάδισα βήμα με βήμα, μισολιπόθυμος, τα δυο-τρία μέτρα που με χώριζαν από το τραπέζι-σχεδιαστήριο, στηριγμένος και με τα δυο χέρια πάνω στο στρατιώτη. Στερέωσα τα χέρια μου στην επιφάνεια του τραπεζιού για να βοηθηθώ.
«Και το σερβίτσιο;»
«Σερβίτσιο; Τα χέρια γιατί τα έχεις, κερατά;»
Ένα κομμάτι κρέας και μια πατάτα άχνιζαν στο μικρό ρηχό πιάτο από πλαστικό. Έγειρα το κεφάλι μου. Μου ερχόταν να κλάψω.
«Δε θα φας;»

Κούνησα το κεφάλι μου βαριά, σαν υπνοβάτης. Γύρισα για τη θέση μου μπροστά στον τοίχο. Τα πισινά μου ήταν σκληρά, τεντωμένα. Πρέπει να είναι οι ξερές ακαθαρσίες που έχουν κολλήσει εκεί. Τι βαθύς-βαθύς πόνος που είναι αυτός στους όρχεις μου! Ένιωθα τσιμπήματα στις πατούσες μου. Ανάπνεα πολύ ελαφρά για να αποφύγω τον πόνο στα πλευρά μου. Πάλι άρχιζε η γιορτή εκεί δίπλα; Μέσα στη μουσική ακούγονταν φωνές και ξεφωνητά. Ποτέ δεν είχα νιώσει τόση ζέστη σε γιορτή. Δε θα υπάρχουν καθίσματα εδώ που να με κρατήσουν καθιστό; Γύριζα αναζητώντας μια καρέκλα. Κάποιος γέλασε. Μπορώ να πάρω ένα αναψυκτικό; Που είναι τα αναψυκτικά; Διψάω. Αν δεν υπάρχουν καρέκλες, θα καθίσω στο πάτωμα. Έξανα μερικά βήματα. Σταμάτησα. Νύσταζα τόσο πολύ! Και τι κούραση! Πού είναι το αναψυκτικό;
«Γύρνα στη θέση σου. Φαίνεται ότι στην έχει βιδώσει!»

Ένα χέρι έπιασε το μπράτσο μου. Βάδιζα σα να πατούσα πάνω σε καρφιά. Γιατί δε με αφήνουν να πιω ένα αναψυκτικό; Πρέπει να καθίσω. Δεν μπορώ να χορέψω. Μου πονάνε υπερβολικά τα πόδια. Η μουσική είναι πολύ δυνατή. Γιατί να μιλάνε τόσο σιγανά; Δεν καταφέρνω να ακούσω τι λένε. Ο κόσμος με περικύκλωνε. Η μουσική δυνάμωνε. Βρισκόμουνα στο κέντρο, σα μέσα σε μία ρόδα. Μήπως πρέπει να χορέψω σόλο; Διψάω!

«Τώρα δε θα βαστάξει ούτε πέντε!»
Έπεσα σα μολύβι, σα νεκρός. Δεν μπόρεσα να σταθώ μέχρι που με κρεμάσανε από τις χειροπέδες που μου γδέρνανε τους καρπούς των χεριών. Άκουγα τα ίδια τα βογγητά μου, βραχνά σα ρόγχους αγωνίας.

Ξαφνικοί καταιγισμοί από φως και σκιά, σα να γινόταν έκρηξη στο κεφάλι μου. Ανέβαινα και κατέβαινα. Κάποιος από πολύ μακριά, πατούσε με μανία τα πλευρά μου, τα πρησμένα πόδια μου, τους πρησμένους όρχεις μου. Μόλις που ένιωθα τα χτυπήματα. Σα να ήμουν ένα σακί παραγεμισμένο με άχυρα. Οι ριπές από φως και σκιά ελαττώσανε το ρυθμό τους. Η μουσική. Το φως που με τύφλωνε. Οι σκιές.

Με ξυπνήσανε με χτυπήματα. Μια κλωτσιά στην πατούσα μου με τη μύτη της μπότας, σαν ηλεκτρική εκκένωση. Έτσι θα πρέπει να πονάει το μεδούλι στο κόκαλο. Έβλεπα αστέρια, όταν μπροστά στον τοίχο άρχισε η καινούρια φάση. Πόσες ώρες κοιμήθηκα; Ρυθμίζανε με σοφία τον ύπνο! Χωρίς αμφιβολία, η εξασθένησή μου είχε επιταχυνθεί. Είχαν περάσει κιόλας κάμποσες μέρες και νύχτες. Το τέλος δεν ήταν μακριά. Δεν έχω όρεξη για φαΐ, παρόλο που είμαι νηστικός από τη μέρα που έφτασα εδώ. Πρέπει να βρω ένα μέσο να σκοτωθώ. Θα έχω δυνάμεις για να αρπάξω ένα αυτόματο από τα χέρια ενός φρουρού; Ίσως θα μπορούσα να τον αιφνιδιάσω. Το ζήτημα είναι να πυροβολήσω γρήγορα. Κι αν δεν έχει περασμένη δεσμίδα μέσα; Και τι γίνεται με την ασφάλεια; Πρέπει το όπλο να το έχουν με την ασφάλεια. Όμως θα ρίχνει σφαίρα-σφαίρα ή με ριπή; Αυτό είναι το λιγότερο. Χωρίς αμφιβολία, με τα χέρια μου φυλακισμένα στις χειροπέδες δε θα μπορέσω να μανουβράρω το όπλο ακόμα κι αν κατάφερνα να το αρπάξω. Όμως αν καταφέρω να μου ρίξει κάποιος; Αυτό είναι! Είναι η καλύτερη δυνατότητα. Στο μπάνιο. Εκεί πρέπει να γίνει. Υπάρχει ένα παράθυρο. Μερικές φορές είναι μισάνοιχτο. Στο δεύτερο πάτωμα είναι ή στο τρίτο; Αν καταφέρω να πηδήσω… Ναι. Το καλύτερο είναι να το επιχειρήσω, με σκοπό να με πυροβολήσει ο στρατιώτης. Διαφυγή αδύνατη. Και βέβαια. Θα το κάνω για να βρω το θάνατο. Δεν μπορώ πια με αυτή την κούραση, με αυτούς τους πόνους…

«Θέλετε να πάτε στο μπάνιο;»
Κάποιος μου μιλούσε στον πληθυντικό. Σήκωσα αργά το κεφάλι μου, που το κρατούσα ακουμπισμένο στον τοίχο. Είχε έρθει η ώρα, στην πιο κατάλληλη στιγμή.
«Ναι θέλω να πάω στο μπάνιο.»
Ένα χέρι στο μπράτσο μου, όπως συνήθως. Βήμα με βήμα, σέρνοντας το αριστερό πόδι μου –δεν μπορούσα να το στηρίξω- κατευθύνθηκα προς το μπάνιο ακουμπώντας επάνω στο φρουρό.
«Μπορείτε να βγάλετε την ταινία, αν θέλετε…»
Ήταν μια φωνή διαφορετική.

Τράβηξα την ταινία προς τα πάνω. Σχεδόν δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου από την κούραση. Έφτασα στο τελευταίο όριο ή μου φαινόταν έτσι. Κοίταξα το στρατιώτη. Δε θα ξεχάσω το πρόσωπό του. Δεν μπορούσε να κρύψει τη φρίκη που καθρεφτιζόταν στο βλέμμα του. Δεν ήτα παρά ένα νεαρό παιδί.

«Καθίστε στη λεκάνη και… ξεκουραστείτε. Εγώ θα σας ειδοποιήσω. Πηγαίνετε!»
«Όχι», του είπα βραχνά, «θα πηδήσω από το παράθυρο κι εσύ θα με πυροβολήσεις. Δεν ξέρω αν έχω δυνάμεις», είπα ασθμαίνοντας, «για να ανέβω εκεί, όμως εσύ πρέπει να με σκοτώσεις.»
«Γιατί; Είμαι κι εγώ ένα ανθρώπινο πλάσμα…»
«Πρέπει να το κάνεις. Ακούς; Δεν μπορώ πια. Δεν αντέχω πια. Πρέπει να με πυροβολήσεις. Μονάχα μια ριπή, θα πεις ότι προσπάθησα να δραπετεύσω. Τι σου στοιχίζει;»
«Καθίστε στη λεκάνη… Ξεκουραστείτε».
«Όχι. Πρέπει να το κάνεις. Δεν μπορώ άλλο…»
«Πρέπει να βαστήξετε. Οι άλλοι πώς αντέχουν;»
«Οι άλλοι;»
«Έχουν περάσει πολλοί από ‘δω. Έχουν μείνει όρθιοι, όπως εσείς, για πολλές μέρες. Και βαστήξανε,»

Ώστε άλλοι είχαν αντισταθεί! Κι εγώ του ζητούσα τελειώνει με μένα. Άλλοι είχαν αντέξει; Δεν ήμουν εγώ ο μοναδικός; Θα μπορούσα να βαστήξω ακόμα, όρθιος, χωρίς να πεθαίνω λίγο-λίγο; Για ποιο λόγο μου μιλούσε με το «εσείς» αυτό το αγόρι;
«Θέλεις λεφτά λοιπόν; Θα σου δώσω όλα όσα έχω.»
«Ελάτε, καθίστε, περιμένετέ με».

Έμεινα μόνος, καθισμένος στη λεκάνη, με το κεφάλι στηριγμένο στα χέρια μου.
Είδα τις μπότες να σταματάνε μπροστά μου.
«Πάρτε αυτό. Γρήγορα…», με πίεσε.
Σήκωσα τα χέρια για να πάρω ένα ποτήρι γάλα. Πώς το είχε βρει;
«Πάρτε το, πιείτε.»
Το άδειασα λαίμαργα μέχρι τον πάτο.
«Πάμε τώρα».

Σηκώθηκα και στηρίχτηκα στο μπράτσο του φρουρού. Γυρίσαμε βαδίζοντας αργά στο συνηθισμένο μέρος. Άκουσα τα βήματα να απομακρύνονται. «Πρέπει να βαστήξετε. Οι άλλοι πώς αντισταθήκανε». «Οι άλλοι;» «Πέρασαν πολλοί από ‘δω. Και βαστήξανε». «Πέρασαν πολλοί από ‘δω. Και αντισταθήκανε»… Η ταινία σκέπαζε το πλημμυρισμένο από ιδρώτα πρόσωπό μου.


Είχα ανακαλύψει ότι ο τοίχος είχε μια προεξοχή κάπου πέντε πόντους. Ήταν μια μικρή γωνιά, ένα γείσωμα και για μένα ένα σημείο στήριξης, μια βοήθεια. Με το δεξιό ώμο πάνω στη γωνία, με το κεφάλι πλαγιαστό πάνω στον τοίχο, με τα πελώρια από το πρήξιμο πόδια μου ανοιχτά, σχεδόν κρεμασμένος, κολλημένος στον τοίχο σα μύγα, στηριγμένος στο δεξί πόδι, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω τα βραχνά βογγητά που ξέφυγαν από το στήθος μου, περίμενα την καινούρια ανάκριση. Πόσες μέρες είχαν περάσει ως τώρα; Αυτό το ποτήρι γάλα… Το παλικάρι έχει δίκιο. Πρέπει να αντέξω. Και βέβαια! Σε αυτήν την πάλη μπορείς να βγεις νικητής. Πρέπει να τα καταφέρεις. Πρέπει να δείξεις πως είσαι πιο δυνατός από τους βασανιστές. Αυτοί είναι εκείνοι που επιδιώκουν την εκμηδένισή σου. Αυτό θα σου έλεγε οποιοσδήποτε σύντροφος από το Κόμμα, αν μπορούσε να σου μιλήσει. Η Μαρία, για άλλους λόγους, θα σου έλεγε το ίδιο. Και η Ντιάνα και η Ροζα. Το να ζήσεις, είναι η νίκη σου. Αν ζήσεις, θα έχει κερδίσει. Μόνο εσύ; Θα έχει νικήσει αυτό που αντιπροσωπεύεις. Πρέπει να παλέψεις ως το τέλος, χωρίς να παραδοθείς. Είναι μια πάλη μέχρι το θάνατο. Εκείνοι σε έχουνε στα χέρια τους, όμως τι καταφέρανε μέχρι τώρα; Στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν τους ενδιαφέρει αν πεθάνεις ή αν ζήσεις. Εσένα σε ενδιαφέρει. Από την άλλη μεριά έχεις σκεφτεί την ιστορία που θα υπερασπιστείς. Γιατί δεν τρως; Πρέπει να υπερασπιστείς τον εαυτό σου με κάθε τρόπο. Πρέπει να τραφείς. Πρέπει να νικήσεις. Πρέπει να ζήσεις.

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Τα διδάγματα της Χιλής

Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται με αρκετή καθυστέρηση, εξαιτίας των γεγονότων και των εξελίξεων που μεσολάβησαν, με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από το πραξικόπημα του πινοσέτ στην χιλή

Η δύναμη βγαίνει από γροθιές κι όχι από πρόσωπα καλοσυνάτα
Από στόμια βγαίνει η δύναμη κι όχι από τα στόματα (…)
Κι αυτή είναι η πικρή/πολύτιμη αλήθεια της unidad popular

Ο βολφ μπίρμαν είχε καταλάβει πολύ καλά –πριν αποστατήσει από το μαρξισμό και θέσει τη δύναμη του δικού του στόματος και των στίχων του στην υπηρεσία των στομίων της άλλης πλευράς- αυτό που φαινόταν να αγνοεί και διδάχτηκε με τραγικό τρόπο ο σαλβαδόρ αγιέντε. Ο οποίος απέτυχε να σώσει την χώρα του από τα νύχια της χούντας του πινοσέτ και αρκέστηκε στη σωτηρία της δικής του ψυχής, που ήταν τόσο έντιμη –σε βαθμό αυτοχειρίας- ώστε να τον αποκαλέσει η αλέκα ηρωικό ιδεαλιστή πρόπερσι στην ομιλία της στο φεστιβάλ.

Αυτές τις αυταπάτες όμως δεν τις είχε μόνο ο αγιέντε. Τις μοιραζόταν μαζί του ως ένα βαθμό και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, όπως δείχνει με ντοκουμέντα και τεκμήρια το άρθρο του σερετάκη σε έναν προηγούμενο κυριακάτικο ρίζο. Και η τραγική κατάληξη της διακυβέρνησής του ήταν η λογική συνέπεια και το ανώτερο όριο των περίφημων θεωριών περί ειρηνικού δρόμου για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Κάθε φορά που το κομμουνιστικό κίνημα ξεχνούσε αυτή τη βασική αλήθεια κι έμπλεκε σε πασιφιστικές αυταπάτες, το πλήρωνε πολύ ακριβά με εκατόμβες αίματος, που θα τις είχε αποφύγει αν αναλάμβανε αποφασιστική δράση τη στιγμή που έπρεπε. Το ‘χουμε δει και στην ελλάδα εξάλλου το έργο και ξέρουμε πώς κατέληξε. Αυταπάτες υπάρχουν πολλές. Οι πασιφιστικές σκοτώνουν, αυτή είναι η διαφορά.

Από μια άποψη είναι λάθος να συγκρίνουμε διαφορετικές εποχές και καταστάσεις, για να μεταφέρουμε μηχανικά τα συμπεράσματά μας στο σήμερα. Ειδικά όταν η ύπαρξη της σοβιετικής ένωσης προσέφερε σε τέτοιες χώρες-κυβερνήσεις ένα πολύτιμο στήριγμα και τη δυνατότητα (όχι φυσικά για ομαλή σοσιαλιστική μετάβαση χωρίς συγκρούσεις αλλά) για κάποια πιο εύκολα, «ειρηνικά» ρήγματα και διαφοροποιήσεις. Ωστόσο η περίπτωση της χιλής δεν παύει να προσφέρεται και για πιο διαχρονικά συμπεράσματα, όπως αυτό που βγαίνει από την ποίηση του μπίρμαν.

-Ο πατέρας του αγιέντε λεγόταν κάστρο κι ήταν ένας ευκατάστατος μεσοαστός δικηγόρος, όπως ακριβώς κι ο συνεπώνυμός του φιντέλ. Η διαφορά είναι ότι ο φιντέλ δεν έμεινε ένας συνειδητοποιημένος μεσοαστός με πολιτικές ευαισθησίες και γενικά ριζοσπ-αστικές διαθέσεις, αλλά ωρίμασε πολιτικά και εξελίχθηκε σε κομμουνιστή ηγέτη. Ενώ ήταν εξαρχής προσανατολισμένος στο ένοπλο αντάρτικο ως βασικό στήριγμα και προϋπόθεση του πολιτικού αγώνα με στόχο την πτώση του δικτάτορα μπατίστα.

-Η ιμπεριαλιστική αντίδραση δολοφόνησε τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων που ήταν φίλα προσκείμενος στη λαϊκή ενότητα, ενώ ο ίδιος αγιέντε ήταν που διόρισε στη θέση του τον πινοσέτ. Φάνηκε λοιπόν πως οι αμερικάνοι γνώριζαν πολύ καλύτερα από τους δικούς μας τη δύναμη που έχουν τα στόμια των όπλων που περιγράφει και ο βολφ μπίρμαν. Και αυτή ήταν η ειδοποιός διαφορά του αγιέντε και της λαϊκής ενότητας από τη μπολιβαριανή διαδικασία στη βενεζουέλα, που αναδείχτηκε μεν μέσω εκλογών, αλλά ήξερε πώς να κινητοποιήσει το λαϊκό παράγοντα για να υπερασπίσει την εξουσία της. Και γι’ αυτό μπόρεσε να αποκρούσει την απόπειρα πραξικοπήματος που εκδηλώθηκε εκεί και να σώσει τον τσάβες από τα χέρια της αντίδρασης. Σε αυτό έπαιξε σπουδαίο ρόλο κι ότι ο τσάβες αναδείχτηκε ως ηγέτης μέσα από το στρατό και μπόρεσε να διατηρήσει τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων.

Στην χιλή αντιθέτως η λαϊκή ενότητα δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο κι ο αγιέντε στον τελευταίο δραματικό του λόγο, δεν έκανε καν έκκληση προς το λαό να κατέβει στους δρόμους για να υπερασπιστεί την κυβέρνησή του. Σα να τηρούσε το ευ αγωνίζεσθαι (ή για την ακρίβεια το σαβουάρ βιβρ της αστικής δημοκρατίας) τη στιγμή που ο αντίπαλος χρησιμοποιούσε κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο για να γκρεμίσει την εξουσία του, από το λοκ άουτ στην οικονομία μέχρι το στρατιωτικό πραξικόπημα.


-Ο αγιέντε είχε μια εκνευριστική σχεδόν εμμονή στις νόμιμες διαδικασίες και σε όσα προβλέπονταν από το σύνταγμα και το υπάρχον νομικό πλαίσιο. Είχαμε σημειώσει σε μια παλιότερη ανάρτηση ένα παράδειγμα από το βιβλίο του ντεμπρέ «ο δρόμος της χιλής» που γράφτηκε πριν απ’ το πραξικόπημα της 11ης σεπτέμβρη και προτού δούμε το αδιέξοδο στο οποίο κατέληγε αυτός ο δρόμος. Οι νόμοι της χιλής θεωρούσαν μικροαδίκημα την βίαια απαλλοτρίωση γης, αλλά τιμωρούσαν αυστηρά όσους επιχειρούσαν να την ανακαταλάβουν κι η αναδιανομή γης προς όφελος των αγροτών επί αγιέντε βασίστηκε σε αυτήν ακριβώς τη διάταξη κι έγινε καθόλα νόμιμα.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση του αγιέντε δε διέκοψε καν τα κοινά γυμνάσια και τις στενές σχέσεις του στρατού των ηπα με κύκλους του χιλιάνικου κράτους και αυτό το βρήκε μπροστά της λίγους μήνες μετά, στην εκδήλωση του πραξικοπήματος από τον πινοσέτ.

Κι εδώ φαίνονται και τα όρια της λεγκαλιστικής λογικής που έχει διατυπωθεί και στα μέρη μας με το περίφημο «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα». Η διαφορά βέβαια είναι πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιους ‘τίμιους οπορτουνιστές’ όπως τους έλεγε στην εποχή του ο ένγκελς ή έστω τον ηρωικό ιδεαλιστή αγιέντε, όπως τον αποκάλεσε η αλέκα – εξάλλου οι κλασικοί οπορτουνιστές είναι εξ ορισμού καιροσκόποι και ανέντιμοι. Αλλά με χρεοκοπημένους πολιτικούς απατεώνες. Απατεώνες εκ της ‘απάτης’ χωρίς καν το πρώτο συνθετικό της αυταπάτης. Κι απάτη όπως λέμε κοινωνικός διάλογος, υγιής επιχειρηματικότητα, απεμπλοκή από το μνημόνιο, κτλ.

Ας συνοψίσουμε όσα είδαμε παραπάνω.

Η περίπτωση του αγιέντε είναι μια υπόμνηση πως στην εποχή μας και τον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο δεν υπάρχουν πλέον «τίμιοι» σοσιαλδημοκράτες, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πιθανούς συμμάχους –αν υποθέσουμε πως υπήρχαν τέτοιοι πριν από σαράντα χρόνια.

Η περίπτωση του τσάβες, ενός από τους σύγχρονους τίμιους ρεφορμιστές ίσως, μαζί με την κυβέρνηση του αγιέντε είναι τα καλύτερα παραδείγματα για να καταλάβουν οι μάζες πως δεν αρκεί η εκλογική επικράτηση για την τελική νίκη. Ακόμα και μια φιλολαϊκή, αριστερή (ή ό,τι άλλο προσδιορισμό θέλουμε) κυβέρνηση δε θα έχει το ελεύθερο από τα μονοπώλια να προχωρήσει και σε αυτές ακόμα τις στοιχειώδεις μεταρρυθμίσεις για αναδιανομή πλούτου, αν δε συγκρουστεί αποφασιστικά μαζί τους. Με άλλα λόγια δεν μπορούμε να πάρουμε τον έτοιμο κρατικό μηχανισμό για να τσακίσουμε την αστική εξουσία. Πρέπει να τσακίσουμε το αστικό κράτος μαζί της.

Η περίπτωση της χιλής αποδεικνύει και το βάθος της κουβανικής επανάστασης. Ίσως κάποιος εξωτερικός παρατηρητής υποθέσει πως η κούβα έπρεπε να στραφεί εκ των πραγμάτων προς τη σοβιετική ένωση για να αποφύγει τον οικονομικό στραγγαλισμό από τις ηπα και για αυτό κήρυξε αναδρομικά το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της επανάστασης που είχε νικήσει δυο χρόνια πριν. Κι ότι αν η βενεζουέλα του τσάβες πχ δρούσε κι αυτή στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο, θα εξελισσόταν με παρόμοιο τρόπο –μόνο που τώρα λείπει η σοβιετία από την εξίσωση.
Αλλά το παράδειγμα της χιλής αποδεικνύει πως το βάθος εκείνης της στροφής δεν ήταν τόσο αυτονόητο κι αμελητέο, όπως πιστεύουν κάποιοι. Ασφαλώς η σοβιετία αποτελούσε ένα σπουδαίο οικονομικό και στρατιωτικό στήριγμα, αλλά ο δρόμος της χιλής δε συνέπεσε ποτέ με αυτόν των κουβανών και γι’ αυτό κατέληξε γρήγορα σε αδιέξοδο.

Υπάρχει μία ακόμα παράμετρος που μας συνδέει με το σήμερα και τη σύγχρονη, ελληνική πραγματικότητα. Η χούντα του πινοσέτ έφερε στην χιλή την πρώτη πρακτική εφαρμογή των συνταγών του δντ κι ήταν το προοίμιο της διεθνούς επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού. Ο φιλελεύθερος καπιταλισμός είναι πρακτικός κι ακομπλεξάριστος όταν μιλάμε για μπίζνες και δεν προβληματίζεται από δικτατορικά καθεστώτα που συνεργάζονται μαζί του –αλλιώς μπαίνουν στον άξονα του κακού.
Κάποιοι ίσως κάνουν το συνειρμό με τη σημερινή χούντα του δντ και τη σημασία του αγώνα για δημοκρατία στην ελλάδα. Ξεχνάνε όμως πως η χούντα και η δημοκρατία τους μοιάζουν  πλέον σα δυο σταγόνες νερό κι οι μεταξύ τους διαφορές καθίστανται δυσδιάκριτες. Για να παραφράσουμε ένα κλασικό ρητό, η δικτατορία είναι η συνέχεια της αστικής δημοκρατίας με άλλα μέσα. Δε μας είναι αδιάφορο τι από τα δύο θα υπάρχει, αλλά δε χάνουμε από τα μάτια μας το βασικό στόχο.

Κλείνω την ανάρτηση με μια μικρή αναφορά στο άρθρο του τραβασάρου ‘το κκ στην κυβέρνηση της λαϊκής ενότητας, διδάγματα για το σήμερα’ που μπορεί να το βρει κανείς στην κομεπ που κυκλοφορεί. Όπως φαίνεται κι από τον τίτλο ο αρθογράφος εστιάζει την κριτική του στη στρατηγική του κκ χιλής και κατά δεύτερο λόγο στο πρόγραμμα της λαϊκής ενότητας και τις αντιφάσεις που παρουσιάζει. Παραθέτει επίσης ένα σύντομο χρονικό με τις πιο σημαντικές εξελίξεις και επιχειρεί να τις ερμηνεύσει στο ιστορικό τους πλαίσιο, ως αποτέλεσμα εσωτερικών κι εξωτερικών (ενδοαστικών) αντιθέσεων.

Αντί επιλόγου παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την εισαγωγή του άρθρου.

Η ιστορία έχει δείξει ότι κυβερνήσεις που δρούσαν στο έδαφος του καπιταλισμού με τη στήριξη, συμμετοχή ή ανοχή των κομμουνιστικών κομμάτων δεν μπόρεσαν να λύσουν σε μόνιμη βάση ούτε τα οξυμένα καθημερινά προβλήματα της εργατικής τάξης (πχ ψωμί, στέγη, μόρφωση). Αντίθετα η ιστορία δείχνει ότι οι ονομαζόμενες παλιότερα ως «κατακτήσεις» του εργατικού κινήματος ήταν –όσον αφορά το γενικότερο χαρακτήρα τους- περισσότερο προϊόντα και ανάγκη της καπιταλιστικής ανάπτυξης, στοιχείο εκσυγχρονισμού της. Βεβαίως αυτό δεν αναιρεί την επίδραση της ταξικής πάλης στη διαμόρφωσή τους και κυρίως του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων σε συνθήκες ύπαρξης της εσσδ. Σε κάθε περίπτωση δε βγήκαν ποτέ από τα όρια που επιβάλλει κάθε φορά η ανάγκη της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου.