Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Ένα διήγημα για το ΠΑΣΟΚ

Αυτό το διάστημα, τρέχει ένας πρωτότυπος διαγωνισμός διηγήματος για τα χρόνια του (παπ)ανδρεϊκού ΠαΣοΚ, 1981-96. Θα μπορούσε να είναι αφιερωμένος στο "ΠαΣοΚ που γνωρίσαμε" (και δεν αγαπήσαμε), καθώς πρόκειται για ένα ιδιότυπο κράμα νοσταλγίας και τρολαρίσματος, με έμφαση στο δεύτερο συστατικό. Κάτι που φαίνεται κι από το όνομα της ομάδας στο ΦΒ που τον διοργανώνει (ΠΑΣΟΚ, το ορθόδοξο) με απώτερο στόχο να συγκεντρώσει τα καλύτερα διηγήματα, για να κυκλοφορήσουν σε μια συλλογή. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι είναι μια προλεκάλτ ιδέα, αλλά στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε κάτι πιο ευρύ, μικροαστικό και λαϊκίστικο, όπως η αταξική έννοια "μη προνομιούχοι".

Κατά τη γνώμη μου, αυτό που θα είχε ενδιαφέρον είναι ένα διήγημα από τη σκοπιά ενός κομμουνιστή που έζησε την πασοκική λαίλαπα αυτών των χρόνων και την αναστοχάζεται αυτοκριτικά. Επειδή όμως η κε του μπλοκ δεν έχει τόσο χρόνο, για να δουλέψει και να υλοποιήσει αυτήν την ιδέα, παραθέτω απλώς μερικά βασικά σημεία που θα έπρεπε/μπορούσε να συμπεριλάβει, για τη σχέση ΠαΣοΚ-ΚΚΕ.

-το άθροισμα των "δημοκρατικών δυνάμεων της Αλλαγής" στη βάση "κοινών" συνθημάτων και στόχων, όπως το "ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο", που το ΠαΣοΚ δεν το πρόδωσε ποτέ, καθώς αποφάσισε να οργανωθεί στο συνδικάτο, και το οποίο θεωρητικά αποτελούσε βασική διαχωριστική γραμμή στο πολιτικό σκηνικό μεταξύ των "ευρωπαϊστών" (ΝΔ και εσ.) από τη μια μεριά και των (με ή χωρίς εισαγωγικά) αντι-ιμπεριαλιστών (ΚΚΕ και -υποτίθεται- ΠαΣοΚ).

-το πανηγύρι και τις κοινές πορείες το βράδυ της εκλογικής νίκης της Αλλαγής, που αντιμετωπίστηκε ως γύρισμα του τροχού της ιστορίας και "οκτωβριανή" επανάσταση από κάποιους (η ιστορία βλέπεις επαναλαμβάνεται ως φάρσα). Αλλά κι η λευκή ψήφος του κόμματος στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, που δείχνει πως δε στοιχιζόμασταν άκριτα πίσω τους, ανυποψίαστοι για αυτά που ακολούθησαν.

-η αποφθεγματική φράση του Χαρίλαου σε ένα πράσινο παπαγαλάκι, που τον πίεζε: "αλλαγές βλέπω, Αλλαγή δε βλέπω..."
(και όχι, δε νομίζω να το βρήκε γραμμένο σε κάποιο βιβλιαράκι με παροιμίες κι αποφθέγματα, όπως γράφουν εκ των υστέρων διάφοροι κουκουεδολόγοι -που σήμερα έχουν το Χαρίλαο "εικόνισμα", για να θάψουν τους ζωντανούς")

-το 11ο Συνέδριο, που αναλώθηκε στον ακριβή, επιστημονικό προσδιορισμό του "Κινήματος" (ως σοσιαλρεφορμιστικού, νομίζω) που δεν εμφανιζόταν ως παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και δεν είχε συνδεθεί με τη Σοσιαλιστική Διεθνή.

-ο ρόλος των Σοβιετικών, οι αυταπάτες για το "ειρηνικό, κοινοβουλευτικό πέρασμα" στο σοσιαλισμό και η ανοχή τους σε μια κυβέρνηση που διαφοροποιούνταν με αστερίσκους απ' τους δυτικούς (πχ στο Πολωνικό) κι έπαιζε επιδέξια το "φιλοσοβιετικό" χαρτί. Κάτι που δείχνει (εκ των υστέρων έστω) την ανάγκη μιας σχετικής αυτονόμησης της επαναστατικής στρατηγικής κάθε ΚΚ από τις "ανάγκες" της σοβιετικής, εξωτερικής πολιτικής (ή όποιου άλλου επαναστατικού κέντρου-χώρας, μελλοντικά).

-οι βάσεις που φεύγουν που μένουν που φεύγουν, μένοντας

-η λεηλασία της ΕΑΜικής βάσης κι η μερική βάση που είχε το στερεότυπο για τους παππούδες που μοίραζαν τα κουκιά και τις ψήφους της οικογένειας, για να έχουν καθαρή συνείδηση και ψήφο.

-οι εντυπωσιοθηρικές κινήσεις στην εκλογή ΠτΔ το 85', τα χρωματιστά ψηφοδέλτια κι η επιλογή Σαρτζετάκη, που την εγκατέλειψε το 90', για να στηρίξει Αλευρά. Έτσι, τον ψηφίσαμε ξανά μόνο εμείς (ως ενιαίος ακόμα Συνασπισμός, τότε) για να ακούμε εκ των υστέρων, ως "ευχαριστώ", τις διάφορες αντικομμουνιστικές δηλώσεις του.

-το πραξικόπημα του 85' στη ΓΣΕΕ, που έδειξε τα όρια της "καλύτερης δημοκρατίας που είχαμε ποτέ" αλλά και του "καλού ΠαΣοΚ", που επιχείρησε αργότερα να εκφραστεί πολιτικά αρχικά με τον Αρσένη κι αργότερα με το ΔΗΚΚΙ του Τσοβόλα.

-το σκάνδαλο Κοσκωτά, η νομική-πολιτική του κάλυψη με τον Κουτσονόμο, ο εκδοτικός πόλεμος κι η δική μας "εμπλοκή" στην υπόθεση, με τη σημαία της κάθαρσης, που αξιολογήθηκε ως το κυρίαρχο ζήτημα προτεραιότητας, στο οποίο υποτάσσονται όλα τα άλλα.

-το "βρώμικο 89'", που εμείς δυστυχώς το ξεβρωμίσαμε κι ο βρωμερός αυριανισμός της πασοκικής προπαγάνδας περί ανίερης συμμαχίας με τη Δεξιά (με την οποία συνεργάστηκε κυβερνητικά και το ΠαΣοΚ, λίγους μήνες αργότερα, υπό το Ζολώτα).

-ο εκμαυλισμός συνειδήσεων, η απογοήτευση κι η ιδιώτευση, κι η τεράστια ζημιά στο λαϊκό κίνημα, που μόνο ένα ΠαΣοΚ μπορούσε να επιφέρει. Κάτι που έκανε δικαίως πολλούς σφους της βάσης μας να απεχθάνονται τελικά τους Πασόκους (μιλάμε για τα στελέχη, τους συνδικαλιστές, τα αμετανόητα σκυλιά του πολέμου) περισσότερο από κάθε άλλον, συμπεριλαμβανομένων των δεξιών -τουλάχιστον αυτοί ήταν ειλικρινείς ως προς τις προθέσεις τους.

Και μια σειρά άλλα, που πιθανόν να μου διαφεύγουν.

Μας χρειάζεται όμως και μια αφορμή για αυτήν την ανασκόπηση, ένα εύρημα που θα ξεδιπλώνει το νήμα της πασοκικής ρεμούλας, και θα βοηθάει συγχρόνως την εξέλιξη της πλοκής. Κι αυτή, νομίζω, πως θα μπορούσε να είναι ο χαιρετισμός του Σπύρου Χαλβατζή στο 4ο Συνέδριο του ΠαΣοΚ, το 96', λίγες μέρες μετά το θάνατο του Παπανδρέου.

Ιδού το οπτικό ντοκουμέντο



Κάθε άλλη ιδέα-πρόταση, δεκτή.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Ερωτική ιστορία

Δεν είναι πως δεν υπάρχουν θέματα για σχολιασμό αυτές τις μέρες, αλλά η κε του μπλοκ έχει μπλέξει με κάποιες κοινωνικές υποχρεώσεις, για αυτό και σήμερα αντιγράφει ένα διήγημα του Θωμά Μάρα με τον τίτλο της ανάρτησης από τη συλλογή "με απόφαση της κεντρικής επιτροπής" (που είναι το πρώτο και το πιο εκτενές διήγημα της συλλογής).

Τι χρειάζεται να ξέρετε ως εισαγωγικά στοιχεία;
Πρώτον ότι ο Μάρας κινείται γενικά στον προοδευτικό χώρο, όπως τον ορίζαμε και εμείς τότε, αλλά ασκεί αμφίπλευρη κριτική και στις δύο πλευρές -κάτι που αυξάνει νομοτελειακά την "εκτίμηση" που του τρέφει (και) το άλλο στρατόπεδο. Είχε όμως θετικές κριτικές και στις στήλες του Ρίζου.

Δεύτερον πως το διήγημα με τον ιντριγκαδόρικο τίτλο, που τον δάνεισε και σε όλη τη συλλογή, ουσιαστικά αντλεί έμπνευση από τη γνωστή ιστορία στα χρόνια της παρανομίας, και την απόφαση της ηγεσίας (δηλ του Ζαχαριάδη) να αξιοποιήσει ένα διπλό πράκτορα (μέλος του κόμματος που είχε σπάσει στην ασφάλεια και έγινε πράκτοράς της, αλλά το ομολόγησε στο κόμμα), για να στήσει μια δεύτερη παράπλευρη οργάνωση, που θα έμενε ανενόχλητη, παρά τα χτυπήματα που θα δίνονταν εκ των έσω στην πρώτη -που θα ήταν γνωστή και στην ασφάλεια.
Τα ονόματα και τα πρόσωπα αλλάζουν, αλλά ο ιστορικός συνειρμός είναι κάτι παραπάνω από σαφής στο διήγημα του Θ. Μ.

Τρίτον, πως έχει γράψει μεταξύ άλλων τη μελέτη "οι αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης" στα τέλη της δεκαετίας του 70' και καταδικάστηκε σε δέκα μήνες φυλάκιση, για "προσβολή της θρησκείας".

Αν σας τραβήξουν την προσοχή τα παραπάνω, τα υπόλοιπα θα τα βρείτε μόνοι σας, διαβάζοντας το έργο του.
Καλή ανάγνωση.

* * *

Η καρδιά της χτύπησε άτακτα. Πίσω απ' το τζάμι της βιτρίνας την κοιτούσαν δυο μάτια χαμογελαστά, που όλες οι μεταμφιέσεις του κόσμου δεν ήταν ικανές να την παραπλανήσουν.

Φώναξε με τρεμουλιαστή φωνή την υπάλληλο και της "πέρασε" την πελάτισσα. Με αργά βήματα, νιώθοντας πως θα πέσει, πήγε προς την πόρτα. Εκεί, μια γνωστή φωνή, πολύ συγκινημένη, της είπε:
-Αν μετά από δυο χρόνια δεν άλλαξε τίποτα, δώσ' μου το κλειδί σου.

Γύρισε σαν υπνωτισμένη, πήγε στο γραφείο πήρε την τσάντα της. Την άνοιξε. Ξαναγύρισε με τον ίδιο τρόπο. Άπλωσε το χέρι κι εκείνος το πήρε. Για δυο λεπτά, έβλεπε την πλάτη του να απομακρύνεται μέσα στον κόσμο.

Η υπάλληλος κάτι της είπε για την τιμή του φουστανιού. Απάντησε "εντάξει". Πήγε στο γραφείο, κάθησε, άνοιξε ένα συρτάρι, έδωσε ρέστα.

Το πρόσωπό της την κοίταξε απ' τον απέναντι καθρέφτη. Ήταν χλωμό. Σαν αστραπή της πέρασε η σκέψη να μη κάνει καμιά γκάφα. Πήρε μια βαθειά αναπνοή. Κοίταξε τις δύο κοπέλλες. Κουβέντιαζαν σιγά χαμογελώντας μια και το μαγαζί ήταν άδειο αυτή τη στιγμή. Κατάλαβε πως, όπως ήταν απασχολημένες, δεν είχαν αντιληφτεί τίποτα.

Ηρέμησε. Σήκωσε τ' ακουστικό και πήρε τον καφετζή.
-Νίκο. Στείλε μου μια λεμονίτα.

Χαμογέλασε καθώς τον σκέφτηκε στο μπάνιο να σιγοτραγουδά. Θάχε πετάξει ένα γύρω τα ρούχα του... Ύστερα θα πήγαινε κατευθεία στη ντουλάπα με τις αλλαξιές του.
Το χαμόγελό της έγινε πλατύτερο. Μια ευτυχία που σιγά-σιγά την πλημμύρισε, την έκανε να θέλει να φωνάξει.
"Η ώρα είναι έξη. Σε δυο ώρες κλείνουμε".

* * *

Τον βρήκε μισόγυμνο. Είχε ξυρίσει το μούσι και δε φορούσε εκείνα, τα δήθεν, γυαλιά μυωπίας, για τη μεταμφίεση. Είχε γίνει, αυτός. Λίγο πιο αδύνατος από την προηγούμενη φορά, λίγο πιο γκριζαρισμένος, όμως Αυτός.
Έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας.

Όταν τον γνώρισε ήταν εικοσιεπτά χρόνων κι αυτός τριανταδύο. Τους σύστησε ο Μιχάλης. Βρέθηκαν να χορεύουν κι είπαν τις ιστορίες τους. Εκείνη την αληθινή της κι αυτός, ο ψεύταρος, τη δική του. Ήταν λέει κάτι σαν έμπορος καπνού, κάτι σαν "ενδιάμεσος" ανάμεσα στους καπνοπαραγωγούς και τις καπνοβιομηχανίες. Έτσι, είχε προστέσει, ήταν αναγκασμένος να λείπει στην επαρχία για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Την αλήθεια την έμαθε όταν η Ασφάλεια έπιασε την Ελένη Μ. Ήταν αδελφή του κι αυτή δεν το 'ξερε. Μάλιστα όταν κατατύχη τους είδε ένα πρωϊνό στην Αιόλου να περπατούν αγκαζέ και να χαμογελούν ο ένας στον άλλο είχε πολύ ζηλέψει.

Είχαν τη φωτογραφία της στην πρώτη σελίδα. Και δίπλα άλλες τρεις, που η μια τους ήταν εκείνος. Ένας πολιτικά παράνομος, επικηρυγμένος μ' αρκετά εκατομμύρια.

Αυτή, τότε στο χορό, του 'χε μιλήσει για τον άτυχο, χωρίς κανένα παιδί, γάμο της, για το διαζύγιο, για το "μαγαζί" γυναικείας μόδας, που 'χε ανοίξει μόλις χώρισε, για την ανεξάρτητη, απ' τους γονείς και τ' αδέλφια, ζωή της.

Ζήσαν μαζί επτά καλοκαιριάτικες μέρες, επτά αιώνες. Σ' ένα χωριουδάκι κοντά στη θάλασσα σχεδόν ακατοίκητο, επτά μαγεμένους αιώνες.

Ύστερα αυτός, ένα πρωϊνό, χάθηκε. "Είμαι αναγκασμένος να πάω στον Έβρο" είπε κι έφυγε χωρίς ούτε μ' ένα βαλιτσάκι στο χέρι. Και πέρασαν επτά μήνες χωρίς καμιά είδηση μέχρι που οι εφημερίδες κι η σύλληψη της Ελένης Μ. της έδωσαν να καταλάβει.

Δεν πέρασαν όμως δέκα μέρες κι ένα βράδυ ένα χτύπημα στην πόρτα της. Έπεσε στην αγκαλιά του, όπως τώρα, κλαίγοντας. Κι έμεινε κλεισμένος εκεί, χωρίς να βγαίνει ούτε για ένα λεπτό, δώδεκα μέρες. Μέχρι το σούρουπο, ανήμερα του Ευαγγελισμού. Χτύπησε η πόρτα, όχι το κουδούνι, αλλά η πόρτα με το χέρι, τρεις φορές. Άνοιξε ο ίδιος και μπήκε μια γυναίκα εβδομήντα, περίπου χρόνων. Κάτι του είπε, κάτι της απάντησε, έβαλε το σακάκι και το παλτό του. Τη φίλησε σιωπηλός, έπιασε την άλλη απ' το μπράτσο και βγήκαν, αφού πρώτα φόρεσε ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, σημάδι πως θα παράσταινε τον τυφλό.

Σε κανέναν δεν είπε τίποτα γιαυτόν. Ούτε στο Μιχάλη που της τον σύστησε. Ήταν σα να μην υπήρξε ποτέ σα να 'ταν ένα όνειρο.

Κάπου-κάπου μια κάρτα απ' την Ευρώπη, της έφερνε τ' ανώνυμα φιλιά του. Όταν τη ρωτούσαν, απαντούσε: "-Μια τρελή φίλη που 'χει χόμπυ της τα ταξίδια".

Και τώρα είναι εδώ. Λίγο αδύνατος, λίγο γκριζαρισμένος, όμως Αυτός. Κι αυτή κλαίει στην αγκαλιά του, ενώ της χαϊδεύει τα μαλλιά και της φιλάει το πρόσωπο. Κλαίει από ευτυχία κι ας ξέρει πως και τούτο δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ.

Τον κοιτάει.
-Ναι, απαντάει αυτός που κατάλαβε. Θα "ξεκουραστώ" πέντε ολόκληρες μέρες. Και θα τις περάσουμε μαζί. Θα γυρίσουμε όλη την Ελλάδα.
Προσθέτει χαμογελώντας.
-Με τη φαντασία μας. Γιατί θα κλειστούμε εδώ μέσα και θ' απομονωθούμε εντελώς -τόνισε το "εντελώς"-, απ' τον κόσμο.

Γελάει, ενώ τα δάκρυα τρέχουν ασταμάτητα στα μάγουλά της. Ξέρει πως μια τέτοια ζωή αξίζει. Εικοσιδυό χρόνων παντρεύτηκε, εικοσιέξη χώρισε. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μέρα με τη μέρα, ώρα την ώρα, ν' ανακαλύπτεις πως ο άνθρωπος που κοιμάσαι μαζί του, τρως μαζί του, ακόμα και γλεντάς μαζί του, σου είναι άγνωστος. Ένας εντελώς άγνωστος. Ενώ πέντε μέρες μ' εκείνον που είσαι εσύ, κι εσένα που είναι αυτός, είναι μια ολόκληρη ζωή. Μια ευτυχισμένη ζωή.

Λέει μ' ένα συνεσταλμένο, πονηρά, χαμόγελο:
-Πάω να κάνω ένα μπάνιο.
Και τον φιλάει στα χείλη.

* * *

Κάνουν τους λογαριασμούς στο κρεβάτι. Αγόρασα τόσο κρέας, τόσο γάλα, τόσο ψωμί, (μόνο που θα μπαγιατέψει, δεν πειράζει), τόσα φρούτα. Α, ναι! Και το κρασάκι.
Σκέφτεται.
-Δε νομίζω πως χρειάζεται να ξαναβγώ.

-Εμπρός μητέρα. Γεια σου. Ξέρεις... φεύγω σήμερα για το Παρίσι. Πότε φεύγω; Τώρα αμέσως. Ε, πώς μου 'ρθε. Έτσι. Αποφάσισα να ξεσκάσω, θα παρακολουθήσω κι όλας τη φουστανοκίνηση. Και το μαγαζί; Όχι δε θέλω να πάει κανείς εκεί να μ' αντικαταστήσει. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στις κοπέλλες. Θα γυρίσω στις εικοσιτρείς. Ναι, σε έξη μέρες. Ναι, μόλις γυρίσω θα σε πάρω. Άντε γεια σου.

Αφήνει τ' ακουστικό μ' ανακούφιση. Ξαναπαίρνει.
-Τούλα. Ναι, εγώ είμαι. Κοίταξε. Φεύγω αυτή τη στιγμή για το Παρίσι και θα γυρίσω σε έξη μέρες. Όλες τις παραγγελίες που έχουμε κάνει θα τις παραλάβεις. Τα υπόλοιπα μόλις γυρίσω. Θέλεις εσύ τίποτα να μου πεις; Εντάξει. Άντε γεια σας.

Ακούει το "καλό ταξίδι σας" και χαμογελάει. Ύστερα ψάχνει μήπως έχει κάποιον ακόμα να ειδοποιήσει για το "φευγιό" της. Όχι. Σηκώνει τους ώμους και πηγαίνει στην πόρτα. Διπλοκλειδώνει, βγάζει το κλειδί και τ' αφήνει πάνω στο κομοδίνο. Γυρίζει, αφήνει τη ρόμπα να πέσει στο πάτωμα, και γλιστράει ολόγυμνη στο κρεβάτι. Χώνεται στην αγκαλιά του κι ακουμπάει το κεφάλι στο μπράτσο του. Χαμογελάει πονηρά.

-Λοιπόν, που είχαμε μείνει;
Της χαϊδεύει το στήθος και γέρνει από πάνω της.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Η ελιά και η φωτιά

Εν όψει του σημερινού ντέρμπι, του φόβου επεισοδίων (ακόμα και προβοκάτσιας -sic- όπως λένε κάποια κόκκινα πρωτοσέλιδα), και με αφορμή και την πρόσφατη ποδοσφαιροκουβέντα, η κε του μπλοκ αντιγράφει και δημοσιεύει σήμερα ένα πολύ ωραίο διήγημα του Θανάση Σκρουμπέλου (που έχει γράψει και το βιβλίο "Μπούκοβι: Πώς ήρθε και γιατί έφυγε) από το συλλογικό τόμο των Θρησκευόμενων Κόκκινων Επιστημόνων, με κείμενα για την Οπαδική Βία (και άλλες πτυχές της βίας στον αθλητισμό, εκδόσεις Νόβολι), που έχει αρκετές αξιόλογες προσεγγίσεις και μπορεί να μας απασχολήσει ξανά στο άμεσο μέλλον.
Καλή ανάγνωση.


Ο Τάκης κρατώντας το ξυράφι πάνω από το μάγουλο του Λούη του Μπόγρη είπε, "εγώ είμαι με τα παιδιά που βάζουνε φωτιές".

Ο Λούης ο Μπόγρης είναι αστυφύλακας παλιάς κοπής που θέλει ένα χρόνο ακόμη για να βγει στη σύνταξη. Ο Τάκης είναι φίλος του και κουρέας του. Το μπαρμπέρικο του Τάκη είναι δίπλα από το τορναδόρικο του Πασχάλη και πιο δίπλα είναι το χασάπικο του Πασιαλή, του Έφορου της τοπικής ομάδας.

Στον αγώνα της Κυριακής με τον Ιερόθεο "τα τσογλάνια οι χουλιγκάνοι" τα κάναν' μπάχαλο. Ξηλώσαν την καινούργια εξέδρα χωρίς κανένα λόγο. Αφού κέρδιζε μ' ένα μηδέν η ομάδα. Μετά κάναν' γιούργια στα στενά της γειτονιάς και σπάσανε την αποθήκη ξυλείας του κυρ Μανώλη, τη βιτρίνα του χασάπικου του Πασιαλή και την αποθήκη ξυλεία του κυρ Μανώλη, τη βιτρίνα του χασάπικου του Πασιαλή και ρίξαν' στουπί και πετρέλαιο και κάψαν το μηχανάκι του "μπάτσου", του Λούη του Μπόγρη.

Αυτό εξηγούσε τώρα ο Λούης στο φίλο του τον μπαρμπέρη τον Τάκη καθώς τον ξύριζε.

Ο Τάκης είναι κοντός, παχουλός, με φιλεδάτο μαλλί και μικρό γενάκι σαν του τράγου. Παθιάζεται όταν μιλάει και χειρονομοεί επικίνδυνα καθώς κρατάει το ξυράφι ανοιχτό. Ο Λούης είναι μπάτσος, μπεκρής, με κόκκινη μύτη, μόνιμα κουρασμένος, γκρινιάρης και καλόψυχος, δεν έχει πειράξει ούτε μύγα στη γειτονιά.
"Το παραέξω δε μας ενδαφέρει... μας φτάνει που εδώ σε μας είναι τζέντλεμαν κι αν πιάνουν κάνα παιδί δικό μας παίρνει τηλέφωνο και το αφήνουν στο άστα ντούε" λένε όλοι.

Η γειτονιά είναι ένα ξεχασμένο κομμάτι από το χρόνο, το Δήμαρχο και τους εργολάβους πίσω από την Ιερά Οδό, εκεί που ήταν η ελιά του Πλάτωνα. Τώρα δεν είναι.

"Ένας σκατίβλαχος" -έτσι τον γράψαν' στους τοίχους- "οδηγός λεωφορείου έκανε όπισθεν και την ξερίζωσε, ξερίζωσε δυο χιλιάδων χρόνων ιστορία ο άθλιος", είπε ο δάσκαλος και τα χουλιγκάνια γράψαν' στους τοίχους: "Σκατίβλαχε, έλα πάλι με τον κώλο να γκρεμίσεις και το υπόλοιπο μπουρδέλο που λέγεται Αθήνα".

Η ελιά ήταν μια όμορφη γριά που τη θυμούνταν ως γριά και οι παλιοί και αυτό πάει να πει πως ήταν πολλές γενιές όρθια εκεί. Ο "σκατίβλαχος", καθώς και η υπηρεσία του, ούτε μια συγνώμη δε ζήτησαν. Ο Δήμος, για τα μάτια του κόσμου, έχωσε ένα κλαράκι της για να την αναγεννήσει. Τρίχες! Η όμορφη γριά ελιά πέρασε στη λήθη. Μόνο οι άνθρωποι σε κείνο το ξεχασμένο κομμάτι την αναθυμούνταν.

"Εκεί, δίπλα στην ελιά του Πλάτωνα μου κάψαν' το μηχανάκι τα τσογλάνια", είπε με παράπονο ο Λούης στον Τάκη. "Ούτε την ελιά δε σεβαστήκανε".
"'Ντάξει", του 'πε ο Τάκης. "Κι εσύ γιατί το άφησες στην ελιά;"

Η ελιά δεν υπάρχει, όπως σας είπα, αλλά όλοι μιλάνε σαν να είναι ακόμη εκεί.
Το μηχανάκι που του κάψαν' οι μπαχαλάκηδες του Λούη ήταν από τα κλεμμένα, τα αζήτητα που έχουν στη μάντρα της αστυνομίας.
"... 'Ντάξει, θα πάρεις άλλο..." του είπε ο Τάκης.
"Δεν είναι το θέμα εκεί.. είναι ότι αυτά τα παιδιά... θα βάλουν φωτιά σε όλους μας... γαμώ την αγανάκτηση", σήκωσε φωνή ο πάντα χαμηλών τόνων Λούης.

Ο Τάκης κορδώθηκε σαν να την περίμενε μια τέτοια ατάκα να πιαστεί από πάνω της και να ξετυλίξει προτάσεις, παύσεις, παρεκβάσεις, γυρίσματα και όλα τα κόλπα της ρητορικής, που κάθε κουρέας κατέχει.

"Τώρα έπιασες τον ταύρο από τα κέρατα... την ουσία του, γιατί τα μπαχαλάκια γκρεμίζουν τον κόσμο μας... και όχι το μηχανάκι σου, που στο κάτω-κάτω ήταν και κλεμμένο! Γιατί είναι καλοταϊσμένα και δεν έχουν ένα δάσκαλο κι έναν πατέρα να τα πλακώσει στη φάπα... όπως κάναν' οι δικοί μας οι γονείς", είπε με στόμφο ο Πασιαλής ο χασάπης που μπήκε εκείνη τη στιγμή.

"Καλώς τον εκδορέα... τον μπούτσερ", του είπε ο Τάκης, που είχε κάνει κι ένα φεγγάρι ναυτικός και μιλούσε τα "αμερ'κάνικα".
"Ξύρισμα κόντρα φρεσκάρισμα", του είπε ο Πασιαλής και κάθισε στην καρέκλα δίπλα από τον Λούη.
Ο Τάξης δούλευε και "σιμουλτανέ", και δύο και τρεις μαζί στο ξύρισμα, γι' αυτό τον λέγαν' και Καρπόφ των μπαρπέρηδων.

"Μου κάψαν' το μηχανάκι", επανέλαβε και στον Πασιαλή ο Λούης με παράπονο.
"Και μένα μου σπάσαν' τη βιτρίνα, γαμώ την αγανάκτηση", είπε και ο Πασιαλής.
"Τώρα μπαίνεις κι εσύ στην ουσία του θέματος", είπε ο Τάκης και του Πασιαλή. "Η ουσία του θέματος είναι η αγανάκτηση. Για πες μου, εκδορέα... Όταν ανοίγεις το παράθυρό σου τι βλέπεις;"
"Έναν τόνο σκουπίδια", είπε χωρίς δεύτερη σκέψη ο Πασιαλής.
"Κι εσύ, μπάτσε;" ρώτησε το Λούη.
"Το μπουρδέλο της Τασούλης, που τώρα έχει πελάτες Πακιστανούς".
"...Δε βλέπεις το μπουρδέλο της Τασούλης... το μπουρδέλο που ζούμε μέσα του όλοι μας βλέπεις, βλέπω, βλέπουμε... Σήψη φίλοι μου", σήκωσε τόνο και ξυράφι ο Τάκης. "Μια ολόκληρη κοινωνία, γερασμένη, ακίνητη, τελματωμένη... Ούτε μπρος ούτε πίσω... Με σαλταδόρους πολιτικούς... βολεμένους μπάτσους... αρουραίους δήμαρχους... ψοφοδεείς δασκάλους... ρουσφέτι, μπαχτσίσι, γρηγορόσημο, διαφθορά. Η Ασία της Ευρώπης είμαστε... Θα το αφήσουμε έτσι;" Ρητορική και εγερτήρια θυμού η ερώτησή του, πέσαν' αμέσως στην παγίδα του.

"ΟΧΙ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ", πετάχτηκαν και ο Λούης και ο Πασιαλής.
Ο Τάκης γέλασε παστρικά. Τους είχε φέρει εκεί που ήθελε.
"Ε, αυτό, μάθια μου, κάνουν τα μπαχαλάκια... Τη δουλειά της αγανάκτησης... Τι τους παραδίδουμε;... Μια λουμπίνα κόσμο... Αποτύχαμε... Σε αυτό τον κόσμο βάζουν φωτιά... που εμείς οι γερονερόκοτες, πνιγμένοι στην μπόχα του, είμαστε τέζα στο καναβάτσο... Τη δουλειά μας κάνουνε τα παιδιά... Από φόβο να μη γίνουν σαν κι εμάς..." τους είπε και κεραυνός θριάμβου έλαμπε στα μάτια του.

"Ναι, αλλά εμένα μου κάψανε το μηχανάκι", επέμενε ο Λούης.
"Δε στο κάψανε", τον αποπήρε γλυκά σαν να μιλούσε σε μικρό παιδί ο Τάκης. "Πυρ... καθαρτήριο πυρ ήταν, απονήρευτε μπάτσε... Χαζοεργαλείο μιας διεφθαρμένης κοινωνίας... Διότι η κοινωνία, όταν πεθαίνει από σήψη... παράγει η ίδια τους όρους της καταστροφής της και της αναγέννησής της μέσα από τις στάχτες της... Γαμώ τη σαπίλα και την αγανάκτηση" κορονάρησε ο Τάκης.

"Σώπα, ρε," θαύμασε ο Πασιαλής. "Ο Μαρξ τι είπε αυτό;"
"Όχι, εγώ ο Τάκης ο μπαρμπέρης το λέω", είπε με νεύρο ο Τάκης και πέρασε την πετσέτα στο χοντρό λαιμό του Πασιαλή, για να τον ετοιμάσει για το κόντρα ξύρισμα.

Την Κυριακή, μετά τον αγώνα, πάλι τα σπάσανε οι χουλιγκάνοι. Και μια μολότοφ λοξοδρόμησε πάνω στο άθραυστο παρμπρίζ μιας μερσεντές και μπήκε, σπάζοντας την τζαμαρία, στο κουρείο του Τάκη. Στο τσακ το πρόλαβαν να μην καεί ολόκληρο. Ο Τάκης στην αρχή σκέφτηκε να πιάσει τον αρχιμπαχαλάκη τον Χριστόφορο, το γιο του τορναδόρου και να τον χαράξει στον κώλο με το ξυράφι. Μετά το σκέφτηκε "πιο ευρωπαϊκά".

"'Ντάξει κι εγώ κολλημένος στο τέλμα. Είκοσι χρόνια είχα τα ίδια έπιπλα, τις ίδιες κολόνιες, φουζέρ λεμονάκι με κινίνο... Παλαιικά πράγματα... Το καθαρτήριον πυρ της μολότοφ θα με βοηθήσει να ανανεωθώ και από μπαρμπέρικο να γίνω στάιλινγκ χερ... Καιρός μου ήταν".

Απέξω ακούστηκε η κόρνα από το καινούργιο μηχανάκι που οδηγούσε ο Λούης.
"Έλα καινούργιο... χοντάκι... Να σε πάω βόλτα να ξεσκάσεις..."
"'Ντάξει έρχομαι... Όχι για βόλτα όμως... Αλλά για το Πράκτικερ, να παραγγείλω καινούργια έπιπλα..."
"Με τι λεφτά, ρε", του είπε ο Λούης.
"...Θα πάρω δάνειο από την τράπεζα... Όλοι παίρνουνε... Καιρός μου να πάρω κι εγώ".

Ο Πασιαλής που τ' άκουσε από δίπλα μουρμούρισε: "Φαύλος κύκλος, φίλε μου... Φαύλος κύκλος... Ούτε η φωτιά δε μας σώζει".

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Ο γέρος και το περιστέρι

Επειδή σήμερα η κε του μπλοκ τρέχει και δε φτάνει μια πρόωρη αναδημοσίευση από το Ατέχνως και μια λογοτεχνίζουσα προσπάθεια που δέχεται κάθε καλόπιστη κριτική.

Είχε λίγη ώρα για σκότωμα κι είπε να χαρεί την ανοιξιάτικη λιακάδα. Διάλεξε ένα παγκάκι σε μία από τις πλατείες του κέντρου, όπου βρίσκει καταφύγιο, σαν είδος υπό εξαφάνιση, η παλιά παραδοσιακή Αθήνα, που παρακμάζει, γερνάει και πεθαίνει. Χάζεψε τις γειτονικές φιγούρες, που ξαπόσταζαν στη σκιά της εκκλησίας του Παντελεήμονα, ράθυμες, καλοσυνάτες, πρόθυμες να ελεήσουν τους πάντες, όσους είχαν ανάγκη, αρκεί να μη διέφεραν στο χρώμα και τη θρησκεία τους.

Το βλέμμα κόλλησε σε μια γλυκιά κοπέλα, που θα μπορούσε να είναι κι η Βάσια Παναγοπούλου στα νιάτα της, σε εκείνη την ταινία που ονειρευόταν ξύπνια κι έβλεπε το Γαρδέλη με φωτοστέφανο, στη θέση του άγιου. Η κοπέλα απέναντί του όμως αγνοούσε τον ωραίο νοερό παραλληλισμό του, ακόμα και την ταινία ίσως, λόγω ηλικίας, κι είχε αφοσιωθεί σε ένα περιστέρι που περνούσε κοντά της προς αναζήτηση τροφής, λες και την προκαλούσε να το πιάσει, για να ποζάρουν για μια κόπια του Πικάσο, από τον κλασικό πίνακα.

Και το δικό του μυαλό όμως ήταν χίλια κομμάτια, μια μικρογραφία της Γκερνίκα -που ελάχιστοι τη λένε έτσι- και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, για να απολαύσει το ωραίο. Σα να ενοχοποιούσε ασυνείδητα τη χαρά και να κατέστελλε κάθε υποψία της.

Το περιστέρι κινήθηκε λίγο προς τα δεξιά, όπου ένας γέρος κρατούσε ψωμί και το έκοβε σε ψίχουλα, για να ταΐσει τα πουλιά. Άρτος και θεάματα, σε διπλανά κάδρα, με τη βιολογική ανάγκη να υπερισχύει, πάντα, της αισθητικής.

Εστίασε κι αυτός με τη σειρά του στο γέρο. Γενικά έβλεπε τη φιλοζωία ως ομολογία αποτυχία στις σχέσεις με τους ανθρώπους, που έχουν σοβαρά συγκριτικά μειονεκτήματα. Έχουν άποψη, αντιρρήσεις και δε θα σου δείξουν ποτέ την προσοχή που σου δίνει ένα ζωντανό, όταν κρατάς την τροφή του, εκτός αν φτάσουν στα όρια της αποκτήνωσης, όπως συνέβαινε συχνά σ’ αυτή τη γειτονιά. Από την άλλη μπορεί να ήταν απλώς η ανάγκη ενός παππού να συνεχίσει να δώσει, να κρατηθεί στη ζωή μοιράζοντάς την.

Πρόσεξε το στόμα του που είχε μείνει ανοιχτό, την παιδική αφέλεια στο γερασμένο πρόσωπο, το συμβολισμό με το σουσάμι από το ψωμί που κρατούσε στα χέρια. Υποψιάστηκε μια δόση ανέμελης ευτυχίας πίσω από την εικόνα και ένιωσε προς στιγμήν σαν Αλή Μπαμπάς που ήθελε να την κλέψει, για να τη χαρεί αυτός.

Πάντα θα βρεθεί όμως μια μικρή λεπτομέρεια της πραγματικότητας να σου χαλάσει έναν ωραίο συλλογισμό. Μια ξερακιανή ασπρομάλλα, που μπορεί να ήταν κι η γυναίκα του γεράκου, από αυτές που υπάρχουν για να τους φταίνε τα πάντα και λες πως δεν “έχουν τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει”, τον πλησίασε και άρχισε να του φωνάζει, γιατί λες; Επειδή έριχνε τα ψίχουλα κάτω, σα να λέρωνε το νοερό, τσιμεντένιο τραπεζομάντιλο που είχε στρώσει με τόσο κόπο στο μυαλό της. Κι έστησαν έτσι ένα μίζερο, ανούσιο καβγά, μάλλον για να τη σπάσουν ο ένας στον άλλο, παρά για να βγάλουν άκρη. Ό,τι έκαναν δηλαδή λίγο πιο πέρα για ένα κομμάτι ψωμί, δυο τροφαντά περιστέρια, που ήταν κάποτε πιτσουνάκια. Αλλά αυτά τουλάχιστον είχαν κίνητρο.

–Πού πας χωρίς αγάπη, στον ήλιο, τη βροχή…

Ξύπνησε απότομα από την ονειροπόληση με τις φωνές κι αναρωτήθηκε τι μπορεί να είχε ζηλέψει πριν από λίγο σε αυτό το θλιβερό θέαμα και σε ένα ανοιχτό στόμα, φαντασιακό σύμβολο του λαού κατά μία έννοια, που κατάπινε αμάσητο ό,τι παραμύθι της Χαλιμάς του σέρβιραν οι σαράντα κλέφτες και νανούριζε την ταξική του συνείδηση, με εύκολες υποσχέσεις για ένα χαρούμενο, παιδικό τέλος.

Και ζήσανε οι αστοί καλά, και μη χειρότερα…

Τραβηγμένος συνειρμός, σκέφτηκε μέσα του. Ίσως τελικά το μόνο που ζήλεψε πραγματικά να ήταν η ανεμελιά που πηγάζει από την απουσία τέτοιων συνειρμών, την υποχρέωση να υπάρχει κάποιο νόημα σε όλα: τη σκοτωμένη ώρα, τα περιστέρια της πλατείας, τον καβγά τους για ένα κομμάτι ψωμί, τους Κατσιμιχαίους, και τη δεξιά πορεία τους για να το πάρουν. Ένα στόμα που χάσκει ανοιχτό, τη σπηλιά του Αλή Μπαμπά, το σπήλαιο του Πλάτωνα, το πλατωνικό ενδιαφέρον του για την κοπέλα απέναντι, που βαρέθηκε να περιμένει την κίνησή του, και είχε φύγει.

Μα δεν είναι όλα σοσιαλιστικός ρεαλισμός σε αυτή τη ζωή, για να έχουν νόημα. Πώς να είναι δηλαδή ρεαλισμός με τόση ανάγκη για μια διέξοδο στα παραμύθια; Και πώς να είναι σοσιαλιστικός εξάλλου, χωρίς να έχουμε σοσιαλισμό;

Είδε μπροστά του δυο άλλα περιστέρια να μαλώνουν σα μικρά αρπακτικά, κι ας είναι το σύμβολο της ειρήνης. Άνοιξε πάλι το κουτί με τους συνειρμούς και άρχισε να πλάθει συμβολισμούς και νοήματα στο μυαλό του.

Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Η διαδρομή

Αφήνοντας πίσω τα παλαιοπωλεία στο θησείο και τους καταχωνιασμένους θησαυρούς τους, τους κράχτες στου ψυρρή (δουλειά κι αυτή όμως) και την παραδοσιακή αυλή της «Αυλής», βγαλμένη από ασπρόμαυρη ελληνική ταινία, μπορείς να βγεις στην αρχή της σωκράτους και την μπόχα από τα παρασκήνια της βαρβάκειου, που δε φεύγει ούτε καν τις κυριακές, αλλά είναι λιγότερο επώδυνη από την ανθρώπινη βόχα (όπως την αναφέρει ο βάρναλης στα ενθυμήματά του από τον άι-στράτη) που ενδέχεται να βρεις στη συνέχεια.

Το πρώτο στενό στα αριστερά, πριν το υπόγειο μαγειρείο, όπου περιμένεις να βρεις το ζήκο και τους συμπρωταγωνιστές του, είναι η οδός θεάτρου, που βγάζει στη μενάνδρου, γιατί του ψυρρή είναι γεμάτο αρχαίους ποιητές. Κι εκεί μπορείς να δεις μια παλιά, ηρωική πινακίδα από τα γραφεία της τοπικής κοβ, που μοιάζουν εγκατελειμμένα, όπως και η γύρω περιοχή εξάλλου. Στα επόμενα μέτρα της σωκράτους στήνεται ένα πανηγύρι φυλών και πολιτισμών, και βασικά μαγαζιών, γιατί έτσι μετράει τον πολιτισμό ο σύγχρονος αστικός κόσμος, με το εμπόριο, θεωρώντας συνήθως πιο πολιτισμένους και φιλήσυχους τους μετανάστες μαγαζάτορες –με εξαίρεση τους ντόπιους φασίστες βάρβαρους, που δε συνηθίζουν να κάνουν διακρίσεις στο ρατσισμό τους, εκτός και αν συμμαχούν με τους μετανάστες δεύτερης γενιάς ενάντια στις καινούριες φουρνιές των κολασμένων της γης.

Στην επόμενη γωνιά, πρέπει να υπάρχει ένα στούντιο ηχογράφησης. Κι αν είσαι τυχερός, μπορείς να πετύχεις ένα ροκάκι ή κάποιο φανκ κομμάτι να ντύνει μουσικά την κίνηση του δρόμου, σα βιντεοκλίπ που παρωδεί τη μελωδία της ευτυχίας: always look on the bright side of death, όπως έλεγαν κι οι μόντι πάιθονς, που μπορεί να τους ερωτευτείς ή να τους μισήσεις κεραυνοβόλα, αλλά δύσκολα θα σε αφήσουν απλώς αδιάφορο.

Κι ύστερα φτάνεις στη διασταύρωση με πειραιώς και την πολυκλινική, που πέρασε από σαράντα κύματα, για να επαναλειτουργήσει κουτσουρεμένη, και έτυχε (;) να την κλείσει ο άδωνις, τότε ακριβώς που πήραν οι δικοί μας για πρώτη (κι ιστορική) φορά την πλειοψηφία στο σωματείο, κρίνοντας προφανώς πως το καθημερινό πανδαιμόνιο στον (επίσης κόκκινο) ευαγγελισμό δεν είναι αρκετό και χρειάζεται ενισχύσεις.

Δεξιά σου έχεις την ομόνοια και τους πάγκους με τις εφημερίδες, που έχουν τις κυριακάτικες από το απόγευμα του σαββάτου. Και είναι αγαπημένη συνήθεια να στήνεσαι για να δεις τα πρωτοσέλιδα ή στα κλεφτά κάτι από τις μέσα σελίδες, αρκεί να μη θυμηθείς τον (όχι και πάρα πολύ) μακρινό καιρό που τις αγόραζες με το κιλό –κι ας μην τις διάβαζες όλες- και μελαγχολήσεις.

Ευθεία στη σωκράτους βλέπεις ένα μαγαζί οπτικών με τιμές τΣΟΚου, σε ένα από τα πιο τσοκαριστικά λογοπαίγνια όλων των εποχών –που πρέπει να είσαι τσόκος αναγραμματισμένος, για να μην το πιάσεις.
Περνάς κάποιες στοές με ενδιαφέροντες μεζέδες και πελατεία, όπου βρίσκει καταφύγιο ο 20ός αιώνας κι η παράδοσή του. Κλίνεις ευλαβικά το γόνυ προς τα γραφεία της δημαρ στο βάθος και την κουλτούρα να φύγουμε. Και μπαίνεις στο σκληροπυρηνικό κομμάτι της σωκράτους, πριν και μετά τη διασταύρωση με την οδό ξούθου, που σου κάνει για όνομα κάποιας άγριας φυλής.

Ένα κομμάτι που το δέρνουν οι αντιθέσεις και την πιο χτυπητή εξ αυτών τη συναντάς στη βερανζέρου. Από τη μία τρία κόκκινα γράμματα και το καινούριο δέντρο, που φύτρωσε και ρίζωσε στην αθήνα μες στο κέντρο (κι αν δεν έχεις διαβάσει νίκο μπίστη να φτύνει χολή στο βιβλίο του για τη μετριότητα αυτού του τραγουδιού, δεν έχεις δει τίποτα σε αυτή τη ζωή). Και από την άλλη το άλφα ταυ (που δεν είναι τα αρχικά αστικής τάξης, αλλά την εκπροσωπούν κατά μία έννοια, ως οργανικό κομμάτι του κράτους της) ομονοίας και το χαφιεδότσουρμο, που στήνει μπλόκα και σπάει πλάκα με όσους μετανάστες δεν έχουν χαρτιά και με το φόβο μες στα μάτια τους. Αλλά δεν έχει κανένα πρόβλημα με τις κυρίες που φοράνε μίνι στο πεζοδρόμιο και τα πλεούμενα βαποράκια που είναι καμιά δεκαριά χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα. Ίσα-ίσα που οργανώνει τις δουλειές τους, για να είναι πιο αποτελεσματικές, και τους έχει στο διπλανό τετράγωνο –ούτε καν δυο δρόμους πιο εκεί, για ξεκάρφωμα- για να τους επιτηρεί καλύτερα. Το πραγματικό πρόβλημα όμως, όπως ξέρεις, είναι ότι οι γειτονιές μας μένουν αφρούρητες, χωρίς άλφα ταυ (που δεν είναι η αστική τάξη, αλλά είναι κιόλας κατά μία έννοια) και τον μπάτσο της γειτονιάς. Κι ότι δεν προχωράμε στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Και βρες μου εσύ, σφε αναγνώστη, μία αστική κυβέρνηση, της αριστεράς ή ό,τι άλλο, που να είναι σε θέση να προχωρήσει μία αστικοδημοκρατική μεταρρύθμιση: να τα βάλει πχ με τη μαφία και το αστυνομικό παρακράτος. Κι αν τη βρεις, ξανασυζητάμε σε νέα βάση.

Περνάς το παλιό εφετείο, όπου είχαν κάνει μία από τις πρώτες τους εμφανίσεις τα χρυσαυγίτικα τάγματα εφόδου –όλως τυχαίως δίπλα από το άλφα ταυ και αυτοί- ενάντια στους στοιβαγμένους φτωχοδιαβόλους μετανάστες. Έξω οι ξένοι, τους ακούς να λένε και γυρνάς το βλέμμα στους οδοδείκτες: βερανζέρου, σατωβριάνδου, παραδίπλα γλάδστωνος, κι άλλα τέτοια που κάνου το λαϊκό στρώμα να ξεκαρδίζεται από τον πολύ αρχοντοχωριατισμό.

Περνάς αμίλητος, χωρίς να μπορείς να αντιδράσεις, δίπλα από τις επιχειρήσεις-σκούπα και σκέφτεσαι πότε θα πάρουμε εμείς τη σκούπα, σαν το βλαδίμηρο, για να καθαρίσουμε τον αστικό σταύλο του αυγεία με το χαφιεδότσουρμο και όλα τα παλιοπράγματα που συνοδεύουν τις ταξικές κοινωνίες από τη στιγμή που συγκροτήθηκαν.


Πιο κάτω αρχίζουν τα φαλάφελ της λιοσίου και της αχαρνών, με τους πιο «πολιτισμένους, φιλήσυχους» μετανάστες, που οι «πιο» πολιτισμένοι, φιλήσυχοι λευκοί αποφεύγουν καχύποπτα, γιατί τους φαίνονται πολύ βρώμικα ή πολύ πικάντικα για τα γούστα τους. Και η σωκράτους γίνεται αριστοτέλους. Γιατί αυτή η περιοχή είναι γεμάτη φιλοσόφους κι ας μην το δείχνει με πολλούς τρόπους. Αλλά δε βαριέσαι, ούτε κι η χώρα το δείχνει, γιατί να γίνει εδώ η διαφορά;


Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Στο μάτι του ιπτάμενου ψαριού – Αργυρώ Μαντόγλου

Ένα διήγημα της Αργυρούς Μάντογλου, από τον καιρό των ολυμπιακών αγώνων, που κολλάει, μεταξύ άλλων, και με την παγκόσμια ημέρα της γυναίκας.

Χρυσές νεράιδες, ασημένιες αμαζόνες, χάλκινες νηρηίδες, πληγωμένες λέαινες, τολμηρές τίγρεις, όλα τα θηλαστικά του ζωικού βασιλείου και τα θηλυκά μυθολογικά τέρατα είχαν επιστρατευτεί από τον εκφωνητή για να περιγράψουν τις επιδόσεις και τις κατακτήσεις των γυναικών στα φετινά μετάλλια των Ολυμπιακών μας Αγώνων. Έκπληκτος ο εκφωνητής «δεν είχε λόγια να περιγράψει…» και μην έχοντας λόγια, έπαιρνε κι αυτός με τη σειρά το «χρυσό» στην υπερβολή.

Με το γιγάντιο ψάρι να επιπλέει στον ουρανό –ένα σιδερένιο ψάρι που ήξερε όλα όσα δε θα μάθαινε ποτέ για τη ζωή της, ούτε για τη ζωή της ζωής της, μιας κι αυτό την παρακολουθεί πανοραμικά, ενώ εκείνη μόνο στατικά ως δίπολο μπορεί να βλέπει-, η Αρετή πάλευε να ισορροπήσει όλα όσα άκουγε από το δέκτη της με αυτά που έπρεπε πλέον να αποδεχτεί ως καθεστώς: σήμερα έκλεινε τον τέταρτο χρόνο σ’ αυτή την άχαρη και επίπονη δουλειά, χωρίς ανάλογη ανταμοιβή, χωρίς έπαθλα και διακρίσεις, αλλά με την υποχρέωση να επαναλαμβάνει καθημερινά τις επιδόσεις της στο νοσοκομείο· ναι, βέβαια, υπήρχε και η ηθική ανταμοιβή, αυτή δεν είναι αμελητέα, ναι, το έλεγαν όλοι, ήταν «καλό κορίτσι, ικανό», «αγία», «Παναγία». Λέαινα όμως ποτέ, ούτε λέαινα ούτε τίγρης, κι ας σήκωνε βάρη περισσότερα κι απ’ τις αρσιβαρίστριες.

«Το πάλεψε σαν άντρας» ούρλιαζε ο προαγωγός των ταλέντων της αθλήτριας «…και το κέρδισε». Ναι, «σαν άντρας», «κι οι άντρες θα τη ζήλευαν». «Ναι, η Σοφία, η Φανή, η Αθανασία, η Πηγή, όλες πάλεψαν» -εξοικειωμένος με τα μικρά ονόματα των αθλητριών, απευθυνόταν σ’ αυτές σαν να ήταν κόρες ή ανιψιές του, που απροσδόκητα του χάριζαν ένα δώρο: το ξελάσπωμα της χώρς.

Στο δέκτη, μπροστά στα άοπλα μάτια της Αρετής, προβάλλουν εικόνες ξανθών κοριτσιών να λυσσομανούν, να πηδούν τα εμπόδια, να τρέχουν, κατακτώντας με τις επιδόσεις τους τα ύψη, τη δόξα, τα μετάλλια και τις καρδιές.

Η Αρετή έβγαλε τα παπούτσια της, έτριψε τα πονεμένα απ’ την ορθοστασία πόδια της και πήγε να βάλει ένα ποτήρι κρύο νερό. Σήμερα γύρισε απ’ τη δουλειά της στις έντεκα, όμως αύριο έχει βραδινή βάρδια κι έτσι μπορεί να κοιμηθεί μέχρι αργά. «Πάλεψε σαν άντρας…», αυτό ποτέ δεν το είπαν για εκείνη, κι ας σήκωνε οκτώ υπέρβαρους αρρώστους την ημέρα, κι ας πάλευε τον ίδιο το θάνατο, κι ας έκανε το σώμα της μοχλό να τους κρατήσει, ποτέ δεν της το είπαν, κι ας καθάριζε, ας έστρωνε κρεβάτια, ας ετοίμαζε νεκρούς, ας χορηγούσε φάρμακα απ’ όλες τις οδούς, κλύσματα, ενδοφλέβιες, παυσίπονα. Κάθε είδους βάρος, κάθε είδους αγγαρεία την έκανε, είχε πλέον τώρα αναπτύξει τεχνικές, τέσσερα χρόνια ήδη νοσηλεύτρια και τέσσερα χρόνια η σχολή, στο σύνολο οκτώ.

Ο δέκτης συνέχιζε να εκτοξεύει πικρά βέλη στο σύστημά της. Βολές. Επιδόσεις. Υπερβάσεις. Ξανθές γυναίκες στην οθόνη, πρώην μπάρμπι, τώρα ηρωίδες, στεφάνια αγριελιάς στα ξανθά κεφάλια, γαλανόλευκες φόρμες και σημαίες γύρω από τα αθλημένα κορμιά.
Η Αρετή καθημερινά ντοπάρει τους ασθενείς να παρατείνουν τη ζωή τους, προπονεί στην αντοχή του πόνου, τους ενθαρρύνει για το χρυσό στην επιβίωση.
Τι έχω πάθει; Σε λίγο θα αρχίσω όχι μόνο να σκέφτομαι, αλλά και να μιλάω με ολυμπιακή ορολογία.
«Άξιες, όλες χρυσές κι αξιαγάπητες».

Βγάζει τα ρούχα της αργά και παρατηρεί για λίγο το κορμί της. Οι μύες της σφιχτοί, προπονημένοι. Τη συντηρεί το οκτάωρο στο νοσοκομείο. Απόψε νιώθει πάνω της κάτι θανατικό. Μπαίνει στο μπάνιο και κάνει ένα γρήγορο ντους. Φοράει κάτι άνετο. Καλυμμένη. Να μην ξεχνιέται. Την παρακολουθεί το ιπτάμενο ψάρι. Πέφτει, σωριάζεται στον καναπέ. Το σώμα της πονάει. Τα πόδια της λυγίζουν. Και φέτος χωρίς διακοπές. Νοσοκομείο σπίτι. Σπίτι νοσοκομείο. Σπίτι της έγινε το νοσοκομείο και η ξένη αρρώστια δική της αρρώστια.

Παίρνει το τηλεκοντρόλ. Παρακολουθεί αφηρημένη. Θέλει να αδειάσει το μυαλό της από εικόνες γερόντων και γραιών που αγκιστρώνονται πάνω της, σαν να είναι δική της ευθύνη αν θα παραμείνουν στο στίβο των ζωντανών, αν θα προκριθούν στην προνομιούχο θέση του διασωθέντος, του επιβιώσαντος… Η εικόνα κυματιστή στον αμφιβληστροειδή της, παρακολουθεί αφηρημένα έναν παράξενο ποδοσφαιρικό αγώνα, έναν αγώνα που θυμίζει κάτι σαν χορογραφία.

«Πρέπει να ζήσω λίγο ακόμα» της είπε παρακαλεστικά ο κύριος στο τέσσερα, σαν να κρατούσε εκείνη τη σφυρίχτρα στον αγώνα της ζωής και θα υπέγραφε τον τερματισμό ή την παράτασή του. «Θα αγωνιστεί ο εγγονός μου στο Πεκίνο. Δεν πρέπει να πάω να τον δω;» τη ρώτησε. Δεν τον ρώτησε σε τι αγωνίζεται ο εγγονός, τον χτύπησε καθησυχαστικά στην πλάτη και πήγε δίπλα στη γυναίκα που μετρούσε κάθε βράδυ χίλια πρόβατα δυνατά για ν’ αποκοιμηθεί. Απευθείας πρόσβαση με το Χάρο είχε για όλους εκεί μέσα και την καλόπιαναν. «Απευθείας μετάδοση» ανακοίνωσε ο σπίκερ του ολυμπιακού τουρνουά ποδοσφαίρου γυναικών.

Στις κερκίδες επικροτούσαν κάθε καλή πάσα, κάθε καλό γύρισμα. Έχοντας πρόσφατες τις εικόνες του θριάμβου της Εθνικής μας στην Πορτογαλία –το μόνο ματς που παρακολούθησε-, εδώ δεν διέκρινε τίποτα το ποδοσφαιρικό.
Βλέπει τη μαύρη μπάλα να κυλάει, την κλοτσούν πόδια γυμνασμένα, σαν τα δικά της, και μαθαίνει πως το νούμερο τέσσερα είναι νοσοκόμα και το δέκα σπούδασε Ιστορία Τέχνης.
«Οι μόνες παγκόσμιες γλώσσες είναι ο αθλητισμός και η τέχνη» συνεχίζει απτόητος ο εκφωνητής, σε μια κρίση στοχαστικής διάθεσης· «και ο πόνος» συμπληρώνει άνευρα η Αρετή «και ο πόνος». Τα «αχ», τα «ωχ» δεν έχουν πατρίδα, είναι οικουμενικά.

Οι «ποδοσφαιρίστριες» τρέχουν, κλοτσούν την μπάλα, βάζουν γκολ, οι θεατές –γιατί πρόκειται για θεατές κι όχι για φιλάθλους- χειροκροτούν ευγενικά, κανένας δε φωνάζει, κι ο σπίκερ ενθουσιασμένος συνεχίζει αναλύοντας τα βιογραφικά τους, σχολιάζοντας την καθεμιά ξεχωριστά. Και μαθαίνουμε φυσικά την ηλικία τους, την ηλικία των παιδιών τους, τον αριθμό πτυχίων, διαζυγίων και εργασιών, που έχουν αλλάξει, γιατί καμία απ’ αυτές δεν είναι «επαγγελματίας ποδοσφαιρίστρια», όλες κάνουν άλλες δουλειές για να ζήσουν.

Σε όλα τα αθλήματα οι γυναίκες έχουν εισβάλει, όλα τα αθλήματα κινδυνεύουν να γίνουν γυναικοκρατούμενα, το ποδόσφαιρο όμως διατηρεί κάτι από την αρχική του αύρα: η μπάλα χρειάζεται πόδια αντρικά» είπε δυνατά τρίβοντας τις πολύπαθες πατούσες της. Η σχέση των γυναικών με την μπάλα δεν είναι καλή, άντε να αναδειχτούν στο πόλο ή στο σύνθετο ατομικό στη γυμναστική, και όχι στο ομαδικό άθλημα του ποδοσφαίρου, αλλά αν επιμείνουν, ας παίξουν κι αυτές, έμοιαζε να λέει η απαξιωτική και σχεδόν επικριτική φωνή του σπίκερ, που σαν να ήθελε να τις επιπλήξει κατέληγε πως «φταίει ο χαμηλός βαθμός συγκέντρωσης των γυναικών».

«Χαμηλός βαθμός συγκέντρωσης!»
Δηλ δικαιολογούμαι αν δώσω λάθος φάρμακο. Αν βάλω άλλον ορό, αν παραβλέψω το ωράριο, μπορώ να πω πως φταίει ο χαμηλός βαθμός συγκέντρωσής μου;
«Ο πλούσιος εσωτερικός κόσμος των γυναικών και η φαντασία δεν βοηθούν στη συγκέντρωση» συνεχίζει, επιδιδόμενος σε φτηνές διαγνώσεις. «Οι κοπέλες έχουν ανάγκη ένα γκολ» επιμένει ο αχρείος, και αυτή ήταν η χαριστική βολή για την Αρετή. Σηκώνεται και πάει προς το παράθυρο.

Τα στάδια, τα υπέροχα στάδια, που θα μείνουν άδεια μόλις οι ξένοι αναχωρήσουν, και τα άθλια, τα τριτοκοσμικά μας νοσοκομεία θα γεμίσουν από καρδιοπαθείς, καρκινοπαθείς και χρεοκοπημένους με κακοποιημένη υγεία. Θα γεμίσουν οι διάδρομοι, τα δωμάτια, τα κρεβάτια με ασθενείς και ξένους ασθενείς, μετανάστες, αυτούς που ελληνοποιούμε για να πάρουν τα μετάλλια. Αχ, να μην έφταναν ποτέ στα χέρια μου! διαμαρτύρεται η Αρετή. Δουλειά κι άλλη δουλειά, σκέφτεται με κακία. Γκολ!

«Τα κορίτσια πέτυχαν γκολ, τα κορίτσια βγάζουν τα απωθημένα τους» ουρλιάζει ο σπίκερ κι όλοι χειροκροτούν την επιτυχία, την άρτια διοργάνωση. Η Αρετή επισημαίνει τη δική της αποδιοργάνωση, το σύστημά της αρνείται να δει άλλο άθλημα και σβήνει το δέκτη.
Βάζει ουίσκι, «στην υγειά μου», για να αντέξει το χάος, τη χώρα, το χάσιμο.
Στην ολυμπιακή άπνοια, με τη νεοαποκτηθείσα ολυμπιακή συνείδηση, όλα αναβάλλονται για το Σεπτέμβριο, ακόμα κι οι διακοπές, και καθώς μόνο οι σκέψεις δεν μπορούν να αναβληθούν, το κατέβασε μεμιάς όλο.

Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε το ψάρι στον ουρανό, που πλάι στο φεγγάρι έμοιαζε να της κάνει σινιάλο: «Σε προσέχω». Κι εκείνη ένιωθε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό στην Αθήνα του 2004. Όλα αλλάζουν, ακόμα κι ο τρόπος που βλέπω τα φαινόμενα. Αχ, να κατέβαινε, να σκαρφάλωνε στη ράχη του και σαν ιπτάμενη γοργόνα να την έπαιρνε μαζί του ψηλά!

Περιοδικό το Δέντρο, τεύχος 135-6, Ιούλιος-Οκτώβριος 2004

Εμείς το βρήκαμε από τη συλλογή κειμένων «Αρχίζει το Ματς», επιμέλεια Γ. Παππά, το ποδόσφαιρο στη λογοτεχνία

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Το κουνούπι


Άλλαξε πλευρό πηγαίνοντας στη δροσερή πλευρά του σεντονιού, που θα τη ζέσταινε κι αυτή σε πέντε λεπτά με το σώμα της. Δυο στάλες ιδρώτα κύλησαν από το μέτωπό της, κάνοντας αγώνα ταχύτητας, σαν τις σταγόνες της βροχής στο τζάμι. Μακάρι να ήταν κι αυτή τώρα τζάμι κάτω από τη βροχή, να τη χτυπάνε οι σταγόνες κι ο αέρας και να τη δροσίζουν, σκέφτηκε μέσα της. Τότε ίσως να μπορούσε να αποκοιμηθεί επιτέλους, χωρίς να της καίει το μυαλό η διαδρομή που κάνουν τα καυτά σταγονίδια στο πρόσωπό της.

Ένιωσε ένα ελαφρύ αεράκι να φυσάει ψηλά στο χέρι της και να την ανακουφίζει προσωρινά. Κι αμέσως να γίνεται τσούξιμο και να τη φαγουρίζει. Το τράβηξε απότομα για να το ξύσει και λίγο αργότερα ένα ζουζούνισμα μες στο αυτί της την τίναξε όρθια και της έδιωξε τη νύστα.
-Το άτιμο, δε θα με αφήσει να κλείσω μάτι όλη νύχτα.
Αν είναι μόνο ένα δηλ, που δεν ήταν και το πιο πιθανό. Ου γαρ έρχεται μόνον, θυμήθηκε να λέει ο φιλόλογός της σε κάποια άλλη περίσταση, που της φάνηκε πως κολλούσε και στη δική της. Ούτε αυτός όμως δε θα μπορούσε να τη νανουρίσει απόψε, που έσκαγε ο τζίτζικας, όπως είχε κάνει τόσες φορές στα μαθητικά της χρόνια με το κήρυγμά του, πρώτη ώρα αρχαία κατεύθυνσης. Να φανταστείς είχε τόση άπνοια που ακόμα και το φτερούγισμα του κουνουπιού πριν ήταν σχεδόν κάτι σαν δροσερή πνοή, μια ευχάριστη αλλαγή τέλος πάντων.

Αν μπορούσαν να κλείσουν τουλάχιστον μια τίμια συμφωνία με το κουνούπι, να την αφήσει να κοιμηθεί πρώτα κι ύστερα να ερχόταν να την τσιμπήσει με την ησυχία του, για να βγάλει τα προς το ζην και αυτό, χωρίς να την ενοχλεί μες στο αυτί της. Κι αν ήταν εξημερωμένο, όπως κάποια κουνούπια της πόλης, μπορεί ο ερεθισμός να κρατούσε μόνο λίγη ώρα και το άλλο πρωί που θα ξυπνούσε να μην είχε μείνει τίποτα να μαρτυρεί το πέρασμά του από το κορμί της. Αλλά μόλις πριν το είχε πει άτιμο, πώς ζητούσε τώρα να κλείσει μια έντιμη συμφωνία μαζί του;

Αναρωτήθηκε αν είχε βάση αυτό που είχε ακούσει για τις γυναίκες που είναι γλυκοαίματες και αν απλά είναι πιο εκλεκτός μεζές για τα κουνούπια, γιατί βρίσκουν λιγότερες τρίχες στο πιάτο τους. Ή αν ισχύει η άλλη σεξιστική φήμη(;) για τις θηλυκές κουνουπίνες, που αυτές κυρίως λέει αναζητούν το ανθρώπινο αίμα για να γίνουν πιο ελκυστικές στα αρσενικά και να κάνουν πιο αποτελεσματικό το ερωτικό τους κάλεσμα, ένα είδος ακαταμάχητης κολόνιας ας πούμε. Μάλλον όσο ισχύει κι εκείνη η περίεργη φυλετική διάκριση για τα κουνούπια της αφρικής και του νείλου, που έρχονται εδώ περνώντας από σαράντα (ή περισσότερα κύματα) και διασπείρουν ιούς κι ασθένειες, κλέβοντας το αίμα και τη δουλειά από τα ελληνικά κουνούπια
Αίμα, τιμή... Μα αφού είναι άτιμα θηλυκά. Σκότωσέ την την άτιμη...

Τα κουνούπια ήταν όντως το μόνο έντομο, πλάσμα γενικότερα, που μπορούσε να σκοτώσει. Σιχαινόταν λίγο τις κατσαρίδες, ιδίως τις φτερωτές που ήταν απρόβλεπτες και θυμόταν και ένα κόμικ του λέανδρου, όπου παρίσταιναν τους αναρχικούς ρέμπελους, σε αντίθεση με τα μυρμήγκια που ήταν πειθήνια και άβουλα στρατιωτάκια. Εν, δυο προχωράμε. Εν δυο θα σε φάμε.
Τα συμπαθούσε κι αυτά όμως, γιατί θυμόταν τη δουλειά μυρμηγκιού που της έλεγε ο καθοδηγητής της στην οργανωμένη νιότη της στα αμφιθέατρα. Ενώ είχε τύψεις και εκ μέρους ενός παιδικού της φίλου που έκανε διάφορα ‘κοινωνικά πειράματα’ με διαφορετικές φωλιές μυρμηγκιών, ανακάτευε τις φυλές τους και τις έβαζε να πολεμούν και να σκοτώνονται.
Κι ήταν αλλεργική στις μέλισσες, που ήταν μικρές αρχιτεκτόνισσες με τις κερήθρες που έφτιαχναν, αλλά όπως είχε διαβάσει κάπου στον μαρξ, η διαφορά ήταν πως την έφτιαχναν ενστικτωδώς κι όχι βάση ενός συνειδητού σχεδίου –έστω κι αποτυχημένου. Και είχαν μια περίεργη ‘ταξική κοινωνία’ που την έβαζε σε ιντριγκαδόρικες σκέψεις και συνειρμούς, πως αυτή του μέλλοντος δε θα είχε βασίλισσες αλλά εργάτριες που θα έχουν τον ελεύθερο χρόνο των κηφήνων και θα αμπελοφιλοσοφούν.

Τα κουνούπια όμως ήταν τα μόνα που μπορούσε να σκοτώσει, σχεδόν το απολάμβανε, με άγρια εκδικητική χαρά, ιδίως όταν έπαιρνε το αίμα της πίσω από κάποιο που την είχε τσιμπήσει και το έβλεπε να γίνεται χαλκομανία, ξερνώντας την τροφή του. Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να ‘ναι κι από αίμα.
Κι ας συμφωνούσε κατά βάθος με το σύνθημα που είχε δει σε ένα άλλο τοίχο, με μαύρα σημάδια: μη σκοτώνετε τα κουνούπια, άλλοι μας πίνουν το αίμα. Ο βρυκόλακας της νεκρής εργασίας, των μηχανών και του κεφαλαίου, που υποδουλώνει τη ζωντανή και απαιτεί ολοένα και περισσότερη υπεραξία για να συνεχίσει να υπάρχει και να γιγαντώνεται –γιατί μόνο έτσι μπορεί να υπάρχει.

Έκλεισε ξανά τα μάτια, έχοντας στο μυαλό της τη γλυκιά ανάμνηση από τα πολιτικά της διαβάσματα, που δεν την είχαν εγκαταλείψει ακόμα, και την γεύση από τις δάφνες του αγωνιστικού της παρελθόντος, που τώρα της έμοιαζε τόσα μακρινό και μπαγιάτικο σαν την πρώτη παρουσία. Κι ενώ τα βλέφαρα βάραιναν και το πνεύμα ελάφρυνε κι ανέβαινε για την έφοδο στον ουρανό, ένιωσε ένα τσίμπημα στην αχίλλειο πτέρνα της, που είχε γίνει σιδερένια με την πολυκαιρία και τις δυσκολίες. Έξυσε το πόδι της στη γωνία του κρεβατιού, για να διώξει τη φαγούρα κι ύστερα άκουσε την κουνουπίνα μες στο αυτί της να ζουζουνίζει και να της ζαλίζει τον έρωτα για το αρσενικό κουνούπι, που πρέπει να τη βρει ακαταμάχητη. Ο μορφέας κι η αγκαλιά του πέταξαν μακριά, όπως κι αυτή του δικού της κουνουπίνου, που ‘χε βρει εδώ και λίγο καιρό μια άλλη ζουζούνα να παίζει, που της το έπαιζε φίλη. Κι όταν την τύχαινε στο δρόμο, της ερχόταν καμιά φορά να της τραβήξει το μαλλί και να της πιει το αίμα· αν και αμφέβαλλε αν αυτό θα την έκανε πιο ελκυστική και ερωτεύσιμη για τα αρσενικά. Σιγά όμως που θα έκανε τέτοια σκηνή στον άλλο, τον κηφήνα, που της έλεγε πως θα την έχει βασίλισσα και της έπινε αργά και μεθοδικά το αίμα με τις αφραγκιές και τις γαλιφιές του. Ε όχι, μεγάλη η χάρη του...

Άναψε το πορτατίφ στο κομοδίνο, για να γενούνε τα σκοτάδια φως. Το βλέμμα της έπεσε στο ράφι με τα αραχνιασμένα μαρξιστικά βιβλία από τα φοιτητικά της χρόνια. Πήρε να ξεφυλλίζει ένα της κολοντάι για τη γυναικεία χειραφέτηση, με υπογραμμίσεις και σημειώσεις δικές της στο πλάι, για να ξανανυστάξει και να αφυπνιστεί συνάμα. Μπορεί τα κουνούπια να τα μισούμε τόσο, γιατί κάνουν παρήχηση με τον καναπέ και οτιδήποτε επιχειρεί να μας σηκώσει απ’ αυτόν, φτάνει στα αυτιά μας σαν ενοχλητικό ζουζούνισμα μες στο αυτί μας, που σπεύδουμε να το διώξουμε. Και τα σκοτώνουμε με μανία, γιατί γίνονται κόκκινα και κάπου πρέπει να νιώσουμε κι εμείς μια μικρή νίκη, να πάρουμε πίσω λίγο από το αίμα μας, που μας το πίνουν άλλοι κάθε μέρα.

Η κουνουπίνα ζουζούνισε πρόσχαρα, πετώντας μπροστά από τις σελίδες της κολοντάι και προσγειώθηκε στον τοίχο δίπλα της. Την κοίταξε σχεδόν τρυφερά και ξαφνικά με μια γρήγορη κίνηση, πήρε το βιβλίο και χτύπησε με δύναμη το σημείο που καθόταν το έντομο και έγινε ένα κόκκινο σημάδι με χαλκομανία.
-Συγνώμη, αλλά νυστάζω πολύ κι αύριο έχω πρωινό ξύπνημα για δουλειά. Και δεν μπορείς να φανταστείς πόση ανάγκη έχω από λίγες μικρές νίκες.

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί να ‘ναι κι η ντροπή μου

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

15 Ιουνίου 1987

Η κε του μπλοκ αντιγράφει και δημοσιεύει σήμερα, λόγω της ημέρας και της αθλητικής επετείου, ένα διήγημα του γ.φ. καλογέρογλου από το τρομερό προλεκαλτ βιβλιαράκι «για πάντα εσσδ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις komsomol, έχοντας στο εξώφυλλο μια λεπτομέρεια από την φωτό του αγαθού γίγαντα βλαντίμιρ τσατσένκο, που κοσμεί και την αριστερή στήλη του μπλοκ. Στο εσωτερικό μάλιστα υπάρχει εισαγωγικά κι η εξής αφιέρωση του συγγραφέα

Αφιερώνεται στις παιδικές γαλαρίες των ΚΟΒ, κυρίως στους «δογματικούς» που δε ρίξαν τα κόκκινα λάβαρα υποστήριξης της CCCP. Στα ξεπουλητάρια που ασπάστηκαν τον ευρωκομμουνισμό και τις λοιπές μεταμοντέρνες αρλούμπες τους ξαναθυμίζουμε τα σοφά λόγια του Τσατσένκο: «Η ήττα μας στο τερέν του μπάσκετ είναι αποτέλεσμα της νέας μας στρατηγικής (εννοεί του ΚΚΣΕ) που μετά το 20ό συνέδριο έδειξε πραγματικά τι σημαίνει ειρηνικός δρόμος προς το σοσιαλισμό… να κοιτάς δηλ το μπασμένο αμερικανάκι Γκάλη και να κάνεις το μαλάκα».

Το διήγημα που ακολουθεί είναι το πρώτο από τα τρία συνολικά που περιέχει η έκδοση και διηγείται τις περιπέτειες και τη δύσκολη επόμενη μέρα ενός έφηβου, που υποστήριζε στον τελικό του ευρωμπάσκετ του 87’ τη σοβιετική ένωση και υφίσταται την καζούρα, τα πειράγματα και την προδοσία φίλων, συμμαθητών και του παιδικού του έρωτα. Καλή ανάγνωση.

Για πάντα ΕΣΣΔ
«Τίποτα τίποτα δε μας σταματά… Πραγματικά είμαστε τόσο κοντά… Η πρόκριση στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα… Αργύρης Καμπούρης… 101-102…»

Ο Γιώργος νευριασμένος περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες και δεν ήθελε να συναντήσει κανέν7’αν συμμαθητή του. Είχε τσαντιστεί, συνέχεια στροβέλιζε στο μυαλό του ο Συρίγος και η κωλοφωνή του. Στα αυτιά του είχε ακόμα τις στρακαστρούκες του πασόκου που δούλευε στον ΟΤΕ από την απέναντι πολυκατοικία, που είχε βγει και φώναζε ελλαδάρα ομαδάρα με το λευκό αμάνικο  και το σταυρουδάκι που πλεκόταν με τις τρίχες του στέρνου και που πετάγονταν απ’ έξω. Στρακαστρούκες πέταγε κι ο ψιλικατζής όλο το βράδυ, ο ψιλικατζής που στραβοκοιτούσε όταν ο πατέρας του τον έστελνε να πάρει το Ριζοσπάστη. Η κουφάλα λες και το ‘κανε επίτηδες. Με το που βγήκε έξω ο μικρός είχε αρχίσει να λέει μαλακίες για τον Τσατσένκο, τι του έκανε για δεύτερη φορά η Ελλάδα του κομμουνισμού και κάτι τέτοια, πριν κάνα δίμηνο είχε κολλημένο τρανζίστορ στην αυτάρα του και άκουγε για το Σισμίκ… Ο Γιώργος γυρνούσε άπραγος στα σοκάκια, με τα λεφτά για παγωτό στην τσέπη, σιγά μην αγόραζε από το ρουφιάνο τον ψιλικατζή ξανά το ξυλάκι λεμόνι-φράουλα, τη γρανιτάρα του καλοκαιριού, που την τσάκιζε με τη πρώτη ευκαιρία. «Τα τίμια λεφτά των εργατών, κουφάλα, που μου δίνουν για χαρτζιλίκι, δε θα στα ξαναφήσω», σκεφτόταν. Κάθισε σε ένα παγκάκι και σκεφτόταν τη Νικολέτα, ένα κοριτσάκι που του ‘χε πάρει το μυαλό, ξανθό και λυγερόκορμο, που έμενε στον 5ο όροφο της πολυκατοικίας και πήγαινε στο δίπλα σχολείο. Είχε έρθει από την Αυστραλία με τα πατίνια της και ένα ξανθό κότσο με κάτι φακίδες που του δημιουργούσαν ταραχή όταν τις κοιτούσε… Περνούσε η ώρα και η Νικολέτα πουθενά. Ίσως δεν έβγαινε, σκέφτηκε. Εμφανίστηκαν οι συμμαθητές του Γιώργου μαζί με αγόρια και κορίτσια της γειτονιάς, με συνθήματα και τραγούδια για την χτεσινή νίκη…

-Από Σεπτέμβρη να γραφτούμε όλοι μπάσκετ, πετάει την ιδέα ο Μάριος που φορούσε την μπλούζα της εθνικής.
-Τι μπάσκετ να παίξεις ρε χοντρέ; Πήγαινε πρώτα στα βοδιλάιν να αδυνατίσεις, του απαντά ο Σούλης. Χαχαχαχα γελάσαν όλοι. Πωωωω δεν είχε διάθεση να τους ακούει, δεν έβλεπε πουθενά και τη Νικολέτα, του ζαλίζαν τα αυτιά με τον Γκάλη και το Γιαννάκη.
-Τι έχεις ρε και δε μας μιλάς; Του αποκρίθηκε ο Άρης, ένας συνομήλικος από την ίδια τάξη του δημοτικού.
-Το ‘δες χθες;
-Ναι, του απάντησε ο Γιώργος, αλλά δεν χάρηκα. Τι το ‘θελε και το ‘πε; Το ακούσαν όλοι και τον άρχισαν στην πρόγκα.

-Σας γαμήσαμε καλά χθες ε; Κωλοδάχτυλα στα αυτιά, πειράγματα, Ελλαδάρα, ομαδάρα, φωνές, σφυρίγματα… Είχε αρχίζει να κοκκινίζει από τα νεύρα του, είχε φάει και κάτι νερά στη μπλούζα, την κοπάνισε για να γλιτώσει την πρόγκα, με δυο δρασκελιές είχε βρεθεί στην καβάτζα του, σε κάτι σκαλάκια. Σιγά μην τον άφηναν έτσι, ειδικά κάνα δυο κωλοπαιδαράκια που όλο έπαιζαν  κατακέφαλα με την πρώτη ευκαιρία σε κάθε τους συναπάντημα. Είχε κάτσει κάνα δεκάλεπτο λαχανιασμένος και τσαντισμένος, όχι για την πρόγκα, μα με τον μαλάκα τον Άρη που δε τον είχε υποστηρίξει. Δεν ήταν κολλητοί, απλά οι πατεράδες τους «περνούσαν» από την κόβα της γειτονιάς. Εκεί είχαν γνωριστεί, στην εσωτερική αυλή της κόβας. Έπαιζαν με κάτι κόκκινες μπίλιες και περίμεναν να τελειώσουν οι συζητήσεις των μεγάλων, καμιά φορά τους έβαζαν να ζωγραφίσουν και κάνα σφυροδρέπανο σε κάνα πανό για να ξεβαρεθούν.

-Τρέχα μαλάκα έρχονται… και ο Αντρέας έχει σφεντόνα, του είπε ο Άρης που μόλις είχε φτάσει για να του πει τα καθέκαστα.
-Τρέχα, φύγε, πήγαινε σπίτι σου.
-Ευχαριστώ για τη στήριξη, του ‘πε ειρωνικά ο Γιώργος που ήταν τσαντισμένος γιατί ο Άρης δεν είχε πάρει θέση υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης… Ο Άρης έπιασε στον αέρα το ειρωνικό σχόλιο και με ήρεμο τόνο του ξηγήθηκε.
-Ο πατέρας μου μού ‘πε να μην πω τίποτα εναντίον της εθνικής. Ήταν άδικο. Πώς και οι δικοί του δεν του ‘χαν πει το ίδιο; Είμαστε ή δεν είμαστε με την USSR γαμώτη; Σκέφτηκε ο Γιώργος. Μπουγέλα με νερό από την πάνω πλευρά των σκαλιών έπεφταν κατά πάνω τους, ο Αντρέας με τη σφεντόνα του δε φαινόταν στο μπουλούκι, ο Γιώργος καθώς έτρεχε φώναζε «ένας-ένας άμα θέλετε…», μα δε σταμάτησε να ακούσει τι του απαντούσαν. Κάτι για τη μάνα του σίγουρα και για τον Τσατσένκο. Καθώς έτρεχε, να σου τη και η Νικολέτα χαρούμενη-χαρούμενη έξω από το φούρνο με ένα χωνάκι με τρεις τέσσερις μπάλες παγωτό επάνω. Οι γονείς την είχαν μοναχοκόρη και της έδιναν μόνιμα χαρτζιλίκι με την προϋπόθεση ότι θα αγοράζει φρέσκο παγωτό που είναι πιο υγιεινό και πιο νόστιμο από το ψυγείο του ψιλικατζίδικου. Είχε χαρεί που τον έβλεπε, είχε δυο μέρες να τον δει. Αυτός βρεγμένος από τα μπουγέλα κοντοστάθηκε μα ήταν φανερά τσιλιαρισμένος, κοιτούσε πίσω, απαντούσε μονολεκτικά. «Τι να έχει αλλάξει» θα σκεφτόταν η έρμη η Νικολέτα, «αυτός μέχρι χθες μου ‘γραφε ραβασάκια και χτυπούσε συνέχεια το κουδούνι για να ζητήσει βοήθεια σε εξισώσεις που δεν μπορούσε να λύσει…» Η αμηχανία ήταν εμφανής στο πρόσωπο του Γιώργου.

-Μου ‘πε η μητέρα σου ότι θα ‘σαι στις κούνιες, πήρα ένα παγωτό και ήρθα να σου πω… δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της, ενώ είχε γίνει κόκκινη σαν παντζάρι, γιατί οι φωνές των παιδιών που κυνηγούσαν το Γιώργο τον έκαναν να εξαφανιστεί από μπροστά της.

Καθώς έτρεχε, έκλαιγε από τα νεύρα του. Τα είχε ζητήσει από τη Νικολέτα και σε λίγες μέρες θα ‘φευγε για κατασκήνωση, ίσως να του ‘λεγε την απόφασή της. Βρέθηκε σε μια τρύπα στο λόφο του Φινόπουλου που την ήξερε μόνο αυτός, ήταν η τρύπα που μόνο σε δύσκολες περιπτώσεις περνούσε μέσα της τις ώρες του. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το κακό που τον βρήκε με το κωλομπάσκετ. Σουρούπωσε σιγά-σιγά, βγήκε από την κρυψώνα του και κίνησε για το σπίτι, ενώ στο σουβλατζίδικο απέναντι από την είσοδο τα πειράγματα δίναν και παίρναν. Ο Γκάλης είχε καρφιτσωθεί σε ένα παρμπρίζ αυτοκινήτου. Ουρές για το μπιφτέκι του «Θανάση», μαζί με τις μητέρες υπήρχαν και κάποια από τα παιδιά που ήταν με το μπουλούκι που τον είχε κυνηγήσει το απόγευμα, αλλά έκαναν μόκο γιατί υπήρχε περίπτωση μια φανερή εμπλοκή τους σε καβγά να τους στερούσε το πολυπόθητο σουβλάκι. Σε αυτή τη συνθήκη ο μόνος που δεν είχε τίποτα να χάσει ήταν ο Γιώργος. Πριν πάει σπίτι πέρασε από το ψιλικατζίδικο, του ‘χε πει η μάνα του να πάρει αλεύρι πριν γυρίσει σπίτι. Ο ψιλικατζής όμως έλειπε. Ήταν η τυφλέγκω η πεθερά του που μύριζε σαν ασβός, μοναστήρι και πατσατζίδικο μαζί.

-Γεια σου Γιωργάκη τι κάνεις; Του ‘πε καθώς ήταν πίσω από ένα ξύλινο πάσο και καθάριζε κάτι φασολάκια.
-Τι θες να σου δώσω;
-Ένα αλεύρι, απάντησε ο Γιώργος. Μέχρι να ξεκουνηθεί όμως η τυφλέγκω, να γυρίσει και να πιάσει το αλεύρι, ο Γιώργος είχε κλέψει δυο-τρεις σοκοφρέτες, ενώ πέταξε μέσα στο ψυγείο με τα παγωτά μια καρτέλα αυγά που ήταν ακριβώς πάνω από το ψυγείο. Πλήρωσε, καληνύχτισε και έφυγε. Μπαίνοντας στο σπίτι συνάντησε τη μητέρα της Νικολέτας που τη συμπαθούσε πολύ, αφού ήταν η μητέρα της κοπέλας που δεν έβγαζε από το μυαλό του.

-Γεια σας κυρία Βερονίκη, τι κάνετε;
-Καλά Γιώργο μου, εσύ; Ο μπαμπάς, η μαμά;
-Μια χαρά κυρία Βερονίκη.
-Σου είπε η Νικολέτα; Τελικά θα ξαναφύγουμε για Αυστραλία. Ο μπαμπάς της βρήκε δουλειά στο Σίδνεϋ.. Ο Γιώργος τα ‘χασε, η γροθιά του είχε συνθλίψει τις σοκοφρέτες στην τσέπη του καθώς την κοιτούσε και δεν μπορούσε να το πιστέψει.

-Μεθαύριο θα κάνει πάρτι αποχαιρετισμού και θέλουμε να ‘ρθεις, γιατί μου ‘πε ότι μαζεύεις κασέτες με ξένη μουσική.

-Εντάξει κυρία Βερονίκη, θα ‘ρθω… είπε ο Γιώργος ενώ το ασανσέρ τον έφτυνε σαν κουκούτσι στο δεύτερο όροφο που έμεναν αυτός και οι δικοί του. Όταν μπήκε σπίτι του άφησε το αλεύρι στη μάνα του που τον φίλησε στο μάγουλο και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Έσκισε τη φωτογραφία με την ομάδα μπάσκετ της Σοβιετικής Ένωσης, έξυσε για ώρα το χαραγμένο Γ+Ν από το κομοδίνο, κοίταξε στα ντουλάπια τις κασέτες του και πήρε μια απόφαση ότι δεν ξαναπάει ποτέ στην κόβα, τουλάχιστον για μπίλιες.

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Ο κύριος μπαμπάς

-Κι από εδώ ο μπαμπάς της φίλης μου, ο κύριος… τάδε.
-Χαίρετε.
Αυτός ήταν ο ουδέτερος χαιρετισμός στον οποίο είχε καταλήξει με τα χρόνια. Τον είχε διαλέξει ως λιγότερο κοινότυπο από το «γεια σας» κι ελαφρώς πιο ανώδυνο από οποιονδήποτε άλλο. Στην ηλικία του κυρίου μπαμπά βέβαια, μπορεί να ήταν πιο χρήσιμη η ευχή να υγιαίνει, αλλά δε βαριέσαι…

Την ίδια στιγμή έπαιζε στο μυαλό του τη σκηνή με τον τραμπάκουλα και τον ινστρούχτορα από το «αλαλούμ».
-Χαίρετε; Ποιος χαίρεται; Βλέπεις εσύ κανέναν εδώ να χαίρεται; Χαμένε, α χαμένε…
Η αλήθεια είναι πως δεν έβλεπε κάποιον χαρούμενο γύρω του και δεν ήταν επειδή (τους) έκρινε από τη δική του διάθεση.
Περίμενε λοιπόν να συνεχίσει η στιχομυθία, όπως ο διάλογος στη σκηνή.
-Τέλος πάντων, καλησπέρα σας…
-Α μπα; Τέλος πάντων κι εγώ καλησπέρα σας…
Αλλά ο συνομιλητής του χτύπησε με κάτι σαφώς χειρότερο.
-Γεια σου νεαρέ.
Νεαρέ…

Αυτή η κατάληξη σε -(α)ρός, παραήταν καθαρός υπαινιγμός για να μην τον προσέξει. Με μια δόση επιτίμησης, σα να παρέπεμπε σε κάτι μιαρό. Ή ακόμα χειρότερα σε μαλλιαρό, όπως μπορεί να τους έλεγαν ακόμα στην εποχή του κ. μπαμπά τους τεντιμπόηδες της δημοτικής. Βοηθούσε συνειρμικά κι η εμφάνισή του.
Πού πας έτσι με τα μούσια και την κοτσίδα, κόκκινο πανί για τα μέλη της καλής κοινωνίας; Άντε κουρέψου νεαρέ.
Δεν έχει τόση σημασία αν είσαι κόκκινος αλλά το περιτύλιγμα, που τους ερεθίζει. Γιατί οι νεοφιλελεύθεροι ταύροι του μάνου έχουν αχρωματοψία και περνούν για κόκκινο οτιδήποτε περιλαμβάνει τρίχες. Τις οποίες προτιμούν να τις λένε παρά να τις βλέπουν.

Πέρασαν στο καθιστικό με το βιτρό και τα κρύσταλλα, σαν υαλοπωλείο και προσποιούνταν πως είχαν κοινά ενδιαφέροντα να συζητήσουν. Μα ο δικός του νους έτρεχε αλλού. Ακούς εκεί νεαρέ… Και να σκεφτείς πως μόλις είχε πιάσει τα πρώτα -άντα. Ο χόνεκερ βέβαια ήταν γραμματέας της νεολαίας σχεδόν μέχρι τα πρώτα –ήντα, με άσπρα μαλλιά σαν του σοφιανού. Αλλά αυτό ήταν διαφορετικό.

Εξάλλου οι νέοι εκείνα τα χρόνια, του συντρόφου έριχ και του κυρίου μπαμπά, έμοιαζαν μεσήλικες από τα είκοσι. Πρόωρα γερασμένοι από τις δυσκολίες της ζωής, με σκληρά πρόσωπα, υποχρεωμένοι να φοράνε κοστούμι στο πανεπιστήμιο. Είχαν σχεδόν γεννηθεί μεγάλοι. Και μεγάλωναν ακόμα περισσότερο, για να φτάσουν και να χωρέσουν τα μεγάλα γεγονότα της εποχής τους. Ενώ τώρα…

Τώρα η εποχή μοιάζει μικρή για να χωρέσει σκέψεις κι ανάσες και τις συμπιέζει μέχρι να τις πνίξει, να μην έχουμε πια όνειρα και σφυγμό. Και ο παλιμπαιδισμός ανάγεται σε αυταξία για μια ανώριμη πλην γερασμένη κοινωνία, που πνέει τα λοίσθια και τρώει τις σάρκες της για να ζήσει, ρουφώντας τα νιάτα μας, σαν αμοιβάδα.

Και τι φταίει ο τριαντάρης, που δεν μπόρεσε να φύγει ακόμα από το σπίτι και μένει ακόμα με τους γονείς του; Πώς να μεγαλώσεις και να γίνεις γονιός, να μεγαλώσεις μια άλλη ψυχή, όταν δεν μπορείς να θρέψεις καν τον εαυτό σου; Παλιά, θα μου πεις, ήταν πιο εύκολα δηλ τα πράγματα για τους γονείς; Όχι, μάλλον. Αλλά είχαν σε κάτι να ελπίζουν τουλάχιστον. Πως θα σπάσουν το τείχος της μιζέριας και θα ‘ρθουν (ακόμα) καλύτερες μέρες. Τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του.

-Να σας κεράσω κάτι; Ρώτησε η οικοδέσποινα.
-Εε, ναι… μήπως σας βρίσκεται λίγο περγαμόντο;

Ναι αλλά δεν είναι αυτό το επίδικο, όπως έλεγε κι ένας φίλος του φοιτητής. Το θέμα είναι πως ο κ. μπαμπάς τον υποτιμούσε για την εμφάνισή του και όσα αυτή συμβόλιζε στο παλαιομοδίτικο μυαλό του, άλλο αν στην προκείμενη έπεφτε μέσα. Αυτό όμως δεν ήταν παρά μια σύμπτωση άνευ σημασίας.

Έπιασε στον αέρα τον αρνητισμό του κυρίου απέναντι και τον ανταπέδωσε ασυνείδητα με τη γλώσσα του σώματος, κοφτές τυπικές φράσεις και λοξές ματιές που απαξιούσαν να συναντήσουν το βλέμμα του συνομιλητή του και να τον επιβραβεύσουν με την προσοχή τους. Άρχισε να παρατηρεί το χρυσό ρολόι του κυρίου μπαμπά, τα ασημένια μανικετόκουμπα, την ακριβή γραβάτα και την καρφίτσα που ίσως κάτι συμβόλιζε –οτιδήποτε εκτός από το πρόσωπό του. Κι αναγνώρισε εύκολα τη νεοπλουτική επιτήδευση που πάσχιζε να κρύψει άτσαλα μια ούτως ή άλλως ξεχασμένη λαϊκότητα. Σκέφτηκε πως τα δικά μας γεροντάκια, τα ταξικά, θα ξεχωρίζουν πάντα, θαρρείς απ’ τη λάμψη στο βλέμμα, ακόμα κι αν έχουν μάθει να ντύνονται με τον ίδιο τρόπο (κοστουμιά-πουκαμισιά). Αν κι εκείνη την εποχή όλοι σχεδόν δικοί μας ήταν, λίγο-πολύ.

Μήπως έτσι όμως γινόταν σνομπ και μισάνθρωπος; Μήπως αδικούσε τους γύρω του και τους απομάκρυνε; Γιατί να μείνει οχυρωμένος στην πρώτη εντύπωση και να πέσει στο ίδιο λάθος που έκανε μαζί του ο κύριος μπαμπάς; Γιατί να αποφύγει μια ενδιαφέρουσα αναμέτρηση και –γιατί όχι;- μια πολιτική συζήτηση με αβέβαια κατάληξη; Δεν έπρεπε να φανεί υπεράνω, μαζικό στοιχείο, χωρίς γρύλλους και προκαταλήψεις; Στην ανάγκη, αν βρει αντίδραση, θα κληθεί να κάνει ένα φλογερό κήρυγμα και να αποστομώσει με επιχειρήματα τον αντίπαλό του, όπως ο ήρωας της σιδερένιας φτέρνας, ερνέστος έβερχαρντ. Δεν ήταν μια σπουδαία πρόκληση; Κι όταν περάσουν πολλά χρόνια από αυτή τη συζήτηση και βρεθεί στο χείλος της χρεοκοπίας η επιχείρηση του κυρίου μπαμπά, θα την ανακαλέσει στο νου του και θα αναφωνήσει μετανιωμένος πριν ανέβει στην πυρά: νεαρέ, νεαρέ, νεαρέ, πόσο δίκιο είχες…
Ναι καλά, σιγά μην έδινε και βιογραφικό να οργανωθεί. Αυτά μόνο στα βιβλία γίνονται. Εκεί καλά τα πάμε, στη ζωή χωλαίνουμε λίγο.

Κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια τον κύριο μπαμπά, πούχε μείνει από ώρα σιωπηλός. Αυτός σηκώθηκε απ’ τη θέση του, κατευθύνθηκε στο μπαρ του σύνθετου με αργό βήμα και τον ρώτησε.
-Να σου βάλω κάτι να πιεις; Τζόνι γουόκερ, τζακ ντάνιελς;
-Τζακ λόντον έχετε; Σκέφτηκε να πει, αλλά μετάνιωσε και το κατάπιε.
-Όχι, ευχαριστώ, δεν πίνω ουίσκι.


Ήταν ένα πρώτο δειλό βήμα προσέγγισης, μια κίνηση καλής θέλησης. Ο πάγος έσπασε, ο δρόμος χαράχτηκε. Κι ο κύριος μπαμπάς πήρε δυο θρυμματισμένα παγάκια και τα έβαλε στο ποτήρι του...

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

Μάθε παιδί μου γράμματα

Στις παιδικές ερωτήσεις -του τύπου "τι είναι ιμπεριαλισμός"- οι μεγάλοι δίνουν συνήθως απλοϊκές απαντήσεις -του τύπου "επεκτατισμός"-.
Που στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο αφελείς και παιδιάστικες από τις εύλογες ερωτήσεις των παιδιών.
Και σου κάνουν ζημιά που την κουβαλάς μετά σε όλη σου τη ζωή, γιατί σου μαθαίνουν κάτι στρεβλά κι είναι ζήτημα αν θα βρεις τρόπο μετά να το διορθώσεις.

Το ίδιο μπορείς να πάθεις και με τους πρώτους σου ινστρούκτορες και τις απαντήσεις που σου δίνουν.
Γιατί η οργάνωση αποτελεί αναμφισβήτητα σχολείο. Από κάθε άποψη. Σου δίνει πολλά πράγματα, εμπειρίες ζωής και γνώσεις. Αλλά δεν προάγει πάντα την κριτική ικανότητα. Κι άμα κάνεις πολλές αταξίες, στο τέλος σε αποβάλλουν.

Στο σχολείο λοιπόν είναι ζήτημα τι δασκάλους θα πετύχεις και τι θα σου πουν. Γιατί αν αντί για τα εφόδια που χρειάζεσαι σου δώσουν γιούχου απαντήσεις (που δεν απαντούν σε τίποτα επί της ουσίας) αφενός τρελαίνεσαι, αφετέρου άμα τις πάρεις για μπούσουλα, στουκάρεις σε τοίχο.
Του βερολίνου κατά προτίμηση. Και κατά λάθος τον γκρεμίζεις.

Κατά λάθος λένε ότι δόθηκε τότε κι η εντολή δια τηλεφώνου να ανοίξουν τα σύνορα με το δυτικό βερολίνο. Ενώ άλλοι λένε ότι ότι έπεσε γραμμή από τον γκορμπατσόφ στη μόσχα για να ανοίξουν. Τηλεφωνικά κι αυτή.
Σουρεαλιστικές, σε κάθε περίπτωση, καταστάσεις που μόνο η πένα του λογοτέχνη μπορεί να συλλάβει και να αποδώσει. Κατά προτίμηση σε μορφή διηγήματος.
Έχουμε έτοιμο και τον τίτλο: Το λάθος τηλεφώνημα ενός φονιά. Θα κάνει πάταγο στο ριζοσπάστη.

Στην αρχή, τις πρώτες φορές που στουκάρεις, λες κάπου έστριψα λάθος εγώ, κάτι δεν έκανα σωστά. Και την κρατάς τη σύγκρουση μέσα σου, εσωτερική. Αλλά αν παραγίνει το κακό, σε ξεχειλίζει κι αρχίζει το ξέσπασμα.
Και τότε η μπάλα δεν παίρνει μόνο εσένα, ή τον κακό δάσκαλο, παιρνει και το σχολείο που τον εμπιστεύτηκε. Κι αρχίζεις και σιχτιρίζεις. Είμαι 16άρης, σας γαμώ τα λύκεια, ή είμαστε μαϊΟύννοι, το αυτό για τη σπουδάζουσα.
Αρχίζεις στα κρυφά κι ενισχυτική διδασκαλία, ή φροντιστήριο (πιστός στις παραδόσεις του κρυφού σχολειού). Μπας και μάθεις αλλού αυτά που δε σου μαθαίνουν στο σχολείο (πχ ότι το κρυφό σχολειό είναι απλώς μύθος).

Κάποτε πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά για το τι αποφοίτους θέλουμε από την οργάνωση, τι κομμουνιστές χρειάζεται η κοινωνία.
Το πρόβλημα του μαρξιστικού αναλφαβητισμού είναι υπαρκτό και δε λύνεται με σεναριακού τύπου αχτίφ μια φορά στα τόσα. Σε αυτή τη βάση το αίτημα της ελεύθερης πρόσβασης στις κομματικές σχολές για όλα τα μέλη (ενάντια στους στελεχικούς φραγμούς) μπορεί να φαντάζει αριστερίστικο, αλλά έχει βάση.

Ο αντιδιαλεκτικός διαχωρισμός θεωρίας-πράξης είναι το ίδιο αντιεπιστημονικός με τον διαχωρισμό αει-τει. Άκρατος πρακτικισμός, κυνήγι δεικτών ποσοστών και χαμένων θησαυρών, αντί για γνώση, επαφή με τη θεωρία και το μαρξισμό. Το ένα εις βάρος του άλλου, αντί να δεθούν διαλεκτικά.
Στο τέλος πηγαίνεις στις (κ)όβες και νιώθεις πως είσαι μαζί με τον πέτρο, τον γιόχαν, τον φρανς. Ποτέ τους δε διάβασαν μαρξ!
Πώς να απαντήσουν μετά στον μπράουν, τον φίσερ και τα παπαγαλάκια τους που σκεφτήκαν και βρήκαν πως φταίει ο μαρξ;

Κατά τα άλλα την ποδιά την καταργήσαμε προ πολλού, αλλά το κίνημα ανέδειξε νέες μορφές αξεσουάρ, όπως τα κράνη της περιφρούρησης, που θυμίζουν παλιές καλές εποχές.

Θηλέων και αρρένων δεν υπάρχουν, αλλά παλιά που ήταν αλλιώς τα πράγματα, οι σχέσεις χρειάζονταν έγκριση από τον διευθυντή και την καθοδήγηση.
Προσωπικά, βλέποντας την ηθική παρακμή και τα κρατούντα εαακίτικα ήθη, με πιάνει ρομαντική νοσταλγία για τα χρόνια εκείνα.
Με τον πουριτανισμό μου τα έχω βρει μια χαρά, του έχω βρει και ωραίο όνομα (μαρξιστική ηθική) και δε με πιάνουν τύψεις για απολογίες.

Το πρελούδιο της κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος, με τις καταλήψεις και τον τεμπονέρα, το 90-91, ήταν η διάσπαση της κνε ένα χρόνο πριν, η κομσομόλ ναρ κι η παράλληλη ύπαρξή τους που έφτασε μέχρι τα δικαστήρια (για το όνομα και τα περιουσιακά στοιχεία από το διαζύγιο).

Η αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση της περεστρόικα άνοιξε τους ασκούς του αιόλου και στην ελληνική της εκδοχή.
Ο γκόρμπι ήταν κάτι ανάμεσα σε ευθυμίου και κουτσίκου, που έλεγε αντιδραστικές αηδίες, αλλά εμείς τον πιστεύαμε για μεγάλο μεταρρυθμιστή, γιατί είχε στο κούτελο το σημάδι του εκλεκτού του θεού και του γκρομίκο.

Αλλά έστριψα πολύ λάθος κι εξωκοίλαμε (και δε φταίνε οι οδηγίες αυτή τη φορά).
Στο επόμενο θα πιάσουμε το χαμένο νήμα, για να το επαναφέρουμε στον ιμπεριαλισμό απ' όπου και ξεκινήσαμε.

Υγ: Τα μετρούσε και τα ξαναμετρούσε, αλλά δεν του βγαίνανε.
Έξι χρόνια στους νέους πρωτοπόρους κι έξι χρόνια στους μαθητές δώδεκα. Κι άλλα έξι μετά στη σπουδάζουσα 18. Κι έξι ακόμα μετά στο κόμμα 24. Βάλε κι έξι μέχρι να πάω στους πρωτοπόρους 30.
Αλλά εγώ είμαι 36. Πού πήγαν χαμένα έξι χρόνια;

Γι' αυτό χρειάζεται η δικτατορία του προλεταριάτου. Αλλιώς μετά ξεπέφτεις στις βιντεοκασέτες τύπου μάθε παιδί μου μπάσκετ που γύρισε ο τσάκωνας έξι χρόνια μετά, στον πυρετό του ευρωμπάσκετ, του γκάλη και της αυτοκρατορίας του άρη.

Όχι ότι με χαλούσε η εποχή. Μια χαρά χρόνια ήταν μες στην παρακμή τους, τα καλύτερά μας ίσως. Μέχρι τα επόμενα που θα έλεγε κι ο γκάλης.

(Συνεχίζεται...)