Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κρίση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κρίση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Βγαίνουμε μωρό μου βγαίνουμε

Χτες στήθηκε ένα παράλληλο show με τις ομιλίες των αρχηγών του νέου διπολισμού στις κοινοβουλευτικές τους ομάδες, αμφιβάλλω όμως αν υπάρχει κάτι άξιο σοβαρού σχολιασμού. Το βασικό συμπέρασμα από το λόγο του Τσίπρα είναι πως του έμεινε κουσούρι η αμερικάνικη προφορά στα "ρω του έρωτα" (για τον Ομπάμα) και ο λογογrάφος του πrέπει να αrχίσει να τα αποφεύγει, αλλιώς η φάση θα θυμίζει σκηνή από το Life of Brian.



Κατά τα άλλα, παρακολουθήσαμε ζωντανά ένα ωραίο μασαζάκι εν όψει των ανατροπών που έρχονται στα εργασιακά, με πάρα πολλές αναφορές στη ΝΔ, που είναι το βασικό επιχείρημα για να (ξανα)ψηφίσει κανείς ΣΥΡΙΖΑ -ή μάλλον το βασικό πρόσχημα, όπως μπορεί να δει κανείς πχ σε αυτήν τη συνέντευξη του μικρού (από κάθε άποψη) Μπελογιάννη, που θα το ρίξει με βαριά καρδιά στο Σύριζα, για να μην έρθει ο Κούλης. Ε ναι, φαντάζεσαι να έρθει στα πράγματα η Δεξιά και να ψηφίσει κανένα (δεξιό) μνημόνιο; Ούτε να το σκέφτομαι...

Το 'πε κι ο Αλέξης άλλωστε, πως η στρατηγική της ΝΔ είναι το 4ο μνημόνιο. Ενώ για το Σύριζα προφανώς θα προκύψει τυχαία, παρά κι ενάντια στην πολιτική του βούληση. Άλλο αν το ψηφίζουν μετά όλοι μαζί. Είναι αυτή η "διαλεκτική" της αστικής ενότητας κι η θαυμαστή τακτική "μαζί να χτυπάμε-ψηφίζουμε, χωρίστά να βαδίζουμε", για να εγκλωβίζουν περισσότερες συνειδήσεις.

Είχε "ενδιαφέρον" πάντως, από μια άποψη, η αισιόδοξη κατακλείδα του Τσίπρα: εμείς θα γίνουμε η κυβέρνηση που θα βγάλουμε τη χώρα από την κρίση. Που ειπώθηκε μάλλον συνθηματολογικά, γιατί κάτι έπρεπε να ειπωθεί, για να ανεβάσει τους τόνους και το ηθικό, παράλληλα όμως δείχνει και μια ορισμένη αντίληψη για την κρίση και το χαρακτήρα της: οι κυβερνήσεις είναι αυτές που φέρνουν ή απομακρύνουν μια κρίση. Με άλλα λόγια η κρίση δεν απορρέει αντικειμενικά αλλά ως αποτέλεσμα μιας κακής διακυβέρνησης, υποκειμενικών λαθών, κτλ. Και σε κάθε περίπτωση, αντιμετωπίζεται ως ένα είδος συλλογικής τιμωρίας του λαού μας για τον πρότερο ανέντιμο ή μάλλον σπάταλο βίο του, λογική που συμπυκνώνει άριστα η φράση "όλοι μαζί τα φάγαμε" κι ο μύθος του Έλληνα τζίτζικα, που ζει εις βάρος των ευρωπαϊκών μυρμηγκιών και του μόχθου τους.

Με την εκδήλωση της κρίσης και την έλευση των μνημονίων, εντάθηκε η προπαγάνδιση αυτών των ιδεολογημάτων, παράλληλα όμως οξύνθηκε κι η ενδοαστική αντιπαράθεση για το καλύτερο μείγμα διαχείρισης της κρίσης.


Η (σχηματικά μιλώντας) κεϊνσιανή πλευρά κριτικάρει τη μνημονιακή λιτότητα, γιατί στοχεύει σε χαμηλά, μηδενικά ελλείμματα και σε πρωτογενή πλεονάσματα, βάζοντας εμπόδια στη χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό και τη συνεπακόλουθη αναθέρμανση της αγοράς-οικονομίας. Προβάλλει δηλ μια συγκεκριμένη ειδική πτυχή, που "τεκμηριώνει" την ορθότητα της δικής της συνταγής: απομείωση χρέους, χαλαρά ελλείμματα, κτλ.

Στον αντίποδα, το μνημονιακό στρατόπεδο επιδιώκει τη νομιμοποίηση της στρατηγικής του ως μονόδρομου χωρίς εναλλακτικές, κι απαντάει πως δεν είναι τα μνημόνια που έφεραν την κρίση, αλλά αντιστρόφως, η κρίση είναι που κατέστησε αναγκαία κι επέβαλε τα μνημόνια, που έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί καιρό τώρα (ακόμα κι ο Βαρουφάκης που διεκδικεί δάφνες αντιπολίτευσης θεωρούσε το 70% του μνημονιακού πυρήνα θετικό κι αναπόφευκτο).

Λένε δηλ κι αυτοί τη μισή αλήθεια -κι ούτε καν- καθώς δε θεωρούν αντικειμενική και νομοτελειακή την εμφάνιση της καπιταλιστικής κρίσης, σε αυτό το πλαίσιο, αλλά εντοπίζουν τις αιτίες της στο ότι ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας και καταναλώναμε περισσότερα απ' όσα παράγουμε. Κι αυτό τη στιγμή που η κρίση καταδεικνύει ακριβώς το αντίθετο -ότι υπάρχουν δηλ εμπορεύματα που δεν μπορούν να πωληθούν και βασικά κεφάλαια που "περισσεύουν" και δεν μπορούν να επενδυθούν κερδοφόρα.

Αυτό που καμία πλευρά δε λέει, είτε γιατί δεν έχει τα θεωρητικά εργαλεία να το δει είτε βασικά γιατί δεν ευνοεί τα ταξικά συμφέροντα που υπηρετεί, είναι πως η κρίση εμφανίζεται αντικειμενικά, έχει τις ρίζες της στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και δε θεραπεύεται στα στενά του όρια. Κάθε βήμα για την υπέρβασή του από αστική σκοπιά, σημαίνει νέα επώδυνα αντιλαϊκά μέτρα. Κι ο λαός οφείλει να φιλτράρει ταξικά τις έννοιες και τα όμορφα, αταξικά λογάκια που του πλασάρουν "έξοδος από την κρίση κι ανάπτυξη για ποιον;".

Μακάρι να μπορούσαμε να τους ανταποδώσουμε την υπόσχεση και να πούμε πως εμείς θα γίνουμε αυτοί που θα βάλουν τη χώρα σε "επαναστατική κρίση", προσφέροντας στο καπιταλιστικό σύστημα τον επιθανάτιο ρόγχο του. Κάτι που δεν περνάει όμως εξ ολοκλήρου από τα χέρια μας, καθώς η επαναστατική κρίση -όπως και η οικονομική, καπιταλιστική- εμφανίζεται αντικειμενικά. Συν Αθηνά και χείρα κίνει όμως, για να μη γίνουμε στο ίδιο έργο θεατές.

Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

Μια σούμα για την κρίση

Στα προηγούμενα μέρη παρουσιάσαμε σε τρεις συνέχειες, με εκτενή αποσπάσματα από το βιβλίο του Σακελλαρόπουλου για την κρίση και την κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα, τα βασικά σημεία ενός (ευρύτατα διαδεδομένου στο ελληνικό αριστεροχώρι) ερμηνευτικού σχήματος της καπιταλιστικής κρίσης σε παγκόσμια, ευρωπαϊκή και ελλαδική κλίμακα. Η συγκεκριμένη προσέγγιση επιλέχτηκε γιατί αποτελεί μια τυπική και συνοπτική εκδοχή μιας αντίληψης που υπάρχει σε διάφορες μικροπαραλλαγές, που παρουσιάζουν κάποια βασικά κοινά γνωρίσματα.

-Ο κομβικός ρόλος της κρίσης του 73'
Κατά το Μαυρουδέα, κάθε μεγάλη οικονομική κρίση σηματοδοτεί μια νέα περίοδο και μια δομική αλλαγή στην αρχιτεκτονική του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι, η κρίση του 29' άνοιξε το δρόμο στο new deal και τον κεϊνσιανισμό, (ο οποίος όμως επικράτησε μόνο μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την καταστροφή-απαξίωση μεγάλης μερίδας κεφαλαίου, στη βάση της ανοικοδόμησης), ενώ η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 70' καθόρισε την "αλλαγή υποδείγματος" και την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Αντιστοίχως, περιμένουμε να διαφανούν τα χαρακτηριστικά της νέας περιόδου, που σηματοδότησε η κρίση του 08', μετά την "εξάντληση του προηγούμενου μοντέλου συσσώρευσης".

Σε κάθε περίπτωση, αν αληθεύει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει πλήρως την κρίση του 73' και να αναχαιτίσει την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, παρά την ενισχυτική ένεση που του έδωσαν οι ανατροπές της διετίας 89-91, επιβεβαιώνεται ταυτόχρονα κι η εκτίμηση πως η αστική τάξη διεθνώς έχει την τάση να αμβλύνει τις συνέπειες της κρίσης, αναβάλλοντας χρονικά την εκδήλωσή τους, που μετατοπίζεται χρονικά προς τα πίσω. Το μόνο που καταφέρνει έτσι, όμως, είναι μια παροδική και αναιμική περίοδος ανάκαμψης, που τη διαδέχεται μια νέα, σφοδρότερη κρίση, με εντονότερες, οξυμένες αντιφάσεις, που σωρεύονται διαρκώς στο καζάνι που σιγοβράζει κι απειλούν να τινάξουν το καπάκι και να εκραγούν, με απρόβλεπτες συνέπειες.

-Τραπεζικό σύστημα
Η θεωρία της χρηματιστικοποίησης, που δείχνει τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού συστήματος και της εναγώνιας προσπάθειάς του να ανιστρέψει τις συνέπειες της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους δεν ερμηνεύεται ως επιβεβαίωση της σύμφυσης του χρηματιστικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου, που περιλαμβάνει ο Λένιν στα βασικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού, αλλά ως μια υπέρβασή του, με την καθολική επικράτηση του τραπεζικού τομέα. Δημιουργεί συνεπώς το έδαφος για την εισδοχή από την πίσω πόρτα του ιδεολογήματος του καζινοκαπιταλισμού -που αναπτύσσεται εις βάρος της... πραγματικής παραγωγής. Ενώ στην πιο ριζοσπαστική εκδοχή του, καταλήγει στο (μεταβατικό) στόχο της κρατικοποίησης των τραπεζών, θεωρώντας ουσιαστικά πως μπορεί η καρδιά του συστήματος, δηλ οι τράπεζες, να χτυπάνε φιλολαϊκά σε ένα ξένο, αντιλαϊκό σώμα. Μεταβατικό υβρίδιο-Φρανκεστάιν.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.

-Κρίση ανταγωνιστικότητας
Η καπιταλιστική κρίση λοιπόν, στα καθ' ημάς, δεν ερμηνεύεται μαρξιστικά ως κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων (κι όχι υπερπαραγωγής προϊόντων, που ακούγεται συχνά) που δεν μπορούν να επενδυθούν, εξασφαλίζοντας το μέγιστο κέρδος, στα πλαίσια της διευρυμένης αναπαραγωγής, ούτε καν ως τέτοια που εκδηλώνεται όμως ως κρίση χρέους (ένα άλλο "αγαπημένο" ιδεολόγημα για το αριστεροχώρι) αλλά ως κρίση ανταγωνιστικότητας για την περίπτωση της Ελλάδας.

Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι ακριβώς το ίδιο, με το ότι μια μικρή επιχείρηση έκλεισε μες στην κρίση, γιατί δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τα μονοπώλια στον κλάδο της. Αυτό όμως δε μας λέει απολύτως τίποτα για το χαρακτήρα και τα αίτια της κρίσης.

Επιπλέον, αυτή ακριβώς η ανάλυση δείχνει τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του όποιου μεταβατικού σχεδίου-προγράμματος. Εφόσον αυτό το τελευταίο προετοιμάζει θεωρητικά το επαναστατικό άλμα στις σημερινές συνθήκες και πάντα εντός των πλαισίων του καπιταλισμού, ακολουθώντας λοιπόν υποχρεωτικά τους δικούς του νόμους, πώς ακριβώς σκοπεύει αυτή η μεταβατική διαδικασία να αντιμετωπίσει το ζήτημα της μειωμένης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας; Αγνοούν μήπως οι διάφοροι αναλυτές ότι ο βασικός (αν όχι μοναδικός) τρόπος να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου είναι να μειώσει το κόστος παραγωγής, δηλ την αξία της εργατικής δύναμης, δηλ τους μισθούς και τα μεροκάματα; Και μήπως τελικά καταλήγουν έτσι, σε αυτό ακριβώς που ισχυρίζονται πως αποφεύγουν;

Η αναφορά στα προβλήματα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να εκληφθεί ως κάποιου είδους επιθυμία από μέρους μας για ύπαρξη ενός ιδιαίτερα ανταγωνιστικού ελληνικού καπιταλισμού. Ο σκοπός είναι η περιγραφή κι η ανάλυσης μιας οικονομικοκοινωνικής πραγματικότητας. Από εκεί και πέρα, από τη σκοπιά των συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων, το ζήτημα σε τακτικό επίπεδο είναι η μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας από το κεφάλαιο, και σε στρατηγικό η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

Κλείνοντας για τη μελέτη του Σακελλαρόπουλου, θα έλεγα πως περιλαμβάνει μερικά άλλα, πολύ πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια στα επόμενα μέρη, όπου εξετάζει την ταξική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας, απαντά σε αστικά ιδεολογήματα κι αποδεικνύει στατιστικά την αύξηση της εργατικής τάξης, αφού πρώτα ασχοληθεί με το μαρξιστικό ορισμό των τάξεων γενικά.

Κλείνοντας παράλληλα αυτό το σημείωμα, θα επαναλάβω κάτι που έγραψε ο Σεχτάρ σε ένα σχόλιό του: ότι πρέπει να τολμάμε να αναπτύσσουμε τη θεωρία μας, παίρνοντας τα ρίσκα που συνεπάγεται μια τόσο δύσκολη προσπάθεια (αναθεώρηση) και να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε τα νέα φαινόμενα, που δεν καλύπτονται από το θεωρητικό κεκτημένο.

Αυτό κατά τη γνώμη μου σημαίνει μεταξύ άλλων να μελετήσουμε ξανά και πολύ, να διερευνήσουμε πώς, πότε, με ποιους υλικούς όρους μια οικονομική κρίση μπορεί να μετατραπεί σε επαναστατική, σε ευκαιρία από τη δική μας σκοπιά. Να βρίσκουμε την ουσία μες στο χαμό και να μη συγχέουμε σκόπιμα τα πιο απλά πράγματα, ιδίως σε μια περίοδο που η κρίση τα απλουστεύει, οι αντιθέσεις οξύνονται στο έπακρο και τείνουν να εμφανιστούν στην πιο καθαρή μορφή. Και παράλληλα να έχουμε την ικανότητα να μιλάμε συγκεκριμένα, να εκλαϊκεύουμε σύνθετες, δυσνόητες οικονομικές έντονες, τάσεις, φαινόμενα.

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Η ελληνική κρίση

Περνάμε σήμερα στο τρίτο και τελευταίο μέρος της παρουσίασης ενός (αρκετά διαδεδομένου στο ελληνικό αριστεροχώρι) ερμηνευτικού σχήματος της κρίσης από το βιβλίο του Σακελλαρόπουλου, για να συνεχίσουμε σε ένα άλλο μέρος με κάποιες κριτικές επισημάνσεις. Στο μέρος αυτό, ο συγγραφέας εξετάζει την ελληνική περίπτωση σε συνάρτηση με τα παγκόσμια χαρακτηριστικά της κρίσης που μας εξέθεσε στα προηγούμενα κεφάλαια. Υπόψη ότι εδώ παρουσιάζονται μόνο κάποια αποσπάσματα, με τα θεωρητικά συμπεράσματα, ενώ παραλείπονται για λόγους οικονομίας στοιχεία και στατιστικοί πίνακες, που τα τεκμηριώνουν (δε βρίσκεται εκεί άλλωστε η διαφωνία μας).

-.-.-

Στην παρούσα μελέτη θα προσεγγίσουμε την ελληνική οικονομική κρίση ως την κρίση ενός συγκεκριμένου μοντέλου συσσώρευσης που είχε επιλέξει η ελληνική αστική τάξη. Μία κρίση που ενεργοποιήθηκε τόσο από την ανάδυση εσωτερικών αντιφάσεων του ελληνικού καπιταλισμού όσο και από τις πιέσεις που εσωτερίκευσε ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός από την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή κρίση (παράμετρος που λείπει εντελώς από την αφήγηση των κυριαρχικών στρωμάτων αφού θεωρούν πως η κρίση είναι αποκλειστικό ελληνικό φαινόμενο για το οποίο ευθύνονται οι Έλληνες πολίτες με τις υπέρμετρες απαιτήσεις τους και οι ελληνικές κυβερνήσεις για την υποχωρητικότητα που επέδειξαν).

Αφού λοιπόν ανασκευάζει με επιχειρήματα και στατιστικά στοιχεία την αστική αφήγηση περί υπερδιογκωμένου δημοσίου, υψηλών μισθών, κτλ, περνάει στο επόμενο υποκεφάλαιο.

3. Το πραγματικό πρόβλημα: η ελλιπώς ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού κι η όξυνση του φαινομένου αυτού σε περίοδο κρίσης

Αφού εξετάσαμε διάφορα επιχειρήματα των κυρίαρχων ελίτ, θα επικεντρώσουμε στη δική μας θέση για το βασικό, αλλά όχι μοναδικό, αίτιο της σημερινής κρίσης: Ο ελληνικός καπιταλισμός προσχώρησε το 1981 στην τότε ΕΟΚ έχοντας, με την εξαίρεση του εφοπλισμού και ορισμένων τομέων της ελληνικής οικονομίας (κατασκευές, τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβουργία), σημαντικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τα ευρωπαϊκά κεφάλαια. Ωστόσο, η επιλογή έγινε από το ελληνικό αστικό κράτος το οποίο, λειτουργώντας με γνώμονα τη μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης, θεωρούσε πως ο ανταγωνισμός με τα πιο δυναμικά ευρωπαϊκά κεφάλαια θα συνέβαλε στην εσωτερική αναδιάρθρωση της ελληνικής παραγωγικής δομής με εκκαθάριση των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων. Από την άλλη, η Αριστερά, από την εποχή της δεκαετίας του 1960, ακόμη υποστήριζε πως η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία.

Τελικά και το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας παρέμεινε, παρότι υπήρξε μερική εσωτερική αναδιάρθρωση, και η μέχρι το 2009 πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν ανέδειξε καταστροφικά προβλήματα. Το παράδοξο αυτό οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων που κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον ελληνικό καπιταλισμό σε ένα πλαίσιο ευρωπαϊκής τροχιάς, μεταθέτοντας την ανάδυση των δομικών του προβλημάτων για αργότερα.

Συγκεκριμένα:
α) η ύπαρξη εθνικού νομίσματος μέχρι το 2001 επέτρεψε τη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών ανάλογα με τις προθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης για τόνωση των εξαγωγών.
β) οι σχετικά χαμηλοί μισθοί που δίνονταν στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας διατήρησαν αυτό το πλεονέκτημα του ελληνικού καπιταλισμού.
γ) στον ανωτέρω παράγοντα (β) ήρθε να προστεθεί και το γεγονός της μαζικής εισόδου μεταναστών μετά την πτώση του ανατολικού συνασπισμού, με αποτέλεσμα την ύπαρξη ενός φτηνού κι ανασφάλιστου, σε μεγάλο βαθμό, εργατικού δυναμικού που περιόρισε το πραγματικό κόστος παραγωγής.
δ) Η συνέχιση της ανάπτυξης του εφοπλισμού, του τουρισμού και των κατασκευών ως βασικών συνιστωσών.
ε) η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος κι η τόνωση της αγοράς μέσω των νέων χρηματοπιστωτικών παραγώγων
στ) η χρησιμοποίηση των διαφόρων κοινοτικών πλαισίων στήριξης τόσο ως μορφών ενίσχυσης παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων όσο και ως υλικών στοιχείων δημιουργίας δεσμών κοινωνικής συναίνεσης.

Γιατί όμως υποστηρίζουμε πως το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας διατηρήθηκε; Πολύ απλά γιατί δεν υπήρχε σχεδιασμός και στρατηγική για μία ποιοτική μεταλλαγή των χαρακτηριστικών που προαναφέραμε σε αυτά ενός καπιταλισμού υψηλής τεχνολογίας και ανταγωνιστικότητας.

(...)

Όλη αυτή η τεχνολογική υστέρηση που περιγράφηκε θα δείξει μια δυσκαμψία στο να μπορέσει να υπάρξει ένας τεχνολογικός μετασχηματισμός του ελληνικού καπιταλισμού, εντελώς απαραίτητος για τον ανταγωνισμό εντός του πλαισίου της ΟΝΕ. Έτσι, ο δειλός προσανατολισμός προς την τεχνολογία είχε και τα αντίστοιχα αποτελέσματα τόσο στο χαρακτήρα της παραγωγής όσο και σε αυτόν των εξαγωγών, όπου η επιλογή σε επένδυση σε κλάδους μέσης και υψηλής τεχνολογίας πραγματοποιήθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς.

(...)

Σε διάστημα μιας δωδεκαετίας (1994-2006) και όντας η χώρα στην ΟΝΕ, οι αλλαγές προς την κατεύθυνση της μέσης/υψηλής και υψηλής τεχνολογίας σε ορισμένους τομείς σημείωσαν οπισθοχώρηση και σε άλλους ελαφρά μόνο ανάπτυξη. Έτσι, στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας και οι βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και αυτές της μέσης προς υψηλή τεχνολογίας έχουν μείωση της συμμετοχής τους. Το ίδιο συμβαίνει και στον τομέα της διάρθρωσης των επενδύσεων. Περιορισμό της συμμετοχής τους έχουν και οι βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας. Αντίθετα, ωφελημένες εμφανίζονται οι βιομηχανίες μέσης προς χαμηλή τεχνολογίας. Σε ό,τι αφορά τη διάρθρωση των απασχολούμενων και τη διάρθρωση του αριθμού των καταστημάτων, και εδώ οι βιομηχανίες μέσης προς χαμηλή τεχνολογίας εμφανίζουν άνοδο, ενώ μείωση παρουσιάζουν οι βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας. Οι βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και αυτές της μέσης προς υψηλή τεχνολογίας είτε εμφανίζουν στασιμότητα είτε πολύ περιορισμένη ανάπτυξη.

Συνολικά ιδωμένο το όλο πλαίσιο δείχνει μεν μία υποχώρηση των βιομηχανιών χαμηλής τεχνολογίας αλλά αυτό δεν είναι ικανοποιητικό γιατί τον πραγματικό δυναμισμό τον παρουσιάζουν οι βιομηχανίες μέσης προς χαμηλή τεχνολογίας.

Το 1995 η Ελλάδα είχε το χαμηλότερο ποσοστό εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας από όλες τις χώρες που θα αποτελέσουν στη συνέχεια την ΟΝΕ και για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, ενώ το 2011 θα ξεπερνά μόνο την Πορτογαλία. Κάτι αντίστοιχο ισχύει για τις εξαγωγές υψηλής/μέσης τεχνολογίας, όπου και το 1995 αλλά και το 2011 η Ελλάδα παρουσίαζε το μικρότερο ποσοστό εξαγωγών σχετικά υψηλής τεχνολογίας απ' όλες τις χώρες της ΟΝΕ.

Αυτή η στάση εξηγεί και γιατί ο λόγος εμπορεύσιμων μη εμπορεύσιμων αγαθών στην καθαρή προστιθέμενη αξία περιοριζόταν συνέχεια στα χρόνια πριν από την κρίση. (...) Το συμπέρασμα που προκύπτει συγκεφαλαιώνεται πολύ εύστοχα στη φράση των Οικονομάκη, Ανδρουλάκη και Μαρκάκη: "για όλη την περίοδο μετά την είσοδο στη ζώνη του ευρώ η ελληνική οικονομία βάσισε, συγκριτικά περισσότερο έναντι του συνόλου της Ε.Ε.27, την ανάπτυξή της στην ανάπτυξη των παραγωγικών κλάδων που δεν εκτίθενται στο διεθνή ανταγωνισμό. Επομένως, ο τύπος ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν προϋπέθετε και δεν οδηγούσε σε βελτίωση της ανταγωνιστικής της θέσης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Μέσα ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο ένα προϋπάρχον πρόβλημα που είχε διαμορφωθεί με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ θα επιταθεί με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και θα οδηγήσει στην κρίση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Στα επόμενα υποκεφάλαια ο συγγραφέα εξετάζει τη διακύμανση αυτού του ισοζυγίου, όπου μεταξύ άλλων σημειώνει τα εξής:

Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως και πριν από την είσοδο στην ΟΝΕ αλλά και μετά συντελέστηκε μία αναδιάρθρωση στη δομή των ελληνικών εξαγωγών εις βάρος των προϊόντων χαμηλής τεχνολογίας. Ωστόσο, αυτή η αναδιάρθρωση ήταν αργή, περιορισμένη και μερική και δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ανασχετικά στα χρόνια προβλήματα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού. Ως αντίδοτο, και σε συνδυασμό με την εσωτερική αναδιάρθρωση, υιοθετήθηκε ο μερικός γεωγραφικός αναπροσανατολισμός των ελληνικών εξαγωγών. Ωστόσο, και αυτό έγινε σε περιορισμένο βαθμό, μη βελτιώνοντας τους όρους του εμπορικού ισοζυγίου.

(...)

Το τελικό αποτέλεσμα ήταν το διαρκώς ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο. Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός πως η Ελλάδα πραγματοποιούσε υπέρμετρες εισαγωγές. Οι ελληνικές εισαγωγές ήταν συγκριτικά πιο περιορισμένες. Το πρόβλημα είχε να κάνει με τη μεγάλη διαφορά μεταξύ ελληνικών εισαγωγών και ελληνικών εξαγωγών που επιβάρυνε συνεχώς το εμπορικό ισοζύγιο και κατ' επέκταση το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Για να συνεχίσει με το χρέος, το έλλειμμα και το τραπεζικό σύστημα.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών καλύφτηκε σε σημαντικό βαθμό μέσω της έκδοσης ομολόγων. Δεδομένης της αύξησης του ελλείμματος του ισοζυγίου αυτού ως ποσοστού του ΑΕΠ αναγκαστικά αυτό οδηγούσε τόσο σε αύξηση των τόκων που πληρώνονταν. Σε αυτό διευκόλυνε και το γεγονός πως η ένταξη στην ΟΝΕ έδινε τη δυνατότητα στο ελληνικό κράτος να δανειστεί με χαμηλότερο επιτόκιο και ταυτόχρονα να επεκτείνει την αποπληρωμή των δανείων σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια από τη μια είχαμε μία αυξανόμενη ανάγκη του ελληνικού κράτους για δανεισμό και από την άλλη πολύ ευνοϊκές συνθήκες για την πραγματοποίηση αυτού του δανεισμού.

(...)

Διαπιστώνουμε μια κατακόρυφη άνοδο του χρέους από τη στιγμή της εισόδου στην ΕΟΚ, μία σε γενικές γραμμές σταθεροποίηση μεταξύ 1995 και 2005, όπου οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ ήταν αρκετά υψηλοί, μία σημαντική αύξηση μεταξύ 2005 και 2008 και μία ραγδαία αύξηση το 2009.
Συμπερασματικά, το βασικό δεν ήταν η αύξηση σε απόλυτους αριθμούς του χρέους αλλά η δυσανάλογη αύξησή του σε σχέση με την αύξηση του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα ένα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ να πηγαίνει στην πληρωμή τόκων.

Κι έτσι φτάνουμε στο τελευταίο υποκεφάλαιο, που παρατίθεται σχεδόν ολόκληρο

8. Η έλευση της κρίσης

Όσα αναφέραμε για το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας που είχε η ελληνική καπιταλιστική οικονομία επιδεινώθηκαν με την ανάδυση της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κρίσης.Συγκεκριμένα, ήδη από το 2005 και μετά, αρκετοί δείκτες άρχισαν να παρουσιάζουν πτωτικές τάσεις (τουρισμός, έσοδα από ναυτιλία, κοινοτικές επιχορηγήσεις), ενώ λίγο αργότερα θα αρχίσει και η πτώση της κερδοφορίας των τραπεζών που με τη σειρά της θα οδηγήσει στον περιορισμό των δανειακών χορηγήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο και στη βάση όσων αναφέραμε για την προσπάθεια ανάκαμψης της χρηματοπιστωτικής κερδοφορίας μέσω της στροφής προς τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS), η Ελλάδα το φθινόπωρο του 2009 εμφανίστηκε ως η χώρα που παρουσίαζε το μεγαλύτερο κίνδυνο χρεοκοπίας. Αυτό συνέβη γιατί αυξήθηκε το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ λόγω της μείωσης του τελευταίου, εξαιτίας του συνδυασμού εγχώριας κι εξωτερικής κρίσης.

Πιο συγκεκριμένα, το Νοέμβριο του 2009 η απόδοση των ελληνικών ομολόγων άρχισε να ανεβαίνει με ραγδαίους ρυθμούς. Αυτό συνέβη γιατί υπήρξε απροθυμία των επενδυτών να έχουν ελληνικά ομόλογα στα χαρτοφυλάκιά τους τα οποία θεωρήθηκε πως παρουσίαζαν υψηλούς κινδύνους αθέτησης. Σε αυτό συνέβαλε και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης μετά τον Οκτώβριο του 2009.

Το δικό μας συμπέρασμα είναι πως υπήρξε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ ενός ελλιπούς ανταγωνιστικά μοντέλου συσσώρευσης του οποίου εντάθηκαν οι αντιφάσεις λόγω της συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ και της εκμετάλλευσης της ανάγκης μερίδας του διεθνούς κεφαλαίου για γρήγορη κερδοφορία και ανάκαμψη από την κατάσταση της κρίσης. Κάτω από άλλες συνθήκες είναι πιθανό η ενεργοποίηση των αντιφάσεων να γινόταν με πιο αργούς ρυθμούς χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα μπορούσε να ανασταλεί επ' αόριστον - πλην της περίπτωσης να μεσολαβούσε κάποιο άλλο σημαντικό γεγονός (πχ η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου σε κάποιο σημείο της χώρας).

Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα, μια δυτική καπιταλιστική χώρα, βρέθηκε στο χείλους της χρεοκοπίας και αυτό δεν ήταν κάτι που επιθυμούσαν οι ευρωπαϊκές ελίτ για τέσσερις λόγους: α) πολλά ελληνικά χρεόγραφα βρίσκονταν στην κατοχή των ευρωπαϊκών, κυρίως γαλλικών και γερμανικών, τραπεζών, β) οι ελληνικές τράπεζες ήλεγχαν σε μεγάλο βαθμό το τραπεζικό σύστημα δύο άλλων ευρωπαϊκών χωρών: της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, γ) η χρεοκοπία μιας χώρας της ζώνης του ευρώ θα οδηγούσε σε μεγάλη αναστάτωση τις χρηματαγορές ρίχνοντας την αξία του κοινού νομίσματος, δ) προσφερόταν η ευκαιρία για πειραματισμό γύρω από ένα νέο μοντέλο κεφαλαιακής συσσώρευσης, η γενικευμένη εφαρμογή του οποίου θα συντελούσε στην ανόρθωση των συνολικών ποσοστών κερδοφορίας.

Με αυτήν την έννοια και πριν περάσουμε στην παρουσίαση του περιεχομένου των πακέτων των μνημονίων, αξίζει να σταθούμε στο στρατηγικό περιεχόμενο αυτών των επιλογών. Τα υιοθετούμενα "πακέτα" οικονομικών μέτρων θα επιτελέσουν ένα διπλό ρόλο: από τη μία, θα διασώσουν μερίδες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και από την άλλη, θα χρησιμεύσουν ως πυξίδα για τη νέα μορφή που θα "πρέπει" να πάρει ο καπιταλισμός και ως προς αυτό ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός θα αποτελέσει ένα πεδίο κοινωνικού πειραματισμού.

Στόχος είναι η μείωση σε συντριπτικό βαθμό του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης μάζας του πληθυσμού, η υποχώρηση των μη μονοπωλιακών μερίδων του κεφαλαίου, η μισθωτοποίηση των μέχρι πρότινος νέων μικροαστικών στρωμάτων και μία ακραία εκδοχή οξυμένου κρατικού αυταρχισμού που θα περιορίζει δραστικά τα όποια περιθώρια κοινωνικών αντιστάσεων. Τα κυριαρχούμενα στρώματα θα ζουν σε ατμόσφαιρα "χαμηλότατων προσδοκιών", ενώ το ζητούμενο δε θα είναι να έχει κάποιος μόνιμη δουλειά με αξιοπρεπείς αποδοχές, αλλά να έχει δουλειά άσχετα του πόσες ώρες θα δουλεύει και πόσο θα αμείβεται.

Σε επίπεδο συνασπισμού εξουσίας, η αλλαγή του προτύπου συσσώρευσης σημαίνει την εκδίωξη/υποβάθμιση μη μονοπωλιακών μερίδων ως αποτέλεσμα των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης. Αντίστοιχα επιδιώκεται η ενδυνάμωση των μονοπωλιακών μερίδων που επιβιώνουν. Στο όλο πλαίσιο εμπλέκεται και το εξωγενές κεφάλαιο (αλλοδαπό αλλά και εφοπλιστικό) που θα έρθει να εγκατασταθεί στη χώρα. Δεδομένου πως μεγάλος όγκος ξένων κεφαλαίων αναμένεται να επενδυθούν  λόγω των "ευκαιριών" που θα δημιουργηθούν, είναι αναμενόμενο να ανατραπεί και ο συσχετισμός μεταξύ ενδογενούς και εξωγενούς κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, οι μικροαστικές τάξεις θα περιορίσουν την παρουσία τους ως τάξεις-στηρίγματα. Και αυτό γιατί η παραδοσιακή μικροαστική τάξη βρίσκεται σε συρρίκνωση λόγω της ενίσχυσης των μονοπωλίων. Η νέα μικροαστική τάξη πολώνεται προς την εργατική τάξη δεδομένου πως μισθωτοποιείται σε σημαντικό βαθμό, τα εισοδήματά της μειώνονται και ο ρόλος της σε μία μονοπωλιακή επιχείρηση γίνεται όλο και πιο εκτελεστικός. Για την ελληνική κοινωνία όλα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία αφού παραδοσιακά χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη παρουσία μικροαστικών στρωμάτων σε σχέση με τις υπόλοιπες δυτικές κοινωνίες. Η ελληνική αυτή ιδιομορφία οφείλεται στην ύπαρξη πολυάριθμων αγροτικών στρωμάτων, στον μικροϊδιοκτησιακό/οικογενειακό χαρακτήρα πολλών βιοτεχνιών και εμπορικών επιχειρήσεων (αποτέλεσμα της ανάγκης βιοπορισμού των ηττημένων του εμφυλίου) καθώς και στην προσφυγή στην ιδιοκτησία ακινήτων ως μορφής ασφαλούς επένδυσης σε μια χώρα με ταραχώδη πολιτικό βίο.

Από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ η κοινή αγροτική πολιτική οδήγησε στη δραστική μείωση των αγροτικών στρωμάτων. Ωστόσο, έπρεπε να περιοριστούν και τα υπόλοιπα τμήματα της "μεσαίας" τάξης που είχαν διογκωθεί στη δεκαετία του 1980. Αυτό μόνο μερικώς επετεύχθη από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της τελευταίας εικοσαετίας. Χρειάζονταν πιο δραστικές πολιτικές και γι' αυτό υιοθετήθηκε η πολιτική των μνημονίων.

Τα παραπάνω οδήγησαν σε μια αναδιάταξη τόσο στη μορφή των κοινωνικών συμμαχιών όσο και στο περιεχόμενο της αστικής ηγεμονίας και της αποσπώμενης κοινωνικής συναίνεσης. Η νέα κοινωνική συμμαχία περιλαμβάνει κυρίως αστικά στρώματα και για να μπορέσει να ηγεμονεύσει, χρειάζεται ένα νέο πρόταγμα που δε θα έχει κατ' ανάγκη θετικό πρόσημο. Ένα βασικό, δομικό, στοιχείο που συγκρότησε την κοινωνική συναίνεση στον καπιταλισμό ήταν η πίστη στην αλλαγή προς το καλύτερο και η προσδοκία της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Αυτό πλέον αλλάζει και τίθεται στο επίπεδο των ελάχιστων προσδοκιών. Οι κυριαρχούμενες τάξεις δε θα ελπίζουν πλέον σε μια βελτίωση της ζωής του αλλά θα συναινούν σε όποιο σχέδιο υπόσχεται τη μη χειροτέρευση. Τα παραπάνω δεν πρέπει να μας οδηγήσουν σε απόψεις περί "συνωμοσίας" των ελίτ. Αναμφίβολα και σε ελλαδικό και σε διεθνές επίπεδο αρχικά υπήρξε ένας αιφνιδιασμός για τη δριμύτητα της κρίσης. Θα χρειαστεί να περάσει ένα διάστημα για να γίνει αντιληπτό πως η κατάσταση αποτελεί ταυτόχρονα κίνδυνο και ευκαιρία: κίνδυνος να μη μπορέσει να υπάρξει διαχείριση της κρίσης με ανεξέλεγκτες συνέπειες και απροσδιόριστο μέλλον. Ευκαιρία για απόσπαση μεγάλης μάζας πλούτου από τα λαϊκά στρώματα, συντηρητικής αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και εκκαθάρισης των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων. Από την άλλη, το ξένο κεφάλαιο και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, πέραν του βραχυπρόθεσμου κινδύνου απώλειας κεφαλαίων τους που είχαν επενδυθεί σε ελληνικά ομόλογα, είδαν τη δυνατότητα για πιο στρατηγικούς μετασχηματισμούς, δηλ τη χρησιμοποίηση ενός ανεπτυγμένου καπιταλιστικού σχηματισμού ως "πειραματόζωου" δομικής τροποποίησης του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης με σκοπό τη διευρυμένη εφαρμογή ενός νέου μοντέλου.

Αντί επιλόγου, παραθέτω μία σημαντική υποσημείωση του τρίτου υποκεφαλαίου, που δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος ότι τηρείται τελικά στην πράξη.

Η αναφορά στα προβλήματα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να εκληφθεί ως κάποιου είδους επιθυμία από μέρους μας για ύπαρξη ενός ιδιαίτερα ανταγωνιστικού ελληνικού καπιταλισμού. Ο σκοπός είναι η περιγραφή κι η ανάλυσης μιας οικονομικοκοινωνικής πραγματικότητας. Από εκεί και πέρα, από τη σκοπιά των συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων, το ζήτημα σε τακτικό επίπεδο είναι η μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας από το κεφάλαιο, και σε στρατηγικό η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Χρηματιστικοποίηση και ευρωπαϊκή κρίση

Συνεχίζουμε την παρουσίαση του ερμηνευτικού σχήματος της κρίσης (από το βιβλίο του Σακελλαρόπουλου για την κρίση και την κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα), από εκεί που το είχαμε αφήσει. Κατά την αντιγραφή, παραλείπονται οι πίνακες και κάποια στατιστικά στοιχεία, για την οικονομία της έκτασης του κειμένου (αν και είναι σημαντικά για την επίρρωση των συμπερασμάτων της μελέτης).

3. Η κρίση της χρηματιστικοποίησης

Καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις διαδραμάτισε η αγορά των ακινήτων στις ΗΠΑ αλλά και όχι μόνο (πχ στην Ισπανία). Οι λαϊκές τάξεις βιώνοντας την καθήλωση των εισοδημάτων τους οδηγήθηκαν στο δανεισμό, αφενός για να αποκτήσουν ιδιωτικές κατοικίες και αφετέρου για να καλύψουν το έλλειμμα σε καταναλωτικά προϊόντα που δημιουργούσαν οι πολιτικές λιτότητας. Ταυτόχρονα, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο δανεισμός επεκτάθηκε και στους χαμηλά αμειβόμενους, κάποιοι εκ των οποίων μπορεί να μην είχαν ούτε καν σταθερή απασχόληση. Το αποτέλεσμα ήταν το σύνολο του πιστωτικού χρέους από 135% του ΑΕΠ το 1984 να φτάσει στο 335% το 2006.
(Η όλη αυτή κατάσταση εξηγεί γιατί οι Αμερικανοί είχαν όλο και λιγότερες αποταμιεύσεις από ένα σημείο και μετά. Από τη μία, αυτό οφείλεται στους χαμηλούς πραγματικούς μισθούς και από την άλλη, στο πλαίσιο κατανάλωσης μέσω δανεισμού που δεν ενθάρρυνε την ιδιωτική αποταμίευση).

Στο πεδίο των ακινήτων από τη στιγμή που οι πιστώσεις δίνονταν αφειδώς, οι τιμές τους άρχισαν να αυξάνονται, ενώ η ίδια πολιτική ακολουθήθηκε και στον τομέα των καταναλωτικών δανείων. Η παράμετρος που παραγνωρίστηκε ήταν πως οι πιστώσεις χορηγούνταν στη βάση της αποτίμησης των στοιχείων του ενεργητικού του δανειζόμενου στις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Όταν κάποιος ιδιώτης ζητούσε ένα δάνειο και υποθήκευε το σπίτι του, το δάνειο χορηγείτο στη βάση της τρέχουσας τιμής του ακινήτου. Έτσι, τα χρέη εμφανίζονταν σε χαμηλά επίπεδα αφού υπήρχε το ενέχυρο του υψηλούς αξίας ακινήτου. Με αυτόν τον τρόπο, οι τράπεζες χορηγούσαν όλο και περισσότερα δάνεια και με έναν ανακυκλούμενο τρόπο, η κερδοφορία τους αυξανόταν διαρκώς, ενώ οι ιδιοκτήτες βάζοντας σε υποθήκη το ακίνητό τους έπαιρναν νέα δάνεια για κατανάλωση και άλλους σκοπούς.

Η αύξηση των επιτοκίων είχε ως αρχική συνέπεια τον υπερδιπλασιασμό των subrimes και των Alt-A (σ.σ.: μορφές επισφαλών δανείων) -αλλαγή που οφείλεται στον περιορισμό των συμβατικών δανείων. Η δυναμική αυτή συνεχίστηκε, με συνέπεια το 2006 το 35% των δανείων (περίπου ένα τρις δολ.) να αποτελείται από αυτές τις δύο μορφές δανείων.

Η δεύτερη όμως και πιο σημαντική συνέπεια θα είναι η ραγδαία πτώση των τιμών των ακινήτων, πράγμα που κατέστησε εμφανές πωως η στασιμότητα στους μισθούς, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων, θα επιβάρυνε την εξυπηρέτηση των πιστώσεων -ιδιαίτερα για τους πιο φτωχούς Αμερικανούς που ήταν καταχρεωμένοι με πάσης φύσεως δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά, καρτών). Έτσι, έγινε σαφές πως το σύστημα είχε διπλό πρόβλημα: από τη μια, δεν ήταν φανερό ποιος είχε στην κατοχή του τα προβληματικά δάνεια, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να μην μπορούν να εκτιμήσουν τη φερεγγυότητα του κάθε πελάτη και τελικά να περιορίσουν σημαντικά το δανεισμό. (Αυτό είχε να κάνει με το γεγονός πως στην περίοδο της χρηματοπιστωτικής ανόδου πολλές από τις συναλλαγές που γίνονταν ήταν διμερείς - γεγονός που σχετιζόταν με την προσπάθεια των επενδυτών να παρακάμψουν περιορισμούς των ρυθμιστικών αρχών. Το αποτέλεσμα ήταν το εύρος της πληροφόρησης να είναι πολύ μικρότερο από αυτό που υπάρχει πχ στα Χρηματιστήρια και οι τρίτοι να μη γνωρίζουν λεπτομέρειες του περιεχομένου αυτών των συναλλαγών, ώστε η μία τράπεζα να αποφεύγει να δανείζει στην άλλη). Από την άλλη, η γενικευμένη αυτή ασάφεια έκανε τον λόγο αποθεματικά προς δάνεια να χάσει το νόημά του καθώς επίσης και τον λόγο κεφαλαίων/δανείων, με συνέπεια οι τράπεζες να μην μπορούν να παρακολουθούν το ρυθμό της πιστωτικής επέκτασης. Οι αθετήσεις πληρωμών ξεκίνησαν από εκείνους που είχαν την πιο περιορισμένη δυνατότητα να εξυπηρετούν τα ενυπόθηκα χρέη, γεγονός που γέμισε με ακίνητα τις τράπεζες, έριξε την αξία τους και αυτό μεταβιβάστηκε στα νέα τραπεζικά παράγωγα. Στη συνέχεια, η κρίση αυτή μεταφέρθηκε και σε όσους είχαν μεγαλύτερη ικανότητα ακριβώς επειδή οι υποθήκες των ακινήτων τους έχασαν σταδιακά σημαντικό τμήμα της αρχικής τους αξίας. Γι' αυτό η κρίση ξεκίνσε από τις ΗΠΑ όπου οι τράπεζες ήταν πιο εκτεθειμένες στα διάφορα τραπεζικά παράγωγα. Το αποτέλεσμα ήταν πως στις ΗΠΑ την περίοδο 2008-2010 πτώχευσαν 315 τραπεζικά ιδρύματα περιφερειακής εμβέλειας με συνολικό ενεργητικό ύψους 650 δις δολ. Συνολικά το ΔΝΤ έχει εκτιμήσει πως στο διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 2007 και Σεπτεμβρίου 2009 τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη παρουσίασαν ζημιές άνω του ενός δις δολ. λόγω της έκθεσης σε τοξικά ομόλογα και επισφαλή δάνεια. Οι συνέπειες ήταν τέτοιες που στο συνολικό επίπεδο της αμερικανικής οικονομίας υπολογίζεται πως από τον Ιούνιο του 2007 μέχρι τον Νοέμβριο του 2008 οι Αμερικανοί έχασαν περισσότερο από το 1/4 του συνολικού τους πλούτου, δηλαδή ένα ποσό που φτάνει τα 14 τρις. δολ. Η αξία των ακινήτων από 13 τρις δολ. το 2006 μειώθηκε στα 8,8 τρις δολ. το 2008, ενώ στο ίδιο διάστημα τα αποταμιευτικά και επενδυτικά στοιχεία του ενεργητικού απώλεσαν 1,2 τρις δολ. Τα αντίστοιχα κεφάλαια (assets) που αφορούσαν στις συντάξεις έχασαν αξία ίση με 1,3 τρις δολ ενώ τα συνολικά κεφάλαια του ενεργητικού που αφορούσαν στους συνταξιούχους έχασαν 2,3 τρις δολ.

Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα η κρίση μεταφέρθηκε και στη λεγόμενη πραγματική οικονομία. Έτσι, το 2009 το παγκόσμιο ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,6% αλλά οι ανεπτυγμένες χώρες γνώρισαν δυσανάλογα μεγάλο πλήγμα. Στο σύνολό τους μειώθηκε κατά 3,2%: στις ΗΠΑ κατά 2,4%, στη ζώνη του ευρώ κατά 4,1%, στην Ιαπωνία κατά 5,2%, στη Βρετανία κατά 4,9%, στη Γερμανία κατά 0,5%, στη Γαλλία κατά 2,2%, και στην Ιταλία κατά 5,0%. Χώρες της Ασίας που βασίζονταν στο εξαγωγικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης (Ταϊβάν, Κίνα, Ν. Κορέα, Ιαπωνία) είδαν τις εξαγωγές τους να υποχωρούν τουλάχιστον κατά 20% μέσα σε διάστημα μόλις δυο μηνών, ενώ το παγκόσμιο εξαγωγικό εμπόριο σημείωσε μείωση μεγαλύτερη του 30% μέσα σε μερικούς μήνες.

Έτσι τα πράγματα φαινόταν να παίρνουν μεγάλες διαστάσεις και να εκτυλίσσεται μία κρίση πολύ μεγάλης έκτασης. Για το λόγο αυτό, μέσω του σχεδίου Πόλσον, αγοράστηκαν τοξικά ομόλογα αξίας 700 δις δολ. που σχετίζονταν με τη φούσκα των ακινήτων, ενώ δόθηκαν και 250 δις δολ. "ενέσεων" κεφαλαίου προς τις τράπεζες. Στη συνέχεια, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ υποχρεώθηκε να προσφέρει μια πρωτοφανή ιστορικά ποσότητα χαμηλότοκων δανείων προς τις εμπορικές τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ως έναν τρόπο διαχείρισης του προβλήματος, ευελπιστώντας πως σε δεύτερο χρόνο θα υπάρξει σταδιακή ανάκαμψη. Η πολιτική αυτή, την οποία ακολούθησαν και άλλες αμερικανικές κεντρικές τράπεζες, περιελάμβανε παρεμβάσεις στην ανοιχτή αγορά, προγράμματα βραχυπρόθεσμου δανεισμού, άμεσο δανεισμό σε επενδυτικές τράπεζες, αγορά εμπορικών τίτλων από βιομηχανικές και εμπορικές εταιρείες, κλπ.

4. Η ευρωπαϊκή κρίση

Αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί, και το οποίο σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στην ΟΝΕ και στην ΕΕ, είναι πως η χρηματιστικοποίηση συνδέεται με τη διατήρηση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, πράγμα που οφείλεται σε δύο λόγους: αφενός στο ότι οι ΗΠΑ παρέμειναν η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα μεταξύ των κρατών του G7 και αφετέρου στην αναμφισβήτητη στρατιωτική της ισχύ και στην αντίστοιχη γεωπολιτική επιρροή. Η βαρύτητα αυτή του δολαρίου εξηγεί το γιατί, παρά την κρίση του 2007-08 οι ΗΠΑ δεν κατέρρευσαν. Όχι μόνο δεν είδαμε ενορχηστρωμένες επιθέσεις εναντίον του δολαρίου αλλά αντίθετα υπήρξαν συντονισμένες συνέπειες για να συγκρατηθεί η αξία του από χώρες που συνέχισαν να το διατηρούν ως αποθεματικό νόμισμα. Γι' αυτό οι επιπτώσεις από την τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ είχαν και σημαντικές επιπτώσεις και στον ευρωπαϊκό χώρο, προκαλώντας τη μεγάλη πτώση της συνολικής ζήτησης κατά ένα μέρος μέσω των επενδύσεων και κατά ένα άλλο μέσω των εξαγωγών. Ειδικά η Γερμανία επλήγη πολύ σοβαρά γιατί, από τη μία, περιορίστηκαν οι εξαγωγές της στις εκτός ΕΕ χώρες (λόγω μείωσης της τιμής του δολαρίου, αλλά και του γουάν, που κατέστησε ακριβό το ευρώ και οδήγησε στο να χάσει η Γερμανία από την Κίνα την πρώτη θέση στις εξαγωγές εμπορευμάτων) και, από την άλλη, γιατί οι τράπεζές της βρέθηκαν εκτεθειμένες σε επισφαλή τιτλοποιημένα χρέη. Αυτό συνέβη διότι το μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα οφειλόταν, πέραν της υψηλής παραγωγικότητας σε ορισμένους τομείς, σε  σημαντικό βαθμό και στη μείωση του εργατικού εισοδήματος η οποία έδρασε ως μηχανισμός εσωτερικής υποτίμησης. Το ζήτημα είναι πως η μείωση των αμοιβών λειτούργησε ως κίνητρο για τους Γερμανούς εργαζόμενους στο να αποταμιεύσουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους απ' ό,τι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι περιορίστηκαν οι άμεσες εγχώριες επενδύσεις, είχε ως αποτέλεσμα οι γερμανικές τράπεζες να βρεθούν με αυξημένη ρευστότητα σε ισχυρό νόμισμα. Ένα σημαντικό τμήμα αυτής της ρευστότητας κατευθύνθηκε σε επισφαλή τραπεζικά παράγωγα σε διάφορες χώρες, με συνέπεια η έναρξη της κρίσης να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα και στη γερμανική οικονομία.

Για να μπορέσουμε όμως να κατανοήσουμε τις εξελίξεις στην ΕΕ και στην ΟΝΕ θα πρέπει να γυρίσουμε μερικά χρόνια πίσω. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ήδη από τα τέλη του 20ού αιώνα, είχε αντιληφθεί πως βρισκόταν σε δυσκολία να ανταγωνιστεί τους υπόλοιπους δυτικούς οικονομικούς πόλους (Β. Αμερική, Ιαπωνία) καθώς και τις αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία, Ρωσία χώρες της ΝΑ Ασίας). Για το λόγο αυτό, υιοθέτησε τη στρατηγική της Λισσαβόνας η οποία αποσκοπούσε σε μία συντονισμένη προσπάθεια ακόμη μεγαλύτερης εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών στο εσωτερικό της. Υπενθυμίζουμε ότι η Στρατηγική της Λισσαβόνας στόχευε στο να καταστήσει την ΕΕ την πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης στον κόσμο, το 2010, ικανή για οικονομική ανάπτυξη με καλύτερες θέσεις απασχόλησης και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή.

Ωστόσο, τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που περίμεναν οι ευρωπαϊκές ελίτ. Η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ είναι σαφώς υπέρτερη στις ΗΠΑ σε σχέση με τις χώρες της ΟΝΕ, οι οποίες υπολείπονται και από τους αντίστοιχους βρετανικούς ρυθμούς.
Σε αντίστοιχα συμπεράσματα οδηγούμαστε αν εξετάσουμε την εξέλιξη της συνολικής παραγωγικότητας.
Η εξέλιξη αυτή δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση. Σε αντίθεση με τις χώρες της ΟΝΕ, οι ΗΠΑ έδωσαν ιδιαίτερο βάρος στην τεχνολογική καινοτομία, γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά στην αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας τους.

(...)

Η δημιουργία της ΟΝΕ, στη συνέχεια, και η χρήση του ευρώ από τις χώρες της ευρωζώνης περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Κι αυτό γιατί οι πολύ μεγάλες διαφορές παραγωγικότητας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης λειτούργησαν υπονομευτικά για τις οικονομίες των χωρών αυτών. Η έλευση της κρίσης και στην ευρωπαϊκή οικονομία έπληξε τις περισσότερες χώρες εντός και εκτός της Ευρωζώνης, αν και με διαφορετικό τρόπο. Το πρόβλημα πήρε ιδιαίτερες διαστάσεις δεδομένου ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες κατά βάση συναλλάσσονταν μεταξύ τους και η διάχυση των πιέσεων από τη μία στην άλλη έγινε γρήγορα εμφανής. Ταυτόχρονα η ανάπτυξη των νέων οικονομικών ανταγωνιστών (κυρίως Κίνα, Ινδία, Ρωσία) δυσχέραινε την επίλυση της κρίσης μέσω της εξωστρεφούς επέκτασης. Η μεγάλη φιλοδοξία να αναδειχθεί το ευρώ σε παγκόσμιο νόμισμα, άρα και προφυλαγμένο από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις, δεν μπόρεσε να γίνει πραγματικότητα. Το 2004, το 19% των συναλλαγών σε συγκεκριμένα χρηματοοικονομικά προϊόντα (spot, swaps, outiright), ήταν σε ευρώ, με το δολάριο να κυριαρχεί σε ποσοστό 44%, τη βρετανική λίρα με 8,5% και το γιεν με 10%. Το πιο σημαντικό όμως είναι η παρουσία του ευρώ στο σύνολο των παγκόσμιων αποθεματικών. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, το 2007 το 63,9% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων ήταν σε δολάρια ΗΠΑ, το μερίδιο του ευρώ έφτανε το 26,5%, η στερλίνα περιοριζόταν στο 4,7%, και το γιεν στο 2,9%. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν πως μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2013 δεν έχουν επέλθει σημαντικές μεταβολές. Έτσι, ο βαθμός βαρύτητας διαφόρων νομισμάτων στα συναλλαγματικά αποθέματα κεντρικών τραπεζών είναι 61,89% για το δολάριο, 23,92% για το ευρώ, 4% για τη βρετανική λίρα 3,94% για το γιεν, 0,13% για το ελβετικό φράγκο και 6,12% για τα άλλα νομίσματα.

Μπροστά λοιπόν στον κίνδυνο ανεξέλεγκτων καταστάσεων, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να εφαρμόσει μία παρόμοια με αυτή που υιοθέτησε η FED στις ΗΠΑ πολιτική: να προμηθεύσει, δηλαδή, με τεράστιες ποσότητες χρήματος τις τράπεζες ώστε να απαλλαγούν από τα λεγόμενα τοξικά ομόλογα. Μόνο που υπήρχαν τρεις σημαντικές διαφορές: α) το γεγονός πως το δολάριο παρέμενε το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα επέτρεπε στην αμερικανική κυβέρνηση να εκδίδει "λευκές επιταγές" τουλάχιστον για το διάστημα της κρίσης χωρίς να κινδυνεύει η αξία του δολαρίου, β) ως ομοσπονδιακό κράτος, οι ΗΠΑ μπορούσαν να προχωρήσουν σε εσωτερική αναδιανομή των πιο πλεονασματικών Πολιτειών προς τις πιο ελλειμματικές. Ο sui generis χαρακτήρας της Ευρώπης δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. γ) η Wall Street διέγραψε τα τοξικά CDO μέσω της παρθενογένεσης ενός χρηματοοικονομικού εργαλείου που έριξε το κόστος σε βάρος των φορολογουμένων. Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές τράπεζες για να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα υιοθέτησαν το ακόλουθο σχέδιο: ένα τμήμα του δημόσιου χρήματος που είχαν λάβει, χρησιμοποιήθηκε με τη μορφή στοιχήματος για το ενδεχόμενο που, λόγω των διεθνών πιέσεων, ένα κράτος θα οδηγείτο στη χρεοκοπία. Έτσι, υπήρξε η στροφή προς τα ασφαλιστικά συμβόλαια κινδύνου CDS τα οποία αποζημιώνουν τον κάτοχό τους για αρκετές περιπτώσεις που κάποιος άλλος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του (πχ ένα κράτος να μην μπορεί να πληρώσει ένα ομόλογο).

Μετά την παρέμβαση της ΕΚΤ και μέσω της αναμόχλευσης, οι τράπεζες άρχισαν να βελτιώνουν τους προϋπολογισμούς τους αλλά η όλη εξέλιξη τις οδήγησε, αφενός στο να μειώσουν το δανεισμό προς τος χώρες της περιφέρειας και αφετέρου στο να σταματήσουν να αγοράζουν μακροπρόθεσμους τίτλους επιλέγοντας τα βραχυπρόθεσμα εργαλεία (επιταγές, συναλλαγματικές, εγγυητικές επιστολές, κτλ), πράγμα που είχε ως συνέπεια την έλλειψη πιστώσεων και την αυξανόμενη ύφεση σε όλη την Ευρωζώνη. Οι χώρες που είχαν δαπανήσει μεγάλα ποσά για τη διάσωση των τραπεζών ωθήθηκαν σε αύξηση του δημόσιου δανεισμού και η αυξανόμενη προσφορά κρατικών χρεογράφων άσκησε ανοδική πίεση στις αποδόσεις. Στο μάτι του κυκλώνα βρέθηκαν οι πιο αδύναμες οικονομίες του Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία), οι οποίες έπρεπε να αντιμετωπίσουν σημαντικά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και κατά συνέπεια θεωρήθηκαν ως ευεπίφορες για πτώχευση. (Σε αυτές προστέθηκε αλλά για διαφορετικούς λόγους -λόγωω της συμμετοχής του τραπεζικού της συστήματος στη στεγαστική φούσκα- η Ιρλανδία).

Έτσι φτάσαμε στην εκδήλωση της κρίσης στην Ελλάδα.

Αλλά για αυτό, θα χρειαστεί τελικά κι ένα τρίτο μέρος, ώστε να υπάρχει μια σφαιρική εικόνα για την ερμηνεία της κρίσης.

Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Η διεθνής οικονομική κρίση

Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από το (χρήσιμο, ενδιαφέρον αλλά και με ορισμένους περιορισμούς) βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου "κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα" από τις εκδόσεις Τόπος. Θα ακολουθήσει κι η συνέχεια σε ένα δεύτερο μέρος, με σκοπό να δώσει μια συνοπτική αλλά πλήρη εικόνα για μια συγκεκριμένη ερμηνεία της κρίσης (και της εκδήλωσής της ως κρίσης χρέους, ανταγωνιστικότητας, κτλ) με σκοπό να υποβληθεί κατόπιν σε κριτική. Δεν ξέρω αν το πρώτο μέρος από μόνο του φανεί ενδιαφέρον στους σφους αναγνώστες, αλλά ο διαχωρισμός κρίθηκε σκόπιμος, λόγω έκτασης. Καλή ανάγνωση.

1. Η μη υπέρβαση της κρίσης του 1973

Βασική θέση του παρόντος εγχειριδίου είναι πως η ελληνική κρίση δεν αποτελεί ανεξάρτητο από τη διεθνή κρίση φαινόμενο. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν την κρίση οι ευρωπαϊκές οικονομικές ελίτ θα πλήξει ιδιαίτερα την Ελλάδα, η οποία για μια σειρά από εσωτερικούς λόγους θα καταστεί ο αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής και διεθνούς οικονομίας.

Η φούσκα των ακινήτων του 2007-08 στις ΗΠΑ και οι επιδράσεις της στη χρηματοπιστωτική σφαίρα σχετίζονται με το γεγονός πως οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1973 δεν έγινε ποτέ δυνατόν να ανασχεθούν πλήρως.

Το πρόβλημα κερδοφορίας που έχει δημιουργήσει την κρίση δεν είναι θέμα υψηλών μισθών, και αν συνεχίζει να είναι υπαρκτό, οφείλεται στο γεγονός πως όλες οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες δεν κατόρθωσαν να ανορθώσουν την κερδοφορία των ισχυρών καπιταλιστικών σχηματισμών στα επίπεδα της προ του 1973 περιόδου. Και παρότι υπήρξαν μια σειρά από πολιτικές που αντανακλούσαν αυτή την κατεύθυνση, ο στόχος τελικώς δεν επετεύχθη. Οι εν λόγω πολιτικές αφορούσαν: α) στην αύξηση των πραγματικών μισθών με ρυθμούς μικρότερους από την αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (έντασης της εκμετάλλευσης) β) στην εκκαθάριση των λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων γ) στην αύξηση της χρόνιας και μαζικής ανεργίας, έτσι ώστε να περιοριστεί η διαπραγματευτική ισχύς της εργασίας δ) στην επίταση των ρυθμών συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου ε) στην ευρεία αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις (μερική απασχόληση, ελαστικές σχέσεις εργασίας, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενοικιάσει εργαζομένων), στ) στην ανάπτυξη μιας παράλληλης αγοράς εργασίας (στην οποία εντάσσονται κυρίως γυναίκες, νέοι, μετανάστες) και εντός της οποίας καταστρατηγείται η εργασιακή νομοθεσία. Το πρόβλημα δεν επιλύθηκε ούτε από τη μείωση του κόστους των μηχανικών συστημάτων παραγωγής, των πρώτων υλών και της ενέργειας αλλά ούτε και μέσω της εισαγωγής των λεγόμενων νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία.

Το ενδιαφέρον είναι πως το διάστημα που μεσολάβησε από την κρίση του 1973 μέχρι τις αρχές του νέου αιώνα χαρακτηρίστηκε από μια σειρά θετικών εξελίξεων για το καπιταλιστικό σύστημα, όπως: τη διάλυση του Σοβιετικού μπλοκ, τη μείωσης της δύναμης των συνδικάτων, την υποχώρηση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Οι εξελίξεις αυτές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν θετικά και να συντελέσουν στην αύξηση της κερδοφορίας, πράγμα που όμως δεν έγινε. Αντίθετα, λειτούργησαν θετικά για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως συνόλου ή ως καπιταλιστικής δυναμικής. Αυτό σημαίνει πως ενώ η κερδοφορία στις καπιταλιστικές μητροπόλεις δεν επαναποκτούσε την παλαιότερη δυναμική της, η είσοδος και άλλων χωρών εντός της καπιταλιστικής/ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (είτε με υψηλό επίπεδο ικανοτήτων του συλλογικού εργάτη, όπως στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Δύσης, είτε με χαμηλούς μισθούς, όπως σε ορισμένες Ασιατικές χώρες, είτε με ένα συνδυασμό και των δύο) δημιούργησε πιέσει αφού ο ανταγωνισμός εντεινόταν και τα μερίδια στη διεθνή αγορά ανακατανέμονταν.

2. Η επιλογή της χρηματοπιστωτικής σφαίρας (δημόσιος δανεισμός και χρηματιστικοποίηση)

Οι ανωτέρω εξελίξεις οδήγησαν στην ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου μοντέλου συσσώρευσης. Έτσι, έγινε προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί ως απάντηση η στροφή προς τη χρηματοπιστωτική σφαίρα μέσω της λεγόμενης χρηματιστικοποίησης. Η χρηματοπιστωτική σφαίρα έχει την ιδιαιτερότητα να συγκεντρώνει και να διαχειρίζεται χρήμα που βρίσκεται στάσιμο και αναξιοποίητο, να προεξοφλεί τη δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης, λειτουργώντας ως δίκτυο απαιτήσεων στη μελλοντική κερδοφορία, να επιτρέπει τη γρήγορη μετακίνηση του κεφαλαίου από τον έναν τομέα στον άλλο, όπου το επίπεδο κερδοφορίας εμφανίζεται υψηλότερο, να αποτιμά διαρκώς τα πάγια κεφάλαια των επιχειρήσεων που βρίσκονται εκτός κυκλοφορίας, να δημιουργεί ένα σύστημα διαχείρισης επιχειρηματικού κινδύνου και τέλος να συμβάλλει στη σταδιακή σύγκλιση των πιο διαφορετικών μορφών περιουσιακών αποδόσεων.

Σε αυτό το πλαίσιο, σε περιόδους κρίσης λιμνάζοντα κεφάλαια αναζητούν υψηλότερη κερδοφορία και όταν τη βρίσκουν κατευθύνονται προς τη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Η ιδιαιτερότητα που υπάρχει στη μετά του 1973 εποχή είναι πως η χρηματοπιστωτική σφαίρα πέραν των "παραδοσιακών" δραστηριοτήτων της χαρακτηρίζεται, αφενός, από το αυξημένο δημόσιο δανεισμό και αφετέρου από το φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης.

Ο αυξημένος δημόσιος δανεισμός δημιουργήθηκε ως προσπάθεια συντήρησης ενός υψηλού ποσοστού δημόσιων δαπανών που δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τα φορολογικά έσοδα. Δηλαδή, το κράτος, από τη μια δεν ήθελε να φορολογήσει τις επιχειρήσεις που ήδη γνώριζαν πτώση κερδοφορίας και ούτε ήταν εύκολο να καλύψει αυτό το κενό από τους εργαζόμενους, των οποίων τα εισοδήματα είχαν γνωρίσει ακόμη μεγαλύτερη μείωση, και, από την άλλη, δεν ήθελε να μειώσει και τις δημόσιες δαπάνες, οι οποίες σε σημαντικό βαθμό αφορούσαν στην αγορά καπιταλιστικών εμπορευμάτων και λειτουργούσαν ανασχετικά στην περαιτέρω μείωση της κερδοφορίας. Γι' αυτό και τα δυτικά κράτη στράφηκαν στην αύξηση του δημόσιου χρέους.

Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην επέκταση της αγοράς ομολόγων και κατέστησε το δημόσιο χρέος μία σημαντική παράμετρο της όλης διαδικασίας "ανάπτυξης" που σε δεύτερο χρόνο θα συνδυαστεί με τη διαδικασία της χρηματιστικοποίησης.

Από εκεί και πέρα το φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης παρουσιάζει τρία χαρακτηριστικά: α) τη δυνατότητα των μεγάλων επιχειρήσεων να χρηματοδοτούν επενδύσεις βάσει αδιανέμητων κερδών, καθώς και τη δυνατότητά τους να συμμετέχουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές για δικό τους λογαριασμό, β) την κατεύθυνση των τραπεζών προς την εξασφάλιση κερδών από συναλλαγές στις χρηματοοικονομικές αγορές καθώς και από το δανεισμό σε ιδιώτες, γ) την αυξανόμενη συμμετοχή των εργαζόμενων και των νοικοκυριών στις χρηματοπιστωτικές αγορές τόσο για να δανειστούν όσο και για να διαθέσουν τις αποταμιεύσεις τους. Το αποτέλεσμα ήταν τα τελευταία 30 χρόνια ο λόγος των χρηματοοικονομικών στοιχείων προς το παγκόσμιο ΑΕΠ να έχει τριπλασιαστεί από 1,5 σε 4,5.

Απαραίτητη προϋπόθεση της τοιαύτης εξέλιξης της χρηματιστικοποίησης ήταν και η λεγόμενη "απελευθέρωση" των τραπεζικών αγορών - συνέπεια της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Από εκεί και πέρα, συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες, όπως η χρησιμοποίηση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, η δημιουργία των νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων η αύξηση του σωρευτικού όγκου των τόκων, η άνοδος της τιμής των μετοχών, η αύξηση του διανεμόμενου ύψους των μερισμάτων στους μετόχους κ.ά.

Η εμπέδωση της χρηματιστικοποίησης ξεκίνησε από τη σχέση τραπεζών και πάσης φύσεως ιδιωτών. Οι επιχειρήσεις, αφού σε πρώτο χρόνο είχαν καταθέσει τα κέρδη του, σε δεύτερο αγόραζαν χρηματοπιστωτικά προϊόντα για να αυξήσουν την κερδοφορία τους, ενώ τα νοικοκυριά σύναπταν καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια επειδή δεν μπορούσαν να αγοράσουν κατοικίες και προϊόντα από τους μισθούς τους. Στην τάση αυτή συνέβαλε η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων που υιοθέτησε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ στη διάρκεια των ετών 2001-2003, που σε ένα βαθμό οφειλόταν και στο φόβο που διαχύθηκε στις αγορές από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Δημιουργήθηκε, έτσι, μια φούσκα την οποία ενίσχυσε η εισροή των κεφαλαίων από τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες υπό τις πιέσεις της παγκόσμιας αγοράς διατηρούσαν τα αποθεματικά τους σε δολάρια.

Αρχικών, οι τράπεζες δάνειζαν σε αξιόπιστους πελάτες αλλά στη συνέχεια ο δανεισμός επεκτάθηκε και σε ορισμένες μορφές επισφαλών δανείων. Αυτό έγινε εφικτό μέσω της αλλαγής του τρόπου με τον οποίο παρέχονταν τα δάνεια. Παλαιότερα η σύναψη ενός δανείου ήταν αποτέλεσμα μιας προσωπικής σχέσης μεταξύ τράπεζας και δανειζόμενου. Στη συνέχεια, αυτό αντικαταστάθηκε από τη θέσπιση ορισμένων αντικειμενικών κριτηρίων (τη λεγόμενη επιστημονική βαθμολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας) και οι τράπεζες θεώρησαν τα δάνεια που είχαν δώσει ως περιουσιακά τους στοιχεία τα οποία εγγυώνταν την αποπληρωμή των έντοκων δόσεων στον κάτοχό τους. Για ένα διάστημα αυτό θεωρήθηκε ως το απόγειο της σύγχρονης χρηματοπιστωτικής αντίληψης, ωστόσο όπως θα φανεί πολύ σύντομα η ανάθεση της αποτίμησης σε τρίτους, σε φορείς εκτός τραπεζών, δημιούργησε κενά και παραλείψεις που οδήγησαν σε εσφαλμένες εκτιμήσεις.

Σε κάθε περίπτωση, όλα όσα προηγήθηκαν θα έχουν ως αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση του δανεισμού και τη μετατροπή των δανείων σε ειδικά ομόλογα που αγοράστηκαν από μια σειρά από καταθέτες (επιχειρήσεις, ασφαλιστικά ταμεία, άλλες τράπεζες), ενώ ορισμένοι χρηατοπιστωτικοί οργανισμοί άρχισαν να χρησιμοποιηθούν φτηνές πιστώσεις για να αγοράσουν αυτούς τους νέους εγγυητικούς τίτλους (τίτλους, δηλαδή, οι οποίοι έδιναν το δικαίωμα είσπραξης δόσεων που απέρρεαν από ξεχωριστά δάνεια). Στη συνέχεια, κάποιοι άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί συνένωναν αυτούς τους εγγυητικούς τίτλους για να χρησιμοποιήσουν πιο πολύπλοκους συνθετικούς τίτλους, τα λεγόμενα Χρέη με εγγύηση Χρεών (CDO-Collateralized Debt Obligations), τα οποία έδιναν στους κατόχους τους το δικαίωμα είσπραξης σωρευτικών τόκων από τους προηγούμενους εγγυητικούς τίτλους. Αυτή η καινοτομία θεωρήθηκε ως ιδιαίτερα ελπιδοφόρα αφού σε περίπτωση που κάποιες επιχειρήσεις συναντούσαν δυσκολίες, αυτό δε θα επιβάρυνε ένα πιστωτικό ίδρυμα εφόσον το ρίσκο είχε μοιραστεί μεταξύ διαφορετικών αγοραστών ομολόγων.

Το αποτέλεσμα ήταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα ενώ το 1971 αντιστοιχούσε στο 3% της αμερικανικής οικονομίας, το 2007 να φτάσει το 42%. Σε διεθνές επίπεδο, το 2011* το παγκόσμιο εισόδημα ήταν 49 τρις δολ. και τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα έφταναν τα 85 τρις δολ. Το 2007 το παγκόσμιο εισόδημα είχε φτάσει στα 85 τρις δολ. ενώ η αξία των παραγώγων είχε εκτοξευτεί στα 670 δις δολ.

*Σ.Σ: όπως σωστά μου υπέδειξε σφος αναγνώστης, υπάρχει ένα λογικό χάσμα με τη μείωση που προκύπτει και πιθανότατα κάποιο λάθος στην αναφερόμενη χρονολογία, το οποίο δεν έγινε κατά τη μεταφορά του κειμένου, αλλά στο πρωτότυπο.

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Περί δομικής κρίσης

Μπαίνοντας στα χωράφια της πολιτικής οικονομίας, έχω πάντα το φόβο πως τσαλαβουτώ σε πελάγη ημιμάθειας. Το οποίο ισχύει πιθανότατα για όλα τα πεδία, εφόσον η γνώση ποτέ δε σταματά και εξελίσσεται. Αλλά ας μείνουμε σε αυτά που (νομίζουμε πως) γνωρίζουμε.

Ένα από τα πρώτα βασικά πράγματα που μαθαίνει ένας αρχάριος στη μαρξιστική πολιτική οικονομία, είναι ο νομοτελειακός κύκλος των καπιταλιστικών κρίσεων υπερσυσσώρευσης, που εμφανίζονται κάθε τόσο κι απαξιώνουν ένα μέρος των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων, για να μπορέσουν τα εναπομείναντα κι ισχυρότερα να συνεχίσουν τη διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής τους.

Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη συχνότητα εμφάνισης των κρίσεων και τη δυνατότητα να προβλέψουμε τον ακριβή χρόνο εκδήλωσής της, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την πρώτη, γενική εκτίμηση του Μαρξ (περίπου μία κρίση ανά δεκαετία) και τη θεωρία των κύκλων του Κοντράτιεφ. Αυτό που πρέπει να κρατήσει κανείς είναι ότι η ανάπτυξη είναι στιγμή του κρισιακού κύκλου, που προετοιμάζει την επόμενη φάση ύφεσης. Και ότι οι δύο αυτές στιγμές έχουν σε μεγάλο βαθμό συγκεραστεί, σε μια προσπάθεια των αρχών να μετριάσουν τις συνέπειες της κρίσης, η οποία μακροπρόθεσμα καταλήγει μάλλον στο αντίθετο αποτέλεσμα. Δηλ σε μια παρατεταμένη ύφεση, που την ακολουθεί ή μάλλον τη διακόπτει μια σύντομη περίοδος πρόσκαιρης κι αναιμικής ανάπτυξης.

Από τα παραπάνω προκύπτει ο κυκλικός κι επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας των κρίσεων στον καπιταλισμό. Υπάρχει ωστόσο μια προσέγγιση, που χωρίς να αναιρεί αυτή την ανάλυση, κάνει λόγο για δομική κρίση του συστήματος και θεωρεί πως είναι λάθος να μιλάμε σήμερα για μια τυπική, κυκλική καπιταλιστική κρίση. Κάποιες εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις μάλιστα θεωρούσαν πως έχουν πιάσει τον Πάπα από το αλάθητό του, και τόνιζαν το βάθος αυτής της δομικής κρίσης, επαναλαμβάνοντας μονότονα (και κυκλικά, σαν κρίση) πως το ΚΚΕ βλέπει τη σύγχρονη κρίση στατικά, ως μία από τα ίδια, επανάληψη των όσων ήδη γνωρίζαμε από τις γραφές, κτλ.

Και τι είναι τότε, αφού δεν είναι κυκλική κρίση; Μήπως είναι η τελική κρίση του συστήματος, δεύτε τον τελευταίο ασπασμό και πρέπει να την αξιοποιήσουμε για την επαναστατική υπόθεση; Κι επίσης: Από πού βγαίνει ότι η δομική κρίση δεν είναι κυκλική; Και ποιος λέει πως ο κυκλικός χαρακτήρας της κρίσης δεν είναι ταυτόχρονα και δομικός, ότι δεν απορρέει δηλαδή αναπόφευκτα από τα δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος (πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, κτλ); Αυτό το σημείο, ομολογώ πως πάντα με μπέρδευε.

Μέχρι που σχετικά πρόσφατα κατάφερα να βγάλω μια άκρη (έτσι πιστεύω τουλάχιστον) με κάτι που δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο εκφράζει θεωρητικά όλους όσους κάνουν λόγο για δομική κρίση και δεν είναι απαραίτητα σωστό, βγάζει όμως κάποιο νόημα και είναι μια θέση με την οποία μπορεί να αντιπαρατεθεί κανείς.

Μια θέση που εκφράζεται μεταξύ άλλων από το Μαυρουδέα, που σε γενικές γραμμές υποστηρίζει ότι η κρίση του 29' ήταν τόσο βαθιά, που σηματοδότησε συνολικές αλλαγές στην αρχιτεκτονική δομή του συστήματος, τη στροφή προς το new deal και προς κεϊνσιανές, αναδιανεμητικές πολιτικές. Αντιστοίχως, η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 70' έβαλε τέλος στη 'χρυσή τριακονταετία' του μεταπολεμικού κεϊνσιανισμού και όρισε χρονικά τη στροφή προς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, που κυριάρχησε μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης και τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες. Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν, η σημερινή δομική κρίση που εκδηλώθηκε αρχικά το 08' στις ΗΠΑ, σηματοδοτεί μια αντίστοιχη αλλαγή στο πρότυπο καπιταλιστικό υπόδειγμα, που τα βασικά χαρακτηριστικά του δεν έχουν αναφανεί πλήρως ακόμα.

Η συγκεκριμένη περιοδολόγηση των καπιταλιστικών κρίσεων παρουσιάζει ενδιαφέρον κι ορισμένα ερμηνευτικά πλεονεκτήματα, Υπάρχει όμως και αντίλογος. Καταρχάς το διαφορετικό υπόδειγμα του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης οφείλεται πρωτίστως, κατά τη γνώμη μου, στον εκάστοτε διεθνή συσχετισμό και τις διαφορετικές ιστορικές συνθήκες που υπαγορεύουν τα χαρακτηριστικά του. Η κεϊνσιανιστική εποχή δεν ήταν μια εποχή ήπιου καπιταλισμού, αλλά η άμυνα του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου ενάντια στο αντίπαλο σοβιετικό δέος και την ισχύ του επαναστατικού κινήματος στις χώρες του δυτικού κόσμου. Οι γενικές τακτικές της άρχουσας τάξης, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, είναι χοντρικά μιλώντας το καρότο και το μαστίγιο. Εφόσον η αστική τάξη δε νιώθει να απειλείται, δεν υπάρχει κανείς λόγος να επιμείνει στο πρώτο και καταφεύγει στο δεύτερο, περικόπτοντας τους μισθούς και τις παραχωρήσεις που αναγκάστηκε να κάνει κατά τη διάρκεια του σύντομου εικοστού αιώνα. Αυτό καθορίζει την υπαρξιακή κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και τα πενιχρά όρια των διάφορων αναβιώσεών της, από τον ελληνικό Σύριζα και τους Podemos στην Ισπανία, ως τον επικεφαλής των Εργατικών στην Αγγλία και την υποψηφιότητα του δημοκρατικού Σάντερς στις ΗΠΑ.

Πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε πως η ανάλυση του Μαυρουδέα συνδέεται πιθανότατα με την ανάλυση περί ολοκληρωτικού καπιταλισμού, δηλ ενός νέου σταδίου καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά τον ιμπεριαλισμό, που αναιρεί την κλασική ανάλυση του Λένιν στη σχετική μπροσούρα του για τον ιμπεριαλισμό (ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, και τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό ως το τελευταίο εκείνο σκαλοπατάκι πριν το άλμα στη σοσιαλιστική κοινωνία). Αν υποθέσουμε βέβαια ότι αυτή η επεξεργασία υπάρχει τουλάχιστον εδώ και είκοσι χρόνια, δεν είναι λογικό να υποθέσουμε ότι έχει ήδη παλιώσει, ότι υπάρχουν νέες τάσεις και διεργασίες που την καθιστούν αναχρονιστική και ότι πρέπει να αναζητήσουμε ένα νέο-νέο στάδιο, που διαδέχεται τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό; Γιατί να σταματήσουμε εκεί την αναθεώρηση (επαναθεμελίωση) του Λένιν;

Ας συμφωνήσουμε όμως ότι το πιο σημαντικό δεν είναι μια 'βυζαντινολογία' (που μόνο τέτοια δεν είναι πάντως) για το φύλο των αγγέλων και το στάδιο ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού, αλλά η ουσία του πράγματος και τα βασικά γνωρίσματα που καθορίζουν την εξέλιξή του, οι νέες τάσεις που εμφανίζονται ή που ωριμάζουν στο εσωτερικό του, κτλ. Και σε αυτό το πεδίο υπάρχουν πολλά να επισημανθούν, καθώς πλάι στην τάση ολοκλήρωσης των καπιταλιστικών οικονομιών και τον αναβαθμισμένο ρόλο των διακρατικών, ιμπεριαλιστικών οργανισμών, μπορεί να συμπεριλάβει κανείς την εκτίμηση του κόμματος για το συγχρονισμένο χαρακτήρα αυτής της κρίσης, μια σημείωση σ' ένα άρθρο του Μαργαρίτη για τις οξυμένες αντιθέσεις που οδηγούν ουσιαστικά στη διάλυση των κρατών που βρίσκονταν στον "άξονα του κακού" (Ιράκ, Λιβύη και πρόσφατα Ουκρανία, Συρία). Ακόμα και την (προς συζήτηση) εκτίμηση του Θοδωρή, σε ένα σημερινό ενδιαφέρον άρθρο του, ότι πρώτη φορά η κρίση χτύπησε την καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος, δηλ το χρηματοπιστωτικό τομέα.

Είναι προφανές κι αυτονόητο πως πρέπει να παρακολουθούμε διαρκώς τις οικονομικές εξελίξεις στο αντίπαλο, ταξικό στρατόπεδο. Αναρωτιέμαι όμως -κι εδώ σκοντάφτω ξανά στα της δομικής κρίσης- ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και ποια πρακτικά καθήκοντα απορρέουν από μια τέτοια συγκυρία. Για την ακρίβεια, ποια διαφορετικά πρακτικά καθήκοντα υπαγορεύει, τι νέο, διαφορετικό κομίζει αυτή η ανάλυση στο πεδίο της πράξης, ως προέκταση της θεωρητικής επεξεργασίας της; Και γιατί δε μοιράζονται τις γνώσεις τους μαζί μας, για να φωτίσουν όσους βλέπουν παντού και πάντα μία από τα ίδια;

Περισσότερα για αυτό όμως, σε κάποιο από τα επόμενα σημειώματα.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Πού το πάνε;

Η κοινοβουλευτική παράσταση τις προάλλες είχε κοινή αξία χρήσης για τους δύο πόλους του νεοπαγούς δικομματισμού: να δείξουνε τις βαθιές κι αγεφύρωτες διαφορές που τους χωρίζουν, καθώς βαδίζουνε μαζί στον ίδιο δρόμο (τον ευρωμουνόδρομο, όπως τον έχει χαρακτηρίσει εδώ και μερικά χρόνια ο Μπούτας) ου μην και προς μια συγκυβέρνηση σε βάθος χρόνου (ή μήπως μηνών;) για την απαρέγκλιτη εφαρμογή της μνημονιακής στρατηγικής.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τσίπρας εξέφρασε από το βήμα της Βουλής την ευγνωμοσύνη του προς το Μητσοτάκη, γιατί επιτέλους έγιναν καθαρές και τέθηκαν σε πολιτική βάση οι μεταξύ τους διαφορές. Του καλού (κοινωνικά ευαίσθητου και ψυχοπονιάρη) και του κακού (πλην ρεαλιστή και τεχνοκράτη) δήμιου. Ή με άλλα λόγια, της σοσιαλδημοκρατικής και της νεοφιλελεύθερης αφήγησης, ακριβώς στην ιστορική φάση που αυτές οι διαφορές εκμηδενίζονται και δεν έχουν την παραμικρή πρακτική σημασία.

Από μια άποψη βέβαια, ο καθένας έχει δίκιο από την πλευρά του, όταν δε μιλάει για αυτήν, αλλά για τους απέναντι, για να τους πει: πόσο πασόκοι/πόσο δεξιοί είστε. Αλλά λέει μονάχα τη μισή αλήθεια, γιατί οι μεν αποσιωπούν πως εφαρμόζουν (με πόνο ψυχής και κοινωνικά κριτήρια, ταξικά μεροληπτικά) την ίδια ανάλγητη, νεοφιλελεύθερη πολιτική, και οι δε πως ο Σύριζα ούτε λαϊκίζει, ούτε κι έχει περιθώρια να το κάνει και να δράσει έξω από το πλαίσιο της αντιλαϊκής στρατηγικής του αστικού κόσμου, που συμπυκνώνεται (αλλά δεν εξαντλείται) στο Μνημόνιο.

Φτάνουμε λοιπόν στο ερώτημα του τίτλου, για να το εξετάσουμε σε διάφορα επίπεδα.

Καταρχάς σε πολιτικό επίπεδο, το βασικό ερώτημα είναι αν η ΔΦΑ θα καταφέρει να περάσει αναίμακτα για τον κυβερνητικό λόχο (για το λαό ούτε συζήτηση) το νόμο-λαιμητόμο για τα ασφαλιστικά δικαιώματα, επιβεβαιώνοντας σε κάθε περίπτωση τη γνωστή φράση του Ανιέλι (όπως κι αν ήταν η αρχική της εκδοχή) για εκείνο το είδος της χρήσιμης Αριστεράς, που μπορεί να περάσει αντιλαϊκούς νόμους, εκεί όπου απέτυχε να το κάνει η Δεξιά. Εξ ου κι η ΔΦΑ καμαρώνει ότι έχει προλάβει να νομοθετήσει πιο πολλά απ' όσα είχαν κάνει ως τώρα οι προκάτοχοί της.

Δεν ξέρω αν ο Σύριζα και η κυβερνητική πλειοψηφία βγουν αλώβητοι από αυτή τη διαδικασία ή αν θα χρειαστεί και πρόθυμα δεκανίκια (Λεβέντης, Ποτάμι). Υπάρχει πάντως μια γενική αίσθηση πως ο Σύριζα και η αξία χρήσης του για το σύστημα ίσως αρχίζει να εξαντλείται μετά την "ασφαλιστική μεταρρύθμιση" κι έτσι διερευνάται από τώρα η διάδοχη κατάσταση. Είτε με ένα οικουμενικό κυβερνητικό σχήμα (που είναι κι ο διακαής πόθος του Λεβέντη) είτε με εκλογές μες στο 16' -για αυτό κι επιχειρούν τόσο άγαρμπα κάποια ΜΜΕ να φτιάξουν το προφίλ του Κυριάκου ως σοβαρού και υπέθυνου μεταρρυθμιστή και κατά συνέπεια καταλληλότερου πρωθυπουργού.
(Σημειώνω παρεμπιπτόντως κι ακροθιγώς μια σημείωση από ένα άρθρο του Όψιμου στην Κομεπ για τις εξελίξεις στη ΝΔ, όπου λέει εύστοχα πως δεν πρέπει να βλέπουμε αφηρημένα τις διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα, αλλά να τις παρατηρούμε συγκεκριμένα, για να βγάζουμε σωστά συμπεράσματα).

Για το ασφαλιστικό, οι επιδιώξεις του αστικού μπλοκ εξουσίας είναι φανερές. Καίνε το "ξίγκι" που έχει απομείνει και στερούν από πολλές λαϊκές οικογένειες ένα από τα τελευταία στηρίγματα που είχαν. (Κι αν θέλει κανείς να βρει οπωσδήποτε ομοιότητες με την περίοδο της κατοχής, μπορεί να σκεφτεί τους απελπισμένους, που δε δήλωναν το θάνατο των συγγενικών τους προσώπων στις αρχές, για να μη στερηθούν τη μερίδα τους στο συσσίτιο, και να το συγκρίνει με τους συνταξιούχους).

Προωθούν τη διάλυση της κοινωνικής και την ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης. Και δεν προχωρούν σε συμβατικές μειώσεις, αλλά στη συντριβή των συντάξεων και τη σταδιακή προσαρμογή τους σε επίπεδο εξαθλίωσης, που θα πέφτουν κάτω κι από τα (θεωρητικά εγγυημένα) 380 ευρώ της περιβόητης εθνικής σύνταξης.

Μια εξέλιξη που συνδέεται με τα παραπάνω είναι το σπάσιμο παραδοσιακών συμμαχιών της αστικής τάξης με μεσαία στρώματα, που βλέπουν να φτωχοποιούνται και βγαίνουν ίσως για πρώτη φορά στους δρόμους. Από την άλλη ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε πως στην παρούσα φάση, βασικός σύμμαχος των κρατούντων (που καθιστά περιττό κάθε άλλη συμμαχία) είναι η δική μας αδράνεις, η ουσιαστική απουσία της εργατικής τάξης από το προσκήνιο. Κι αν κάποτε η απάθεια βασιζόταν σε μια επιφανειακή ευημερία και στη μαζική εξαγορά συνειδήσεων, σήμερα έχουμε κληρονομήσει μια εδραιωμένη νοοτροπία, χωρίς τους παράγοντες που τη διαμόρφωσαν και η περίοδος των εκπτώσεων αφορά τα πάντα: από τα δικαιώματα και τις λαϊκές διεκδικήσεις μέχρι την τιμή εξαγοράς.

Όλα αυτά συντείνουν στο συμπέρασμα πως ενδεχομένως να περνάμε σε μια νέα ποιότητα, που κάποιοι την έχουν βαφτίσει λανθασμένα νέο στάδιο, κι άλλοι την έχουν χαρακτηρίσει νέο αρχιτεκτονικό μοντέλο συσσώρευσης, που μπορεί να λειτουργεί πιλοτικά για τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, με την Ελλάδα σε ρόλο πειραματόζωου. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια κινεζοποίηση των μισθών, των ημερομισθίων και του λεγόμενου... μη εργατικού κόστους στην Ελλάδα (και όχι μόνο). Μια πραγματικότητα που καθιστά φληναφήματα και αερολογίες όσα είπε ο Τσίπρας στη Βουλή για τις Σκανδιναβικές χώρες, όπου ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα συμβαδίζουν με τις παροχές του κοινωνικού κράτους, χωρίς να αποκλείουν η μία την άλλη (και την υποτιθέμενη εφαρμογή αυτού του "μοντέλου" στα καθ' ημάς.

Αυτό που έχει ίσως μεγαλύτερο ενδιαφέρον να διερευνηθεί είναι αν η αστική τάξη προβαίνει σε αυτές τις κινήσεις, γιατί είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης και να διασφαλίσει τα υψηλά ποσοστά της κερδοφορίας της, ή γιατί βλέπει τον κοινωνικό-πολιτικό συσχετισμό να είναι συντριπτικά υπέρ της και δε συναντά σοβαρά εμπόδια. Με άλλα λόγια αν το κάνει από θέση ισχύρος (επειδή μπορεί) ή το ακριβώς αντίθετο (επειδή δεν μπορεί αλλιώς).
Κι η αλήθεια βρίσκεται (στους Σεξ Πίστολς) και στις δύο αναγνώσεις..

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Είναι εφικτός

Δεν ανήκει στις ένοχες, μυστικές απολαύσεις μου, κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δε θα είχα πρόβλημα να βγω θαρρετά (από την ντουλάπα μου) και να το παραδεχτώ ανοιχτά, όπως κάνω πχ για τη δεκαετία με τις βάτες και την αισθητική της, που την υπερασπίζομαι κριτικά, σαν Σοβιετική Ένωση. Παρόλα αυτά, έπρεπε να συνοδεύσω μια σφισσα, με αντίστοιχα ένοχα (αλλά βασικά απενοχοποιημένα) γούστα και έτσι βρέθηκα στο σινεμά να παρακολουθώ μία από τις δύο ταινίες που κόβουν τα περισσότερα εισιτήρια, αυτές τις μέρες. Όχι τον πόλεμο των άστρων, αλλά αυτή που οδήγησε στην εν Ελλάδι αναβολή της παγκόσμιας πρεμιέρας του, κι έτσι γίναμε μόλις η προτελευταία χώρα στον κόσμο, όπου θα προβληθεί η ταινία, μπροστά μόνο από την Κίνα, κάτι που αποδεικνύει περίτρανα πως είμαστε η τελευταία σοβιετική χώρα της Ευρώπης.


Και τη βρήκαμε ευτυχώς σε αρκετά καλή τιμή (δύο εισιτήρια στην τιμή του ενός), ώστε να μην κλαίμε για τα λεφτά που δώσαμε, αλλά δυστυχώς κάπως καλύτερη των προσδοκιών μας, χωρίς πολύ υλικό για να γελάσουμε, όπως στην προηγούμενη ταινία (Αν): με την εγκυμοσύνη ελέφαντα, που κρατούσε τέσσερις εποχές, τις ανερυθρίαστες αντιγραφές σκηνών, τον παθιασμένο έρωτα με τα κορμιά να χτυπιούνται σαν κριάρια μεταξύ τους, και το φτωχικό, καθημερινό διώροφο ενός άνεργου σκηνοθέτη στην Πλάκα, που υπάρχει και τώρα στην ιστορία -αλίμονο- το ίδιο ή κάποιο άλλο γειτονικό, αλλά αυτή τη φορά στα χέρια κάποιου στελέχους πολυεθνικής εταιρίας. Και το οποίο σχολίαζε στις παραστάσεις του και στο περυσινό Φεστιβάλ κι ένας άλλος Χριστόφορος, (ένας είναι ο Χριστόφορος, αλλά το γράφω έτσι, για να παραπέμπει στον τίτλο της ταινίας), ο Ζαραλίκος, που έκλεινε το φετινό πρόγραμμά του διασκευάζοντας το Μπέλα-Τσάο (το οποίο παράγουμε σε μεγαλύτερες ποσότητες απ' όσες μπορούμε να καταναλώσουμε), με το προφητικό (ως προς την ταινία τουλάχιστον) φινάλε: αγάπη μόνο ρε μουνιά... (ναι μουνιά, γιατί όχι; Είναι πολύ ωραία λέξη, όπως έλεγε σε έναν παλιό δίσκο του ο Χάρρυ Κλυνν).

Σίγουρα ένας φανατικός του είδους έχει την ευκαιρία να δει περισσότερα πράγματα και να ικανοποιηθεί, όχι γιατί δεν τα περίμενε και δεν ήξερε πως θα τα βρει, αλλά ακριβώς γιατί τα βρίσκει, αναγνωρίζει κι επιβεβαιώνει κλασικά στοιχεία και νόρμες, όπως το ντεζαβού διαρκείας με τις κλεμμένες σκηνές-ατάκες-σενάρια ολόκληρα (σε έχω δει κάπου, κάπου σε ξέρω), τη μανία του με τους τοίχους στις ερωτικές σκηνές (αν και αυτή τη φορά δεν υπάρχει γυμνό, γιατί είναι σοβαρή ταινία), το Οιδιπόδειο διαρκείας με τις μάνες, τη φανερή έλλειψη ρεαλισμού σε μια σειρά συμπτωματικών συμπτώσεων στην πλοκή της υπόθεσης, όπου μπερδεύονται όλοι με όλους και την σχετικά προβλέψιμη εξέλιξη των πραγμάτων.

Κι υπάρχουν αναμφίβολα σημεία, που ακόμα κι ένας αμύητος, μη πεπειραμένος θεατής μπορεί να διακρίνει και να γελάσει. Όπως σχολίασε κι ένας σφος, είναι σα να άνοιξε ο Χριστόφορος μια μέρα την τηλεόραση, σε ένα δελτίο ειδήσεων, ή μια εφημερίδα, και να "εμπνεύστηκε" από (αντέγραψε) όσα είδε, (επ)ανακαλύπτοντας την Αμερική της κρίσης και των συνεπειών της. Κι όλα αυτά, πασπαλισμένα με μια σειρά λατρεμένα κλισέ, πχ το διαχωρισμό ευρωπαϊκού βορρά-νότου και τους τροϊκανούς που φέρνουν τις απολύσεις από το εξωτερικό και τα πάνω-κάτω στη ζωή των Ελλήνων, ότι οι πολιτικοί (και η πολιτική) είναι κακοί και μας χωρίζουν, Έλληνες, Άραβες και Γερμανούς, κοκ...
Αλλά δεν είναι τόσο τρανταχτά και ξεκαρδιστικά, όσο άλλοτε...

Άσε που μπορείς να βρεις ακόμα και θετικά στοιχεία, όπως την ερμηνεία της Καβογιάννη και του οσκαρικού της παρτενέρ, με την τόσο συμπαθή φυσιογνωμία, που λέγεται πως εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητες της Καβογιάννη. Αλλά και την τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση του Μηνά Χατζησάββα (που άξιζε πιθανότατα έναν καλύτερο επίλογο στην καριέρα του), και μάλιστα σε κόντρα ρόλο, όπου ενσαρκώνει έναν χρυσαυγίτη. Και προπαντός, το μονόλογο-ξέσπασμα της Καβογιάννη στο σύζυγό της: είσαι ένας μέτριος, ένας βλάκας, ένας φασίστας!

Γιατί ο αντίφα Παπακαλιάτης έχει και τέτοια πολιτικά μηνύματα, όπως φαίνεται και από τον τίτλο της ταινίας του: ένας άλλος κόσμος (είναι εφικτός). Με ποιον τρόπο; Με την αγάπη, τον αρχαίο μύθο της Ψυχής και του Έρωτα, που καταργεί όλα τα σύνορα και κάθε διάκριση.
Αγάπη μόνο ρε μουνιά...

Δεν είναι αυτό πολιτική σκέψη; Τι παραπάνω έχει δηλ η πολιτική της κυβέρνησης Σύριζα, που χρησιμοποιούσε αυτό το σύνθημα (ως συμπλήρωμα στο "οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη"), συνολικά η σοσιαλδημοκρατία με την "τέχνη του εφιικτού" (τίτλος βιβλίου του Μιτεράν) ή οι ριζοσπαστικές της εκδοχές της, όπως το αντικαπιταλιστικό ΣΕΚ (ας μη φορτώσουμε το κείμενο με πολλά εισαγωγικά, τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται), που είχε κάνει σημαία το Πόρτο Αλέγκρε και την πάλη κατά της παγκοσμιοποίησης (γιατί ο ιμπεριαλισμός δεν είναι μοδάτη έννοια).

Στην τελική, ο Παπακαλιάτης, γόνος επιχειρηματία, που είχε αναλάβει την ΚΑΕ Ηράκλειο, κι αναθρεμμένος σε ένα κατεξοχήν μικροαστικό Πασοκονήσι, δύσκολα θα μπορούσε να μας πει κάτι παραπάνω για όλα αυτά. Ως εκεί έφτανε, ως εκεί μας είπε, κι από μια άποψη, πολύ καλά έκανε. Το πρόβλημα δεν είναι αυτός, αλλά η σιωπή των υπόλοιπων, του πολιτικοποιημένου καλλιτεχνικού κόσμου και γνωστών δημιουργών με ευρύτερη απήχηση, που δεν έχουν μιλήσει με το έργο τους, με αποτέλεσμα οι μόνοι που το έχουν πιάσει ως φαινόμενο, όπως μπορούν, να είναι ο αντίφα Παπακαλιάτης κι ο (ψηφοφόρος του ΚΚΕ ελέω Κανέλλη, νομίζω) Καπουτζίδης, στην Εθνική Ελλάδος. Κι αντιστρόφως, εγώ/εμείς που αγνοούμε ή σνομπάρουμε άλλους λιγότερο προβεβλημένους καλλιτέχνες κι έργα, που μιλάνε με αξιώσεις για όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Όσο για το Σταρ Γουόρς, έχω υπόψη μου κάποιους παραλληλισμούς με τους Σοβιετικούς, τον πόλεμο των Άστρων και την αυτοκρατορία του Κακού, αλλά αυτά μάλλον δεν είναι ικανά από μόνα τους να με πείσουν να παρακολουθήσω ένα είδος που δε με έχει κερδίσει. Κι ο Σνάιπερ δεν είναι κι ιδιαίτερα πιεστικός, για να μπορέσει να με παρασύρει..

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Ο χάρτης της κρίσης

Ένα καλό παράδειγμα (αν και όχι το πιο χαρακτηριστικό) του πώς εννοεί η αστική τάξη και οι δημοσιολόγοι της ότι η κρίση δημιουργεί νέες ευκαιρίες (σσ: για κερδοφορία) είναι και ο χώρος του βιβλίου. Όπου, πέρα από την υπόθεση που έχει προκύψει για το σπάσιμο της ενιαίας τιμής και την ενίσχυση των μονοπωλίων, έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια μια φάμπρικα παραγωγής βιβλίων για την τρέχουσα καπιταλιστική κρίση (ο χάρτης της κρίσης, το λεξικό της κρίσης, ο μινώταυρος του χρέους, κοκ), με μπεστ σέλερ που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού κι αποφέρουν ζεστό χρήμα στους εκδοτικούς οίκους –χώρια το προφίλ των «ανήσυχων εκδόσεων» με κοινωνικό προβληματισμό, που τους χαρίζουν.

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι μες σε αυτή την πλουραλιστική πολυφωνία, μπορεί να βρει κανείς πολλά κι ενδιαφέροντα στοιχεία και να διαβάσει σχεδόν τα πάντα για την κρίση και τα βασικά της χαρακτηριστικά, εκτός από την ουσία (εξαιρούνται οι συνήθεις λακεδαιμόνιοι που επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα): ότι πρόκειται δηλ για μια καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Κι όπου τελικά συναντάται αυτός ο όρος, αναφέρεται μάλλον τυχαία, ως ίσος μεταξύ άλλων, που τον ακυρώνουν και αναιρούν την ουσία του.

Ο δραγασάκης για παράδειγμα σε ένα άρθρο του (στο συλλογικό «κυβέρνηση της αριστεράς» από τις εκδόσεις τόπος), αναφέρει κάπου την κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων μαζί με την κρίση του ευρωσυστήματος και του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Κι έτσι είναι καλυμμένος από κάθε πλευρά. Αν του ασκήσουμε κριτική ότι συσκοτίζει τον πραγματικό χαρακτήρα της κρίσης, θα μας παραπέμψει στο σχετικό απόσπασμα όπου αναφέρει την κρίση υπερσυσσώρευσης. Κι αν απευθύνεται σε άλλο κοινό με διαφορετικές αναφορές κι απαιτήσεις, θα προτάξει την εκδοχή της κρίσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, κλείνοντας το μάτι σε πιο κεϊνσιανές συνταγές διαχείρισης. Αλλά «και στην υπερσυσσώρευση πιστεύομεν», όπως θα ‘λεγε και μια ψυχή.

Μια άλλη εκδοχή αυτής της λογικής, μπορούμε να συναντήσουμε σε διάφορες αναλύσεις περί κρίσης χρέους, που περιορίζουν τη διέξοδο απ’ αυτήν σε μερικά αιτήματα γύρω από τη διαχείριση-εξάλειψή του και κάποια συναφή μέτρα, που απορρέουν άμεσα από αυτή την κίνηση. Τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να κυμαίνονται από την παύση πληρωμών ως τη συνολική διαγράφη του χρέους και από την υιοθέτηση εθνικού νομίσματος ως την πλήρη ρήξη-αποδέσμευση από την εε -ανάλογα και με την πολιτική ένταξη του αναλυτή-οικονομολόγου. Όσοι εξ αυτών μάλιστα δεν έχουν πετάξει στον κάδο της αναθεώρησης το μαρξ και την ανάλυση του κεφαλαίου για τις κρίσεις, νιώθουν υποχρεωμένοι να κάνουν ένα διαχωρισμό με βάση τις διαλεκτικές κατηγορίες της Λογικής του χέγκελ (φαινόμενο-ουσία), για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ναι μεν υπάρχει κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, αλλά εκδηλώνεται με τη μορφή της κρίσης χρέους.

Κι έτσι ανοίγει μια παλιά ενδιαφέρουσα συζήτηση μεθοδολογικού χαρακτήρα γύρω από την ουσία και το φαίνεσθαι, τη μορφή και το περιεχόμενο, την αιτία και το σύμπτωμα· σε τελική ανάλυση για το δίπολο τακτική-στρατηγική και τη μεταξύ τους σύνδεση. Οι όψιμοι εραστές της τακτικής θεωρούν μεθοδολογικά λάθος να αγνοούμε την ειδική μορφή εκδήλωσης του φαινομένου, με σωστές αλλά αφηρημένες εκτιμήσεις για το γενικό του χαρακτήρα και να μην καθορίζουμε την τακτική μας στη συγκυρία, συνυπολογίζοντας κι αυτή την παράμετρο.

Μεθοδολογικά μιλώντας βέβαια, όταν το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι η κρίση και ζητούμενο η διέξοδος προς όφελος του λαού, η λύση που προτείνουμε δεν μπορεί να περιοριστεί στην παράμετρο του χρέους και στην καταπολέμηση ενός συμπτώματος. Είναι δηλ τηρουμένων των αναλογιών, σα να προσπαθούμε να εξουδετερώσουμε ένα μικρόβιο ή μια ασθένεια με αντιπυρετικά, που αντιμετωπίζουν το σύμπτωμα, αφήνοντας όμως στο απυρόβλητο τη γενεσιουργό του αιτία. Ή σε ένα άλλο επίπεδο, να αναποδογυρίζουμε τη βασική αιτιακή σχέση, θεωρώντας πχ πως το μνημόνιο έφερε την κρίση –κι όχι αντίστροφα. Ενώ, όπως είχε πει σε μια ομιλία του και ο γόντικας, ο σεισμός φέρνει το τσουνάμι κι όχι το τσουνάμι το σεισμό.

Με άλλα λόγια η βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος –εν προκειμένω της κρίσης- είναι να συμφωνήσουμε πρώτα στον εντοπισμό της ουσίας του. Επανερχόμαστε έτσι στον αρχικό προβληματισμό και την πληθώρα προσεγγίσεων, που σκεπάζουν σα σωρός από σκουπίδια και συσκοτίζουν το πραγματικό ερώτημα: ποιος έχει κρίση και τι είδους είναι αυτή;

Προτού σταχυολογήσουμε μερικές πιθανές κι απίθανες απαντήσεις, που έχουν δοθεί κατά καιρούς σε αυτό, θέλω να σταθώ σε δύο ακόμα προσεγγίσεις, που εκκινούν από τη θεωρία της υπερσυσσώρευσης, για να διαφοροποιηθούν στα σημεία, όχι τόσο απ’ αυτό καθαυτό το θεωρητικό σχήμα, αλλά από την πρόταση του κκε.

Έχω καταρχάς υπόψη μου μια προσέγγιση του μ-λ χώρου (που δεν έχω καταλάβει ακόμα τι στάση θα κρατήσει στις ευρωεκλογές, αν και λογικά οι πισωμουλούδες θα επιμείνουν στην αποχή), που έχει μαοϊκή προέλευση, ήδη από τα χρόνια του σινοσοβιετικού σχίσματος, με τους κινέζους να έχουν την πολιτική στο τιμόνι και να κατηγορούν τους σοβιετικούς για στείρο οικονομισμό και υποτίμηση της πολιτικής διάστασης. Τα ίδια περίπου πολιτικά κουσούρια, αν έχω καταλάβει καλά, αποδίδουν και τα μ-λ στο κόμμα, γιατί τάχα μιλάει για στενά οικονομική κρίση κι όχι συνολικά για κρίση του καπιταλισμού.

Την ίδια κατηγορία περί οικονομισμού χρεώνουν στο κκε διάφορες οπορτουνιστικές ομάδες, επειδή αρνείται να θέσει μεταβατικούς πολιτικούς στόχους στα πλαίσια του συστήματος και περιορίζεται σε άμεσες, οικονομικές διεκδικήσεις στο σήμερα. Εκκινούν ωστόσο από τελείως διαφορετική αφετηρία σε σχέση με τα μ-λ. που απορρίπτουν επίσης ως ρεφορμιστικό το λεγόμενο μεταβατικό πρόγραμμα, αλλά σχεδόν και κάθε άλλη άμεση διεκδίκηση.

Διαφορετική αφετηρία –εφόσον απαρνείται συνολικά κάθε έννοια πολιτικής- αλλά σχετικά παρόμοιο σκεπτικό, με υπερτίμηση-αποθέωση του υποκειμενικού παράγοντα, ακολουθεί και ένα κομμάτι της αναρχίας, που θεωρεί την κρίση αποτέλεσμα όχι κάποιων οικονομικών νόμων, αλλά αποκλειστικά καρπό των αυξημένων εργατικών αντιστάσεων και των μικρών παραγωγικών σαμποτάζ στους χώρους δουλειάς.

Η δεύτερη προσέγγιση προέρχεται κι αυτή από το εξωκοινοβούλιο και κάνει λόγο για δομική κρίση του καπιταλισμού –που δεν ξέρω αν απαντάται ως όρος στους κλασικούς ή αν έχει αλτουσεριανή προέλευση, αλλά δε μου φαίνεται εντελώς λάθος, εφόσον εννοεί ότι η κρίση αφορά κι απορρέει από τη φύση και την εσωτερική λογική του συστήματος κι όχι από κάποια τυχαία εξωτερικά χαρακτηριστικά του, που επιδέχονται διορθώσεων. Το πρόβλημα αρχίζει, όταν αντιπαρατίθεται το σχήμα της δομικής κρίσης, στην εκτίμηση του κόμματος περί κυκλικής καπιταλιστικής κρίσης, που υποτιμά –λέει- το βάθος της και την αντιμετωπίζει ως ‘μία από τα ίδια’ και όχι ως το μεγαλύτερο κλονισμό του συστήματος μετά το παγκόσμιο κραχ του 29’.

Κάτι τέτοιο όμως αφενός δεν προκύπτει από μια στοιχειωδώς σοβαρή εξέταση επίσημων θέσεων και ντοκουμέντων του κκε. Αφετέρου καταλήγει σε κάπως προβληματικά συμπεράσματα – διαπιστώσεις. Γιατί αν απορρίψουμε τον κυκλικό και επαναλαμβανόμενο κύκλο των καπιταλιστικών κρίσεων ως νομοτέλεια του συστήματος και ως στιγμή που εμπεριέχεται διαλεκτικά στις φάσεις ανάπτυξής του, είναι σα να υποκύπτουμε στον πειρασμό της εσχατολογίας, προσδίδοντας στην παρούσα συγκυρία χαρακτήρα τελικής κρίσης –μετανοείτε- και επιθανάτιου ρόγχου του καπιταλισμού. Αυτό ωστόσο απέχει πολύ από την πραγματικότητα και καταλήγει στο άλλο άκρο, να υποτιμά δηλ τις αντιφατικές δυνατότητες της κεφαλαιοκρατίας για σχετική υπέρβαση της κρίσης εις βάρος του εργαζόμενου λαού –όσο αυτός δεν οργανώνει τις αντιστάσεις του- οι οποίες [δυνατότητες] συμβαδίζουν χέρι-χέρι με τα αδιέξοδα και τις εγγενείς της αντιφάσεις.

Ας επανέλθουμε λοιπόν στο ερώτημα που θέσαμε πριν και να δούμε τι έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια γι’ αυτό. Ποιος έχει κρίση και τι είδους είναι αυτή στον πυρήνα της;

Είναι μια κρίση ηθική, πνευματική, αξιών και προτύπων; Είναι κρίση της ευρωζώνης (που το 08’ θα μας προστάτευε λέει με τα τείχη της  από την κρίση, στο απάνεμο λιμάνι της), του ευρωσυστήματος ή της παρούσα δομής-αρχιτεκτονικής της εε; Είναι κρίση του παραγωγικού μοντέλου που είχαμε, όπου καταναλώναμε περισσότερα από όσα παράγουμε; Είναι κρίση του νεοφιλελευθερισμού και του καζινοκαπιταλισμού που εκτόπισε την πραγματική οικονομία; Και πόσο πλασματική είναι άραγε η ένταση της εκμετάλλευσης, η κεροδοφορία και η συγχώνευση του χρηματιστικού και βιομηχανικού κεφαλαίου που σημείωσε ο βλαδίμηρος έναν αιώνα πριν; Είναι μήπως κρίση χρέους, δημοσιονομική; Και ποιος πάσχει τελικά από κρίση; Το κράτος; Οι τράπεζες; Η οικολογία; Η εθνική μας οικονομία, γενικά κι αόριστα; Λες δηλ να έχουμε κρίση ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας, όπως λέει ο λαπαβίτσας, από «αριστερή σκοπιά», υιοθετώντας πλήρως τις έννοιες και τα αναλυτικά εργαλεία των αστών οικονομολόγων; Μήπως είναι κρίση πολιτική, του δικομματισμού, λανθασμένης διαχείρισης κι αποφάσεων; Μην είναι κρίση της αριστεράς, που δεν έχει αξιόπιστη πρόταση και πάσχει από τακτικό και στρατηγικό έλλειμμα; Μην είναι όλα αυτά μαζί και τίποτα συνάμα; Μήπως είναι τελικά θέμα ψυχολογίας, που λέει ο σαμαράς; Ή μια οφθαλμαπάτη, που αφήνουμε πίσω μας τώρα που θα φορέσουμε τα καλά μας για να ξαναβγούμε στις αγορές και έρχεται η ανάπτυξη;

Τίνος είναι βρε γυναίκα η κρίση αυτή;
Τίνος είναι βρε γυναίκα η κρίση αυτή;
Μία μου φωνάζει χρέος, μία μου φωνάζει spreads,
τίνος είναι βρε γυναίκα η κρίση αυτή;

Όχι σφε αναγνώστη, δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω. Η κρίση δεν ήρθε γιατί τάχα δεν υπάρχουν αρκετά λεφτά ή κεφάλαια και πρέπει να γίνουμε φτηνοί κι ανταγωνιστικοί για να τα προσεγγίσουμε ή να κάνουμε το απαυτό μας παξιμάδι για να τα βγάλουμε πέρα και να μεγαλώσουμε την πίτα. Και να μείνει ολόκληρη για τα αφεντικά και τα σκυλιά που τα φυλάνε, για να μας δώσουν τα ψίχουλα που θα περισσέψουν. Η κρίση είναι η ομολογία ότι έχει συγκεντρωθεί τόσος πλούτος, ότι έχουν συσσωρευτεί τόσα κεφάλαια, που δεν μπορούν να είναι το ίδιο κερδοφόρα με πριν. Κι ότι πρέπει να βγουν από το παιχνίδι κάποιοι ανταγωνιστές –κατά κανόνα οι μικρότεροι παίκτες- για να μείνει αρκετός χώρος για τους υπόλοιπους. Και εκτός από τα κεφάλαια να απαξιωθεί κι η εργατική δύναμη, που τους πλουτίζει, για να αυγατίζουν τα κέρδη τους και να διασφαλίσουν τη διευρυμένη αναπαραγωγή τους.

Η ουσία της κρίσης είναι τόσο απλή, όσο την είχε περιγράψει ένας παλιός κομμουνιστής στις αρχές του αιώνα. Ένα μεγάλο παλούκι που έχουν στον πισινό τους οι αστοί και θέλουν να το χώσουνε στο δικό μας. Κι η λύση δε θα έρθει για όλους μαζί από κοινού, ούτε με διαπραγματεύσεις γύρω από την επιμήκυνσή του ή τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του.


Σίγουρα μένουν ανοιχτά προς μελέτη κι έρευνα αρκετά ζητήματα για την κρίση, πχ για την πορεία εξέλιξής της, το συγχρονισμένο χαρακτήρα της, τη μετατροπή της σε πολιτική, επαναστατική κρίση, την αναιμική ανάκαμψη της οικονομίας, κτλ. Αυτά όμως έρχονται επιπρόσθετα ως εξειδίκευση κι όχι για να συσκοτίσουν το βασικό πυρήνα.

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Θα είχαμε γίνει Βουλγαρία

Ευτυχώς που δε νίκησαν οι κομμουνιστές στον εμφύλιο, γιατί σήμερα θα ήμασταν σαν την αλβανία του χότζα και τη βουλγαρία...
είναι το (κυριολεκτικά) αήττητο επιχείρημα που παρηγορεί τις αμφιβολίες των δεξιών και νομιμοποιεί στις συνειδήσεις τους τα ιστορικά πεπραγμένα της παράταξής τους. Και είναι οπωσδήποτε θλιβερό να βλέπεις παλιούς αγωνιστές να ενώνουν τη φωνή τους στο μοιρολόι της ήττας και να δίνουν αριστερό άλλοθι σε τέτοιες λογικές, επιβεβαιώνοντάς τες από την ανάποδη.
Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι

Τέτοιου είδους επιχειρήματα ήταν πολύ δημοφιλή αμέσως μετά τις ανατροπές, με το μεταναστευτικό κύμα αυτών των λαών στο δυτικό κόσμο και τα μεροκάματα πείνας στις πρώην λαϊκές δημοκρατίες της ΚΑ ευρώπης. Αλλά έχουν ξεφτίσει πια σε τέτοιο βαθμό στη σημερινή 'ενωμένη ευρώπη' της κρίσης που (εκτός από προκλητικά) ακούγονται σχεδόν ειρωνικά.

Τι έχει να ‘ζηλέψει’ αλήθεια από τις ρωσίδες χορεύτριες και τους αλβανούς μπετατζήδες ο σημερινός άνεργος πτυχιούχος ή ο έλληνας γκασταρμπάιτερ που αναγκάζεται να ξενιτευτεί για να βρει καλύτερη τύχη –προτού κλείσει και αυτή η κάνουλα διαφυγής; Και τι παραπάνω έχει από αυτούς; Ούτε καν το πτυχίο πολλές φορές. Γιατί η πλειοψηφία των αλλοδαπών εργατών και καθαριστριών στην χώρα μας έχει να καμαρώνει αντίστοιχους πτυχιακούς τίτλους, χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα στην αγορά εργασίας. Αλλά και μια σπάνια καλλιέργεια σε αρκετές περιπτώσεις, που ξεπερνά το ζήτημα των σπουδών, αντανακλώντας τη συνολική διαπαιδαγώγηση και την αξία της κοινωνίας που είχαν αρχίσει να χτίζουν σε αυτές τις χώρες πριν τις ανατροπές –όποτε κι αν τις τοποθετεί κανείς χρονικά.

"Βουλγαρία..." Του Πάνου Ζάχαρη
Σήμερα βέβαια μπορούμε να ζηλέψουμε όλοι μαζί τις κατακτήσεις και την ασφάλεια που είχαν αυτοί οι λαοί στον εικοστό αιώνα, με σαφώς πιο περιορισμένα μέσα και δυνατότητες από ό,τι διαθέτουμε εμείς εν έτει 2013. Γιατί είναι τραγική ειρωνεία για μια κοινωνία να φετιχοποιεί σε βαθμό υστερίας την έννοια της ασφάλειας από τους τρομοκράτες, τους ταραχοποιούς διαδηλωτές και γενικώς πάσης φύσης ‘κακούς’, (με ό,τι μπορεί να συμπεριλάβει και να χωρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός), και την ίδια στιγμή να έχει τόσους εργαζόμενους ανασφάλιστους, στη μαύρη εργασία κι άλλους τόσους σα μαύρους σκλάβους απ’ τα χρόνια της αποικιοκρατίας, χωρίς στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας. Τους μισούς να είναι στην πρίζα και την ανασφάλεια της ανεργίας και τους άλλους μισούς να φοβούνται σα μελλοθάνατοι, μη τυχόν χάσουν τη δουλειά τους, να φοβούνται μη τυχόν αρρωστήσουν και πάθουν τίποτα. Να μην μπορούν να σκεφτούν το μέλλον τους και να ανοίξουν σπίτι ή μια οικογένεια, να ονειρευτούν και να ανασάνουν.
Πράγματα εξασφαλισμένα και αυτονόητα δηλ για τη βουλγαρία ή και την αλβανία ακόμα, σαράντα και πενήντα χρόνια πριν.

Είναι τραγική ειρωνεία να πανηγυρίζουμε για τη νίκη της αντεπανάστασης και τη σημερινή κατάντια αυτών των χωρών, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι συνδέεται άμεσα με τη δική μας, γιατί πρέπει να γίνουμε πιο φτηνοί κι ανταγωνιστικοί για να μας λιμπιστούν τα αρπακτικά και να προσελκύσουμε τα κεφάλαιά τους, να έχουμε φτηνότερα μεροκάματα και χαμηλότερο συντελεστή φορολόγησης, για να μας προτιμήσουν.
Είναι τραγική ειρωνεία να μην μπορεί να καταλάβει ένας λαός, εμπειρικά έστω, πως το πουλόβερ άρχισε να ξηλώνεται τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια από τη νέα τάξη πραγμάτων, που έχει κάθε λόγο να πανηγυρίζει ανακουφισμένη για τις νίκες της.

Αλλά για να μη θεωρηθεί πως υπεκφεύγω στο αρχικό ερώτημα, μπορούμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι –όσο κι αν αυτό ενέχει τον κίνδυνο να μπλέξουμε σε ιντριγκαδόρικες αντιδιαλεκτικές υποθέσεις. Σήμερα ο ελληνικός λαός έχει συσσωρεύσει αρκετή ιστορική πείρα, για να τη μελετήσει και να βγάλει μερικά βασικά συμπεράσματα.

Αν είχαν νικήσει λοιπόν οι κομμουνιστές στον εμφύλιο, καταρχάς δε θα είχαμε καν εμφύλιο και τόσες απώλειες εκατέρωθεν. Γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβώς εμφύλιος η ήττα των κομμουνιστών από την επέμβαση των άγγλων «συμμάχων», πριν καν κριθεί ο πόλεμος κατά του χίτλερ, και από τα όπλα των αμερικάνων, που «πρόβαραν» στα ελληνικά βουνά τις βόμβες ναπάλμ. Για να κερδίσουν λοιπόν οι κομμουνιστές, θα έπρεπε να το κάνουν εξ αρχής, όταν το εαμ είχε στα χέρια του την εξουσία και την παρέδωσε αφελώς, ενώ μπορούσε να την κρατήσει αναίμακτα, χωρίς να είναι κανείς σε θέση να την αμφισβητήσει. Και τα καλύτερα πρωτοπόρα στοιχεία του ελληνικού λαού θα είχαν ριχτεί τότε στη μάχη της οικοδόμησης μιας διαφορετικής κοινωνίας.

Αν είχαν νικήσει οι κομμουνιστές στον εμφύλιο, δε θα λουζόταν ο λαός την «καχεκτική δημοκρατία» των μεταπολεμικών χρόνων, τη «δημοκρατία» του χωροφύλακα και των κοινωνικών φρονημάτων που οδήγησε ως φυσική συνέχεια στην χούντα των συνταγματαρχών, ταλαιπωρώντας για τριάντα σχεδόν χρόνια αυτόν τον τόπο, προτού αλλάξει προσωρινά μανδύα. Δε θα είχαμε τον «νέο παρθενώνα» της μακρονήσου και τα άλλα ξερονήσια, τον ιδεα και την προδοσία της κύπρου.

Δε θα είχε ερημώσει η ύπαιθρος και δε θα ξεκληρίζονταν η μεγάλη πλειοψηφία της αγροτιάς, που της υποσχέθηκαν πως θα τρώει με χρυσά κουτάλια στην ενωμένη ευρωπαϊκή αγορά και της χρύσωσαν το χάπι με επιδοτήσεις. Δε θα υπήρχε τέτοια εγκατάλειψη των ακριτικών νησιών και της επαρχίας γενικότερα, δε θα υπήρχε σε τέτοιο βαθμό η αστυφιλία, που είχε ξεκινήσει με... κρατική πρωτοβουλία στα χρόνια του εμφυλίου, όταν οι αρχές ξερίζωναν με το ζόρι τους ντόπιους πληθυσμούς, για να μη βρίσκουν οι αντάρτες ορεσίβιους που θα τους τροφοδοτούσαν με τα απαραίτητα προς το ζην. Δε θα ζούσαμε σε τόσο άσχημες πόλεις, που πρέπει να γκρεμιστούν και να φτιαχτούν από την αρχή, με το έκτρωμα της αντιπαροχής επί 'εθνάρχ' που τις γιγάντωσε και τις γέμισε τσιμέντο. Δε θα είχαν καταστραφεί τόσα φυσικά τοπία, που παραδίδονται για μπίζνες στο κεφάλαιο.

Δε θα περιμέναμε τον τουρισμό να γίνει ‘μοχλός ανάπτυξης’ και ‘βαριά βιομηχανία’ της χώρας, στο πνεύμα του «καλώς ήρθε το δολάριο… και τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα», την ίδια στιγμή που οι μισοί έλληνες δεν έχουνε τη δυνατότητα να πάνε ολιγοήμερες έστω διακοπές κάθε καλοκαίρι. Δε θα έμεναν αναξιοποίητες οι παραγωγικές δυνατότητες και ο πλούτους αυτού του τόπου, το έμψυχο επιστημονικό δυναμικό, που μένει άνεργο να βαράει μύγες και να ψάχνει διέξοδο στο εξωτερικό.

Δε θα είχαμε μια δημοτική που χωλαίνει και πατάει με το ένα πόδι σε αρχαΐζοντες τύπους της καθαρεύουσας. Δε θα είχε κακοποιηθεί και παραχαραχτεί βάναυσα η ιστορία της αντίστασης και των επόμενων δεκαετιών. Δε θα είχαμε ένα τόσο διεφθαρμένο κράτος (πέρα από το ταξικό του περιεχόμενο) που βόλεψε τους δοσίλογους και γνώριζε πως μόνο με τη ρεμούλα και την εξαγορά συνειδήσεων μπορούσε να χτίσει κοινωνικές συμμαχίες και να αναχαιτίσει το λαϊκό ριζοσπαστισμό.

Όλα αυτά είναι συγκεκριμένα και καθόλου υποθετικά. Και θα μπορούσαν προφανώς να εμπλουτιστούν με πολλά ακόμα αντίστοιχα παραδείγματα. Η παραπάνω λίστα είναι μόνο ενδεικτική.
Αυτό που είναι όντως υποθετικό και δε μπορούμε να απαντήσουμε συγκεκριμένα είναι τι σοσιαλισμό θα οικοδομούσαμε στην ελλάδα και τι κατάληξη θα είχε. Μπορεί να ήταν πχ πιο αλέγκρος, μεσογειακός σαν τον κουβανέζικο. Να έμοιαζε κάπως με την εικόνα που δίνει στο μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας (πλατεία μπελογιάννηο αλεξάτος, όσες επιμέρους διαφωνίες κι αν έχει κανείς με το συγγραφέα. Μπορεί να έδινε λαμπρά, αξεπέραστα επιτεύγματα και να αντιμετώπιζε δραστικά κι αποτελεσματικά τα προβλήματα που θα προέκυπταν ή να σκόνταφτε στις αντιφάσεις του, σε λάθη τακτικής και στρατηγικής.

Στις μέρες μας το ερώτημα μπαίνει ξανά μπροστά μας με διαφορετικούς όρους. Η ελλάδα σήμερα γίνεται βουλγαρία του πιρίν με μεροκάματα κίνας, ακολουθώντας τον ευρωμονόδρομο. Ο λαός μας ζει την κόλαση εδώ και τώρα, κι ο δρόμος προς αυτήν δεν είναι καν στρωμένος με καλές προθέσεις εκ μέρους των σωτήρων της, που την έχουν σώσει καμιά δεκαριά φορές την τελευταία τριετία. Δεν πρέπει λοιπόν κι αυτός να σκεφτεί να δοκιμάσει ένα διαφορετικό δρόμο; Όχι γιατί είναι κατηφορικός, εύκολος και με σίγουρη μετάβαση στον τελικό προορισμό. Αλλά γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να τον βγάλει από τη σημερινή κόλαση.

Ο δρόμος έχει τη δική του ιστορία, όνομα (της αρετής) και κατεύθυνση (προς το σοσιαλισμό). Κι όπως είχε πει κι ο αννίβας, αν δεν υπάρχει, τότε πρέπει να τον δημιουργήσουμε.