"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

῾Ο Παπαδιαμάντης κατακεραυνώνει τούς πολιτικούς!



«Εις οιωνός άριστος. Αλλά τις έβαλεν εις πράξιν την συμβουλήν του θειοτάτου αρχαίου ποιητού; Εκ της παρούσης ημών γενεάς τις ημύνθη περί πάτρης;
Ημήνθυσαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί του ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους; Αμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά. Αμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας.
Τις ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος. 
 Και σήμερον, νέο έτος άρχεται. Και πάλιν τι χρειάζονται οι οιωνοί; Οιωνοί είναι τα πράγματα. Μόνον ο λαός λέγει: "Κάθε πέρσι καλύτερα". Ας ευχηθώμεν το αρχόμενον έτος να μη είναι χειρότερον από το έτος το φεύγον». 

  «Οιωνός» στην εφημερίδα «Ακρόπολις», 1η Ιανουαρίου 1896
Πηγή:http://agiabarbarapatras.blogspot.com

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ἤ ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ- Παῦλος Νιρβάνας

Nous excitons la curiosite du public



Στὸ παρακάτω περιστατικὸ ποὺ ἀφηγεῖται ὁ Παῦλος Νιρβάνας ὅταν τράβηξε τὴν γνωστὴ φωτογραφία στὸν κυρ Ἀλέξανδρο, μποροῦμε νὰ διαγνώσουμε τὴν σεμνότητα τοῦ μεγάλου λογοτέχνη.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου πλῆθος ἀσήμαντων «καλλιτεχνῶν» καὶ διανοουμένων περιφέρονται ἀπὸ κανάλι σὲ κανάλι καὶ ἀγωνιοῦν γιὰ μιὰ φωτογράφηση καὶ μιὰ συνεντευξούλα σὲ κάποιο περιοδικό, τὸ ἦθος τοῦ Παπαδιαμάντη μοιάζει ἐξωπραγματικό.


Ὁ καημένος ὁ Ἀλέξανδρος! Καινούργιες ἀνησυχίες θὰ εἶχε πάλι ἡ ἀσκητικὴ τοῦ ψυχὴ μὲ τὴ συρροὴ τόσων ξένων καὶ δικῶν μας μουσαφιρέων στὸ ταπεινὸ τοῦ σπιτάκι τοῦ ὡραίου νησιοῦ. Τὸν ἔτρομαζε τόσο πολὺ « ἡ περιέργεια τοῦ Κοινοῦ». Εἶχα διηγηθεῖ ἄλλοτε τὴν ἀνησυχία τοῦ αὐτή, ὅταν πῆγα, κλέφτικα, μὲ χίλιες προφάσεις, νὰ τὸν φωτογραφίσω ἀπάνω στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενής. Δὲν ὑπῆρχε ὡς τότε φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη. Καὶ συλλογιζόμουν ὅτι ἀπ' τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη μποροῦσε νὰ πεθάνει ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, καὶ μαζί του νὰ σβύση γιὰ πάντα ἡ ὁσία μορφή του. Καὶ πότε αὐτό; Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀσημότητα ποὺ νὰ μὴν ἔχει λάβει τὶς τιμὲς τοῦ φωτογραφικοῦ φακοῦ. Καὶ πὼς θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ μιὰ τέτοια παράλειψη τῆς γενεᾶς μας σ' ἐκείνους ποὺ θά’ρθουν κατόπι μας νὰ συνεχίσουν τὸ θαυμασμό μας γιὰ τὸν ἀπαράμιλλο λυρικὸ ψυχογράφο τῶν καλῶν καὶ τῶν ταπεινῶν καὶ τὸν ἀγνότατο ποιητὴ τῶν νησιώτικων γιαλῶν; Ἀλλὰ ὁ ἁγνὸς αὐτὸς χριστιανός, μὲ τὴ ψυχὴ τοῦ ἀναχωρητῆ, δὲν ἐννοοῦσε, μὲ κανένα τρόπο, νὰ ἐπιτρέψη στὸν ἑαυτὸ του μιὰ τέτοια εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα. «Οὗ ποιήσεις σεαυτω εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα» ἦταν ἢ ἄρνησή του καὶ ἡ ἀπολογία του. Ἀποφάσισα ὅμως νὰ πάρω τὴν ἁμαρτία του στὸ λαιμό μου. Ὃ Θεὸς καὶ ἡ μακαρία ψυχὴ του ἄς μου συχωρέσουν τὸ κρίμα μου. ΄Ενας ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους τίτλους ποὺ ἀναγνωρίζω στὴ ζωή μου, εἶναι ὅτι παρέδωκα στοὺς μεταγενέστερους τὴ μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη.


Μὲ τί δόλια καὶ ἁμαρτωλὰ μέσα ἐπραγματοποίησα τὸν ἄθλο μου αὐτό, τὸ διηγήθηκα, ὅπως εἶπα, ἀλλοῦ. Ἐκεῖνο πού μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οἱ εὐλαβητικὲς γιορτὲς τῆς Σκιάθου, εἶναι ἡ ἀνησυχία του τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν ἀποτράβηξα ὡς τὴν προσήλια γωνίτσα τοῦ μικροῦ καφενείου, γιὰ νὰ ποζάρη μπροστὰ στὸν φακό μου. Νὰ «ποζάρη» εἶναι ἕνας λεκτικὸς τρόπος. Εἶχε πάρει μόνος του τὴ φυσικὴ του στάση ἀπάνω σὲ μιὰ πρόστυχη καρέκλα, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτό, μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινοῦ ἁγίου, σὰν ξεσηκωμένη ἀπὸ κάποιο καπνισμένο παλιὸ τέμπλο ἐρημοκλησιοῦ τοῦ νησιοῦ του. Αὐτὴ δὲν ἦταν στάση γιὰ μιὰ πεζὴ φωτογραφία. Ἦταν μιὰ καλλιτεχνικὴ σύνθεση, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ἔργο τοῦ Πανσελήνου ἢ τοῦ Θεοτοκοπούλου. Ἀμφιβάλλω ἂν φωτογραφικὸς φακὸς ἔλαβε ποτὲ μιὰ τέτοια εὐτυχία.
Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν βιαστικὸς νὰ τελειώνουμε. Γιατί; Μοῦ τὸ ψιθύρισε, ἁνήσυχα στὸ αὐτί, καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν εἶχα ἀκούσει - οὔτε φαντάζομαι πὼς θὰ τὸν ἄκουσε ποτὲ κανένας ἄλλος - νὰ μιλεῖ γαλλικά:
- Nous excitons la curiosite du public.


Ἀκούσατε; Ἐρεθίζαμε τὴν περιέργειά του...κοινοῦ! Ποιοῦ κοινοῦ; Δὲν ἦταν ἐκεῖ κοντά μας παρὰ ἕνα κοιμισμένο γκαρσόνι τοῦ καφενείου, ἕνας γεροντάκος ποὺ λιαζότανε στὴν ἄλλη γωνία τοῦ μαγαζιοῦ, καὶ δυὸ λουστράκια ποὺ παίζανε παράμερα. Αὐτὸ ἦταν τὸ κοινό, ποὺ ἀνησυχοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη ἡ «περιέργειά» του. Κι' αὐτὴ ἦταν ἢ διαπόμπευσή του, ποὺ βιαζότανε νὰ τῆς δώση ἕνα τέλος,
-Ἡ φιλία ἐνικησέ το ζορμπαλίκι... μοῦ εἶπε - ἀντιγράφω τὰ ἴδια του τὰ λόγια - στὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου του.
Μήπως δὲν ἦταν, στ' ἀλήθεια, μιὰ πραγματικὴ θυσία ποῦ εἶχε κάνει στὴ φιλία μου; Μιὰ θυσία τῆς ἁγιότητάς του στὴν εἰδωλολατρικῆ ματαιότητα τῶν ἐγκόσμιων;


Καὶ συλλογίζομαι τώρα τὶς ἑκατοντάδες τῶν Γάλλων προσκυνητῶν τῆς ἑταιρείας Μπυντέ, καὶ τῶν δικῶν μας τοῦ «Ὁδοιπορικοῦ Συνδέσμου», ποὺ πέρασαν τὸ κατώφλι τοῦ ταπεινοῦ του ἐρημητήριου, ὅπου πλανᾶται τώρα ἡ σκιὰ τοῦ στὰ γνώριμα καὶ ἀγαπητὰ τῆς κατατόπια τῆς ζωῆς του καὶ τῆς ἐργασίας του. Συλλογίζομαι τὴν παράταξη τῶν ναυτικῶν ἀγημάτων, ποὺ παρουσίασαν ὅπλα μπροστὰ στὸ μνημεῖο του. Συλλογίζομαι τὶς στολές, τὰ ξίφη, τὶς χρυσὲς ἐπωμίδες ποὺ ἔλαμπαν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ νησιοῦ του, γιὰ τὴ δόξα του. Συλλογίζομαι τοὺς λόγους τῶν ἐπισήμων, τοὺς ἐθνικοὺς ὕμνους, τὰ στεφάνια τῆς δάφνης, τὶς πανηγυρικὲς κωδωνοκρουσίες, ποὺ ἔπλεξαν μὲ ἤχους καὶ χρωματα τὸ ἐγκώμιό του. Συλλογίζομαι ὅλα αὐτὸ τὸ δοξαστικὸ πανηγύρι, καὶ ἡ σκέψη μου πετάει στὸ «Κοινόν» τοῦ ἐρημικοῦ καφενείου τῆς Δεξαμενὴς - ἕνα γκαρσόνι, ἕνας γεροντάκος, δυὸ λουστράκια - ποὺ ἀνησυχοῦσε, τὴ μακρυνὴ ἐκείνη μέρα ὁ μακαρίτης μήπως «ἐρεθίση τὴν περιέργειά των». Τί ἀνησυχία θὰ εἶχε νοιώσει τώρα, στὰ βάθη τοῦ ταπεινοῦ τάφου ὅπου «ἀναπαύεται ἐν Χριστῶ» ὁ χριστιανὸς ποιητὴς τῶν ταπεινῶν, ἀπὸ τὸ δοξαστικὸ αὐτὸ θόρυβο; Καὶ πόσο θὰ βιαζότανε πάλι νὰ τελείωση; Ἄν σάλεψαν, ἀπὸ μυστικὲς αὖρες, αὐτὴ τὴ στιγμή, τὰ κυπαρίσσια τοῦ τάφου του, ἕνας στεναγμὸς θὰ βγῆκε ἀπὸ τὸ θρόϊσμά τους. Ἕνας ἦχος, ποὺ θὰ ξαναψιθύριζε τὰ παλιὰ τοῦ ἐκεῖνα ἁνήσυχα καὶ τόσο συμπαθητικὰ λόγια, σὲ μία γλώσσα ποὺ τὴν ἐννοοῦσαν τώρα, γιατί ἦταν δική τους, οἱ εὐλαβητικοὶ προσκυνητές του τῆς γαλλικῆς γῆς:
— Nous excitons la curiosite du public.
(Παῦλος Νιρβάνας, Νέα Ἑστία 1933, τεύχ. 163)

Πηγή:http://wwwtaxiarhes.blogspot.com

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

᾿Ενδεικτικά περιστατικά ἀπό τόν βίο τοῦ Παπαδιαμάντη





Το 1892 ο Α. Παπαδιαμάντης προσλήφθηκε ως μεταφραστής  στην “Ακρόπολη”. Τα χρήματα που έπαιρνε ήταν αρκετά μα δούλευε ατελείωτες ώρες συχνά μέχρι τα μεσάνυχτα μεταφράζοντας κείμενα από γαλλικές και αγγλικές εφημερίδες, χωρίς διακοπή ούτε τις Κυριακές. Σπάνια ο Γαβριηλίδης τον άφηνε να φύγει νωρίτερα μόνο όταν αργούσε το ευρωπαϊκό ταχυδρομείο ή υπήρχαν πολλές ελληνικές ειδήσεις. Μια τέτοια μέρα τον βρήκε στο δρόμο ο Π. Νιρβάνας: “Για πού τόσο βιαστικός;” τον ρώτησε. “Άφησέ με”, του απάντησε απότομα ο Παπαδιαμάντης. “Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Έχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει”.
Γ. ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη στο βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ
 
Εντυπωσιακή είναι και η μαρτυρία του Π. Νιρβάνα, που δούλεψε μαζί του στο “ΑΣΤΥ” την περίοδο 1899-1902:
Μου μένει εντυπωμένη η πρώτη φορά, που είχε έρθει ν’ αναλάβει υπηρεσία στο γραφείο. Ο κ. Κακλαμάνος, αφού του μίλησε για τη δουλειά, που είχε να κάνει, έφτασε με κάποια επιφύλαξη και στο ζήτημα του μισθού. -Ο μισθός σας θα είναι εκατόν πενήντα δραχμές… του είπε. Ο Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σα να έκανε κάποιους υπολογισμούς με το νου του. -Μήπως είναι λίγα του είπε δειλά ο κ. Κακλαμάνος, έτοιμος ν’ αυξήσει το ποσό, που είχε προτείνει. Τότε άκουσα απ’ τα χείλη του Παπαδιαμάντη τη μοναδικότερη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει άνθρωπος σε τέτοια στιγμή. -Πολλές είναι 150… είπε. Με φτάνουνε 100… Και έφυγε βιαστικός και ντροπαλός, χωρίς να προσθέσει λέξη.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη από το βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ
 
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σύχναζε στο μπακάλικο του Καχριμάνη στην οδό Σαρρή, κοντά στου Ψυρή. Εκεί έτρωγε, εκεί έπινε, εκεί συναντούσε τους φίλους του, και όποτε είχε έμπνευση, αποτραβιόταν στο βάθος κι έγραφε κάποιο διήγημα. Ο ιδιοκτήτης του μπακάλικου, ο κυρ Δημήτρης ο Καχριμάνης τον σεβόταν και του έκανε πίστωση, ενώ του είχε πάντα φυλαγμένο φαγητό εκτός από Τετάρτες και Παρασκευές που ο Παπαδιαμάντης νήστευε και του έφερναν λαδερό φαγητό από το γειτονικό μαγειρείο του μπαρμπα-Γιώργη. Συχνά ο Παπαδιαμάντης καλούσε και τον εξάδελφό του Α. Μωραϊτίδη για να φάνε μαζί. Το μπακάλικο του Καχριμάνη το προτιμούσε γιατί διέθετε πολύ καλό κρασί. Καθόταν ώρες αμίλητος και παρατηρούσε τον κόσμο που έμπαινε για να ψωνίσει. Είκοσι ολόκληρα χρόνια σύχναζε σ’ αυτό το μαγαζί και αρκετά απ’ τα διηγήματά του τα εμπνεύστηκε από εμπειρίες που έζησε εκεί.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη από το βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗΣ
 Πηγή:http://logomnimon.wordpress.com

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Ἀπόλαυσις στὴ γειτονιά / Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη








-Ἐτελείωσε;... ἀλήθεια;

-Τώρα ξεψύχησε.

-Καὶ τὸν ἐμεταλάβανε;

-Θὰ τὸν θάψουν μὲ παπάδες;

-Ἔζησε ὥς δεκαπέντε ὧρες.

Ἀπὸ παραθυρον εἰς αὐλόπορταν, ἀπὸ ἐξώστην εἰς δῶμα, ἀπὸ χαμόγειον εἰς ἀνώγειον, ἐπετοῦσαν τὸ πρωὶ οἱ πτερόεντες αὐτοὶ διάλογοι μεταξὺ τῶν γειτονισσῶν. Καὶ μεγάλη περιέργεια ἐφέρετο ἐλαφρὰ εἰς τὸν ἀέρα.

-Ἡ ἄμοιρη ἡ μάννα! κλαίει καὶ δέρνεται.

-Ὁ πατέρας, ὁ ἔρμος, λείπει.

-Καὶ δὲν τοῦ ντελεγραφοῦνε νὰ 'ρθῃ;

-Εἶπαν πὼς τοῦ ντελεγραφήσανε.

-Ποῦ βρίσκεται;

-Στὴ Λειβαδιά, μοῦ 'παν, ἢ στὸ Λιδωρίκι.

-Στὰ Σάλωνα, ὄχι στὴν Λειβαδιά!

-Στὴν Σαντορίνη, ὄχι στὰ Σάλωνα!

-Ἡ δόλια ἡ μαννούλα τὰ τραβᾷ ὅλα.

-Καὶ δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του;... Δεκαοχτὼ χρονῶν παιδί, ἀκοῦς ἐσύ!

-Καὶ τί μορφόπαιδο! τί σεμνὸ καὶ συλλογισμένο περπατοῦσε!

-Ἀκόμα δὲν ἵδρωνε τὸ μουστάκι του! Κι ἔκαμε τὴ ζωὴ του χαλάλι!

-Στὴν κοιλιὰ εἶχε χτυπηθεῖ;

-Στὸ στομάχι, παραπάνω, στὸ στῆθος, κοντὰ στὸ βυζί.

-Στὸ ὑπογάστριο, ὄχι στὸ στῆθος!

-Μὲ μαχαίρι;

-Μὲ μαχαίρι!

-Δὲν ἤξευρε νὰ χτυπηθῇ, τὸ ἐλάχιστο, στὸ πόδι! εἶπε μία.

-Στὸ σπίτι μέσα μαχαιρώθηκε;

-Ἀπάνω, στὸ Ἀστεροσκοπεῖο.

-Στὸ Θησεῖο, καλέ, ὄχι στὸ Ἀστεροσκοπεῖο!

-Κι' ἔζησε δεκαπέντε ὧρες;

-Μάλιστα· ἀπὸ ἐψὲς τὸ δειλινὸ ὥς τὰ σήμερα τὸ πρωί.

-Καὶ τί νὰ λιμπιστῇ; Τὸ ἐπῆρε κατάκαρδα, ὥς τόσο.

-Κεῖνο τὸ κορίτσι τὸ μελαχροινό!

-Εἶδες μαύρη ποὺ ἦταν· μὰ νόστιμη, ἀλήθεια.

-Τί εἶναι; τί εἶναι; ἠρώτησε μία ἄνιφτη, ἀχτένιστη, ἡ ὁποία τώρα ἀκόμη ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ ὑπόγειον δωμάτιον ὅπου ἑκατοικοῦσε.

-Νά, ὁ Μιχαλάκης ποὺ σκοτώθηκε.

-Ποιὸς Μιχαλάκης;

-Κεῖνο τὸ παιδὶ τῆς κυρίας Βασιλειάδους, ποὺ περνοῦσ' ἀπὸ 'δῶ.

-Ἄ; ὁ Μιχαλάκης, τῆς κυρίας Βασιλειάδους; καὶ γιατί σκοτώθηκε;

-Ἐσὺ μονάχα δὲν εἶσ' ἀπὸ 'δῶ; Δὲν ἄκουσες τίποτα;

-Ὄχι· γιατί σκοτώθηκε;

-Θέλεις νὰ σοῦ πῶ τὸ γιατί; Νά, ἀπὸ ἔρωτα, τὸ καημένο.

-Καὶ ποιὰν ἀγαποῦσε;

-Θὰ τὸν θάψουν, λέει μὲ παπάδες; Ἔδωκε ὁ Μητροπολίτης τὴν ἄδεια;

-Νά, ὁ πάπα-Γρηγόρης τοῦ εἶπε: δὲν σὲ μεταλαβαίνω ἂν δὲν ξαγορευθῇς...

-Κι ἐκεῖνο τί εἶπε; Μπόρεσε καὶ μίλησε;

-Κι ἐκεῖνο τοῦ εἶπε: Κανένας δὲν φταίγει, παπά μου· ἐγὼ μονάχος μου τὸ ἔκανα. Ἐφταξούσιος δὲν ἤμουν; Ἐφταξούσιος βέβαια.

-Καὶ τὸ 'χε πάρει κατάκαρδα; Λένε πὼς τὴν ἀγαποῦσε ἀπὸ μικρή.

-Ἀπὸ δώδεκα χρονῶν τὴν ἀγαποῦσε. Δώδεκα χρονῶν ἐκεῖνος, ἕνδεκα αὐτή.

-Καὶ τὸ φώναζε, τὸ εἶχε μεγάλο μεράκι. Ἡ θὰ τὴν πάρω, μητέρα μου, ἢ θὰ σκοτωθῶ.

-Τὸ εἶπε καὶ τὸ 'κανε.

-Τί αἴστημα!

-Μὰ ἐκείνη δὲν τὸν ἀγαποῦσε; ἔλαβε καιρὸν νὰ ἐρωτήσῃ ἡ ἄνιφτη, ἡ τελευταία ἐξελθοῦσα ἀπὸ τὸ ἰσόγειον, πρὸς τὴν αὐλόπορταν, ὅπου ἵσταντο δύο ἢ τρεῖς γυναῖκες, ἐνῷ ἄλλαι τρεῖς ἢ τέσσαρες ἀνταπεκρίνοντο πρὸς ταύτας ὑψηλὰ ἀπὸ μπαλκόνια ἢ παράθυρα, ὡς χελιδόνες εἰς τὰς φωλεάς των, ὑπὸ τὰ γεῖσα τῶν στεγῶν.

-Τί μορφόπαιδο! κρῖμα!

-Τώρα, ἔχει φύγει ἀπ' τὴ γειτονιὰ ἡ μικρὴ ἐκείνη;

-Νανία τὴν ἔλεγαν, θαρρῶ, ἢ πῶς τὴν ἔλεγαν; Ἀνιψιὰ τῆς κυρία-Παναγιώτους, ποὺ τὴν ἔχει πάρει ψυχοπαίδα, ἐπειδὴς εἶναι ἄκληρη.

-Ἄ! τῆς κυρία-Παναγιώτους;

-Μαύρη, χλωμή, μὲ μεγάλα μάτια, νόστιμη, συμπαθητικιά· μάτια ποὺ ἔσφαζαν.

-Νὰ ποὺ ἔσφαξαν ἕνανε.

-Ἔχει φύγει ἀπὸ 'δῶ ἀπ' τὸ μαχαλὰ μὲ τὴ μητέρα της· εἶναι πέντ' ἕξι μῆνες.

-Μὲ ποιὰ μητέρα της; μὲ τὴ θεία της, τὴν ψυχομάννα της.

-Καὶ ποῦ κοντὰ κάθισαν τώρα;

-Ποιὸς ξέρει; Στὴ Νεάπολη, ψηλὰ ἐπάνω.

-Στὸ Κολωνάκι, ὄχι στὴ Νεάπολη!

-Κι ἐκείνη δὲν τὸν ἀγάπαε; ἠρώτησε πάλιν ἡ ἀκτένιστη.

-Ἐκείνη ἐκοίταζε πολλούς· εἶχε ἀργολάβους. Ἔκανε ἀργολαβίες μὲ τὸ μεροκάματο.

-Δὲν θὰ εἶναι παραπάν' ἀπὸ δεκάξι χρονῶν κορίτσι.

-Ὡς δεκαεφτὰ θὰ εἶναι.

-Δεκαεφτά, δεκαοχτώ, τόσο...

-Θὰ πάῃ τάχα νὰ κλάψῃ στὴν κάσα του; Θὰ πάῃ στὸν τάφο του νὰ κλάψει;

-Καὶ πότε θὰ τὸν θάψουν;

-Θὰ τὸν ξενυχτίσουν τάχα; ἢ σήμερα τὸ δειλινὸ θὰ τὸν πᾶν;

-Μὰ ἐτελείωσε γιὰ τὰ καλά; Εἶπαν πὼς ψυχομαχοῦσε.

-Ξεψύχησε, καλέ, τὸν ἀλλάζουν· θέλετε νὰ τὸν ζωντανέψετε πίσω;

-Ἄχ! ἡ μάννα ἡ ἄμοιρη!


 
***
 


Ἀριστερά, εἰς τὴν πρώτην καμπὴν τῆς ὁδοῦ, εἰς στενὸν δρομίσκον, ὑπῆρχε μικρὰ κομψὴ οἰκία, ἀνήκουσα εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ νέου τοῦ αὐτοκτονήσαντος.

Ἡ οἰκογένεια κατώκει εἰς τὸ ἰσόγειον.

Ὁ θάλαμος, ὅπου εἶχαν ἐξαπλωμένον τὸν νεκρόν, εἶχε δύο παράθυρα ἡμιανοικτὰ πρὸς τὸν δρόμον.

Ἔξω, ἐπὶ τοῦ πεζοδρομίου, γύρω εἰς τὸ παραθυρον, ἐσχηματίζετο πυκνὸν ἡμικύκλιον ἀπὸ γυναῖκας, παιδία τοῦ δρόμου, γείτονας καὶ διαβάτας. Ὁ νεκρὸς ἡπλωμένος ἐπὶ τῆς κλίνης εἰς τὸ μέσον, δύο λαμπάδες ἔκαιον, ἡ μήτηρ ἐξηκολούθει νὰ κλαίει σπαρακτικῶς. Ὀκτὼ ἢ δέκα πρόσωπα, οἰκεῖοι ἢ συγγενεῖς, ἵσταντο ὄρθιοι περὶ τὴν κλίνην. Τέσσαρες ἢ πέντε γυναῖκες ἐκάθηντο ὁλόγυρα.

Πᾶς διαβάτης ἵστατο ἔξω διὰ νὰ ἴδῃ. Αἱ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς, μὴ χορταίνουσαι νὰ βλέπουν, ἐσπόγγιζον διαρκῶς τὰ τόσον εὔκολα δάκρυα. Ἠκούοντο ψιθυρισμοί:

-Ὤχ! Κρῖμα στὸ νέο!

-Δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του!

-Πῶς ἄλλαξε τὸ πρόσωπό του!

-Σὰν νὰ κοιμᾶται εἶναι!

-Νά, τώρα θὰ μᾶς μιλήσει!

-Νὰ μίλαε τῆς μητέρας του, νὰ τὴν παρηγορήσῃ!

-Δὲν τὸν ἔπαιρνε ξώψυχα!

-Δὲν ἤξερε νὰ μὴ χτυπήσει δυνατά!

-Δὲν τὸ ἔκανε καλύτερα μὲ ρεβόλβερο, μποροῦσε νὰ μὴν τὸν ἔπαιρνε καλὰ ἡ σφαῖρα.

-Δὲν ἔπαιρνε τίποτις ἀπ’ τὸ φαρμακεῖο νὰ πιῇ, νὰ τοῦ δώσουνε ἀντιφάρμακο! εἶπε μία.

-Δὲν κατάπινε τίποτα σπίρτα, νὰ τοῦ δίνανε γιατρικὸ νὰ τὰ ξερναε! εἶπεν ἄλλη.

-Ὤχ! κρῖμας!

-Ἄχ! ἡ δόλια ἡ μαννούλα!


 
***
 


Ἐπάνω εἰς μίαν ταράτσαν ἵσταντο τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας τρεῖς νεαραὶ γυναῖκες, τέσσερα ἢ πέντε κοράσια, ἡλικίας μεταξὺ πέντε καὶ δέκα ἐτῶν καὶ μία γεροντοτέρα. Ἡ ταράτσα ἔβλεπεν εἴς τινα γειτονικὴν αὐλήν, ἀντίκρυζε δὲ πλαγιώτερον ὀλίγον πρὸς τὴν δυτικὴν θύραν, τὴν νοτιοδυτικὴν γωνίαν καὶ τὸ μικρὸν κωδωνοστάσιον τοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ τῆς συνοικίας.

-Νά, τὸν φέρνουνε!

-Εἶναι κόσμος κάμποσος!

-Νὰ τὸ καπάκι· νὰ τὰ φανάρια· νὰ κι ὁ Σταυρός!

-Νὰ κ’ οἱ παπάδες!

-Ποῦ εἶναι ἡ κάσα;

-Ὤ, λουλούδια καὶ κακό· νὰ τος, νὰ τος!

-Ποῦ 'ναί τος, μαμά; ποῦ 'ναί τος;

Καὶ ἡ μικρὰ κορασὶς ἀνερριχᾶτο προσκολλωμένη εἰς τὸν θριγκόν, κύπτουσα ἀπλήστως, μὲ κίνδυνον νὰ πέσῃ.

-Δὲ φαίνεται καλά· εἶναι κόσμος μπροστά... ὤχ! δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν παράμερα!

-Σταθῆτε, καλέ, στὴν ἄκρη!...

-Νά, τὸν πᾶνε μὲς στὴν ἐκκλησιά!...

-Καλὰ-καλὰ δὲν τὸν εἴδαμε.

-Ἐγὼ δὲν εἶδα, μαμά!...

-Θὰ τὸν ἰδοῦμε τώρα ποὺ θὰ τὸν βγάλουν ἔξω! θὰ πάρουν τὸν κάτω δρόμο.

-Στὸ κάτω νεκροταφεῖο δὲν θὰ τὸν πᾶν;

-Μποροῦν νὰ τὸν πᾶν καὶ στὸ ἀπάνω· μὰ ἀλλάζουν πάντα τὸ δρόμο...

-Κόσμος ποὺ μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά!

-Νὰ ὁ ἀδελφός του, μὲ δύο φίλους ποὺ τὸν κρατοῦν μπράτσο.

-Ποῦ 'ναι, μαμά, ποῦ 'ναι;

-Νά, τώρα πάει μέσα...

-Πᾶνε μέσα ὅλοι· καὶ δὲν εἴδαμε τὴ μάννα του.

-Ποῦ νὰ ἰδῇς, τόσος κόσμος!

-Ἄχ! ἡ δόλια του ἡ μαννούλα!... πῶς δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του!...

-Ὁ πατέρας λείπει, λένε, δὲν εἶν' ἐδῶ.

-Ἡ ἒρμ' ἡ μάννα τὰ τραβᾷ ὅλα!

Ἠκούσθη κλάψιμον παιδίου ἀνερχόμενον ἀπὸ τὸν θάλαμον διὰ τῆς θύρας πρὸς τὴν ταράτσαν.

-Ὁ γυιός σου κλαίει, Σταματούλα!

-Τί νὰ τὸ κάμω; ζαλίζεται νὰ τὸ σκύβω στὴν ταράτσα· δὲν θὰ ἰδῶ τίποτα· ἂς κλάψῃ!

Ἐφάνη κίνησίς τις ἀνθρώπων περὶ τὰς δύο θύρας τοῦ ναοῦ, τὴν δυτικὴν καὶ τὴν πλαγίαν· ἄνθρωποι εἰσήρχοντο δρομαίως ἢ ἐξήρχοντο.

-Τί εἶναι, καλέ; τ' εἶναι;

-Κάτι τρέχει· τί νὰ εἶναι;

-Μὴν ἦρθε ὁ πατέρας τοῦ σκοτωμένου καὶ τρέχουν ἔτσι;

-Μὰ τοῦ ντελεγραφήσανε τάχα; Καὶ πρόφταινε νὰ 'ρθῃ;

-Μὴν ἐλιγοθύμησε ἡ μάνα του;

-Γιατί τρέχει ἔτσι ὁ κόσμος;

-Μὴν ἔπεσε κανένα παιδὶ ἀπ' τὸ γυναικίτη; σὰν φωνὲς ἀκούω, κλάηματα.

-Ἀπ' τὸ γυναικίτη;

-Ἡ κουμπάρα ἡ Θοδώρα, ποὺ πῆγε τώρα στὴν ἐκκλησιά· δὲ βαστοῦσε· ἤθελε νὰ ἰδῇ· ἔγκυος μὲ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά.

-Μὴν τῆς ἔπεσε τὸ παιδὶ ἀπ' τὰ χέρια, καθὼς θὰ ἔσκυβε ἀπ' τὸ γυναικίτη;

-Τί λές, καλέ; Πῶς σοῦ φάνηκε αὐτό;

-Δὲν ξέρω κι ἐγὼ τί νὰ πῶ. Ἄλλες κάμποσες πηγαίνουν καὶ καβαλικεύουν στὰ στασίδια, ἀπ' ὀπίσω ἀπ' τὸν ψάλτη γιὰ νὰ ἰδοῦνε... Μὰ ἡ κουμπάρα θ' ἀνέβηκε στὸ γυναικίτη.

-Ἀκόμα τρέχουν!... Ἡ μάννα τοῦ νεκροῦ θὰ λιγοθύμησε... Αὐτὸ θὰ εἶναι!

-Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ!... μὴν ἦρθε 'κείνη ἡ ἀραπίτσα ἡ Νανία, ποὺ ἀγαποῦσε ὁ σκοτωμένος;... Εἶπαν πὼς γι' αὐτὴν σκοτώθηκε.

-Καὶ μὴν ἔπεσε ἀπάνω στὸ νεκρό, ἀβάσταχτα, τραβώντας τὰ μαλλιά της!...

-Ποιὸς νὰ ξέρει!... Νὰ' ξερα, θὰ πήγαινα στὴν ἐκκλησιά!...

-Ἀπὸ ποῦ νὰ μάθῃ κανείς!...

-Νά, ὁ μπάρμπα-Λιμπέρης!... Ἔ, μπάρμπα-Λιμπέρη! μπάρμπα-Λιμπέρη!

Ἡ μικρὰ κορασὶς εἶδε μεταξύ τοῦ πλήθους ἔξω τοῦ ναοῦ ἕνα συγγενῆ τῆς μητρὸς της ἱστάμενον καὶ ἤρχισε νὰ φωνάζῃ ἀκράτητα:

-Μπάρμπα-Λιμπέρη! μπάρμπα-Λιμπέρη! Ἔ, μπάρμπα-Λιμπέρη!

Ἀλλ' ἐκεῖ ὅπου ἵστατο ὁ καλούμενος φυσικὰ ὑπῆρχον πλειότεροι θόρυβοι καὶ ἡ φωνὴ τῆς παιδίσκης δὲν θὰ ἔφθανε ν' ἀκουσθῇ.

-Μπάρμπα-Λιμπέρη! Λιμπέρη! ἔ Λιμπέρη! δὲν ἀκοῦς!... Θεῖε Λιβέριε! Λιμπέρη! Ἔ μπαρμπα-Λιμπέρη!

Τὸν ἔκραζε διὰ νὰ ἔλθῃ, νὰ τὰς εἰπῇ τί εἶχε συμβῆ ἐντός τοῦ ναοῦ καὶ πόθεν ἡ κίνησις ἐκείνη, τὴν ὁποίαν τοὺς ἐφάνη ὅτι παρετήρησαν. Ἀλλὰ πιθανὸν νὰ μὴ εἶχε συμβῆ τίποτε καὶ βέβαιον ὅτι ὁ μπαρμπα-Λιμπέρης δὲν θὰ ἤξευρε τίποτε νὰ τὰς εἴπῃ καὶ ἂν ἀκόμη ἤκουε τὰς φωνὰς τῆς μικρᾶς ἀνεψιᾶς του.

-Μὰ γιατί δὲν ἀκούει, καλέ; κουφὸς εἶναι;

-Νά, τώρα τὸν ἀνησπάζονται, εἶπεν ἡ γραῖα· ἡσυχάσατε· τώρα θὰ βγοῦν· ἄρχισαν κι ἀνησπάζονται.

-Πῶς τὸ ξέρεις;

-Βγαίνουν ἕνας-ἕνας ἀπ' τὴν ἐκκλησιά· ἀνησπάζονται καὶ βγαίνουν... Τώρα θὰ τὸν βγάλουν.

-Θὰ τὸν βγάλουν, γιαγιά, γλήγορα;

-Τώρα, σὲ λιγάκι.

Ἠκούσθησαν καὶ πάλιν οἱ κλαυθμοὶ τοῦ παιδίου, ὑποκάτωθεν ἀκριβῶς τῆς ταράτσας.

-Σταματούλα, δὲν ἀκοῦς; τὸ παιδὶ ἔσκασε νὰ κλαίῃ!

-Ἂς κλάψῃ· ζαλίζεται νὰ τὸν σκύβω στὴν ταράτσα καὶ δὲ θὰ ἰδῶ τίποτε.

-Νά, τώρα θὰ βγοῦν ἔξω.

-Μὰ γιατί ἄργησαν;

-Ἀργοῦν πολύ.

-Ἄχ! πότε θὰ βγοῦν;

-Θὰ τὸν ἰδοῦμε, μαμά; θὰ τὸν ἰδῶ κ' ἐγώ;

-Τώρα θὰ βγοῦν.

-Μὰ πῶς ἀργοῦν ἀκόμα;

-Νὰ τώρα πῆραν στὰ χέρια τὸ Σταυρό, τὰ φανάρια.

-Νά, βγαίνουν.

-Νὰ οἱ παπάδες!

-Νά, τώρα θὰ βγῇ τὸ λείψανο!

-Ποῦ' ναὶ το, μαμά; ποῦ' ναὶ το;

-Νά!

-Ὤχ! μαῦρος, μαῦρος, ποὺ ἔγινε! ἀπ' τὴ μαχαιριὰ τάχα; χύθηκε τὸ αἷμα· πῶς μαύρισε!

-Ἐγὼ δὲν βλέπω, μαμά!... μαμά!

-Νά, ἐκεῖ· βαστάξου καλά, μὴ σκύβεις.

-Ἄχ! καημένα νιᾶτα! κρῖμας! κρῖμας!

-Ἡ ἄχαρη ἡ μαννούλα του!

-Νὰ την! κείνη ἡ ντελικάτη, ἡ μαυροφόρα· μπαίνει μὲς στὸ ἁμάξι μαζὶ μὲ ἄλλες δύο...

-Ποῦ εἶναί την, μαμά;...

-Τώρα μπῆκε μὲς στὴν καρότσα· πᾶνε!

-Ἄχ! μαύρη μαννούλα!

-Κρῖμα στὰ νιᾶτά του!

-Θεὸς σχωρέσ' τονε!

-Θεὸς σχωρέσ' τον!


 
***



Καὶ τὸ βάσανον τοῦ ἀτυχοῦς νεκροῦ ἔμελλεν ὁσονούπω νὰ τελειώσῃ. Ἀπῆλθε μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ εὕρῃ εἰς ἄλλον κόσμον ὀλιγωτέραν περιέργειαν.



(1900)
Πηγή: ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Παιδικὴ Πασχαλιά, Ἀναμνήσεις (διήγημα)


Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γριὰ Κομνιανάκαινα, ἂν (καί) δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις.
Τὰ δυὸ ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποῦ ἐστενοχώρουν κ᾿ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις.
Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:
Βαρύτερ᾿ ἀπ᾿ τὰ σίδερα εἶναι τὰ μαῦρα ροῦχα,
Γιατί τὰ φόρεσα κ᾿ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ῾χα.

Ἡ γραῖα ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης καθ᾿ ὅλην τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Ἐβεβαίου ὅτι «ἀγγελιάστηκε» καὶ ἠτοιμάζετο ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἐπέβαλλεν εἰς τὴν Μόρφω, τὴν μικρὰν ἐγγονήν της, ἐργασίες ἀνωτέρας τῆς ἡλικίας τοῦ πτωχοῦ κορασίου. Αἴφνης, ἐν μέσω δυὸ γογγυσμῶν, ἔβαλε μίαν φωνήν, κ᾿ ἔκραζεν ἀπὸ τῆς κλίνης πρὸς τὴν ἐκτὸς τοῦ ἰσογείου θαλάμου πηγαινο- ἐρχομένην καὶ ὑπηρετοῦσαν παιδίσκην.
- Μὴ χύνῃς στὴν αὐλὴ τὰ νερά, χίλιες φορὲς σ᾿ τὸ εἶπα, στὸ νεροχύτη!
Κ᾿ ἐπανελάμβανε τοὺς ἀφορήτους στεναγμούς, ἐπιτείνουσα μάλιστα αὐτοὺς ὁσάκις τυχὸν πτωχὴ γειτόνισσα, μὴ τολμῶσα νὰ εἰσέλθῃ, ἤρχετο δειλῶς μέχρι τῆς θύρας καὶ ἠρώτα πῶς ἦτο ἡ ἀσθενής. Βεβαίως ἡ γριὰ - Κομνιανάκαινα ἔπασχεν, ἀλλ᾿ ἴσως ἐμεγαλοποίει τὸ πράγμα. Ἔκλαιε «τὰ νιάτα της», ἔλεγεν ὅτι δὲν θὰ προφθάση νὰ κάμῃ ἐφέτος Πάσχα.
Ἡ γειτόνισσα ἡ Μηλιὰ ἐβεβαίου ὅτι ἡ γραῖα εἶχε καὶ «κομπόδεμα», ἀλλὰ ποὺ νὰ ἐμβάσῃ μέσα καμμίαν ἐκ τῶν γειτονισσῶν της! Ἐλλείψει ἄλλης ἀσθενείας ἦτον ἱκανὴ ν᾿ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν της. Δὲν ἐβάστα ἡ ψυχή της νὰ δώση κάτι τι εἷς μίαν πτωχὴν γυναίκα διὰ νὰ τὴν «κυττάξη» κ᾿ ἐπέβαλλε βαρείαν ἀγγαρείαν εἰς τὴν Μόρφω, ὀκταετῆ παιδίσκην. Ἐνίοτε παρελήρει ἀληθῶς. Εἶτα ἔβαλλε ἀγρίαν κραυγήν. Ἔκραζε τὴν παιδίσκην νὰ τὴν σκεπάσῃ μὲ τὸ σινδόνιον, ἀλλὰ
χωρὶς αὔτη νὰ τὴν ἐγγίση κἄν, ἢ γερόντισσα ἔβαλλε τοιαύτην ὠρυγήν, ὥστε ἡ μικρὰ κατετρόμαζε.
Ὁ καπεταν-Κομνιανὸς ἔλειπε μὲ τὸ γολετί, κ᾿ ἐπεριμένετο νὰ ἔλθῃ.
Εἶχε μαζί του, μὲ τὸ γολετί, καὶ τὸν πρωτότοκον υἱόν του, τὸν Γεώργην, δωδεκαετῆ παῖδα. Τοῦτο ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς καημοὺς τῆς γραίας, ὅτι ἔμελλε ν᾿ ἀποθάνη, ὡς ἔλεγε, χωρὶς νὰ ἐπανίδῃ τὸν υἱόν της, καὶ τὸν ἐγγονόν της τὸν μεγάλον, ὅστις ὠμοίαζε τόσον μὲ τὸν μακαρίτην τὸν πάππον του. Καὶ ποῖος νὰ τῆς σφαλήσῃ τὰ μάτια; Αἱ ἀνεψιαί της, ὑπανδρυμέναι καὶ αἱ δύο, τῆς ἐβαστοῦσαν κακίαν διὰ κάτι κληρονομικὰς διαφοράς, καὶ δὲν ἔσπασαν τὸ πόδι «οἱ λαχταρισμένες, οἱ ἀχρόνιαστες!» νὰ ἔλθουν νὰ τὴν ἰδοῦν. Οὕτω τῆς ἤρχετο καὶ αὐτῆς ν᾿ ἀποθάνῃ εἰς τὸ πεῖσμα των, ν᾿ ἀποθάνῃ χωρὶς νὰ τῆς φιλήσωσι τὴν χεῖρα.
Ἰατρός, ποῦ νὰ εὑρεθῇ; Εἶχεν αὐτὴ νὰ πληρώνῃ; Αὐτὴ ὤφειλε νὰ κάμνῃ οἰκονομίαν διὰ τὰ ὀρφανά, καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ φθείρῃ τὸ βιὸ τοῦ υἱοῦ τῆς εἷς γιατρικὰ καὶ δὲν ξέρω τί. Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τὴ δουλειά σου! Ἔχουν ἐμπιστοσύνην τώρα αὑταὶ αἱ γυναῖκες; Ὁ κόσμος ἐχάλασε, τί τὰ θέλεις! Ἔμβαζε αὐτὴ μὲς στὸ βιό της, μὲς στὰ καλά της, ξένην γυναῖκα; Τῆς ἤρχετο νὰ ἐπαναλάβῃ πρὸς τὰς γειτονίσσας τὴν ἰδίαν κραυγήν, δι᾿ ἧς ἀπεδίωκε τὸ πάλαι παρίσακτον ὄρνιθα ἀπὸ τὸν ὀρνιθῶνα της. Ξού, ξένη!...
Ὡς τόσον ἐπεθύμει νὰ ἤρχετο ὁ υἱός της διὰ νὰ τὸν νυμφεύσῃ νὰ τοῦ δώσῃ καὶ τὴν εὐχήν της. Σαράντα χρόνων ἄνθρωπος, κι ὁ κόσμος εἶναι πελάγος σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἀρμένιζε τώρα. Πῶς νὰ περάση τὴ ζωήν του χωρὶς νὰ ἔλθῃ εἰς δεύτερον γάμον; Καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ αὐτὰ θὰ εὕρισκαν μητέρα, μίαν καλὴν οἰκοκυρά, ἥτις ἀπὸ τώρα ἐπροσφέρετο μάλιστα νὰ ἔλθῃ νὰ τὴν ὑπηρετήσῃ εἰς τὴν ἀσθενειάν της. Ἀλλ᾿ ἡ γραῖα Κομνιανάκαινα, μὴ θέλουσα νὰ παραβῆ τὴν ἀρχήν της, δὲν ἐδέχθη τὴν ἐκδούλευσιν.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἐκ τῶν δυὸ ὀρφανῶν ἡ Μόρφω, ἥτις εἶχεν ἤδη αἴσθησιν, ἂν δὲν ἐπεθύμει ν᾿ ἀποκτήση μητέρα, ἐνθυμεῖτο κ᾿ ἐλυπεῖτο τὴν μητέρα της. Ὁ Εὐαγγελινός, νήπιον τριετίζον ἐν καιρῶ τῆς συμφορᾶς, οὔτε ἤξευρε τίποτε, οὔτε ἐνθυμεῖτο. Ἔκλαιε μόνον ὅταν ἡ μάμμη τὸν ἐβίαζε νὰ φορέσῃ τὸν κατάμαυρον σάκκον του. Ἡ Μόρφω, λευκὴ καὶ ὠχρὰ μὲ τὰ μαῦρα φουστανάκια της, καὶ μὲ τὸν μαῦρον μανδήλιον τὸ σκεπάζον τὰ ξανθά της μαλλιά, ἦτο κατηφής, κ᾿ ἐνθυμεῖτο τὸ περυσινὸν Πάσχα, ὅταν ἔζη ἡ μήτηρ της.
Ἡ ἀτυχὴς γυνὴ εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὴν γένναν της, τὸ παρελθὸν θέρος, καὶ τὸ βρέφος μετ᾿ αὐτῆς. Τώρα ἡ κορασὶς εἶχεν ἀντὶ τῆς καλῆς καὶ πονετικῆς μητρός, τὴν μάμμην μὲ τὴν ἀφόρητον παρεξενιά της, ἥτις ἐνῶ ἐβεβαίου ὅτι ὅλα τῆς ἐπόνουν, κεφαλή, λαιμός, χεῖρες, πόδες, πλαῖται, κοιλία, μέση καὶ τὰ λοιπά, πνιγομένη δὲ ἀπὸ τὸν βήχα καὶ γογγύζουσα δυνατὰ καὶ βάλλουσα κραυγὰς ἀγρίας, ἐφείδετο νὰ δώσῃ εἰς ἰατροὺς καὶ φάρμακα, αἴφνης ἠγείρετο, ὑποβαστάζουσα τὴν κοιλίαν της, ἠξήρχετο μέχρι τῆς θύρας, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὸν ἐκτὸς κόσμον κ᾿ ἔλεγεν:
- Ἄχ! Τί γλυκιὰ πού ῾ν᾿ ἡ ζωή!
Πέρυσι ὤ! πέρυσι τὴν Μεγάλην Πέμπτην πρωί, ἀφοῦ ἐγύρισαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν ὅπου εἶχον μεταλάβει ὅλοι, ἡ καλὴ καὶ προκομμένη μήτηρ, καίτοι ἄγουσα ἤδη τὸν ἕβδομον μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης της, ἀνεσφουγγώθη καὶ ἤρχισε νὰ βάφῃ ἐν τῇ χύτρᾳ τὰ αὐγά, μὲ ῥιζάρι, κιννάβαρι καὶ ὄξος. Εἶτα ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται εἷς τὴν θύραν ἀνὰ ζεύγη τὰ παιδία τῆς πολίχνης, μὲ τὸν ὑψηλὸν καλάμινον σταυρὸν στεφανωμένον μὲ ρόδα εὐώδη καὶ μὲ μήκωνας κατακοκκίνους, μὲ δενδρολίβανον καὶ μὲ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα, μὲ τὸν ἀποσπασθέντα ἀπὸ τ᾿ Ὀχτωήχι χάρτινον Ἐσταυρωμένον εἰς τὸ μέσον τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ ἐρυθρὸν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα τὸ ἄσμα:
Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνὶ μὲ κόκκινη παντιέρα;
Ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστὸ τὸν πάντων βασιλέα.
................................................................
Σύρε μητέρα μ᾿ στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα,
Κ᾿ ἐμένα νὰ μὲ καρτερῆς τὸ Σάββατο τὸ βράδυ
Ὅταν σημαίνουν ἐκκλησιὲς καὶ ψέλνουνε παπάδες,
Τότες καὶ σύ, μαννούλα μου, να᾿ χῆς χαρὲς μεγάλες.
Καὶ τί χαρὲς μεγάλες τῷ ὄντι, τί χαρὲς δ᾿ ὅλα τὰ παιδία! Καὶ ἢ καλῆ ἡ μήτηρ της προθυμότατα ἔδιδεν ἀνὰ δυὸ ἀρτιβαφὴ αὐγὰ εἰς ὅλα τὰ παιδία δυὸ αὐγὰ κόκκινα, καὶ τί εὐτυχία! τί νίκη! ἐνῷ ἡ μάμμη ἐφώναζεν ὅτι ἀρκετὰ παιδία ἦλθαν, καὶ ἀρκατὰ ἐτραγούδησαν, καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν καὶ ἀλλοῦ.
Μετὰ ταῦτα ἡ μήτηρ ἤρχισε νὰ ζυμώνῃ καὶ ἔπλασεν ἀρκετὲς κουλοῦρες μετ᾿ αὐγῶν διὰ τὸν σύζυγον, ἐπιδημοῦντα τότε, διὰ τὴν πενθεράν της, δι᾿ ἐαυτήν, διὰ τὲς κουμπάρες, ὡς καὶ μικρὲς «κοκῶνες» διὰ τὴν Μόρφω, διὰ τὸν Εὐαγγελινόν, διὰ τ᾿ ἀνεδεξίμια της καὶ διὰ τὰ πτωχὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.
Κ᾿ ἐπειδὴ ὁ μικρὸς Εὐαγγελινὸς ἔκλαιε, λέγων ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλη ἡ κοκώνα του, ἡ μήτηρ τοῦ ἔδιδεν ἄλλην νὰ ἐκλέξῃ ἀλλὰ αὐτὸς δὲν ἡμέρωνεν οὔτε ἤθελε νὰ ταιριασθῆ.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὰς ἤθελεν ὅλας διὰ τὸν ἐαυτόν του.
Καὶ τότε ἡ μήτηρ τὸν ἐπαρηγόρει λέγουσα ὅτι «τὸ Σάββατο τὸ βράδυ θὰ ῾ρθῆ ἡ κουρούνα (κρά, κρά!) νὰ φέρη τὸ τυρὶ καὶ τὸ κρέας (τσί, τσί!) καὶ τότε νὰ ἰδῆς τὸ παραμύθι. Πάρε Βαγγελινὲ τὸ τυρί, πάρε καὶ τὸ τσὶ-τσί, νὰ φᾶτε!»
Καὶ ὁ μικρὸς ἐψέλλιζε καὶ αὐτός, «θὰ᾿ θῆ ἡ κουούνα νὰ φέη τοῦ τσί-τσί», καὶ συνάπτων τὰς χεῖρας, δακτύλους μεταξὺ δακτύλων κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς μητρὸς τῆς γειτόνισσας τῆς Μηλιᾶς ἑξαετές, ἄνιπτον, ρακένδυτον, ὀκλάζον εἷς μίαν γωνίας, κρατοῦν τὴν κοκώνα του, τὴν ὁποίαν ἐκσέπτετο ἂν δὲν ἦτο καλὸν νὰ τὴ φάγῃ τώρα ποὺ εἶναι ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλλίζον καὶ λέγον: «Ναί! Θα᾿ ρθῆ ἡ κουρούνα! ἄμ᾿ δὲ θὰ᾿ ρθῆ!» Καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἡ μήτηρ ὠδήγησε τὰ δυὸ παιδία εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου, ἀφοῦ ἔκαμαν τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοὺς κουβουκλίου, ἠσπάσθησαν τὸν μυόπνοουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾿ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾿ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), καὶ εἶτα ἐπέρασαν τρὶς ὑπὸ τὸν ὑψηλόν, μεγαλοπρεπῆ Ἐπιτάφιον, ὁ δ᾿ Εὐαγγελινὸς (ὅλα τὰ ἐνθυμεῖτο ἡ μικρὰ Μόρφω) ἀνέτρεψεν ἐξ ἀπροσεξίας πήλινον ἀμφορέα μὲ ὕδωρ, ἐξ ἐκείνων οὖς θέτουσιν ὑπὸ τὸν Ἐπιτάφιον πρὸς ἁγιασμόν, διὰ νὰ μεταχειρισθῶσι τὸ ὕδωρ εἰς τὸ καματηρό, ἤτοι τοὺς μεταξοσκώληκας, καὶ εἰς ἄλλας χρείας, αἱ νεώτεραι μυροφόροι, γυναῖκες διακαῶς ποθοῦσαι «νὰ ξενυχτίσουν τὸν Χριστόν» μένουσαι ἄγρυπνοι ἐν τῷ ναῷ πέραν τοῦ μεσονυκτίου, διότι ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ψάλλεται ἐκεῖ τὸ Μέγα Σάββατον, περὶ ὄρθρον βαθύν. Ὁ ἀμφορεὺς πεσὼν ἐθραύσθη, ἡ δὲ γυνὴ ἧς ἦτο κτῆμα ὠργίσθη, καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἔχει «σὲ κακό της». Τότε ἡ μήτηρ τοῦ Εὐαγγελινοῦ, ἀφοῦ ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸ παιδίον, πειραχθεῖσα εἶπεν ὅτι «ἂν εἶναι κακό, ἂς εἶναι γιὰ μένα!» Καὶ τὴν πτωχὴν δὲν τὴν ηὖρε ὁ χρόνος.
Τὸ Μέγα Σάββατον δέ, μικρὸν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἡ μήτηρ ἐξύπνισε τὸν Εὐαγγελινὸν καὶ τὴν Μόρφω, κ᾿ ἐνῷ σήμαιναν διὰ μακρῶν οἱ κώδωνες ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὅπου ἐψάλη τὸ «ὦ γλυκύ μου ἔαρ» καὶ ἄλλα ἀκόμη παθητικὰ ἄσματα. Εἶτα οἱ πιστοὶ ὅλοι μὲ ἀνημμένας λαμπάδας ἐξῆλθον εἷς τὸ ὕπαιθρο, ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῶ ἡ αὐγὴ ἔλαμπεν ἤδη ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρᾶς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέμα τὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβήνῃ καὶ ἢ ἄνοιξις ἔπεμπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ ταφέντα, ὡς τὰ συνέψαλλε καὶ αὐτή, «ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπανελάμβανεν, «οἶμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!». Τὰ δὲ παιδία προπορευόμενα τῆς πομπῆς, μεγαλοφώνως ἔκραζον: Κύριε Ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον! Ὁ Εὐαγγελινὸς ἐψέλλιζε μετὰ τῶν ἄλλων: Κύιε ἔησον! Κύιε ἔησον!
Καὶ ὕστερον, ὅταν ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων τὴν ἀπαραίτητον ὁμίχλην τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, (ἥτις καθιστᾶ μελαψὴν μιγάδα τὴν ἡμέραν καὶ παμμέλαιναν ἀράβισσαν τὴν νύκτα) ὁ Εὐαγγελινὸς ἐξύπνησεν ἀπὸ τὰ βελάσματα τοῦ ἀρνίου, τὸ ὁποῖον ἠτοιμάζετο νὰ σφάξῃ διὰ τὴν οἰκογένειαν τοῦ καπετὰν Κομνιανοῦ ὁ γείτονας Νικόλας, ὁ σύζυγος τῆς Μηλιᾶς.
Ὁ Εὐαγγελινὸς καὶ ἡ Μόρφω ἐξῆλθον εἰς τὸ προαύλιον. Τί ὡραῖον, τί ἥμερον, τί λευκόμαλλον ποὺ ἦτο τὸ ἀρνί! Καὶ πὼς ἐβέλαζε (μπέ! μπέ!) τὸ καημένο. Ἐν τούτοις δὲν ἐφαίνετο πολὺ δυσαρεστημένον, διότι ἔμελλε νὰ σφαγῇ. Καὶ ἄλλος Ἀμνὸς ἄμωμος, Ἀμνὸς αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ ἄλλος ἀτίμητος Ἀμνὸς ἐσφάγη...
Τὴν ἑσπέραν ἔφερεν οἴκαδε ὁ πατὴρ τᾶς πασχαλινὰς λαμπάδας, ὡραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά! Τί θρίαμβος! Φαντασθῆτε ὡραίας μικρᾶς λαμπάδας, μὲ ἄνθη τεχνητά, μὲ χρυσόχαρτα. Ὁ Εὐαγγελινὸς ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν τῆς ἀδελφῆς του, λέγων, ὅτι ἐκείνη εἶναι μεγαλυτέρα. Ἡ μήτηρ τοῦ τὴν ἔδωκεν, ἀλλ᾿ ὃ μικρὸς τὴν ἔσπασε, ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζε μὲ αὐτήν, ἔσπασε καὶ τὴν ἰδικήν του, καὶ ὕστερον ἔβαλε τὰ κλάματα. Ὁ πατὴρ τοῦ ἠγόρασεν ἄλλην, ἀφοῦ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ ὑποσχεθῆ ὅτι δὲν θὰ τὴν πιάσῃ εἰς τὴν χεῖρα, ἕως τὰ μεσάνυκτα, ὅταν θὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν.
Ὁ μικρὸς ἀπεκοιμήθη κλαίων καὶ χαίρων.
Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεία ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καὶ τίνες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια καταπτοοῦντες καὶ σκανδαλίζοντες τὰς πτωχὰς γραίας, αἵτινες, μεθ᾿ ὅλον τὸν διωγμὸν ὃν ἐκίνουν κατ᾿ αὐτῶν τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα κατ᾿ ἔτος οἱ ἐπίτροποι, ἀξιοῦντες νὰ περιορίσωσιν αὐτὰς εἰς τὸν γυναικωνίτην, οὐχ ἧττον ἐπέμενον καὶ παρεισέδυον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἀριστερά, εἰς τὴν μίαν κόγχην.
Εἷς δ᾿ ἐπίτροπος τῆς ἐπάνω ἐνορίας, ἄνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ὅτι ὅλοι οἱ ἐθελονταὶ ψάλται, νεανίαι εἰκοσαετεῖς, ἐφοίτων κατὰ προτίμησιν εἰς τὴν κάτω ἐκκλησίας, εἷς δὲ τὴν ἐπάνω ἠναγκάζοντο νὰ ψάλλωσιν οἱ ἱερεῖς, τί ἐσοφίσθη; Πιάνει καὶ ἀποσπᾶ ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην τὰ καφάσια, τὰ δικτυωτά, δι᾿ ὧν ἐφράττοντο τέως αἱ γυναικεῖαι μορφαὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἀφήνει τὸν γυναικωνίτην ἄφρακτον. Τότε διὰ μιᾶς ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς καὶ μουσόληπτοι νεανίσκοι ἀφῆκαν τὴν κάτω ἐκκλησίαν ἔρημον ψαλτῶν κ᾿ ἔτρεξαν ὅλοι εἰς τὴν ἐπάνω.
Εἶτα τὰ μικρὰ παιδία καὶ τίνες παιδίσκαι τετραετεῖς, μὲ τᾶς κομψὰς ποικιλτὰς λαμπάδας, ἐτάχθησαν ἀνὰ τὸν χορόν, περὶ τὰ δυὸ ἀναλόγια, καὶ παρὰ τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ ἤρχισαν νὰ θορυβῶσι, νὰ παίζωσι, νὰ στάζωσιν εἰς τοὺς λαιμοὺς ἀλλήλων, καὶ νὰ τσουγκρίζωσι τὰ αὐγά των. Καὶ ἓν παιδίον ἑξαετές, πονηρότερον τῶν ἄλλων (ἦτο ὁ υἱὸς τῆς Μηλιᾶς τῆς γειτόνισσας) εἶχε πλαστὸν αὐγὸν εἰς τὸν κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφὴ καὶ δι᾿ αὐτοῦ ἔσπαζε τὰ αὐγὰ ὅλων τῶν παιδιῶν, καὶ τὰ ἔπαιρνε, κατὰ τὴν συμφωνίαν, καὶ τὰ ἔτρωγε.
Μία παιδίσκη καὶ εἷς παῖς, πενταετής, ἤρχισαν νὰ φιλονικῶσι περὶ τοῦ τίνος ἡ λαμπάδα ἦτο εὐμορφότερα.
- Ὄχι, ἡ δική μου ἡ λαμπάδα εἶναι καλύτερη.
- Ὄχι, ἡ δική μου.
- Ἐμένα ὁ πατέρας μ᾿ τὴν ἐδιάλεξε, κ᾿ εἶναι πλιὸ καλή.
- Ἐμένα ἡ μάννα μ᾿ τὴν ἐστόλισε μονάχη της.
- Καὶ ξέρει νὰ κάμῃ λαμπάδες ἡ μάννα σ᾿;
- Ὄχι, δὲ ξέρει; Σὰν τὴ δική σ᾿!
- Τέτοια παλιολαμπάδα!
- Ναί, παλιολαμπάδα;... νά!...
- Νὰ κ᾿ ἐσύ!
- Νὰ κι ἄλλη μιά!
Καὶ ἤρχισαν νὰ τύπτουν ἀλύπητα τὰς κεφαλὰς ἀλλήλων μὲ τὰς λαμπάδας των, ἑωσοῦ ἔβαλαν τὰ κλάματα καὶ οἱ δύο.
Τὸ ἀπόγευμα πάλιν, ἀφοῦ ἐψάλη ἡ Β´ Ἀνάστασις κ᾿ ἔγινεν ἢ Ἀγάπη, ἐξῆλθαν ὅλοι εἰς τὴν πλατείαν κ᾿ ἐθεῶντο τὴν πυρπόλησιν τοῦ Ἑβραίου. Τί ἄσχημος καὶ τί εὐμορφοκαμωμένος ποὺ ἦτον ὁ Ἑβραῖος! Εἶχε μίαν χύτραν ὡς κεφαλήν, εἶχε καὶ λινάρι ὡς γένειον. Ἔφερε καὶ ζεῦγος γυαλιὰ (ἡ Μόρφω τὰ ἐνθυμεῖτο ὅλα), ὅμοια μ᾿ ἐκεῖνα ποὺ φορεῖ ἡ γραῖα μάμμη ὅταν ράπτῃ ἢ ἐμβαλώνῃ τὰ παλαιὰ ροῦχα της. Εἶχε κ᾿ ἕνα σακκούλι ἢ πουγγὶ κρεμασμένον εἰς τὸ ἀριστερὸν πλευρόν του. Ἐφόρει μακριά, μακριὰ φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐκρέμασαν ὑψηλὰ ὑψηλά, ἕως ἑπτὰ ὀργυιᾶς ἐπάνω, ἤρχισαν οἱ ἄνδρες νὰ τὸν μαστίζουν, νὰ τὸν τουφεκίζουν ὅλοι, ἕως ὅτου τὸν ἔκαυσαν.
Καὶ ὕστερον ἢ μήτηρ ἔστρωσε τὴν τράπεζαν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ παρέθεσε τὰ αὐγὰ τὰ κόκκινα, τὸ τυρί, ποὺ εἶχε φέρει ἡ κουρούνα, καὶ τὸ ἀρνὶ τὸ ψημένο, καὶ τὰ παιδία ἐκάθισαν εἷς τὴν τράπεζαν καὶ ἤρχισαν νὰ τσουγκρίζουν τὰ αὐγά των. Τί χαρά! τί ἀγαλλίασις!
Ἐφέτος, δηλαδὴ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο τῆς δυστυχίας διὰ τὰ δυὸ ὀρφανὰ δὲν ἦτο πλέον ἐκεῖ οὔτε ὁ πατήρ των, ὅστις ἔλειπεν, οὔτε ἡ μήτηρ των, ἥτις ἐπῆγε μακρύτερα ἀκόμη. Ἀντὶ τῶν δύο ἦτο ἡ γηραιὰ μάμμη, ρογχάζουσα ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ γογγύζουσα. Ἀντὶ τῶν ἐπιχρύσων λαμπάδων, ἦσαν οἱ δυὸ τρεμοσβήνοντες καὶ βλοσυροὶ ὀφθαλμοί της. Ἀντὶ τῆς ἀθώας χαρᾶς, ἀντὶ τῆς ἀφάτου εὐτυχίας τοῦ παιδικοῦ Πάσχα, ἦτο ἡ λύπη ἡ βαρεῖα, ἡ ἀνεπανόρθωτος συμφορά.
Εὐτυχῶς ἡ γραῖα Κομνιανάκαινα δὲν ἀπέθανε, καὶ ὁ υἱός της ἔφθασεν ἀπόπασχα μὲ τὸ γολεττί, καὶ ἤρχισε νὰ καλλωπίζηται καὶ νὰ στρίβῃ τὸν μύστακα ἀποβλέπων εἰς δεύτερον γάμον. Ἀλλά, διὰ τὰ δυὸ παιδία, τάχα θὰ ἐπανήρχετο πάλιν ἡ χαρὰ ἐκείνη, θ᾿ ἀνέτελλεν ἐκ νέου γλυκεῖα ἡ παιδικὴ Πασχαλιά; Διὰ τὸν Εὐαγγελινὸν ἴσως, διὰ τὴν Μόρφω ὅμως ποτέ. Αὕτη ᾐσθάνετο τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της καὶ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔμελλε νὰ τὴν ἐπανίδη πλέον ἐπὶ τῆς γῆς.
Γλυκεῖα Πασχαλιά, ἡ μήτηρ τῆς χαρᾶς! Γλυκεία μήτηρ, τῆς Πασχαλιᾶς ἡ ἐνσάρκωσις!
Ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς ὑπεσχέθη νὰ πίῃ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς του καινὸν τὸ γέννημα τῆς ἀμπέλου ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Πατρός Του, καὶ οἱ ὑμνωδοὶ ἔψαλλον: «Ὢ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ! δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Βασιλείας Σου!».
Πηγή: http://anavaseis.blogspot.com