ΣΧΟΛΙΟ KLISION:Ξαφνιάστηκα, πραγματικά, ὅταν ἄρχιζα νά διαβάζω τό πολύ ὄμορφο διήγημα τοῦ Παύλου Νιρβάνα πού ἀκολουθεῖ. Μοῦ θύμισε τά παιδικά μου χρόνια στό Δημοτικό, τότε πού ὑπῆρχαν ἀκόμη στά σχολικά ἀναγνωστικά τέτοια λογοτεχνικά διαμάντια σάν τό παρακάτω. Σήμερα, δυστυχῶς, τά παιδιά μας τρέφονται μέ ὑποπροϊόντα. ῞Ως πότε ὅμως; πότε θά σταματήσει ὁ κατήφορος....
—Φλώρια, καρδερῖνες, φλώριαααα!
—Πόσο τὶς δίνεις, βρὲ παιδί, τὶς καρδερῖνες;
—Ἑξήντα γρόσια, μπάρμπα. Ἑξήντα γρόσια, καὶ μ’ ἐγγύησι. Πάρε, ἀφέντη, νὰ σ’ ἐξυπνᾷ τὸ πρωΐ.
—Δὲν κάνει πενήντα γρόσια;
—Ἄν θέλῃς νὰ πάρῃς τὴ βραχνιασμένη...
—Βραχνιασμένη, ξεβραχνιασμένη δὲν μὲ πειράζει. Δῶσέ μου μία.
Ὁ μεσόκοπος ἄνθρωπος ἔβγαλε τὸ κομπόδεμα ἀπὸ τὸ ζωνάρι του, ἔδωκε πενήντα γρόσια στὸ παιδὶ καὶ ἐπῆρε στὰ χέρια του τὴν καρδερῖνα.
Τὴν ἐκράτησε λιγάκι ἐλαφρὰ στὰ δάκτυλά του, τὴν ἐχάϊδευσε πονετικὰ καὶ τὴν ἐκοίταξε καλὰ καλά, φέρνοντας τὸ ἀνήσυχο κεφαλάκι της μπροστὰ στὰ μάτια του, ὡσὰν νὰ ἤθελε νὰ τῆς εἰπῇ μυστικὰ κάποιο γλυκὸ λόγο. Ὕστερα, τινάζοντάς την ἐλεύθερη ἐπάνω στὴν παλάμη του, τὴν ἄφησε νὰ πετάξῃ, κάμνοντας τάχα πὼς τοῦ εἶχε ξεφύγει ἀπὸ τὰ χέρια του:
—Βρέ, τὸ ἀφιλότιμο τὸ πετούμενο! τὸ εἶδες ἐκεῖ!
Ἀπὸ μέσα του ὅμως ἐφαινόταν καταχαρούμενος ὁ παράξενος ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὁρκισθῇ κανείς, πὼς αὐτό, ποὺ ἔγινε, δὲν ἦτο καθόλου τυχαῖο. Ὁ ξένος, χωρὶς ἄλλο, εἶχε ἀγοράσει τὸ πουλί, γιὰ νὰ τοῦ χαρίσῃ τὴν ἐλευθερία του. Ἄν προσπαθοῦσε νὰ κρύψῃ τὸ σκοπό του, τὸ ἔκαμνε ἴσως ἀπὸ εὐγένεια. Καὶ θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὁρκισθῇ κανεὶς ἀκόμη, πὼς ἔτσι ἦτο τὸ πρᾶγμα, ἂν τὸν ἔβλεπε μὲ τί λαχτάρα ἀκολουθοῦσε τὸ φτερούγισμα τῆς καρδερίνας στὸν ἐλεύθερο ἀέρα. Ἕνα φτερούγισμα τρελλό μὲ μουδιασμένα φτερά, ποὺ τὴν ἔφερε στὸ κατάρτι ἑνὸς καϊκιοῦ, σαστισμένη ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἐξαφνικὴ χαρά της.
—Βρέ, τὸ ἀφιλότιμο τὸ πετούμενο, πῶς μοῦ ἐξέφυγε!
Ἀπὸ μέσα του ὅμως ἔλεγε χωρὶς ἄλλο ὁ γεροντάκος:
—Κάνε τὴ δουλειά σου, πουλάκι μου, καὶ μὴ σὲ μέλῃ.
Δυὸ μορτάκια, ποὺ ἔκαμναν τὸ βαρκάρη ἐκεῖ δίπλα, ἐπήδησαν ἀμέσως μέσα στὸ καΐκι.
—Νά το, νά το, ἐπάνω στὸ πανὶ ἀκούμπησε, εἶπε τὸ ἕνα.
—Πέτα τὸ σακκάκι σου, νὰ τὸ ρίξῃς κάτω. Δὲν βλέπεις, πὼς εἶναι μουδιασμένο; ἀπήντησε τὸ ἄλλο.
Ὁ ἐλευθερωτὴς δὲν ἠμπόρεσε νὰ κρυφθῇ πιά. Ὅρμησεν ἄγριος στὴν ἄκρη τοῦ μώλου καὶ ἐφώναξε, κουνῶντας τὸ μπαστούνι κατὰ τὸ καΐκι:
—Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας εἶναι τὸ πουλί; Ἐγὼ τὸ ἀγόρασα, ἐγὼ ἠθέλησα καὶ τὸ ἄφησα. Ὁρίστε μας! Κάτω γρήγορα γιατὶ θὰ σᾶς σπάσω τὰ παγίδια σας.
Καὶ μόνον ὅταν εἶδε τὸ πουλὶ νὰ τινάζῃ τὶς φτερουγίτσες του καὶ νὰ σχίζῃ χαρούμενο τὸν ἀέρα, μονάχα τότε ἐπῆρε τὸ δρόμο του, μουρμουρίζοντας:
—Μὰ βέβαια, μέσα στὴν ἐλευθερία ἐγεννήθηκαν· ποῦ νὰ ἠξεύρουν τὶ θὰ εἰπῇ σκλαβιά!
Πηγή: http://www.agiazoni.gr