Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τα Νέα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τα Νέα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

24.9.15

Γιώργος Σκαμπαρδώνης: «Πίνουμε αλκοόλ και παίρνουμε αντιβίωση»



του Ηλία Κανέλλη

πηγή: http://www.tanea.gr


Είναι η τρίτη φορά µέσα σε έναν χρόνο που οι Ελληνες προσέρχονται στην κάλπη. Τι έχει πάει στραβά στη χώρα και πέντε χρόνια σε Μνηµόνιο τα αδιέξοδα βαθαίνουν, µαζί µε τις καθηµερινές συνθήκες της ζωής µας και τις προοπτικές µας;
Στραβά έχει πάει το ότι ηγεσίες και λαός θέλουμε να κάνουμε μπάνιο την αρκούδα, αλλά χωρίς να βραχεί η γούνα της. Το ότι πίνουμε συνέχεια αλκοόλ, ενώ ταυτόχρονα παίρνουμε αντιβίωση. Φταίει το σχιζοειδές μοντέλο μη σκέψης της Μεταπολίτευσης: συντηρητισμός με προοδευτικό προσωπείο, αδυναμία επεξεργασίας δεδομένων, ιδεοκαταναγκασμοί, προπέτεια, κλισέ και αφρόλουτρο.

Δύο ηµέρες πριν από τις εκλογές, τρεις ηµέρες µετά το ντιµπέιτ των δύο µονοµάχων, τι εντύπωση σας έχει δηµιουργηθεί για το πολιτικό σκηνικό;
Θα έλεγα πως έχει πικρό ενδιαφέρον. Και ότι θα μεγαλώσει, πιθανώς, ο αριθμός των sui generis που θα μπούνε στη Βουλή, διότι αυτό κάποιοι ψηφοφόροι το βλέπουν ως εξέγερση. Θα πείτε, όλοι σχεδόν οι Ελληνες είμαστε εξεγερμένοι εκ γενετής, κυρίως εναντίον του εαυτού μας.

Η διάκριση «νέο» εναντίον «παλαιού» που εισέφερε κυρίως ο Αλέξης Τσίπρας πιστεύετε ότι έχει ισχύ στα ελληνικά πολιτικά πράγματα; Πόσο νέος είναι ο Αλέξης Τσίπρας;
Η αριστερή σκέψη έπαψε να εξελίσσεται μετά τον Αλτουσέρ. Νέα αριστερή σκέψη δεν υπάρχει, μόνο πεθαμένα λικέρ. Αρα, αν είσαι νέος κατά σάρκα αλλά σκέφτεσαι με αριστερούς όρους  του 1950, είσαι στην ουσία υπέργηρος, σε στυλ Καρυωτάκη: «Τρελέ, τρελέ που γέρασες και νέος ποτέ δεν ήσουν».

Επτά μήνες διακυβέρνηση από το σχήμα ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, τι εντύπωση σας άφησε; Συμμερίζεστε την άποψη ότι, αν μη τι άλλο, μια γενναία κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε σκληρά ενώ οι προηγούμενες απλώς εκτελούσαν εντολές;
Η όλη υπόθεση θυμίζει την ταινία «Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε». Οι πρωταγωνιστές, εν προκειμένω, παρρησιάζονταν, οπισθοχωρώντας ραπιζόμενοι. Δυστυχώς για όλους μας. Λόγω της θεωρίας των παιγνίων, γίναμε παίγνιο της θεωρίας.

Τι σκέπτεστε για τη λαϊκότητα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη; Τη θεωρείτε μειονέκτημα; Πώς κρίνετε τους χαρακτηρισμούς «ψευτράκος», «πονηρούλης», «ωρομίσθιος», με τους οποίους ο πρόεδρος της ΝΔ χαρακτήρισε τον Αλέξη Τσίπρα;
Εμένα δεν μου είναι αντιπαθής, μου θυμίζει κάπως τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο στα πενήντα του. Πατρική φιγούρα, λαϊκή, διαχρονική, με χιούμορ, προσόν που σπανίζει, οικείος και με συμπαθή φαλάκρα. Νομίζω θα πάει καλά. Τώρα, οι χαρακτηρισμοί «ψευτράκος» κ.λπ. μου προκαλούν δυσφορία, αλλά λιγότερη από τους χαρακτηρισμούς «γερμανοτσολιάδες», «Τσολάκογλου» κ.λπ.

Αν γράφατε ένα μυθιστόρημα (ή έστω ένα εκτεταμένο διήγημα που είναι πιο κοντά στη φόρμα την οποία χρησιμοποιείτε) για το επτάμηνο της διακυβέρνησης «πρώτη φορά Αριστερά», σε ποια πρόσωπα θα εστιάζατε;
Ο πιο ενδιαφέρων ρόλος είναι ο κ. Κατρούγκαλος. Θα ήταν έξοχος ως ήρωας σε μια ερωτική - βουκολική ιστορία, με συμπρωταγωνίστρια - σύζυγο την κυρία Τασία, και την κυρία Ραχήλ ως άστατη ερωμένη του - αφηγηματικό μπαλαντέρ. Χαμός.

Τι νομίζετε ότι είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ η Ευρώπη; Τι για τη Νέα Δημοκρατία; Και αν υποθέσουμε ότι είστε ψηφοφόρος που ψηφίζετε έπειτα από σκέψη, χωρίς φανατισμούς, χωρίς να έχετε ζήτημα να μετακινηθείτε πολιτικά, τι είναι η Ευρώπη για εσάς;
Νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο πιο φανατικός θιασώτης της. Για τη ΝΔ είναι ο λογικός της χώρος. Θεωρώ ότι η ΕΕ είναι το πιο προοδευτικό πολιτικό πείραμα στον κόσμο - παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις. Και επιπλέον κάτι πολύ βαθύτερο: είναι ο Μπαχ, είναι ο Ρεμπό, είναι ο Ζενέ, είναι ο Τόμας Μαν, είναι ο Μιχαήλ Αγγελος, είναι ο Φουκό, είναι ο Παζολίνι, ο Πικάσο, ο Μαγκρίτ, ο Μολιέρος, ο Μπρετόν...

Ποια η γνώμη σας για το σημερινό ΠΑΣΟΚ; Πόσο μπορούν να συνυπάρξουν Ευάγγελος Βενιζέλος και Φώφη Γεννηματά;
Πιστεύω ότι τιμωρήθηκε σκληρά για τα λάθη του, αλλά πιο πολύ και για το ότι έκανε πατριωτικές πράξεις. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι η πιο λαμπρή πολιτική μορφή των τελευταίων χρόνων και γι' αυτό ακριβώς μη ανεκτή από τη μισαριστεία. Με την κ. Φώφη Γεννηματά δεν διακρίνω να έχει κάποια αντίθεση, απεναντίας.

Τι γνώµη έχετε για Το Ποτάµι; Το θεωρείτε κόµµα αρχών ή γέννηµα µιας εποχής αγανάκτησης;
Το Ποτάμι φαίνεται να είναι κάτι φρέσκο. Για να σχηματίσω άποψη χρειάζεται  χρόνος. Νομίζω ότι κινείται στα νερά της σοσιαλδημοκρατίας. Αν αποφύγει παλιές παθογένειες, πρόσωπα ευκαιρίας και παρόχθιους αλιείς, ίσως εκβάλει κάπου γόνιμα.

Σχολιάστε, σας παρακαλώ, τις επόµενες τέσσερις εκφράσεις που έµειναν να χαρακτηρίσουν το τελευταίο επτάµηνο: «ουάου», «το χρέος είναι απεχθές και επονείδιστο», «οι µετανάστες λιάζονται στην Οµόνοια», «η αριστεία είναι ρετσινιά».
Οι παραπάνω εκφράσεις δείχνουν πολιτικούς καταρχήν μη αυτοελεγχόμενους. Και υπονοούν σύγχυση, εμμονές, προπέτεια και ελαφρότητα αγορητή καφενείου.

Τι προσδοκάτε από τις εκλογές;
Θα ευχόμουν μια πιο ξεκάθαρη φιλευρωπαϊκή στροφή του εκλογικού σώματος.

Πιστεύετε ότι η Ελλάδα θα εκτελέσει το τρίτο Μνημόνιο; Εχει μέλλον η χώρα στην Ευρώπη; Πώς βλέπετε το μέλλον μας;

Η Ελλάδα εκτός Ευρώπης θα μαραζώσει. Θα γίνει μεζονέτα - καλύβα του Καραγκιόζη με κομμένο ρεύμα. Η χώρα έχει μέλλον μόνο μέσα στον φυσικό της βιότοπο, την ΕΕ, την ασφάλεια, την αυστηρότητα και τον πλούτο της. Και κυρίως: την ελευθερία της. 

16.9.15

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος για το «Ποιητικό Αίτιο» του Ένο Αγκόλλι



πηγή: www.tanea.gr (δημοσίευση: 11 Αυγούστου 2015)





φωτογραφία: Σάκης Καρακασίδης [2014]

Το θαύμα στις μέρες μας


Αν δεν προοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά η εφημερίδα για να μας κάνει γνωστό το θαύμα που διαφορετικά θα παρέμενε άγνωστο, τότε θα πρέπει να αποχαιρετήσουμε κάθε προοπτική για μια ουσιαστική αλλαγή. Το θαύμα μπορεί να έχει τον χαρακτήρα μιας πρωτόφαντης ανατριχίλας που ακόμη και σε ηπιότερο ρυθμό υπόσχεται μια διαρκή αποκάλυψη. Οπως έγινε με ένα ρεπορτάζ δημοσιευμένο στα «ΝΕΑ» το περασμένο Σαββατοκύριακο με τρεις συγκλονιστικές φωτογραφίες μεταναστών. Με την πρώτη ν’ απεικονίζει αφγανούς μετανάστες σε ένα χωράφι ύστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια διείσδυσης στη σήραγγα της Μάγχης. Τη δεύτερη με μετανάστες που επιχειρούν να επιβιβαστούν σε ένα τρένο στον σταθμό της Γευγελής και την τρίτη με μετανάστες που φτάνουν στη Λέσβο μέσα σ’ ένα φουσκωτό (πέντε έχουν πέσει στο νερό για να φτάσουν μια ώρα νωρίτερα στη στεριά). 

Η σημασία του ρεπορτάζ και των φωτογραφιών έγκειται στο γεγονός πως όση αποκτήνωση και να έχουν προκαλέσει αντίστοιχες εικόνες στην τηλεόραση, αισθάνεσαι να αποκτάς κάτι από τη χαμένη σου ανθρωπιά, χωρίς τον φόβο – σύντομα τουλάχιστον – να την ξαναχάσεις. Αν όμως η προοπτική του θαύματος δύσκολα μπορεί να συνδυαστεί με τις φωτογραφίες των μεταναστών, είναι αμέσως αναγνωρίσιμο σε μια άλλη περίπτωση. Ο λόγος δεν είναι για την ποίηση αυτή καθ’ εαυτήν, αν και πρόκειται για έναν ποιητή και για ένα ποιητικό βιβλίο. 



φωτογραφία: Βλάσσης Χρυσόπουλος [2015]

Ο τίτλος τού βιβλίου είναι «Ποιητικό αίτιο» και το όνομα του ποιητή Ενο Αγκόλι. Πώς ξαφνικά ένας νεαρός, που γεννήθηκε στην Αλβανία πριν από είκοσι ένα χρόνια και σπουδάζει σήμερα Αναλυτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, έγραψε ποιήματα που αναγνωρίζεις μέσα τους μπολιασμένη μια αμιγή εκδοχή του ευρωπαϊκού πολιτισμού; Δεν είναι τόσο η συνύπαρξη ονομάτων με άμεσες ή έμμεσες αναφορές σε συγκεκριμένα έργα τους, όπως αυτά του Μαρσέλ Προυστ, του Τόμας Ελιοτ, του Τόμας Μαν, του Γκαρθία Λόρκα ή του Νίτσε. Είναι κυρίως η ένωση ενός παιδικού αλβανικού τραγουδιού που λέει (προς τιμήν του ο Αγκόλι το παραθέτει μέσα στο ποίημα στη μητρική του γλώσσα) «Η μπάλα γυρίζει, πλησιάζει στο τέρμα/χτύπημα, πέναλτι, σουτ, γκολ» με μια κουλτούρα που θα φαινόταν ότι το απορρίπτει ως ξένο σώμα, αλλά τώρα αναδεικνύονται σε μια κοινή πολιτιστική παρακαταθήκη.


Δείτε το βίντεο με τον Ένο Αγκόλλι να μιλάει για το βιβλίο του


4.9.15

Ο Θανάσης Νιάρχος για την «Όζα ροζ» της Καίτης Στεφανάκη



φωτογραφία: Σάκης Καρακασίδης


του Θανάση Θ. Νιάρχου

πηγή: www.tanea.gr


Μυστική συμφωνία, βαθιά στο υπόγειο της μνήμης

Οι δώδεκα μικρές ιστορίες της Καίτης Στεφανάκη μπορεί να αφήνουν ανικανοποίητη την αναγνωστική βουλιμία, οι ίδιες όμως είναι εξαιρετικά πλήρεις

Αντιφατικά αισθήματα προκαλεί η ανάγνωση των δώδεκα σύντομων πεζών της Καίτης Στεφανάκη, που με τον τίτλο Όζα ροζ κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις του Εντευκτηρίου. Αντιφατικά, με την έννοια πως όσο και αν θα δικαιολογούσαν ως θέματα μια παφλαστική, καταιγιστική γραφή και ένα άπλωμα εκ των πραγμάτων συναρπαστικό, τώρα περιορίζονται σε μια λιτότητα που αφήνει ανικανοποίητη την αναγνωστική βουλιμία ― κάτι που το ίδιο το βιβλίο έχει καλλιεργήσει.

Οι εποχές βέβαια αλλάζουν, φαντάζεται όμως κανείς τι θα γινόταν στα χέρια του Γιώργου Ιωάννου το εξαιρετικό, έτσι ή αλλιώς, σύντομο πεζό της Στεφανάκη με τον τίτλο «Μήπως βουνό, Ηλία;», με κεντρικό πρόσωπο βέβαια τον ίδιο τον Ηλία, αλλά και τη Γερμανίδα μητέρα του, που το ’σκασε με έναν βαρβάτο Τούρκο, τον πατέρα του να χειρίζεται τη μηχανή προβολής στον κινηματογράφο όπου δούλευε και τη γιαγιά του από τις Σέρρες να φροντίζει για την τήρηση των κανόνων της ηθικής, όπως τους είχε μεταλαμπαδεύσει από τα βουνά των Σερρών στον χώρο της σημερινής τους διαβίωσης ― μια ρομαντική πόλη του Ρήνου.

Θα είχαμε μια πρόγευση παγκοσμιοποίησης από τον δημιουργό της Σαρκοφάγου, με την εμμονή στα φυλετικά χαρακτηριστικά να παράγει τη συγγραφική έκρηξη, ενώ στη Στεφανάκη την υποκαθιστά μια ενδοσκόπηση στα άδυτα της ίδιας της αφηγήτριας. Χωρίς να παραθεωρούμε την ύπαρξη στο ίδιο αυτό πεζό μιας παρατήρησης είκοσι τεσσάρων συγγραφικών καρατίων: ότι ο λυγισμένος λαιμός του Ηλία, προκειμένου να βλέπει στη στοά ενός πορνοσινεμά, χωρίς να τον αντιλαμβάνεται η γιαγιά του, τις επίμαχες φωτογραφίες, του είχε εδραιώσει μια στρεβλή οπτική γωνία όσον αφορά τις γυναίκες. Χωρίζονταν δηλαδή αυτές σε άγιες και αγνές δυνάστριες, όπως η γιαγιά του, και σε ξετσίπωτες και κολασμένες, όπως η εξαφανισμένη μάνα του.

Τόσο όμως για τις μνήμες του Ηλία, που φαίνεται να τις χειρίζεται για λογαριασμό της η αφηγήτρια της ιστορίας του, όσο και για τις μνήμες των ηρώων της σε όλα της τα πεζά, η Στεφανάκη πρωτοτυπεί κατά τούτο: Η μνήμη ως πραγματικότητα φαίνεται να κινείται διστακτικά, περίσκεπτα, σαν να ορθώνει ένα φράγμα ανάμεσα στην ίδια και στα περιστατικά που θα ήταν δυνατόν να την κατακλύσουν. Με μοναδικό θα έλεγες σκοπό να περιορίσει την επικράτεια ενός τραύματος που συνδέεται ακόμη και με τη φαινομενικά πιο ανώδυνη αναπόληση. Μνήμη και τραύμα συνιστούν δύο αλληλοτροφοδοτούμενες πηγές, χωρίς όμως η εμβάθυνση στη μία να προϋποθέτει και μια αντίστοιχη καταβύθιση στην άλλη. Σαν να έχουν έρθει σε μια μυστική συμφωνία ανάμεσα τους, η μνήμη να σεβαστεί το τραύμα χωρίς να επιδιώξει να το εξαντλήσει, το δε τραύμα να βοηθήσει τη μνήμη να γίνει ακόμη πιο πρωτότυπη, αν είναι δυνατόν αναντικατάστατη.

Κάτι το ακατάδεχτο όμως, από πλευράς της συγγραφέως, κάνει συχνά σε ένα κείμενο τεσσάρων σελίδων, όπως για παράδειγμα το πεζό «Πολύ σαντιμένταλ μαντάμ», να συμπλέκονται ή να συνωθούνται θέματα που θα αποτελούσαν το υλικό για τέσσερα συνολικά αφηγήματα, καθώς τώρα αδυνατείς να αντιληφθείς πού ακριβώς εστιάζεται το βάρος του αφηγήματος: Μήπως στο υπόγειο όπου κατεβαίνει και ζωγραφίζει τους εφιάλτες της η «μαντάμ», μήπως στο σχίσιμο του σώματος της ή της μορφής της στα δύο, μήπως στην απέραντη θάλασσα που ως αρχέγονη μήτρα την περικλείει στοργικά ή μήπως στο αγκίστρι του ορθού λόγου που ταλαιπωρεί την τρυφερή της σάρκα και την τραβάει στη στεριά;

Φαίνεται να πιστεύει η Στεφανάκη πως αν η σχετικά κρυπτική γραφή πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα, ταυτόχρονα δυναμώνει και κάνει αδιαμφισβήτητες τις απαντήσεις που μπορούν να τους δοθούν, όχι μόνο στον χώρο της συγγραφής αλλά και σε εκείνον της ζωής. Απόδειξη, το προτελευταίο πεζό του βιβλίου της, «Ανεπαρκής αφήγηση σε μέρη δύο», που μας κάνει να συνυπογράφουμε την πίστη της αυτήν.

Η 64χρονη Καίτη Στεφανάκη κατάγεται από το Ρέθυμνο και είναι ιστορικός της τέχνης, καθηγήτρια της γερμανικής γλώσσας και μεταφράστρια. Τα διηγήματά της χαρακτηρίζονται «μικροί επίλογοι στην ερωτική ανάμνηση, ιατορίες για δυσδιάκριτα τραύματα και μεγάλες απώλειες αγαπημένων και προδομένων».


Καίτη Στεφανάκη

Όζα ροζ
Μικρά πεζά

Θεσσαλονίκη

Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2015

80 σελ.

τιμή: 9,00 ευρώ

ISBN 978-960-7568-39-7