γράφει η Ελένη Χοντολίδου
Είμαι το δεύτερο και τελευταίο παιδί μιας ενδιαφέρουσας
οικογένειας· ενδιαφέρουσας γιατί και οι δύο γονείς ήταν νεόπτωχοι πρόσφυγες Πόντιοι,
δηλαδή οι παππούδες μου ήταν πλούσιοι και ως πρόσφυγες έχασαν τη γη κάτω απ’ τα
πόδια τους.
Ο πατέρας μου επιθυμούσε να τελειώσουμε το
σχολείο και να δουλέψουμε σε καμιά
τράπεζα. Αυτό αποδείχτηκε πολύ χαμηλός στόχος, καθώς η κατά τέσσερα χρόνια
μεγαλύτερη αδελφή μου, που είναι και η διάνοια της οικογένειας, διέπρεψε από
πολύ νωρίς. Να φανταστείτε τη χαρά του όταν μία χρονιά, ως θεατής της μαθητικής
παρέλασης, έβλεπε τη μεγάλη του κόρη σημαιοφόρο και τη μικρή παραστάτρια! Και
ακολούθησαν οι σπουδές στο Πανεπιστήμιο και τα υπόλοιπα μεγαλεία: η Εριφύλη
στην Αρχιτεκτονική, εγώ Φιλοσοφική, αφού όμως απέδειξα αυτά που όφειλα στον
εαυτό μου να αποδείξω, ότι δηλαδή η Φιλοσοφική είναι επιλογή και όχι
ανάγκη.
Η πρώτη μου ανάμνηση γραμματισμού ήταν όταν η
αδελφή μου διάβαζε και έγραφε τα μαθήματά της, και εγώ στο πλάι έσκαγα από τη
ζήλεια μου. Το χειρότερο ήταν όταν επισκεπτόμασταν το υπέροχο ιδιωτικό της
σχολείο και μου έτρεχαν τα σάλια με όλα τα τετράδια καλλιγραφίας, αντιγραφής,
τα μελάνια, τους κονδυλοφόρους και όλα τα σχετικά: κοντολογίς, γεννήθηκα
"φύτουλας". Άρχισα να "διαβάζω" μόνη μου, δηλαδή να λέω τα παραμύθια μου σαν να
τα διαβάζω, γυρνώντας τις σελίδες εκεί που έπρεπε, ξεγελώντας τους πάντες ― πλην
θείου Γιάννη. Έμαθα την προπαίδεια πριν πάω σχολείο και διάβασα κανονικά πριν
πάω στην Α΄ Δημοτικού. Κάνοντας παρέα με τον αρχιεργάτη της διπλανής
πολυκατοικίας, που χτιζόταν όσο ήμουνα πέντε χρονών, έλεγα διάφορες σπάνιες και
εξωτικές λέξεις όπως «κονίαμα», «σκυρόδεμα», «μπετόν»…, εξ ού και θεώρησαν ότι
είμαι ο Baby Wims
και με πήγαν σε ψυχίατρο, για να πιστοποιήσει τον δείκτη ευφυΐας μου. Εγώ
μούγκα· ούτε στα προβολικά τεστ ανταποκρίθηκα ούτε άνοιξα το στόμα μου. Δεν
ξέρω τι θα γινόταν εάν το τεστ έδειχνε 200... Θα με γυρνούσαν στα παζάρια και
στις αγορές; Θα με έβαζαν εσωτερική στο Harvard;
Εγώ πάντως δεν συνεργάστηκα με το ψυχιατρικό κατεστημένο της πόλης μας.
Αργότερα, με τον κατά πολύ μεγαλύτερό μου ψυχίατρο γίναμε συνάδελφοι και του το
θύμισα γελώντας…
Στα κανονικά μου έφτιαχνα πέντε ιστορίες στην
καθισιά, τις οποίες "παίζαμε" με τις φίλες μου μελοδραματικές ιστορίες που
προέκυπταν από τις ραδιοφωνικές σειρές που άκουγα με πάθος κεντώντας, τις
ελληνικές και τουρκικές ταινίες που βλέπαμε διψασμένα, όταν δεν διαβάζαμε
κλασσικά εικονογραφημένα, το μικρό και το μεγάλο Μίκυ Μάους που έφερνε ο πατέρας μας κάθε Σάββατο μεσημέρι.
Στο σπίτι υπήρχε ραδιόφωνο, πικ απ, και
μεγάλη (νόμιζα τότε) βιβλιοθήκη με παιδικά βιβλία, λεξικά, εγκυκλοπαίδειες,
ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Και γυναικεία περιοδικά: Γυναίκα και Πάνθεον. Μετά,
ανακάλυψα τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, παράλληλα με την αίσθηση ότι η γνώση είναι
δύναμη: "εκείνος", ανεψιός του Μανόλη Αναγνωστάκη, με είχε προσέξει ακριβώς
γιατί διάβαζα, και νομίζω ότι τότε ήταν που μεταμορφώθηκα από παιδί-αναγνώστρια
σε συνειδητή αναγνώστρια. Από εκεί διάβασα τα κλασικά παιδικά βιβλία και άρχισα
τις βουτιές και στα πιο σοβαρά… Η κάθοδος από τις 40 Εκκλησιές στη Δημοτική
Βιβλιοθήκη, η περιήγηση στις σειρές των βιβλίων, το άνοιγμα, το χάιδεμα των
βιβλίων, η μυρωδιά τους, τα σχόλια των προηγούμενων αναγνωστών, και ο υπάλληλος
της βιβλιοθήκης που με είχε προσέξει, όλα αυτά διατηρούν ακόμη μία μαγεία μέσα
μου, είναι από τις πιο ξεχωριστές μου αναμνήσεις.